Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ''Συνουσία Αγγέλων με γυναίκας!'' του (θεολογου-φιλολογου) Nικολάου Ἰω. Σωτηροπούλου

ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ''Συνουσία Αγγέλων με γυναίκας!'' του (θεολογου-φιλολογου) Nικολάου Ἰω. Σωτηροπούλου

ΣYNOYΣIA AΓΓEΛΩN ME ΓYNAIKAΣ!
Tοῦ Nικολάου ω. Σωτηροπούλου
    Eἰς τὸ Γεν. στ΄ 1-4 περιέχεται: «Kαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ θυγατέρες ἐγεννήθησαν αὐτοῖς. Ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί εἰσιν, ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν, ὧν ἐξελέξαντο. Kαὶ εἶπε Kύριος ὁ Θεός· οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας, ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἔτη. Oἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις· καὶ μετ' ἐκεῖνο, ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς· ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ γίγαντες οἱ ἀπ' αἰῶνος, οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί».



    Eἰς τὸ χωρίον τοῦτο «οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ» κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν ἑρμηνείαν εἶνε οἱ εὐσεβεῖς ἄνδρες, ἀπόγονοι τοῦ εὐσεβοῦς Σήθ, ὑπὸ δὲ «τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων» ἐννοοῦνται αἱ ἀσεβεῖς γυναῖκες, ἀπόγονοι τοῦ ἀσεβοῦς Kάιν. Ἀλλὰ διατί νὰ δεχθῶμεν, ὅτι εὐσεβεῖς ἄνδρες προῆλθον μόνον ἐκ τοῦ εὐσεβοῦς Σήθ, ὄχι δὲ καὶ ἐκ τοῦ ἀσεβοῦς Kάιν; Διατί ἐπίσης νὰ δεχθῶμεν, ὅτι ἀσεβεῖς γυναῖκες ἦσαν τῆς γενεᾶς μόνον τοῦ ἀσεβοῦς Kάιν, ὄχι δὲ καὶ τοῦ εὐσεβοῦς Σήθ; Oἱ εὐσεβεῖς ἄνδρες τῆς γενεᾶς τοῦ Σὴθ κατὰ τὴν ἐν λόγῳ ἑρμηνείαν ἔλαβον ἀσεβεῖς γυναῖκας τῆς γενεᾶς τοῦ Kάιν παρασυρθέντες ἀπὸ τὴν ὡραιότητά των. Ὡς εὐσεβεῖς ἄνδρες ἔπρεπε νὰ λάβουν ὡς συζύγους γυναῖκας εὐσεβεῖς, ἀλλὰ τῆς εὐσεβείας προετίμησαν τὸ σωματικὸν κάλλος. Kατέπεσαν πνευματικῶς, κατήντησαν ἄνθρωποι σαρκικοί.
    Kατ' ἄλλην ἑρμηνείαν, «οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ» εἶνε ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι ἠράσθησαν τοῦ κάλλους τῶν γυναικῶν καὶ συνεμίγησαν μετ' αὐτῶν. Δηλαδὴ ἔγινε γάμος ἀγγέλων μετὰ τοῦ ὡραίου ἀνθρωπίνου φύλου, τῶν γυναικῶν! Ἐξ αὐτοῦ δὲ προῆλθον «οἱ γίγαντες», ἄνδρες «ὀνομαστοί»Aὐτὴν δὲ τὴν ἑρμηνείαν ἔδωσεν ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς. Ἐπίσης αὐτὴν τὴν ἑρμηνείαν ἔδωσαν καὶ ἄλλοι τινὲς ἅγιοι, Πατέρες καὶ ἁπλῶς ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς.
    Ἀλλ' ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ δὲν εἶνε ὀρθὴ διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Tὸ κείμενον λέγει «οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ», ἑβραϊστὶ «μπενὲ χα Eλοχίμ», δὲν ὁμιλεῖ δι' ἀγγέλους. Oἱ ἄγγελοι εἶνε πνεύματα, δὲν ἔχουν σῶμα, οὔτε λαμβάνουν σῶμα. Kαὶ ὅταν ἄγγελοι ἐμφανίζωνται μὲ σωματικὴν μορφήν, ἡ μορφὴ εἶνε φαινομενική, ὄχι πραγματική. Kαὶ ὅταν ἐμφανίζωνται τρώγοντες καὶ πίνοντες, φαινομενικῶς τρώγουν καὶ πίνουν, ὄχι πραγματικῶς. Aὐτὸ εἶνε τὸ νόημα τοῦ λόγου τοῦ ἀρχαγγέλου Pαφαὴλ ἐν Tωβ. ιβ΄ 19. Ἐπίσης, ἂν ἄγγελοι εἶχον ἢ ἐλάμβανον σῶμα καὶ εἱλκύοντο ὑπὸ τοῦ κάλλους γυναικῶν καὶ συνουσιάζοντο μετ' αὐτῶν, διὰ τὴν πτῶσιν καὶ ἁμαρτίαν θὰ ἐτιμωροῦντο αὐτοί, οἱ ἄγγελοι, ἐνῷ τώρα τιμωροῦνται «ἄνθρωποι» ὡς καταντήσαντες «σάρκες», σαρκικοί. Ὁ Kύριος εἶπε: «Oὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας, ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἔτη». Ὡς πρὸς «τοὺς γίγαντας», αὐτοὶ«ἦσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις», προϋπῆρχον δηλαδὴ τῆς ὑποτιθεμένης συνουσίας ἀγγέλων μετὰ γυναικῶν, καὶ ἄρα δὲν προῆλθον ἐκ τοιαύτης συνουσίας. Ἐγεννῶντο δὲ καὶ ἔκπαλαι καὶ μετὰ ταῦτα γίγαντες, ἄνδρες μεγαλόσωμοι καὶ ὀνομαστοί, διότι τότε τὸ ἀνθρώπινον γένος εὑρίσκετο εἰς μεγαλυτέραν ἀκμὴν παρ' ὅσον μετὰ ταῦτα.
    Kαθ' ἡμᾶς ἡ ἐσφαλμένη ἑρμηνεία, ὅτι «οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ» εἶνε ἄγγελοι, προῆλθεν ἐκ παρανοήσεως τῆς φράσεως, «Ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων». Ἐπειδὴ ἐν τῇ φράσει ταύτῃ περὶ μὲν τῶν υἱῶν λέγεται, ὅτι εἶνε «τοῦ Θεοῦ», περὶ δὲ τῶν θυγατέρων, ὅτι εἶνε «τῶν ἀνθρώπων», ἐδημιουργήθη ἡ ἐντύπωσις, ὅτι οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶνε ἄνθρωποι, ὅπως αἱ θυγατέρες, ἀλλ' ἄγγελοι. Ἂν ἡ ἐν λόγῳ φράσις ἦτο διαφορετική, «Ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τὰς θυγατέρας τοῦ Θεοῦ», τότε δὲν θὰ ἐδημιουργεῖτο ἡ ἐντύπωσις, ὅτι «οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ» εἶνε ἄγγελοι, ἀλλὰ θὰ ἦτο σαφές, ὅτι «οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ» εἶνε εὐσεβεῖς ἄνδρες, καὶ «αἱ θυγατέρες τοῦ Θεοῦ» εἶνε εὐσεβεῖς γυναῖκες. Ἀλλὰ τώρα τὸ ἱερὸν κείμενον δὲν λέγει «τὰς θυγατέρας τοῦ Θεοῦ», ἤτοι τὰς εὐσεβεῖς γυναῖκας, ἀλλὰ λέγει «τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων», ὑπὸ τὰς ὁποίας ἐννοοῦνται γενικῶς αἱ γυναῖκες, καὶ αἱ εὐσεβεῖς δηλαδὴ καὶ αἱ ἀσεβεῖς. Ἡ δὲ φράσις, «ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν, ὧν ἐξελέξαντο», σημαίνει, ὅτι οἱ εὐσεβεῖς ἄνδρες ἔλαβον ὡς συζύγους γυναῖκας, τὰς ὁποίας ἐξέλεξαν «ἀπὸ πασῶν», καὶ ἀπὸ τὰς εὐσεβεῖς δηλαδὴ καὶ ἀπὸ τὰς ἀσεβεῖς. Δὲν ἔκαναν διάκρισιν μεταξὺ εὐσεβῶν καὶ ἀσεβῶν γυναικῶν, ἀλλ' ἐνυμφεύθησαν αὐτὰς ἀδιακρίτως, ἀποβλέποντες εἰς τὸ σωματικὸν κάλλος. Oἱ εὐσεβεῖς ἄνδρες ἐνικήθησαν ὑπὸ τοῦ σαρκικοῦ πάθους. Διὸ καὶ ἐτιμωρήθησαν αὐτοί, ὄχι ἄγγελοι. Ὡς πρὸς δὲ «τοὺς γίγαντας», ἤδη εἴπομεν τὰ δέοντα.
    Ἐνιστάμενοι κατὰ τῆς θεωρίας, ὅτι ἄγγελοι ἦλθον εἰς σαρκικὴν μεῖξιν μὲ γυναῖκας, ἀνεφέραμεν διάφορα ἐπιχειρήματα. Ἐνταῦθα δὲ πρὸς πλήρη καὶ τελείαν κατάρριψιν αὐτῆς τῆς θεωρίας παραπέμπομεν εἰς τὸν λόγον τοῦ Xριστοῦ ἐν Mατθ. κβ΄ 30 καὶ Λουκ. κ΄ 34-36. Σαφῶς κατὰ τὸν λόγον τοῦτον τοῦ Xριστοῦ οἱ ἄγγελοι δὲν ἔρχονται εἰς γάμου κοινωνίαν.


    Ἐν τούτοις καὶ σήμερον ὑπάρχουν ὀπαδοὶ τῆς θεωρίας, ὅτι ἄγγελοι συνεμίγησαν μὲ γυναῖκας! Περισσότερον δὲ ὅλων, κατὰ κόρον καὶ μέχρις ἀηδίας, ἐπιμένει εἰς αὐτὴν τὴν θεωρίαν ὁ κ. Δημοσθένης Λιακόπουλος, γράφων καὶ διαφημίζων αὐτὴν μὲ πολλὰ βιβλία του. Ἐξ αὐτοῦ δὲ κυρίως ἐλάβομεν τὴν ἀφορμὴν νὰ γράψωμεν τὸ παρὸν ἄρθρον. Kαὶ εὐχόμεθα νὰ μετανοήσῃ καὶ δι' αὐτὴν τὴν θεωρίαν καὶ δι' ἄλλας πολλὰς καὶ μεγάλας πλάνας καὶ αἱρέσεις, διὰ νὰ τύχῃ ἐλέους καὶ σωτηρίας.

Η ΝΗΨΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (Εορτή 28 Ιαν.)

Η ΝΗΨΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (Εορτή 28 Ιαν.)

