Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Ἀνατροπή Ἀριστοτελικῶν δογμάτων. Ἀγίου Ἰουστίνου, Φιλοσόφου και Μάρτυρος



ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΣ
 ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΙΝΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΩΝ.
Τῶν κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην σπουδὴν εἰς θεραπείαν τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων γινομένων καλῶν οὐδὲν οὕτως ἐστὶ δεκτὸν τῷ Θεῷ, ὡς τὸ κατὰ δύναμιν σπουδάζειν βελτίους ποιεῖν τοὺς ἀνθρώπους. Ταύτην οὖν τὴν προθυμίαν ἐν ὑμῖν, ὦ τιμιώτατε πρεσβύτερε Παῦλε, σφόδρα οὖσαν διάπυρον ὁρῶν, ἑτοίμως ὑμῖν ὑπήκουσα περὶ ὧν ἐνετείλασθέ μοι βραχεῖάν τινα ποιήσασθαι τὴν ἐκλογὴν τῶν ἑλληνικῶν περὶ Θεοῦ καὶ κτίσεως δογμάτων, οὐχ ἵνα τι γνῷς ἀληθὲς ἐξ αὐτῶν (πῶς γὰρ ἂν ὁ ἄνωθεν ἔχων τὴν διὰ τῶν προφητῶν περὶ τούτων διδασκαλίαν παρ’ αὐτοῦ τοῦ τὴν κτίσιν πεποιηκότος Θεοῦ;), ἀλλ’ ἵνα γνῷς μὴ κατὰ τὴν ἀποδεικτικὴν ἐπιστήμην, καθ’ ἣν ἐπαγγέλλονται Ἕλληνες περὶ Θεοῦ τε καὶ κτίσεως τοὺς λόγους ποιεῖν, τοῦτο πεποιηκότας, ἀλλ’ εἰκασμῷ τὸ δοκοῦν διορισαμένους.
Τῶν περὶ Θεοῦ καὶ κτίσεως τοὺς λόγους πεποιημένων ἀνθρώπων οἱ μὲν παρ’ αὐτοῦ τοῦ τὴν κτίσιν πεποιηκότος Θεοῦ τὴν διδασκαλίαν ἐδέξαντο περὶ Θεοῦ καὶ κτίσεως διὰ τῶν προφητῶν, τῶν πρὸς τοῦτο ὑπουργησάντων τῷ Θεῷ, οὓς πρῶτον θείοις ἔργοις τοῖς δι’ αὐτῶν γιγνομένοις ἀξίους τοῦ πιστεύεσθαι ἀνέδειξεν, εἶθ’ οὕτως περὶ τῶν τοῖς διδασκομένοις ἀδήλων τὴν διδασκαλίαν παρέσχεν· οἱ δέ, τοῖς διὰ τῶν προφητῶν ἀπιστήσαντες λόγοις, τοῖς οἰκείοις αὑτῶν λογισμοῖς ἐπέτρεψαν θεογνωσίας τὴν εὕρεσιν. Καὶ κατ’ ἐκείνους μὲν τοὺς ἐκ διδασκαλίας Θεοῦ καὶ κτίσεως ἐγνωκότας τὴν διαφορὰν εἷς ἐστιν ὁ θεός, καθ’ ἑκάτερον τὸν τῆς ἀγενεσίας τρόπον ἀγένητος ὤν, θεὸν δὲ ἢ θεοὺς οὔτε πρὸ αὑτοῦ οὔτε μεθ’ αὑτὸν ἐσχηκώς, συναΐδιον οὐκ ἔχων οὔτε ὑποκείμενον οὔτε ἀντικείμενον, ἄφθαρτον ἔχων τὴν οὐσίαν καὶ ἀνεμπόδιστον τὴν ἐνέργειαν, δημιουργὸς ὢν τοῦ κόσμου παντός, ἀρχὴν ἔχοντος τοῦ εἶναι καὶ τοῦ τὶ εἶναι καὶ τοῦ πῶς διαμένειν τὴν ἐκείνου θέλησιν.

Ο Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος - Ένας φλογερός απολογητής του χριστιανισμού και ένας ένδοξος μάρτυς Χριστού


Ανάμεσα στους θαρραλέους υπερασπιστές και ένθερμους αγωνιστές της χριστιανικής πίστεως κατά τον Β΄ μ.Χ. αιώνα συγκαταλέγεται και ο τιμώμενος την 1η Ιουνίου Άγιος ένδοξος μάρτυς Ιουστίνος ο φιλόσοφος,
ο οποίος αναδείχθηκε σθεναρός υπερασπιστής των διωκομένων χριστιανών, ελέγχοντας τη βάρβαρη αυθαιρεσία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αφήνοντας ως πολύτιμη πνευματική παρακαταθήκη ένα σημαντικότατο συγγραφικό έργο. Ο χαρακτηριζόμενος από τους αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ως «θαυμασιώτατος» Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος γεννήθηκε περί το 100-110 μ.Χ. στην πόλη Φλαβία Νεάπολη της Παλαιστίνης, η οποία κτίσθηκε στα ερείπια της αρχαίας βιβλικής πόλεως Συχέμ της Σαμάρειας, εκεί όπου ο Χριστός υποσχέθηκε να δώσει στη Σαμαρείτιδα το ζωντανό νερό της διδασκαλίας Του. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες, αλλά και εύποροι, γεγονός που συνέβαλε στο να αποκτήσει αξιόλογη μόρφωση, κατέχοντας τόσο την ελληνική όσο και τη ρωμαϊκή γλώσσα. Το ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία και η αναζήτηση λύσεων για τα μεταφυσικά φαινόμενα του δημιούργησαν έναν ισχυρότατο πόθο για μία βαθύτερη και ουσιαστικότερη γνώση. Γι’ αυτό και πήγε στην Καισάρεια αναζητώντας σοφούς και επιφανείς διδασκάλους, οι οποίοι θα τον βοηθούσαν να ανακαλύψει όλη την αλήθεια. Αρχικά μαθήτευσε σ’ έναν στωικό φιλόσοφο, αλλά δεν έμεινε ευχαριστημένος από τη διδασκαλία του, αφού ταύτιζε τη δημιουργία του κόσμου με τον Δημιουργό και δεν ενδιαφερόταν να μάθει για την ύπαρξη του αληθινού Θεού. Στη συνέχεια ο Ιουστίνος κατέφυγε σ’ έναν περιπατητικό φιλόσοφο, οπαδό δηλαδή της αριστοτελικής φιλοσοφίας, τον οποίο όμως εγκατέλειψε, διότι αποδείχθηκε φιλοχρήματος, αφού μετά από τα πρώτα μαθήματα του ζήτησε να πληρώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Κατόπιν ο φλεγόμενος για την αλήθεια Ιουστίνος εναπόθεσε τις ελπίδες του σ’ έναν επιφανή πυθαγόρειο φιλόσοφο, ο οποίος τον απογοήτευσε και έφυγε και από αυτόν, αφού θεωρούσε ως προϋπόθεση για τη φιλοσοφία τη γνώση των επιστημών της Μουσικής, της Αστρονομίας και της Γεωμετρίας, τις οποίες όμως δεν γνώριζε. Την αναζήτηση της αλήθειας ο εξαιρετικά φιλομαθής και πνευματικά ανήσυχος Ιουστίνος προσπάθησε να βρει κοντά σ’ έναν πλατωνικό φιλόσοφο, ο οποίος βρισκόταν την εποχή αυτή στην πόλη, όπου σπούδαζε. Από τον περίφημο αυτό φιλόσοφο ο Ιουστίνος έμεινε αρκετά ικανοποιημένος, αφού η πλατωνική φιλοσοφία δίδασκε ότι ο τελικός στόχος και προορισμός του ανθρώπου είναι η ομοίωσή του με τον Θεό. Έτσι στην πλατωνική φιλοσοφία βρήκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επιδόθηκε με ξεχωριστό ζήλο, αποτελώντας τη σπουδαιότερη ενασχόλησή του. Η αγάπη του για τη φιλοσοφία σύμφωνα με την πλατωνική διδασκαλία επιβεβαιώνεται και από την καταγεγραμμένη άποψή του γι’ αυτή. Έτσι για τον Άγιο Ιουστίνο η φιλοσοφία αποτελεί ένα σπουδαιότατο απόκτημα για τον Θεό, αφού οδηγεί και προετοιμάζει προς Εκείνον, ενώ πραγματικά όσιοι είναι μόνο εκείνοι που ο νους τους είναι στραμμένος σ’ αυτή την προσπάθεια. Όμως η διαρκής αναζήτηση του Ιουστίνου για την αλήθεια μαζί και με το ανικανοποίητο της ψυχής του, η οποία διψούσε για βαθύτερη πνευματική γνώση, τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει την Καισάρεια και να αποσυρθεί σε έρημο τόπο για να επιδοθεί με περισσότερη ησυχία στη φιλοσοφία, αποφεύγοντας τη συναναστροφή με τους ανθρώπους.

Απολυτίκιο Αγίου Ιουστίνου του Φιλοσόφου 1η ΙΟΥΝΙΟΥ

Αγίου Ιουστίνου του Φιλοσόφου, κατά ειμαρμένης(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ Α’ ΑΠΟΛΟΓΙΑ)


Αγίου Ιουστίνου του Φιλοσόφου, κατά ειμαρμένης
ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ – ΚΑΤΑ ΕΙΜΑΡΜΕΝΗΣ
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ Α’ ΑΠΟΛΟΓΙΑ) 

Στο παρακάτω απόσπασμα ο αγ. Ιουστίνος δίνει την ορθόδοξη απολογητική απάντηση κατά της ειμαρμένης. Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, ο άγιος αναιρεί την θεωρία του απόλυτου προορισμού και της δούλης βούλησης.
*****
1. Δια να μη νομίσουν δε μερικοί από τα προλεχθέντα ότι ημείς λέγομεν ότι τα γινόμενα γίνονται κατά την αναπόφευκτον ειμαρμένην, εφόσον ως προλεχθέντα ήσαν προεγνωσμένα, θα διαλύσωμεν και αυτήν την δυσκολίαν.  
2. Μαθόντες από τους προφήτας, διακηρύσσομεν ως αληθές ότι αι τιμωρίαι, αι κολάσεις, αι αγαθαί αμοιβαί αποδίδονται εις έκαστον κατ’ αξίαν των πράξεών του, επειδή αν δεν συμβαίνει τούτο, αλλ’ όλα γίνονται κατά την ειμαρμένην, δεν υπάρχει καμμία αυτεξουσιότης εις ημάς˙  διότι, εάν είναι προωρισμένον ούτος να είναι αγαθός και εκείνος φαύλος, ούτε ούτος είναι αποδεκτός ούτε εκείνος αξιόμεμπτος.  
3. Και πάλιν, εάν το ανθρώπινον γένος δεν έχη δύναμιν να αποφεύγη τα αισχρά και να προτιμά τα καλά με ελευθέραν προαίρεσιν, είναι ανεύθυνον δι’ οποιασδήποτε πράξεις.
4. Αλλ’ ότι και επιτυγχάνει και αποτυγχάνει με ελευθέραν προαίρεσιν, το αποδεικνύομεν ούτως.
5. Βλέπομεν τον ίδιον άνθρωπον να επιδιώκη τα ενάντια.
6. Εάν δε είναι προωρισμένον να είναι ή φαύλος ή σπουδαίος, δεν θα ήτο ποτέ δεκτικός των εναντίων και δεν θα μετέβαλε γνώμην συχνάκις˙ ούτε θα ήσαν άλλοι μεν σπουδαίοι, άλλοι δε φαύλοι, επειδή θα διεκηρύσσομεν την ειμαρμένην ως αιτίαν φαύλων και ως πράττουσαν τα αντίθετα εις εαυτήν, ή εκείνο το προειρημένον θα εφαίνετο να είναι αληθές, ότι τίποοτε δεν είναι αρετή ουδέ κακία, αλλά νομίζονται αγαθά μόνον με την γνώμην, πράγμα το οποίον, όπως δεικνύει ο αληθής λόγος, είναι μεγίστη ασέβεια και αδικία.
7. Αλλά θεωρούμεν ως απαραβίαστον ειμαρμένην, τας αξίας ανταμοιβάς δια τους εκλέγοντας τα αντίθετα.
8. Διότι ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπον, όπως τα άλλα ζώα τα οποία δεν δύνανται να πράξουν τίποτε κατά προαίρεσιν˙ διότι δεν θα ήτο άξιος αμοιβής ή επαίνου, εφόσον δεν θα εξέλεγε  μόνος του το αγαθόν, αλλ’ έγινε αγαθός, ούτε, εάν ήτο κακός, θα έβρισκε δικαίως τιμωρίαν, αφού δεν ήτο αφ’ εαυτού τοιούτος, αλλά δεν ηδύνατο να είναι τίποτε άλλο από ό,τι έγινεν

Ο Άγιος Ιουστίνος ο Μάρτυρας και Φιλόσοφος




Ο Άγιος Ιουστίνος ο Μάρτυρας και Φιλόσοφος
ΒΙΟΣ ΜΟΡΦΩΣΗ: Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας, γνωστός και ως Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Ιουστίνος Καισαρείας, γεννήθηκε στη Φλαβία Νεάπολη της Σαμάρειας (σήμερα Ναμπλούς) στις αρχές του 2ου αιώνα. Γιος ελληνόφωνων μη Ιουδαίων, πιθανώς Ρωμαίων, [πατέρας του ήταν ο Πρίσκος Βάκχιος], που φρόντισαν ώστε ο Ιουστίνος να λάβει εξαιρετική θεολογική αλλά και φιλοσοφική μόρφωση, η οποία ωστόσο δεν ήταν αρκετή για να δώσει απάντηση στα ερωτήματα που έθετε η ανήσυχη ψυχή του. Έλαβε ευρεία φιλοσοφική μόρφωση από τις σχολές των Στωικών, των πλατωνιστών, του πυθαγορισμού και της περιπατιτικής σχολής. Ο Συναξαριστής βεβαιώνει ότι παρά τη μόρφωσή του τίποτε δεν ικανοποιούσε τη δίψα του να γνωρίσει τον αληθινό Θεό. Έτσι, ο Θεός, βλέποντας την αγνότητα και την ειλικρινή πρόθεση των αναζητήσεών του, ανταποκρίθηκε θαυμαστά.

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΙΕΦΤΙΤΣ: ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ . ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ


Η θεωρία του σπερματικού λόγου στη θεολογία του Ιουστίνου του Φιλοσόφου


Ένα δυνατό κείμενο αγαπητοί μου αναγνώστες, με ξεκάθαρη και ορθόδοξη δέουσα γλώσσα και γραφή. Ευχαριστούμε πολύ τον θεολόγο κ. Αντώνη Νάσιο για την πρώτη δημοσίευση του κειμένου του, στην αέναη επΑνάσταση. Ο Άγιος Ιουστίνος ο Απολογητής και φιλόσοφος εορτάζει την 1 Ιουνίου εκάστου έτους.

Η θεωρία του σπερματικού λόγου στη θεολογία του Ιουστίνου.
Αντώνης Νάσιος - Θεολόγος, ΜΑ. Θεολογίας
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Στα μέσα του δευτέρου αιώνα μ.Χ., μια ομάδα συγγραφέων με παιδεία και φιλοσοφική κατάρτιση ανέλαβε την υπεράσπιση της χριστιανικής πίστεως έναντι των ψευδών κατηγοριών που αποτελούσαν και τη βασική αιτία των διωγμών.

Ο σημαντικότερος απ' αυτούς είναι ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς (πιθ. 100 - περ. 165 μ.Χ.)1, ο οποίος ανέλαβε το δύσκολο έργο της εναρμόνισης του Χριστιανισμού με την ελληνική φιλοσοφία.

Παρά τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό, ο Ιουστίνος αποδεχόταν τον χαρακτηρισμό φιλόσοφος, «φιλόσοφε χαίρε»2, ενώ εξακολουθούσε να φέρει τον φιλοσοφικό τρίβωνα σε ένδειξη της παλαιάς του ιδιότητας.

Ο Ιουστίνος δε θεώρησε ποτέ τη θύραθεν φιλοσοφία και γνώση ως ψεύδος και πλάνη. Πιστεύει ότι οι αλήθειες των φιλοσόφων προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τον προφητικό λόγο, τον οποίο γνώριζαν και αξιοποίησαν ορισμένοι φιλόσοφοι.3 Επίσης, υποστηρίζει ότι και οι προ Χριστού φιλόσοφοι στους στοχασμούς τους περιέχουν αλήθειες, οι οποίες έχουν φανερωθεί σ΄ αυτούς ως «σπέρματα ἀληθείας».4

Σχετικά με τη θεωρία του σπερματικού λόγου, η ορολογία δεν είναι χριστιανική. Προέρχεται από το λεξιλόγιο της Στωϊκής φιλοσοφίας και τη χρησιμοποίησε ο Ιουστίνος για απολογητικούς σκοπούς, μιας και ο Μάρκος Αυρήλιος στον οποίο απευθύνονταν ην Β' Απολογία ήταν οπαδός της Στωϊκής φιλοσοφίας.5

Σύμφωνα με τη διδασκαλία των Στωϊκών, ο σπερματικός λόγος νοείται είτε ως ο παγκόσμιος και καθολικός θείος λόγος, είτε ως επί μέρους λόγος. Ως παγκόσμιος και καθολικός λόγος ενυπάρχει μέσα στην ύλη, συνιστώντας την ενδοκόσμια εκείνη δύναμη, τη θεία αρχή, που δημιουργεί, διαπερνά και εμψυχώνει όλα τα επί μέρους όντα. Εφόσον ο κόσμος είναι μια έλλογη ενότητα, είναι φυσικό και τα επί μέρους οργανικά μέλη του να έχουν τους δικούς τους σπερματικούς λόγους, οι οποίοι περιέχονται στον καθολικό θείο λόγο. Στον άνθρωπο ο σπερματικός λόγος είναι η ίδια του η ψυχή.

