Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

Θεία Λειτουργία: Τό φάρμακο ἐνάντια στόν ἀτομικισμό.


Theia Leitourgia

Τοῦ Ἀλέξανδρου Γκίκα, Καθηγητοῦ Δ/θμιας Ἐκπαίδευσης, MSc Θεολογίας

Ἡ λατρεία, ὅπως ἐκφράζεται κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, εἶναι μιὰ κατεξοχήν κοινωνική ἐκδήλωση σέ κατακόρυφο ἐπίπεδο, πού ἐπηρεάζει ὅμως ἄμεσα καί τήν κοινωνική ζωή σέ ὁριζόντιο ἐπίπεδο. Ἡ κοινή ἀναφορά στόν Θεό μέ τήν Λατρεία, στήν Λειτουργία, συνδέει ὅλους τους πιστούς μεταξύ τους καί καλλιεργεῖ, μέ τόν τρόπο αὐτό τήν αἴσθηση τῆς κοινότητας. Εἶναι γνωστό ὅτι τό ἄτομο καί ἡ κοινότητα σπάνια συμπορεύονται μέσα στό ἱστορικό γίγνεσθαι. Στήν Θεία Λειτουργία, ὅμως συναντῶνται. Τό ἄτομο πορεύεται πρός τήν κοινότητα (Ἐκκλησία) καί ἡ κοινότητα τό ὑποδέχεται, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι. Γιατί δέν ἀφήνουμε τήν ζωή μας σ’ αὐτόν τόν κόσμο πού ζοῦμε καί κινούμαστε καί εἰσερχόμαστε σέ μία ἄλλη ζωή, σέ ἕνα ἄλλο κόσμο, ἀλλά κομίζουμε μαζί τήν ζωή μας, τόν ἴδιο μας τόν «μικρόκοσμο». 

Ἡ εἴσοδός μας στήν Ἐκκλησία, εἶναι, σύμφωνα με τούςΠατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ εἴσοδος στό πατρικό μας σπίτι, εἶναι ἡ ἐπιστροφή τῶν ἀπίστων ἀπό τήν ἄγνοια καί τήν πλάνη στήν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν κακία καί τήν ἀγνωσία στήν ἀρετή καί στή γνώση, ἀπό τήν παράβαση στή διόρθωση καί στή μετάνοια. Ὅλοι λοιπόν μετέχουμε στό εὐχαριστιακό γεγονός τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου ἐπιβεβαιώνουμε τήν ἰδιότητά μας ὡς χριστιανῶν. Στή θεία λατρεία, μετέχοντας τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, πραγματοποιεῖται ἡ ἕνωση «μετά τῆς θεοποιοῦ σαρκός τοῦ Χριστοῦ» καί ἔτσι καθιστάμεθα μέτοχοι της ἄφθαρτης καί αἰώνιας ζωής, γινόμαστε σύσσωμοι Χριστοῦ. Αὐτή ἡ συσσωμάτωση προκύπτει καί προσφέρεται ὡς δῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὅλοι μεταλαμβάνουμε «τοῦ ἁγίου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον», ἀπό τό «κοινόν ποτήριον», τό ὁποῖο ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δεχόμαστε προσωπικά καί ἐλεύθερα. Στήν Ἐκκλησία, δέν εἴμαστε μόνοι μας, δέν εἴμαστε ἄτομα, ἀλλά ὡς πρόσωπα, γινόμαστε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, συγκεφαλαιώνουμε τό «προαιώνιο μυστήριο».

Μέ τήν ἀποδοχή, λοιπόν, αὐτῆς τῆς προσωπικῆς κοινωνίας μέ τήν θεοποιό καί ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ μέσω τῆς Εὐχαριστίας πραγματοποιεῖται ἡ σύνδεση αὐτή μέ δεσμούς ἀνώτερους ἀπό τούς ἀνθρώπινους. Εἶναι ἡ χαρμόσυνη ἐκείνη σύναξη, ὅπου ὅλοι μας ἀνταμώνουμε τόν ἀναστημένο Κύριο καί μπαίνουμε μαζί Του στό νυφικό δῶμα. Ἔτσι, Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς πού γίναμε δεκτοί στήν εὐχαριστιακή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ρήση ἀπό τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, «ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία», φανερώνει κυρίως τό εὐχαριστιακό νόημα. Ἡ Εὐχαριστία ὀνομάζεται «φάρμακον ἀθανασίας» μέ τήν πιό δυνατή σημασία τοῦ ὄρου, ἐπειδή ὁ πιστός συμμετέχει ὑποστασιακά στόν Κύριο καί δέχεται τόν σπόρο τῆς αἰώνιας ζωής. Ἡ Ἐκκλησία στό «χωρισμό» της ἀπό «τόν κόσμο τοῦτο» καί τό ταξίδι της στόν οὐρανό, θυμᾶται ὁλόκληρη τήν πλάση, θυμᾶται ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τήν προσκομίζει μέ ἀγάπη στό Δημιουργό. Ἡ Εὐχαριστία δέν εἶναι ἁπλά μιά ἀνταμοιβή γιά ἐκείνους τοὺς «καλῶς ἔχοντας», ἀλλά εἶναι ἡ ἀληθινή τροφή γιά ὅποιον πεινάει καί διψάει πνευματικά. Εἶναι γιά ἐκεῖνον πού γνωρίζει πολύ καλά ὅτι χωρίς αὐτή θά πεθάνει. Εἶναι τό πιό ἰσχυρό φάρμακο ἀθανασίας, τό ἀντίδοτο στόν θάνατο. Εἶναι, ἀκόμη ἡ χαρμόσυνη κοινωνία τῆς ἀγάπης, ἀλλά καί ὁ ἑορτασμός της. Ἔτσι, σέ αὐτόν τόν κόσμο ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἤδη ἡ παρουσία τοῦ «ἐντελῶς ἄλλου» κόσμου. Ἡ Εὐχαριστία προσφερόμενη «ἐν τῷ Υἱῷ», προσφέρεται στόν Πατέρα. Καί προσφερόμενη στόν Πατέρα, ἐκπληρώνεται στήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτό ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἡ αἰώνια, ζωντανή καί ζωογόνα πηγή τῆς γνώσης τῆς Ἁγίας Τριάδας, διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα ἀπό τήν Λειτουργία, ὁ ἄνθρωπος βρίσκει ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού πλησιάζει, εἶναι κιόλας ἀνάμεσά μας, ἀλλά καί μέσα μας. Καί ἀνακαλύπτοντας τήν Βασιλεία, αἰσθανόμαστε ὅτι βρήκαμε τόν «πολύτιμον μαργαρίτην», τόν «κεκρυμμένον θησαυρόν» καί ἡ χαρά μας γι’ αὐτό εἶναι πραγματικά πολύ μεγάλη. Ἔτσι, ἄς μή λείπουμε ἀπό τήν ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μας παρέχει πλῆθος μυστηρίων γιά τή σωτηρία μας καί ἰδιαίτερα, τό μυστήριο τῶν μυστηρίων, τήν Εὐχαριστία. Ἐκεῖ, ἄς ἀποσύρουμε τόν παλιό ἄνθρωπο, ἄς περπατήσουμε ἄξια στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού μας κάλεσε στή Βασιλεία Του, ἄς ἐνδυθοῦμε τόν νέο ἄνθρωπο, πού ἀνανεώνεται στήν ἐπίγνωση σύμφωνα μέ τόν Πλάστη του, γιά νά προσφέρουμε, νά διαθέσουμε καί νά μοιράσουμε τήν ἀγάπη πού μας δείχνει ὁ Χριστός, σέ ὅλους τους ἀνθρώπους, χωρίς καμία ἐξαίρεση. Διότι, σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Βιβλιογραφία

Παύλος Ευδοκίμωφ, Ἡπροσευχή τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἩΛειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 1997.

Γεώργιος Ματζαρίδης, Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
1985.

Του ιδίου, Παλαμικά, ἐκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983

Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία, εἰσαγωγή-σχόλια Δ. Στανιλοάε, μτφρ. Ι. Σακαλής, ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1997.

Η Θ Ε Ω Σ Η κατά τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή



 

       (από το έργο του, Περί διαφόρων αποριών  των αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου)

 

 

            ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

           

            Γεννήθηκε στην ΚΠολη από ευγενή οικογένεια και υπήρξε αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα Ηράκλειου. Όταν ο αυτοκράτορας κατέστη αιρετικός μονοθελήτης, εγκατέλειψε τα πάντα και εκάρη μοναχός. Πέτυχε καταδίκη της αίρεσης του μονοθελητισμού στη σύνοδο του Λατερανού (649) και αγωνίσθηκε να μην εδραιωθεί η αίρεση αυτή στην Ανατολή. Κυνηγήθηκε από τις Εκκλησίες της Ανατολής, συνελήφθη, από τον αυτοκράτορα Κώνστα Β΄ και του κόπηκε η γλώσσα και το δεξί χέρι. Έγραψε πολλά έργα: Τα «Κεφάλαια περί Αγάπης», «η Μυσταγωγία», εξηγήσεις πάνω στα συγγράμματα του Αγ. Διονυσίου Αεροπαγίτη (ψευδο-Διονύσιου), καθώς και πολλά έργα κατά του μονοφυσιτισμού και μονοθελητισμού. Η μνήμη του εορτάζεται στις 21 Ιανουαρίου.

 

            ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΘΕΛΗΤΙΣΜΟΣ

 

Ο Μονοθελητισμός είχε ήδη ξεκινήσει επί αγίου Ιουστινιανού Α΄ (γνωστού μονοθελίτη) και κορυφώθηκε επί Ηρακλείου και Κώνστα Β΄ (642-668) με τη δημοσίευση του «Τύπου». Η Ρώμη κατά την περίοδο αυτή αντέδρασε και δεν υπετάγη στον Μονοθελητισμό. Ούτε ο Θεόδωρος Α΄ (642-649), ούτε ο Μαρτίνος Α΄ (649-655), ούτε ο Ευγένιος Α΄ (654-657), ούτε ο Βιταλιανός (657-672) προσεχώρησαν, μάλιστα δε των τριών πρώτων το μνημόσυνο είχε διακόψει η ΚΠολη, το επανέφερε δε στον τελευταίο, καθότι αυτός ειδοποίησε τον αυτοκράτορα για την εκλογή του. Οι τρεις τελευταίοι είναι άγιοι από τον Παπισμό, ο δε δεύτερος και από την Ορθοδοξία. Ο Μαρτίνος Α΄ μαρτύρησε αρνούμενος τον Μονοθελητισμό και πέθανε στις 16.9.655. Η Ρώμη είχε εκλέξει τον Ευγένιο Α΄ ενώ ζούσε ο Μαρτίνος Α΄. Ο Ευγένιος Α΄ εκλέχθηκε στις 10.8.654, ενώ ο εξόριστος Μαρτίνος Α΄ δεν διαμαρτυρήθηκε. Πρώτη ενέργεια του Ευγένιου Α΄ ήταν να αποκαταστήσει καλές σχέσεις και διάλογο με την ΚΠολη, σχετικά με την αίρεση αυτή, γι’ αυτό έστειλε στην ΚΠολη αντιπροσωπεία για συζητήσεις. Η αντιπροσωπεία προσκόμισε στη Ρώμη επιστολή του ΚΠόλεως Πέτρου, η οποία θεωρήθηκε ύποπτη και σκοτεινή και απάδουσα προς την εκκλησιαστική τάξη, είναι δε σαφώς αιρετική και πολύ χειρότερη από εκείνες των προκατόχων του. Η επιστολή αυτή δημιούργησε σφοδρές αντιδράσεις στη Ρώμη, μέχρι που εμποδίστηκε ο Πάπας να τελέσει τη λειτουργία των Χριστουγέννων, αν δεν καταδίκαζε την επιστολή. Πράγματι, ο Ευγένιος απάντησε στον Πατριάρχη με ρητή καταδίκη για όσα ανέφερε στην επιστολή του. Όταν ο αυτοκράτορας Κώνστας Β΄ πληροφορήθηκε την άμεση ενέργεια του Πάπα, σχεδίαζε πως να εξοντώσει και αυτόν, αλλά δεν πρόφθασε, διότι ο Πάπας πέθανε στις 2.6.657. Εκτός από τη Σύνοδο του Λατερανού (649), που καταδίκασε επίσημα τον Μονοθελητισμό, μια Σύνοδος των Αφρικανών Επισκόπων (646) είχε ήδη καταδικάσει επίσημα τον Μονοθελητισμό. Κανείς λοιπόν από τους ανωτέρω Πάπες δεν προσχώρησε στον Μονοθελητισμό, ούτε ο πάπας Ευγένιος Α΄, μάλιστα δε ο αποκρισάριος του πάπα Βιταλιανού στην ΚΠολη, Αναστάσιος, μαρτύρησε μαζί με τον άγιο Μάξιμο και τον μαθητή του Αναστάσιο. Αν κάποιος από τους Πάπες αυτούς είχε προσχωρήσει στον Μονοθελητισμό, τότε θα αφοριζόταν από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (680), όπως αφορίσθηκαν οι: Ρώμης Ονώριος (625-638), ΚΠόλεως Σέργιος Α΄ (610-638), Πύρρος Α΄ (638-641), Παύλος Β΄ (641-653), Πέτρος (654-666) και Αλεξανδρείας Κύρος (630-643) ως αιρετικοί Μονοθελήτες. Η Σύνοδος λοιπόν αυτή αφόρισε 6 Πατριάρχες!!!

 

Συμπερασματικά, όταν αγωνιζόταν ο άγιος Μάξιμος (580-662) κατά του Μονοθελητισμού δεν ήταν μόνος. Είχε πίσω του τουλάχιστον την Εκκλησία της Ρώμης και τους Επισκόπους της Αφρικής.

 

            ΣΧΟΛΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗ «ΘΕΩΣΗ»

 

            Στα έργα του ο Μάξιμος διδάσκει τη μετριοπάθεια ή μάλλον την αποφυγή των καταχρήσεων σε όλους τους τομείς: «επί πάντων δε των πραγμάτων, η παράχρησις εστίν η αμαρτία». Τη μεγαλύτερη έμφαση όμως τη δίνει στο ζήτημα της «θεώσεως». Όπως όλοι οι άλλοι έλληνες μυστικιστές, ο Μάξιμος ξεκίνησε από την αρχή που διατυπώθηκε από τον Πλάτωνα στον «Θεαίτητο» (176-β), όπου ο Σωκράτης εμφανίζεται να υποστηρίζει, ότι ο μόνος τρόπος αποφυγής του κακού είναι η απομάκρυσνση από τη γη, που την εξισώνει με «ομοίωσις τω θεώ, κατά το δυνατόν». Ο Σωκράτης πίστευε ότι η «ομοίωσις» μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με αυστηρή πνευματική αυτοπειθαρχία. Αλλά οι χριστιανοί μυστικιστές, όπως και μερικοί ειδωλολάτρες, είχαν βαθιά επηρεασθεί από τον ασκητισμό, και οι κυριότερες πηγές του Μάξιμου, ο Ευάγριος Ποντικός (346-399) και ο ψευδο-Διονύσιος (γύρω στα 500) θεωρούσαν τις ασκητικές συνήθειες, ως τον κυριότερο δρόμο που οδηγούσε στη θέωση.