Η νήψη στο έργο του αγίου Εφραίμ του Σύρου
Ό μεγάλος νηπτικός Πατέρας της Εκκλησίας, Όσιος Εφραίμ ο Σύρος εορτάζει στις 28 Ιανουαρίου. Στην Ελλάδα το σημαντικότερο προσκύνημα του Αγίου βρίσκεται στο ομώνυμο μοναστήρι στην Κονταριώτισσα Πιερίας.
(Νήψη στην εκκλησιαστική ορολογία, σημαίνει εγρήγορση, άγρυπνη και ανύστακτη επαγρύπνηση του νου και της καρδιάς).
«Δεν μπορείς να εφησυχάζεις, όταν ο εχθρός άγρυπνος πολεμάει. Δεν μπορείς αμέριμνος να καθεύδεις, όταν τα «πεπυρωμένα βέλη» του πονηρού και των παθών βάλλουν καταιγιστικά και αδιάκοπα.
Σκληρός και αδυσώπητος τούτος ο πόλεμος. Δε γνωρίζει ανακωχή. Τα πάθη ξεσπούν σαν ηφαίστειο και καίνε σαν την πυρακτωμένη λάβα. Συγκλονίζουν την ύπαρξη εξουθενωτικά και παραλυτικά. Πολύ οδυνηρό για πάντα το ερωτηματικό: Τις με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ΄ 24).
Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος – ένας απ' τους έξοχους Πατέρες της Εκκλησίας και σύγχρονος των τριών Καππαδοκών – υπήρξε διδάσκαλος της μετάνοιας και της νήψης (εγρήγορσης). Η άριστη γνώση της ανθρώπινης ψυχής, οι άγιες προσωπικές εμπειρίες της μακαρίας απάθειας και το ύψος της αγιότητός του, τον αναδεικνύουν μοναδικό οδηγό της νήψης και της πνευματικής ζωής. Ο λόγος του – γεμάτος χάρη και δύναμη – εμπνέει, οικοδομεί, ενισχύει, στηρίζει αλλά και αφυπνίζει συνειδήσεις.
«Έχοντας επίγνωση των σχεδίων και των παγίδων του πολυμήχανου διαβόλου και της αέναης εσωτερικής τρικυμίας των παθών και της αμαρτίας, ο άνθρωπος πρέπει πολύ να κοπιάσει και ν' αθλήσει για τη σωτηρία του. «Πολλοῦ καμάτου χρεία εἰς τό σωθῆναι καί πολλοῦ αἰῶνος» (χρόνου).
Η νήψη είναι νίκη, και η νίκη προϋποθέτει συνεχή άσκηση. «Οὐ γάρ παίγνιον ἐστιν ἡ ἄσκησις», λέγει ο άγιος Εφραίμ, «ἀλλ' ἐν πολλῇ ἀκριβείᾳ ἡ τῆς ψυχῆς σωτηρία κατορθοῦται». Χρειάζεται πολλή επιμέλεια και προθυμία ψυχής. Εάν χαλαρώσουμε τον αγώνα, τότε ο διάβολος «ὁλόκληρον καταπίνει τόν μή νήφοντα».
Βρισκόμαστε σ' εμπόλεμη κατάσταση. «Ἐν μεγάλῳ πολέμῳ ἐσμεν ἐν τῷδε τῷ βίῳ καί ὁ ἐχθρός μαίνεται· ἀλλ' οὐ παραιτητέον τόν ἀγῶνα». Μέγας ο πόλεμος και λυσσαλέος ο εχθρός, αλλά καμιά υποχώρηση, καμιά λιποταξία. Εγκατάλειψη του αγώνα ισοδυναμεί με προδοσία.
Είναι στιγμές που ο πνευματικός αγωνιστής μέσα στη φωτιά και την αντάρα της μάχης, παθιασμένος θ' αναφωνήσει: «ω, τι δεινός ο πόλεμος! Ω, τι χαλεπός!»... Αλλά ο άγιος Πατέρας με τις άγιες διδαχές του, μεταγγίζει θάρρος και αισιοδοξία, ιδιαίτερα στους νέους. «Ὀξυπόδησον ἐν τῷ ἀγῶνι τῆς ἀσκήσεώς σου, ὦ νεότης», λέει. Τρέξε γρήγορα και γενναία το δρόμο της πνευματικής σου άσκησης. Και μ' ένα τόνο ηρωικό θα προσθέσει: «Μή συνηθίσῃς ἧτταν ἐν τῷ πολέμῳ. Ἡ γάρ συνήθεια δευτέρα φύσις». Η συνήθεια, για πάντα, είτε στο καλό είτε στο κακό είναι «δευτέρα φύσις». Εδώ «ἧτταν ἐν τῷ πολέμῳ» εννοεί την υποχώρηση, την πτώση, την αμαρτία. Κι όπως είναι γνωστό, η μια πτώση φέρνει την άλλη.
Όποιος πολεμάει, προσέχει απ' όλες τις μεριές και κατοπτεύει τα πάντα. Δεν αφήνει κερκόπορτες ανοιχτές και διόδους αφύλακτες. Οι απροσεξίες πολύ κοστίζουν. Κάποτε και μικρές λεπτομέρειες επιφέρουν πανωλεθρία και συντριβή. «Μικρά ἀμέλεια τίκτει μεγάλην ἁμαρτίαν». Όπως και αντίθετα, «μικρά νῆψις ἀποστρέφει πολλήν ζημίαν».
Ο άνθρωπος, βέβαια, είναι αδύνατος και ο συνεχής και τραχύς αγώνας τον κουράζςι. Σε τούτες ακριβώς τις στιγμές της ανθρώπινης αδυναμίας παραμονεύει ο μεγάλος κίνδυνος της ακηδίας και της ραθυμίας. Μειώνονται οι πνευματικές δυνάμεις, η αντίσταση αδυβατίζει και ο εχθρός είναι «προ των πυλών». Γι' αυτό, συμβουλεύρι ο όσιος Εφραιμ, «ἐάν πνεῦμα ἀκηδίας ἔλθῃ ἐπί σέ, διά τῆς ὑπομονῆς ἀντίστηθι πρός αὐτήν». Συχνά στον αγώνα επιβάλλεται αντίσταση και άμυνα «μέχρις αίματος». Αντίσταση κατά της ραθυμίας και της ακηδίας και της χαυνότητας. «Φεῦγε τήν χαυνότητα... Ἄσκησον ἡσυχίαν, μελέτα ψαλμωδίαν».
Απόρθητο για να παραμείνει το κάστρο της ψυχής, χρειάζεται άγρυπνο μάτι, δύναμη θέλησης και άριστη χρήση των πνευματικών όπλων. «Έχεις όπλα, ω άνθρωπε, κατά παντός εναντίου. Έχεις όπλα, διάφορα προς τας μηχανάς του αντιπάλου». Κι είναι τούτα τα όπλα πανίσχυρα και συντριπτικά. Όσες κι αν είναι οι «μηχανές» (τα τεχνάσματα) του εχθρού διαβόλου, τα όπλα της δικής μας στρατείας είναι «δυνατά τῷ Θεῷ προς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων» (Β΄ Κορ. ι΄ 4).
Όπως συμβαίνει στο σύγχρονο πόλεμο με τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους που σημαδεύουν και καταρίπτουν τους πυραύλους του εχθρού μετά την εκτόξευσή τους, έτσι και ο νηπτικός άνθρωπος με τ' αντιβαλλιστικά όπλα της χάριτος του Θεού, εξουδετερώνει κάθε εχθρική επίθεση.
Η νήψη – αληθινή έκφραση ελευθερίας και υπέρβαση κάθε νωθρότητας και ακηδίας –συντελεί στην «εν Χριστώ» τελείωση του ανθρώπου. Τρόποι και μέσα μιας αυξημένης επαγρύπνησης είναι η «φυλακή του νοός», ο φόβος του Θεού, η αδιάλειπτη προσευχή, η μνήμη του θανάτου, ο θείος έρωτας και ο επίμονος και επίπονος προσωπικός αγώνας.
Ο φόβος του Θεού, κατά τον όσιο Εφραίμ, είναι «φυλακτήριον ψυχής», είναι «κυβερνήτης ψυχής», είναι «παιδευτήριον ψυχής». «Ὁ ἔχων φόβον Θεοῦ οὐκ ἀμεριμνᾷ· νήφει γάρ πάντοτε». Δηλαδή όποιος ολόθερμα ευλαβείται και αγαπά το Θεό, δεν μπορεί να παραμένει αδιάφορος στο μέγα θέμα της σωτηρίας. Βρίσκεται πάντοτε σε κατάσταση εγρήγορσης.. Αντίθετα, «ὁ μή ἔχων τόν φόβον τοῦ Θεοῦ ἐν ἑαυτὦ, ὁ τοιοῦτος εὐάλωτος ἐστι τοῖς τοῦ διαβόλου επιχειρήμασιν... Μετεωρίζεται· ἀδιαφορεῖ· καθεύδει ἀμερίμνως». Δίχως φόβο Θεού, εύκολα ο άνθρωπος πέφτει στις πλεκτάνες του διαβόλου... «Κτῆσαι φόβον Θεοῦ, ὅπως καί οἱ δαίμονες φοβηθήσονταί σε».
Άγιος τούτος ο φόβος. Είναι φόβος θείος και ιερός. Είναι υπερφυσικό δώρο της θείας Χάριτος. Είναι ενδεικτικό παρουσίας του Αγίου Πνεύμαοτς. Είναι φόβος άφοβος, γιατί δε φοβάται τον εχθρό. Όπου «φόβος Θεού», εκεί και η παρουσία του Θεού· και όπου η παρουσία του Θεού, εκεί και η απουσία του διαβόλου και κάθε κακού.
«Μακάριος ὁ ἀεί ἔχων ἐν ἑαυτῷ μνήμην Θεοῦ». Όσο ψυχοζημιογόνος είναι η «λήθη», τόσο ωφέλιμη και προστατευτική είναι η «μνήμη Θεού». Αλλά «μνήμη Θεού» δεν μπορεί να υπάρξει δίχως αδιάλειπτη προσευχή. Αυτή μονάχα είναι «όπλον κατά του διαβόλου». Κατά τον όσιο Εφραίμ, «ὁ προσευχόμενος νηφόντως καίει τούς δαίμονας».
Θερμές προσευχές είναι φωτιές, που καίνε. Τέτοιες προσευχές τις τρέμουν οι δαίμονες. Μακάριος ο άνθρωπος της ζωντανής και αδιάλειπτης προσευχής. Έχει πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του. «Προσευχή άοκνος» είναι προσευχή νηπτική, προσευχή δυνατή. «Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε, ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν», είχε πει ο Κύριος στους Μαθητές Του. Η εγρήγορση ποτίζει την προσευχή, αλλά και η προσευχή διατηρεί την εγρήγορση. Προσευχή και νήψη πάνε μαζί. Συνυπάρχουν. Είναι αδελφές.
Ανάμεσα στους συντελεστές της καρδιακής νήψεως και της εν Χριστώ ζωής, είναι και η μνήμη θανάτου, για την οποία ο άγιος Εφραίμ – καθώς και άλλοι Πατέρες – κάνουν ιδιαίτερο λόγο.
Η μνήμη θανάτου είναι κατάφαση της πίστης και της ελπίδας. Είναι κάθαρση λογισμών και υπαρξιακή αυτοσυνειδησία. Είναι μετάθεση της καρδιάς απ' τα γήινα στα ουράνια και αιώνια. Κατασιγάζει τα πάθη και κρατάει άγρυπνη και αγωνιστική την ψυχή. Διώχνει κάθε ανησυχία και κάθε εσωτερική ταραχή. Γι' αυτό, «μακάριος ὁ μελετῶν καθ' ἑκάστην τόν θάνατον». Είναι εξαιρετικά σπουδαίο τούτο το μάθημα για κάθε πνευματικό αγωνιστή. Μάθημα που το μελετάει «καθ' εκάστην». Μάθημα με πολλές αγίες προεκτάσεις. Αλλά και μάθημα κατάλληλο για όλες τις ηλικίες. «Μακάριος, λοιπόν, ὁ ἔχων πρό ὀφθαλμῶν τήν ἡμέραν τῆς ἐξόδου».
xfd.gr

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης (Άγιος): Περί Μυστικής Θεολογίας - Κεφάλαιο 3ο (Ποιες είναι οι καταφατικές και ποιες οι αποφατικές Θεολογίες)

Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης (Άγιος): Περί Μυστικής Θεολογίας - Κεφάλαιο 3ο (Ποιες είναι οι καταφατικές και ποιες οι αποφατικές Θεολογίες)

Στις Θεολογικες Υποτυπώσεις υμνήσαμε τα κυριότερα σημεία της καταφατικής Θεολογίας, δηλαδή πώς η θεία και αγαθή φύση αποκαλείται Ενική (ομοούσια) και πώς Τριαδική (τρισυπόστατη). ποιες οι ιδιότητες του Πατρός, ποιες του Υιού. τι θέλει να δηλώσει η θεολογία που εκπορεύεται από το Άγιο Πνεύμα. πώς από τα βάθη του άυλου και αμέριστου Αγαθού (Πατρός) βλάστησαν τα φώτα της αγαθότητος και πώς ο Πατήρ και τα άλλα πρόσωπα καθαυτά και μεταξύ τους παραμένουν παντοτεινά αχώριστα και αμετάβλητα. πώς ο υπερούσιος Ιησούς ουσιώνεται κατά την αληθινή ανθρώπινη φύση. και όσα άλλα υμνούνται στις Θεολογικές Υποτυπώσεις σύμφωνα και με των Γραφών τους λόγους. 



Στο Περί θείων Ονομάτων περιλαμβάνεται πώς ο Θεός λέγεται αγαθός και ων και ζωή και σοφία και δύναμη και όσα άλλα ανήκουν στη νοητή τάξη των θείων ονομάτων. και στη Συμβολική Θεολογία πώς μεταβαίνουμε από τις ονομασίες των αισθητών σε αυτές των θείων. τι λέμε θείες μορφές, τι θεία σχήματα και μέρη και όργανα, τι θείους τόπους και κόσμους, τι θυμούς και λύπες, τι οργή, τι μέθη και τι κραιπάλη, τι όρκους και τι κατάρες, τι ύπνους και τι εγρηγόρσεις και όσα άλλα αναφέρονται στους συμβολικούς και ιερούς θείους τύπους. 

Και νομίζω πως κι εσύ θα είδες ότι αυτά τα τελευταία απαιτούν πολύ περισσότερα λόγια από τα πρώτα. γιατί οι Θεολογικές Υποτυπώσεις και η ανάπτυξη των Θείων Ονομάτων είναι συντομότερα από τη Συμβολική θεολογία. Επειδή όσο ψηλότερα ανεβαίνουμε, τόσο οι λόγοι που συνοψίζουν τα νοητά περικόπτονται. όπως ακριβώς και τώρα, όσο εισδύουμε στον υπέρθεο γνόφο, όχι μόνο λιγόλογοι γινόμαστε, αλλά χάνουμε εντελώς τη μιλιά μας και το νου μας. Και ενώ εκεί - σε εκείνες τις συγγραφές - ο λόγος όσο κατερχόταν από τα υψηλά στα χαμηλότερα τόσο και πλήθαινε, τώρα, που από κάτω υψώνεται και ανέρχεται, όσο προχωρεί η άνοδος συστέλλεται και στο τέλος της ανόδου σιγά και ολόκληρος ενώνεται με τον Άλεκτο. 
Γιατί όμως λέμε ότι στις καταβάσεις (καταφατική οδός) αρχίζουμε από τα πρώτα ενώ στις αφαιρέσεις (αποφατική οδός) αρχίζουμε από τα τελευταία; 
Επειδή μιλώντας καταφατικά και με ορισμούς δεν μπορούμε να ορίσουμε Εκείνο που ξεπερνά κάθε ορισμό παρά μιλώντας για τα συγγενικά με αυτό και τα πλησιέστερα. Για παράδειγμα: η ζωή και η αγαθότητα δεν είναι πλησιέστερα απ' ότι ο αέρας και το λιθάρι; Όταν πάλι μιλούμε αποφατικά, για να μιλήσουμε γι' Αυτό που ξεπερνά κάθε αφαίρεση, αρχίζουμε τις αφαιρέσεις από τα πιο μακρινά και άσχετα. Για παράδειγμα: πιο μακρινό και άσχετο δεν είναι να πούμε ότι δεν μεθάει και δεν οργίζεται απ' όσο να πούμε ότι δεν λέγεται και δεν νοείται; (Μεταφρ. Σωτήρης Γουνελάς, εκδ. Αρμός).

Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Άγιος: Περί Μυστικής Θεολογίας - Κεφάλαιο 2 (Πώς πρέπει να ενωθούμε και ν' αναπέμψωμε ύμνους στον αίτιο των όλων τον επάνω από όλα )

Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Άγιος: Περί Μυστικής Θεολογίας - Κεφάλαιο 2 (Πώς πρέπει να ενωθούμε και ν' αναπέμψωμε ύμνους στον αίτιο των όλων τον επάνω από όλα )

Σ' αυτόν τον υπέρφωτο γνόφο ευχόμαστε κι εμείς να φθάσωμε, ώστε δια μέσου της αβλεψίας και της αγνωσίας να ιδούμε και να γνωρίσουμε αυτόν που είναι επάνω από κάθε θέα και γνώση, ακριβώς με το μη ιδείν και με το μη γνώναι (διότι τούτο είναι η πραγματική θέα και γνώσις), και να υμνήσωμε τον υπερούσιο υπερουσίως δια της αφαιρέσεως όλων των όντων, σαν αυτούς που κατασκευάζουν ένα φυσικό άγαλμα. αυτοί αφαιρούν όλα τα πρόσθετα υλικά του αγάλματος που εμποδίζουν την καθαρή θέα της κρυμμένης μορφής και με μόνη αυτή την αφαίρεση επιτρέπουν να φανεί καθαρό το απόκρυφο κάλλος. 

Πρέπει δε, όπως νομίζω, να υμνήσωμε τις αφαιρέσεις κατά τρόπο αντίστροφο προς τις θέσεις. Πράγματι εκείνες μεν, τις θέσεις, τις εθέταμε, ξεκινώντας από τα πρώτα και κατεβαίνοντας δια των μεσαίων προς τα τελευταία. εδώ όμως αφαιρούμε τα πάντα, πραγματοποιώντας τις αναβάσεις από τα τελευταία προς τα αρχικώτερα, για να γνωρίσουμε ακάλυπτη εκείνη την αγνωσία που περικαλύπτεται από το πλήθος των γνώσεων που ευρίσκονται σε όλα στα αισθητά όντα, και για να ιδούμε εκείνον τον υπερούσιο γνόφο που αποκρύπτεται από όλο το φως που ευρίσκεται στα αισθητά όντα.   

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης: Περί θείων ονομάτων (Κεφάλαιο 3)

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης: Περί θείων ονομάτων (Κεφάλαιο 3)

Ποια είναι η δύναμις της προσευχής και περί του μακαρίου Ιεροθέου και περί της ευλάβειας και της θεολογικής συγγαφής του. 
1. Αν τώρα το θεωρείς σωστό, ας εξετάσωμε πρώτη την αγαθωνυμία που εκφράζει τέλεια και αποκαλυπτικά όλες τις προόδους του Θεού, αφού επικαλεσθούμε την αγαθαρχική και υπεράγαθη Τριάδα που αποκαλύπτει όλες τις αγαθές πρόνοιές της.



Διότι σ' αυτήν πρέπει να ανεβαίνωμε πρώτα με τις ευχές, ως αγαθαρχία που είναι, και πλησιάζοντάς την περισσότερο, να μυούμαστε στα πανάγαθα δώρα που είναι τοποθετημέναγύρω της. διότι αυτή μεν είναι παρούσα σε όλα, δεν είναι όμως όλα παρόντα σ' αυτήν. Όταν όμως την επικαλούμαστε με πάναγνες ευχές, με αθόλωτο νου και με κατάλληλη για τη θεία ένωση διάθεση, τότε είμαστε κι εμείς παρόντες σ' αυτήν(1). διότι η αγαθότης δεν ευρίσκεται καν σε τόπο, ώστε ν' απουσιάσει από κάποιον ή να μεταβεί από άλλους σε άλλους. Αλλά και το να ειπούμε από το άλλο μέρος ότι η αγαθότης ευρίσκεται μέσα σε όλα τα όντα, αυτό απέχει από την απειρία που είναι επάνω από όλα και περιλαμβάνει όλα. 
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν ν' ανυψωθούμε με τις ευχές προς την υψηλότερη κορυφή των θείων και αγαθών αιτίων. Τότε θα συμβεί ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση μιας πολύφωτης αλυσίδας που είναι κρεμασμένη από την ουράνια κορυφή και κατεβαίνει έως εδώ. εμείς, πιάνοντάς την με τα χέρια, το ένα μετά το άλλο προς τα εμπρός, θα ενομίζαμε ότι κατεβάζομε εκείνη, που είναι παρούσα και άνω και κάτω, αλλ' ανεβαίνομε εμείς οι ίδιοι προς τις υψηλότερες μαρμαρυγές των πολυφώτων ακτίνων. Ή ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση που θα εμβαίναμε σε πλοίο. κρατώντας τα παλαμάρια που δεμένα από κάποια πέτρα εκτείνονται έως εμάς και προσφέρονται σαν σε βοήθειά μας, δεν φέρομε την πέτρα κοντά μας, αλλά στην πραγματικότητα φέρομε εμάς τους ιδίους και το πλοίο κοντά στην πέτρα. Ή πάλι ό,τι συμβαίνει με κάποιον που στέκεται επάνω στο πλοίο. αν απωθήσει την παραλιακή πέτρα, δεν θα προκαλέσει τίποτε στην στερεωμένη και ακίνητη πέτρα, αλλά θα αποχωρίσει τον εαυτό του από εκείνην και όσο περισσότερο την απωθήσει, τόσο περισσότερο θα εξακοντισθεί απ' αυτήν. Γι' αυτό και πριν από κάθε πράγμα, περισσότερο δε πριν από τη θεολογία, πρέπει να ξεκινούμε με ευχή, όχι για να ελκύσωμε την δύναμη, την παρούσα πανταχού και πουθενά, αλλά για να παραδώσωμε τους εαυτούς μας σ' αυτήν και να τους ενώσωμε προς αυτήν με τις θείες μνημονεύσεις και επικλήσεις.