Έτσι ο άνθρωπος απεικονίζει ουσιαστικά ολόκληρο τον κόσμο, όντας ο ίδιος ένας μικρόκοσμος, εφόσον όλος ο κόσμος νοείται ως σώμα που εμψυχώνεται και συνέχεται από τον καθολικό και παγκόσμιο λόγο. Έργο των σπερματικών λόγων είναι να διασφαλίζουν την ταυτότητα των ανεικειμένων μέσα από την μεταβολή των όντων, όπως και το ανθρώπινο σπέρμα έχει την ιδιότητα να παράγει όντα όμοια μ’ εκείνο από το οποίο προήλθε το σπέρμα

Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι στον Στωϊκισμό οι σπερματικοί λόγοι έχουν κυρίως φυσιοκρατικό χαρακτήρα και αποτελούν τις αρχές της γενέσεως, της συντηρήσεως και της λογικής ανελίξεως των όντων, ενώ παράλληλα έχουν πανθεϊστικό χαρακτήρα, κάτι που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη στωϊκή φιλοσοφία.6

Η περί σπερματικού λόγου διδασκαλία του Ιουστίνου παρουσιάζει διαφορές έναντι της αντίστοιχης διδασκαλίας των Στωϊκών. Πρέπει να αποκλείσουμε την ιδέα ότι κατά τον Ιουστίνο ο σπερματικός λόγος αποτελεί απορροή του καθολικού Λόγου, όπως συμβαίνει με τη Στοά. Επίσης, πρέπει να αποκλείσουμε και την εκδοχή ότι ο σπερματικός λόγος αποτελεί μέρος της ανθρώπινης ψυχής, το λογιστικό. Για τον Ιουστίνο ο σπερματικός λόγος σχετίζεται με τον Λόγο του Θεού, όπως γίνεται λόγος και στον πρόλογο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. 

Ο σπερματικός λόγος είναι εκείνη η επενέργεια του Λόγου του Θεού, με την οποία φωτίζοντας τη διάνοια των ανθρώπων, την ανυψώνει και την καθοδηγεί στην μερική ανεύρεση της αλήθειας.7

Ο Ιουστίνος θέτει στον εαυτό του το εξής ερώτημα˙ εφόσον ο Χριστιανισμός περικλείει όλη την αλήθεια και εμφανίστηκε στη γη πριν 150 έτη, όλοι όσοι έζησαν πριν τον Χριστό, δεν μετείχαν στην αλήθεια; 
Και η απάντηση που δίνει είναι: «Τόν Χριστόν πρωτότοκον τοῦ Θεοῦ ἐδιδάχθημεν καί προεμηνύσαμεν λόγον ὄντα, οὗ πᾶν γένος ἀνθρώπων μετέσχε ˙ καί οἱ μετά λόγου βιώσαντες Χριστιανοί εἰσι, κἄν ἄθεοι ἐνομίσθησαν, οἷον ἐν Ἕλλησι μεν Σωκράτης καί Ἡράκλειτος καὶ οἱ ὅμοιοι αὐτοῖς, ἐν βαρβάροις δὲ ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ανανίας καὶ ᾿Αζαρίας καὶ Μισαὴλ καὶ ᾿Ηλίας καὶ ἄλλοι πολλοί, ….ὥστε καί οἱ προγενέστεροι ἄνευ λόγου βιώσαντες, ἄχρηστοι καί ἐχθροί τῷ Χριστῷ ἦσαν καί φονεῖς τῶν μετά λόγου βιωσάντων».8 

Πάντοτε η ανθρωπότητα μετείχε της αποκαλυπτικής ενέργειας του Λόγου. Η ενέργεια αυτή δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά με τη σάρκωση του Υιού, αλλά και την έλευσή Του στον κόσμο, η ενέργεια φώτιζε τους ανθρώπους. Όσοι απ αυτούς, όχι μόνο τους άνδρες της Π.Δ. που δέχθηκαν την αποκάλυψη του άσαρκου Λόγου, αλλά και τους φιλόσοφους που καθοδηγούνταν από το σπερματικό θείο λόγο, έζησαν σύμφωνα με τις επιταγές της λογικής τους φύσης ήταν Χριστιανοί και κατ΄ επέκταση δεκτικοί της σωτηρίας.9

Κατά τον Ιουστίνο, σε ορισμένους φιλοσόφους υπήρξε μια ατελέστερη μορφή αποκάλυψης δια των σπερμάτων του Λόγου, «διά τό ἔμφυτον παντί γένει ἀνθρώπων σπέρμα τοῦ Λόγου».10 Η αποκάλυψη εδώ έχει καταχρηστική έννοια. Δηλαδή, δεν πρόκειται για αποκάλυψη με την κύρια έννοια του όρου, αλλά για ένα είδος φανέρωσης του Θεού στους φιλοσόφους και κυρίως σ΄ εκείνους που είχαν τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Η αλήθεια που διδάσκουν οι φιλόσοφοι είναι αποσπασματική, τμηματική και εκφράζει μόνο ένα μέρος της αλήθειας. 

Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι τα σπέρματα του Λόγου που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο είναι θεία δωρεά και φέρνουν τον άνθρωπο σε κοινωνία με τον Θεό. Ορισμένοι φιλόσοφοι αξιοποίησαν σε τέτοιο βαθμό τη δωρεά του Θεού και έφθασαν σε σημαντικά επιτεύγματα: «Οὐχ ὅτι ἀλλότρια ἐστι τά Πλάτωνος διδάγματα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ΄ ὅτι οὐκ ἔστι πάντη ὅμοια, ὥσπερ οὐδέ τά τῶν ἄλλων, Στωϊκῶν τε καί ποιητῶν καί συγγραφέων. Ἕκαστος γάρ τίς ἀπό μέρους τοῦ σπερματικοῦ θείου Λόγου τό συγγενές ὁρῶν καλῶς ἐφθέγξατο».11

Ο Ιουστίνος υποστηρίζει ότι από όλους τους φιλοσόφους ο Σωκράτης είναι «ὁ πάντων εὐτονώτερος πρός τοῦτο γενόμενος». Η γνώση του Χριστού από τον Σωκράτη δε σήμαινε προσωπική γνωριμία του φιλοσόφου με τον Λόγο, ούτε αποκάλυψη κατά το πρότυπο των Προφητών, αλλά ήταν προϊόν της δύναμης του φυσικού ανθρώπινου λόγου. Έτσι λοιπόν, τις αλήθειές του ο Σωκράτης «συνῆγε λόγῳ ἀληθεῖ καί ἐξεταστικῶς»12 , δηλαδή δια της λογικής έρευνας και της θεωρίας. Από τη διδασκαλία του Σωκράτη τελικά «οὐδείς ἐπείσθη», παρά το γεγονός ότι όσα είπε είναι προϊόντα του σπερματικού λόγου.13

Τόσο ο Ιουστίνος όσο και άλλοι Απολογητές αναγνωρίζουν στη φιλοσοφική σκέψη ψήγματα αλήθειας και δε διστάζουν να δανειστούν έννοιες και εκφράσεις της φιλοσοφίας στις οποίες έδωσαν χριστιανικό περιεχόμενο. Η περί σπερματικού λόγου θεωρία του Ιουστίνου, αλλά και η εν γένει θετική στάση που κράτησε έναντι της φιλοσοφίας έθεσαν τις βάσεις για την έναρξη ενός γόνιμου διαλόγου και ήταν ένα σημείο συνάντησης μεταξύ χριστιανισμού, ελληνισμού και ιουδαϊσμού. Μέσα από τη σκέψη των Απολογητών βλέπουμε και την πρώτη ουσιαστική συνάντηση μεταξύ χριστιανικής θεολογίας και ελληνικής σκέψης.

Βιβλιογραφία

1 Περί του Ιουστίνου βλ. σχετικά Χρήστου Π., «Ιουστίνος», ΘΗΕ 6(1965)972-973 ˙ Σκουτέρη Κων/νου, Ιστορία Δογμάτων, τ, Α, Αθήνα 1998, Θεοδώρου Ανδρέα, Ιστορία των Δογμάτων. Η ιστορία του Δόγματος από των Αποστολικών χρόνων μέχρι της Α΄ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου. Μέρος Δεύτερον. Η ιστορία του Δόγματος από της εποχής των Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ., τ. Α, εν Αθήναις 1978.
2 Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα Ιουδαίο, P.G. 6, 472A.
3 Ιουστίνου, Απολογία Α', P.G. 6, 396A , 416C-420B.
4 «Παρά πᾶσι σπέρματα ἀληθείας δοκεῖ εἶναι», Ιουστίνου, Απολογία Α΄, P.G. 6, 396Β ˙ Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, σελ. 222.
5 Θεοδώρου Α., Ιστορία Δογμάτων, σελ. 47.
6 Θεοδώρου Α., Ιστορία Δογμάτων, 47-48 ˙ Μαρτζέλος Γ., «Η θεολογία του σπερματικού λόγου και η σημασία της για τους θεολογικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους», Διεθνές Διαθησκειακό Συμπόσιο “Ορθόδοξη προσέγγιση για μια θεολογία των Θρησκειών”, Θεσσαλονίκη 14-15 Μαρτιου 2013.
7 Θεοδώρου, Ιστορία Δογμάτων, 48-49.
8 Ιουστίνου, Απολογία Α', P.G. 6,397C.
9 Θεοδώρου, Ιστορία Δογμάτων, σελ. 50.
10 Ιουστίνου, Απολογία Β', P.G. 6,457Α.
11 Ιουστίνου, Απολογία Β’, P.G. 6,465B-C ˙ Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, σελ. 222-223.
12 Ἰουστίνου, Ἀπολογία Α’, P.G. 6, 336Β.
13 Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, σελ. 223.

Επιτρέπεται η ελεύθερη χρήση του υλικού
με αναφορά στην πηγή προέλευσής του.

Άγιος Ιουστίνος ο Απολογητής και φιλόσοφος

Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας, γνωστός και ως Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Ιουστίνος Καισαρείας (πιθ. 100 - περ. 165 μ.Χ.) ήταν χριστιανός φιλόσοφος και απολογητής, ο οποίος μεταστράφηκε από τον παγανισμό. Τα έργα του αντιπροσωπεύουν τις αρχαιότερες σωζόμενες Χριστιανικές απολογίες αξιόλογου μεγέθους.

Ἰουστῖνον κώνειον ἦρεν ἐκ βίου,
Ὡς εἴθε πρῶτον τοὺς πιεῖν δεδωκότας.
Πρώτῃ Ἰουνίου Ἰουστῖνε ἐλλεβορίζῃ.

Βιογραφία

Ο Άγιος Ιουστίνος γεννήθηκε στη Φλαβία Νεάπολη της Παλαιστίνης το 100 μ.X. αι. Οι γονείς του, Έλληνες ειδωλολάτρες (τον πατέρα του έλεγαν Πρίσκο Βάκχιο), φρόντισαν ώστε ο Ιουστίνος να λάβει εξαιρετική θεολογική αλλά και φιλοσοφική μόρφωση, η οποία ωστόσο δεν ήταν αρκετή για να δώσει απάντηση στα ερωτήματα που έθετε η ανήσυχη ψυχή του.

Ο Θεός βλέποντας την αγνότητα και την ειλικρινή πρόθεση των αναζητήσεών του, ανταποκρίθηκε θαυμαστά. και κάποια ημέρα πού ο Ιουστίνος βάδιζε κοντά στη θάλασσα, συνάντησε ένα γέροντα, ο οποίος ήταν βαθύτατα καταρτισμένος στις αλήθειες των Θείων Γραφών, ο οποίος μετά το διάλογο δίδαξε στον Άγιο τη χριστιανική διδασκαλία.

Όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος Πίος, ο Ιουστίνος μετέβη στη Ρώμη, όπου παρέδωσε στον αυτοκράτορα απολογία, στην οποία εξέθετε τις βασικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού και αναιρούσε όλες τις εναντίον των χριστιανών κατηγορίες και αποδείκνυε την πλάνη των ειδώλων, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα από την Αγία Γραφή. Δια την ενέργειά του αυτή, εκλήθη και Απολογητής.

Η χριστομίμητη όμως δράση του Ιουστίνου, ο οποίος δεν έπαυε να κηρύττει το λόγο του Θεού και να συγγράφει έργα απολογητικού και ποιμαντικού χαρακτήρα προκάλεσε τη μήνι των ειδωλολατρών. Για το λόγο αυτό ο μέγας φιλόσοφος και ευσεβής χριστιανός συνελήφθη και αφού υπέστη διάφορα βασανιστήρια, αποκεφαλίστηκε το 165 μ.X. αναδεικνυόμενος όχι μόνο απολογητής της ορθόδοξης πίστης αλλά και αθλοφόρος μάρτυρας. (Ορθόδοξος Συναξαριστής)

Ἀπολυτίκιον: Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Φιλοσοφίας ταὶς ἀκτίσιν ἐκλάμπων, θεογνωσίας ὑποφήτης ἐδείχθης, σαφῶς παραταξάμενος κατὰ τῶν δυσμενῶν σὺ γὰρ ὠμολόγησας, ἀληθείας τὴν γνῶσιν, καὶ Μαρτύρων σύσκηνος, δι' ἀθλήσεως ὤφθης, μεθ' ὧν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ὢ Ἰουστίνε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Κοντάκιον: Ήχος β'. Τους ασφαλείς

Τον αληθή, της ευσεβείας κήρυκα, και ευκλεή, των μυστηρίων ρήτορα, Ιουστίνον τον φιλόσοφον, μετ' εγκωμίων ευφημήσωμεν δυνάμει γαρ σοφίας τε και χάριτος, τον λόγον κατετράνωσε της πίστεως, αιτούμενος πάσι θείαν άφεσιν.

Μεγαλυνάριον

Χάριτι σοφίας καταυγασθείς, ως αυτοσοφίαν, εθεράπευσας τον Χριστόν, υπέρ ου ενδόξως, αθλήσας Ιουστίνε, συν τούτω εις αιώνας, δοξάζη ένδοξε.

Έργα του Ιουστίνου σε νεοελληνική μετάφραση
Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος, Πρός τους Έλληνες Λόγος παραινετικός προς τους Έλληνες. Περί μοναρχίας. Ερωτήσεις Ελλήνων και απαντήσεις χριστιανών, μετάφραση: Νικόλαος Καλομπάτσος, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, 2008
Ιουστίνος, εισαγωγή, μετάφραση , σχόλια του Παναγιώτη Χρήστου, Απολογητές τομ. 1, εκδ. Πατερικές εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς,Θεσσ/ίκη 1985


Συγγράμματα του Ιουστίνου του Μάρτυρα:

apologia I ellenike kai latine
Οι Αποστολικοί Πατέρες, Ιουστίνος ο Μάρτυρας (The Apostolic Fathers, Justin Martyr, Ante-Nicene Fathers, Vol. 1, Edited by Alexander Roberts, D.D. & James Donaldson, LL.D.), υπό Φίλιπ Σαφ, στον ιστότοπο Christian Classics Ethereal Library (Αγγλικά).
Early Church: λήμμα «Ιουστίνος ο Μάρτυρας» (Αγγλικά).
Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, «St. Justin Martyr»(Αγγλικά). Βικιπαίδεια
Βίντεο: Ο επίσκοπος πρ. Ερζεγοβίνης και Ζαχουμίου Αθανάσιος (Γιέφτιτς) σε συνέντευξή του στην Πεμπτουσία μιλά για το πρόσωπο και το έργο του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς.

Σοφία Ντρέκου / Αέναη επΑνάσταση

Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος




Μάρτυρας
Γέννηση     100
Φλαβία Νεάπολις, Ιουδαία
(σύγχρονο Ναμπλούς)
Κοίμηση     165
Ρώμη
Τιμάται από     Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
Ανατολική Ορθοδοξία
Αγγλικανική Κοινωνία
Λουθηρανισμό
Εορτασμός     1 Ιουνίου
14 Απριλίου (Ρωμαιοκαθολικό εορτολόγιο 1882-1969)

Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας, γνωστός και ως Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Ιουστίνος Καισαρείας (πιθ. 100 - περ. 165 μ.Χ.) ήταν χριστιανός φιλόσοφος και απολογητής, ο οποίος μεταστράφηκε από τον παγανισμό. Τα έργα του αντιπροσωπεύουν τις αρχαιότερες σωζόμενες Χριστιανικές απολογίες αξιόλογου μεγέθους.