 

            Το δόγμα της θεώσεως ήταν βαθιά ριζωμένο στη βιβλική παράδοση, όπως (Ιω. 10. 34) «θεοί εστέ», και στα πατερικά δόγματα, όπως στον Ωριγένη, από τον οποίον ο Μάξιμος είχε πολύ επηρεασθεί, παρ’ όλο που ήταν αρκετά προσεκτικός, ώστε να απορρίπτει όσες από τις δοξασίες του είχαν χαρακτηρισθεί ως αιρετικές, στον Αλεξανδρείας Αθανάσιο (328-373), στον Ευάγριο και στους Καππαδόκες Πατέρες.

 

            Αλλά η μεταγενέστερη βυζαντινή άποψη για τη «θέωση» («θεοποίησις» σύμφωνα με τους Πατέρες των πρώτων αιώνων) αποδίδεται στον Αθανάσιο, που έγραψε ότι «ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν». Η άποψη αυτή αποτελεί αξίωμα στο θεολογικό σύστημα του Μαξίμου (όπως «δια τούτο γέγονεν άνθρωπος ο….. θεός Λόγος, ίνα ποιήση θεούς….. τους ανθρώπους») και όπως οι προγενέστεροι συγγραφείς, υποστήριξε ότι ο άνθρωπος δεν μπορούσε να πετύχει την «θέωσιν», χωρίς να υπακούει στον θεό, να απαλλαγεί από τα εγκόσμια και να καταπολεμήσει τα πάθη του. .

 

            Σύμφωνα με μερικά χωρία του Μαξίμου, ο άνθρωπος μπορεί να υποβοηθηθεί στο δρόμο προς την «θέωσιν», όχι μόνο «ευχαίς και δεήσεσι και ελεημοσύναις», αλλά και με την «αγάπην», ευεργεσίαν» και άλλες αρετές. Άλλοτε όμως αποδίδει την «θέωσιν» του ανθρώπου σε θεία ενέργεια, στο Λόγο ή στο Άγιον Πνεύμα, όπως υποστηρίζει ο ψευδο-Διονύσιος. Επίσης, όπως και ο ψευδο-Διονύσιος, ο Μάξιμος οπωσδήποτε ήθελε να υπογραμμίσει την πρωτοβουλία και, συγχρόνως, να τονίσει την ανθρώπινη συνεργασία. Στην πραγματικότητα ο Μάξιμος θεωρούσε την «θέωσιν» του ανθρώπου ως εγγυημένη από την «θέωσιν» της ανθρωπίνης φύσεως, από την ενανθρώπηση του Λόγου, που προηγήθηκε (και τη σταύρωση, όπως καμιά φορά προσθέτει).

 

 

            Η διαδικασία αυτή στηρίζεται στην στην «αντίδοση ιδιωμάτων», με την οποία, λαμβάνοντας υπόψη την εγγύτητα της θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο Χριστό, ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί, ότι οι ιδιότητες της μιάς φύσεως μπορούσαν να μεταφερθούν στην άλλη. Συνέπεια αυτής της «αντιδόσεως» είναι η στήριξη της αντιλήψεως, ότι ο Λόγος έπαθε (αφού η σάρκα του υπέστη τη σταύρωση) και ότι ο Υιός του Ανθρώπου, ο ευαγγελικός Ιησούς, υπήρξε ο Παντοκράτωρ (αφού η ανθρώπινη φύση του ήταν αδιαίρετα ενωμένη με τον θείο Λόγο).   

 

            Συνώνυμη με την «αντίδοσιν ιδιωμάτων» είναι η «περιχώρησις» των δυο φύσεων εις (ή προς) αλλήλας», όπου ο όρος «περιχώρησις» μπορεί να ερμηνεύεται ως εισχώρηση των ιδιοτήτων της μιας φύσεως στην άλλη. ο όρος αυτός πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη Χριστολογία του Γρηγορίου Θεολόγου, που με τη σειρά του τον είχε δανεισθεί από τους στωικούς. Τον Γρηγόριο μιμήθηκε σ’ αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, ο Μάξιμος και μετά από αυτόν ο Ιωάννης Δαμασκηνός. Έτσι, η «περιχώρησις της θείας φύσεως εις την ανθρωπίνην φύσιν» ήταν ένα από τα κύρια μέσα, για την επίτευξη της «θεώσεως» της ανθρωπίνης φύσεως.

 

            Πολλοί ερευνητές έκριναν, ότι οι θεολογικές απόψεις του Μαξίμου περιέχουν πολλές ασυνέπειες, όπως π.χ. συμβαίνει με την ανάλυση του όρου «γνώμη». Η εντύπωση όμως αυτή προέκυψε από το γεγονός, ότι ο Μάξιμος απέφευγε να γράφει συστηματικές πραγματείες και ανέπτυσσε τις απόψεις του απαντώντας σε συγκεκριμένα ερωτήματα και, εάν συγχωρηθούν ορισμένες περιστασιακές μετατοπίσεις της εμφάσεως και εναλλαγές της ορολογίας στην εξελικτική πορεία της σκέψεώς του, μπορεί να υποστηριχθεί, ότι τα θεολογικό του κείμενα, θεωρούμενα συνθετικά, αποτελούν εύληπτο σύνολο.

 

            ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ «ΠΕΡΙ ΘΕΩΣΕΩΣ»

 

            Όσοι προχώρησαν πνευματικά διακρίνουν μέσα τους τρεις κινήσεις της ψυχής, η μια διεκπεραιώνεται από το νου, η άλλη από το λόγο, η τρίτη από την αίσθηση. Αλλά σ’ αυτούς, οι τρεις αυτές κινήσεις συναιρούνται σε μια μόνο. Γιατί η κίνηση με την αίσθηση (αισθητικότητα) έχει ενταχθεί μέσα στην κίνηση με το λόγο κι αυτή μέσα στην κίνηση με το νου. Βασισμένος πάνω στις δυο κατώτερες κινήσεις ο νους υψώνεται στην ανώτερη γνώση του Θεού. Η κίνηση του νου είναι μια γνώση που δεν μπορεί να προσδιοριστεί, είναι πάνω από τη γνώση και μπορεί να ονομαστεί και αγνωσία ή γνώση αποφατική. Γιατί ο νους που κινείται γύρω από το Θεό αρνείται να τον ορίσει με κατηγορούμενα δανεισμένα από τα κτιστά, έχοντας έντονη κι απλή εμπειρία Εκείνου που είναι πάνω απ’ όλα τα πλάσματα. Ωστόσο ο άγιος Μάξιμος καλεί κι αυτή την εμπειρία, που είναι αδύνατο να προσδιοριστεί, κίνηση.

 

            Η κίνηση με το λόγο ορίζει το Θεό ως απροσδιόριστο στην ιδιότητά του ως αιτία. Στην κίνηση αυτή η ψυχή κάνει σαφείς στον εαυτό της με μια γνώση – επιστήμη τους λόγους Εκείνου που είναι γνωστές μόνο με την ιδιότητα της αιτίας. Οι λόγοι αυτοί είναι μέσα στην ψυχή και μέσα στον κόσμο. Μέσα στην ψυχή δεν μπορεί να είναι παρά όσο η ψυχή βρίσκεται σε σχέση με τον κόσμο. Υπάρχουν μέσα στην ψυχή, όπως το φως στα μάτια και ο αέρας στους πνεύμονες. Η ψυχή και ο κόσμος έχουν τους λόγους αυτούς με τρόπο πάγιο. Οι λόγοι αυτοί επενεργούν μ’ ενδιάμεσο τον κόσμο πάνω στην ψυχή ρυθμίζοντάς την. Αλλά κι αν ρυθμίζουν την ψυχή ή κι αν η ψυχή κινείται επάνω στη βάση τους με τρόπο φυσικό προς τη γνώση του Θεού, ωστόσο η ψυχή πρέπει να χρησιμοποιήσει και τη θέληση για να επιβάλει τους λόγους αυτούς στον εαυτό της και για να ενεργοποιήσει τέλεια και ορθά, με τις αρετές, τη μορφοπλαστική τους δύναμη. 

 

 

            Ο Άγιος είναι «σύνθεση» του ανθρώπινου και του θείου, όπως ο άνθρωπος είναι σύνθεση από την ψυχή και το σώμα, χωρίς σύγχυση. Ο ιερός Μάξιμος περιγράφει στο έργο του αυτό τον τρόπο, με τον οποίον οι Άγιοι έχουν υψώσει την ενεργητικότητα των αισθήσεων με το λόγο σε ενόραση του Θεού με το νου. Ο λόγος αποκαλύπτει μέσα στις αντιλήψεις των πραγμάτων μέσω των αισθήσεων τους λόγους των πραγμάτων και τους ενοποιεί σε ενιαίο σύνολο. Εφαρμόζοντας έπειτα τους λόγους στις αρετές, ο γνωστικός λόγος γίνεται ο ίδιος ενιαία φρόνηση, εντυπωμένη σ’ όλο το είναι του Αγίου. Το είναι του Αγίου σφραγισμένο σ‘ αυτή τη φρόνηση έχει κερδίσει την ικανότητα μιας ενόρασης και μιας εμπειρίας του Θεού με το νου. Αλλά έπρεπε προηγούμενα να καθαρθεί από κάθε απασχόληση με τη γνώση των πραγμάτων ή ακόμα και από την απασχόληση με την αυτογνωσία. Η ενόραση αυτή κι η εμπειρία είναι ταυτόχρονα ένωση με το Θεό. Εξαιτίας τούτου δια μέσου των Αγίων διαφαίνεται ο Θεός, γιατί έχουν πραγματοποιήσει σύνθεση μαζί Του.

 

            Ο Θεός είναι το πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο ο άνθρωπος γίνεται άγιος. Και ο άνθρωπος που έγινε άγιος είναι το πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο ο Θεός έγινε άνθρωπος. Η ιδέα ότι ο Θεός και ο άνθρωπος είναι πρότυπα ο ένας στον άλλο, μας οδηγεί στο να πούμε πως ο άνθρωπος είναι θεός κτιστός και η θεότητα είναι ανθρωπότητα αιώνια. Η έκφραση ότι ο Θεός είναι το αρχέτυπο, το πρότυπο, το παράδειγμα του ανθρώπου είναι συνηθισμένη. Αλλά η έκφραση ότι κι ο άνθρωπος είναι παράδειγμα για το Θεό έχει μιαν απήχηση ιδιαίτερα τολμηρή. Αυτή η έκφραση δεν είναι απλή επανάληψη της πρώτης, γιατί στην περίπτωση αυτή δε θα είχε επαναληφθεί. Ο άνθρωπος είναι πρότυπο του Θεού όχι μόνο επειδή είναι εικόνα Εκείνου και δείχνει επομένως ότι ο Θεός έχει κάτι όμοιο με τον άνθρωπο αλλά, σύμφωνα με την εξήγηση που δίνει ο άγιος Μάξιμος στη συνέχεια, η έκφραση αυτή έχει συμμετρικό νόημα με την πρώτη. Είναι αλήθεια το ότι ο Θεός έχει δημιουργήσει μια εικόνα υποδεέστερη του εαυτού του και η εικόνα η απέραντα υποδεέστερη είναι επιφυλαγμένη για τον άνθρωπο. Είναι όμως μια άλλη αλήθεια το ότι ο Θεός δέχεται να κάνει δική του αυτή την εικόνα του εαυτού του την απέραντα υποδεέστερη και επιφυλαγμένη για τον άνθρωπο.

 

            Ο Θεός γίνεται όμοιος με τον άνθρωπο, γίνεται άνθρωπος, με τη μίμηση του ανθρώπου μέσα στην ταπείνωσή του, παίρνοντας τον άνθρωπο σαν πρότυπο. Η ενσάρκωση δίνει το πλήρες νόημα στην έκφραση του αγίου Μαξίμου. Τούτο δείχνει ότι υπάρχει μέσα στο Θεό μια δυνατότητα να γίνει άνθρωπος από έρωτα προς τους ανθρώπους, όπως υπάρχει μέσα στον άνθρωπο η δυνατότητα να γίνει θεός κατά χάρη από έρωτα προς το Θεό. Υπάρχει ικανότητα του Θεού να ενανθρωπιστεί και ικανότητα του ανθρώπου να θεωθεί. Χωρίς αμφιβολία τούτο γίνεται, επειδή ο Θεός έχει την ικανότητα να γίνει άνθρωπος και όχι γιατί και ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να γίνει Θεός. Επειδή ο Θεός κατεβαίνει στον άνθρωπο και όχι επειδή ο άνθρωπος μπορεί ν’ ανέβει στο Θεό. Η εικόνα του αγαπημένου προσλαμβάνεται από τον εραστή.

 

            Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για τον άνθρωπο, με το νόημα ότι μόνο έτσι γίνεται χωρητός στον άνθρωπο, φθάνει στη μεγαλύτερη προσέγγιση του ανθρώπου. Ο Θεός δεν δημιουργεί τη γλυκύτητα και τη μακαριότητα του ανθρώπου με το μεγαλείο του, αλλά επειδή πλησιάζει τον άνθρωπο σαν άνθρωπος.

 

            Μ’ αυτή μόνο την ανθρωποποίηση του Θεού μπορεί ν’ αυξηθεί ο άνθρωπος ώσπου να γίνει θεός με την ύψωσή του στη μέγιστη γειτονικότητα του Θεού και δίνοντας στο Θεό την ικανοποίηση να γίνει κατανοητός από τον άνθρωπο, ως Θεός. Ό,τι είναι για τον άνθρωπο το ανθρώπινο ή ανθρωποποιημένο πλησίασμα του Θεού σ’ εκείνον για να του δώσει τη μέγιστη χαρά, είναι και για το Θεό το θείο ή θεωμένο πλησίασμα του ανθρώπου σ’ Εκείνον για να του δώσει τη χαρά να κατανοηθεί σε ό,τι είναι ο ίδιος από τη φύση του. Αλλά το γεγονός ότι ο άνθρωπος φθάνει στη θέωσή του με την ενανθρώπηση του Θεού δείχνει ότι υπάρχει ανάμεσα στη θέωση και την ενανθρώπηση κάποιος σύνδεσμος, ότι ανάμεσα στην κρυμμένη εμφάνιση του Θεού ως ανθρώπου ενάρετου και την αποκαλυμμένη εμφάνισή Του ως Θεού κατά τη θεωρία υπάρχει ένας σύνδεσμος ή ότι η θέωση έχει οριοθετηθεί από την ενανθρώπηση. Ο άνθρωπος ανεβαίνει προς το Θεό με τις αρετές και ο Θεός κατεβαίνει με τις αρετές προς τον άνθρωπο. Μέσα στις αρετές συναντιούνται ο Θεός και ο άνθρωπος με τις ενέργειές τους, με κάθοδο της ενέργειας του Θεού στο επίπεδο της ανθρώπινης ενέργειας. Οι αρετές εκπροσωπούν το άνοιγμα του Θεού για τον άνθρωπο και του ανθρώπου για το Θεό και τον άλλον άνθρωπο. Ο ενάρετος άνθρωπος δίνει στο Θεό την ορατή εικόνα του. Οι αρετές είναι τα ορατά χαρακτηριστικά του Θεού, που προσεγγίζεται από τον άνθρωπο. Με τη θεωρία ο άνθρωπος βρίσκει το Θεό μέσα στο Θεό, γεμίζει από το θείο φως, θεώνεται και προξενεί στο Θεό τη χαρά να τον περιλάβει μέσα στον ίδιο Του τον εαυτό. Με τις αρετές ο Θεός έχει κατέβει προς τον άνθρωπο, με τη θεωρία ο Θεός έλκει τον άνθρωπο προς τον εαυτό Του. Αλλά για να φθάσει ο άνθρωπος στη θεωρία πρέπει να περάσει από την αρετή.