2. Είναι ίσως και τούτο άξιο απολογίας εκ μέρους μας. ότι ενώ ο εξαίρετος καθοδηγητής μας Ιερόθεος συνέταξε υπερφυώς τις Θεολογικές Στοιχειώσεις, εμείς, σαν να μην ήσαν αρκετές εκείνες, συγγράψαμε κι άλλες θεολογικές πραγματείες και την παρούσα(2). Ασφαλώς, αν εκείνος απεφάσιζε να διαπραγματευθεί όλα τα θεολογικά θέματα και αν είχε αναπτύξει λεπτομερώς το σύνολο της θεολογίας, δεν θα εφθάναμε εμείς σε τέτοιο σημείο μανίας ή αγένειας, ώστε να νομίσομε ότι μπορούμε να διεισδύσωμε θεωρητικότερα και θειότερα από εκείνον στις θεολογίες ή να ματαιοπονήσωμε επαναλαμβάνοντας τα ίδια πράγματα, κι επιπλέον ν' αδικήσωμε τον διδάσκαλο και φίλο, εμείς που μετά τον Παύλο από τα δικά του λόγια εδιδαχθήκαμε, υποκλέπτοντας για τον εαυτόν μας την ένδοξη θεωρία και ερμηνεία. Στην πραγματικότητα, εκείνος, διδάσκοντας αυθεντικώς τα θεία, μας παρέδωσε συντόμους όρους που περιελάμβαναν πολλές έννοιες ο καθένας(3), παραγγέλοντας σ' εμάς και σε άλλους σαν εμάς διδασκάλους των μαθητευομένων ψυχών, όσο είναι δυνατό, ν' αναπτύξωμε και αναλύσωμε κατά το μέτρο του λόγου μας τις συνοπτικές και ενιαίες διατυπώσεις της μεγαλοφυΐας του ανδρός εκείνου. Άλλωστε και συ ο ίδιος πολλές φορές μας προέτρεψες σ' αυτό το εγχείρημα, αφού μάλιστα μάς έστειλες και το βιβλίο του Ιεροθέου με τη γνώμη ότι είναι εξαίρετης αξίας. Γι' αυτόν κι εμείς τον λόγο ως διδάσκαλο τελείων και ωρίμων διανοιών τον ξεχωρίζομε για την ικανοποίηση εκείνων που στέκουν επάνω από τους πολλούς, θεωρώντας τα γραπτά του σαν δεύτερες Γραφές, κατάλληλες για τους θεοχρίστους. στους ανθρώπους της δικής μας σειράς όμως θα διδάξωμε τα θεία εμείς ανάλογα με την ικανότητά μας. Διότι, αν η στερεά τροφή είναι κατάλληλη για τους τελείους, το να τρέφωμε εμείς άλλους με τέτοια τροφή πόση τελειότητα δεν φανερώνει;

Ορθώς λοιπόν ισχυρισθήκαμε και τούτο, ότι η μεν άμεση θέα των νοητών λογίων και η ευσύνοπτη διδασκαλία τους χρειάζεται πρεσβυτική δύναμη(4), η δε γνώσις και μάθησις των λόγων που οδηγούν σ' αυτό το ύψος αρμόζει στους κατωτέρους καθηγητάς και σπουδαστάς. Εμείς μάλιστα έχομε τηρήσει με πολλή επιμέλεια και τούτο. όσα δηλαδή έχουν διευκρινισθεί σαφώς από τον ίδιο τον θείο καθοδηγητή μας, να μη τα εξετάσωμε, να μην επιχειρήσωμε καν να ταυτολογήσωμε διασαφώντας πάλι κάποιο γραφικό χωρίο που ερμήνευσε εκείνος. Άλλωστε αυτός διακρίθηκε και ανάμεσα στους θεοπνεύστους ιεράρχες μας, όταν, όπως γνωρίζεις, κι εμείς και συ και πολλοί από τους ιερούς αδελφούς μας συναχθήκαμε για την θέα του ζωαρχικού και θεοδόχου σώματος(5), ήταν δε παρών κι ο αδελφόθεος Ιάκωβος και ο Πέτρος, η κορυφαία και πρεσβυτάτη ακρότης των θεολόγων. Όταν μετά τη θεά εκρίθηκε επιβεβλημένο να υμνήσουν όλοι οι ιεράρχες, κατά τη δύναμή του ο καθένας, την απειροδύναμη αγαθότητα της θεαρχικής ασθένειας που εκδηλώθηκε με τη συγκατάβαση του Λόγου, ο Ιερόθεος υπερέβαλε όλους τους άλλους ιερομύστες, μετά τους αποστολικούς λόγους, τελείως εκδημώντας, τελείως εξιστάμενος από τον εαυτό του και βιώνοντας την κοινωνία με τα υμνούμενα πράγματα. Όλοι όσοι τον άκουαν και τον έβλεπαν, τον εγνώριζαν ή δεν τον εγνώριζαν, εθεώρησαν ότι είναι θεόληπτος και θείος υμνολόγος. Τι χρειάζεται να σου διηγηθώ τα εκεί θεολογηθέντα; Διότι, αν δεν έχω αποξεχασθεί, θυμούμαι ότι πολλές φορές άκουσα από σένα να επαναλαμβάνεις μερικά μέρη των ενθέων εκείνων υμνωδιών(6). Τόση είναι η φροντίδα σου να μην ασχολείσαι παρέργως με τα θεία.


3. Αλλά ας παραλείψουμε τα μυστήρια που παρατηρήθηκαν εκεί, διότι είναι άρρητα για τους πολλούς  και γνωστά σ' εσένα, για να ειπούμε τούτο. όταν εχρειαζόταν να επικοινωνήσει με τους πολλούς και να φέρει όσους ήταν δυνατό στην ιερογνωσία μας(7), πόσο δεν υπερείχε τους πολλούς από τους ιερούς διδασκάλους κατά την εμπειρία από το χρόνο, κατά την καθαρότητα στο νου, κατά την ακρίβεια των αποδείξεων και κατά τα άλλα διδακτικά προσόντα, ώστε να μην επιχειρήσωμε  ποτέ ν' αντικρύσωμε κατά πρόσωπο ένα τόσο μεγάλο ήλιο; Εμείς πάντως έχοντας συναίσθηση του εαυτού μας γνωρίζομε ότι δεν είμαστε ικανοί να εννοήσωμε επαρκώς όσα είναι νοητά από τις θείες αλήθειες ούτε να εκφέρωμε και να εκφράσωμε όσα από τη θεογνωσία είναι ρητά. Επειδή δε είμαστε μακριά, υστερούμε στη γνώση της θεολογικής αλήθειας απέναντι στους θείους άνδρες, ώστε από περισσή ευλάβεια θα εφθάναμε και σε τούτο το σημείο ακόμη, δηλαδή να μη ακούωμε και να μη λέγωμε  τίποτε περί της θείας φιλοσοφίας, αν δεν είχαμε τη γνώμη ότι δεν πρέπει να παραμελούμε τη γνώση των θείων που είναι στη διάθεσή μας.

Και σ' αυτό μάς έπεισαν όχι μόνο οι φυσικές εφέσεις των νόων μας, που πάντοτε ποθούν ερωτικώς την θεμιτή θεωρία των υπερφυών πραγμάτων, αλλά και η ίδια η αρίστη εντολή των θείων θεσμών, που μας αποτρέπει μεν από το να πολυεξετάζωμε τα ευρισκόμενα επάνω από μας, ως ανώτερα από την αξία μας και ως ανέφικτα, μας παραγγέλει όμως να μαθαίνωμε συνεχώς όσα μάς έχει παραχωρήσει και δωρίσει, και να τα μεταδίδωμε αγαθοεργώς και σε άλλους. Αυτές λοιπόν τις παρακινήσεις ακολουθώντας κι εμείς, και μη αποκάμοντας ούτε δειλιάζοντας εμπρός στην προσπάθεια για την κατά το δυνατό εύρεση των θείων, αλλά και μη δεχόμενοι ν' αφήσωμε αβοηθήτως εκείνους που δεν μπορούν να εποπτεύσουν τα θεάματα που είναι ανώτερα από μας, επιδοθήκαμε στην συγγραφή. Δεν τολμούμε βέβαια να εισηγηθούμε τίποτε νέο, αλλά εξηγούμε και αποσαφηνίζουμε με λεπτότερες αναλύσεις αυτά που έχουν λεχθεί συνοπτικώς από τον όντως Ιερόθεο.

1. Όπως λέγεται στο τέλος αυτής της παραγράφου, η προσευχή ανεβάζει εμάς στο Θεό, δεν κατεβάζει το Θεό σ' εμάς. 
2. Σύμφωνα με αυτή τη μαρτυρία το παρόν Περί Θείων Ονομάτων έργο του Διονυσίου, δεν είναι το πρώτο, αλλά προηγήθηκαν από αυτό και άλλα, περισσότερα μάλιστα του ενός. 
3. Για το λόγο τούτο το βιβλίο του Ιεροθέου έχει τον τίτλο Στοιχειώσεις. περιλαμβάνει στοιχειώδη πράγματα που χρειάζεται να αναλυθούν και αναπτυχθούν. 
4. Ο Ιερόθεος φέρεται από τον συγγραφέα μας ν'ανήκει στην τάξη των γερόντων πρεσβυτέρων της αρχαίς Εκκλησίας που κατά τον Ειρηναίο τοποθετείται ανάμεσα στους Αποστόλους και τους επισκόπους. 
5. Ο συγγραφεύς εννοεί το σώμα της Θεοτόκου κατά την κοίμηση. Η υμνολογία της εορτής της κοιμήσεως ειναι επηρεασμένη από τη φρασεολογία του Διονυσίου. 
6. Σ' αυτό το σημείο η λέξις "υμνωδία" έχει μελωδική σημασία και αναφέρεται σε ύμνους προς τη Θεοτόκο. 
7. Δηλαδή στη χριστιανική πίστη.                        
 

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης: Περί θείων ονομάτων (Κεφάλαιο 1)

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης: Περί θείων ονομάτων (Κεφάλαιο 1)


Ο ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΥΜΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟ ΤΙΜΟΘΕΟ
Ποιος ο σκοπός της πραγματείας και ποια η παράδοσις περί των θείων ονομάτων
1. Τώρα λοιπόν, ω μάκαριε, μετά τις Θεολογικές Υποτυπώσεις θα μεταβώ κατά το εφικτό στην ανάπτυξη του θέματος Περί των θείων ονομάτων. Θα είναι δε κι εδώ ωσάν κανών της διαπραγματεύσεως η εντολή των Λογίων(1) ν' αποδείξουμε την αλήθεια των περί Θεού λόγων "όχι με πειστικά επιχειρήματα, αλλά με την επιβεβαίωση της πνευματοκίνητης δυνάμεως των θεολόγων"(2).
Με αυτήν την δύναμη συναπτόμαστε προς τις άρρητες και άγνωστες αλήθειες αρρήτως και αγνώστως, σε μια ένωση που είναι ανώτερη από τη λογική και νοερή μας δύναμη και ενέργεια. 
    Επομένως είναι ανεπίτρεπτη η τόλμη να ειπούμε ή να σκεφθούμε περί της υπερούσιας και κρυφής θεότητας κάτι πέρα από εκείνα που μας έχουν αποκαλύψει θειωδώς τα ιερά Λόγια. Διότι την υπερούσια επιστήμη αυτής της υπερουσιότητος που ξεπερνά λόγο και νου και ουσία πρέπει να την αναθέσωμε στην ίδια την αγνωσία, κυττάζοντας προς τα υψηλά τόσο, όσο παραχωρεί τον εαυτό της η ακτίνα των θεαρχικών Λογίων, αποφεύγοντας να επεκταθούμε προς ανώτερες αυγές από σωφροσύνη  και ευλάβεια απέναντι στα θεία. Αν πράγματι πρέπει να πεισθούμε σε όσα λέγει η πάνσοφη και αληθέστατη θεολογία, τα θεία φανερώνονται και εποπτεύονται από κάθε ανάλογα με την ικανότητά του, καθ' όσον η θεαρχική αγαθότης με σωτηριώδη δικαιοσύνη αποχωρίζει θεοπρεπώς την αμετρία της, ως αχώρητη, από τα μετρούμενα πράγματα(3). Όπως δηλαδή είναι ακατάληπτα και αθεώρητα τα νοητά από τα αισθητά, τα απλά και ατύπωτα από τα εντεταγμένα στην πλάση και στον τύπο, και τα ευρισκόμενα σε άψαυστη και ασχημάτιστη αμορφία από τα διαμορφωμένα σχήματα σωμάτων, κατά τον ίδιο λόγο η υπερούσια αοριστία υπέρκειται των ουσιών και η υπέρ νουν ενότης υπέρκειται των νόων. κατά τον ίδιο επίσης λόγο σε όλες τις διάνοιες είναι ακατανόητο το επάνω από τη διάνοια Ένα, και άρρητο με οποιοδήποτε λόγο το επάνω από λόγο αγαθό. είναι ενοποιός ενάς κάθε ενάδος και υπερούσια ουσία, νους ανόητος και λόγος άρρητος, αλογία και ανοησία και ανωνυμία, που δεν παρουσιάζεται με κανένα από τα όντα. και είναι μεν αυτό το Ένα αίτιο της υπάρξεως σε όλα, αλλά αυτό το ίδιο είναι μη ον, διότι είναι επέκεινα από κάθε ουσία, όπως το ίδιο θα αποφαινόταν περί εαυτού με εγκυρότητα και επίγνωση(4).

2. Γι' αυτήν λοιπόν την υπερούσια και κρυφία θεότητα, όπως έχει λεχθεί, είναι παράτολμο να ειπούμε ή να σκεφθούμε τίποτε διαφορετικό από όσα μας έχουν θειωδώς αποκαλύψει τα ιερά Λόγια. Διότι, όπως η ίδια η θεότης εδίδαξε αγαθοπρεπώς περί εαυτής στα Λόγια(5), η επιστήμη και θεωρία της, ό,τι κι αν είναι, είναι άβατη για όλα τα όντα, διότι ξεπερνά υπερουσίως τις δυνατότητες όλων. Και θα ευρείς πολλούς θεολόγους να την έχουν εξυμνήσει όχι μόνο ως αόρατη και ασύλληπτη, αλλά συγχρόνως και ως ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη(6), ώστε να μην υπάρχει κανένα ίχνος ανθρώπων που έχουν περάσει προς την κρυφή απειρία της. Εν τούτοις το αγαθό δεν είναι εντελώς ακοινώνητο σε όλα τα όντα, αλλά, αφού εδραίωσε μονίμως επάνω του την υπερούσια ακτίνα, φανερώνεται αγαθοπρεπώς με τις ανάλογες προς κάθε ον ελλάμψεις και ανυψώνει προς την εφικτή θεωρία και κοινωνία και ομοίωσή του τους ιερούς νόες, που τον πλησιάζουν ιεροπρεπώς όσο είναι θεμιτό. Ανυψώνει τους νόες που δεν κινούνται αυθαδώς προς πράγματα υπέρτερα από την εναρμονίως παραχωρουμένη θεοφάνεια, που είναι ανέφικτα, ούτε γλυστρούν προς τον κατήφορο από την προς το κακό κλίση, αλλά τείνουν τα βλέμματα σταθερώς και ακλινώς προς την ακτίνα που λάμπει επάνω τους και από τον σύμμετρο έρωτα προς τις θεμιτές σ' αυτούς ελλάμψεις αναπτερώνονται με ευλάβεια  σωφρόνως και οσίως.        