Πίνακας περιεχομένων

    1 Βιογραφία
        1.1 Η στροφή του στον Χριστιανισμό
        1.2 Το μαρτύριό του
    2 Η φιλοσοφία και η θεολογία του Ιουστίνου
        2.1 Η περί σπερματικού λόγου διδασκαλία του
        2.2 Ο Ιουστίνος απένατι στην ελληνική φιλοσοφία
        2.3 Ο Θεός και η δημιουργία του κόσμου
        2.4 Ανθρωπολογία
    3 Τα έργα του
    4 Υποσημειώσεις
    5 Έργα του Ιουστίνου σε νεοελληνική μετάφραση
    6 Πηγές
    7 Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιογραφία

Γεννήθηκε στη Φλαβία Νεάπολη της Σαμάρειας (σημερινή Ναμπλούς) (την αρχαία Συχέμ) στις αρχές του 2ου αιώνα.[1] Γιος ελληνόφωνων μη Ιουδαίων (πιθανώς Ρωμαίων παγανιστών), έλαβε ευρεία φιλοσοφική μόρφωση από τις σχολές του στωικισμού, της περιπατικής, του πυθαγορισμού και του πλατωνισμού. Σπούδασε ρητορική και φολοσοφία στις σχολές της Γάζας και των Αθηνών.[2]
Η στροφή του στον Χριστιανισμό

Στην αρχή εθνικός, αργότερα ασπάστηκε ένθερμα τον Χριστιανισμό, μετά από συζήτηση με έναν γέροντα-πιθανώς στην Αθήνα περί το 135 μ.Χ[3]- σχετική με τις πλατωνικές δοξασίες για τη μετεμψύχωση και την αθανασία της ψυχής.[4] Αυτός του συνέστησε να διαβάσει τα βιβλία των προφητών και των αποστόλων.[5] Όταν πήγε στη Ρώμη, παρέδωσε στον τότε αυτοκράτορα Αντωνίνο Πίο απολογία της χριστιανικής του πίστης. Εκεί ίδρυσε δική του σχολή, συνδυασμένη με τη λατρευτική πράξη. Οι μαθητές του ήταν ολιγάριθμοι, κυρίως μικρασιατικής και ιδίως φρυγικής καταγωγής. Μεταξύ αυτών ήταν ο Τατιανός και πιθανώς ο Ειρηναίος.[6]
Το μαρτύριό του

Σύμφωνα με τις μεταγενέστερες Πράξεις Ιουστίνου, συνελήφθη για τη χριστιανική του πίστη και, αφού βασανίστηκε, αποκεφαλίστηκε περίπου το 165 μ.Χ., επί εποχής Μάρκου Αυρηλίου.[7] Το πιθανώτερο ήταν να συντέλεσε στη σύλληψή του ο κυνικός φιλόσοφος Κρήσκης, ο οποίος έβλεπε να αυξάνει το φιλοσοφικό κύρος του Ιουστίνου.[8] Θεωρείται και εορτάζεται ως άγιος από την Ορθόδοξη, την Καθολική και τη Λουθηρανική Εκκλησία την 1η Ιουνίου. Στο κοιμητήριο της Πρίσκιλλας στη Ρώμη βρέθηκε η ενεπίγραφη πλάκα που κάλυπτε τον τάφο του, με την επιγραφή: Μ(άρτυς) Χ(ριστού) (Ι)ΟΥCTINOC.[9]
Η φιλοσοφία και η θεολογία του Ιουστίνου

Ο Ιουστίνος ξεκινά από ένας μεσοπλατωνικός φιλόσοφος για να κατλήξει στον Χριστιανισμό.[10]
Η περί σπερματικού λόγου διδασκαλία του

Κατά τον Ιουστίνο η πλήρης και αιώνια αλήθεια είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Η χάρη του Θεού παραχώρησε σπέρμα της αλήθειας αυτής τόσο στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, όσο και στους Έλληνες φιλοσόφους.[11] Ετσι, οτιδήποτε διατυπώθηκε από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και δεν περιέχει αντιφάσεις αλλά είναι αληθές, είναι χριστιανικό.[12] Η επιλεκτική αυτή στάση καθοριζόταν από την πεποίθηση κατοχής της αλήθειας στην πληρότητά της.[13]
Ο Ιουστίνος απένατι στην ελληνική φιλοσοφία

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Το χριστιανικό υπόβαθρο μη θρησκευτικών όψεων του σύγχρονου πολιτισμού Επιμέλεια: Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης



«Ο Θεός μάς αποκαλεί υιούς Του κι εμείς τολμάμε να υποβιβάζουμε τους αδελφούς μας σε τάξη δούλων», άγιος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, επιστολή στον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό, που κατάργησε νομοθετικά τη δουλεία – το παράθεμα από το πρόσφατο βιβλίο της Ελένης Αρβελέρ Γιατί το Βυζάντιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα (περί του οποίου βλ. http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artId=293316&dt=11/10/2009).
Α. Ουμανισμός: η τελευταία λέξη του πολιτισμού;
 Από θρησκευτική άποψη, η πνευματική πορεία του δυτικού κόσμου ώς την εποχή μας περνάει από τα παρακάτω βασικά βήματα:
1. Ξεκινώντας από τον Καρλομάγνο και προχωρώντας στους επιγόνους του, στα βασίλεια της δυτικής Ευρώπης δημιουργείται το πρώτο πλήρες αντίγραφο του χριστιανισμού. Θεμελιώδη στοιχεία του (1), εκτός από τις δογματικές διαφοροποιήσεις:
α) η αποδοχή της ύπαρξης μιας «αριστοκρατίας εξ αίματος» διορισμένης από το Θεό, στην οποία ανήκει δικαιωματικά κάθε εξουσία,
β) η ένταξη της Εκκλησίας σ’ αυτό το εξουσιαστικό πλαίσιο και η μεταμόρφωσή της, από Σώμα Χριστού, σε σώμα κληρικών («αριστοκρατών») διαφοροποιημένο από το λαό και «ενδιάμεσο» μεταξύ Θεού και λαού («εκπρόσωποι του Θεού»), με κορύφωση τον πάπα,
γ) η εγκατάλειψη της αρχαίας χριστιανικής ιδέας ότι πλησιάζουμε το Θεό μέσω της κάθαρσης της καρδιάς και η υιοθέτηση της ιδέας ότι Τον γνωρίζουμε μέσω της «φιλοσοφίας περί Θεού», η οποία λειτουργεί ως «θεραπαινίδα της θεολογίας» –γι’ αυτό θεωρήθηκε ότι «η εποχή των Πατέρων» τελείωσε τον 8ο αι. μ.Χ. και η νέα θεολογία της δύσης δεν ονομάστηκε πατερική, αλλά «σχολαστική».
2. Η εκδοχή αυτή του χριστιανισμού επιβλήθηκε στη δύση και υιοθετήθηκε επίσημα από το πατριαρχείο της Ρώμης γύρω στο 1000 μ.Χ. Φυσικά η δύση αποκόπηκε από την «Εκκλησία της ανατολής», που ήταν στην πραγματικότητα η αρχαία Εκκλησία. Προϊόν των παραπάνω υπήρξε ο ευρωπαϊκός μεσαίωνας, όπου ο ρόλος της (παπικής) Εκκλησίας και ο τρόπος χρήσης της θρησκείας είναι γνωστά.
3. Ίσως δεν είναι άσκοπο να αναφέρουμε την επιθετικότητα της νέας δυτικής Ευρώπης κατά της ανατολής, που κατέληξε στην άλωση της Πόλης το 1204, στη φραγκοκρατία και στην εγκατάλειψη των υπολειμμάτων του βυζαντινού χώρου στους Τούρκους το 1453. Συγχρόνως η νέα μεγάλη χριστιανική χώρα, η Ρωσία, αφού πέρασε από μια μακρόχρονη ταταρική κατοχή, πέφτει σταδιακά θύμα δυτικών επιρροών, με αποκορύφωμα την περίοδο της βασιλείας του Μεγάλου Πέτρου (1689-1725) και της Μεγάλης Αικατερίνης (1762-1796). Έτσι ο χώρος της ανατολικής Εκκλησίας βρίσκεται σε αφασία και δεν μπορεί παρά να προσπαθεί να περισώσει το ποίμνιό του.
4. Στην Ευρώπη γίνονται προσπάθειες εξόδου από το μεσαίωνα. Η προτεσταντική απόπειρα δεν κατορθώνει να απελευθερώσει τους ανθρώπους από τη θρησκευτική καταπίεση, οπότε διαμορφώνεται ένα επόμενο αντίγραφο του χριστιανισμού, ο ουμανισμός. Ξεκινώντας από την τέχνη, περνάμε στη φιλοσοφία και έχουμε πλέον τη γέννηση ενός χριστιανισμού χωρίς Θεό, που όμως, τουλάχιστον σε κάποιες εκδοχές του, έχει κρατήσει τις βασικές ηθικές αρχές απέναντι στον άνθρωπο. Έτσι αρχίζει μια πορεία απελευθέρωσης από το προηγούμενο αντίγραφο του χριστιανισμού, όχι όμως με επιστροφή στον αρχαίο χριστιανισμό (τον οποίο η ευρωπαϊκή διανόηση αγνοούσε εντελώς) αλλά με μια νέα απόκλιση: την εγκατάλειψη της αναφοράς στο Θεό ή έστω στο χριστιανικό Θεό και τον περιορισμό του ενδιαφέροντος στον άνθρωπο.
5. Σήμερα ο ανθρωπισμός θεωρείται ό,τι πιο προοδευτικό έχει αναδειχθεί στον ευρωπαϊκό (αν όχι στον πανανθρώπινο) πολιτισμό. Πρέπει βέβαια να τονίσουμε ότι η ανθρωπιστική ηθική μπορεί να λάβει τρεις βασικές μορφές: την ατομιστική (καλό είναι ό,τι εξυπηρετεί το άτομο), την ωφελιμιστική (καλό είναι ό,τι εξυπηρετεί τους πολλούς, έστω κι αν βλάπτει λίγους) και την αλτρουιστική (καλό είναι ό,τι εξυπηρετεί τις ανάγκες του συνανθρώπου μου).
Η πρώτη από τις μορφές αυτές ελέγχεται για πολλά ολισθήματα: από την εξαθλίωση των βιομηχανικών εργατών ώς την καταστροφή του περιβάλλοντος για χάρη της ανθρώπινης άνεσης, αλλά και την «ηθική νομιμοποίηση» των σύγχρονων πολυεθνικών στη συνείδηση του μέσου δυτικού καταναλωτή (ο οποίος καταναλώνει ασύστολα, αν και έχει τουλάχιστον πληροφορηθεί ότι οι καταναλωτικές του συνήθειες βασίζονται στη φθορά του πλανήτη και την εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου). Η δεύτερη έδωσε την αφορμή για ολοκληρωτισμούς, όπως ο σταλινισμός ή το καθεστώς των Κόκκινων Χμερ, ενώ μόνο η τρίτη εκδοχή φαίνεται να συνάδει απόλυτα με το κοινό αίσθημα περί ηθικής. Αν και ο μέσος άνθρωπος υιοθετεί στοιχεία και από τις δύο άλλες εκδοχές (όταν π.χ. απαιτεί την εξόντωση των εγκληματιών ή όταν προσπαθεί ανταγωνιστικά να προωθήσει τα συμφέροντά του), ωστόσο ο αλτρουισμός ως ενδιαφέρον για «τον άλλο», και μάλιστα τον αδύναμο, θεωρείται γενικά η πιο εξελιγμένη μορφή ηθικής. Σ’ αυτό το σημείο ο ουμανισμός συναντιέται με το χριστιανισμό και φαίνεται ότι αποτελεί, όσο κι αν δεν το (ανα)γνωρίζει, το τελευταίο από τα «παιδιά του».
 
Β. Διψώντας για την αγάπη
Η κοινωνία μας έχει επιτέλους αντιληφθεί την ανεκτίμητη αξία της αγάπης και το εκφράζει δημόσια: από τους ΜΗ.ΚΥ.Ο. ώς τους ευαίσθητους τραγουδοποιούς, από τις σοβαρές δημοσιογραφικές εκπομπές που καταγγέλλουν την αδικία σε διεθνές επίπεδο ώς τα πολύχρωμα graffiti που μιλούν για ζωή, αγάπη και ελευθερία, οι πάντες διψούν για αγάπη και πολλοί προσφέρουν αγάπη με ειλικρίνεια και ενίοτε με αυτοθυσία. Το παράδοξο είναι ότι κανείς από όλους αυτούς δεν κάνει αναφορά στο χριστιανισμό. Ο σημερινός έφηβος σίγουρα συνδέει την αγάπη με τα ρομαντικά τραγούδια, όχι όμως με την Εκκλησία.
Αυτό βέβαια φανερώνει την κρίση που μας ταλαιπωρεί ως Εκκλησία (=κοινωνία χριστιανών), αλλά προς το παρόν δε θέλω να σταθώ σ’ αυτό. Θέλω να επισημάνω πόσο βαθιά χριστιανική είναι αυτή η λαχτάρα για την αγάπη και αυτή η προσφορά της αγάπης, απ’ όποιο πρόσωπο ή ομάδα κι αν προέρχεται. Ως χριστιανός, δεν μπορώ παρά να ταυτιστώ με τα χωριά SOS, τη Διεθνή Αμνηστία, τη Greenpeace, τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, τους Special Olympics, με τις εκπομπές του Στέλιου Κούλογλου, του Γιώργου Αυγερόπουλου, του Αλέξη Παπαχελά, της Μαρί Κυριακού, τα τραγούδια του Χατζηγιάννη και πολλών άλλων ευαίσθητων νεαρών βάρδων, τα ντοκιμαντέρ του Μάικλ Μουρ, τα βιβλία του Έριχ Φρομ και του Λέο Μπουσκάλια (τουλάχιστον όσα γνωρίζω), με τις διεκδικήσεις των συνταξιούχων, των ανέργων, των συμβασιούχων, των καταχρεωμένων βιοπαλαιστών κ.λ.π., ακόμη και με κομμάτια της σκέψης του Μαρξ και των μαρξιστών και με πολλά από τα συνθήματα των αναρχικών (2), που διαβάζω στις μαυροκόκκινες αφίσες τους. Εκεί ανακαλύπτω αυτά που έλεγαν πάντοτε οι αληθινοί άγιοι δάσκαλοι του χριστιανισμού – τους οποίους όλοι οι παραπάνω δε γνωρίζουν, διότι «Εκκλησία» θεωρείται πλέον όχι ο λαός και οι άγιοί του, αλλά ένα νομικό πρόσωπο με διοίκηση και συμφέροντα.
Βάση του πολιτισμού μας θεωρούνται οι αρχαίοι Έλληνες και οι φιλόσοφοι και επιστήμονες των νεώτερων χρόνων. Όμως, στην πραγματικότητα, ακόμη και από τους αρχαίους Έλληνες και τους φιλοσόφους ο σύγχρονος άνθρωπος επιλέγει ό,τι είναι συμβατό με το χριστιανισμό. Όχι το δυτικό μεσαιωνικό χριστιανισμό, αλλά τον αρχαίο χριστιανισμό, το χριστιανισμό των Πατέρων και των αγίων, που ο σύγχρονος άνθρωπος τον αγνοεί, αλλά στρέφεται ενστικτωδώς προς αυτόν όπως το ηλιοτρόπιο προς τον ήλιο. «Η ψυχή του ανθρώπου είναι εκ φύσεως χριστιανική» («anima naturaliter chtistiana»), όπως είχε γράψει ήδη τον 3ο αι. μ.Χ. ο χριστιανός συγγραφέας (αλλά με πολλές αποκλίσεις που τελικά τον οδήγησαν σε μια ακραία ηθικιστική αίρεση) Τερτυλλιανός. Η περί δουλείας άποψη του Αριστοτέλη π.χ. ή ο ολοκληρωτισμός της πλατωνικής «ιδανικής πολιτείας» απορρίπτονται ή απλώς αποσιωπούνται και αγνοούνται, όταν αξιολογείται η αρχαία σοφία.
Παρά την σχετικιστική και «αντικειμενική» τοποθέτηση ότι κάθε πολιτισμός, όσο διαφορετικός κι αν είναι από το δικό μας, πρέπει να θεωρηθεί «ισάξιος», συνεχίζουν να μας προκαλούν φρίκη οι ανθρωποθυσίες και ο Καιάδας. Η δυτική αποικιοκρατία, που (κρινόμενη με αληθινά χριστιανικά κριτήρια) συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, επίσης προκαλεί απαξίωση. Κάθε σφαγή και εξανδραποδισμός, ομοίως. Πρακτικές όπως η κλειτοριδεκτομή και ο λιθοβολισμός των μοιχαλίδων, ομοίως. Γιατί; Γιατί αντιτίθενται στα δικά μας θεμελιώδη χριστιανικά κριτήρια. Πολλοί πολιτισμοί έζησαν και ζουν με ηθικές, κοινωνικές και αισθητικές αξίες όχι απλά διαφορετικές, αλλά αντίθετες από τις δικές μας. Όμως εμείς μέσα μας όλα αυτά τα απορρίπτουμε, γιατί στο βάθος είμαστε επηρεασμένοι από το χριστιανισμό.
Ο Σωκράτης, η Αντιγόνη ή ο Μαχάτμα Γκάντι είναι αποδεκτοί, γιατί μοιάζουν με χριστιανούς. Το ίδιο και ο Άλμπερτ Σβάιτσερ ή ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ή ο Ερρίκος Ντυνάν κ.π.ά. (κάποιοι απ’ αυτούς ήταν και πιστοί και πάντως εμπνεύστηκαν θεμελιωδώς από το χριστιανισμό). Επίσης πολλά από αυτά που καταλογίζονται στο χριστιανισμό (φανατισμός, δεισιδαιμονία, άρνηση της επιστήμης, υποτίμηση του ανθρώπινου σώματος ή της γυναίκας κ.τ.τ.) είναι μύθοι. Πρόκειται για στοιχεία που απορρίπτονται τόσο από εμάς τους χριστιανούς όσο και από τους αρνητές του χριστιανισμού, που νομίζουν πως όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά του χριστιανισμού. Στην ουσία συμφωνούμε με όλους αυτούς, μόνο που ξέρουμε ότι μας αντιμάχονται από παρεξήγηση.
 