 

            Η εμφάνιση του Θεού με τις αρετές παρουσιάζεται σαν έργο του ανθρώπου, γιατί μ’ αυτές εκδηλώνεται η προσπάθεια του ανθρώπου, προσπάθεια που αναλαβαίνει κι ο Θεός όταν κατεβαίνει στον άνθρωπο επάνω στο επίπεδο των αρετών για να υποστηρίξει την προσπάθεια αυτή με τη χάρη. Η θεωρητική γνώση του Θεού παρουσιάζεται αντίθετα σαν καρπός της αρπαγής του ανθρώπου από μέρους του Θεού, επομένως σαν πράξη του Θεού. Υπάρχει όμως μια αναλογία ανάμεσα στην εκδήλωση του Θεού μέσω των αρετών και στη γνώση του Θεού που παράγει αρετές. Στο μέτρο που ο Θεός προσεγγίζει τον άνθρωπο με την ενανθρώπησή Του ο άνθρωπος θεώνεται καθώς προσεγγίζεται από το Θεό και τον αναγνωρίζει ως Θεό. Η ενανθρώπηση του Θεού και η θέωση του ανθρώπου συναντιούνται στο βάθος, χωρίς να συγχέονται κατά φύση. Ακόμα περισσότερο, στο βαθμό που ενανθρωπίζεται ο Θεός, εξανθρωπίζεται όλο και περισσότερο και ο άνθρωπος κι έτσι θεώνεται ή συναντά το Θεό μέσα στην ενανθρώπησή Του.

 

            Χωρίς την προσπάθεια του ανθρώπου που αναφέραμε για να επιτύχει τις αρετές ή να δώσει στο Θεό τη δυνατότητα να ενανθρωπιστεί δεν μπορεί να έχει θέση η αρπαγή του στη γνώση και τη βίωση του Θεού. Δίχως αυτή την προηγούμενη προσπάθεια ο άνθρωπος είναι υπερβολικά βαρύς για την αρπαγή, πολύ πυκνός για να μπορέσει να γίνει περατός από το Θεό. Ο άγιος Μάξιμος βεβαιώνει εδώ ξανά την αξία της ανθρώπινης κίνησης, ακόμα και της κίνησης με τις αισθήσεις, για να μην αναφερθούμε πια σ’ εκείνην που εκδηλώνεται με τα καλά έργα που εκτελούνται από το σώμα.

 

            Οδηγημένοι από τα φυσικά σημεία των θείων πραγματικοτήτων, δηλαδή από το νου, από το λόγο, από τους λόγους της φύσης τους και των πραγμάτων και φυσικά πληγωμένοι από τον έρωτα προς το Θεό οι Άγιοι ανυψώνονται στο Θεό περνώντας ηρωικά από το σώμα και τον κόσμο. Αυτά τα δυο συγκρατούνται το ένα μέσα στο άλλο. Ο κόσμος περιέχεται μέσα στο σώμα και περιέχει το σώμα, το σώμα περιέχει τον κόσμο κι αισθάνεται ότι περιέχεται μέσα στον κόσμο με την ενεργητικότητα των αισθήσεων. Ο κόσμος και το σώμα είναι περιπλεγμένα. Γι’ αυτό οι Άγιοι βλέποντας ότι με μόνη την απασχόλησή τους με το σώμα μένουν προσκολλημένοι στον κόσμο, βλέποντας έπειτα ότι τόσο ο κόσμος όσο και το σώμα περιορίζονται από τη φύση, θεωρούν ότι είναι επονείδιστο να περιορίζουν την αδιάκοπη κίνηση της ψυχής μέσα στο πλαίσιο των πεπερασμένων πραγμάτων και να απονέμουν την αθανασία σε πράγματα φθαρτά. Γιατί αυτό φθείρει την ψυχή και την ίδια την κίνηση που επιθυμούν πάντα να διαπεραιωθούν στις άλλες πραγματικότητες και διψούνε ένα αντικείμενο αναλλοίωτο και άπειρο. Πραγματικά, η ψυχή καταπονείται από μια κίνηση που δεν έχει πραγματική ανταπόκριση στην ανάγκη της, από την ασυμμετρία ανάμεσα στην απέραντη δίψα της κίνησης και τους περιορισμένους σκοπούς. Η ικανότητα της ψυχής για αθανασία απαιτεί με τη σειρά της ένα σκοπό σύμμετρο στην άπειρη κίνησή της κι ανταποκρινόμενο στην αθανασία της. Γιατί αθανασία δε σημαίνει μια στατική ποιότητα αλλά μια βάση για μιαν άπειρη κίνηση που ικανοποιείται μ’ ένα άπειρο σκοπό. Γι’ αυτό οι Άγιοι έχουν προσανατολίσει την κίνησή τους προς το Θεό, τον μόνο που με την αθανασία και την απεραντοσύνη του ικανοποιεί τη δίψα της ψυχής μ’ αθανασία και την ανάγκη τους γι’ απέραντη κίνηση. Σ’ αυτό τον ισχυρό προσανατολισμό προς τον αιώνιο Θεό, συνδυασμένο με την αντίσταση στους πειρασμούς του κόσμου και του σώματος, συνίσταται η πληρότητα της αρετής και της αληθινής γνώσης της ψυχής που δε βρίσκει το αντικείμενο που ανταποκρίνεται στην απέραντη δίψα της παρά μόνο στο Θεό.

 

            Τούτο όμως δεν σημαίνει απόσπαση από το σώμα παρά ανύψωση του σώματος στην αληθινή του ευγένεια γιατί, όπως ειπώθηκε προηγουμένως, η αρετή πραγματοποιείται με το σώμα.

 

            Το σώμα πληρούται, δεν εγκαταλείπεται, χρησιμοποιείται θετικά σ’ αυτή την ανάβαση και μετέχει σ’ αυτήν, όχι μόνο επειδή η αρετή πραγματοποιείται δια μέσου του αλλά επειδή και δια μέσου του οι καθαροί ανεβαίνουν στη γνώση του Θεού. Επειδή αρχίζουν να γνωρίζουν το Θεό μέσω των πραγμάτων. Φθάνουν όμως στη γνώση του Θεού εφ’ όσον δεν σταματούν με την όρασή τους στην επιφάνεια των πραγμάτων αλλά εισδύουν στο Θεό που φανερώνεται με αυτά μέσα στον άφθονο πλούτο της σκέψης και της δύναμής του.

 

            Η ψυχή έχει νου, λόγο και αίσθηση. Καθένα από αυτά έχει διπλή γνωστική λειτουργία. Η αίσθηση νοεί και αισθάνεται. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και ο Διάδοχος Φωτικής έχουν μιλήσει για μιάν «αίσθηση νοός». Είναι αίσθηση της παρουσίας του Θεού και των πνευματικών πραγματικοτήτων. Ο άγιος Μάξιμος μιλάει εδώ για μια αίσθηση νοερή που συλλαμβάνει το σύνολο των εντυπώσεων των αισθήσεων. Ο λόγος, από τη μια ορίζει ένα πράγμα, από την άλλη το εκφράζει. Ο ορισμός ο εκφρασμένος με το λόγο είναι ο εξωτερικός λόγος. Γι’ αυτό η Ελληνική γλώσσα έχει το ίδιο όνομα για το λόγο (λόγο που ορίζει, λόγο που ορίζεται από το λόγο) και για την ομιλία (λόγο). Ο νους έχει μια λειτουργία κατανόησης με την οποία συλλαμβάνει μια πραγματικότητα χωρίς την ενεργητική συμμετοχή του. Ο άγιος Μάξιμος σκέπτεται ότι αυτή η παθητική λειτουργία, στην οποία επιβάλλονται οι συγκεντρωμένες πραγματικότητες, χωρίς ο νους να τις εννοεί ενεργητικά, προσιδιάζει και στα ζώα. Αλλά τα ζώα συλλαμβάνουν με τη λειτουργία αυτή μόνο τις εικόνες των πραγματικοτήτων όχι όμως και το νόημά τους. Αυτή η παθητική λειτουργία του νου βρίσκεται σε σύνδεσμο με τη λειτουργία των αισθήσεων, με την οποία η παθητική λειτουργία του νου συλλαμβάνει τις εικόνες.

 

            Οι Άγιοι έχουν αφιερώσει όλες αυτές τις λειτουργίες στο Θεό. Γι’ αυτό ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς βεβαιώνει ότι επάνω στο Θαβώρ οι άγιοι Απόστολοι είδαν μ’ ανοικτά μάτια το θείο φως, που είναι πάνω από τη φύση, με τη νοερή αίσθηση τη γεμάτη χάρη. Από μέρος της η παθητική λειτουργία του ανθρώπινου νου δέχεται την πείρα της παρουσίας του Θεού περ’ από κάθε προσπάθεια να τον κατανοήσει. Έτσι οι δυο λειτουργίες μπορούνε γενικά να συνεργαστούν όχι μόνο στις σχέσεις τους με τα πράγματα αλλά επίσης και με το Θεό. Ο νους συλλαμβάνει την παρουσία του Θεού περ’ από κάθε προσπάθεια, ακόμα κι όταν η παρουσία αυτή εκδηλώνεται με κάποια εμφάνιση ορατή, όπως ήταν το φως που ακτινοβολούσε από το σώμα του Κυρίου επάνω στο Θαβώρ. Χωρίς αμφιβολία, αυτή η ανύψωση των λειτουργιών της ψυχής δημιουργείται με την ενέργεια της χάρης.

 

            Αυτή η νέα υπογράμμιση της αξίας του σώματος, αξίας που έχει το έσχατο θεμέλιό της στην ανάσταση του Χριστού, είναι ολοκληρωτικά αντίθετη στην ωριγενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το σώμα δεν έχει παρά μια μόνο λειτουργία, προσωρινή, να τιμωρηθεί δηλαδή μ’ αυτό η ψυχή για το παλαιό αμάρτημα στην κατάσταση της προΰπαρξης της.

 

            Οι Άγιοι από την προσπάθειά τους γι’ ακριβή κατανόηση των όντων έμαθαν ότι τρεις είναι οι γενικοί τρόποι που ανταποκρίνονται στις δυνάμεις των ανθρώπων, με βάση τους οποίους ο Θεός δημιούργησε τα πάντα. Μας έδωσε ουσία και υπόσταση με το σκοπό να έχουμε την ύπαρξη, την αγαθή ύπαρξη και την αιώνια ύπαρξη.

 

            Η ύπαρξη και η αιώνια ύπαρξη είναι αποκλειστικά δώρα του Θεού. Η αγαθή ύπαρξη που βρίσκεται ανάμεσα στις δυο αυτές εξαρτάται από την ελευθερία μας κι από την κατεύθυνση που αυτή δίνει στην κίνησή μας. Αλλά η αγαθή ύπαρξη με την αγαθή κίνησή της δύσκολα μπορεί να εγγυηθεί στην ύπαρξή μας την αθανασία. Και η αγαθή ύπαρξη με την ελευθερία περιέχεται στο αρχικό δώρο της ύπαρξης. Επομένως με κάποιο τρόπο το αγαθό περιέχεται μέσα στην ύπαρξη που μας έδωσε ο Θεός. Έτσι η σταθεροποίηση της ύπαρξης για την αιωνιότητα εξαρτάται από την πραγμάτωση του αγαθού του έμφυτου από την αρχή μέσα της, με την ελευθερία μας. Στη μέση δείχνεται και παγιώνεται αυτό που υπάρχει στην αρχή και φαίνεται πλέρια στο τέλος. Αν το αγαθό δεν πραγματώνεται με την ελευθερία μας, στη μέση, ή ύπαρξη σαν αρχικό δώρο δεν εμφανίζεται πια σαν αγαθή και η αιώνια αγαθή ύπαρξη δεν επιτυγχάνεται πια. Η μέση ή η ελεύθερη κίνησή μας έχει αποφασιστική σημασία για την αποκάλυψη του δώρου της αρχής και του τέλους. Η επίγεια ζωή έχει λοιπόν την πιο μεγάλη θετική σημασία με την ελεύθερη κίνησή της προς το Θεό. Γιατί από την κίνηση αυτή εξαρτάται το αιώνιο αγαθό. Μ’ αυτήν την κίνηση το αγαθό που δόθηκε από το Θεό γίνεται πραγματικά ανθρώπινο κι αιώνιο. Δε θα μπορούσε ν’ αντικρούσει κανείς καλύτερα τον ωριγενισμό που υποτιμούσε τη σωματική ζωή.

 

            Η αιώνια ύπαρξη ονομάζεται εδώ αληθινή ύπαρξη, ύπαρξη υπάρχουσα, όνομα που δίνεται κανονικά στο Θεό. Είναι επομένως από ένα μέρος μετοχή στο Θεό, από το άλλο, ο τελικός σκοπός προς τον οποίον ωθεί η ίδια η φύση. Καθόσον δεχόμαστε από το Θεό την αληθινή αυτή ύπαρξη, απ’ όπου έχουμε δεχθεί και την ατελή ύπαρξη, πρόκειται για συμπλήρωμα. Καθόσον όμως η ίδια η φύση οδηγεί τον άνθρωπο προς αυτή, αν χρησιμοποιεί τις δυνατότητές της με τρόπο σύμφωνο προς αυτή, η αληθινή ύπαρξη δεν είναι απλώς εξωτερικό συμπλήρωμα, μια προσθήκη, αλλά και ένα κοινό αποτέλεσμα της θείας δωρεάς και της ανθρώπινης ελευθερίας.

 

            Βλέπουμε ξανά το σύνδεσμο ανάμεσα στο αγαθό και την ύπαρξη. Όποιος εργάζεται αγαθά κατά την επίγεια ζωή του στερεώνεται μέσα στην ύπαρξή του, δηλαδή κερδίζει πληρότητα για την αιωνιότητα. Και τούτο γιατί το αγαθό συνηθίζει να κινείται αιώνια προς το Θεό και γύρω από το Θεό, για τούτο μετέχει αιώνια στην ανεξάντλητη ύπαρξή Του. Αλλά η κίνηση προς την εστία της ύπαρξης είναι κίνηση με τη φύση ή το λόγο της, που έχει δεχθεί ο άνθρωπος από το Θεό –όπως από πηγή της ύπαρξής του ταυτόχρονα με τον ερχομό του στην ύπαρξη- με την ορμή προς Αυτόν ως κέντρο της αιώνιας ύπαρξης. Αυτός μόνο έχει δώσει στο πλάσμα την ύπαρξη και μπορεί να του δώσει και την αιώνια ύπαρξη.

 

            Όπως αναφέρθηκε, ο όρος «λόγος» έχει δυο σημασίες. Από το ένα μέρος είναι το θεμέλιο και η δομή της φύσης, από το άλλο είναι όργανο γνώσης. Όποιος εργάζεται αγαθά ή κινείται προς το Θεό, εργάζεται σύμφωνα με το λόγο με τις δυο αυτές σημασίες. Ο λόγος σαν θεμέλιο της φύσης κραυγάζει, απαιτεί εργασία σύμφωνη μ’ αυτόν. Ο λόγος σαν όργανο γνώσης είναι δυνατότητα που βλέπει σε ποια κατεύθυνση η φύση τείνει να κινείται κι ακούει τη φωνή της, με την οποία απαιτεί να οδηγείται προς την κατεύθυνση τη σύμφωνη μ’ αυτή.

            Αν το δημιούργημα δεν μπορεί να δεχθεί την αιωνιότητα της ύπαρξης παρά από Εκείνον που του έχει δώσει και την απλή ύπαρξη, πρέπει να κινείται με το γνωστικό λόγο και με την ελευθερία του προς Αυτόν, σαν αιτία της ύπαρξής του και της αιωνιότητας της ύπαρξής του. Αλλά η κίνησή του προς την αιτία δεν μπορεί πια να οπισθοχωρήσει. Αυτό θα σήμαινε να σταματήσει την κίνηση. Οφείλει να βαδίσει προς την αιτία του ως προς την τελική του αιτία, επομένως ως προς Εκείνον που θα δώσει την αιώνια ύπαρξη.