3. Ακολουθώντας αυτό το θεαρχικό ισοζύγιο(7), που κυβερνά επίσης και όλες τις άγιες διακοσμήσεις των υπερουρανίων τάξεων, τιμούμε την επάνω από νου και ουσία κρυφιότητα της θεαρχίας με απεριέργη ευλάβεια του νου και τα άρρητα με σώφρωνα σιγή. από το άλλο μέρος ανυψώνομε τα μάτια προς τις αυγές που μας ελλάμπουν μέσα από τα ιερά Λόγια και φωταγωγούμαστε από αυτές προς τους θεαρχικούς ύμνους, φωτιζόμενοι από αυτές υπερκοσμίως και αποτυπούμενοι προς τις ιερές υμνολογίες, με τρόπο ώστε να βλέπομε τα συμμέτρως δωριζόμενασ' εμάς από αυτές θεαρχικά φώτα και να υμνούμε την αγαθοδότιδα αρχή κάθε ιερής φωτοφανείας, όπως αυτή η ίδια εδίδαξε για τον εαυτό της στα ιερά Λόγια(8). Επί παραδείγματι, πρέπει να την υμνούμε ότι είναι των όλων αιτία και αρχή, ουσία και ζωή, και αυτών μεν που ξεπέφτουν από αυτήν ανάκλησις και ανάστασις, αυτών δε που εγλύστρησαν προς την παραφθορά του θεοειδούς χαρακτήρος ανακαινισμός και αναμόρφωσις. εκείνων που κλονίζονται από ανίερη ταραχή ιερά εδραίωσις κι εκείνων που είναι σταθεροί ασφάλεια, εκείνων που ανυψώνονται προς αυτήν ανυψωτική χειραγώγησις κι εκείνων που φωτίζονται έλλαμψις, των τελειουμένων τελεταρχία και των θεουμένων θεαρχία, των απλουμένων απλότης και των ενιζομένων ενότης. κάθε αρχής υπερουσίας υπεράρχια αρχή και του κρυφίου κατά το θεμιτό μεταδότης, και γενικά ζωή των ζώντων και ουσία των όντων, όλης της ζωής και της ουσίας αρχή και αιτία, εξ αιτίας της αγαθότητός της που παράγει και συνέχει τα όντα, ώστε να υπάρχουν.    

4. Αυτά έχομε μυηθεί από τα θεία Λόγια. Και θα ελέγαμε ότι μπορείς να ευρείς όλη την ιερή υμνολογία(9) των θεολόγων να διαμορφώνει τις θεονυμίες διακυρηκτικώς και υμνητικώς σύμφωνα με τις αγαθουργές προόδους της θεαρχίας(10). Γι' αυτό σε όλη σχεδόν τη θεολογική γραμματεία βλέπομε τη θεαρχία να υμνείται ιερώς. ως μονάς και ενάς για τον απλό και ενιαίο χαρακτήρα της υπερφυούς αμεριστίας, της οποίας η ενοποιός δύναμις ενίζει(11) κι εμάς και, καθώς οι μεριστές ετερότητές μας συμπτύσοονται υπερκοσμίως, μας συνάγει σε θεοειδή μονάδα και θεομίμητη ένωση. ως Τριάς για την τρισυπόστατη έκφανση της υπερούσιας γονιμότητος, από την οποία ονομάζεται κάθε πατριά στον ουρανό και επί της γης(Εφ. 3, 15). ως αιτία των όντων, επειδή όλα έχουν παραχθεί σε ύπαρξη από την ουσιοποιό  αγαθότητά της. ως σοφή και καλή, διότι όλα τα όντα, εφ' όσον διασώζουν αδιάφθορα όλα τα γνωρίσματα της φύσεώς των, είναι γεμάτα από όλη την ένθεη αρμονία, και την ιερή ευπρέπεια. ως εξαιρετικά φιλάνθρωπη, διότι δια της μιας από τις υποστάσεις της εκοινώνησε αληθινά και ολικά με την ανθρώπινή μας φύση, ανακαλώντας την προς εαυτήν και ανεβάζοντάς την ψηλά από την ανθρώπινη μικρότητα, από την οποία συνετέθη ο απλός Ιησούς με τρόπο άρρητο, επήρε χρονική διάσταση ο αΐδιος και εισήλθε μέσα στην φύση μας αυτός που είναι έξω από όλη την κάθε φυσική τάξη υπερουσίως, ενώ διατηρεί αμετάβλητη και ασύγχητη τη σύσταση των στοιχείων του(12).

Και όσα άλλα επίσης θεουργικά φώτα, σύμφωνα με τα Λόγια, μας εδώρισε αποκαλυπτικώς η κρυφία παράδοσις των ενθέων οδηγητών μας, αυτά τα έχομε μυηθεί κι εμείς. τώρα μεν τα έχομε μυηθεί, αναλόγως προς τις ικανότητές μας, δια των ιερών παραπετασμάτων που η θεία φιλανθρωπία μάς προσφέρει με τους λόγους και τις ιερές παραδόσεις, καλύπτοντας τα νοητά με αισθητά και τα υπερούσια με τα όντα, επενδύοντας τα αμόρφωτα και ατύπωτα με μορφές και τύπους, πληθύνοντας και παριστάνοντας την υπερφυή και ασχημάτιστη απλότητα με την ποικιλία των μεριστών συμβόλων. τότε δε όταν γόνομε άφθαρτοι και αθάνατοι και φθάσομε στη χριστοειδή και μακαριοτάτη κληρονομία, "θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο"(Α΄ Θεσ. 4, 17), σύμφωνα με το λόγιο. μέσα στις πάναγνες θεωρίες θα είμαστε γεμάτοι από την ορατή θεοφάνειά του, που μας περιαυγάζει με λαμπερές μαρμαρυγές, όπως τους μαθητάς σε εκείνη τη θειοτάτη μεταμόρφωση(Ματθ. 17, 1-8), και θα μετέχωμε της νοητής φωτοδοσίας του με απαθή και άϋλο νου και της υπεράνω του νου ενώσεως με τις άγνωστες, μακάριες και υπέρλαμπρες ακτινοβολίες, μιμούμενοι θείως τους ουρανίους νόες. διότι, όπως λέγει η αλήθεια των Λογίων, "θα είμαστε ισάγγελοι και υιοί του Θεού, αφού θα είμαστε υιοί της αναπαύσεως"(Λουκ. 20, 36).   

Τώρα όμως, όσο μάς είναι εφικτό, χρησιμοποιούμε για τις θείες αλήθειες  οικεία μας σύμβολα, κι αυτά πάλι μας ανατείνουν προς την απλή κι ενωμένη αλήθεια των νοητών θεαμάτων, ανάλογα με την ικανότητά μας. κι αφού κατά τις δυνάμεις μας νοήσωμε τις θεοειδείς πραγματικότητες, καταπαύοντας τις νοερές μας ενέργειες, εγγίζομε κατά το θεμιτό την υπερούσια ακτίνα, στην οποία προϋφίστανται υπεραρρήτως όλα τα πέρατα όλων των γνώσεων, την οποία δεν είναι δυνατό ούτε να εννοήσομε ούτε να εκφράσωμε ούτε γενικά κάπως να θεωρήσωμε, διότι είναι εξαιρημένη από όλα τα πράγματα και υπεράγνωστη, διότι έχει από πριν συμπεριλάβει μέσα της υπερουσίως όλα μαζί τα όρια όλων των γνώσεων και δυνάμεων που αναφέρονται στις ουσίες και διότι είναι εδραιωμένη επάνω και από τους  υπερουρανίους νόες με ασύλληπτη δύναμη. Πράγματι, αν όλες οι γνώσεις ανήκουν στα όντα και τελειώνουν στα όντα, η ακτίνα που είναι επέκεινα κάθε ουσίας, είναι επίσης εξαιρημένη και από κάθε γνώση.

5. Εξ άλλου, αν η υπερούσια θεότης είναι ανώτερη από κάθε λόγο και γνώση, και είναι εδραιωμένη  υπεράνω νου και ουσίας, αν είναι περιληπτική και συνοπτική, συλληπτική και προληπτική των πάντων, ακατάληπτη  δε κατά τον ίδιο τρόπο από όλα γενικώς, και δεν υπάρχει γι' αυτήν λόγος  ούτε επαφή ούτε επιστήμη, πώς θα διαπραγματευτούμε το θέμα περί των θείων ονομάτων, αφού η υπερούσια θεότης αποδεικνύεται άκλητη και υπερώνυμη;

Αλλά όπως είπαμε όταν συντάσσαμε τις Θεολογικές Υποτυπώσεις, δεν είναι δυνατό ούτε να εκφράσωμε ούτε να εννοήσωμε κατά την ουσία του το ένα, το άγνωστο, το αυτάγαθο, την τριαδική ενάδα, την ομόθεη και ομοάγαθη. αλλά και οι αγγελοπρεπείς ενώσεις(13) των αγίων δυνάμεων, είτε ακτινοβολίες είτε δώρο της υπεράγνωστης και υπερφώτεινης αγαθότητος ονομασθούν, είναι άρρητες και άγνωστες, και ενυπάρχουν μόνο σ' αυτούς τους αγγέλους που έγιναν άξιοί τους επάνω από αγγελική γνώση.

Με αυτές τις ενώσεις ενούμενοι αγγελομιμήτως οι θεοειδείς νόες, όσο είναι εφικτό (επειδή τέτοιου είδους ένωσις των θεουμένων νόων προς το υπέρθεο φως γίνεται κατά την κατάπαυση κάθε νοεράς ενέργειας), αφού αναιρέσουν όλα τα όντα, υμνούν αυτό το φως καταλληλότατα, διότι φωτίζονται αληθώς και υπερφυώς από τη μακάρια προς αυτό ένωση και διδάσκονται τούτο, ότι αυτό μεν είναι αίτιο όλων των όντων, το ίδιο όμως δεν είναι ον, αφού υπερβαίνει όλα τα όντα υπερουσίως.

Την θεαρχική λοιπόν υπερουσιότητα, ό,τι κι αν είναι η υπερύπαρξις της υπεραγαθότητος, δεν είναι θεμιτό να την υμνήσει κανείς από τους εραστάς της αλήθειας  που ευρίσκεται επάνω από κάθε αλήθεια ούτε ως λόγο ή δύναμη, ούτε ως νουν ή ζωή ή ουσία. αλλά πρέπει να την υμνούμε ως υπεροχικώς στερημένη κάθε έξεως, κινήσεως, ζωής, φαντασίας, γνώμης, ονόματος, λόγου, διάνοιας, νοήσεως, ουσίας, στάσεως, εδραιώσεως, ενώσεως, πέρατος, απειρίας, όλων δηλαδή όσα είναι όντα(14). Επειδή δε ως υπόστασις της αγαθότητος με μόνη την ύπαρξή της είναι όλων των όντων αιτία, πρέπει η αγαθαρχική πρόνοια της θεαρχίας να υμνείται για όλα τα αιτιατά. διότι και γύρω της  και εξ αιτίας της είναι τα πάντα, αυτή είναι πριν από όλα και όλα υφίστανται μέσα σ' αυτήν, η παραγωγή και υπόστασις των όλων οφείλεται στο ότι υπάρχει αυτή, και αυτήν ποθούν τα πάντα, τα μεν νοερά και λογικά γνωστικώς, τα δε κατώτερα αυτών αισθητικώς, και τα άλλα με μια ζωτική κίνηση ή με μια επιτηδειότητα εγγενή ή επίκτητη.

6. Γνωρίζοντας λοιπόν τούτο οι θεολόγοι(15), την υμνούν αφ' ενός μεν ως ανώνυμη, αφ' ετέρου δε με κάθε όνομα. Ως ανώνυμη την υμνούν, όπως όταν λέγουν ότι η ίδια η θεαρχία σε μια από τις μυστικές οράσεις της συμβολικής θεοφάνειας επέπληξε τον ερωτήσαντα, "ποιο είναι το όνομά σου;" (16), και σαν να τον απομάκρυνε από κάθε θεωνυμική γνώση, είπε, "γιατί ερωτάς για το όνομά μου; Κι αυτό ακόμη είναι θαυμαστό"(Κριτ. 13,18. Γεν. 32, 29). Ή μήπως αλήθεια δεν είναι τούτο το θαυμαστό όνομα, το επάνω από κάθε όνομα, το ανώνυμο, το "εδραιωμένο επάνω από κάθε όνομα που εκφέρεται είτε στον παρόντα  είτε στον μέλλοντα αιώνα;"(Εφ. 1, 21). Έπειτα ως πολυώνυμη την υμνούν, όπως όταν την εισάγουν πάλι να λέγει, "εγώ είμαι ο Ων", η ζωή, το φως, ο Θεός, η αλήθεια, και όπως όταν οι ίδιοι οι θεόσοφοι υμνούν τοναίτιο των πάντων πολυωνύμως με βάση όλα τα αιτιατά, ως αγαθό, ως καλό, ως σοφό, ως αγαπητό, ως Θεό των θεών, ως Κύριο των κυρίων, ως άγιο των αγίων, ως αιώνιο, ως όντα και ως αίτιο των αιώνων. ως χορηγόν ζωής, ως σοφία, ως νου, ως Λόγο, ως γνώστη, ως υπερέχοντα όλους τους θησαυρούς όλης της γνώσεως, ως δύναμη, ως δυνάστη, ως Βασιλέα των βασιλευόντων, ως παλαιό των ημερών, ως αγέραστο και αναλλοίωτο, ως σωτηρία, ως δικαιοσύνη, ως αγιασμό, ως απολύτρωση, ως υπερέχοντα όλων σε μέγεθος, αλλά και ωσάν σε λεπτή αύρα. Λέγουν επίσης ότι αυτός είναι και μέσα στους νόες, στις ψυχές και στα σώματα, στον ουρανό και στη γη, και μαζί ο ίδιος είναι κατά το ίδιο, εγκόσμιος, περικόσμιος, υπερκόσμιος, υπερουράνιος, υπερούσιος, ήλιος, αστέρας, πυρ, ύδωρ, πνεύμα, δρόσος, νεφέλη, αυτόλιθος και πέτρα, όλα τα όντα και κανένα από τα όντα(17).

7. Έτσι λοιπόν στην αιτία των πάντων, που ευρίσκεται επάνω από τα πάντα, ταιριάζουν μαζί και η ανωνυμία και όλα τα ονόματα των όντων, για να είναι ακριβώς βασιλεία των όλων και γύρω της να είναι τα πάντα, εξαρτημένα από αυτήν ως αιτία, ως αρχή, ως πέρας, και κατά το λόγιο αυτή "να είναι τα πάντα μέσα στα πάντα"(Α΄ Κορ. 15, 28) και να υμνείται αληθινά ως υποστάτης των πάντων, αρχική και τελειωτική και συνεκτική φρουτά και εστία, και ως επιστρεπτική προς τον εαυτό της , και μάλιστα ηνωμένως, ασυγκρατήτως, υπερβατικώς. Διότι δεν είναι μόνο αιτία συνοχής ή ζωής ή τελειώσεως, ώστε μόνο από τη μια ή την άλλη πρόνοια να πάρει το όνομα η υπερώνυμη αγαθότης, αλλ' έχει από πριν περιλάβει όλα τα όντα απλώς και απεριορίστως μέσα της με τις παντέλειες αγαθότητες της μιας αυτής και παναίτιας προνοίας, και υμνείται εναρμονίως και ονομάζεται με βάση όλα τα όντα.