Γ. Ποιος χρειάζεται το χριστιανισμό;
Ωστόσο, ακόμη κι αν η αναζήτηση της αγάπης από το σύγχρονο άνθρωπο είναι στη ρίζα της χριστιανική, υπάρχει άραγε λόγος για την αναζήτηση του ίδιου του χριστιανισμού; Ο άνθρωπος, αφού ανακάλυψε την ανάγκη της αγάπης και κατόρθωσε να βρει μερικούς τρόπους να την προφέρει, χρειάζεται μήπως κάτι περισσότερο, που θα το βρει στο χριστιανισμό και του λείπει, όσο δεν συνδέει την αναζήτηση της αγάπης μ’ αυτόν; Μήπως εκείνος που αγαπά τον πλησίον του δεν έχει ήδη «βρει το Θεό» και χρειάζεται μια «χριστιανική ετικέτα», για να ολοκληρωθεί; Τι θα του προσφέρει αυτή η ετικέτα, εκτός από καταστρατήγηση της αυτονομίας του, δηλαδή της ελευθερίας του;
Ας πούμε ότι υπάρχουν μερικοί σοβαροί λόγοι, που θα προσπαθήσουμε να τους ανιχνεύσουμε.
(Α) Είναι κοινό μυστικό ότι «δεν υπάρχει ηθική χωρίς μεταφυσική». Όση γοητεία κι αν προκαλεί στο μέσο άνθρωπο το μήνυμα της αγάπης, είναι σχετικό και παντελώς αστήρικτο χωρίς αναφορά στο Θεό. Θα εξηγηθώ αμέσως: οι χριστιανοί καλούμαστε από το Θεό να αγαπούμε τον πλησίον μας, συγχωρώντας ακόμη και τους εχθρούς μας. Αυτό θέλει ο Θεός από εμάς, αυτό κάνει ο Ίδιος και η αγάπη αυτή οδηγεί τον άνθρωπο σε προσέγγιση και τελικά ένωση με το Θεό. Αν δεν υπάρχει Θεός, τότε το καλό και το κακό είναι σχετικά, απλώς δημιουργήματα των κοινωνικών περιστάσεων (άλλη μια αγαπημένη «αλήθεια» της νεωτερικότητας). Το μόνο επιχείρημα που απομένει υπέρ της αγάπης και της αλληλεγγύης είναι ότι έτσι «οι άνθρωποι ζούμε καλύτερα». Εγώ όμως μπορεί να θεωρήσω ότι ζω καλύτερα αν τρώγω ανθρώπους, είτε μεταφορικά (εκμεταλλευόμενος τους άλλους) είτε κυριολεκτικά (επειδή είναι νόστιμοι)! Αν λοιπόν εγώ ορίσω ότι το δικό μου καλό είναι να πατήσω επί πτωμάτων για να πραγματοποιήσω τις φιλοδοξίες μου, δεν υπάρχει αντικειμενικό κακό στην άποψή μου. Αν φροντίσω να μην υποστώ τις συνέπειες του νόμου και αν δεν ενδιαφέρομαι για το καλό του άλλου (και γιατί να ενδιαφέρομαι, άλλωστε, αν ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα πρωτεύον θηλαστικό;), κανείς δε μπορεί να μου αποδείξει ότι έχω άδικο. Για μένα, φρονώ ότι καλό είναι αυτό. Τι φρονεί η κοινωνία ή εσύ, με αφήνει αδιάφορο – μάλλον μου προκαλεί σαρκασμό. Η καλοσύνη «είναι για τους αδύναμους».
Γι’ αυτό άλλωστε ο Νίτσε, π.χ. στη Γενεαλογία της Ηθικής, «απέδειξε» ότι η περί συγγνώμης διδασκαλία του χριστιανισμού είναι μόνο μια υποκρισία των αδύναμων που δε μπορούν να τσακίσουν τους εχθρούς τους, όπως στην πραγματικότητα λαχταρούν – βέβαια αγνοεί ότι και νικητές χριστιανοί σταμάτησαν να μάχονται παραχωρώντας ειρήνη χωρίς όρους, όπως ο άγιος Κωνσταντίνος του Μούρομ, που όχι μόνο παραχώρησε ειρήνη στους νικημένους εχθρούς του, αλλά και δέχτηκε να τους αφήσει το γιο του ως όμηρο, τον ανήλικο άγιο Μιχαήλ, ο οποίος δολοφονήθηκε ενώ μετέβαινε στο αντίπαλο στρατόπεδο!
(Β) Η αγάπη είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Ο σύγχρονος ουμανισμός προτείνει την αγάπη στον άνθρωπο γενικώς (στο «γενικό άνθρωπο», στην «ανθρωπότητα» ως ιδέα), αλλά φαίνεται αδύναμος να στρέψει τον καθένα μας προς την αγάπη στον κάθε συγκεκριμένο συνάνθρωπο, που η ζωή του συμπλέκεται και συγκρούεται με τη δική μου. Είναι εύκολο «να αγαπώ όλους τους ανθρώπους», αλλά πολύ δύσκολο να αγαπώ τον αδελφό μου που με αδίκησε ή το γείτονά μου που βάζει δυνατά τη μουσική όταν θέλω να μελετήσω ή να ξεκουραστώ. Ποιο είναι το κίνητρό μου για να τους αγαπώ αυτούς; Ή μήπως δε χρειάζεται να τους αγαπώ, όπως «δε χρειάζεται» να αγαπώ το φονιά, αλλά καλό είναι να ζητώ την εκτέλεσή του για το καλό της κοινωνίας και την ικανοποίηση της δικαιοσύνης;
Το ζήτημα θίγεται με ειρωνεία από το δυστυχισμένο αθεϊστή Ιβάν Καραμάζωφ, στους Αδελφούς Καραμάζωφ του Ντοστογιέφσκι. Το αστείο είναι ότι αυτή η ιδέα μάς επιστρέφει τόσο πίσω, στη ρωμαϊκή εποχή, ώστε στηλιτεύεται ήδη στην Καινή Διαθήκη, άμεσα με την παραβολή του απολωλότος προβάτου (Λουκ. 15, 1-10: ο βοσκός τρέχει να σώσει το ένα πρόβατο που χάθηκε) και έμμεσα με την μνεία της ρήσης του αδίστακτου Καϊάφα «συμφέρει ημίν ίνα είς άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού» (Ιω. 11, 50 και 18, 14).
Έτσι, ο Φρόιντ, π.χ. στο Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, «απέδειξε», και μάλιστα με αδιάσειστα λογικά επιχειρήματα, ότι η αγάπη προς τους εχθρούς είναι ό,τι πιο τρελό μπορεί να υποθέσει ο ανθρώπινος νους. Έτσι είναι, όντως. Απλώς, ο Χριστός το ζητάει, το κάνει πρώτος ο ίδιος (συγχωρεί τους σταυρωτές Του), το συνεχίζουν οι πιστοί Του (όπως ο άγιος Στέφανος κατά το λιθοβολισμό του) και μας αποκαλύπτει ότι αυτός είναι ο δρόμος για την ένωση του ανθρώπου με το Θεό! Γι’ αυτό και, κατά τον άγιο Σιλουανό κ.ά., ένα πολύ βασικό κριτήριο για τη γνησιότητα ή όχι ενός πνευματικού βιώματος είναι αν προκαλεί στον άνθρωπο αίσθημα αγάπης στους εχθρούς του. Αν προκαλεί αυτή την αγάπη, το βίωμα προέρχεται από το Θεό. Αν όχι, προέρχεται από το διάβολο, όση «γαλήνη», «χαρά», «ειρήνη» κ.τ.λ. κι αν προκαλεί στον άνθρωπο.
Φυσικά, η ένωση με το Θεό είναι ένα κίνητρο για να προσπαθήσουμε να αγαπήσουμε τον πλησίον μας, αλλά τονίζεται από τους αγίους διδασκάλους της Ορθοδοξίας ότι το πραγματικά ώριμο κίνητρο είναι μόνον η αγάπη προς το Θεό. Το να προσπαθούμε να πράττουμε το θέλημά Του, με σκοπό να πάμε στον παράδεισο, έχει μια ιδιοτέλεια. Κι αυτό ακόμη όμως δεν απορρίπτεται από το χριστιανισμό, ενώ αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση από κάποιους «ουμανιστές», που δεν αγαπούν «αυτούς τους ιδιοτελείς χριστιανούς», όπως ο Φαρισαίος της παραβολής του Χριστού ένιωθε τέλειος και περιφρονούσε τον αμαρτωλό και μετανοημένο τελώνη!... Εμείς απλά όλους τους θέλουμε, και τους «ιδιοτελείς» και τους «τέλειους», γιατί ο Θεός είναι Εκείνος που όλους τους θέλει, τον καθένα με τα κίνητρά του.
(Ας μην αναφέρουμε εδώ και ότι ο χριστιανισμός παρέχει στον άνθρωπο μια πολύ σοβαρή και αποτελεσματική βοήθεια, αν επιθυμεί σοβαρά να αγαπήσει τους πάντες και να συγχωρέσει τους εχθρούς του: τη θεία χάρη, που προσκαλείται μέσα μου με πρακτικές όπως η προσευχή, η νηστεία, ο εκκλησιασμός, η εξομολόγηση, η θεία κοινωνία κ.τ.λ., αν φυσικά θέλω να τις αξιοποιήσω προς αυτή την κατεύθυνση).
(Γ) Υπάρχει ωστόσο και κάτι άλλο, που μου φαίνεται πολύ πιο σοβαρό: ο χριστιανισμός δεν είναι απλώς «λόγος περί αγάπης». Είναι μια ευθεία και προσωπική πρόσκληση του Χριστού προς τον καθένα μας να πλησιάσει Αυτόν τον ίδιο το Χριστό και, μέσω Αυτού, να ενωθεί με τον Τριαδικό Θεό στην αιώνια ένωση όλων των όντων (όσα την επιλέγουν ελεύθερα), που ονομάζεται «παράδεισος».
Το βασικότερο θέμα της διδασκαλίας του Χριστού, ας μου επιτραπεί να πω, δεν είναι η αγάπη ή η δικαιοσύνη. Είναι ο ίδιος ο Χριστός.
«Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ εμού» (Ιω. 14, 6). «Εγώ ειμί το φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει [=θα έχει] το φως της ζωής» (Ιω. 8, 12). «Εγώ ειμί ο άρτος της ζωής. Ο ερχόμενος προς με ου μη πεινάση, και ο πιστεύων εις εμέ ου μη διψήση πώποτε» (Ιω. 6, 35). «Εγώ ειμί η θύρα. Δι’ εμού εάν τις εισέλθη σωθήσεται, και εισελεύσεται και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει» (Ιω. 10, 9). «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται. και πας ο πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα. Πιστεύεις τούτο;» (Ιω. 11, 25-26).
Αφήνοντας κατά μέρος την αυθαίρετη υπόθεση ότι αυτές οι ευθείες αναφορές του Ιησού στο Πρόσωπό Του δεν είναι δικά Του λόγια, αλλά επινοήσεις των μαθητών Του (τότε θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για τη διδασκαλία Του περί αγάπης), πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Ιησούς –ο γεννημένος στο στάβλο, που δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίνη», που έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του και συγχώρεσε τους σταυρωτές Του– δεν περιαυτολογεί για να νιώσει εγωιστική ικανοποίηση, αλλά αποκαλύπτει την αλήθεια για το Πρόσωπό Του στους ακροατές Του, με σκοπό την ένωσή τους με το Θεό, δηλαδή (όπως λέμε) τη σωτηρία τους (από το θάνατο, δηλαδή από την αιώνια ζωή μακριά από το Θεό). Τούτο φανερώνει ότι η αποστολή Του στον κόσμο ήταν η αποκάλυψη του εαυτού Του και η πρόσκληση προς τους ανθρώπους να ενωθούν με Αυτόν: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11, 28). «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου…» (Ματθ. 26, 26).
Φυσικά, αυτή η πρόσκληση είναι ελεύθερη – καθένας μπορεί να επιλέξει. Δεν αξίζει όμως να επιλέξουμε το Χριστό αντί να Τον απαρνηθούμε;
Έτσι, τίθεται το μέγα ερώτημα: μήπως η έμφαση στον ανθρωπισμό με παράλληλη περιφρόνηση της «παραδοσιακής θρησκευτικότητας» είναι μια πλάνη; Ο σύγχρονος ευαισθητοποιημένος άνθρωπος, νιώθοντας «ολοκληρωμένος» με την αγάπη του ή έστω το σεβασμό του προς τους άλλους, θεωρεί ότι «έχει βρει το Θεό» και «δεν του χρειάζεται» να Τον αναζητήσει με τους τρόπους που προτείνει η Ορθοδοξία. Και τελικά, ας μου επιτραπεί να το επισημάνω, ζει μια ζωή με απουσία του Θεού. Δεν του χρειάζεται να προσευχηθεί, να κοινωνήσει, να συμμετάσχει στη θεία λειτουργία, να εξομολογηθεί, να ασπαστεί τις εικόνες, να κάνει το σταυρό του, ν’ ανάψει καντήλι – αυτά ήταν πρακτικές της αμόρφωτης γιαγιάς του, ενώ ο ίδιος νιώθει σοφότερος και έχει «βρει το νόημα», ότι όλα αυτά δεν είναι παρά, στην καλύτερη περίπτωση, μηνύματα αγάπης για να ζούμε καλύτερα. Είναι όμως έτσι;
Αν σε αγαπώ, αλλά δεν σε επισκέπτομαι, ούτε σου τηλεφωνώ ποτέ, τι είδους αγάπη έχω για σένα; Στο Θεό δεν τηλεφωνούμε, αλλά προσευχόμαστε, δεν Τον επισκεπτόμαστε, αλλά εκκλησιαζόμαστε όλοι μαζί με κοινή αναφορά (όλων μας, ενωμένων σε κοινό πανανθρώπινο σώμα – αν φυσικά το θέλουμε) προς Αυτόν. Αν δεν κάνουμε τίποτε από αυτά, πώς «Τον βρήκαμε»;
Το ζήτημα αυτό είναι τεράστιο και δεν επιθυμώ να επεκταθώ άλλο. Ελπίζουμε ότι οι καλοί, ταπεινοί και συμπονετικοί άνθρωποι θα σωθούν, ακόμη κι αν οι περιστάσεις τους έχουν κάνει να μη σκέφτονται το Θεό ή και να μην πιστεύουν σ’ Αυτόν. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο Θεός είναι Εκείνος που θα τους σώσει. Ο ίδιος ο προβληματισμός αυτός (που συχνά εκφράζεται από νέους ανθρώπους, δηλ. «θα σωθούν οι καλοί άνθρωποι που δεν πιστεύουν;») φανερώνει ότι στο βάθος ενδιαφερόμαστε για τη σωτηρία μας και τη σωτηρία των άλλων και ξέρουμε ότι η έσχατη αναφορά μας είναι ο Θεός, όχι ο άνθρωπος. Όταν ο άνθρωπος στη συνείδησή μας «γίνεται Θεός», τότε κάτι δεν πάει καλά, θολώνει το τοπίο της αλήθειας. Και τότε, η τελευταία ελπίδα μας είναι μια ακόμη σκανδαλώδης διδασκαλία του Χριστού, που έρχεται σε αντίθεση με την «ανθρωπιστική» δικαιοσύνη του μέσου ανθρώπου: η παραβολή για την επιστροφή και τη σωτηρία του ασώτου (Λουκ. 15, 11-32).

Σημειώσεις

(1) http://www.romanity.org/htm/rom.e.04.fragkoi_romaioi_feoudalismos_kai_dogma.01.htm, καθώς και στη μελέτη του π. Ιωάννη Ρωμανίδη Ρωμιοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη.

Μεταμψύχωση ή Ανάσταση


Μεταμψύχωση ή Ανάσταση
  «...ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον...».
«...και εγώ αναστήσω αυτόν τη εσχάτη ημέρα...».
|«...Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή...»
Κύριος Ιησούς Χριστός
Τη θεωρία της μετεμψύχωσης την πίστευαν πολλοί αρχαίοι λαοί. Με την επικράτηση της Χριστιανικής Αλήθειας αυτή η πλάνη μαζί με το υπόλοιπο οικοδόμημα της ειδωλολατρείας έπαυσε να ταλαιπωρεί τις ζωές των ανθρώπων. Κάποιοι προσπαθούν να την «περάσουν» και στους σημερινούς ανθρώπους της Δύσης.

 Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, ο κόσμος είναι ένα σχολείο από το οποίο μια ψυχή θα περάσει χιλιάδες φορές. Μετά από το θάνατό της, θα ξαναγεννηθεί σε άλλο σώμα, είτε ανδρικό είτε γυναικείο, είτε ακόμα σε κάποιο σώμα ζώου η ακόμα και φυτού.

 Οι συνθήκες της καινούργιας γένεσης εξαρτώνται από τις πράξεις της προηγούμενης ζωής. Έτσι αν κάποιος έζησε με άσχημο τρόπο, όταν θα ξαναγεννηθεί θα είναι φτωχός η και ζώο ακόμα.

 Αποκρύπτουν όμως από τους οπαδούς τους ότι, σύμφωνα με το αρχαίο βιβλίο τους «Οι νόμοι του Μανού» που μετατρέπει τη διδασκαλία των Βεδών σε κοινωνικούς νόμους, είναι πιθανότερο να μετενσαρκωθεί κανείς σε ζώο η δαιμονικό ον παρά σε άνθρωπο. Σ' αυτό το βιβλίο αναφέρεται η εξής παραβολική ιστορία: Μία χελώνα ζει στα βάθη της θάλασσας και βγάζει το κεφάλι της έξω στην επιφάνεια κάθε εκατό χρόνια. Ένα δαχτυλίδι πλέει στην επιφάνεια των νερών. Όσο πιθανό είναι να περάσει το κεφάλι της χελώνας μέσα από το δαχτυλίδι, άλλο τόσο είναι πιθανό και να ενσαρκωθεί ένα ον μετά τον θάνατό του σε ανθρώπινο σώμα.

Πρόκειται λοιπόν για μια άποψη για «γεγονότα» μετά και πέρα από το φυσικό κόσμο, έξω από τα όρια που μπορεί να ελέγξει με το λογικό του ο άνθρωπος. Είναι λοιπόν μία μεταφυσική πίστη.

Κι' όμως, σ' αυτή την πίστη, αναφέρονται όλα τα επί μέρους κινήματα της «Νέας Εποχής» (New Age) που θέλουν ταυτόχρονα να παρουσιάζονται και ως επιστήμες. Η «επιστήμη» της Γιόγκα, σου λένε!...Και όχι μόνο αυτό, αλλά αν τους βολέψει θα πουν ότι «...και οι χριστιανοί σαν και μας πιστεύουν...η ξέρεις ο Χριστός ήταν ένας μεγάλος γιόγκι...η δεν έχουμε διαφορές ... η απλά οι Χριστιανοί βρίσκονται σε ένα χαμηλότερο επίπεδο...» και άλλα τέτοια ευτράπελα. Σπέρνουν τη σύγχυση, ψαρεύουν σε θολά νερά, μιλούν γενικά, αφηρημένα, πλην ...γοητευτικά, εξωτικά. Σερβίρουν όμορφα παραμύθια... Ποιος μπορεί να τους ελέγξει; Πόσοι γνωρίζουν το Ευαγγέλιο, για να καταλάβουν τα ψέματά τους; Σίγουρα οι περισσότεροι θα το «φάνε» το παραμύθι.

Όμως υπάρχουν τεράστιες διαφορές! Αυτοί πιστεύουν στη μετεμψύχωση, οι Χριστιανοί στην Ανάσταση: Αξίζει να σημειώσουμε ότι δεν υπήρχε πάντοτε στους Ινδούς αυτή η θεωρία. «Η ιδέα της μετενσαρκώσεως (samsara) ήταν άγνωστη στους Αρείους. Μπήκε και αυτή στην Ινδική θρησκεία και φιλοσοφία, για να μπορέσει η ηθική να αποκτήσει ένα υποκείμενο που να φέρει το βάρος της ευθύνης των πράξεών του (Karma) πέραν του θανάτου. Οι όροι «αναγένεση» η «μετενσάρκωση» που δηλούν ένα και το αυτό, είναι κάπως απατηλοί. Όπως θα δούμε στην ανάλυση των έξι φιλοσοφικών συστημάτων (Darshanas), εκείνο που μετενσαρκώνεται δεν είναι η εμπειρική ψυχή, αλλά κάποια ακαθόριστη, ασαφής, λεπτεπίλεπτη ουσία που βρίσκεται μεταξύ του atman, της εμπειρικής ψυχής, και του σώματος. Πραγματικά, η εμπειρική ψυχή δεν μετενσαρκώνεται, αφού είναι άθροισμα των συνειδητών καταστάσεων. Το atman... η ουσία του εγώ, δεν είναι δυνατόν να μετενσαρκωθεί, αφού ως απόλυτο, δεν υπόκειται στην επίδραση του Κάρμα, της «ηθικής» ευθύνης. Μπροστά στη δυσκολία αυτή, η συστηματική ινδική φιλοσοφία διανοήθηκε τη «λεπτεπίλεπτη ουσία» (matiere subtile), το «αιθέριο σώμα» (corps subtil), ως τον από μηχανής Θεό που σώζει τη σκέψη από ένα άτοπο, χωρίς φυσικά να την κάμει εκ του λόγου αυτού και περισσότερο πειστική» («Ιστορία της Ινδικής φιλοσοφίας»,Δ.Κ. Βελισσαρόπουλος Γ' έκδοση).

Όταν λοιπόν οι απόψεις τους φθάνουν σε λογικά άτοπα, τότε επινοούν κάποια καινούργια θεωρία, για να βολέψουν τα πράγματα. Μετά βέβαια θα ισχυρίζονται και θα επιμένουν ότι το «αιθέριο σώμα» όντως...υπάρχει στην πραγματικότητα. Ότι δεν είναι φαντασία η ιδεολογικό κατασκεύασμα.

 Υπάρχουν βέβαια και άλλα λογικά άτοπα σ' αυτή τη θρησκευτική δοξασία. Όπως α) Εάν, όπως λένε, σ' αυτή τη ζωή βρισκόμαστε «για να πάρουμε το μάθημά μας» και να προχωρήσουμε, τότε πως γίνεται να μη θυμόμαστε τις πράξεις για τις οποίες πληρώνουμε; Πως θα διδαχθούμε απ' αυτές, αφού δεν τις θυμόμαστε;... Ισχυρίζονται ότι μερικοί «θυμούνται» τις προηγούμενες ζωές... αλλά μόνο αυτοί «θα πάρουν το μάθημα»;...Τι γίνεται με τα δισεκατομμύρια των άλλων ανθρώπων... Αδυνατούν να δικαιολογήσουν αυτή την απουσία μνήμης.

β) Αφού λένε ότι οι ψυχές μετενσαρκώνονται, και μάλιστα μέσα σε 49 μέρες, και γίνονται ζώα, φυτά  η δαιμονικά όντα, αφού είναι τρομερά απίθανο να γίνουν ξανά άνθρωποι (ιστορία με τη χελώνα), τότε με ποιες ψυχές πεθαμένων επικοινωνούν τα μέντιουμ; Με ποιους συζύγους, αδελφούς, μανάδες, παιδιά λένε ότι επικοινωνούν τα μέντιουμ;

Άρα η θεωρία της μετενσάρκωσης έρχεται σε αντίθεση με τον πνευματισμό. Ή η μία είναι ψέμα ή η άλλη. Εμείς βέβαια γνωρίζουμε ότι και τα δύο είναι ψέματα. Υπάρχουν ωστόσο νεοεποχίτες που μέσα στη σύγχυσή τους πιστεύουν και στα δύο.

Η άποψη της ορθόδοξης ανατολικής Εκκλησίας είναι τελείως διαφορετική. Ο άνθρωπος έχει αρχή, αλλά όχι τέλος. Γεννιέται κάποια στιγμή του χρόνου για να ζήσει αιώνια. Μια φορά θα ζήσουμε σ' αυτή τη ζωή. Μετά το θάνατο κάθε ψυχή κρίνεται από το Θεό και ανάλογα με τα έργα της θα κερδίσει τον Παράδεισο η όχι. Στη διάρκεια αυτής της ζωής ο Θεός δίνει πάμπολλες ευκαιρίες στον άνθρωπο να κερδίσει το γλυκύ Παράδεισο.

Οι κακοπροαίρετοι άνθρωποι, που αρέσκονται στο κακό και αποστρέφονται το Θεό και τα έργα του Θεού, μόνοι τους διαλέγουν και τις εδώ παρέες τους αλλά και τη μετά θάνατον «κατοικία» τους.

Κάποτε ο Γέροντας π. Παΐσιος, απευθυνόμενος σε μια ομάδα νέων τους είπε: «Βρε, το καταλάβατε ότι ήρθαμε εδώ, για να δώσουμε εξετάσεις; Να κοιτάξουμε να πιάσουμε την πνευματική βάση, ένα πενταράκι, για να κερδίσουμε τον Παράδεισο. Τώρα, γιατί εδώ δεν έχει μετεξεταστέους για Σεπτέμβρη».

Κάποια άλλη φορά που συζητούσαμε οι δυό μας και τον ρώτησα για τη μετεμψύχωση, μου είπε, «Κοίταξε να δεις. Αυτή είναι η μεγαλύτερη παγίδα του Διαβόλου. Ε!, σου λέει ο άνθρωπος, αν δεν τα καταφέρω σ' αυτή τη ζωή δεν πειράζει, θα τα καταφέρω στην άλλη. Έτσι χαλαρώνει πνευματικά. Ο Διάβολος όμως ξέρει ότι δε θα υπάρξει άλλη φορά. Κάτσε να σε τσακώσω εγώ μια φορά, σκέφτεται ο πονηρός, και μετά βλέπουμε». Με κοίταξε και μου είπε, «Να το γράψεις αυτό. Να το γράψεις!!...».

Το ίδιο πράγμα διακηρύσσουν και οι Γραφές. Ο Απόστολος Παύλος λέει «καθ' όσον απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» (Εβρ. 9,27). Μια φορά θα πεθάνουμε, γιατί μια φορά θα ζήσουμε.
Ο Ίδιος ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός θα είναι ο Κριτής όλων των ανθρώπων. Μας το λέει ο ίδιος στο Ευαγγέλιό Του.

«Όταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ' αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού, και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ' αλλήλων ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων, και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων. Τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού, δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβέλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες, κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, η διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, η γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενή η εν φυλακή, και ήλθομεν προς σε; Και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς, αμήν λέγω ημίν, εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. Τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων, πορεύεσθε απ' εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. 25, 31 - 41).

Η διδασκαλία του Ευαγγελίου δε συμβιβάζεται με τη θεωρία της μετενσάρκωσης. Είναι αντίθετες διδασκαλίες. Είναι δικαίωμα του καθενός να πιστεύει ό,τι θέλει και να γεμίζει τη ζωή του με τις καλές η τις κακές συνέπειες της πίστης του. Μέχρι εδώ καμία αντίρρηση. Εκείνο που με ενοχλεί αφάνταστα είναι η πονηριά μερικών που σπέρνουν τη σύγχυση. Λένε, όλοι είμαστε περίπου ίδιοι, και οι Χριστιανοί σαν και μας τους Ινδουιστές πιστεύουν περίπου, μόνο που είναι λίγο πιο...χαμηλά.

 «Η γιόγκα, λέει, θα σε βοηθήσει να γίνεις καλύτερος Χριστιανός»! Κοροϊδεύουν, εξαπατούν τον κόσμο.

Όχι, δεν είμαστε το ίδιο πράγμα. Έχουμε τεράστιες διαφορές. Διαφέρουμε όσο διαφέρει το φως από το σκοτάδι.

 Μια ακόμα τεράστια διαφορά φαίνεται και στους επιδιωκόμενους πνευματικούς σκοπούς από τις παραδόσεις. Οι μεν Ινδουιστές πιστεύουν ότι, όταν κανείς φθάσει στην τελειότητα, χάνεται το πρόσωπο, δεν υπάρχει πρόσωπο, αλλά ταυτιζόμενο με τον απόλυτο Θεό, με το Βράχμαν εξαφανίζεται. Σαν μια σταγόνα που πέφτει στον ωκεανό. Αυτό είναι το τέλος. Ένας τέτοιος άνθρωπος δε θα ξαναγεννηθεί. Παύει να υπάρχει ως πρόσωπο, γίνεται ένα με το απρόσωπο θείο.

Οι χριστιανοί πιστεύουν ακριβώς το αντίθετο. Το ανθρώπινο πρόσωπο δεν πεθαίνει ποτέ. Υπάρχει αιώνια.

 Σ' αυτή τη ζωή το ανθρώπινο πρόσωπο εγκαινιάζει συνειδητά μια προσωπική σχέση μ' έναν προσωπικό Θεό, μια σχέση που θα διατηρηθεί στην αιωνιότητα.

Βλέπουμε λοιπόν με πόσο μεγάλη αξία και τιμή περιβάλλεται το ανθρώπινο πρόσωπο στη διδασκαλία του Ιησού Χριστού.

Δεν είναι τεράστια η διαφορά; Πως λοιπόν αυτοί διακηρύσσουν την πνευματική ομοιότητα με μας; Προφανώς προσπαθούν να ξεγελάσουν ανθρώπους που δεν έχουν σαφή γνώση της διδασκαλίας του Ιησού. Ανθρώπους που ... κάτι έχουν ακούσει για το Χριστό.

Αυτή την τακτική τους τη θεωρώ ανέντιμη. Γιατί οι γκουρού ξέρουν πολύ καλά τις διαφορές που έχουν με το Χριστό. Άλλους προσπαθούν να ξεγελάσουν.
«πας ο παραβαίνων και μη μένων εν τη διδαχή του Χριστού Θεόν ουκ έχει, ο μένων εν τη διδαχή του Χριστού, ούτος και τον πατέρα και τον υιόν έχει» (Β' Ιω. 9).
«Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον» (Ιω. α' 4,1).

Μοναχισμός και Συγκρητισμόςτου Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Δρ. Θ., πτ. Φ.


Μοναχισμός και Συγκρητισμός
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΣ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ*
του Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Δρ. Θ., πτ. Φ.
* Εισήγηση που παρουσιάστηκε στο Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο, το οποίο έλαβε χώρα στα Άγια Μετέωρα από 12 έως 14 Σεπτεμβρίου 2000 με θέμα: Ο αναλλοίωτος Ορθόδοξος Μοναχισμός στην ανατολή της τρίτης χιλιετίας
Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα, Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς, Πανοσιολογιώτατοι Πατέρες, Οσιολογιώτατες Γερόντισσες και αδελφές, Κύριε Πρόεδρε της Οργανωτικής Επιτροπής, Ελλογιμώτατοι Κύριοι Καθηγητές, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και αδελφές.
Ευλογείτε!
Κατά πρώτον αισθάνομαι την ανάγκη να αποδώσω οφειλετικώς τις ευχαριστίες μου προς τον Μακαριώτατο, την Ιερά Σύνοδο και την Οργανωτική Επιτροπή του Συνεδρίου για την τιμητική προς την ταπεινότητά μου πρόσκληση να εισηγηθώ, ενώπιον μάλιστα τόσον εκλεκτής ομηγύρεως, το θέμα «Ορθόδοξος Μοναχισμός και σύγχρονος θρησκευτικός και θρησκειακός συγκρητισμός».
 
Κατά δεύτερον να επικαλεσθώ τις ευχές όλων Σας, ώστε η πραγμάτευσις του θέματος να είναι ανάλογος της σπουδαιότητός του.
 
Σχετικά με τον Ορθόδοξο μοναχισμό ως υπερασπιστή της Ορθοδόξου πίστεως υπάρχει στο πρόγραμμα του Συνεδρίου μας ξεχωριστό θέμα με άξιον εισηγητή. Στο πλαίσιο της εισηγήσεως εκείνης πιστεύω θα αναπτυχθεί και θεωρητικά και ιστορικά - διαχρονικά η σημασία του Ορθοδόξου μοναχισμού για την προάσπιση της Ορθοδόξου πίστεως.
 
Εμείς συνεπώς, όπως άλλωστε ορίζει το θέμα μας, θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στο πώς τοποθετείται ο Ορθόδοξος Μοναχισμός απέναντι στον σύγχρονο θρησκευτικό και θρησκειακό συγκρητισμό, δηλαδή ο χρονικός μας ορίζων θα είναι ο 20ος αιώνας και μάλιστα το δεύτερο ήμισύ του.
 
Με τον όρο θρησκευτικός θα νοήσουμε τον διαχριστιανικό και με τον όρο θρησκειακός θα νοήσουμε τον διαθρησκειακό συγκρητισμό.
 
Παρ' ότι σε ιστορικό επίπεδο δεν τίθεται θέμα, διότι είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο μοναχισμός διέσωσε την ακεραιότητα της πίστεως και διεφύλαξε την αληθή θεογνωσία, όμως σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα:
 
Νομιμοποιούνται οι μοναχοί να ενδιαφέρονται για την ακεραιότητα της πίστεως και να υπερμαχούν υπέρ αυτής ή θα πρέπει να περιορίζονται στα «μοναχικά τους καθήκοντα»;
 
Βεβαίως κατ' εξοχήν στον επίσκοπο έχει εμπιστευθεί η Εκκλησία το καθήκον αυτό, αλλά και σύμπας ο πιστός λαός του Θεού, τα μέλη της Εκκλησίας, επιφορτίζονται με αυτό το έργο. Είναι γνωστή η Εγκύκλιος των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής του 1848, η οποία εκφράζει την επί του θέματος αυτού Ορθόδοξο παράδοση, και σύμφωνα με την οποία: «... παρ' ημίν ούτε Πατριάρχαι ούτε Σύνοδοι εδυνήθησάν ποτε εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας εστίν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός...»1.
 