 

            Κατ’ αντιστοιχία μ’ αυτό, η κίνηση του ενσυνείδητου δημιουργήματος είναι η ίδια η κίνηση από την οποία αναπτύσσεται, δηλαδή προχωρεί σε μια ύπαρξη πιο βαθιά και πιο πλούσια. Αλλά το δημιούργημα που θα ήθελε να κινείται προς τον εαυτό του ή προς κάποιο πεπερασμένο πράγμα, δε θα μπορούσε να εισέλθει στην αιώνια ύπαρξη, γιατί η απεριόριστη αύξηση μέσα στην ύπαρξη κι επομένως η αιώνια ύπαρξη δεν μπορεί να του έλθει παρά από την απεριόριστη πηγή της ύπαρξης. Αλλά οι σημασίες και τα ειδοποιά θεμέλια όλων των πραγμάτων δεν μπορούν να βρίσκονται παρά μέσα μ’ ένα νόημα έσχατο και περιεκτικό όλων των νοημάτων, σ’ ένα έσχατο θεμέλιο όλων των θεμελίων. Και το έσχατο τούτο νόημα και θεμέλιο όλων των νοημάτων και θεμελίων (των λόγων) είναι ο Θεός, ο κατεξοχήν Λόγος.

 

            Τα δημιουργήματα προχωρώντας μέσα στην ύπαρξη δεν απομακρύνονται από το λόγο της ύπαρξής τους που βρίσκεται μέσα στο Θεό, το νόημα το περιεκτικό όλων των υπάρξεων. Έτσι προχωρώντας στο Θεό, αιωνίζονται μέσα στην ύπαρξή Του ή προχωρώντας μέσα στην ύπαρξή Του προχωρούν μέσα στο Θεό κι αιωνίζονται μέσα σ’ Αυτόν. Γιατί μέσα στο Θεό έχουν το λόγο της αιώνιας ύπαρξής τους. Αυτός που θα ήθελε να κινείται προς τον εαυτό του ξεμακραίνοντας από το Θεό, θα ήθελε ν’ απομακρυνθεί από το λόγο του που βρίσκεται μέσα στο Θεό, επομένως θα ήθελε να αποδυναμώσει το λόγο της ίδιας του της ύπαρξης. Ο άνθρωπος που ασχολείται μόνο με τον εαυτό του φτωχαίνει, εξαντλείται σε βραχύ χρόνο, ζώντας μόνο για να ζήσει αυτή τη βασανιστική εμπειρία της εξάντλήσής του. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσθέσει στην ύπαρξή του τίποτε από τον εαυτό του και τίποτε ουσιώδες από άλλες πεπερασμένες πραγματικότητες. Έτσι καταστρέφει τη φύση του.

 

            Ο νους των Αγίων στοχάζεται το Θεό και τις αρετές Του κι έχει ενόραση της δόξας Του. Τα κατηγορήματα του Θεού είναι αρετές, επειδή είναι εκφράσεις του αγαθού και της πνευματικής Του δύναμης. Οι Άγιοι τις σκέπτονται για να τις μιμηθούν. Προσελκύονται από αυτές. Η δόξα του Θεού είναι αχώριστη απ’ αυτές. Ατενίζοντας προς τη δόξα Του μετέχουν σ’ αυτή μέσω των αρετών τους, με τις οποίες μιμούνται το Θεό και τα κατηγορήματά Του.

 

            Ο λόγος έχει εδώ το νόημα του οργάνου που εκφράζει και δοξάζει τα κατηγορήματα, που εννοούνται με το νου. Έχει όμως και τη λειτουργία που ιδρύει τους τρόπους της συμπεριφοράς, με τους οποίους ο άνθρωπος προσοικειώνεται τις αρετές του Θεού και φθάνει να συμμετέχει στη δόξα Του. Οι λόγοι των πραγμάτων έρχονται στην επιφάνεια με αισθήσεις εξευγενισμένες ή καθαρμένες από το λόγο. Οι λόγοι των πραγμάτων, γνωστοί με τη βοήθεια μιας αίσθησης καθαρμένης από επιθυμίες, εκδηλώνονται με το δυναμισμό τους μέσα στις δυνάμεις και στις ενέργειες των όντων. Τα όργανα των αισθήσεων με τον άμεσο βηματισμό τους συλλαμβάνουν τις δυνάμεις και τις ενέργειες των όντων.

 

            Μόνον ο λόγος, ενεργώντας βέβαια πάντοτε με τις αισθήσεις, διακρίνει τους συγκεκριμενοποιημένους λόγους μέσα στις δυνάμεις και τις ενέργειες των όντων. Με το νου παρόντα μέσα στο λόγο και με παρόντα το λόγο και το νου μέσα στην αίσθηση, οι Άγιοι μπόρεσαν να κάνουν την ψυχή να περάσει τη θάλασσα του κόσμου των αισθήσεων και των εικόνων χωρίς να πνίγονται σ’ αυτήν ή να περάσουν μέσα από την α-νόητη επιφάνειά της, χωρίς να παρασύρονται εδώ και εκεί. Με το νου μπόρεσαν να προχωρήσουν προς το θείο πολικό αστέρι, όπως προς τον αιώνιο σκοπό της ύπαρξής τους. Ο άγιος Μάξιμος δείχνει με τούτο, ότι ο νους και ο λόγος δεν είναι χώρια από την αίσθηση που δεν υπάρχει χωρίς το σώμα. Έτσι η αίσθηση που έχει σαν όργανο το σώμα αποδεικνύει και πάλι τη θετική σημασία του σώματος, αντίθετα προς τον ωριγενισμό.   

 

ΠΗΓΕΣ:

 

1/ αγίου Μαξίμου: Μυσταγωγία

2/ αγίου Μαξίμου: Περί διαφόρων αποριών αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου

3/ Ι. Μ. Μεγάρων και Σαλαμίνος, ΘΥΜΙΑΜΑ, Σύντομη Ιστορία της Ορθ. Εκκλησίας

4/ π. Ν. Βιδάλη: Οι ρωμαίοι Ποντίφηκες και το έργο τους

5/ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. Η’

6/ Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς –Μπριττάνικα.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ -ΕΙΣΑΓΩΓΗ



-Ο ΘΕΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΜΕΓΑΛΟ
Ο Θεός ακατάληπτος, ακατανόητος για τον ανθρώπινο νου.Λέξεις και έννοιες που μπορούν να τον περιγράψουν δεν υπάρχουν μέσα στην εννοιολογική του ανθρώπου.
- Η ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
-Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ
Η ουσία του Θεού είναι υπερβατική.
-Ο ΘΕΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΝΤΙΛΗΠΤΟΣ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ
Ο ορατός κόσμος, η ενανθρώπηση του Υιού. Είναι ψηλαφητός μέσα στην ανθρώπινη ιστορία αποκαλυπτικά.
-Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΚΙ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ
Ακατάληπτος η ουσία μεθεκτές οι ενέργειες. Θέωση η κατάσταση του ανθρώπου που φτάνει στο υψηλότερο σημείο μέθεξης. Ο άνθρωπος γίνεται θεοειδής ποτέ όμως θεός..
- ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Αποφατικός τρόπος (χρήση του στερητικού –α-). Ο ανθώπινος νους προσπαθεί ν΄αφαιρέσει ότι αντιλαμβάνεται σαν σχετικό και ν΄αγγίξει το εσώτερο του θείου μέσα από μιά θεία αγνωσία.
Ο καταφατικός τρόπος καταφάσκει και ψάχνει να βρει λέξεις φυσικές κατανοητές στον ανθρώπινο νου αλλά στον υπερθετικό βαθμό. Τόσο οι αποφατικές όσο και οι καταφατικές προσηγορίες του Θεού είναι μεν ανθρώπινες, βασισμένες όμως στο λόγο της θείας αποκαλύψεως, όπως αυτός φανερώνεται στις άγιες Γραφές, οι οποίες εκφράζουν τη ζωντανή σχέση του Θεού με την εξωτερική δημιουργία, όπως αυτή αντανακλάται στις ενέργειες του Θεού στον κόσμο.
-ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΦΑΣΗ
Στην Ορθόδοξη θεολογία η Καταφατική προσέγγιση έχει θέση παιδαγωγική Κι κατηχητική ενώ η δεύτερη είνα το επόμενο στάδιο προς την οδό του ακτιστου φωτός.
-ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΕΣ ΕΡΙΔΕΣ
-Η ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Ερμηνεία της Κοσμολογίας, «Εγώ ειμί ο ών», θεοφάνειες (Παλαιά Διαθήκη).
-ΑΠΟΦΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Η ΥΨΗΛΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Η ταπείνωση του ανθρώπινου μπροστά στο θείο. Η άρνηση να δώσει ονόματα και χαρακτηριστικά στον Θεό ο οποίος είναι ακατάληπτος.
Η άποψη περί επιρρεασμού των Πατέρων από τον Πλατωνισμό.
-ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ-ΚΑΤΑΦΑΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
via affirmationis, via negationis
-ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Και οι δύο τρόποι αποδεκτοί κατά τους Πατέρες.
-Βιβλιογραφία
-Ματσούκα Ν. Δογματικὴ καὶ συμβολικὴ θεολογία, Α΄ εκδ Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη: 1988
-Μεταλληνός Γεώργιος Δ. Σχέσεις καὶ αντιθέσεις . Ανατολή και Δύση στην πορεία του Νέου Ελληνισμού εκδ. Ακρίτας
-Στανιλοάε Δημήτριος, Εισαγωγή στη Μυσταγωγία του Αγ. Μάξιμου του Ομολογητού, Μετάφ. Ιγνάτιος Σακαλής εκδ. Αποστολικὴ Διακονία, Αθήνα, 1997
-Τρεμπέλα Π. Μυστικισμός-Αποφατισμός-Καταφατικὴ Θεολογία : Μάξιμος ο Ομολογητής, Γρηγόριος ο Παλαμάς εκδ. Σωτήρ, Αθήνα 1980
-Φλορόφσκυ Γεώργιος, Βυζαντινοί πατέρες 5ου αιώνα, εκδ. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 1992
-Σωτηροπούλου Χ. Η μυσταγωγία του Αγίου Μάξιμου του Ομολογητού, (Αθήνα : Διατριβή72, Σ.Ι. Θεολογίας, 1978),
-Αγίου Μάξιμου Ομολογητού, Φιλοσοφικά και Θεολογικά ερωτήματα , εκδ. Αποστολική Διακονία Αθήνα, 2002
-Γιανναράς Χ. Το αίνιγμα του κακού, Ίκαρος, Αθήνα 2009
-Μαράς, Α. Αποφατική και Καταφατική Θεολογία στους Πατέρες
-2ο επιστημονικο συνεδριο Μονής Βατοπεδίου «Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς στο παρόν και στην ιστορία» εισήγηση Χρ. Σταμούλη.
-Ματσούκας Ν.Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄τόμ. Πουρναράς

Άγιος Μάξιμος Ομολογητής: Η αγία Εκκλησία του Θεού είναι τύπος και εικόνα ολόκληρου του κόσμου!

 

Όσιος Μάξιμος Ομολογητής.

Συνέχεια από εδώ: http://www.diakonima.gr/?p=501722

Είναι, λοιπόν, εικόνα του Θεού, καθώς είπαμε, η αγία εκκλησία, γιατί πραγματοποιεί την ίδια ένωση ανάμεσα στους πιστούς, που κάνει κι ο Θεός, ακόμα κι αν τυχαίνη να είναι διαφορετικοί στα ιδιώματα κι από διαφορετικούς και τόπους και τρόπους εκείνοι, που μέσα σ’ αυτήν γίνονται με την πίστη ένα σώμα.
Την ένωση αυτή, κατά φυσικό τρόπο την πραγματοποιεί ο Θεός, χωρίς να προκαλήται σύγχυση στην ουσία των όντων.

Τη διαφορά μεταξύ τους, όπως έχει δειχθή, την αμβλύνει και την οδηγεί στην ταυτότητα με την αναφορά και την ένωση με τον εαυτό του, σαν αιτία κι αρχή και τέλος.

Β’. Γύρω από το πώς και με ποιο τρόπο η αγία Εκκλησία του Θεού είναι εικόνα του κόσμου του συγκροτημένου από ορατές κι αόρατες οντότητες

Μ’ ένα δεύτερο συμβολισμό της θεωρίας του, έλεγε, ότι η αγία Εκκλησία του Θεού είναι τύπος και εικόνα ολόκληρου του κόσμου, που είναι συγκροτημένος από ορατές κι αόρατες οντότητες. Γιατί επιδέχεται την ίδια μ’ εκείνον και ένωση και διάκριση.

Εκείνη δηλαδή κατά την κατασκευή της αποτελεί ενιαίο οικοδόμημα, θα δεχθή ωστόσο το διαφορισμό με βάση κάποιο γνώρισμα, που προέρχεται από τη θέση και το σχήμα και θα διαφοροποιηθή στο χώρο, που είναι προωρισμένος για τους ιερείς και τους λειτουργούς μόνο, που τον λέμε ιερό βήμα (ιερατείο), και στο χώρο που είναι ανοιχτός για να εισέλθουν όλα τα πιστά πλήθη και που τον λέμε ναό.

Παραμένει ωστόσο μία κατά την ύπαρξη, χωρίς να συμμερίζεται τη διαίρεση των μερών της, που οφείλεται στη διαφορά που αυτά έχουν μεταξύ τους. Αλλά και τα ίδια τα μέρη, με την αναφορά τους προς τη δική της ενότητα, τ’ απαλλάσσει από την ονομαστική διαφορά τους και δείχνει τη μεταξύ των δύο ταυτότητα.

Κι ενώ υπάρχουν αμοιβαία το ένα για το άλλο φανερώνει τι αποτελεί το καθένα από τα δύο για τον εαυτό του· δείχνει το ναό ιερό βήμα κατά τη δύναμη, επειδή αποκτά ιερότητα με την αναφορά της μυσταγωγίας προς το ιερό τέλος της.
Και πάλι κατ’ αντιστροφή δείχνει το ιερό βήμα ναό, επειδή κατά τη διεξαγωγή της μυσταγωγίας αυτής έχει το ναό ως αρχή του. Και η εκκλησία μέσα στα δύο μένει μία και η ίδια.

Απόσπασμα από το έργο του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, “Μυσταγωγία” των εκδόσεων της Αποστολής Διακονίας. Η εισαγωγή και τα σχόλια είναι του Ρουμάνου Πρωτοπρεσβυτέρου και καθηγητή Θεολογίας, π. Δημητρίου Στανιλοάε και η μετάφραση στη νεοελληνική του Ιγνατίου Σακαλή.