8. Εξ άλλου οι θεολόγοι δεν παραδέχονται μόνο αυτές τις θεωνυμίες, που προέρχονται από τις γενικές ή μερικές πρόνοιες, ή από τα προνοούμενα(18), αλλά μερικές φορές ονομάζουν την υπέρφωτη και υπερώνυμη αγαθότητα με βάση θεία φάσματα, που κατέλαμψαν τους μύστες ή τους προφήτες μέσα στους ιερούς ναούς ή κάπου αλλού(19), κατά πολλές και διάφορες αιτίες και δυνάμεις της. την περιβάλλουν με μορφές και τύπους ανθρωπινούς ή πυροειδείς ή ηλεκτροειδείς, και της αποδίδουν οφθαλμούς και αυτιά, μαλλιά και πρόσωπα, χέρια και πλάτες, πτερά και βραχίονες, οπίσθια και πόδια. της κατασκευάζουν στεφάνια και θώκους, ποτήρια και οινοδοχεία και μερικά άλλα σύμβολα(20), περί των οποίων θα πραγματευθούμε κατά δύναμη στη Συμβολική Θεολογία.

Τώρα όμως, συλλέγοντας από τα Λόγια όσα ανήκουν στο παρόν θέμα, χρησιμοποιώντας σαν κανόνα τα λεγόμενα σ' αυτά και στοχεύοντας προς αυτά, ας προχωρήσωμε στην ανάπτυξη των νοητών θεωνυμιών και, όπως μας διδάσκει πάντοτε σε όλη την θεολογία ο ιεραρχικός νόμος, ας εποπτεύσωμε κατά κυριολεξία τις θεοειδείς θεωρίες με θεοπτική διάνοια κι ας προσφέρωμε αγνά τ' αυτιά μας στις εξηγήσεις των ιερών θεωνυμιών, τοποθετώντας τα άγια στους αγίους χώρους κατά τη θεία παράδοση  και προφυλάσσοντάς τα από τα γέλια και τους εμπαιγμούς των αμυήτων, μάλλονδε απαλλάσσοντας αυτούς τους ίδιους, αν υπάρχουν καθόλου τέτοιοι άνθρωποι, από αυτή τη θεομαχία.

Εσύ λοιπόν, ω καλέ Τιμόθεε, έχεις χρέος να φυλάξεις αυτές τις εντολές σύμφωνα με την ιερωτάτη διδαχή(Α΄ Τιμ. 6, 20). ούτε να εκφράζεις ούτε να παρουσιάζεις τα θεία στους αμυήτους. Σ' εμένα δε, είθε να δώσει ο Θεός να υμνήσω θεοπρεπώς τις αγαθουργικές θεωνυμίες της άκλητης και ακατανόμαστης θεότητος και να μη αφαιρέσει το λόγο της αλήθειας από το στόμα μου.                                      

1. Σε όλες τις πραγματείες η θεία Γραφή ονομάζεται Λόγια. 
2. Α΄ Κορ. 2,4 με κάποια διασκευή.
3. Το μέρος του Θεού που δεν μετρείται και δεν νοείται ξεχωρίζεται από τα νοούμενα και μετρούμενα. 
4. Βλ. π.χ. Έξ. 6,3 "και το όνομά μου ουκ είπον αυτοίς".  
5. Βλ. π.χ. Ματθ. 11,11. "ουδείς οίδε τον Πατέρα ει μη ο Υιός". Βλ. και Ιω. 1,18, Α΄ Κορ. 2,11. 
6. Βλ. π.χ. Ρωμ. 11,33, "ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού".  
7. Εννοείται ανάμεσα στην κρυφιότητα της θεότητος και στη φανέρωσή του. 
8. Οι επόμενοι χαρακτηρισμοί, ότι ο Θεός είναι αιτία και αρχή, ουσία και ζωή των όντων, ανακαινισμός και αναμόρφωσις, και τα παρόμοια, αποτελούν σύνοψη της διδασκαλίας της Καινής Διαθήκης.
9. Σταθερώς ο Διονύσιος την περιγραφή των θείων χαρακτηρίζει ως υμνολογία, υμνείν κλπ.
10. Πρόοδοι είναι οι έξοδοι της θεότητος, οι ενέργεις όπως θα έλεγαν αργότερα οι Ησυχαστές. 
11. "Ενιζόμεθα" σημαίνει ότι παίρνουμε τον χαρακτήρα του Ενός, του Θεού. 
12. Βλ. τον όρο της Συνόδου Χαλκηδόνος. "εις και ο αυτός Χριστός και εν δύο φύσεσιν ασυγχήτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως εις εν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν".
13. Είναι οι αγγελικές ενέργειες που τείνουν προς το ένα.
14. Δεν πρέπει δηλαδή να αποδίδομε θετικές ιδιότητες στη θεαρχία, αλλά αρνητικές. Να μην λέγομε τι έχει η θεαρχία, αλλά τι δεν έχει. Τούτο όμως και αρχήν. διότι, όπως εξηγείται παρακάτω, υπό προϋποθέσεις επιτρέπεται και η καταφατική εξύμνησις. 15. Είναι οι συγγραφείς των βιβλικών κειμένων.
16. Ήταν ο Ιακώβ, Γεν. 32, 29. 
17. Όλα αυτά τα ονόματα είναι παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη και κυρίως από την Καινή Διαθήκη.
18. "Πρόνοιες" είναι οι ευεργετικές θείες ενέργειες. "προνοούμενα" είναι τα όντα που τις δέχονται.
19. Είναι αναφορά στις οράσεις των προφητών Ησαΐα, Ιερεμία, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ κ.α. 
20. Αυτά βρίσκονται στην Γραφή, και κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη.

Προ των εκογών Τοῦ ἀρχιμ. Σαράντη Σαράντου

Προ των εκογών

Τοῦ ἀρχιμ. Σαράντη Σαράντου

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός εἶχε προείπει, ὅτι θά ἔρθει καιρός πού οἱ σώφρονες θά θεωροῦνται ὡς ἄφρονες καί οἱ ἄφρονες ὡς σώφρονες, οἱ μή ἔντιμοι ὡς ἔντιμοι καί οἱ ἔντιμοι ὡς ἀνέντιμοι, οἱ ἐργατικοί καί δοτικοί ὡς ἀνόητοι καί οἱ φυγόπονοι ὡς οἱ πιό προσαρμοσμένοι στό κλῖμα καί στό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς τῆς ρᾳθυμίας.






Στίς ἡμέρες μας φαίνεται νά ἐπιβεβαιώνεται ὁ ἅγιος ἐθνομάρ­τυρας Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
Ἴσως οἱ καταστάσεις, τά γεγονότα καί οἱ θεσπιζόμενοι ὁσημέραι νόμοι νά ξεπερνοῦν τόν Ἅγιο.
Ἐμεῖς, βουλιαγμένοι πάνω στούς καναπέδες ἀπορροφοῦμε μέ βουλημία τήν ἀνεξέλεγκτη τηλεθέαση.  Ναρκωνόμαστε ὅλο καί βαθύτερα  στή νοοτροπία της καί τά κελεύσματά της. 
Δέν ἀντιδροῦμε σέ καμιά προσβολή τῆς ἁγίας Παραδόσεώς μας, ἀλλά θυσιάζουμε τά πάντα στά νεοειδωλολατρικά σόου τῶν ποικίλων τηλεπαρουσιάσεων.
Τό κελλί μας, ἤ ὅπως καινοδιαθηκικά ὀνομάζεται «ταμεῖον», ἤ πολύ πιό ἁπλᾶ, τό ὑπνοδωμάτιό μας, μετατρέπεται σέ χῶρο μολυσμένο ἀπό τίς αἰσχρές εἰκόνες, τά πονηρά σενάρια, τούς κακούς λογισμούς, τά αἰσθήματα πού ἐπιμελημένα καί δαιμονικά στήνει ἡ Νέα Ἐποχή.  Τό κελλίον πλέον δέν ὑψοῖ, σύμφωνα μέ τήν ἁγιοπνευ­ματι­κή ἐμπειρία τῶν πατέρων, ἀλλά γκρεμίζει, κατεδαφίζει, δέν κτίζει.  Ἀλλοτριώνει, δέν μορφώνει.  Ἀποσυνθέτει καί καθόλου δέν         συ­γκροτεῖ τήν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀποσυντονισμός, ἀδιαφορία, ἀποχαύνωση, ἀνία, ἀμηχανία, ἀδράνεια γιά δημιουργία, γιά προγραμματισμό, ἔρευνα καί ὀργάνω­ση ζωῆς, κυριεύει τή νεολαία, ἀφοῦ ἀκούσια ἤ ἑκούσια πέφτουν θύματα τῆς μεθοδευμένης ὑπερπροσφορᾶς τηλοψίας καί πολύωρης συμμετοχῆς στίς ἄφθονες ὑπηρεσίες τοῦ Internet.
Προσκολλημένοι μικροί καί μεγάλοι, ἰδίως αὐτήν τήν περίοδο τῆς «κρίσεως» βομβαρδιζόμαστε ἐπί πλέον ἀπό τίς ἀπειλές τῶν – νεοεποχιτῶν ὡς ἐπί τό πλεῖστον – δημοσιογράφων καί ἀναμένουμε ἐναγώνια νά μορφώσουμε, ἀκόμα καί τώρα, γνώμη γιά τά πρόσωπα πού μποροῦν νά μᾶς ἐκπροσωπήσουν ὡς κυβέρνηση τῆς χώρας.
Ξεχνᾶμε ὅτι οἱ διακόσιοι τῶν δύο κομμάτων ἤδη ἔχουν παραχωρήσει μέ τίς δύο δανειακές συμβάσεις ὁλόκληρη τήν πατρίδα μας; 
Κλείσαμε τά αὐτιά μας γιά νά μήν ἀκούσουν, ὅτι οἱ δύο γνωστοί ἀρχηγοί τῶν δύο γνωστῶν κομμάτων, ἔστειλαν προσωπική ἐπιστο­λή ἕκαστος στούς δανειστές καί τούς βεβαιώνουν, ὅτι θά εἶναι εὐπειθέστατοι στίς ὑποχρεώσεις τους ἀπέναντί τους.
Ἐκτός ὅμως τῶν δύο δανειακῶν συμβάσεων προσποιούμαστε πώς δέν καταλαβαίνουμε τίς ὑποχρεώσεις πού ἐπιβάλλουν τά δύο μνημόνια;
Γιατί δέν ἐννοοῦμε νά πιστέψουμε, ὅτι ἐκτός τῶν γνω­στῶν τάχα ἀγνώστων τοκογλύφων δανειστῶν ἔχουμε ὑποχρέωση ὡς κράτος, ὡς διοίκηση, ὡς κυβέρνηση νά εἴμαστε εὐπειθέστατοι στούς τεχνοκράτες τοῦ Δ.Ν.Τ. καί πρέπει νά ἐφαρμόζουμε τίς σκληρές ἀποφά­σεις τῶν διαφόρων Εὐρωπαϊκῶν ἐπιτροπῶν – πάντοτε γιά τό καλό τῆς χώρας μας - ἔστω καί ἄν συντάξεις καί μισθοί μειωθοῦν στά 150 € μηνιαίως, δηλαδή στά ὅρια τῆς λιμοκτονίας.
Δέν ἔχουμε ἀντιληφθεῖ τήν ἀλαζονική συμπεριφορά τῶν μέχρι τώρα ἡγετῶν «μας», πού ὑβρίζουν, ἀπαξιώνουν καί λοιδωροῦν ἐναλλάξ ὅλες τίς τάξεις ἐπιστημόνων, ἐπαγγελματιῶν καί ἐργαζομένων;
Δέν θυμό­μαστε, ὅτι 3000 συμπολῖτες μας ἔφτασαν στό ἀπονενοημένο διάβημα; Σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη πολεμική σύρραξη ἤ θερμό ἐπεισόδιο, ὅπως ἐπανειλημμένα ἀπό τούς δημοσιογράφους ἀναφέρεται, θά εἴχαμε τόσα θύματα;
Σέ ἄλλες παλαιότερες ἤ μεταγενέστερες ἐποχές εἴχαμε ἑκατομ­μύρια ἀνέργων; 
Εἴχαμε τόση καταπάτηση νόμων καί συνταγματικῶν  δια­τάξεων;
Οἱ λοιποί τῶν ἀξιοτίμων κ.κ. βουλευτῶν, πού δέν ὑπέγραψαν τίς δανειακές συμβάσεις, δέν θά ἔπρεπε νά σπεύσουν ἅπαντες, νά ὑποβάλουν τίς παραιτήσεις τους;
Ἔτσι δέν θά ἐξαναγκαζόταν ὁλόκληρο τό σῶμα τῶν βουλευτῶν νά ἀποφύγουν τήν ὁλοκληρωτική παράδοση τῆς πατρίδος μας στούς «δανειστές» μέ ὅρους, φεῦ, ἀμετακλήτους;
Ὅμως μέσῳ τῆς τηλεοράσεως καί τοῦ διαδικτύου ἔχουν γίνει γνωστοί οἱ ἐλάχιστοι ἀντιμνημονιακοί βουλευτές, πού ἔχουν δώσει σκληρές καί τεκμηριωμένες ἀγορεύσεις στή βουλή καί ἐκτός αὐτῆς, γιά νά γίνει γνωστό τό ἐπαχθές ἔγκλημα κατά τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Ὅταν μάλιστα ἀπό τούς ἐλάχιστους τῶν ἀντιμνημονια­κῶν γνωρίζουμε ἐλαχίστους τῶν ἐλαχίστων, ὅτι κάνουν τό σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ ἐν ἐπιγνώσει, ὅταν δέν ἄγονται καί δέν φέρονται λόγῳ κάποιων ἐξαρτήσεων ἀπό ἀποκρυφιστικές ὀργανώσεις, ὅταν ἐπικα­λοῦνται τή βοήθεια τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί τῶν γοργοεπηκόων Ἁγίων μας, ὅταν μετέχουν τῶν ἀχράντων Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί νά μήν ὑποστηριχθοῦν γιά τό καλό ὅλων μας καί τῆς μοναδικῆς σέ ἀξία πατρίδος μας;
«Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ» λέγει ὁ Κύριός μας στήν Καινή Διαθήκη, «καί φεύξεται ἀφ’ ὑμῶν!»
Αὐτό σημαίνει, ὅτι χρειάζεται ἡ ἐνεργοποίηση τῆς δικῆς μας ἐν διακρίσει Χριστοῦ βουλήσεως, γιά νά ἔρθει βοηθός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. 
Οὐδέποτε ἐπεχείρησε, ὑπενόησε ἤ μεθόδευσε κάποια δέσμευση ἤ παραγκωνισμό τῆς βουλήσεώς μας.  Ζητάει πάντοτε τήν ἐλεύθερη συγκατάθεσή μας γιά μικρά, μεγάλα, ὑλικά ἤ πνευματικά ζητήματα καί κατόπιν, τρανώνοντας τό θεόσδοτο δῶρο τῆς ἐλευθερίας, παρεμβαίνει καί δημιουργεῖ νέες καταστάσεις, ἀνέλπιστα θαύματα.
Σέ καιρούς πολύ δύσκολους σάν τούς δικούς μας ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ἔχει πεῖ ἐκεῖνο τό ἀλησμόνητο:  «Ὁ Θεός ἔβαλε τήν ὑπογραφή του γιά τήν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος καί δέν τήν παίρνει πίσω». 
Μέ αὐτή τήν ἀνδρεία θεανθρώπινη τοποθέτηση παρακινήθηκαν οἱ σκλάβοι πρόγονοί μας, ἀγωνίστηκαν καί, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, τίναξαν τό ζυγό τῆς δουλείας ἀπο πάνω τους.
Τώρα, ἄν ἐμεῖς δέν ἀντιδράσουμε πνευματικά μέ τίς θερμές προσευχές μας καί μέ τή σωστή ψῆφο μας, τί θά ποῦμε αὔριο στά παιδιά μας, στά ἐγγόνια μας, στά δισέγγονά μας, ὅταν θά ἀντιληφθοῦν ὅτι ἀμαχητί τά παραδώσαμε μαζί μέ ὅλες τίς ἐπερχόμενες γενιές στά σκλαβοπάζαρα τῶν «ἀγορῶν» τῆς Νέας Ἐποχῆς; 
Θά ἔχουμε μοῦτρα καθαρά καί μάτια χωρίς ἐνοχές γιά νά τά κυττάξουμε;
Ἄν παρά ταῦτα, ἐξαντλώντας ὅλα τά περιθώρια τῶν πνευμα­τικῶν καί κοινωνικῶν ἐνδοκοσμικῶν ἀντιδράσεων, δέν καταφέρουμε νά ἐκλέξουμε τούς πιό ἄξιους ἐκπροσώπους πού θά ἀρνηθοῦν τό ἐπαχθές χρέος καί τή μνημονιακή ὑποδούλωση, τότε μέ ἄκρα ταπείνωση καί ἐνώπιον τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ καί ἐνώπιον τῶν ἐρχομέ­νων γενεῶν θά ὁμολογοῦμε τήν ἐκ τῆς ὀλιγωρίας ἀποτυχία μας.
Θά προσευχόμαστε ἐκ βαθέων νά γίνει ἵλεως ὁ Κύριος γιά μᾶς πού ἀφήσαμε ἐρείπια στούς μεταγενεστέρους μας.
Μακάρι νά μή μᾶς ἀξιώσει ὁ φιλάνθρωπος Χριστός τούς νεο­έλληνες Ὀρθοδόξους Χριστιανούς νά κληροδοτήσουμε καμμένη γῆ, χαμένη πατρίδα, ἕωλα ὄνειρα, μηδενικές προοπτικές στούς ἐπερχομένους μας.
Προτιμότερο ἄλλως θά εἶναι τό μαρτύριο γιά μᾶς.
Οἱ μαρτυρικοί θησαυροί θά μποροῦν ἴσως νά ἀντισταθμίσουν τήν ἀναξιότητα καί τήν ἀδιακρισία τῆς γενιᾶς μας μέ τήν ὁμολογία ὅτι ἐξαπατηθήκαμε, γιατί δέν ἀφήσαμε τίς ἐλπίδες μας ὅλες στό δημουργό καί προνοητή Κύριο, ἀλλά ἐπορεύθημεν ἐν τοῖς θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν καί τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν.
Τό ἐν Χριστῷ μαρτύριο μπορεῖ νά ἐπανατοποθετήσει νέα βαθιά θεμέλια στό ὀρθόδοξο ἑλληνικό ἔθνος μας, ὥστε σέ γερές θεανθρώπινες βάσεις νά μεγαλουργήσουν ἐν Χριστῷ οἱ ἑπόμενες γενιές. 
Ἴσως κάτω ἀπό τέτοιες χριστομαρτυρικές προϋποθέσεις ὁ Ἅγιος τοῦ αἰώνα μας νά ἔβλεπε, ὅτι τό Ἑλληνικό Ἔθνος εἶναι προορισμένο νά εἶναι ὀφθαλμός καί διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης.
Ἀξίζει πάντως εἰς τάς ἀπαρχάς τῆς ἡμέρας αὐτῆς, τῶν ἐκλογῶν, μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης, νά ξεκρεμάσουμε τό κομποσχοίνι μας ἀπό τά εἰκονίσματά μας ἤ νά τό βγάλουμε ἀπό τόν καρπό τοῦ χεριοῦ μας καί νά τό γυρίσουμε ἑκατό ... ἤ κάποιους περισσότερους κόμπους καί ἱκετευτικά νά ἐπικαλεσθοῦμε τή βοήθειά Του: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ἐννοώντας ὅλους τούς ἀδελφούς συν-Ἕλληνες.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ: ΘΕΟΕΓΓΑΤΑΛΕΙΨΗ.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ: ΘΕΟΕΓΓΑΤΑΛΕΙΨΗ.