Η απόφανση αυτή περί του πιστού λαού ως φύλακος της πίστεως, πολλώ μάλλον ισχύει για τους μοναχούς, για τους εξής λόγους:
 
1) Κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος: «Φως μεν μοναχοίς, Άγγελοι. φως δε πάντων ανθρώπων, μοναδική πολιτεία»2

2) Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο: «Ει θεολόγος ει, προσεύχει αληθώς και ει προσεύχη αληθώς, θεολόγος ει».

Συνεπώς οι μοναχοί ως κατ' εξοχήν επιμελούμενοι της κατά τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος τέχνης τεχνών και επιστήμης επιστημών, της προσευχής, φυσικόν είναι να καθίστανται με τη Χάρη του Θεού αληθείς θεολόγοι και ως αληθείς θεολόγοι έχουν κατ' εξοχήν λόγον στη διατήρηση της Ορθοδόξου πίστεως στην αυθεντική της μορφή και στην αποσόβηση του κινδύνου αναμίξεως της υγιαινούσης διδασκαλίας της Εκκλησίας με την βλαπτική αντιπνευματική τροφή των διαφόρων αιρέσεων και πλανών.
 
3) Ο μοναχισμός εκφράζει κατ' εξοχήν το προφητικό χάρισμα μέσα στην Εκκλησία. Το χάρισμα αυτό, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, συνδέεται με την ομολογία της πίστεως, με την διατήρηση της γνησιότητός της και συνοδεύεται από το κήρυγμα επιστροφής των πεπλανημένων.
 
4) Ο μακαριστός Γέρων Παΐσιος o Αγιορείτης ονόμαζε τους μοναχούς πνευματικούς ασυρματιστές. Οι ασυρματιστές παίρνουν πρώτοι τα μηνύματα.
 
Ο μοναχισμός είναι επίσης ωσάν μία εμπροσθοφυλακή της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα, όπως κάθε εμπροσθοφυλακή, να αντιλαμβάνεται και πρώτος τους κινδύνους για την πίστη.
Ο μοναχισμός εξέφραζε και εκφράζει την γρηγορούσα συνείδηση της Εκκλησίας.
5) Εξ άλλου ο μοναχισμός ανεπτύχθη εξ αρχής επάνω στη βάση της βιώσεως χωρίς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς του Ευαγγελικού μηνύματος στη γνησιότητά του. Αποτελούσε και αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα έναντι κάθε προσπαθείας εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας3.
 
Επομένως δεν είναι έξω από τα μοναχικά καθήκοντα η ομολογία και η υπεράσπιση της πίστεως. Αντιθέτως αποτελεί βασική υποχρέωση που πηγάζει από την βίωση στην πράξη των ευαγγελικών εντολών.
 
Ο καθηγητής Β. Σταυρίδης μεταφέρει την άποψη κάποιου Μαρίου Ρινβολούκρι, ο οποίος έλεγε το 1966 ότι «εκτός ελαχίστων προσωπικών εξαιρέσεων, οι μοναχοί συναισθηματικώς είναι η ομάς η πλέον αντιοικουμενικώς διατεθειμένη εν τη Ελληνική κοινωνία»4. Η άποψη αυτή φαίνεται να προσάπτει μομφή στους μοναχούς, ερμηνεύοντας τη συγκεκριμένη στάση τους ως ένα είδος αλόγου συναισθηματικής αντιδράσεως φόβου και προκαταλήψεως απέναντι στο καινούργιο ή το διαφορετικό. Αδικεί όμως κατάφωρα τους μοναχούς αλλά και γενικότερα το ευσεβές πλήρωμα της Εκκλησίας, διότι η στάση αυτή δεν οφείλεται σε μία άλογη προκατάληψη αλλ' αντιθέτως είναι έκφραση της γρηγορούσης συνειδήσεως του εκκλησιαστικού σώματος.
Ερχόμαστε τώρα στο θέμα του συγκρητισμού.
Γενικά
Το φαινόμενο βέβαια του συγκρητισμού (με η, από το συν και Κρήτες) είναι αρχαιότατο.
Ο σύγχρονος όμως συγκρητισμός κομίζει ένα νέο στοιχείο. Προσπαθεί να κατοχυρωθεί και θεωρητικά και να επιβληθεί, με έναν πιο θεσμικό τρόπο. και αυτός είναι ο τρόπος των ποικίλων διαχριστιανικών και διαθρησκειακών διαλόγων που λαμβάνουν χώρα στις ημέρες μας.
Διαθρησκειακός συγκρητισμός
Πνευματική μητέρα του συγχρόνου συγκρητισμού είναι η Θεοσοφική Εταιρεία (ιδρύθηκε το 1875 στη Νέα Υόρκη από τη Ρωσσίδα Μπλαβάτσκυ και τον Αμερικανό συνταγματάρχη Όλκοττ). Βασικό δόγμα της είναι ότι καμμία θρησκεία δεν κατέχει ολόκληρη την αλήθεια αλλά τμήματα ή ψήγματά της. Για να απαρτισθεί το όλον της αληθείας θα πρέπει οι επί μέρους θρησκείες να συνεισφέρουν το δικό τους η κάθε μια μερίδιο. Θα πρέπει «να αλληλοεμπλουτισθούν».
Πριν από 107 χρόνια ο ινδός γκουρού Βιβεκανάντα μιλώντας στο «Α' Κοινοβούλιο των Θρησκειών του Κόσμου» (Σικάγο, 27.9.1893) είπε μεταξύ άλλων και τα εξής:
 
«Μήπως επιθυμώ οι Χριστιανοί να γίνουν Ινδουιστές; Προς Θεού! Μήπως επιθυμώ οι Ινδουιστές ή οι Βουδδιστές να γίνουν Χριστιανοί; Προς Θεού!»...
Οι Χριστιανοί δεν πρέπει να γίνουν Ινδουιστές, ούτε Βουδδιστές. ούτε και αυτοί να γίνουν Χριστιανοί. Αλλά κάθε θρησκεία θα πρέπει να αφομοιώσει το πνεύμα των άλλων θρησκειών, διατηρώντας ωστόσο τις ιδιαιτερότητές της, προκειμένου να αναπτυχθεί σύμφωνα με τους δικούς της νόμους...»5.
 
Αυτά τα λόγια εκφράζουν άριστα το πνεύμα του διαθρησκειακού συγκρητισμού.
 
Η ίδια βέβαια η Θεοσοφική Εταιρεία η οποία ισχυρίζεται ότι καμμία θρησκεία δεν έχει ολόκληρη την αλήθεια, διεκδικεί για το δικό της αυτό ακριβώς θρησκευτικό αξίωμα την απόλυτη αλήθεια. Πρόκειται για τον λεγόμενο δογματικό πλουραλισμό, ο οποίος αρνείται σε όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό του την αξίωση για αποκλειστικότητα. Έτσι απορρίπτει τον λόγο του Κυρίου μας «Εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή», διότι «διεκδικεί αποκλειστικότητα»!
 
Οι απόψεις και οι επιδιώξεις αυτές συμπλέκονται με το κίνημα της λεγομένης Νέας Εποχής, της Νέας Τάξεως Πραγμάτων και της έξωθεν και άνωθεν προωθουμένης Παγκοσμιοποιήσεως, στο πλαίσιο της οποίας επιδιώκεται η σύγκλιση όχι μόνο των οικονομιών αλλά και των θρησκειών και η δημιουργία μιας συγκρητιστικής πανθρησκείας.
 
Η Νέα Τάξη Πραγμάτων δεν θέλει τη θρησκεία ως παράγοντα κοινωνικής συνοχής. Την αποδέχεται στο πλαίσιο του θρησκευτικού πλουραλισμού. Όποιος απορρίπτει το θρησκευτικό αξίωμα της Θεοσοφίας και κατ' επέκταση της «Νέας Εποχής» «πίστευε ό,τι θέλεις, μόνο μη διεκδικείς την αποκλειστικότητα της αλήθειας και του δρόμου της σωτηρίας» εξοβελίζεται. Χαρακτηρίζεται φανατικός, μισσαλόδοξος, φονταμενταλιστής. Όμως σε καμμία περίπτωση η εμμονή στην αλήθεια του Χριστού δεν μπορεί να ταυτισθεί με τον φανατισμό ή τη μισαλλοδοξία, όπως προσπαθούν κάποιοι κατ' όνομα μόνον προοδευτικοί να το παρουσιάσουν για να πλήξουν την Εκκλησία.
 
Από την οπτική γωνία που βλέπει τα πράγματα η «Νέα Εποχή» όλες οι θρησκείες θεωρούνται δρόμοι που οδηγούν στο ίδιο τέρμα, στον ίδιο σκοπό. Θεωρούνται «ηθελημένοι οδοί από τον Θεόν για τη δόξα του Θεού και τη σωτηρία των πιστών τους»6.
 
«Κατά βάθος, μία εκκλησία ή ένα τέμενος αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου»7.

«Η ουσιαστική ανεξιθρησκεία δεν περιορίζεται σε απλή ανοχή, αλλά συνίσταται, πέραν αυτής και σε μία θετική αναγνώριση μιας ξένης θρησκείας ως γνήσιας δυνατότητος συναντήσεως με το Ιερό»8.

Οι ανωτέρω ρήσεις ανήκουν — δυστυχώς — σε Ορθόδοξον ιεράρχη.

Οι οπαδοί αυτής της απόψεως πιστεύουν ότι υπάρχει ένας κοινός Θεός ο οποίος εκφράζεται στις διάφορες θρησκείες με διαφορετικά ονόματα και ότι θα πρέπει «να σεβόμεθα τον Θεόν του πλησίον μας» (!)


Αυτή η θέση εκφράζεται χαρακτηριστικά στις γνωστές ίσως δηλώσεις του αποθανόντος πατριάρχου Αλεξανδρείας Παρθενίου (1996):


«Για μένα, το θέμα της γνώσεως, αν το Ισλάμ είναι ή δεν είναι μία εμπνευσμένη θρησκεία, δεν τίθεται: είναι βεβαίως, εμπνευσμένη». «ο Μωάμεθ είναι άνθρωπος του Θεού, ο οποίος έκαμε τους Άραβας της ερήμου να πιστεύουν στον ένα Θεό, ικανούς να προσεύχονται, να νηστεύουν, να αγαπούν τους γείτονές τους και να εργάζονται για το καλό. Και αυτό είναι καλό πράγμα...»9.

Και: «Το Ισλάμ, στο Κοράνιό του, μιλάει για Χριστό, για Παναγία, και μείς πρέπει να μιλήσουμε για τον Μωάμεθ με θάρρος και τόλμη. Να δούμε την ιστορία του και την προσφορά του, το κήρυγμα του ενός Θεού, και την ζωή των μαθητών του, που είναι μαθητές του ενός Θεού...»10(!)

Ο γνωστός για τις ιδέες του καθηγητής Σάββας Αγουρίδης μετά τη συμμετοχή του στη Β' Συνδιάσκεψη της «Συνελεύσεως των Θρησκειών του Κόσμου» (Σαν Φραντσίσκο, 1990), η οποία αποτελεί μία από τις πολλές οργανώσεις του Κορεάτου ψευδομεσσία Σαν Μυούνκ Μουν, εδήλωσε: «αυτό που εδώ στην Ελλάδα έχουμε πραγματική ανάγκη, είναι η «αντικειμενική γνώση του Ισλάμ και του Ιουδαϊσμού... πρόκειται... για γειτόνους μας και πρέπει να καταλάβουμε καλά... πως έχουμε υποχρέωση να μάθουμε τη θρησκευτική παράδοση των γειτόνων μας... και να τους αποδεχτούμε σαν ίσους και όμοιους»11.


Και: «ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πρέπει να γίνουν αποδεκτοί από τους Ορθοδόξους ως ίσοι και όμοιοι με την Ορθοδοξία και ο Βουδισμός, όπως προφανώς και άλλες θρησκείες, αποτελούν θρησκευτικά φαινόμενα, όπως η Ορθοδοξία!»12.


Σύμφωνα με τις συγκρητιστικές αυτές αντιλήψεις οι διάφορες θρησκείες αποτελούν νόμιμες εκφάνσεις του θρησκευτικού φαινομένου. Αποτελούν κύκλους πνευματικής ζωής με ετερόκεντρη αφετηρία. Επιδίωξη είναι να καταστούν «τεμνόμενοι κύκλοι με συνεχώς διευρυνόμενο το κοινό τμήμα τους»13. Η άποψη αυτή αποδέχεται την παρουσία του Χριστού σε όλες τις εκτός Χριστιανισμού θρησκείες14 και θεωρεί το Άγιο Πνεύμα «κοινό παρονομαστή όλων των θρησκειών».
 
Από επισημότατα δυστυχώς ορθόδοξα χείλη διακηρύσσεται ότι «Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι, Προτεστάνται και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδοί, Βουδδισταί και Κομφουκιανοί... είμεθα ηνωμένοι εν τω πνεύματι του ενός Θεού»15.
 
Ο συγκρητισμός συγχέει σκοπίμως στοιχεία διαφορετικών θρησκειών που παρουσιάζουν μια εξωτερική ομοιότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ταύτιση διαλογισμού και προσευχής από τους οπαδούς της «Νέας Εποχής». Επίσης βασικές διδασκαλίες κυρίως των ανατολικών θρησκειών, όπως η θεωρία του κάρμα και της μετενσαρκώσεως, θεωρείται ότι ανήκαν στον αρχέγονο χριστιανισμό, ο οποίος αλλοιώθηκε από την Εκκλησία και το ιερατείο!
 
Από τους εκπροσώπους της «Νέας Εποχής» εκφράζεται η θέση ότι δεν πρέπει κανείς να εκφέρει αξιολογικές κρίσεις για την ορθότητα, την ανωτερότητα ή κατωτερότητα των διαφόρων θρησκειών, εφ' όσον όλες αποτελούν εξ ίσου νόμιμες, απλώς διαφορετικές — για λόγους ιστορικούς και πολιτισμικούς — θρησκευτικές παραδόσεις.
 
Για την προώθηση αυτού του μοντέλου, διοργανώνονται σε ετήσια βάση με πρωτοβουλία του πάπα — και συμμετοχή δυστυχώς και Ορθοδόξων — «Συναντήσεις Θρησκειών για την Ειρήνη του Κόσμου», όπως εκείνη που έγινε για πρώτη φορά στην Ασσίζη το 1986. Επίσης άλλες διοργανώσεις όπως το Α', Β' και Γ' μέχρι στιγμής «Κοινοβούλιο των Θρησκειών του Κόσμου» στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε. Μία από τις βασικές εκδηλώσεις εκεί είναι η «Εορτή της Θρησκευτικής Ποικιλίας». Στο Γ' Κοινοβούλιο, τον Δεκέμβριο του 1999 μετείχαν 6.000 (!) εκπρόσωποι διαφόρων θρησκειών.
 
Οι ιδέες του συγκρητισμού που παρουσιάζεται συνήθως με το μανδύα της αγάπης, της κατανοήσεως, του εκσυγχρονισμού και της προσαρμογής «σ' αυτό που ζητεί η εποχή μας», προωθούνται ακόμη μέσω των Μ.Μ.Ε., μέσω βιβλίων και περιοδικών, με το επικάλυμμα μάλιστα τελευταία της θρησκειολογικής έρευνας, αλλά και με άλλους τρόπους που έχουν στη διάθεσή τους οι διαμορφωτές γνώμης παγκοσμίως.
 
Επίσης βρίσκονται σε εξέλιξη, όσον αφορά σε μας τους Ορθοδόξους, διμερείς διάλογοι Ορθοδόξων και μουσουλμάνων αφ' ενός και Ορθοδόξων και Εβραίων αφ' ετέρου. Στο πλαίσιο αυτών των διαλόγων Χριστιανισμός, Ιουδαϊσμός και Ισλάμ θεωρούνται «Αβρααμικές» θρησκευτικές παραδόσεις με κοινές ηθικές αξίες(!)
 
Ο συγκρητισμός αυτός έχει τόσο επηρεάσει τους παπικούς και προτεστάντες, ώστε γίνονται ανταλλαγές παπικών μοναχών με βουδδιστές μοναχούς, ώστε οι μεν να προσλάβουν στοιχεία των δε. Σε επίπεδο διαχριστιανικού συγκρητισμού, λειτουργεί διομολογιακό μοναστήρι μικτό (άνδρες και γυναίκες) στο οποίο «μονάζουν» παπικοί και προτεστάντες. Πρόκειται για τη Μονή Μπόζε (Bose) στη Βόρειο Ιταλία, η οποία μάλιστα διοργανώνει συνέδρια επάνω σε θέματα Ορθοδόξου πνευματικότητος! Γνωστή είναι επίσης και η Μονή Ταιζέ με παρόμοιο προσανατολισμό.
 
Θα πρέπει να πούμε ότι οι δηλώσεις σαν κι αυτή του ινδού γκουρού που αναφέραμε στην αρχή, δεν εκφράζουν το πραγματικό πιστεύω των κηρύκων του συγκρητισμού. Το κήρυγμα της «ενότητος στην ποικιλία» είναι ένα δόλωμα για την παγίδευση των ανύποπτων χριστιανών στις ανατολικές θρησκείες και στη «Νέα Εποχή». Οι δάσκαλοι της Ν. Ε. βλέπουν με συγκατάβαση τους χριστιανούς, διότι πιστεύουν ότι οι χριστιανοί ευρίσκονται σε κατώτερο εξελικτικό επίπεδο, εκείνο της εποχής των Ιχθύων που τελειώνει, ενώ οι ίδιοι ευρίσκονται σε ανώτερο εξελικτικό επίπεδο, αυτό της εποχής του Υδροχόου, της πολυδιαφημιζομένης «Νέας Εποχής» που αρχίζει. Οι παρακάτω λόγοι που ανήκουν πάλι στον ινδό γκουρού Βιβεκανάντα δηλοποιούν την ανειλικρίνεια αυτού και των συναδέλφων του.
 
Μεταφέρουμε απόσπασμα από τον πύρινο λόγο του σε φοιτητές στο Madras όταν επέστρεψε από τις Η.Π.Α. στην Ινδία μετά το πέρας του Α' «Κοινοβουλίου των Θρησκειών του Κόσμου», όπου και του έγινε αποθεωτική υποδοχή: «Αυτό είναι το μεγάλο ιδανικό που βρίσκεται μπροστά μας, και ο καθένας πρέπει γι' αυτό να οπλισθεί — η άλωση του κόσμου από την Ινδία — τίποτε το λιγότερο από αυτό, και όλοι εμείς πρέπει να οπλισθούμε και να τεντώσουμε γι' αυτό το σκοπό κάθε νεύρο... Σήκω, Ινδία, και κυρίευσε τον κόσμο με την πνευματικότητά σου... Αυτό που πρέπει να κυριεύσει τη Δύση είναι η πνευματικότητα....»16.
 
Όπως σωστά παρετηρήθη το Α' «Κοινοβούλιο των Θρησκειών του Κόσμου» (1893) ήταν η αφετηρία της «ιεραποστολικής» εκστρατείας για την πνευματική άλωση της Δύσεως από τις ανατολικές θρησκείες.

Η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος
Είναι παρήγορο και ενθαρρυντικό ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δηλώνει επισήμως ότι «δεν μπορεί να συμμετάσχει σε τέτοιου είδους Διαθρησκειακές Συνελεύσεις λόγω σχετικών αποφάσεων, οι οποίες έχουν ληφθεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας»17.
 
Στην Δ.Ι.Σ. της 4-9.2.1999 «συζητήθηκε και το θέμα της συμμετοχής της Εκκλησίας σε διαθρησκειακές συναντήσεις και προσδιόρισε (η Δ.Ι.Σ.) τις αρχές της συμμετοχής της, οι οποίες είναι:
 
α) Η Εκκλησία διαλέγεται με όσους είναι έξω από αυτήν για την διάδοση του Ευαγγελίου και τη μετάδοση του μηνύματος της σωτηρίας μέσα στα πλαίσια της αυτοσυνειδησίας της.

β)
Δεν συμμετέχει σε συμπροσευχές κατά την επιταγή των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας».

Επίσης αποφασίσθηκε ο περιορισμός του Διαλόγου με τον Αγγλικανισμό, «λόγω των ακραίων αποκλίσεων των Αγγλικανών από την Βιβλική και Πατερική Παράδοση».

Αυτές οι αποφάσεις, όπως και οι σχετικές δηλώσεις του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου, ολίγον μετά την ανάρρησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόvo18, αναδεικνύουν την Εκκλησία της Ελλάδος ως την κατ' εξοχήν Εκκλησία η οποία τηρεί μία συνεπή παραδοσιακή στάση στα θέματα των διαλόγων και των σχέσεων με ετεροδόξους και ετεροθρήσκους**.

Διαχριστιανικός συγκρητισμός
Στο χώρο τώρα τον διαχριστιανικό, ο συγκρητισμός εκφράζεται κυρίως με τη «θεωρία των κλάδων» και τη θεωρία των «αδελφών εκκλησιών». Η θεωρία αυτή διατυπώνεται χαρακτηριστικά στη Συμφωνία Ορθοδόξων και παπικών στο Μπαλαμάντ του Λιβάνου (1993).

Μετείχαν εκεί εννέα Ορθόδοξες Εκκλησίες, ενώ απουσίαζαν έξι μεταξύ των οποίων και η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος.


Με τη συμφωνία αυτή γίνεται δεκτόν ότι αυτά που μας διαιρούν Ορθοδόξους και παπικούς είναι μόνον εξωτερικοί, ιστορικοί και ανθρώπινοι παράγοντες και όχι κάτι το ουσιαστικό και βαθύτερο. Με τη συμφωνία αυτή προωθείται ο δογματικός μινιμαλισμός και ο λαϊκός οικουμενισμός. Ήδη στην ορθόδοξο διασπορά ορθόδοξοι εκκλησιάζονται σε ναούς παπικών, επειδή π.χ. ο ορθόδοξος ναός ευρίσκεται σε μεγάλη απόσταση. Βαπτίζουν τα παιδιά τους εκεί κ.ο.κ. Έτσι με τον λαϊκό οικουμενισμό έχουμε μια «σταδιακή ψυχολογική προετοιμασία του λαού ώστε συν τω χρόνω η ένωσις να πραγματοποιηθή εις τον λαόν ανεξαρτήτως των αποφάσεων της ιεραρχίας»19.


Η θεωρία των «αδελφών εκκλησιών» δέχεται ότι Ορθόδοξοι και Παπικοί είμεθα αδελφές Εκκλησίες με την πλήρη έννοια του όρου, παρά τις διαφορές σε δογματικό επίπεδο, οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται.


Ως αδελφές Εκκλησίες είμεθα «υπεύθυνοι από κοινού διά την διατήρησιν της μοναδικής Εκκλησίας του Θεού..»20.


Η θεολογία αυτή όπως και οι συγγενείς «Βαπτισματική θεολογία», θεολογία του «Πολιτισμικού πλουραλισμού», της «Διευρυμένης Εκκλησίας» και της «Κοινής Διακονίας», οδηγούν σε εκατέρωθεν αναγνώριση της αποστολικής διαδοχής, της ιερωσύνης και των μυστηρίων -παρά τις δογματικές διαφορές- όπως ακριβώς έγινε στο Μπαλαμάντ. Έτσι ουσιαστικά ανατρέπεται η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία.

 
Η έννοια των αδελφών εκκλησιών σημειωτέον επεκτείνεται, ώστε να θεωρηθούν και οι ποικιλώνυμες προτεσταντικές παραφυάδες και κυρίως οι Αγγλικανοί, ως αδελφές εκκλησίες προς την Ορθόδοξο.
 
Στη συμφωνία του Μπαλαμάντ ασκήθηκε εντονωτάτη κριτική από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία εκφράζοντας την συνείδηση του ευσεβούς κλήρου και του λαού μας και ιδιαιτέρως των μοναχών, γράφει χαρακτηριστικά προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ότι θεωρεί «το περί Ουνίας κείμενο του Μπαλαμάντ ως απαράδεκτον εξ επόψεως ορθοδόξου», και «ως παντελώς ξένον προς την μακραίωνα ορθόδοξον παράδοσιν»21. Κατά παρόμοιον τρόπον εξεφράσθησαν σε άρθρα τους Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες22, η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους και παραδοσιακοί καθηγητές των Θεολογικών μας Σχολών23.
 
Ένας άλλος διάλογος στο πλαίσιο του οποίου καλλιεργήθηκε ο θρησκευτικός συγκρητισμός με την συνακόλουθη μείωση και υποτίμηση των δογματικών διαφορών ήταν αυτός με τους Αντιχαλκηδονίους. Ο διάλογος αυτός υποτίθεται ότι επερατώθη επιτυχώς. Μία προσεκτικότερη όμως μελέτη έδειξε ότι η συμφωνία που επετεύχθη ήταν επιφανειακή.
 
Η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους παρατηρεί ότι τα συμπεράσματα της Μικτής Επιτροπής Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, βάσει των οποίων οι Αντιχαλκηδόνιοι «διετήρησαν πάντοτε πιστώς την αυτήν αυθεντικήν Ορθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν και την αδιάκοπον συνέχειαν της αποστολικής παραδόσεως»24 «πλήττουν καιρίως τον χαρακτήρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής. και δεύτερον, η Χριστολογία των Κοινών Δηλώσεων έρχεται εις ριζικήν διαφωνίαν προς την Χριστολογικήν διδασκαλίαν μεγάλων Πατέρων και Οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας»25.

Το Π.Σ.Ε.
Το βήμα από όπου προβάλλεται και προωθείται κυρίως ο διαχριστιανικός αλλά και ο διαθρησκειακός συγκρητισμός είναι αυτό του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) στο οποίον ως γνωστόν μετέχουμε Ορθόδοξοι και προτεστάντες. Ήδη έχουν αποχωρήσει, όπως γνωρίζετε, οι Εκκλησίες Ιεροσολύμων, Γεωργίας και Βουλγαρίας, ενώ και άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως της Σερβίας και Ρωσίας, προβληματίζονται έντονα για τη δική τους συμμετοχή. Το Π.Σ.Ε. ήδη στην ιδρυτική του διακήρυξη εξέφραζε τη γραμμή του διαχριστιανικού συγκρητισμού.
 
Από την δεκαετία του '70 και εξής έγιναν στο πλαίσιο του Π.Σ.Ε. μεγάλα βήματα προς τον διαθρησκειακό πλέον συγκρητισμό με προωθητή κυρίως το Τμήμα του Π.Σ.Ε. για τον «Διάλογο με τις άλλες θρησκείες».
 
Οριακή εκδήλωση προς αυτή την κατεύθυνση απετέλεσε η Ζ' Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στην Καμπέρρα της Αυστραλίας το 1991 όπου προεβλήθησαν «παγανιστικές, ανιμιστικές και ειδωλολατρικές αντιλήψεις περί του Αγίου Πνεύματος, δείγμα της βαθειάς αλλοτρίωσης της προτεσταντικής θεολογίας» κατά την χαρακτηριστική έκφραση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου σε άρθρο του με τον εύγλωττο τίτλο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ή Λέσχη Θρησκευομένων Ανθρώπων;»26.
Θα ημπορούσε να επεκταθεί κανείς και σε πολλά άλλα θέματα που δικαιολογούν την άποψη ότι το Π.Σ.Ε. διέρχεται σήμερα μίαν βαθυτάτη κρίση η οποία ομολογείται πανταχόθεν και η οποία είναι άγνωστον που θα οδηγήσει.
 
Είναι γεγονός ότι αν θα ήθελε να ιδεί κανείς βαθύτερα την κρίση που διέρχονται οι διάλογοι στο πλαίσιο του Π.Σ.Ε. αλλά και οι υπόλοιποι διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ετεροδόξους, θα έπρεπε να διερευνήσει κυρίως τα αίτια και όχι τα επιφαινόμενα. Επιφαινόμενα είναι επί παραδείγματι τα προβλήματα που παρεμβάλλονται διαρκώς από την Ουνία από παπικής πλευράς ή οι χειροτονίες γυναικών και οι γάμοι ομοφυλοφίλων από προτεσταντικής πλευράς.
 
Το βαθύτερο αίτιο της κρίσεως είναι — όπως ομολογείται και από συνειδητούς παλαιμάχους και ενθέρμους θιασώτες του Π.Σ.Ε. — το «έκδηλο συγκρητιστικό πνεύμα από το οποίο εμφορούνται πολλά στελέχη του Συμβουλίου» (του Π.Σ.Ε.)27.
 
Τα σπέρματα βέβαια της σημερινής εξελίξεως ετίθεντο ήδη, όπως είπαμε, στο ιδρυτικό Καταστατικό του Π.Σ.Ε., όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι συνεστήθη προκειμένου:
 
«1) Να καλή τας Εκκλησίας διά τον σκοπόν της ορατής ενότητος εν μια πίστει και μια ευχαριστιακή κοινωνία, εκφραζομένης εν τη λατρεία και τη κοινή εν Χριστώ ζωή και διά την πρόοδον — αυτών — προς την ενότητα ταύτην, ίνα ο κόσμος πιστεύση.

2)
Να διευκολύνη την κοινήν μαρτυρίαν των Εκκλησιών εις ένα έκαστον τόπον και εις άπαντας τους τόπους...


3) Να υποστηρίζη τας Εκκλησίας εν τω παγκοσμίω ιεραποστολικώ και ευαγγελιστικώ αυτών έργω.


4)
Να εκφράζη το κοινόν ενδιαφέρον των Εκκλησιών εν τη υπηρεσία των ανθρωπίνων αναγκών, της κατακρημνίσεως των μεταξύ των ανθρώπων εμποδίων και της προαγωγής μιας ανθρωπίνης οικογενείας εν δικαιοσύνη και ειρήνη»28.


Τα ανωτέρω εκφράζουν, με τρόπον εύγλωττον την εξ αρχής αυτοσυνειδησία του Π.Σ.Ε. και των ιδρυτικών του μελών.


Από ορθοδόξου πλευράς, για να αιτιολογηθεί στην γνωστή πατριαρχική εγκύκλιο του 1920 η συμμετοχή στην «οικουμενική κίνηση», προεβάλλετο ως μοναδική αιτία η αντιμετώπιση κινδύνων όπως «ο οσημέραι ευρυτέρας λαμβάνων διαστάσεις αλκοολισμός, η θριαμβεύουσα περιττή πολυτέλεια, η μόλις συγκαλυπτομένη φιληδονία και ηδυπάθεια, η ακολασταίνουσα ασχημοσύνη εν τη φιλολογία, τη ζωγραφική, τω θεάτρω ή και τη μουσική, η θεοποίησις του πλούτου...», χωρίς να προβάλλεται καθόλου η αλήθεια ότι ακόμη και η πλήρης εξάλειψη αυτών των κοινωνικών πληγών δεν σώζει από μόνη της τον άνθρωπο.

 
Στην πατριαρχική αυτή εγκύκλιο του 1920, η οποία, σημειωτέον, κατά τους οικουμενιστές αποτελεί «οριακή έκφραση του Ορθοδόξου Οικουμενισμού, αλλά και ορόσημο στην ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως»29, ως «απανταχού Εκκλησίαι» θεωρούνται οι ετερόδοξες Κοινότητες της Δύσεως, οι οποίες χαρακτηρίζονται «όχι ως ξέναι και αλλότριαι προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, αλλ' ως συγγενείς και οικείαι εν Χριστώ και συγκληρονόμοι και σύσσωμοι της επαγγελίας του Θεού εν τω Χριστώ».
 
Εξ αρχής λοιπόν τα θεμέλια του Π.Σ.Ε. ήσαν τελείως εγκοσμιοκρατικά και ξένα προς την Ορθόδοξο αυτοσυνειδησία. Άλλωστε η εκκοσμίκευση, ο ηθικισμός, ο ευσεβισμός και ο ουμανισμός, με την έννοια του ρεύματος που εγέννησε ο Γαλλικός Διαφωτισμός, άνοιξαν τον δρόμο για τον μη Ορθόδοξο Οικουμενισμό. Λέγω μη Ορθόδοξο, διότι έχουμε και Ορθόδοξο Οικουμενισμό. Ορθόδοξος Οικουμενισμός είναι η Οικουμενικότητα της Εκκλησίας την οποία ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως.
 
Δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι το Π.Σ.Ε. αποτελεί εδώ και χρόνια στόχο διαβρώσεως εκ μέρους της οργανώσεως του Κορεάτου ψευδομεσσία Σαν Μυούνκ Μουν «Ενωτική Εκκλησία», η οποία επιδιώκει την διάβρωση όλων των δομών εξουσίας στον κόσμο. Η «Ενωτική Εκκλησία» ισχυρίζεται ότι «χρειάζεται άλλα δεκαπέντε περίπου χρόνια για να διαβρώσει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και ότι «ήδη υπάρχει ένας μεταξύ των πέντε Προέδρων του Π.Σ.Ε. που συνεργάζεται στενά με την κίνηση αυτή»!... «Με αυτές τις προϋποθέσεις», σχολιάζει ο μακαριστός π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος: (1996), «ο διαθρησκευτικός διάλογος θα ήταν τουλάχιστον ανευθυνότητα και επιπολαιότητα από μέρους εκκλησιαστικών παραγόντων και εκφράζουμε απορία γιατί ένας από τους Προέδρους του Π.Σ.Ε. να είναι σήμερα συνεργάτης του Κορεάτη ψευδομεσσία και γιατί δεν ακούστηκε ακόμη καμμία κραυγή διαμαρτυρίας»30.
Συνέπειες – αποτελέσματα
Οι συνέπειες της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν γένει στην λεγομένη Οικουμενική κίνηση και τους συναφείς διαλόγους είναι, όπως θα δούμε, κυρίως εκκλησιολογικές, σωτηριολογικές και ποιμαντικές. Η συμμετοχή αυτή οδήγησε και οδηγεί καθ' ημέραν και περισσότερο στην αλλοίωση του ορθοδόξου φρονήματος και ήθους και στη διαμόρφωση ενός άλλου φρονήματος και ήθους «διαθρησκειακού», τουλάχιστον μεταξύ των στελεχών που εμπλέκονται στην όλη αυτή προσπάθεια.
 
Όπως γράφει ο καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Μουρατίδης «Διά της συμμετοχής της εις το Π.Σ.Ε. η Ορθοδοξία παρητήθη κατ' ουσίαν της οικουμενικής αυτής αποστολής υπέρ του Π.Σ.Ε., όπερ κατά την γνώμην μου συνιστά το μέγιστον και πλέον οδυνηρό πλήγμα κατά του απολυτρωτικού έργου, το οποίον είναι κεκλημένη να επιτελέση εν μέσω του συγχρόνου κόσμου»31.
 
Ο αείμνηστος Σέρβος καθηγητής της Δογματικής και ομολογητής της Ορθοδοξίας π. Ιουστίνος Πόποβιτς χαρακτηρίζει το Π.Σ.Ε. ως «αιρετικόν, ανθρωποπαγή και ανθρωπολατρικόν σύλλογον» και την συμμετοχήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις αυτό ως «δουλικόν εξευτελισμόν». Ο δε μακαριστός π. Σπυρίδων Μπιλάλης γράφει: «Ο Οικουμενισμός, η μεγαλυτέρα αίρεσις του εικοστού αιώνος, κηρύττουσα τον δογματικόν και θρησκευτικόν συγκρητισμόν και τείνουσα εις εν είδος πανθρησκείας διά της εξισώσεως των χριστιανικών ομολογιών και θρησκειών, αποτελεί την πλέον θανάσιμον απειλήν διά την Ορθοδοξίαν»32.
 
Ουσιαστικώς ο διαχριστιανικός και διαθρησκειακός συγκρητισμός καταργεί τα όρια μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρέσεως. Ο Οικουμενισμός με την έννοιαν του συγκρητισμού υποστηρίζει ότι τα όρια της Εκκλησίας είναι ασαφή. Ότι, Ορθόδοξος Εκκλησία αφ' ενός και άλλες χριστιανικές ομολογίες αφ' ετέρου, συναποτελούν την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν του Συμβόλου της Πίστεως. Αυτό βέβαια αποτελεί εκκλησιολογική αίρεση και έρχεται σε αντίθεση με την απ' αρχής αυτοσυνειδησία μας ως Ορθοδόξων.
 
Επ' αυτού θα ημπορούσαμε να προσκομίσουμε πλήθος αγιοπατερικών χωρίων.
 
Με τον συγκρητισμό που καλλιεργείται στο πλαίσιο αυτών των διαλόγων με ετεροδόξους και ετεροθρήσκους ουσιαστικά αθετείται η έννοια της αιρέσεως για λόγους «οικουμενικής αβροφροσύνης» και για την επικράτηση «οικουμενικού πνεύματος». Μετατίθεται η πραγματική βάση ενότητος των ανθρώπων εν Αληθεία, δηλαδή εν Χριστώ, και προτείνεται ένα νέο πρότυπο ενώσεως -παρά τις δογματικές διαφορές-, δηλαδή όχι εν Αληθεία. Το πρότυπο της δράσεως από κοινού, της οργανώσεως, της «κοινής διακονίας», δηλαδή ένα πρότυπο ουμανιστικό, ανθρωποκεντρικό. Κέντρον της ενότητος αποτελεί πλέον όχι ο Θεάνθρωπος αλλ' ο πεπτωκός άνθρωπος.
 
Η συμμετοχή στο Π.Σ.Ε. και ο όλος οικουμενιστικός συγχρωτισμός, που περιλαμβάνει όχι μόνον διαλόγους αλλά και κοινές λατρευτικές εκδηλώσεις, οδήγησε στην ουσιαστική παύση της Ορθοδόξου ιεραποστολής στις χώρες όπου επικρατούν οι χριστιανικές ομολογίες. Έτσι κλείνουμε την πόρτα στους κουρασμένους ανθρώπους της Δύσεως, υποδεικνύοντάς τους να μείνουν εκεί όπου ευρίσκονται, εφ' όσον «είμαστε το ίδιο», είμαστε «αδελφές Εκκλησίες» και «επίκειται η ένωση».
 
Αλλά και αποκαθάρσεις λειτουργικών βιβλίων μελετώνται ώστε να μην θίγονται οι αντιχαλκηδόνιοι από τις αυστηρές εκφράσεις που χρησιμοποιεί η υμνολογία της Εκκλησίας μας για τους αιρεσιάρχες αρχηγούς των.

Έλλειψη ενημερώσεως και συμφωνίας της Εκκλησίας
Η συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών στις διαδικασίες των διαλόγων αυτών με τον τρόπο που γίνονται, πάσχει όχι μόνον ουσιαστικώς αλλά και διαδικαστικώς. Ούτε εξ αρχής υπήρξε, ούτε υπάρχει ουσιαστική ενημέρωση για τα λαμβάνοντα χώραν στα πλαίσια των διαλόγων. Όχι μόνον ο ευσεβής κλήρος και λαός μας δεν ενημερώνεται, αλλ' ούτε και η σεπτή ιεραρχία ενημερώνεται σε βάθος. Οι διάλογοι αυτοί αποτελούν σε διεθνές επίπεδο αποκλειστική ενασχόληση μιας κατηγορίας ανθρώπων που θα μπορούσε κανείς να τους ονομάσει εξ επαγγέλματος γραφειοκράτες και τεχνοκράτες οικουμενιστές.
 
Το θέμα όμως δεν είναι μόνον η ενημέρωση. Το ζητούμενον είναι τα αποφασιζόμενα στους διαλόγους να συμφωνούν και να εκφράζουν το ευσεβές φρόνημα της Εκκλησίας, αλλιώς θα έχουν την τύχη αποφάσεων τύπου Φερράρας-Φλωρεντίας και το μόνο που θα κάνουν θα είναι να δημιουργήσουν πληγές στο σώμα της Εκκλησίας.

Ορθόδοξες θέσεις
Η Ορθόδοξη Παράδοση, της οποίας άγρυπνος θεματοφύλακας είναι ο μοναχισμός, ως πρόταση αντιστάσεως στον διαχριστιανικό και διαθρησκειακό συγκρητισμό, ως πρόταση αντιστάσεως ουσιαστικά στον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποιήσεως της λεγομένης Νέας Εποχής, προβάλλει την οδό της αληθούς θεογνωσίας, την κατά χάριν θέωση, δηλαδή, σε προσωπική κοινωνία αγάπης και υπακοής με τον μόνον Άγιο Τριαδικό Θεό.
 
Προβάλλει την ανεκτίμητη αξία του προσώπου το οποίο η Νέα Εποχή θέλει να αριθμοποιήσει και εξαφανίσει. Η Ορθόδοξη αυτή πρόταση ζωής δεν είναι μια διανοητική κατασκευή. Είναι η εμπειρία αναριθμήτου πλήθους αγίων στη διάρκεια των δύο χιλιάδων ετών εκκλησιαστικού βίου.
Ο αγώνας αυτός για διάσωση του προσώπου είναι συγχρόνως και αγώνας για διάσωση της εθνικής και θρησκευτικής μας αυτοσυνειδησίας, η οποία τελευταία μάλιστα δέχεται πυκνά και μεθοδευμένα κτυπήματα.
 
Ο διάλογος βέβαια με τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους σε καμμία περίπτωση δεν απορρίπτεται. Αντιθέτως, πάντοτε κατείχε θέση σημαντική στη ζωή της Εκκλησίας, θέση συνυφασμένη με την αποστολή της που είναι το προφητικό και αποστολικό κήρυγμα της μετανοίας και η ένωσις των πάντων.
 
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε, ότι στο πλαίσιο της λεγομένης οικουμενικής κινήσεως κακοποιούνται ερμηνευτικώς οι λόγοι του Κυρίου μας κατά την αρχιερατική Του προσευχή. Όταν ο Κύριος εύχεται «ίνα πάντες εν ώσιν» (Ιωάν. 17,21) κατά την πατερική ερμηνεία, που υπενθυμίζει ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ζητεί από τον Πατέρα «ώστε οι μαθηταί Του και οι μαθηταί των μαθητών Του να γίνουν ένα εις την θέαν της δόξης Του, εις αυτήν ήδη την επίγειον ζωήν ως μέλη του Σώματός Του, δηλαδή της Εκκλησίας...»33.
 
Ορθοδόξως η ένωσις των πάντων, επομένως και η ένωσις των «εκκλησιών», επιτυγχάνεται με την Χάριν του Θεού διά της επιστροφής των πεπλανημένων εν μετανοία στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δηλαδή την Ορθόδοξο.
 
Θα ήταν φρονούμε πολύ χρήσιμο και για τους σήμερον διαλεγομένους από πλευράς Ορθοδόξου και καλουμένους να δώσουν λόγον «παντί τω αιτούντι περί της εν ημίν ελπίδος», να εντρυφήσουν στο πώς διελέγοντο οι άγιοι της Εκκλησίας μας με τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους και μάλιστα κάτω από ασυγκρίτως δυσμενέστερες απ' ότι εμείς σήμερα ιστορικές συνθήκες.
 
Εμείς σήμερα γιατί θα πρέπει να απομακρυνθούμε από τη δική τους γραμμή; Μήπως είμεθα αγιότεροι ή εξυπνότεροι εκείνων;
 
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, σεπτή ομήγυρις μοναχών και φιλομονάχων, εξ όσων μέχρι στιγμής ελέχθησαν καθίσταται νομίζω σαφές ότι ευρισκόμεθα μπροστά σε ένα υπαρκτό και σοβαρό πρόβλημα που αποτελεί μέρος της προκλήσεως της λεγομένης Νέας Εποχής.
 
Έγινε πιστεύω φανερό από όσα μέσα στο περιορισμένο αυτό χρονικό διάστημα εξετέθησαν, ότι ο συγκρητισμός, διαχριστιανικός και διαθρησκειακός είναι τελείως αντίθετος και ασυμβίβαστος με το ευσεβές φρόνημα της Εκκλησίας. Το φρόνημα αυτό εκφράζει κατ' εξοχήν ο Ορθόδοξος Μοναχισμός, ο οποίος αποτελεί την γρηγορούσα συνείδηση της Εκκλησίας και τον θεματοφύλακα της Παραδόσεώς της. Γι' αυτό το λόγο έχει κάθε δικαίωμα αλλά και καθήκον να προμαχεί και υπερμαχεί υπέρ της ορθοδόξου πίστεως προασπίζοντας την ακεραιότητά της.
 
Κλείνοντας επιτρέψτε μου τούτο μόνον να προσθέσω:
Επειδή η προσπάθεια προωθήσεως του συγκρητισμού, διαχριστιανικού και διαθρησκειακού, ενδύεται συνήθως, όπως είπαμε, το μανδύα της αγάπης, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ακριβώς η πατερική στάση που εμμένει στην αλήθεια της πίστεως και που λέγει την αλήθεια στους εκτός Εκκλησίας με πόνο, αγάπη και διάκριση, είναι όντως η φιλάνθρωπος στάση, διότι ουσιαστικά βοηθεί τον πλανώμενο άνθρωπο να έλθει σε συναίσθηση και μετάνοια, ενώ η άλλη -η ουμανιστική αγαπολογική- τον αφήνει αβοήθητο στην αρρώστεια του.
Εξ άλλου η αγάπη η αληθινή, που είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, συμπορεύεται πάντοτε με την Αλήθεια, που είναι ο ίδιος ο Χριστός, αλλιώς δεν πρόκειται ούτε για αληθινή αγάπη ούτε για αλήθεια.
Σας ευχαριστώ
 
 
** Αυτά εγράφοντο πριν έλθει ο πάπας στην Ελλάδα τον Μάιο του 2001. Σήμερα, δυστυχώς, δεν μπορούμε να επαναλάβουμε τις δηλώσεις μας εκείνες του Σεπτεμβρίου του 2000.
1. Βλ. Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, «Ορθοδοξία και Ουμανισμός. Ορθοδοξία και Παπισμός», Γ' έκδ. 1996, σελ. 9
2. Κλίμαξ Ιωάννου του Σιναΐτου, εκδ. «Αστέρος», Αθήναι 1979, σελ. 128, κγ'
3. Βλ. Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, «Ορθοδοξία και Ουμανισμός. Ορθοδοξία και Παπισμός», Γ' έκδ. 1996, σελ. 10
4. Β.Θ. Σταυρίδου -Ευ.Α. Βαρέλλα, «Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως», Θεσσαλονίκη, 1996, σελ. 247-248
5. Βλ. Περιοδικό «Διάλογος» του Διορθοδόξου Συνδέσμου Πρωτοβουλιών Γονέων», τ. 1, σελ. 16
6. Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, Λόγος Διαλόγου, σελ. 156
7. Μητροπ. Ελβετίας Δαμασκηνού, εν: Ορθοδοξία και Ισλάμ, έκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, 1997, σελ. 16
8. Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, εν περιοδ. «Επίσκεψις», αρ. 426/1.10.1989, σελ. 6
9. Στον συλλογικό τόμο "You shall be my Witnesses", επιμέλεια και έκδοσις Γεωργίου Λαιμοπούλου, εκδόσεις «Τέρτιος, σελ. 19, Κατερίνη 1993
10. Περιοδικό«Πάνταινος», αρ. 1 /Ιανουάριος-Απρίλιος 1991,σελ.59
11. † π:. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου, Διαλογισμός ή Προσευχή; -Ορθόδοξη Θεώρηση, σελ. 235, Αθήναι 1993
12. † π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου, αυτόθι, σελ. 237
13. Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, «Ο ακαδημαϊκός διάλογος...», ενθ' ανωτ., σελ. 14
14. Βλ. Δηλώσεις "Gaudium et spes" και κυρίως "Nostra Aetate" («Για τις σχέσεις της Εκκλησίας με τις μη χριστιανικές θρησκείες») της Β' Βατικανής Συνόδου (1965)
15. Περιοδικόν «Επίσκεψις», αρ. 511 / 39.11.1994, σελ. 28
16. Ενθ' ανωτ. περιοδ. «Διάλογος», τ.1, σελ. 16
17. Περιοδικόν «Εκκλησία», αρ. 15/15.8.-1.2.1998, σελ. 634
18. Απόσπασμα συνεντεύξεώς του στην εκπομπή του π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος (24.5.1998)
19. Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, «Ορθοδοξία και Οικουμενισμός, Ορθοδοξία και Παπισμός», Γ' έκδ. 1996, σελ. 123
20. Κοινό ανακοινωθέν Πάπα και Οικουμενικού Πατριάρχου μετά τον εορτασμό της θρονικής εορτής της Ρώμης (1995), βλ. Περιοδ. «Επίσκεψις», αρ. 520/31.7.1995, σελ. 19
21. Εφημερίδα «Εκκλησιαστική Αλήθεια», αρ. 393/16.1.1995, σελ. 1 και 7
22. Βλ. Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου (νυν Μακ. Αρχιεπισκόπου) «Η ουνία μόνον ξεπερασμένη μέθοδος ενότητος;», εν περιοδ. «Πειραϊκή Εκκλησία», αρ. 32 / Οκτ. 1993
23. Βλ. Κείμενον Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους εν περιοδ. «Αγιορειτική Μαρτυρία» τεύχος 18/ Απρίλιος 1995, σελ. 86-99
24. Περιοδικόν «Επίσκεψις», αρ. 446/1.10.1990, σελ. 19-20 («Δευτέρα Κοινή Δήλωσις», παρ. 9, της Γ' Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής του Θεολογικού διαλόγου, Σαμπεζύ, 23-28.9.1990)
25. Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους Άθω, Παρατηρήσεις περί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Άγιον Όρος 1996, σελ. 12
26. Βλ. Περιοδικόν «Πειραϊκή Εκκλησία», αρ. 4/Μάρτιος 1991, σελ. 58-59
27. Βλ. Μ. Πρωτοπρ. Γεωργίου Τσέτση, «Από το Βανκούβερ στην Καρμπέρα», περιοδικόν «Ενημέρωσις», ΣΤ' -1990/11-12, σελ. 4
28. Βασιλείου Θ. Σταυρίδου - Ευ.Α. Βαρέλλα, Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως, 47, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 370
29. Βλ. Μ. Πρωτοπρ. Γεωργίου Τσέτση «Οικουμενικός θρόνος και Οικουμένη - Επίσημα Πατριαρχικά Κείμενα», εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1988, σελ. 57
30. Βλ. άρθρο «Η 'Νέα Εποχή' κίνδυνος για τον πολιτισμό!», εφημερίδα «Χριστιανική», 20.6.1991, σελ. 6-7 και 10• περιοδικό «Εκκλησία», αρ. 14/1.10.1990, σελ. 511α
31. Κ.Δ. Μουρατίδου, Οικουμενική Κίνησις - Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, σελ. 28, εκδόσεις «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1973
32. Αρχιμ. Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, «Ορθοδοξία και Παπισμός», Τόμος Β', έκδοσις «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1969, σελ. 598
33. Βλ. Επιστολή Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους προς την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο περί του κειμένου του Μπάλαμαντ, εν περιοδ. «Αγιορειτική Μαρτυρία», τεύχος 18 / Απρίλιος 1995, σελ. 86

ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ»
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2002
ΤΕΥΧΟΣ 26