+Γέρων Θεόδωρος Σπηλαιώτης: «Ὁ ἀσκητὴς τοῦ Ἁγιοφαράγγου»

 




«Ἂν θὰ μὲ ρωτούσατε νὰ σᾶς πῶ, τὶ κατάλαβα τόσα χρόνια στὴν ἔρημο, θὰ σᾶς ἀπαντοῦσα μὲ μιὰ λέξη: τὴν δύναμη τοῦ ψαλτηρίου. Ἂν ξεκινοῦσα τὴν ζωὴ μου τώρα, ἕνα θὰ πάσχιζα νὰ κάνω, νὰ ἀποστηθίσω τὸ ψαλτήρι. Αὐτὸ εἶναι ἡ γονικὴ μήτρα τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Αὐτὸ εἶναι τὸ εὔφορο χῶμα, ὅπου εὐδοκιμεῖ ὁ σπόρος τῆς εὐχῆς. Αὐτὸ μαστίζει τοὺς δαίμονες. Ὅταν διάβαζα, στὶς ἀγρυπνίες μου, τὸ ψαλτήρι, ἐρχόνταν ὁ δαίμονας, ποὺ μούγκριζε σὰν ἀγριόχοιρος στὸ αὐτὶ μου. Εἰδικὰ, ὅταν ἔλεγα τὸν στίχο, «Ἀναστήτω ὁ Θεός…» καί τὸν στίχο ποὺ λέει, «Ἐσὺ εἶσαι Κύριος καὶ Θεὸς μου». Λυσσοῦσε, μὲ ἔπιανε ἀπὸ τὸν λαιμό, μὲ ἔπνιγε. Μπέρδευε τὰ λόγια μου, γιὰ νὰ μὴν τὸ πῶ. Τόσο πολὺ καιγόταν…»

Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ.



Αποτέλεσμα εικόνας για αγ μαξιμοσ ομολογητησ Ρώτησαν, λοιπόν. οι Διώκτες, ιερείς και απεσταλμένοι του Πατριάρχη Κωσταντινουπόλεως, τον Αγιώτατο Μάξιμο:
-Ου κοινωνείς τω θρόνω Κωνσταντινουπόλεως;
( Δεν έχεις εκκλησιαστική κοινωνία -και σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως;)
Και είπεν:
-Ου κοινωνώ(όχι, δεν έχω εκκλησιαστική κοινωνία και σχέση)

-Δια ποίαν , ου κοινωνείς, αιτίαν; είπον.
Απεκρίθη, (ο άγιος Μάξιμος ) ότι τας Αγίας Τέσσερας Συνόδους εξέβαλον δια των εν Αλεξανδρεία γενομένων εννέα κεφαλαίων.
Και δια της εν ταύτη τη πόλει γενομένης παρά Σεργίου Έκθέσεως, και δια τούτο προσεχώς επί της έκτης Ινδικτιώνος εκτεθέντος Τύπου.Και ότι όπερ εδογμάτισαν δια της Εκθέσεως , δια του Τύπου ηκύρωσαν.

Και καθείλον εαυτούς πολλάκις(και αυτοκαθαιρέθηκαν πολλές φορές)
Οι τοίνυν υφ'εαυτών κατακριθέντες
(αυτοί λοιπόν, που καθαιρέθηκαν μόνοι τους εξ αιτίας της αιρετικής ομολογίας τους)

και υπό των Ρωμαίων(και επίσης καθαιρέθηκαν και από την Εκκλησία της Ρώμης),
και οι μετά ταύτα επί της ογδόης Ινδικτιώνος γενομένης συνόδου καθαιρεθέντες,
ποίαν επιτελέσουσιν μυσταγωγίαν, ή ποίον Πνεύμα,τοις παρά των τοιούτων επιτελουμένοις επιφοιτά;
( ποια μυσταγωγία, λοιπόν, θα επιτελέσουν αυτοί που έπεσαν στην αίρεση ή ποιο Άγιο Πνεύμα επιφοιτά σε αυτούς που ιεροπρακτούν με αυτόν τον τρόπο ;)

Και λέγουσιν αυτώ:
(μια ερώτηση που και σήμερα την κάνουν με οργή και χλευασμό οι μοντερνιστές χριστιανοί, αιρετικοί ή αιρετίζοντες, προς τους Ορθόδοξους:)

-Συ μόνος σώζη, και πάντες απόλλυνται;
(Εσύ μόνος θα σωθείς και όλοι οι άλλοι θα χαθούν;)
Και είπεν(στους Διώκτες του, ο Άγιος Μάξιμος):

-Ουδένα κατέκρινον οι τρείς Παίδες, μη προσκυνήσαντες τη εικόνι
πάντων ανθρώπων προσκυνούντων(ενώ την προσκυνούσαν πάντες οι άνθρωποι).
Ου γαρ εσκόπουν (διότι δεν πρόσεχαν)
τα των άλλων,(τι έκαναν οι άλλοι)
αλλ'εσκόπουν (φρόντιζαν )
όπως αν αυτοί μη εκπέσωσι της αληθούς ευσεβείας

( πώς αυτοί οι ίδιοι- οι Τρείς Παίδες, δηλαδή- δεν θα ξεπέσουν από την αληθινή ευσέβεια).
Ούτω (έτσι) και Δανιήλ βληθείς εις τον λάκκον των λεόντων,
ου κατέκρινεν τινά (δεν κατέκρινε κάποιον)

των μη προσευξαμένων τω Θεώ(από αυτούς που δεν προσευχήθηκαν στο Θεό)
-κατά το θέσπισμα Δαρείου - (σύμφωνα με την διαταγή του Δαρείου)
αλλά το ίδιον εσκόπησεν
(αλλά κοίταγε τι θα πράξει ο ίδιος, πώς δηλαδή, ο ίδιος, δεν θα παραβεί το Θέλημα του Θεού)

Και είλετο(προτίμησε) αποθανείν (να πεθάνει)και μη παραπεσείν τω Θεώ(παρά να αμαρτήσει ενώπιον του Θεού)
και , υπό της ιδίας μαστιγωθήναι συνειδήσεως( και να μαστιγώνεται από τη δική του συνείδηση)
επί τη παραβάσει( εξ αιτίας της παράβασης ) των φύσει νομίμων.

Καμέ ουν( και μένα, λοιπόν)
μη δω ο Θεός(να μην επιτρέψει ο Θεός)
κατακρίναι τινά, (να κατακρίνω οποιονδήποτε)
ή ειπείν(ή να πω)
ότι εγώ μόνος σώζομαι.

Αιρούμαι δε αποθανείν( προτιμώ δε να πεθάνω)
ή θρόησιν έχειν περί το συνειδός
(παρά να έχω ταραχή στη συνείδηση )

ότι περί την εις Θεόν πίστιν
παρεσφάλην,
καθ' οιονδήποτε τρόπο

(ότι έσφαλα γύρω από την πίστη -την προς τον Θεό- κατά οποιονδήποτε τρόπο)
.....Το Πνεύμα το Άγιον δια του Αποστόλου, και αγγέλους αναθεματίζει,
παρά το κήρυγμα τι νομοθετούντας
(εφόσον νομοθετούν αντίθετα με το κήρυγμα των Αποστόλων).

(PG Μigne 90,120,121)

Μάξιμος ο Ομολογητής και τα κύρια στοιχεία της διδασκαλίας του

 

Ο Μάξιμος Ομολογητής είναι ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες της Εκκλησίας. Έζησε και μαρτύρησε τον 7ο αι (580-662 μ.Χ.). Φέρει τον τίτλο του Ομολογητή γιατί όταν ομολογούσε τις δύο θελήσεις του Χριστού δεν υπήρχε κανείς επί της γης προκειμένου να εκφράσει την πίστη του «όμου μετ’ αυτού» και έτσι αναγκάστηκε να ομολογήσει με τους νεκρούς, τους «όντως ζώντες εν Χριστώ» αγίους της Εκκλησίας τον καιρό της αντίστασης, στη φυλακή και στην εξορία. Η τύχη της Χριστολογίας εξαρτήθηκε από την άκαμπτη σταθερότητα ενός ανθρώπου μονάχα. Αποτέλεσε παράδειγμα δυναμισμού και θεολογικής εμπειρίας, αλλά και ταυτόχρονα, πνευματικό ηγήτορα με πρωτότυπο και εντυπωσιακό, θεολογικό σχήμα. Το εκτεταμένο και πολυσχιδές έργο του διαβάστηκε πολύ, αφομοιώθηκε δημιουργικά από μεταγενέστερους συγγραφείς και άσκησε τεράστια επίδραση στη διαμόρφωση της θεολογικής σκέψης. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι ελαχίστων Πατέρων τα κείμενα είχαν μέσα στη συνολική εκκλησιαστική παράδοση τον μείζονα και καθοριστικό ρόλο, που άσκησαν οι πραγματείες του Μάξιμου. Ο Μάξιμος ανατρέπει όλες εκείνες τις απόψεις των αιρετικών που απαξίωναν την ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού, βασισμένοι στην υποτίμηση του κόσμου και της δημιουργίας. Δεν αποδέχεται καμιά αρνητική θεώρηση του κόσμου· θεωρεί τα θεμελιώδη συστατικά του, στην καθαρότητα της δημιουργίας τους, ελεύθερα από οποιαδήποτε ηθική απαξίωση. Η κοσμολογία του αποπνέει ένα τόνο σεβασμού για την πραγματικότητα, ένα πνεύμα αισιοδοξίας που διαπερνά τη θέαση του κόσμου, και προωθεί τον άνθρωπο προς την προοπτική της υπέρτατης κίνησης, την θέωση.
Ανάλυση της διδασκαλίας του Μάξιμου του Ομολογητή
Η πρώτη μορφή θεολογίας που ασκεί ο Μάξιμος ο Ομολογητής και τον διαφοροποιεί στην εποχή του, έχει χαρακτήρα ανατροπής, ενάντια στις οργανωμένες πιέσεις της εξουσίας, όχι με τρόπο που επιφέρει αρνητισμό και αντίδραση, παρά με έντονη διδασκαλία, ενεργό παρουσία και εφαρμογή της χριστιανικής ζωής και παράδοσης, δια του παραδείγματος. Το πλήθος των επιστολών του έχει διδακτικό χαρακτήρα, καθορίζει εκείνες τις προϋποθέσεις που διέπουν τις αρχές της θεολογίας , με πλήρη ανάπτυξη και θεολογικό χαρακτήρα. Το δε εύρος της διδασκαλίας του, προσεγγίζοντας το σύνολο του φάσματος της ιστορικής πορείας του χριστιανισμού, αποκαλύπτει την βαθειά του γνώση και ικανότητα, να αναλύει με ευλυγισία, και να συσχετίζει θέσεις θεολόγων Πατέρων που κατά καιρούς, δημιουργούν απορίες. Η γλώσσα του, είναι γλώσσα φιλοσοφική· μέσα στα έργα διαφαίνεται μια συγκρότηση με φιλοσοφικούς όρους και προβάλλεται η οντολογία, η ανθρωπολογία και η κοσμολογία της καθ’ ημάς ανατολικής εκκλησίας.
Το στοιχείο της κοσμολογίας κατά την διδασκαλία του Μάξιμου
Θεμέλιο της κοσμολογικής σκέψης του Μαξίμου είναι η απόλυτη διάζευξη ανάμεσα στο άκτιστο που είναι ο Θεός και το κτιστό που είναι ο κόσμος. Το χάσμα ανάμεσα στο κτιστό και το άκτιστο είναι για τον άνθρωπο αγεφύρωτο και η θεία ουσία παραμένει παντελώς απρόσιτη. Ο Μάξιμος διακηρύσσει ότι ο Θεός παραμένει κατά την ουσία άγνωστος, αμήχανος και άβατος. Η κοσμολογία κατά τον Μάξιμο, αποπνέει ένα τόνο σεβασμού για την πραγματικότητα, ένα πνεύμα αισιοδοξίας που διαπερνά τη συνολική θέαση του κόσμου. Κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο ξετυλίγεται και διευθετείται η θεώρηση του κόσμου, είναι η έννοια της κινήσεως. Η έννοια της κινήσεως διαπερνά το σύνολο της διδασκαλίας του Ομολογητή, αφού καταρχήν αναγνωρίζεται σ’ αυτήν ρόλος μέσα στην ίδια την πραγματικότητα. Διέπει το σύνολο της κοσμικής ουσίας. Όλα τα όντα κινούνται, και η κίνηση είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό της φύσης τους. Η αιτία της κίνησης των όντων είναι και αιτία της ύπαρξής τους. Η έναρξη της κίνησης είναι και είσοδος στην ύπαρξη: «Πᾶν κατὰ φύσιν κινούμενον δι᾿ αἰτίαν πάντως κινεῖται, καὶ πᾶν τὸ δι᾿ αἰτίαν κινούμενον δι᾿ αἰτίαν πάντως καὶ ἔστι.» Η μετάδοση της κίνησης από το Θεό στα όντα είναι η ίδια η ζωογόνος και ζωοποιός αγάπη Του, η ερωτική Του έκσταση προς αυτά. Τα όντα ζουν και κινούνται, ακριβώς επειδή δέχονται αυτή την αγάπη.
Η ρίζα του δαιμονικού κακού, κατά τον Μάξιμο
Μέσα στη διδασκαλία του Μάξιμου, κατά κοινή ομολογία, διαφαίνεται η συνεχή προτροπή που απευθύνει, προκειμένου να ενισχυθεί ένας γενικός αγώνας εναντίον της ρίζας του δαιμονικού κακού, του εγωκεντρισμού. Ο ασκητικός λόγος, τόσο ως έργο του, αλλά κυριολεκτικά και ως τρόπος ζωής, τονίζει τις χριστιανικές πνευματικές αρχές που πρέπει να διέπουν τον άνθρωπο, προκειμένου να θωρακισθεί ενάντια στον εγωκεντρισμό, όπως είναι η υπομονή, η πραότητα, η πίστη και η αγάπη. Η προσήλωση του Μάξιμου, στη διατύπωση του χριστολογικού δόγματος κατά την διδαχή του είναι όχι μόνο εμφανής, αλλά παρουσιάζει μια χαρακτηριστική εμμονή για την προάσπιση των δογματικών θεολογικών όρων, με ευλύγιστα, ορθά και πολύπλευρα επιχειρήματα. Η παραπάνω θέση ενισχύεται ιδιαίτερα στην κατά μέτωπο επίθεση που εξαπολύει εναντίον της αίρεσης του μονοθελητισμού, όπου ο Μάξιμος καταπολεμάει διακαώς την εσφαλμένη και κακή εμπειρία στους κόλπους της εκκλησίας «εν τη γεννέσει» Η διδαχή του καταλήγει στην επισήμανση της αλήθειας ως τελική προστατευτική γραμμή για την προάσπιση του Χριστιανισμού.
Τα επίπεδα της γνώσης κατά τον Μάξιμο
Ο Μάξιμος κατά τη διδασκαλία του, διακρίνει τρία επίπεδα της γνώσης. Αυτά αντιστοιχούν σε τρεις καθολικές κινήσεις της ανθρώπινης ψυχής: την αίσθηση, το λόγο και τον νου. Την δυνατότητα της αίσθησης της γνώσεως των όντων την δώρισε ο ίδιος ο Θεός στον άνθρωπο, για να λειτουργήσει αυτή ως αρωγός στην προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει τον Δημιουργό του. Ο λόγος συγκεντρώνει τα δεδομένα των αισθήσεων μεταμορφώνοντας την αισθητή εμπειρία σε επιστημονική γνώση. Λειτουργεί έτσι ως σύνδεσμος ανάμεσα στην αίσθηση και τον νου, ανάμεσα στην άμεση αισθητηριακή γνώση και την βαθιά γνώση της προσωπικής σχέσης. Η δύναμη του λόγου επιτρέπει να συναχθεί η πολύμορφη ποικιλία των λόγων της κτίσης σε μία νόηση απλή και αδιάφορη. Αυτή η εκβολή της λογικής δύναμης στην νόηση είναι όντως ένωση λόγου και νου. Ο νους κατά τον Μάξιμο, υπερβαίνει το σύνολο των γνωστικών δυνάμεων, αντιπροσωπεύει την καθολική γνωστική δυνατότητα της ψυχής· είναι το όργανο της προσωπικής έκστασης του ανθρώπου προς τον κόσμο. Γι' αυτό και η γνώση του νου είναι καταρχήν γνώση εμπειρική.