Αρχιμανδρίτου Σοφρωνίου (Σαχάρωφ)
Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
(σελ 259, αποσπάσματα)
Η οδός του χριστιανού σε γενικές γραμμές είναι τέτοιας λογής.
Στην αρχή ο άνθρωπος προσελκύεται από το Θεό με τη δωρεά της χάρης, κι όταν έχει πια προσελκυσθεί, τότε αρχίζει μακρά περίοδος δοκιμασίας. Δοκιμάζεται η ελευθερία του ανθρώπου και η εμπιστοσύνη του στο Θεό, και δοκιμάζεται «σκληρά». 



(σελ 259, αποσπάσματα)
Η οδός του χριστιανού σε γενικές γραμμές είναι τέτοιας λογής.
Στην αρχή ο άνθρωπος προσελκύεται από το Θεό με τη δωρεά της χάρης, κι όταν έχει πια προσελκυσθεί, τότε αρχίζει μακρά περίοδος δοκιμασίας. Δοκιμάζεται η ελευθερία του ανθρώπου και η εμπιστοσύνη του στο Θεό, και δοκιμάζεται «σκληρά».
Στην αρχή οι αιτήσεις προς το Θεό, μικρές και μεγάλες, ακόμη και οι παρακλήσεις πού μόλις εκφράζονται, εκπληρώνονται συνήθως με γρήγορο και θαυμαστό τρόπο από το Θεό.
Όταν όμως έλθει η περίοδος της δοκιμασίας, τότε όλα αλλάζουν και σαν να κλείνεται ο ουρανός και να γίνεται κουφός σ’ όλες τις δεήσεις.
Για το θερμό χριστιανό όλα στη ζωή του γίνονται δύσκολα. Η συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι του χειροτερεύει, παύουν να τον εκτιμούν αυτό πού ανέχονται σ’ άλλους, σ’ αυτόν δεν το συγχωρούν, η εργασία του πληρώνεται, σχεδόν πάντοτε, κάτω από το νόμιμο, το σώμα του εύκολα προσβάλλεται από ασθένειες. Η φύση, οι άνθρωποι, όλα στρέφονται εναντίον του.
Παρότι τα φυσικά του χαρίσματα δεν είναι κατώτερα από τα χαρίσματα των άλλων, δεν βρίσκει ευνοϊκές συνθήκες να τα χρησιμοποίηση. Επί πλέον υπομένει πολλές επιθέσεις από τις δαιμονικές δυνάμεις και το αποκορύφωμα είναι η ανυπόφορη θλίψη από τη θεία εγκατάλειψη.
Τότε κορυφώνεται το πάθος του, γιατί πλήττεται ο όλος άνθρωπος σ’ όλα τα επίπεδα της υπάρξεως του.
Ο Θεός εγκαταλείπει τον άνθρωπο;… Είναι δυνατό αυτό;…
Κι εν τούτοις στη θέση του βιώματος της εγγύτητας του Θεού έρχεται στην ψυχή το αίσθημα πώς Εκείνος είναι απείρως, απροσίτως μακριά, πέρα από τους αστρικούς κόσμους κι όλες οι επικλήσεις προς Αυτόν χάνονται αβοήθητες στο αχανές του κοσμικού διαστήματος. H ψυχή εντείνει εσωτερικά την κραυγή της προς Αυτόν, αλλά δεν βλέπει ακόμα ούτε βοήθεια ΟΥΤΕ προσοχή. Όλα τότε γίνονται φορτικά.
Όλα κατορθώνονται με δυσανάλογα μεγάλο κόπο. H ζωή γεμίζει από μόχθους κι αναδεύει μέσα στον άνθρωπο το αίσθημα πώς βαραίνει πάνω του η κατάρα και η οργή του Θεού.
Όταν όμως περάσουν αυτές οι δοκιμασίες, τότε θα δει πώς η θαυμαστή πρόνοια του Θεού τον φύλαγε προσεκτικά σ’ όλες τις πτυχές της ζωής του.
Χιλιόχρονη πείρα, πού παραδίνεται από γενιά σε γενιά, λέει πώς, όταν ο Θεός δει την πίστη της ψυχής του αγωνιστή γι’ Αυτόν, όπως είδε την πίστη του Ιώβ, τότε τον οδηγεί σε αβύσσους και ύψη πού είναι απρόσιτα σ’ άλλους.
Όσο πληρέστερη και ισχυρότερη είναι η πίστη και η εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο θεό, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το μέτρο της δοκιμασίας και η πληρότητα της πείρας, πού μπορεί να φτάσει σε μεγάλο βαθμό.
Τότε γίνεται ολοφάνερο πώς έφτασε στα όρια, πού δεν μπορεί να ξεπεράσει ο άνθρωπος.
Αναδημοσίευση από:
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιο

Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου

Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου

Η ευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου
Ανάμεσα σ’ όλες τις προσευχές και τους ύμνους τις Μεγάλης Τεσσαρακοστής μπορεί να ονομαστεί η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η Παράδοση την αποδίδει σε έναν από τους μεγάλους δασκάλους της πνευματικής ζωής, τον Άγιο Εφραίμ το Σύρο. Να το κείμενο της προσευχής:

«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου,
πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας,
καί ἀργολογίας μή μοι δῷς.
Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης,
ὑπομονής καί ἀγάπης
χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.
Ναί, Κύριε Βασιλεῦ,
δώρησαί μοι τοῦ ὁράν τά ἐμά πταίσματα,
καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου,
ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αμήν».
Τούτη η προσευχή λέγεται δύο φορές στο τέλος κάθε ακολουθίας της Μεγάλης Σαρακοστής από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή. Την πρώτη φορά λέγοντας την προσευχή κάνουμε μία μετάνοια σε κάθε αίτηση. Έπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «Ο Θεός, ἱλάσθητί μοι τῶ ἁμαρτωλῷ, καί ἐλέησόν με» . Ολόκληρη η προσευχή επαναλαμβάνεται με μια τελική μετάνοια στο τέλος της προσευχής.1
Γιατί αυτή η σύντομη και απλή προσευχή κατέχει μια τόσο σημαντική θέση στην όλη λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής; Διότι απαριθμεί, μ’ ένα μοναδικό τρόπο, όλα τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία της μετάνοιας και αποτελεί, θα λέγαμε, ένα «κανόνα ελέγχου» του προσωπικού μας αγώνα στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτός ο αγώνας σκοπεύει πρώτα απ’ όλα στην απελευθέρωσή μας από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους ακόμα και για να κάνουμε αρχή στροφής στο Θεό.
Η αργία
Η βασική ασθένεια είναι η αργία. Είναι η παράξενη εκείνη τεμπελιά και η παθητικότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας που πάντα μας σπρώχνει προς τα «κάτω» μάλλον παρά προς τα «πάνω» και που διαρκώς μας πείθει ότι δεν είναι δυνατό ν’ αλλάξουμε και επομένως δε χρειάζεται να επιθυμούμε την αλλαγή. Είναι ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός που σε κάθε πνευματική πρόκληση απαντάει με το «γιατί;» και καταντάει την ζωή μας μια απέναντι πνευματική φθορά. Αυτή είναι η ρίζα όλης της αμαρτίας γιατί δηλητηριάζει κάθε πνευματική ενεργητικότητα στην πιο βαθιά της πηγή.
Η λιποψυχία2
Το αποτέλεσμα της «αργίας», είναι η «λιποψυχία»2. Είναι μια κατάσταση δειλίας που όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη θεώρησαν το μεγαλύτερο κίνδυνο της ψυχής. Η λιποψυχία, η αποθάρρυνση, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να βλέπει καθετί καλό ή θετικό! Είναι η αναγωγή των πάντων στον αρνητισμό και στην απαισιοδοξία. Είναι στ’ αλήθεια μια δαιμονική δύναμη μέσα μας γιατί ο Σατανάς είναι βασικά ένας ψεύτης. Ψιθυρίζει ψευτιές στον άνθρωπο για το Θεό και για τον κόσμο· γεμίζει τη ζωή με σκοτάδι και αρνητισμό. Η λιποψυχία είναι η αυτοκτονία της ψυχής γιατί όταν ο άνθρωπος κατέχεται απ’ αυτή είναι εντελώς ανίκανος να δει το φως και να το επιθυμήσει.
Η φιλαρχία
Πνεύμα φιλαρχίας! Φαίνεται παράξενο πως η αργία και η λιποψυχία είναι ακριβώς εκείνα που γεμίζουν τη ζωή μας με τον πόθο της φιλαρχίας. Μολύνοντας όλη μας την τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, κάνοντας την άδεια και χωρίς νόημα, μας σπρώχνουν ν’ αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα άλλα πρόσωπα.
Αν η ζωή μου δεν είναι προσανατολισμένη προς τον Θεό, αν δεν σκοπεύει σε αιώνιες αξίες, αναπόφευκτα θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι γίνονται τα μέσα για τη δική μου αυτοϊκανοποίηση. Αν ο Θεός δεν είναι ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής μου», τότε το εγώ μου γίνεται ο κύριος και δεσπότης μου, γίνεται το απόλυτο κέντρο του κόσμου μου και αρχίζω αν εκτιμώ καθετί με βάση τις δικές μου ανάγκες, τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου επιθυμίες και τις δικές μου κρίσεις.
Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται η βασική μου αμαρτία στις σχέσεις με τις άλλες υπάρξεις, γίνεται μια αναζήτηση υποταγής τους σε μένα. Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να εκφράζεται η φιλαρχία μου σαν έντονη ανάγκη να διατάζω και να κηδεμονεύω τους «άλλους». Μπορεί επίσης να εκφράζεται και σαν αδιαφορία, περιφρόνηση, έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας και σεβασμού. Και είναι ακριβώς η «αργία», μαζί με τη «λιποψυχία» που απευθύνονται αυτή τη φορά προς τους άλλους· έτσι συμπληρώνεται η πνευματική αυτοκτονία με την πνευματική δολοφονία.
Η αργολογία
Τέλος είναι η αργολογία. Απ’ όλα γενικά τα δημιουργήματα μόνον ο άνθρωπος προικίστηκε με το χάρισμα του λόγου. Όλοι οι Πατέρες βλέπουν σ’ αυτό το χάρισμα την ακριβή «σφραγίδα» της θείας εικόνας στον άνθρωπο γιατί ο ίδιος ο Θεός αποκαλύφθηκε σαν Λόγος (Ιωαν. 1:1).
Αλλά όντας ο λόγος το ύψιστο δώρο, έτσι είναι και ο ισχυρότερος κίνδυνος. Όπως είναι η κυρίαρχη έκφραση του ανθρώπου, το μέσο για την προσωπική του πλήρωση, για τον ίδιο λόγο, είναι και το μέσο για την πτώση του, για την αυτοκαταστροφή του, για την προδοσία και την αμαρτία. Ο λόγος σώζει και ο λόγος σκοτώνει· ο λόγος εμπνέει και ο λόγος δηλητηριάζει. Ο λόγος είναι το μέσο της Αλήθειας αλλά είναι και μέσο για το δαιμονικό ψέμα.
Έχοντας μια βασικά θετική δύναμη ο λόγος, έχει ταυτόχρονα και μια τρομακτικά αρνητική. Ο λόγος δηλαδή δημιουργεί θετικά ή αρνητικά. Όταν αποσπάται από τη θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του γίνεται αργολογία. «Ενισχύει» την αργία, τη λιποψυχία και τη φιλαρχία και μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση. Γίνεται η κυρίαρχη δύναμη της αμαρτίας.
Αυτά τα τέσσερα σημεία είναι οι αρνητικοί «στόχοι» της μετάνοιας. Είναι τα εμπόδια που πρέπει να μετακινηθούν. Αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα μετακινήσει. Ακριβώς γι’ αυτό και το πρώτο μέρος της προσευχής αυτής είναι μια κραυγή από τα βάθη της καρδιάς του αβοήθητου ανθρώπου.
Στη συνέχεια η προσευχή κινείται στους θετικούς σκοπούς της μετάνοιας.
Η Σωφροσύνη
Σωφροσύνη! Αν δεν περιορίσουμε –πράγμα που συχνά και πολύ λαθεμένα γίνεται- την έννοια της λέξης «σωφροσύνη» μόνο στη σαρκική σημασία της, θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν το θετικό αντίστοιχο της λέξης «αργία». «Αργία», πρώτα απ’ όλα, είναι η αδράνεια, τα σπάσιμο της διορατικότητας και της ενεργητικότητάς μας, η ανικανότητα να βλέπουμε καθολικά, σφαιρικά. Επομένως αυτή η ολότητα είναι το εντελώς αντίθετο από την αδράνεια.
Αν συνηθίζουμε με τη λέξη σωφροσύνη να εννοούμε την αρετή την αντίθετη από τη σαρκική διαφθορά είναι γιατί ο διχασμένος χαρακτήρας μας, πουθενά αλλού δεν φαίνεται καλύτερα παρά στη σαρκική επιθυμία, που είναι η αλλοτρίωση του σώματος από τη ζωή και τον έλεγχο του πνεύματος. Ο Χριστός επαναφέρει την «ολότητα» (τη σωφροσύνη) μέσα μας και το κάνει αυτό αποκαθιστώντας την αληθινή κλίμακα των αξιών, με το να μας οδηγεί πίσω στο Θεό.
Η Ταπεινοφροσύνη
Ο πρώτος και υπέροχος καρπός της σωφροσύνης είναι η ταπεινοφροσύνη. Πάνω απ’ όλα είναι η νίκη της αλήθειας μέσα μας, η απομάκρυνση του ψεύδους μέσα στο οποίο ζούμε. Μόνο η ταπεινοφροσύνη είναι άξια της αλήθειας· μόνο μ’ αυτή δηλαδή μπορεί κανείς να δει και δεχτεί τα πράγματα όπως είναι και έτσι να δει το Θεό, το μεγαλείο Του, την καλωσύνη Του και την αγάπη Του στο καθετί. Να γιατί, όπως ξέρουμε, ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».
Η Υπομονή
Μετά τη σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, κατά φυσικό τρόπο, ακολουθεί η υπομονή. Ο «φυσικός» ή «πεπτωκώς» άνθρωπος είναι ανυπόμονος, γιατί είναι τυφλός για τον εαυτό του, και βιαστικός στο να κρίνει και να καταδικάσει τους άλλους. Με διασπαρμένη, ατελή και διαστρεβλωμένη γνώση των πραγμάτων που έχει, μετράει τα πάντα με βάση τις δικές του προτιμήσεις και τις δικές του ιδέες. Αδιαφορεί για τον καθένα γύρω του εκτός από τον εαυτό του, θέλει η ζωή του να είναι πετυχημένη τώρα, αυτή τη στιγμή.
Η υπομονή, βέβαια, είναι μια αληθινά θεϊκή αρετή. Ο Θεός είναι υπομονετικός όχι γιατί είναι «συγκαταβατικός» αλλά γιατί βλέπει το βάθος όλων των πραγμάτων, γιατί η εσωτερική πραγματικότητά τους, την οποία εμείς με την τυφλότητά μας δεν μπορούμε να δούμε, είναι ανοιχτή σ’ Αυτόν. Όσο πιο κοντά ερχόμαστε στο Θεό τόσο περισσότερο υπομονετικοί γινόμαστε και τόσο πιο πολύ αντανακλούμε αυτή την απέραστη εκτίμηση για όλα τα όντα, πράγμα που είναι η κύρια ιδιότητα του Θεού.
Η Αγάπη
Τέλος, το αποκορύφωμα και ο καρπός όλων των αρετών, κάθε καλλιέργειας και κάθε προσπάθειας, είναι η αγάπη. Αυτή η αγάπη που, όπως έχουμε πει, μπορεί να δοθεί μόνο από το Θεό, είναι το δώρο που αποτελεί σκοπό που αποτελεί σκοπό για κάθε πνευματική προετοιμασία και άσκηση.
Η υπερηφάνεια
Όλα αυτά συγκεφαλαιώνονται στην τελική αίτηση της προσευχής του Αγίου Εφραίμ με την οποία ζητάμε: «…δώρησαί μοι τοῦ ὁράν τά ἐμά πταίσματα, καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου…». Εδώ τελικά δεν υπάρχει παρά μόνο ένας κίνδυνος: η υπερηφάνεια. Η υπερηφάνεια είναι η πηγή του κακού και όλο το κακό είναι η υπερηφάνεια. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι αρκετό για μένα να βλέπω τα «ἐμά πταίσματα» γιατί ακόμα και αυτή η φαινομενική αρετή μπορεί να μετατραπεί σε υπερηφάνεια.
Τα πατερικά κείμενα είναι γεμάτα από προειδοποιήσεις για την ύπουλη μορφή ψευτοευσέβειας η οποία στην πραγματικότητα με το κάλυμμα της ταπεινοφροσύνης και της αυτομεμψίας μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματικά δαιμονική υπερηφάνεια. Αλλά όταν βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα και δεν κατακρίνουμε τους αδελφούς μας, όταν με άλλα λόγια, η σωφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη, η υπομονή και η αγάπη γίνονται ένα σε μας, τότε και μόνο τότε ο αιώνιος εχθρός –η υπερηφάνεια- θ’ αφανιστεί μέσα μας.