Bιβλιογραφία
Μεταλληνός, Γεώργιος Δ., Σχέσεις καὶ αντιθέσεις . Ανατολή καὶ Δύση στὴν πορεία τοῦ Νέου Ελληνισμού,( Αθήνα, Εκδόσεις Ακρίτας, 1998)

Στανιλοάε Δημήτριος, Εισαγωγή στη «Μυσταγωγία» τοῦ Αγ. Μάξιμου του Ομολογητού, Μετάφ. Ιγνάτιος Σακαλής (Αθήνα, Εκδόσεις Αποστολικὴ Διακονία, 1997)
Runciman St., Η Μεγάλη εκκλησία εν Αιχμαλωσία, μτφρ. Ν. Παπαρρόδου,(Αθήνα Εκδόσεις Μπεργαδή, 2000)
Φλορόφσκυ Γεώργιος, Βυζαντινοί πατέρες 5ου αιώνα,( Θεσσαλονίκη Εκδόσεις Πουρνάρα 1992)
Benjamin Jowett, Plato Sophist & analysis,(Facsimile ,June 1960)
R. Roques, Structure hierarchique du monde selon le Ps. Denys,(universe Dionysian 1954)
W. VÖLKER, Maximus Confessor als meister des Geistlichen Lebens,( Wiesbaden 1965)




Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, Ο μονομάχος της Ορθοδοξίας όσ. Μάξιμος ο Ομολ...ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ περί αγάπης






Η αγάπη ειναι μιά αγαθή διάθεση της ψυχης, η οποία τήν κάνει νά μήν προτιμα κανένα από τά οντα περισσότερο από τή γνώση του Θεου. Ειναι ομως αδύνατο νά φτάσει ν΄ αποκτήσει σταθερά αυτή τήν αγάπη οποιος εχει κάποια εμπαθή κλίση σέ κάτι από τά γήινα.

2. Τήν αγάπη τή γεννα η απάθεια· τήν απάθεια τή γεννα η ελπίδα στό Θεό· τήν ελπίδα, η υπομονή καί η μακροθυμία. Αυτές τίς γεννα η καθολική εγκράτεια· τήν εγκράτεια, ο φόβος του Θεου· τόν φόβο του Θεου τόν γεννα η πίστη.

3. ΄Εκεινος πού πιστεύει στόν Κύριο, φοβαται τήν κόλαση. Κι εκεινος πού φοβαται τήν κόλαση, εγκρατεύεται από τά πάθη. Εκεινος πού εγκρατεύεται από τά πάθη, υπομένει οσα τόν θλίβουν. Εκεινος πού υπομένει οσα θλίβουν, θά αποκτήσει τήν ελπίδα στό Θεό. Η ελπίδα στό Θεό απομακρύνει τό νου από κάθε εμπαθή κλίση πρός τά γήινα. Καί οταν χωριστει από αυτήν ο νους, θά αποκτήσει τήν αγάπη πρός τό Θεό.

4. Εκεινος πού αγαπα τό Θεό πάνω απ΄ ολα τά κτίσματά Του προτιμα τή γνώση Του κι αδιάλειπτα μέ πόθο τήν προσμένει.

5. Αν ολα τά οντα εγιναν από τό Θεό καί γιά τό Θεό, καί ο Θεός ειναι καλύτερος από τά δημιουργήματά Του, εκεινος πού εγκαταλείπει τό Θεό καί στρέφεται στά χειρότερα, φανερώνεται οτι προτιμα περισσότερο τά δημιουργήματα από τό Θεό.

6. Εκεινος πού εχει προσηλωμένο τό νου του στήν αγάπη του Θεου, καταφρονει ολα τά ορατά, καί τό σωμα του ακόμη, σάν νά ειναι ξένο.

7. Αφου η ψυχή ειναι ανώτερη από τό σωμα, καί ασυγκρίτως ανώτερος από τόν κόσμο ο Δημιουργός Θεός, εκεινος πού προτιμα τό σωμα από τήν ψυχή καί τόν κόσμο από τό Θεό πού τόν δημιούργησε, αυτός δέ διαφέρει διόλου από αυτούς πού λατρεύουν τά ειδωλα.

8. Εκεινος πού χώρισε τό νου του από τήν αγάπη του Θεου καί τή θεωρία, καί τόν εχει δεμένο σέ κάποιο από τά αισθητά, αυτός ειναι πού προτιμα τό σωμα από τήν ψυχή καί τά κτίσματα από τόν Θεό πού τά δημιούργησε.

9. Αν η ζωή του νου ειναι ο φωτισμός πού δίνει η πνευματική γνώση, κι αυτόν τόν γεννα η αγάπη πρός τό Θεό, ορθά εχει λεχθει πώς δέν ειναι τίποτε πιό μεγάλο από τή θεία αγάπη.

10. Οταν μέ τόν ερωτα της αγάπης ο νους μεταβαίνει πρός τό Θεό, τότε δέν εχει διόλου αισθηση γιά κανένα από τά κτίσματα. Καθώς καταφωτίζεται από τό θειο καί απειρο φως, γίνεται αναίσθητος γιά ολα τά κτίσματα, οπως τά μάτια δέν βλέπουν τά αστρα οταν ανατέλλει ο ηλιος.

11. Ολες οι αρετές βοηθουν τό νου γιά νά αποκτήσει τό θειο ερωτα, περισσότερο ομως απ΄ ολες η καθαρή προσευχή. Γιατί μέ αυτήν ο νους παίρνει φτερά καί πετα πρός τό Θεό, καί βγαίνει εξω από ολα τά οντα.

12. Οταν ο νους αρπαχθει μέσω της αγάπης από τή θεία γνώση, καί αφου βρεθει εξω από τά οντα, αισθάνεται τήν απειρία του Θεου· τότε, οπως συνέβη στόν Ησαΐα, από τήν εκπληξη ερχεται σέ συναίσθηση της μηδαμινότητάς του καί λέει μέ κατάνυξη τά λόγια του προφήτη: « Ω εγώ, ο αθλιος, τί συντριβή νιώθω! Εγώ, ενας ανθρωπος πού εχω χείλη ακάθαρτα, καί ανάμεσα σέ λαό πού εχει χείλη ακάθαρτα κατοικω, ειδα μέ τά μάτια μου τόν Βασιλέα, τόν Κύριο Σαββαώθ».

13. Οποιος αγαπα τό Θεό, δέν μπορει νά μήν αγαπήσει καί κάθε ανθρωπο σάν τόν εαυτό του, αν καί τόν δυσαρεστουν τά πάθη εκείνων πού δέν εχουν ακόμη καθαριστει. Γι΄ αυτό καί χαίρεται μέ αμέτρητη καί ανέκφραστη χαρά γιά τή διόρθωσή τους.

14. Ακάθαρτη ειναι η ψυχή πού ειναι γεμάτη από κακούς λογισμούς, από επιθυμία καί μίσος.

15. Εκεινος πού βλέπει καί ιχνος μόνο μίσους μέσα στήν καρδιά του, πρός οποιονδήποτε ανθρωπο γιά οποιοδήποτε φταίξιμό του, ειναι εντελως ξένος από τήν αγάπη πρός τό Θεό. Γιατί η αγάπη πρός τό Θεό δέν ανέχεται διόλου τό μίσος κατά του ανθρώπου.

16. « Οποιος μέ αγαπα - λέει ο Κύριος - θά τηρήσει τίς εντολές Μου. Καί η δική Μου εντολή ειναι νά αγαπατε ο ενας τόν αλλο». Αρα λοιπόν εκεινος πού δέν αγαπα τόν πλησίον του, δέν τηρει τήν εντολή του Κυρίου. Εκεινος πού δέν τηρει τήν εντολή, ουτε τόν Κύριο μπορει νά αγαπήσει.

17. Μακάριος ο ανθρωπος πού μπορει νά αγαπήσει κάθε ανθρωπο στόν ιδιο βαθμό.

18. Μακάριος ο ανθρωπος πού δέν προσηλώνεται σέ κανένα πράγμα φθαρτό η πρόσκαιρο.

19. Μακάριος ο νους πού προσπέρασε ολα τά οντα καί απολαμβάνει συνεχως τή θεία ωραιότητα.

20. Εκεινος πού φροντίζει γιά τή σάρκα, πως νά ικανοποιει τίς επιθυμίες της, καί γιά πρόσκαιρα πράγματα εχει μνησικακία πρός τόν πλησίον του, αυτός λατρεύει τήν κτίση αντί του Δημιουργου.

21. Εκεινος πού διατηρει τό σωμα του γερό καί μακριά από ηδονές, τό εχει σύνδουλό του γιά νά υπηρετει τά πνευματικά.

22. Οποιος αποφεύγει ολες τίς κοσμικές επιθυμίες, κάνει τόν εαυτό του ανώτερο από κάθε κοσμική υλικότητα.

23. Οποιος αγαπα τό Θεό, αγαπα δίχως αλλο καί τόν πλησίον του. Ενας τέτοιος ανθρωπος δέν μπορει νά φυλάει χρήματα· τά διαχειρίζεται κατά τό θέλημα του Θεου καί τά μοιράζει σ΄ εκείνους πού εχουν ανάγκη.

24. Οποιος κάνει ελεημοσύνη μιμούμενος τό Θεό, δέν κάνει διάκριση καλου καί κακου, δικαίου καί αδίκου στά απαραίτητα της ζωης, αλλά μοιράζει ιδια σέ ολους κατά τίς ανάγκες τους, αν καί προτιμα γιά τήν αγαθή του προαίρεση τόν ενάρετο από τόν κακό.

25. Ο Θεός, εκ φύσεως αγαθός καί απαθής, ολους τούς αγαπα εξίσου ως δημιουργήματά Του, αλλά τόν ενάρετο τόν δοξάζει επειδή αποκτα καί τή γνώση, ενω τόν κακό ανθρωπο, τόν ελεει λόγω της αγαθότητάς Του, καί παιδεύοντάς τον σ΄ αυτόν τόν κόσμο, τόν φέρνει σέ μετάνοια καί διόρθωση. Ετσι καί ο καλοπροαίρετος καί απαθής ανθρωπος, ολους τούς ανθρώπους τούς αγαπα εξίσου. Τόν ενάρετο καί γιά τήν ανθρώπινη φύση του, καί γιά τήν καλή του προαίρεση· τόν κακό τόν ελεει καί σάν συνάνθρωπό του, καί από συμπάθεια, επειδή ως ανόητος βαδίζει στό σκοτάδι.

26. Η διάθεση της αγάπης δέν διαπιστώνεται μόνο μέ τήν παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο μέ τή μετάδοση λόγου καί μέ τή σωματική διακονία.

27. Εκεινος πού απαρνήθηκε ειλικρινά τά κοσμικά καί υπηρετει μέ αγάπη απροσποίητη τόν πλησίον του, ελευθερώνεται γρήγορα από κάθε πάθος καί μετέχει στή θεία αγάπη καί γνώση.

28. Εκεινος πού εκανε κτημα του τή θεία αγάπη, δέν κουράζεται νά ακολουθει συνέχεια τόν Κύριό του, οπως λέει ο θειος Ιερεμίας, αλλά υπομένει μέ γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία καί υβρη, χωρίς νά σκέφτεται τό κακό πού του εκανε οποιοσδήποτε.

29. Οταν σέ προσβάλει κανένας }η σ΄ εξευτελίσει σέ κάτι, τότε φυλάξου από τούς λογισμούς της οργης, μήπως μέ τή λύπη σέ χωρίσουν από τήν αγάπη καί σέ μεταφέρουν στή χώρα του μίσους.

30. Οταν αισθανθεις πόνο επειδή κάποιος σέ πρόσβαλε η σέ ντρόπιασε, νά ξέρεις οτι ωφελήθηκες πολύ· μέ τό ντρόπιασμα βγηκε από μέσα σου η κενοδοξία.

31. Οπως η μνήμη της φωτιας δέν ζεσταίνει τό σωμα, ετσι πίστη χωρίς αγάπη δέν φέρνει στήν ψυχή τό φωτισμό της γνώσεως.

32. Οπως τό φως του ηλιου ελκύει τό υγιές μάτι, ετσι καί η γνώση του Θεου τραβα φυσικως τόν καθαρό νου στόν εαυτό της μέ τήν αγάπη.

33. Νους καθαρός ειναι ο νους πού απομακρύνθηκε από τήν αγνοια καί καταφωτίζεται από τό θειο φως.

34. Ψυχή καθαρή ειναι εκείνη πού ελευθερώθηκε από τά πάθη καί ευφραίνεται ακατάπαυστα μέ τή θεία αγάπη.

35. Πάθος αξιοκατηγόρητο, ειναι μιά κίνηση της ψυχης παρά φύση.

36. Απάθεια ειναι μιά ειρηνική κατάσταση της ψυχης, κατά τήν οποία η ψυχή δύσκολα κινειται πρός τήν κακία.

37. Εκεινος πού απόκτησε τούς καρπούς της αγάπης μέ τό ζηλο του, δέν χωρίζεται από αυτή, ακόμη κι αν υποφέρει μύρια κακά. Ας σέ πείσει γι΄ αυτό ο Στέφανος ο μαθητής του Χριστου καί οι ομοιοί του, πού προσευχόταν γιά κείνους πού τόν φόνευαν καί ζητουσε νά τούς συγχωρήσει ο Θεός, επειδή ενεργουσαν ετσι από αγνοια.

38. Αν ιδίωμα της αγάπης ειναι η μακροθυμία καί η χρηστότητα, τότε εκεινος πού θυμομανιάζει καί ενεργει δόλια, ειναι φανερό οτι αποξενώνεται από τήν αγάπη. Κι οποιος ειναι ξένος από τήν αγάπη, ειναι ξένος από τό Θεό, αφου ο Θεός ειναι αγάπη.

39. «Μήν πειτε, λέει ο θειος Ιερεμίας, οτι ειστε ναός του Κυρίου» · καί σύ μήν πεις οτι «η απογυμνωμένη από εργα πίστη στόν Κύριό μας Ιησου Χριστό μπορει νά μέ σώσει». Αυτό ειναι αδύνατο, αν δέν αποκτήσεις καί τήν αγάπη πρός Αυτόν μέ τά εργα. Η γυμνή από εργα πίστη δέν ωφελει, αφου καί τά δαιμόνια πιστεύουν καί τρέμουν.

40. Εργο αγάπης ειναι η πρός τόν πλησίον ολόψυχη ευεργεσία καί μακροθυμία καί υπομονή, καί η χρήση των πραγμάτων μέ ορθό λόγο.

41. Οποιος αγαπα τό Θεό, δέν λυπει κανένα, ουτε λυπαται από κανένα γιά πρόσκαιρα πράγματα. Μιά μόνο λύπη προξενει καί δοκιμάζει, τή σωτήρια λύπη, τήν οποία ο μακάριος Παυλος καί δοκίμασε καί προξένησε στούς Κορινθίους.

42. Εκεινος πού αγαπα τό Θεό, ζει αγγελικό βίο πάνω στή γη· νηστεύει καί αγρυπνει, ψάλλει καί προσεύχεται, καί γιά κάθε ανθρωπο σκέφτεται πάντοτε καλά.

43. Ο,τι επιθυμει κανείς εκεινο αγωνίζεται ν΄ αποκτήσει. Κι από ολα τά αγαθά καί επιθυμητά, ασύγκριτα πιό αγαθό καί επιθυμητό ειναι ο Θεός. Πόση λοιπόν επιμέλεια εχομε χρέος νά καταβάλομε γιά νά επιτύχομε τό φύσει αγαθό καί επιθυμητό;

44. Μή μολύνεις τή σάρκα σου μέ αισχρές πράξεις καί μή λερώνεις τήν ψυχή σου μέ πονηρούς λογισμούς. Καί η ειρήνη του Θεου θά ερθει σ΄ εσένα καί θά φέρει τήν αγάπη.

45. Νά καταπονεις τό σωμα σου μέ νηστεία καί αγρυπνία καί ν΄ ασχολεισαι ακούραστα μέ τήν ψαλμωδία καί τήν προσευχή· καί θά ερθει σ΄ εσένα ο αγιασμός της σωφροσύνης καί θά φέρει τήν αγάπη.

46. Εκεινος πού αξιώθηκε νά λάβει τήν θεία γνώση καί απόκτησε διά μέσου της αγάπης τό φωτισμό της, δέ θά παρασυρθει ποτέ από τό πνευμα της κενοδοξίας. Ευκολα ομως παρασύρεται από αυτήν οποιος δέν αξιώθηκε τή θεία γνώση. Αλλά αν ο ανθρωπος αυτός σέ κάθε τί πού πράττει εχει στραμμένο τό βλέμμα του στό Θεό, μέ τήν αισθηση οτι ολα τά πράττει γι΄ Αυτόν, ε}υκολα μέ τή βοηθεια του Θεου θά απαλλαγει από τήν κενοδοξία.

47. Οποιος δέν απόκτησε ακόμη τή θεία γνώση, πού εκδηλώνεται μέ τήν αγάπη, }εχει μεγάλη ιδέα γιά οσα εργα κάνει σύμφωνα μέ τό θέλημα του Θεου. Εκεινος ομως πού αξιώθηκε καί τήν απόκτησε, λέει μέ βαθιά συναίσθηση τά λόγια πού ειπε ο πατριάρχης Αβραάμ οταν ειδε τό Θεό: « Εγώ ειμαι χωμα καί στάχτη».

48. Εκεινος πού φοβαται τόν Κύριο, εχει πάντοτε σύντροφό του τήν ταπεινοφροσύνη, καί μέ τίς ενθυμήσεις πού αυτή προκαλει, φτάνει στή θεία αγάπη καί ευχαριστία. Φέρνει στό νου του τή ζωή πού εκανε πρωτύτερα στόν κόσμο, καί τά διάφορα αμαρτήματα καί τούς πειρασμούς πού αντιμετώπισε από τόν καιρό της νεότητάς του, καί πως απ΄ ολα εκεινα τόν γλύτωσε ο Κύριος, καί τόν μετέφερε από τήν ζωή των παθων στόν κατά Θεόν βίο· καί μαζί μέ τό φόβο, αποκτα καί τήν αγάπη, ευχαριστώντας πάντοτε μέ πολλή ταπεινοφροσύνη τόν Ευεργέτη καί Κυβερνήτη της ζωης μας.

49. Μή λερώσεις τό νου σου ανεχόμενος λογισμούς επιθυμίας καί θυμου, γιά νά μήν ξεπέσεις από τήν καθαρή προσευχή καί περιπέσεις στό πνευμα της ακηδίας.

50. Τότε ο νους χάνει τήν οικειότητα πού εχει μέ τό Θεό, οταν δέχεται πονηρούς η ακάθαρτους λογισμούς νά παραμένουν.

51. Ο ανόητος, πού τόν οδηγουν τά πάθη, οταν αναστατώνεται από τό θυμό, βιάζεται νά φύγει ασυλλόγιστα μακριά από τούς αδελφούς. Αλλοτε πάλι, οταν καίγεται από τήν επιθυμία, μετανοιωμένος τρέχει νά τούς συναντήσει. Ο φρόνιμος ομως, καί στίς δύο περιπτώσεις κάνει τό αντίθετο. Στήν περίπτωση του θυμου, αφου κόψει τίς αιτίες της ταραχης, απαλλάσσει τόν εαυτό του από τή λύπη πρός τούς αδελφούς· στήν περίπτωση της επιθυμίας, συγκρατει τόν εαυτό του από τήν παράλογη παρόρμηση γιά συνάντηση αλλων.

52. Στόν καιρό των πειρασμων μήν εγκαταλείψεις τό Μοναστήρι σου, αλλά υπόμενε μέ γενναιότητα τά κύματα των λογισμων, καί μάλιστα της λύπης καί της ακηδίας. Ετσι αφου δοκιμαστεις κατά θεία οικονομία μέ τίς θλίψεις, θά αποκτήσεις βέβαια ελπίδα στό Θεό. Αν ομως τό εγκαταλείπεις, θά φανεις ανάξιος, ανανδρος καί αστατος.

53. Αν θέλεις νά μήν ξεπέσεις από τήν αγάπη του Θεου, μήτε τόν αδελφό νά αφήσεις νά κοιμηθει στενοχωρημένος από σένα, μήτε σύ νά κοιμηθεις στενοχωρημένος εναντίον του. Συμφιλιώσου μέ τόν αδελφό σου καί τότε πήγαινε καί πρόσφερε στό Χριστό μέ καθαρή συνείδηση τό δωρο της αγάπης, μέ ενθερμη προσευχή.

54. Αν εκεινος πού εχει ολα τά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, καί δέν εχει αγάπη, δέν ωφελειται τίποτε σύμφωνα μέ τόν θειο Απόστολο, πόση επιμέλεια πρέπει νά καταβάλομε γιά νά τήν αποκτήσομε;

55. Αν η αγάπη δέν κάνει κακό στόν πλησίον, εκεινος πού φθονει τόν αδελφό καί λυπαται γιά τήν προκοπή του καί μέ ειρωνειες προσπαθει νά κηλιδώσει τήν υπόληψή του η μέ οποια κακοήθεια τόν επιβουλεύεται, πως αυτός δέν αποξενώνεται από τήν αγάπη καί δέν κάνει τόν εαυτό του ενοχο γιά τήν αιώνιο Κρίση;

56. Αν η αγάπη ειναι τό πλήρωμα του νόμου, εκεινος πού εχει μνησικακία γιά τόν αδελφό καί κάνει δόλια σχέδια εναντίον του καί τόν καταριέται καί δοκιμάζει χαρά γιά κάθε πτώση του, πως δέν καταπατει τό νόμο καί δέν ειναι αξιος γιά τήν αιώνια κόλαση;

57. Αν εκεινος πού κατηγορει καί κρίνει τόν αδελφό του κατηγορει καί κρίνει τό θειο νόμο, καί ο νόμος του Χριστου ειναι η αγάπη, πως δέν ξεπέφτει από τήν αγάπη του Χριστου εκεινος πού καταλαλει, καί δέν προξενει ο ιδιος στόν εαυτό του τήν αιώνια κόλαση;

58. Μήν παραδώσεις τήν ακοή σου στούς λόγους οποιου καταλαλει, ουτε τούς δικούς σου λόγους στήν ακοή ενός φιλοκατήγορου, μιλώντας η ακούγοντας μ΄ ευχαρίστηση κατά του πλησίον σου, γιά νά μή χάσεις τή θεία αγάπη καί βρεθεις απόκληρος από τήν αιώνια ζωή.

59. Μή δέχεσαι κατηγορίες κατά του πνευματικου σου πατέρα, μήτε νά διευκολύνεις εκεινον πού τόν προσβάλλει, γιά νά μήν οργιστει ο Κύριος γιά τά εργα σου καί σέ εξολοθρεύσει από τή χώρα της ζωης.

60. Κλεινε τό στόμα εκείνου πού κατηγορει τόν αλλον, γιά νά μήν αμαρτάνεις μαζί του διπλή αμαρτία· καί συνηθίζοντας ο ιδιος σέ καταστρεπτικό πάθος, καί μή σταματώντας εκεινον πού φλυαρει κατά του πλησίον.

61. « Εγώ ομως σας λέω, ειπε ο Κύριος, αγαπατε τούς εχθρούς σας, ευεργετειτε οσους σας μισουν, προσεύχεσθε γιά οσους σας βλάπτουν». Γιατί τά διέταξε αυτά; Γιά νά σέ ελευθερώσει από τό μίσος, τή λύπη, τήν οργή καί τήν μνησικακία καί νά σέ αξιώσει νά λάβεις τό μέγιστο απόκτημα, τήν τέλεια αγάπη, πού ειναι αδύνατο νά τήν εχει οποιος δέν αγαπα εξίσου ολους τούς ανθρώπους, κατά μίμηση του Θεου, ο οποιος αγαπα εξίσου ολους τούς ανθρώπους καί θέλει νά σωθουν καί νά λάβουν πλήρη γνώση της αλήθειας.

62. « Ομως σας λέω νά μήν αντισταθειτε στόν πονηρό, αλλά αν κανείς σέ χτυπήσει στό δεξί μέρος του προσώπου, γύρισέ του καί τό αλλο· καί σ΄ αυτόν πού θέλει νά σέ πάει στό δικαστήριο γιά νά σου πάρει τό χιτώνα, αφησέ του καί τό ιμάτιο· καί αν σέ αγγαρεύει κάποιος γιά ενα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο». Γιατί λέει αυτά ο Κύριος; Γιά νά φυλάξει κι εσένα χωρίς οργή, ταραχή καί λύπη, καί νά διδάξει κι εκεινον μέ τήν ανεξικακία σου· καί τούς δύο πάλι, σάν καλός Πατέρας, νά σας φέρει στόν ζυγό της αγάπης.

63. Των πραγμάτων, μέ τά οποια κάποτε μας εδενε κάποιο πάθος, εχομε μέσα μας τίς εμπαθεις φαντασίες. Οποιος λοιπόν νικα τίς εμπαθεις φαντασίες, καταφρονει οπωσδήποτε καί τά πράγματα πού αυτές απεικονίζουν. Γιατί ο πόλεμος εναντίον των ενθυμήσεων ειναι τόσο χειρότερος από τόν πόλεμο εναντίον των πραγμάτων, οσο ειναι πιό ευκολο νά αμαρτάνει κανείς μέ τή διάνοια από τό νά αμαρτάνει μέ εργα.

64. Αλλα από τά πάθη ειναι σωματικά κι αλλα ψυχικά. Τά σωματικά εχουν τίς αφορμές τους από τό σωμα, τά ψυχικά από τά εξωτερικά πράγματα. Καί τά δύο αυτά ειδη παθων τά αφανίζουν η αγάπη καί η εγκράτεια· η πρώτη τά ψυχικά, η δεύτερη τά σωματικά.

65. Από τά πάθη, αλλα ανήκουν στό θυμικό μέρος της ψυχης, αλλα στό επιθυμητικό. Καί τά δύο αυτά ειδη κινουνται διά μέσου των αισθήσεων. Καί κινουνται τότε, οταν η ψυχή βρίσκεται εξω από τά ορια της εγκράτειας καί της αγάπης.

66. Τά πάθη του θυμικου μέρους της ψυχης ειναι πιό δυσκολοπολέμητα από τά πάθη του επιθυμητικου. Γι΄ αυτό καί δόθηκε από τόν Κύριο εναντίον των παθων του θυμικου δυνατότερο φάρμακο, τό οποιο ειναι η εντολή της αγάπης.

67. Ολα τά αλλα πάθη, ερεθίζουν ειτε τό θυμικό μέρος της ψυχης, ειτε τό επιθυμητικό, ειτε τό λογιστικό, οπως ειναι η λήθη καί η αγνοια. Η ακηδία ομως, κυριαρχώντας σ΄ ολες τίς δυνάμεις της ψυχης, κινει ολα μαζί τά πάθη. Γι΄ αυτό καί ειναι τό πιό βαρύ από ολα τά αλλα πάθη. Καλως λοιπόν ο Κύριος, δίνοντας τό αντίδοτό της, λέει: «Μέ τήν υπομονή σας, κερδίστε τίς ψυχές σας».

68. Μήν προσβάλεις ποτέ κανένα αδελφό, καί μάλιστα χωρίς ευλογη αιτία, μήν τυχόν επιστρέψει στόν κόσμο μή μπορώντας ν΄ αντέξει τή θλίψη, καί ετσι δέ θά αποφύγεις τόν ελεγχο της συνειδήσεως πού θά σου προξενει πάντα λύπη στήν προσευχή καί θά αποδιώχνει τό νου από τήν παρρησία πρός τό Θεό.

69. Μήν ανέχεσαι τίς υπόνοιες η καί τούς ανθρώπους πού σου μεταφέρουν σκάνδαλα αλλων. Γιατί εκεινοι πού παραδέχονται σκάνδαλα μέ οποιοδήποτε τρόπο γιά εκεινα πού συμβαίνουν προαιρετικά η απροαίρετα, δέν γνωρίζουν τό δρόμο της ειρήνης, η οποία οδηγει τούς εραστές της διά μέσου της αγάπης στή γνώση του Θεου.

70. Δέν εχει τέλεια αγάπη εκεινος πού αλλάζει διάθεση πρός τούς ανθρώπους ανάλογα μέ τό χαρακτήρα τους· τόν ενα π.χ. τόν αγαπα καί τόν αλλον τόν μισει, }η τόν ιδιο ανθρωπο αλλοτε τόν αγαπα καί αλλοτε τόν μισει γιά τίς ιδιες αιτίες.

71. Η τέλεια αγάπη δέν διαχωρίζει κατά τίς διαθέσεις των επιμέρους ανθρώπων τή μία καί κοινή ανθρώπινη φύση, αλλά αποβλέποντας σ΄ αυτήν, αγαπα εξίσου ολους τούς ανθρώπους. Αγαπα τούς ενάρετους ως φίλους· τούς κακούς τούς αγαπα ως εχθρούς, καί τούς ευεργετει καί μακροθυμει καί υπομένει αν τήν βλάψουν, χωρίς νά λογαριάζει διόλου τό κακό, αλλά καί πάσχει γιά χάρη τους, αν τό καλέσει η περίσταση, γιά νά τούς κάνει καί αυτούς φίλους, }αν ειναι δυνατόν. Αν δέν τό κατορθώσει, δέν αλλάζει τή διάθεσή της, αλλά φανερώνει τούς καρπούς της αγάπης εξίσου πρός ολους τούς ανθρώπους. Γι΄ αυτό καί ο Κύριός μας καί Θεός Ιησους Χριστός, δείχνοντας τήν αγάπη Του σ΄ εμας, επαθε γιά χάρη ολης της ανθρωπότητας καί χάρισε σέ ολους εξίσου τήν ελπίδα της αναστάσεως -αν καί καθένας κάνει τόν εαυτό του αξιο ειτε γιά δόξα ειτε γιά κόλαση.

72. Εκεινος πού δέν καταφρονει τή δόξα καί τήν εξουδένωση, τόν πλουτο καί τή φτώχεια, τήν ηδονή καί τή λύπη, δέν απόκτησε ακόμη τέλεια αγάπη. Γιατί η τέλεια αγάπη δέν καταφρονει μόνον αυτά, αλλά καί τήν πρόσκαιρη ζωή καί τό θάνατο.

73. Ακουσε τί λένε εκεινοι πού αξιωθήκανε νά εχουν τήν τέλεια αγάπη: «Ποιός θά μας χωρίσει από τήν αγάπη του Χριστου; Θλίψη η στενοχώρια η διωγμός η γυμνότητα η κίνδυνος η μάχαιρα; Καθώς λέει η Γραφή, γιά χάρη Σου θανατωνόμαστε ολη τήν ημέρα· θεωρηθήκαμε ως πρόβατα γιά σφαγή. Αλλά σ΄ ολα τουτα βγαίνομε νικητές μέ τή βοήθεια Εκείνου πού μας αγάπησε. Πιστεύω απόλυτα οτι ουτε θάνατος, ο}υτε ζωή, ο}υτε αγγελοι, ο}υτε Αρχές, ο}υτε Δυνάμεις, ο}υτε τωρινά, ο}υτε μελλοντικά, ο}υτε υψωμα, ο}υτε βάθος, ο}υτε καμιά αλλη κτίση θά μπορέσει νά μας χωρίσει από τήν αγάπη του Θεου πού εκδηλώνεται μέ τόν Ιησου Χριστό, τόν Κύριό μας».

74. Ακουσε πάλι τί λένε γιά τήν αγάπη πρός τόν πλησίον: «Λέω αλήθεια, μάρτυς μου ο Χριστός, δέν ψεύδομαι· η συνείδησή μου, πού φωτίζεται από τό Αγιο Πνευμα, μαρτυρει κι αυτή, οτι εχω μεγάλη λύπη καί πόνο αδιάκοπο στήν καρδιά μου γιά τούς ομοεθνεις μου Ιουδαίους. Θά ευχόμουν νά χωριστω εγώ από τό Χριστό γιά χάρη των αδελφων μου, των φυσικων συγγενων μου, οι οποιοι ειναι Ισραηλίτες κλπ.». Παρόμοια ειπαν καί ο Μωυσης καί οι αλλοι Αγιοι.

75. Εκεινος πού δέν καταφρονει τή δόξα καί τήν ηδονή, καθώς καί τή φιλαργυρία πού συντελει στήν αυξησή τους καί γιά χάρη τους υπάρχει, δέν μπορει νά κόψει τίς αφορμές του θυμου. Εκεινος ομως πού δέν τίς κόβει, δέν μπορει νά επιτύχει τήν τέλεια αγάπη.

76. Η ταπείνωση καί η κακοπάθεια ελευθερώνουν τόν ανθρωπο από κάθε αμαρτία, καθώς κόβει η μιά τά πάθη της ψυχης καί η αλλη τά πάθη του σώματος. Αυτό εκανε καί ο μακάριος Δαβίδ καί προσευχόταν στό Θεό λέγοντας: «Δές τήν ταπείνωσή μου καί τόν κόπο μου καί συγχώρεσε ολες τίς αμαρτίες μου».

77. Διά μέσου των εντολων Του, ο Κύριος κάνει απαθεις οσους τίς εφαρμόζουν. Διά μέσου των θείων δογμάτων, χαρίζει σ΄ αυτούς τό φωτισμό της θείας γνώσεως.

78. Ολα τά δόγματα αναφέρονται }η στό Θεό, η στά ορατά καί τά αόρατα, }η στήν πρόνοια καί τήν κρίση του Θεου γι΄ αυτά.

79. Η ελεημοσύνη θεραπεύει τό θυμικό μέρος της ψυχης· η νηστεία μαραίνει τήν επιθυμία· η προσευχή καθαρίζει τό νου καί τόν κάνει επιτήδειο γιά τή θεωρία των οντων. Γιατί ανάλογα μέ τίς δυνάμεις της ψυχης, ο Κύριος μας χάρισε καί τίς εντολές Του.

80. «Μάθετε από εμένα, λέει ο Κύριος, οτι ειμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά κλπ.». Η πραότητα διατηρει ατάραχο τό θυμικό μέρος της ψυχης· η ταπείνωση ελευθερώνει τό νου από τήν αλαζονεία καί τήν κενοδοξία.

81. Ο φόβος του Θεου ειναι δύο ειδων. Εκεινος πού γεννιέται μέσα μας από τίς απειλές της κολάσεως καί κάνει νά φυτρώνουν μέσα μας η εγκράτεια, η ελπίδα στό Θεό, η απάθεια καί στή συνέχεια κατά φυσική τάξη η αγάπη. Καί ο φόβος πού ειναι ενωμένος μέ τήν ιδια τήν αγάπη, καί φέρνει πάντοτε στήν ψυχή ευλάβεια, γιά νά μήν καταλήξει σέ καταφρόνηση του Θεου εξαιτίας της παρρησίας πού δίνει η αγάπη.

82. Τόν πρωτο φόβο τόν εκτοπίζει η τέλεια αγάπη, γιατί η ψυχή πού τήν εχει δέν φοβαται πλέον τήν κόλαση. Τό δεύτερο φόβο τόν εχει, οπως ειπαμε, η αγάπη ενωμένο πάντα μαζί της. Στόν πρωτο φόβο ταιριάζει ο λόγος: «Μέ τό φόβο του Κυρίου απομακρύνεται καθένας από τό κακό», καί ο λόγος: « Αρχή της σοφίας ειναι ο φόβος του Κυρίου». Στό δεύτερο φόβο ταιριάζει ο λόγος: «Δέν θά δοκιμάσουν στέρηση οσοι φοβουνται τόν Κύριο».

83. «Νεκρωστε λοιπόν τά μέλη σας πού σέρνονται στή γη· τήν πορνεία, τήν ακαθαρσία, τό πάθος, τήν κακή επιθυμία καί τήν πλεονεξία κτλ.». Μέ τή γη εννοει τό σαρκικό φρόνημα. Πορνεία ονόμασε τήν εμπρακτη αμαρτία. Ακαθαρσία ειπε τή συγκατάθεση στήν αμαρτία. Πάθος, τόν εμπαθή λογισμό. Επιθυμία κακή ονόμασε τήν απλή παραδοχή του λογισμου καί της επιθυμίας. Πλεονεξία ειπε τό υλικό πού γεννα καί αυξάνει τό πάθος. Ολα λοιπόν αυτά, σάν μέλη του σαρκικου φρονήματος, διέταξε ο Απόστολος νά νεκρώσομε.

84. Η μνήμη, στήν αρχή, φέρνει στό νου τό λογισμό χωρίς εμπάθεια· καί οταν αυτός μένει στό νου γιά καιρό, κινειται τό πάθος. Αν αυτό δέν εξολοθρευτει, λυγίζει τό νου στή συγκατάθεση. Μετά τή συγκατάθεση αρχίζει η εμπρακτη αμαρτία. Ο πάνσοφος λοιπόν Απόστολος, γράφοντας πρός τούς Χριστιανούς πού ηταν πρωτύτερα ειδωλολάτρες, διατάζει πρωτα νά αφανίζουν τό αποτέλεσμα της αμαρτίας· κι επειτα, μέ αντίστροφη σειρά νά καταλήγουν στήν αιτία της αμαρτίας. Καί η αιτία ειναι, οπως ειπαμε, η πλεονεξία, πού γεννα καί αυξάνει τό πάθος. Νομίζω οτι εδω σημαίνει τή γαστριμαργία, η οποία ειναι μητέρα καί τροφός της πορνείας. Γιατί η πλεονεξία ειναι κακή οχι μόνο γιά τά χρήματα, αλλά καί γιά τήν τροφή· οπως καί η εγκράτεια δέν εννοειται μόνο γιά τά φαγητά, αλλά καί γιά τά χρήματα.

85. Οπως ενα σπουργίτι δεμένο από τό πόδι, οταν πάει νά πετάξει, πέφτει στό χωμα, επειδή τό τραβάει τό σχοινί, ετσι καί ο νους πού δέν απόκτησε ακόμη τήν απάθεια καί πετα πρός τή γνώση των επουρανίων, τραβιέται από τά πάθη στή γη.

86. Οταν ο νους ελευθερωθει τελείως από τά πάθη, τότε πορεύεται πρός τή θεωρία των οντων χωρίς νά γυρίζει πίσω, βαδίζοντας πλέον πρός τή γνώση της Αγίας Τριάδας.

87. Οταν ειναι καθαρός ο νους, δεχόμενος τά νοήματα των πραγμάτων προχωρει μέσω αυτων στήν πνευματική θεωρία· οταν ομως από ραθυμία γίνει ακάθαρτος, τότε τά μέν νοήματα των αλλων πραγμάτων τά φαντάζεται απλως (χωρίς νά οδηγειται σέ θεωρία), τά δέ ανθρώπινα νοήματα πού δέχεται, τά μετατρέπει σέ αισχρούς η πονηρούς λογισμούς.

88. Οταν πάντοτε, κατά τόν καιρό της προσευχης, δέν ενοχλει τό νου σου κανένα νόημα του κόσμου, τότε νά ξέρεις οτι δέν εισαι εξω από τά ορια της απάθειας.

89. Οταν η ψυχή αρχίζει νά αισθάνεται τήν ιδια τήν υγεία της, τότε καί τίς φαντασίες του υπνου τίς βλέπει χωρίς εμπάθεια καί ταραχή.

90. Οπως τό μάτι τό ελκύει η ομορφιά των ορατων, ετσι καί τόν καθαρό νου η γνώση των αοράτων. Αόρατα εννοω τά ασώματα.

91. Μεγάλο πράγμα ειναι νά μήν κινειται κάποιος σέ κάποιο πάθος από τά πράγματα· πολύ μεγαλύτερο ομως ειναι νά μένει απαθής απέναντι στίς φαντασίες των πραγμάτων. Γιατί ο πόλεμος των δαιμόνων εναντίον μας μέ τούς λογισμούς, ειναι πολύ πιό φοβερός από τόν πόλεμο μέσω των πραγμάτων.

92. Εκεινος πού κατόρθωσε τίς αρετές καί πλούτισε μέ θεία γνώση, επειδή βλέπει τά πράγματα στή φυσική τους κατάσταση, πράττει τά πάντα καί μιλα γι΄ αυτά κατά τίς υπαγορεύσεις του ορθου λόγου, χωρίς νά σφάλλει καθόλου. Γιατί από τήν ορθή η μή ορθή χρησιμοποίηση των πραγμάτων ειναι πού γινόμαστε ενάρετοι η κακοί.

93. Σημάδι τέλειας απάθειας ειναι νά αναδύονται πάντοτε στήν καρδιά χωρίς πάθος τά νοήματα των πραγμάτων, τόσο οταν ειμαστε ξυπνητοί, οσο καί στόν υπνο μας.

94. Ο νους αποβάλλει μέ τήν εκτέλεση των εντολων, τά πάθη· μέ τήν πνευματική θεωρία των ορατων, τά εμπαθή νοήματα των πραγμάτων· μέ τή γνώση των αοράτων, τή θεωρία των ορατων· τέλος κι αυτήν τήν αποβάλλει, μέ τή γνώση της Αγίας Τριάδας.

95. Οταν ο ηλιος ανατέλλει καί φωτίζει τόν κόσμο, φανερώνει καί τόν εαυτό του καί τά πράγματα πού φωτίζονται από αυτόν. Ετσι καί ο Ηλιος της δικαιοσύνης, οταν ανατέλλει στόν καθαρό νου, φανερώνει καί τόν εαυτό Του, καί τούς λόγους* οσων εχουν γίνει από Αυτόν καί οσων μέλλουν νά γίνουν.

96. Δέν γνωρίζομε τό Θεό από τήν ουσία Του, αλλά από τά θαυμαστά εργα Του καί τήν πρόνοιά Του γιά τά οντα. Απ΄ αυτά, σάν μέσα από καθρέφτη, βλέπομε τήν απειρη αγαθότητα καί σοφία καί δύναμή Του.

97. Ο καθαρός νους κινειται η μέσα στά χωρίς πάθος νοήματα των ανθρωπίνων πραγμάτων, η στή φυσική θεωρία των ορατων η των αοράτων, η μέσα στό φως της Αγίας Τριάδας.

98. Οταν ο νους φτάσει στή θεωρία των ορατων, ερευνα η τούς φυσικούς λόγους τους η τούς λόγους πού αυτοί υποδηλώνουν, η ζητει τήν ιδια τήν αιτία τους.

99. Οταν πάλι κινειται στή θεωρία των αοράτων, ζητει καί τούς φυσικούς τους λόγους καί τήν αιτία της υπάρξεώς τους καί τά επακόλουθά της, καί ποιά ειναι η σχετική μέ αυτά πρόνοια καί κρίση.

100. Οταν ο νους φτάσει στό Θεό, ζητει πρωτα νά μάθει τούς λόγους περί της ουσίας Του, καθώς φλέγεται από τόν πόθο. Δέν μπορει ομως νά ικανοποιήσει τόν πόθο του αυτό (γιατί κάτι τέτοιο ειναι τελείως αδύνατο σέ ολα γενικως τά λογικά δημιουργήματα) · ετσι παρηγορειται από τή γνώση των σχετικων μέ τίς ιδιότητες του Θεου. Δηλαδή της αιωνιότητας, της απειρίας, της απεριοριστίας, της αγαθότητας, της σοφίας, της δυνάμεως νά δημιουργει, νά προνοει καί νά κρίνει τά οντα. Τό μόνο πού μπορουμε νά καταλάβομε γι΄ Αυτόν, ειναι η απειρία Του καί τό οτι ειναι αδύνατο νά γίνει γνωστός, οπως εχουν πει οι θεολόγοι Γρηγόριος καί Διονύσιος Αρεοπαγίτης.

_________________
Αναστήτω ο Θεός, και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν.

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ἀπόσπασμα ἀπό τήν Μυσταγωγία


ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ 

απόσπασμα από την Μυσταγωγία. Το απόσπασμα αναφέρεται στους συμβολισμούς της Θείας Λειτουργίας :

Μὲ τὸ κλείσιμο τῶν θυρῶν δείχνεται ἡ ἐπιθυμητὴ μετάβαση καὶ μετατόπιση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ φθαρτὸ κόσμο τοῦτο στὸ νοητό. Κλείνοντας τὶς αἰσθήσεις, σὰν νὰ ἦσαν πόρτες, τὶς καθαρίζει ἀπὸ τὰ εἴδωλα τῆς ἁμαρτίας. Μὲ τὴν εἴσοδο τῶν ἁγίων μυστηρίων, δηλώνεται ἡ τελειότερη καὶ πνευματικώτερη καὶ νέα διδασκαλία καὶ γνώση, σχετικὰ μὲ τὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ γιὰ χάρη μας. Μὲ τὸ θεῖο ἀσπασμό, ἡ ταυτὸτητα ὅλων μὲ ὅλους καὶ πρῶτα τοῦ καθενὸς μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ Θεό, ταυτότητα κατωχυρωμένη μὲ ὁμόνοια, μὲ ὁμοφροσύνη καὶ ἀγάπη. Μὲ τὴν ὁμολογία τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως, ἡ κατάλληλη εὐχαριστία μας γιὰ τοὺς ἀνέλπιστους τρόπους τῆς σωτηρίας μας. Μὲ τὸ Τρισάγιο, ἡ ἕνωση καὶ ἰσοτιμία μας μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ἡ ἀκατάπαυστη, ἁρμονικὴ μελωδικότητα τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν προσευχή, κατὰ τὴν ὁποία γινόμαστε ἄξιοι νὰ καλοῦμε Πατέρα τὸ Θεό, ἡ γνησιώτατη υἱοθεσία μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μὲ τὸ «Εἷς Ἅγιος» καὶ τὰ ὑπόλοιπα, ἡ χάρη καὶ ἡ οἰκειότητα, πού μας ἑνοποιεῖ μὲ τὸ Θεό. Μὲ τὴν ἁγία μετάληψη τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων, ἡ δυνατὴ νὰ πραγματοποιηθῆ ἑνότητα καὶ ταυτότητα μ' ἐκεῖνον κατὰ συμμετοχὴ ἀπὸ ὁμοιότητα ἐξαιτίας της ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος, νὰ γίνη ἀπὸ ἄνθρωπος θεός.

https://apantaortodoxias.blogspot.com/2019/08/blog-post_291.html