“Λέγε διαρκῶς τὴν εὐχή”. Γέροντας Πορφύριος

“Λέγε διαρκῶς τὴν εὐχή”. Γέροντας Πορφύριος







Συστηματικὴ ἐνασχόληση μὲ τὴ νοερὰ προσευχὴ προϋποθέτει, κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου, πρῶτον, ἔμπειρο Γέροντα ποὺ θὰ παρακολουθεῖ τὸν ἀσκούμενο, καὶ δεύτερον, ψυχὴ καθαρὴ ἀπὸ ἐγωισμό, μνησικακία, ἀντιπάθειες, θέλημα, κενοδοξία καὶ τὰ παρόμοια.


Πολὺ τόνιζε τὴν ἀνάγκη γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν παραδεδομένων ἀκολουθιῶν, γιὰ τὸ διάβασμα τῶν ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὥστε ἡ συμβουλή του “Λέγε διαρκῶς τὴν εὐχὴ” ἰσχύει μὲν καὶ γιὰ ὅλους μας, ἀλλὰ μὲ διάκριση, χωρὶς κατάργηση τῶν ἀκολουθιῶν καὶ χωρὶς τὴν ἰδέα ὅτι ἐπειδὴ θὰ ποῦμε κάποιες φορὲς τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”, φθάσαμε δῆθεν σὲ μέτρα.

Μάλιστα μερικούς, ποὺ ἔβλεπε ὁ Γέροντας ὅτι ἀπὸ ἐγωισμὸ ἤθελαν νὰ “μάθουν” νὰ λένε τὴν εὐχή, γιὰ νὰ καυχῶνται φανερὰ ἢ μυστικὰ ὅτι κάνουν ἀνώτερη προσευχή, τοὺς συμβούλευε νὰ μὴν ἀσχοληθοῦν μὲ τὴ νοερὰ προσευχή.

Καὶ εἶχε διηγηθεῖ παραδείγματα ἀνθρώπων ποὺ “ἔπαθαν”, ἐπειδὴ καταπιάστηκαν μὲ τὴν εὐχὴ μὲ “πρόγραμμα”, μὲ  “σκοπό”, μὲ “μέθοδο”, ἀντὶ νὰ παρακαλοῦν ταπεινὰ νὰ τοὺς ἐλεήσει ὁ Θεός.

Ἡ προσευχὴ δὲ μετριέται. Ξεπηδάει! Δὲν παρατηρεῖται ἀπὸ τὸν προσευχόμενο, ξεχύνεται ὅπως τὰ δάκρυα στὴ συγκίνηση, χωρὶς ἐσκεμμένη προσπάθεια. Καὶ ὅμως χρειάζεται καὶ για τὴν προσευχὴ κάποια ἐργασία, ἀλλὰ αὐτὴ δὲν εἶναι βίαιη καὶ καταναγκαστική.
Πρέπει νὰ δημιουργήσουμε τὴν ἀτμόσφαιρα. Νὰ διαβάσουμε κάτι πνευματικό, νὰ θυμιάσουμε, νὰ ψάλλομε, νὰ ἀνάψουμε τὸ καντηλάκι μας, νὰ συγκεντρωθοῦμε, νὰ εὐχαριστήσουμε, νὰ δοξολογήσουμε, νὰ παρακαλέσουμε καὶ ὅλα αὐτὰ ἁπλὰ καὶ ἀβίαστα, ἐν ἁπλότητι καρδίας.

Γέροντος Πορφυρίου Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν, σελ. 378-379.

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Ο Γέροντας διδάσκει στο μαθητή του την προσευχή

Ο Γέροντας διδάσκει στο μαθητή του την προσευχή

Πηγαίνοντας σήμερα στην καλύβα του γέροντα, ήθελα να μου μιλήσει πολύ για την προσευχή, που είναι το κέντρο της πνευματικής ζωής του χριστιανού. Φθάνοντας κοντά του του λέω?
–Την ευχή σας, γέροντα.
–Του Κυρίου Ιησού Χριστού.
I.
–Έλα, σήμερα ας περπατήσουμε μέσα στο δάσος. Άκου τα πουλιά, τι ωραία που τραγουδούν. Η επαφή με τη φύση δίνει άλλο νόημα στη ζωή του ανθρώπου? αγγίζεις τα δημιουργήματα του Θεού. Αισθάνεσαι μια απέραντη γαλήνη στην ψυχή σου και θεωρείς ότι ο Θεός περπατά κοντά σου, όπως στην Παλαιά Διαθήκη, που ο Θεός περπατούσε με τον Αδάμ στον παράδεισο. Τα πάντα γύρω σου, σου δίνουν μια αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Αφήνεσαι μέσα στην ηρεμία του τόπου και αναζητάς το Θεό μέσα σου και γύρω σου. Δεν μπορείς να μην αντισταθείς να κάνεις ολόθερμες προσευχές.
Τι υπέροχα είναι εδώ! Έλα να καθίσουμε στον κορμό αυτού του δένδρου. Βλέπεις έχω φτιάξει για κάθισμα ένα μικρό κορμό από δένδρο που το χρησιμοποιώ πολλές φορές για να προσεύχομαι στο Θεό. Αυτό το δένδρο είναι πανύψηλο, που θεωρείς ότι ενώνει τη γη με τον ουρανό. Αυτό το μέρος το έχω ονομάσει Γεσθημανή, για να μου θυμίζει τον τόπο που προσευχήθηκε ο Ιησούς Χριστός τόσο δυνατά προ του εκουσίου πάθους. Ζητούσε τη θεία πατρική ενίσχυση για να τελειώσει το έργο Του στη γη. Ο Ιησούς Χριστός πάντοτε προσευχόταν και παρακαλούσε τον Ουράνιο Πατέρα Του για τη σωτηρία του ανθρώπου. Έλα, κάθισε, και άφησε κάθε μέριμνα του κόσμου και ό,τι σε απασχολεί. Ο τόπος είναι κατάλληλος για προσευχή και σιωπή.
Όπου και να βρίσκεσαι στον κόσμο, να προσεύχεσαι και να παρακαλείς τον Κύριό μας να σε ενδυναμώνει στη ζωή σου με το Πανάγιον Πνεύμα. Ας προσευχηθούμε λίγο στον Κύριό μας και να τον δοξολογήσουμε για τα αγαθά που μας προσφέρει στη ζωή μας.
Αφού πέρασε αρκετή ώρα χωρίς να το καταλάβω, αισθανόμουν μια απέραντη γαλήνη στην ψυχή και στο σώμα μου. Τα πάντα μέσα μου, μου έλεγαν, ότι εδώ είναι τόπος Θεού και άγιος χώρος. Αισθανόμουν ότι βρισκόμουν μέσα σε εκκλησία. Τα πάντα ήταν γεμάτα από τη θεία χάρη. Είχε απλωθεί μέσα μου και γύρω μου μια απόκοσμη ειρήνη, πολύ διαφορετική από την ειρήνη του δάσους. Η σιωπή μας είχε σκεπασθεί από την παρουσία του Θεού. Πόσα αγαθά πνευματικά γευόταν ο γέροντας μέσα στη δική του σιωπή, αφήνοντας πίσω του όλα τα του κόσμου. Πράγματι ζούσε μέσα στο Φως του Θεού και εγώ δεχόμουν μερικές ανταύγειες από την προσευχή του… Δε θυμάμαι ακριβώς πόσος χρόνος πέρασε και δεν τολμούσα να τον διασπάσω από τη σιωπή του. Είχε κλείσει τα μάτια του και είχε μια απέραντη γαλήνη στο πρόσωπό του. Ακτινοβολούσε μια γαλήνη και ηρεμία, που σε σαγήνευε αυτή η στάση του. Προσπάθησα να μιμηθώ τη στάση του. Έκλεισα τα μάτια μου και έλεγα εσωτερικά την ευχή? «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλό»…
Μετά από αρκετό χρόνο με σκούντησε ο γέροντας και άνοιξα τα μάτια μου. Είδα μια λάμψη στο πρόσωπό του και όλη η ύπαρξή μου ζούσε μια μοναδική εμπειρία που δεν την είχα ξαναζήσει ποτέ στη ζωή μου. Τότε μου λέγει με την απαλή φωνούλα του?
–Βλέπω ότι σου άρεσε που ήρθαμε εδώ.
II.
–Γέροντα, πρόσεξα με πόση ευκολία συγκεντρωθήκατε στην προσευχή και αφεθήκατε σ’ αυτή.
–Ναι. Διότι προσέχω ο νους μου να είναι απαλλαγμένος από κάθε τι και όταν αυτός γίνει θεοσεβής, ζητεί κάθε στιγμή να σκέφτεται το Θεό και δεν μπορείς να ζεις χωρίς το Θεό. Δε νιώθω ωραία όταν δεν προσεύχομαι στο Θεό. Ζω σαν το ψάρι έξω από το νερό όταν δεν προσεύχομαι. Γι’ αυτό τρέχω γρήγορα να μπω μέσα στο νερό της προσευχής για ν’ αναπνέω από το Θεό και όχι από τη φύση. Νοσταλγώ το Θεό κάθε στιγμή και παρακαλώ να μη με αφήσει ποτέ μόνο μου. Είναι πολύ όμορφα να προσευχόμαστε στο Θεό μ’ όλη την καρδιά μας και να γινόμαστε μια προσευχή που να αναδίδει θυμίαμα ευχαριστίας και παρακλήσεως.
III.
–Γέροντα, για πέστε μου. Για σας, τι είναι η προσευχή;
–Ο άνθρωπος χωρίς προσευχή είναι νεκρός. Η προσευχή είναι που δίνει δύναμη να είμαστε κοντά στο Θεό. Η προσευχή είναι μια ταπεινή πράξη μπροστά στο Θεό, που προσπίπτουμε στο έδαφος για να δεχθούμε το θείο έλεός Του. Αν δεν θέσουμε αυτήν ως τον κεντρικό παράγοντα της ζωής μας, θα μας παρασύρει εύκολα η αλαζονεία της γνώσεως και θα φτωχύνουμε από τη θεία χάρη.
Για μένα είναι το κέντρο της όλης πνευματικότητάς μου και μου προξενεί δέος όταν ετοιμάζομαι να προσευχηθώ στο Θεό. Προσεύχομαι για να πάρω δύναμη από τη δύναμή Του. Πρέπει να είμαστε πολύ εγκάρδιοι προς το Θεό την ώρα της προσευχής και να θεωρείται το καλύτερο έργο στη ζωή μας. Δεν υπάρχει θαυμασιώτερον γεγονός για μένα, όταν ευρίσκομαι ενώπιον του Θεού, μόνος με κλειστά τα μάτια και δέομαι μ’ όλη την καρδιά μου προς τον ελεήμονα Θεό. Ο χρόνος αυτός για μένα είναι μια συνομιλία με το Θεό και η θεία παρουσία Του είναι μια αληθινή πράξη που την αισθάνομαι με όλη την ύπαρξή μου.
Προσευχή ζέουσα που φλογίζει την καρδιά μας από το θείο πόθο και γεμίζει την ψυχή μας με την υπέροχη ειρήνη Του και παραδινόμαστε σε κόσμο που δεν έχει τέλος. Ο προσευχόμενος άνθρωπος είναι παραδομένος στο Θεό και δεν σκέπτεται τίποτα άλλο παρά μόνο το Θεό. Γι’ αυτόν το παν είναι ο ίδιος ο Θεός. Η καρδιά του έχει αποκολληθεί από τη λογική και έχει δεθεί με το Φως του Θεού. Ουδέποτε θα ανοίξει ο ουρανός του Θεού για να μας δεχθεί, εάν δε μάθουμε να προσευχόμαστε περισσότερο.
Η χλιαρότητα του χριστιανού φαίνεται από το λιγοστό χρόνο της προσευχής του. Είμαστε αξιολύπητοι χωρίς προσευχή, έστω και αν είμαστε οι ικανότεροι ρήτορες του κόσμου. Διότι μέσα στη σιωπή της προσευχής αποδίδουμε περισσότερα παρά μέσα από ένα ικανό κήρυγμα. Διότι εάν το κήρυγμα είναι νεκρό, χωρίς προσευχή, δε φθάνει στις καρδιές των ανθρώπων. Αλλά εάν έχει προηγηθεί ικανός χρόνος προσευχής πριν το κήρυγμα, θα δυναμώσει και τον ίδιον και θα αποδώσει καρπούς πνευματικούς στους άλλους.
Βλέπεις πολλοί θέλουν να ομιλούν περί Θεού, ενώ οι ίδιοι δεν έχουν κατορθώσει να μιλήσουν με το Θεό. Μιλούν για το Θεό χωρίς να έχουν ζήσει την αγάπη του Θεού μέσα τους. Κηρύττουν για πνευματικότητα χωρίς να είναι φορείς του Αγίου Πνεύματος. Είναι νεκροί πνευματικά και αυτά που λέγουν είναι νεκρά και δεν φθάνουν στις καρδιές των ανθρώπων. Ποτέ να μην απομακρύνεσαι από την προσευχή, αλλά πάντοτε η προσευχή σου να είναι μέσα στην καρδιά σου ώστε να αναδίδει την ειρήνη του Θεού στους άλλους.
IV.
–Γέροντα, γιατί η προσευχή έχει τόσο μεγάλη σημασία στη ζωή του χριστιανού;
–Παιδί μου, την προσευχή μην τη θεωρείς μια συνήθεια, αλλά μια δύναμη που θερμαίνει τη σχέση σου με το Θεό, για να κατορθώνει να κατέρχεται το Άγιο Πνεύμα μέσα σου και να ζωντανεύει την πίστη σου σ’ Αυτόν. Όσο περισσότερο προσευχόμεθα, τόσο περισσότερο διώχνουμε την υπερηφάνειά μας, τους σαρκικούς πειρασμούς και την ανθρώπινη ματαιοδοξία. Γίνου άνθρωπος της προσευχής. Διότι μόνο αυτή είναι η πηγή φωτισμού σου, που γίνεσαι πόλος έλξεως για να δεχθείς τη γνώση του Θεού.
Μην ξεχνάς ο απόστολος Παύλος προσηύχετο νύκτα και ημέρα, ο δε προφήτης Δανιήλ παρά το φόρτο της εργασίας του τρείς φορές την ημέρα προσηύχετο. Ο προφήτης Δαβίδ πολλές φορές και ιδιαίτερα τη νύκτα. Ο δε Ιησούς Χριστός επί της γης κάθε στιγμή προσευχόταν προς τον Ουράνιο Πατέρα Του. Όλοι οι Άγιοι είχαν αφιερώσει τον περισσότερο χρόνο της ζωής τους στην προσευχή, διότι έβλεπαν ότι αυτή ήταν το ισχυρότερο όπλο για την πνευματική ζωή τους. Μέσα στην προσευχή συγκεντρώνονται όλες οι αισθήσεις μας προς το Θεό και αγιάζονται με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος.
Αγωνίσου με κάθε τρόπο να αυξήσεις το χρόνο της προσευχή σου. Και μη θεωρήσεις το χρόνο αυτό περιττό, διότι δείχνεις τη χλιαρότητά σου. Ο χρόνος προσευχής να ξεπερνά τις 4 ώρες την ημέρα. Αυτός ο χρόνος να είναι ατομικός, μέσα στο δωμάτιό σου. Να σκύβεις να δέεσαι στον Κύριό μας. Όσο αυξάνει ο χρόνος αυτός, θα νιώθεις τη θεϊκή φλόγα να σε τυλίγει ολόκληρο και θα γίνεσαι ένα φως. Θα ζεις μέσα στο Φως του Θεού. Εκείνοι που προσεύχονται αυτό το χρόνο και περισσότερο ξέρουν την αληθινή αξία της και δεν την αποχωρίζονται με τίποτα στον κόσμο. Η γλυκύτητά της είναι μια υπερκόσμια εμπειρία που σαγηνεύει το νου και την καρδιά.
V.
–Γέροντα, πώς πρέπει να προσεύχομαι;
–Το πρωί να ξυπνάς νωρίς και να προσεύχεσαι στο Θεό. Το πρώτο που να θέλεις να συναντήσεις μόλις ξυπνήσεις να είναι ο Θεός δια μέσου της προσευχής σου. Αυτός ο πόθος σου να σε ακολουθεί σε όλη τη ζωή σου, αν θέλεις να γίνεις εκλεκτός του Θεού και ευάρεστος ενώπιόν Του. Νύκτα και ημέρα να τον αναζητάς χωρίς να διστάζεις να τον επικαλείσαι. Η ψυχή σου να λαχταρά την επικοινωνία μαζί Του. Τη δροσιά της προσευχής θα τη νιώθεις με έντονο τρόπο που δε θα θέλεις να αποχωρισθείς απ’ αυτήν.
Ξέρεις, παιδί μου, ότι σήμερα οι χριστιανοί δεν αποδίδουν στο έργο τους και οι ιερείς επίσης, διότι έχουν χάσει την επαφή με την προσευχή με αποτέλεσμα να έχουν χαμηλή πνευματικότητα. Ασχολούνται με τους άλλους και ξεχνούν το Θεό και ο νους τους είναι στραμμένος στα κοσμικά Οι δε ιερείς έχουν χάσει την απλότητα και την ταπεινότητα του Ιησού Χριστού. Αν σήμερα ο κόσμος είναι μακριά από το Θεό, οφείλεται στο ότι έχουν ελαττωθεί οι άνθρωποι της προσευχής. Ο διάβολος σήμερα πλανάται ελεύθερα παντού και κάνει χιλιάδες οπαδούς, διότι οι άνθρωποι κάμνουν τα έργα του. Λείπουν πρότυπα προσευχής, και άνδρες και γυναίκες που να δίνονται στο έργο της προσευχής χωρίς κανέναν ενδοιασμό.
Η προσευχή είναι εκείνη που δημιουργεί την ευλάβεια στον άνθρωπο. Ο ευλαβής άνθρωπος τρέφεται από την προσευχή και αφιερώνεται σ’ αυτή με όλες τις δυνάμεις του. Διδάσκει με τη ζωή του. Εμπνέεται με την προσευχή. Ζητά να έχει το Θεό κοντά του, για να ζει τις ευλογίες Του. Δεν μπορεί να ζούμε χωρίς προσευχή, αν θέλουμε να ζούμε αληθινά χριστιανικά. Η καρδιακή προσευχή αναδεικνύει αγίους.
Σε παρακαλώ, μην τεμπελιάζεις. Να προσεύχεσαι πολύ στον Κύριό μας, διότι η προσευχή σου διδάσκει την αγάπη, την υπομονή, την πίστη, την καλοσύνη, τη σιωπή, την ευγένεια και τόσες άλλες αρετές. Βλέπεις πόσο μεγίστη είναι η προσφορά της στον άνθρωπο; Περιόρισε τις ασχολίες σου και ασκήσου στην προσευχή. Μην προβάλλεις δικαιολογίες για τον ελάχιστο χρόνο που διαθέτεις γι’ αυτή, διότι αυτό είναι εκ του πονηρού. Ο διάβολος βρίσκει χίλιους δυο τρόπους για να σε εμποδίσει να προσευχηθείς. Δείξε την αγωνιστικότητά σου στο έργο της προσευχής. Το κέρδος θα είναι μεγάλο για την πνευματικότητά σου. Γίνε άνθρωπος του Θεού με τη συνεχή προσευχή σου. Η μεταμόρφωσή σου θα έλθει πολύ γρήγορα και συγχρόνως θα βοηθήσεις πολλούς ανθρώπους με τη δική σου ζωή.
VI.
–Μα, γέροντα, μέσα στον κόσμο που ζούμε, μπορούμε να προσευχόμαστε τόσο πολύ;
–Ναι, ευλογημένο παιδί μου, μπορούμε. Όταν αγαπούμε με την καρδιά μας το Θεό, όλα γίνονται εύκολα στη ζωή μας. Πρέπει να ζούμε μέσα στον κόσμο για την προσευχή και να εργαζόμεθα για το Θεό. Να μη δίνουμε σημασία στα πράγματα του κόσμου αλλά προσευχόμενοι να νιώθουμε τη δύναμη της αγάπης του Θεού. Να αιχμαλωτιζόμαστε από την προσευχή για να λάμπουμε στην καθημερινή ζωή μας. Η πνευματική δύναμή της νικά κάθε εμπόδιο στη ζωή μας, διότι εργάζεται για τη σωτηρία μας και για εκείνους που προσευχόμαστε. Η προσευχή λειτουργεί καλύτερα όταν εργαζόμαστε αυτή με την καρδιά μας. Αγάπησε τον Ιησού με την καρδιά σου. Δώσε περισσότερη αγάπη όταν προσεύχεσαι.
Μην ξεχνάς ότι ο Θεός είναι Αγάπη, και με την αγάπη επικοινωνεί. Όσο τον αγαπάς, τόσο περισσότερο ανοίγεται η καρδιά σου σ’ Αυτόν και σε ευλογεί. Προσπάθησε να δείξεις την αγάπη σου με την καρδιά σου και όχι με τη λογική σου. Γι’ αυτό μας λέγει ο Κύριος? «Δος μου σην καρδίαν». Η καρδιά μπορεί να δακρύσει και όχι η λογική. Μην προσεύχεσαι λογικά, αλλά με καρδιακά δάκρυα, που δείχνουν την αγάπη προς τον Ιησού. Ο Ίδιος εδάκρυσε μέσα στην προσευχή Του και τα δάκρυά Του ήταν ως θρόμβοι αίματος. Προσευχή δυνατή που δεν μπορεί να φθάσει εύκολα ο προσευχόμενος άνθρωπος.
Να προσπαθείς να εισέρχεσαι μέσα στην καρδιά σου πριν ακόμη αρχίσεις να προσεύχεσαι. Να ετοιμάζεσαι με απόλυτη αυτοσυγκέντρωση και ο νους σου να στρέφεται με αγάπη προς τον εσταυρωμένο Ιησού. Να ζητάς το έλεός Του ως ο ληστής. Να ταπεινώνεσαι μέσα στην προσευχή σου. Να δακρύζεις. Να καίγεται η καρδιά σου για την αγάπη του Θεού. Να συντρίβεις την καρδιά σου. Να αισθάνεσαι την αμαρτωλότητά σου μέσα σ’ αυτή με βαθύ πνεύμα κατανύξεως. Να έχεις ζήλο πνευματικό.
Μη σηκώνεσαι από την προσευχή χωρίς να έχεις κατάνυξη. Τότε η καρδιά σου θα πλημμυρίζει από το Άγιο Πνεύμα. Μέσα στην καθαρή προσευχή να ξέρεις ο Θεός δοξάζεται και αινείται από τους αγίους αγγέλους. Η καθαρή προσευχή είναι πνευματική και όχι σαρκική. Πόσες προσευχές των ανθρώπων γίνονται από συνήθεια, χωρίς αγάπη. Τέτοιες προσευχές δεν γίνονται δεκτές από το Θεό.
VII.
–Γέροντα, για ν’ αποκτήσουμε καθαρή και ζωντανή προσευχή, τι πρέπει να κάνουμε;
–Παιδί μου, η αληθινή προσευχή χρειάζεται αυταπάρνηση. Εκείνος που επιθυμεί να προσεύχεται αληθινά, πρέπει να αρνηθεί πολλά πράγματα που τον περιβάλλουν και να γεμίζει μόνο από το Θεό. Να αρνηθεί τις κοσμικές απαιτήσεις και κάθε τι που μολύνει τη διάνοια και την ψυχή του. Η ζωντανή προσευχή αγαπά μόνο το Θεό και όλα τα άλλα τ’ αποστρέφεται. Γίνεται η αναπνοή για τον πνευματικό άνθρωπο. Το θεωρεί ζημία του να μην προσεύχεται, διότι βλέπει να καταστρέφεται η ψυχή του από την απομάκρυνσή του απ’ αυτήν. Η ψυχή αδυνατίζει από τη δύναμη του Θεού και γίνεται νωχελική στα πνευματικά έργα. Γι’ αυτό, σου λέγω, να προσεύχεσαι περισσότερο, και ακόμη περισσότερο, για να νιώθεις τη δύναμή της μέσα σου.
Να διαθέτεις περισσότερο χρόνο για απομόνωση και να σηκώνεσαι πρωί για προσευχή. Να μη βιάζεσαι στην προσευχή σου, αλλά ο χρόνος να είναι διαθέσιμος για το Θεό. Να είσαι ήρεμος όταν προσεύχεσαι και να θυσιάζεις αρκετό χρόνο από την ημέρα σου για προσεκτική προσευχή.
Να ξέρεις ότι ο άνθρωπος που προσεύχεται από μικρός και έχει καθαρό νου σε κάποια ηλικία ο Θεός τον ευλογεί πολύ και ανοίγεται ο πνευματικός κόσμος σε μεγάλη διάσταση, που δεν μπορεί να διανοηθεί η ανθρώπινη σκέψη. Ζει διαρκώς μέσα στο Θεό και δίνονται σ’ αυτόν πνευματικές εξουσίες για να σώζει ψυχές, ακόμη κι εκείνες που βρίσκονται μέσα στην κόλαση.
Η προσευχή του είναι πολύ αποτελεσματική κι έχει θεϊκή δύναμη που καταστρέφει κάθε δαιμονική ενέργεια. Γνωρίζει πολλά για την πνευματική κατάσταση πολλών ανθρώπων και ενημερώνεται για κάθε τι που τον απασχολεί. Αλλά το σπουδαιότερο, ο Θεός συνομιλεί διαρκώς μαζί του και του αναφέρει κάθε τι σχετικό με την πνευματική κατάστασή του και πού τον έχει τάξει στον ουρανό. Έχει ουράνια προστασία, που τον διδάσκει από τι να προσέχει για να βελτιώνεται και να γνωρίζει ο ίδιος την πνευματική του κατάσταση και πόσο ευαρεστείται μαζί του ο Θεός. Πνευματικός ζει σε άλλο κόσμο που δεν έχει σχέση με τον υλικό κόσμο. Η πνευματική διάστασή του ανοίγεται σε χώρους που είναι ευλογημένοι από το Θεό. Ο Θεός του δείχνει κόσμους της κολάσεως και του παραδείσου. Του δείχνει πόσο βασανίζεται ο άνθρωπος μέσα στην κόλαση και πόσο χαίρεται στον παράδεισο.
Η προσευχή του είναι καθαρή και ο Θεός θέλει να προσεύχεται περισσότερο, διότι με αυτήν σώζει πολλούς ανθρώπους. Γίνεται πολλές φορές και σύμβουλος του Θεού για ανθρώπινες αποφάσεις. Είναι ο ευάρεστος στο Θεό, διότι ο Θεός τον αγαπά πολύ και εκείνος αγαπά πολύ το Θεό. Είναι χαρισματικός άνθρωπος. Η προσευχή του γίνεται πόλος έλξεως, που τον υπηρετούν άγγελοι και αρχάγγελοι και γεύεται την ευωδία του παραδείσου και τους ουράνιους κόσμους του Θεού.
Ευλογημένο παιδί μου, μην εγκαταλείπεις την προσευχή, αλλά να τη ζητάς με όλη την καρδιά σου και την ψυχή σου. Μάθε να προσεύχεσαι καρδιακά, ώστε κάποτε να γίνεις όλος φωτιά από το Πανάγιον Πνεύμα. Έλα να προσευχηθούμε στο Θεό με την καρδιά μας και ας αφήσουμε όλη την ψυχή μας στη θεϊκή αγκαλιά Του, για να μας προστατεύσει από κάθε τι κακό και συγχρόνως να γλυκαθούμε από τη θεία παρουσία Του… Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς!