Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 18Ο ΑΙΩΝΑ, Η μαρτυρία τριών αγίων



Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Θεολόγου Καθηγητού
Πλήρης χάριτος ο θησαυρός της παράδοσης της Εκκλησίας, αποτελεί σπάνια παρακαταθήκη, ακόμη και για το σημερινό αδιάφορο θεολογικά άνθρωπο.
Οι περιπτώσεις είναι πολλές. Στέκομαι μόνο σε μια, κάπως επίκαιρη μιας και συνδέεται με τη μνήμη τριών Αγίων, (Αθανασίου του Παρίου: 24 Ιουνίου, Νικοδήμου Αγιορείτου: 14 Ιουλίου, Μακαρίου Νοταρά: 17 Απριλίου).
Όποιος μελετά την πορεία της Εκκλησίας μέσα στους αιώνες, δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσει ότι αυτή, στη μακρά διάρκεια της ιστορίας της, στηριγμένη στην εμπειρία των Αγίων, διέσωσε την πνευματική υπόσταση και την ιστορική μαρτυρία της, χωρίς να υποτάσσεται σε καμιά θρησκευτικότητα και εκκοσμίκευση. Αυτή η ασυμβατότητα, την έκαμε πολλές φορές να κρατά μια κριτική στάση απέναντι στα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα, τα οποία πάντοτε προσπαθούσαν να μεταβάλλουν την ασκητική σοφία της, σ’ ένα ουδετεροποιημένο αντικείμενο και να την περιορίσουν μόνο στην περιοχή της γνώσης. Φέρνω ως παράδειγμα την ησυχαστική παράδοση του 14ου και την αναγέννηση αυτής με την κολλυβαδική του 18ου αιώνα.
Και στις δύο περιπτώσεις, είναι σαφές ότι συγκρούσθηκαν δύο σαφώς αντιτιθέμενοι κόσμοι, η υπερβατική Ανατολή με την ενδοκοσμική Δύση, με αποτέλεσμα χάρη στην πρώτη να διαφυλαχθούν απαραχάρακτες οι θεολογικές προϋποθέσεις, που πάντοτε καθιστούσαν την Εκκλησία αληθινή κιβωτό σωτηρίας. Αυτό το χαρακτηριστικό την έκαμε να θέσει στο περιθώριο κάθε εξωτερικό σχήμα και η ίδια με βάση την ευχαριστιακή της ζωή, σε καιρούς ιδιαίτερα χαλεπούς, όπως λόγου χάριν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, να είναι «καινός τρόπος», πραγματώνοντας έτσι τη σωτηρία των υπόδουλων

Η βίαιη θρησκευτική - ιδεολογική διαμάχη Κολλυβάδων - Αντικολλυβάδων στο Άγιο Όρος τον 18ο αιώνα




Η εμφάνιση των Κολλυβάδων κατά τον 18ο αιώνα στον αγιορειτικό και ευρύτερα τον ελλαδικό χώρο, προκαλεί μία δυναμική επιστροφή στις ρίζες της Ορθοδόξου Πατερικής Παραδόσεως. Οι φορείς αυτής της Ορθοδόξου Παραδόσεως ονομάσθηκαν ειρωνικά από τους αντιπάλους τους στο Άγιον Όρος Κολλυβάδες, εξαιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσύνων από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί σωστά εκτίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρας της ημέρας.
01.jpg
Συγκεκριμένα η αφορμή δόθηκε από τους μοναχούς της αγιορειτικής Σκήτης της Αγίας Αννης. Το 1754 οι Αγιαναννίτες μοναχοί εργάζονταν για την ανοικοδόμηση του Κυριακού (τού κεντρικού Ναού της Σκήτης). Αλλά επειδή έπρεπε να εργάζονται και το Σάββατο, πήραν την απόφαση να μην τελούν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων το Σάββατο σύμφωνα με την παράδοση που ίσχυε σε όλο το Άγιον Όρος, αλλά την Κυριακή μετά την Θεία Λειτουργία.

Σχέση Μικροῦ καί Μεγάλου Ἁγιασμοῦ κατά τούς Κολλυβάδες καί δή κατά τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Πάριο



Με τη ευκαιρία της μεγάλης δεσποτικής εορτής των Θεοφανείων και της κατ” αυτήν τελέσεως του Μεγάλου Αγιασμού, επιθυμούμε ν” αναφερθούμε στη σχέση αυτή του Μεγάλου, ως λέγεται, Αγιασμού, προς τον αποκαλούμενο Μικρό Αγιασμό, ο οποίος τελείται σε κάθε άλλη περίπτωση π.χ. Πρωτομηνιά, εγκαινισμούς οίκων, καταστημάτων κ. ά., με σκοπό να συμβάλλουμε στη αποφυγή των πολλών παρανοήσεων, αλλά και στην εξάλειψη των λανθασμένων απόψεων και εθιμικών διατάξεων σχετικά με τη σύγκριση των δύο Αγιασμών και την χρήση τους.
Οδηγό σ” αυτήν την προσπάθεια θα έχομε έναν από τους κυριώτερους εκπροσώπους της Φιλοκαλικής αναγέννησης του 18ου αιώνος, του κινήματος δηλ. των Κολλυβάδων, των Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο, ο οποίος είχε ασχοληθεί με το θέμα εκτενώς.
Στην «Έκθεσή» του ο Άγιος Αθανάσιος, τονίζει ότι ο Μεγάλος Αγιασμός έχει α) Δύναμη λουτρού παλιγγενεσίας και β) τελείται μία φορά το χρόνο, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ως συμβολική ανάμνηση της δωρεάς της Θείας αναγεννήσεως από τον Χριστό.(Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, ότι και την παραμονή των Θεοφανείων επεκράτησε από πολύ νωρίς να τελείται ο Μεγάλος Αγιασμός για πρακτικούς κυρίως λόγους, αλλά και αυτή η τέλεση εντάσσεται στην εορτή των Θεοφανείων και κατά συνέπεια δεν θεωρείται ως δεύτερη και ανεξάρτητη).

Ἅγ. Ἀθανάσιος Πάριος, ‘Ἀπολογία Χριστιανική’πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό.



 http://www.grigorisbooks.gr/datafiles/1679.jpg
Κυκλοφόρησε προσφάτως ἀπὸ τὶς Ἐκδόσεις Γρηγόρη τὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου «Ἀπολογία Χριστιανική». Τὸ κείμενο παρατίθεται μὲ ἀπόδοση στὴν Νέα Ἑλληνική, ἐνῶ τὰ προλεγόμενα καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ ἐπιμέλεια, ἔγιναν ἀπὸ τὸν πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό.
Πρόλογος του Εκδότη (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΗΓΟΡΗ)
Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος της Φιλοκαλικής Αναγέννησης περί τα τέλη του 18ου αιώνα, γνωστού ως κινήματος των Κολλυβάδων, αλλά και ένας από τους κορυφαίους διδασκάλους του υποδούλου Γένους. Το έργο του, ωστόσο, είχε παραμείνει στην αφάνεια και την σιωπή για πολλές δεκαετίες.
Και όμως, ο λόγος του είναι και βαθύτατα πατερικός, αλλά και προφητικός για την εποχή του και εν πολλοίς επίκαιρος για την δική μας: Το απολογητικό του έργο είχε στραφεί κυρίως εναντίον των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Τελικώς, βέβαια, οι αντιλήψεις των διαφωτιστών επικράτησαν, αλλάζοντας ριζικά τις αντιλήψεις της παλαιάς τάξης πραγμάτων και οδηγώντας την ανθρωπότητα στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, τις Γενοκτονίες και τα φρικτά εγκλήματα που τους συνόδευσαν, στους Ολοκληρωτισμούς του προηγουμένου αιώνα, καθώς και στα τραγικά κοινωνικά, ψυχολογικά και κοινωνικά αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου.Οι αρχές και οι αντιλήψεις του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού έχουν πλέον προσλάβει παγκόσμιες διαστάσεις και έχουν προκαλέσει μια «με­ταστοιχείωση του κόσμου επί τα χείρω», όπως είχε επισημάνει ο άγιος Αθανάσιος δυο αιώνες πριν, όταν η προσπάθεια του Διαφωτισμού ήταν ακόμα στο ξεκίνημά της και γινόταν δεκτή με ενθουσιασμό από τους διανοητές της εποχής.
Σήμερα, σχεδόν δυόμισι αιώνες μετά, οι δυσοίωνες προβλέψεις του Αγίου, επιβεβαιώνονται με τρόπο δραματικό. Όπως διαπιστώνει ένας άλλος, σύγχρονος Ομολογητής και απολογητής της Ορθοδοξίας, ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (+ 1979): «Αναμφίβολα οι αρχές και οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής κουλτούρας και του πολιτισμού, είναι Χριστομάχοι. Επί πολύν καιρό διαμορφωνόταν ο τύπος του Ευρωπαίου ανθρώπου, έως ότου αντικατέστησε τον Θεάνθρωπο Χριστό, με την φιλοσοφία και την επιστήμη του, με την πολιτική και την τεχνική του, με την θρησκεία και την ηθική του. Με τα σύγχρονα μέσα και τις κοινωνικοπολιτικές επαναστάσεις, που είναι και αυτές γέννημα θρέμμα αυτής της Ευρώπης, ο τύπος αυτός του Ευρωπαίου ανθρώπου καθίσταται πρότυπο του τελείου ανθρώπου σ’ όλη την οικουμένη! Έτσι σαν να πραγματοποιείται ενώπιόν μας ο τραγικός λόγος της Αποκαλύψεως: εκ του οίνου του θυμού της πορνείας αυτής πέπωκαν πάντα τα έθνη και οι βασιλείς της γης μετ’ αυτής επόρνευσαν και οι έμποροι της γης εκ της δυνάμεως του στρήνους αυτής επλούτησαν (Αποκ. 18, 3)» [Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς,

Περί ἐλευθερίας καί ἰσότητας (Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος)


 
Όπου αποδεικνύεται ότι οι άνθρωποι ούτε γεννιούνται ούτε είναι ελεύθεροι (*) στον κόσμο
 (*) Ο όρος «Ελευθερία» έχει εδώ περισσότερο την σημασία όχι τόσο των πολιτικών ελευθεριών, όσο της αυτονομίας, της ανεξαρτησίας από οποιοδήποτε κέντρο αναφοράς, όπως φαίνεται από το κείμενο. Με αυτή την έννοια, οι θέσεις του αγ. Αθανασίου είναι απόλυτα ορθές, αφού ο άνθρωπος, από οποιαδήποτε οπτική γωνία και αν ειδωθεί, είναι ετεροκαθοριζόμενο ον: Η ίδια η ύπαρξή του στο σύμπαν, έστω και ως βιολογικού είδους μόνον, δεν οφείλεται στον ίδιο.
Τα πραγματικά αίτια που γκρέμισαν τους Γάλλους στην ασέβεια είναι άλλα. Επειδή όμως έδειξαν και δείχνουν τέτοια λυσσαλέα εμμονή για την εγκαθίδρυση της κοσμικής ελευθερίας και ισότητας, δίνεται η εντύπωση ότι γι’ αυτήν και μόνο, με κοινή απόφαση και επιλογή, απέβαλαν σχεδόν εξ ολοκλήρου τον Χριστό και τον Χριστιανισμό και τα ιερά του βιβλία.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Η προσευχή δεν είναι συνταγή.....


Η προσευχή δεν είναι συνταγή για καλιτσούνια ή μουστοκούλουρα, ώστε να πρέπει να την εκτελέσεις τέλεια και προσεκτικά για να πετύχει. Καταρχήν δεν προσεύχομαι για να πετύχω, μα για να κοινωνήσω με τον Θεό μου, με ένα κομμάτι του εαυτού μου, που δεν έχω ενεργοποιήσει και δεν ξέρω ότι διαθέτω.
Όταν λοιπόν ακούω ότι, πρέπει να προσεύχεσαι έτσι, τόσες φορές επί τόσες μέρες, με αυτό τον τρόπο και αυτή την ώρα, και το αποτέλεσμα θα είναι σίγουρο, αυτό που ζητάς θα γίνει, όχι γιατί ο Θεός γνωρίζει και θέλει, μα γιατί εκτέλεσες σωστά την συνταγή ως άλλος πνευματικός σεφ, τότε πραγματικά ναι, τρελαίνομαι…
Είναι δυνατόν η προσευχή, που είναι μια από τις ανώτερες μορφές εσωτερικής έκφρασης και δημιουργίας, ανώτερη μορφή τέχνης, ως έλεγε ο Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ «η προσευχή είναι ατελεύτητος δημιουργία, και ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμη..», εμπειρική σχέση με τον Θεό, να μετατρέπεται σε γυμναστικές επιδείξεις, χημικές ενώσεις, και συνταγογραφούμενες ευκαιρίες;
Δεν προσεύχομαι καλά και κακά, σωστά και λάθος, δεν ρωτάω ακούστηκε η προσευχή μου; τώρα θα γίνει αυτό που ζήτησα; Πόσο ακόμη να προσευχηθώ για να επιτευχθεί ο στόχος μου; Τώρα έπιασε η προσευχή που είπα; Έχει δύναμη με τον τρόπο που την έκανα;
Όλες αυτές οι ερωτήσεις και αγωνιώδης απορίες, είναι σεβαστές αλλά πολύ μακριά από αυτό που είναι η προσευχή.
Στην προσευχή καλλιεργούμε μια σχέση. Ενωνόμαστε με τον μυστήριο ζώντος Θεού. Κοινωνούμε την αδυναμία μας και την αστοχία μας, με την πληρότητα Εκείνου. Ομολογούμε την ανεπάρκεια μας, και ζητάμε την αγάπη Του να αγκαλιάσει την αδύναμη φύση μας. Τον πόνο, τους καημούς και τα βάσανα μας, τα κάνουμε αιτία κουβέντας και κοινωνίας με τον Πατέρα μας.
Λέει ο Γέροντας Σωφρόνιος, «Να παρασταθεί κάποιος ενώπιον του Θεού δεν σημαίνει καθόλου να «σταθεί μπροστά στις εικόνες», αλλά να Τον αισθανθεί στο βάθος της συνειδήσεώς του ως Εκείνον που γεμίζει με την παρουσία Του τα πάντα. Να Τον ζήσει ως την αληθινή Πρωταρχική Πραγματικότητα από την οποία προέρχεται ο κόσμος στην τάξη της κατώτερης, δεύτερης δημιουργημένης κτιστής πραγματικότητος. Γι’ αυτό μπορεί να είναι κατάλληλη η κάθε στάση στην οποία βρίσκεται το σώμα: είτε κατακλίνεται, είτε βαδίζει, είτε κάθεται, είτε στέκεται και τα παρόμοια. Αν ο νους και η καρδιά σου δοκιμάζουν προσευχητική διάθεση κατά την ανάγνωση της Αγίας Γραφής, τότε μένε σε αυτήν όσο δεν διακόπτεται η προσευχητική αυτή διάθεση. Ο κανόνας είναι ο εξής: Κάθε λόγος, κάθε θέση του σώματος, στα οποία ο νους και η καρδιά ενώνονται σε μια ζωή της μνήμης του Θεού, δεν πρέπει να αλλάζει, ωσότου εξαντληθεί ο νους ή η καρδιά ή το σώμα.."..

π. λίβυος-Χαράλαμπος Παπαδόπουλος

π. Ιωάννης Ρωμανίδης: 1. Τι είναι ο νους του ανθρώπου (Πατερική Θεολογία)





           Αγ. Ελεούσα, Κλεισούρα Αιτωλοακαρνανίας
Η θεραπεία της ψυχής του ανθρώπου είναι η κύρια μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Εκκλησία πάντοτε θεράπευε τον χώρο της ψυχής. Είχε διαπιστώσει, από την Εβραϊκή παράδοσι και από τον ίδιο τον Χριστό και τους Αποστόλους ότι στον χώρο της φυσικής καρδιάς λειτουργεί κάτι, που οι Πατέρες ωνόμασαν «νουν».

Πήρανε δηλαδή τον παραδοσιακόν «νουν», που σημαίνει διάνοια και λόγος, και κάνανε μία διαφοροποίησι. Ωνόμασαν νουν αυτήν την νοερά ενέργεια, η οποία λειτουργεί στην καρδιά του υγιούς ψυχικά ανθρώπου. Δεν γνωρίζομε πότε έγινε αυτή η διαφοροποίησις, διότι συμβαίνει επίσης μερικοί Πατέρες να ονομάζουν με την ίδια λέξι, νουν, και την λογική, αλλά και την νοερά ενέργεια, όταν αυτή κατεβαίνη και λειτουργή στον χώρο της καρδιάς


Οπότε εξ αυτής της απόψεως η νοερά ενέργεια είναι μία και μόνη ενέργεια της ψυχής, η οποία στον μεν εγκέφαλο λειτουργεί ως λογική, η ίδια όμως λειτουργεί συγχρόνως και στην καρδιά ως νους. Δηλαδή το ίδιο όργανο, ο νους, προσεύχεται αδιάλειπτα στην καρδιά, σε όσους εννοείται έχουν αδειάλειπτη καρδιακή προσευχή, και συγχρόνως σκέπτεται π.χ. μαθηματικά προβλήματα και ο,τιδήποτε άλλο, στον εγκέφαλο.

Πρέπει να πούμε ότι αυτό που ο Απόστολος Παύλος ονομάζει νουν ταυτίζεται με αυτό που οι Πατέρες ονομάζουν διάνοια. Είναι μια διαφορά στην ορολογία. Όταν ο Απόστολος Παύλος λέγη «προσεύξομαι τω πνεύματι»(A'Κορ. 14, 5), εννοεί αυτό που λένε οι Πατέρες «προσεύξομαι τω νοΐ». Και, όταν λέγη «προσεύξομαι τω νοΐ», εννοεί «προσεύξομαι τη διανοία». Το όνομα «νους» των Πατέρων δεν είναι ο «νους» του αποστόλου Παύλου, αλλά είναι το πνεύμα του αποστόλου Παύλου. Όταν λέγη προσεύξομαι τω νοΐ, προσεύξομαι τω πνεύματι ή ψαλλώ τω νοΐ, ψαλλώ τω πνεύματι, και όταν λέγη το Πνεύμα του Θεού συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών, με την λέξη πνεύμα εννοεί αυτό που λένε οι Πατέρες νουν. Και με την λέξη νους εννοεί την διάνοια, την λογική.

Στην έκφρασί του «το Πνεύμα του Θεού συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών»(Ρωμ. 8, 16), μιλάει για δύο πνεύματα: Για το Πνεύμα του Θεού και για το ανθρώπινο πνεύμα. Αυτό το ανθρώπινο πνεύμα κατά κάποια παράξενη εξέλιξι εμφανίζεται αργότερα στην εποχή του αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου να ονομάζεται νους , και μόνο τα ονόματα λόγος και διάνοια να παραμένουν και να αναφέρωνται στην λογική του ανθρώπου. Έτσι ταυτίσθηκε ο «νους» με το «πνεύμα», δηλαδή με την «καρδιά». Διότι ο χώρος του πνεύματος του ανθρώπου είναι η καρδιά, κατά τον Απόστολο Παύλο(1).

 Έτσι η λογική λατρεία γίνεται για τον απόστολο Παύλο με τον νουν (δηλαδή με την διάνοια, την λογική), ενώ η νοερά ευχή γίνεται με το πνεύμα και είναι η πνευματική ευχή, δηλαδή η καρδιακή προσευχή(2). Έτσι εκείνο, που λέγει ο Απόστολος Παύλος, «αλλ’ εν εκκλησία θέλω πέντε λόγους δια του νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω, ή μυρίους λόγους εν γλώσση»(Α΄ Κορ. 14, 19) σημαίνει ότι προτιμούσε να πη πέντε λέξεις, πέντε λόγια δηλαδή, για να κατηχήση τους άλλους· παρά να προσεύχεται νοερώς. Αυτό, που λέγει εδώ ο Απόστολος Παύλος, ερμηνεύεται από μερικούς μοναχούς ότι μίλησε ο Απόστολος για την ευχή του Ιησού, δηλαδή για το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», που αποτελείται από πέντε λέξεις. Αλλά εδώ ο Απόστολος Παύλος μιλάει για λόγια με τα οποία κατηχούσε τους άλλους(3). Διότι πώς μπορεί να γίνη κατήχησις με νοερά προσευχή, αφού η νοερά προσευχή είναι εσωτερική προσευχή του ανθρώπου και οι άλλοι γύρω του δεν ακούνε τίποτε; Η κατήχησις όμως γίνεται με λογική διδασκαλία και λογική λατρεία. Διδάσκουμε και μιλούμε μέσω της λογικής, που είναι η συνήθης επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων(4).

 Επικοινωνία όμως έχουν μεταξύ τους και όσοι έχουν νοερά ευχή μέσα στην καρδιά τους. Μπορούν δηλαδή να καθίσουν μαζί και ο ένας να επικοινωνή με τον άλλον νοερώς, χωρίς να μιλάνε. Να υπάρχη δηλαδή μεταξύ τους πνευματική επικοινωνία. Αυτό φυσικά συμβαίνει σ’ αυτούς και εκ του μακρόθεν. Και αυτοί επίσης έχουν το διορατικό και προορατικό χάρισμα. Με το διορατικό ανιχνεύουν τα αμαρτήματα κάθε ανθρώπου, καθώς και τις σκέψεις τους, ενώ με το προορατικό βλέπουν και μιλάνε για πράγματα, πράξεις και γεγονότα μέλλοντα. Πράγματι υπάρχουν τέτοιοι χαρισματούχοι άνθρωποι και, αν πάτε να εξομολογηθήτε σ’ αυτούς, ξέρουν όλα όσα έχετε κάνει στην ζωή σας, πριν ανοίξετε το στόμα σας για να τους τα πήτε.
------------------------------------------
(1): Που σημαίνει, ότι το Πνεύμα του Θεού μιλάει στο δικό μας πνεύμα, ο Θεός, δηλαδή, μιλάει μέσα στην καρδιά μας δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Βλ. Φιλοκαλία, τόμος Δ’, έκδοσις Το Περιβόλι της Παναγίας, 1987, σ. 281. Εδώ ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στον β’ λόγο του Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, αναφέρει ότι η «καρδιά» είναι ο ηγεμόνας όλης της υπάρξεως· εκεί είναι ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής. Εδώ ο άγιος Γρηγόριος με τον όρον καρδιά δεν εννοεί την φυσική καρδιά, αλλά την βαθεία καρδία, ενώ με τον όρο νους δεν εννοεί την διάνοια, αλλά την ενέργεια της καρδιάς, την νοερά ενέργεια, η οποία πηγάζει από την ουσία του νου, δηλ. την καρδιά. Οι όροι καρδιά και νους ως ουσία ταυτίζονται. Γι’ αυτό προσθέτει ο άγιος Γρηγόριος: Ο νους είναι το ενδότατο σώμα του σώματος, δηλαδή η καρδιά (ό.π., σ. 282). Με αυτούς ταυτίζεται και ο όρος πνεύμα.
(2): Βλ. Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, έκδοσις Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λεβάδεια, 1994, σ. 24, όπου αναφέρονται τα εξής: Ο άνθρωπος έχει δύο γνωστικά κέντρα. Το ένα είναι ο νους, που είναι το κατάλληλο όργανο για να δεχθή την αποκάλυψη του Θεού, η οποία στην συνέχεια διατυπώνεται με την λογική, και το άλλο είναι η λογική, που γνωρίζει τον αισθητό κόσμο που μας περιβάλλει.
(3): Βλ. Φιλοκαλία, Γ’,έκδοσις Αστέρος,1976,σ. 42, § 29,και σ. 352, πθ’.
(4): Βλ. Φιλοκαλία, Γ’, έκδοσις Αστέρος, 1976, σ. 352, πθ’

ΣΧΟΛΙΟ : Η λογική λοιπόν έξω τρέφεται καί εξωστρέφεται. Είναι μιά ενέργεια λογική η οποία ζεί "έξω". Τί έκανε λοιπόν ο Αυγουστίνος; Αυτή τήν ίδια ενέργεια, λόγω τής ιδιοσυγκρασιακής του καταστάσεως, τήν έστρεψε πρός τά μέσα.
Συνεχίζει νά τρέφεται από έξω, αλλά δέν αποδίδει, δέν επιστρέφει έξω αυτά πού επεξεργάστηκε μέ τήν λογική, μέ τήν γνώμη. Κατακρατεί καί κλέβει τόν πλούτο τών αισθητηρίων, επεξεργάζεται κριτικά τήν αίσθησή των, καί συσσωρεύοντας τό πλούτο αυτόν, δημιουργεί τό υποκείμενο. Αυτή είναι η εσωτερικότης πού ανακάλυψε ο Αυγουστίνος καί προσπαθούν νά μάς τήν πουλήσουν σάν νέο άνθρωπο. 
Όπως δήλωσε ρητά ο Αυγουστίνος, στήν εσωτερικότητα τού υποκειμένου δέν είναι δυνατόν νά συναντηθεί ο Θεός.
Σήμερα ονομάζεται καί εσωστρέφεια. Τό μόνο πού συναντά η εσωστρέφεια είναι ο πόθος τής γνώσεως (τού καλού καί τού κακού). Σήμερα, προσθέτοντας τήν κατηγορία τής κοινωνίας στό ήδη υπάρχον, στό ήδη δημιουργημένο υποκείμενο, λαμβάνουμε ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Είναι ο γνωστός σέ όλους μας εγω-κεντρισμός. Ο εσωτερικός κόσμος.
Ο μεγαλύτερος εχθρός τού προσώπου, είναι ο Νούς, η νοερή ενέργεια τής καρδίας, η οποία έχει εγγεγραμμένο τόν Νόμο. Ο εσωτερικός άνθρωπος. Ο Νόμος μάς προστατεύει από τήν ειδωλολατρεία, διότι στό κέντρο του διατηρεί ανέπαφο τόν πόθο τού Κυρίου, τόν πόθο τής γνώσεως τού Θεού. Ο πρώτος νόμος είναι αυτός ο οποίος μάς αποκαλύπτει τόν θησαυρό ο οποίος προστατεύεται αφράστως στό κέντρο τού Νόμου καί ο οποίος εξαργυρώνεται μέ τήν ένωσή μας μέ τόν Κύριο. Εάν δέν τηρηθεί ο νόμος τότε η ενέργεια αντιστρέφεται, κατακαίγοντας τήν καρδιά από τόν πόθο νά ενωθούν όλοι μαζί της, γεννώντας τόν ψευδοπροφήτη, τόν πρόδρομο τού αντιχρίστου. Η αντιστροφή τήν οποία κληρονομούμε σάν ευκολία, επιτυγχάνεται διά τού φθόνου, τού φόνου (όπως τήν πέτυχε ο όφις) .
Αμέθυστος

Η χρήση λογικής και νοεράς ενέργειας του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά



Επεξεργασμένο κείμενο από την Στρογγυλή Τράπεζα του Β Διεθνοῦς Επ.Συνεδρίου 
«Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν»
Λεμεσός 5-7 Νοεμβρίου 1999
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς στην δεύτερη ομιλία του για τα Εισόδια, όπου παρουσιάζει το πρόσωπο της Θεοτόκου ως πρότυπο ησυχαστικής ζωής, ομιλεί αναλυτικά περί των πέντε δυνάμεων της ψυχής· αίσθησης, φαντασίας, δόξας, διάνοιας, νου [1].

Εκεί ο μεγάλος αυτός ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής διευκρινίζει ότι διάνοια είναι η λογική δύναμη που ολοκληρώνει με διάφορους διεξοδικούς συλλογισμούς την δόξα δηλαδή την γνώμη [2], και έχει ως έδρα της τον εγκέφαλο [3]. Ο νους είναι αυτοτελής ουσία που έχει ως κύρια ενέργειά του, την νοερά· όταν όμως εκπίπτει από αυτή την κίνηση, περιορίζεται στην διανοητική και μόνο ζωή [4].

Ο άνθρωπος έχει δύο ψυχικούς οφθαλμούς [5]. Ο πρώτος είναι η διάνοια που έχει ως επιστητό της την κτιστή γνώση. Όμως με την διάνοιά του ο άνθρωπος μπορεί να μελετά και το Άκτιστο, να ενασχολείται, κάτω από προϋποθέσεις, με διάφορες πνευματικές “θεωρίες”[6]. Η διάνοια δεν αποτελεί τον κύριο οφθαλμό της ψυχής, γιατί δεν μπορεί να γνωρίσει εμπειρικά τους επουράνιους θησαυρούς· αυτή «τα αισθητά και τα νοερά επίσης διανοητά δι’ εαυτής ποιεί»[7].

Ο δεύτερος ψυχικός οφθαλμός είναι ο νους, δηλαδή η νοερά ενέργεια μέσα στην καρδιά του ανθρώπου με την οποία επιτυγχάνεται η θεία εποψία και η εμπειρική γνώση του Θεού δια των ακτίστων θεοποιών ενεργειών του Θεού[8]....

Η άσκηση των αρετών έχει ως σκοπό την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό δια της ακτίστου Χάριτός Του. Με τις αρετές μπορούμε να οδηγηθούμε στην προς τον Θεόν ομοίωση· δίχως όμως την επίτευξη της αισθητής, οντολογικής[9] κατά Χάριν ενώσεως δεν πετυχαίνουμε, δεν “πάσχομεν” την θέωση[10].

Μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων διαταράχθηκαν και διασπάσθησαν οι ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου[11]. Οι δυνάμεις αυτές, και ιδιαίτερα η νοερά, πρέπει τώρα με την Χάρη του Θεού και την συνέργεια του ανθρώπου να αποκατασταθούν και να ενοποιηθούν μέσα στον χώρο της καρδίας, που αποτελεί το πνευματικό κέντρο του ανθρωπίνου προσώπου, τον θρόνο της Θείας Χάριτος[12]. Με τον τρόπο αυτόν ξαναβρίσκει ο άνθρωπος «το αρχαίο εκείνο κάλλος»[13] και θεραπεύεται το ανθρώπινο πρόσωπο[14].

Κατά τον Παλαμά ο νους του ανθρώπου έχει ουσία και ενέργεια όπως και ο Θεός[15]. Η ουσία του νου, που εδρεύει στην καρδιά[16], στο «πρώτον σαρκικόν λογιστικόν όργανον»[17], είναι αμετάβατη «μηδέποτε εαυτήν απολείπουσα»[18]. Η ενέργεια όμως του νου μεταβαίνει[19] και διαχέεται έξω δια των αισθήσεων και των λογισμών. Την ενέργεια αυτή προσπαθεί να επαναφέρει στην ουσία ο ασκητής με την νοερά προσευχή, ώστε ο νους να επιστρέψει στον εαυτό του και κατόπιν να ενωθεί με τον Θεό[20].

Μπορεί σε κάποιον να λειτουργεί αυτή η νοερά ενέργεια, αλλά επειδή δεν γνωρίζει την Πατερική διδασκαλία, να μην έχει συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει ακριβώς στον χώρο της καρδίας του· έχει όμως σίγουρα την αίσθηση καρδιακών θείων βιωμάτων.

 
Η ένωση του κτιστού ανθρώπου με τον άκτιστο Θεό διαμέσου της νοεράς ενέργειας στην καρδιά του ανθρώπου δεν μπορεί να γίνει χωρίς την Χάρη του Θεού. Ούτε την ύπαρξη της νοεράς ενέργειας μπορεί να αντιληφθεί ο άνθρωπος χωρίς την ενέργεια της θείας Χάριτος[21].

Μπορούμε να πούμε ότι η νοερά ενέργεια αποτελεί τον δείκτη ευρέσεως της Χάριτος του Θεού[22]. 

Αυτός που μετέχει, κοινωνεί με την άκτιστη θεοποιό ενέργεια, γνωρίζει εμπειρικά την νοερά ενέργεια της ψυχής του μέσα στην καρδιά του κατά την προσευχή[23].

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η λογική ενέργεια του ανθρώπου, όταν θεωρείται ως αυθεντία στην έρευνά της για το Άκτιστο, μπορεί να δημιουργήσει πλάνη, που σχετίζεται με τρεις κατηγορίες ανθρώπων και έχει αντίκτυπο στην πνευματική τους ζωή.

Κατά το πρώτο είδος πλάνης η λογική εκτοπίζει την πίστη. Ο άνθρωπος δεχόμενος ως μοναδική πραγματικότητα ο,τι του υπαγορεύει η λογική διαμέσου των φυσικών νόμων και ο,τι βιώνει ο ίδιος από την κατ’ αίσθησιν ζωή δεν μπορεί να δεχθεί τον σπόρο της πίστεως στην καρδιά του. Δεν μπορεί να καταλάβει ότι υπάρχει γνώση και πραγματικότητα, η οποία είναι υπέρ λόγον, υπέρ αίσθησιν, υπέρ φύσιν. Γιατί όπως λέει ο Παλαμάς μόνον η πίστη μπορεί να πλησιάσει και να γίνει δεκτική της υπέρ λόγον αλήθειας[24]. 

Η πλάνη που δημιουργεί η λογική και κατατάσσεται στην δεύτερη κατηγορία σχετίζεται με αυτούς που πιστεύουν στον Θεό, αλλά λανθασμένα. Αυτοί μπορεί να είναι η ετερόδοξοι χριστιανοί η οποιοιδήποτε άλλοι θρησκεύοντες. 

Η θεολογία που έχει δημιουργηθεί από τους ετεροδόξους χριστιανούς είναι νοησιαρχική, μη εμπειρική, δεν αποτελεί καρπό της Αποκαλύψεως του Θεού.

Ο θεός στον οποίο ανάγεται ο κτιστός άνθρωπος με την λογική του κινείται πάντοτε στα όρια της κτιστότητας και είναι θεός που τον κατασκευάζει ο ίδιος όπως τον θέλει[25]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύοντας την αιτία των τόσο πολλών παρερμηνειών και αιρετικών δοξασιών του σχολαστικού[26] Βαρλαάμ λέει ότι με την λογική και την φυσική φιλοσοφία προσπαθούσε να ερευνήσει τα υπέρ λόγον και υπέρ φύσιν[27]. 

Στην Δύση από την εποχή του ιερού Αυγουστίνου[28] μέχρι και σήμερα κυριαρχεί αυτός ο πειρασμός της λογικής στην θεολογία[29] και είναι υπεύθυνος για την εκκοσμίκευση της Δυτικής Εκκλησίας[30]. Η λογικοκρατία, ο ορθολογισμός είναι η αιτία δημιουργίας των παντοειδών αιρέσεων. 

Παράλληλα τα θρησκευτικοφιλοσοφικά συστήματα Ασιατικής προελεύσεως εκφράζοντας την πίστη τους σε ένα απρόσωπο θεό προσφέρουν στους οπαδούς τους, διαμέσου της ασκητικής τους, την εύρεση της ύψιστης διανοητικής καταστάσεως, που πολλοί την ονομάζουν νοητική στάση η κατάσταση και που οδηγεί τον άνθρωπο στην αυτοπραγμάτωση, στην αυτοθέωση. 

Οι πνευματικές εμπειρίες που προσφέρουν αυτές οι ομάδες και δελεάζουν όσους δεν έχουν βιώσει την Θεία Χάρη μέσα στην Εκκλησία του Χριστού στηρίζονται σε ψυχοτεχνικές μεθόδους και στην μεγαλύτερη αξιοποίηση της διανοίας, που θα τους οδηγήσει σε αυτές τις θείες δήθεν εμπειρίες και οπτασίες. Η καρδιά αυτών παραμένει εμπαθής, και βέβαια δεν μπορεί να ανοίξει για να γίνει η είσοδος της νοεράς ενέργειας και της Χάριτος του Θεού[31]. 

Το τρίτο είδος πλάνης της λογικής σχετίζεται με τους κατ’ όνομα Ορθοδόξους και είναι πιο δυσδιάκριτη. Γίνεται σε αυτούς που έχουν πιστέψει στην ύπαρξη του υπερφυσικού, ακτίστου, στην πραγματικότητα την υπέρ λόγον, αλλά εξαιτίας του υπερτροφικού λογικού τους και των παθών που κατοικούν “εν τόπω αγίω”[32], στην καρδιά τους, δεν έχουν επιτύχει ουσιαστική ένωση με αυτό το υπερφυσικό και άκτιστο που είναι ο Θεός.

Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν αυτοί που έχουν μία διανοητική σχέση με τον Θεό επαναπαυόμενοι ότι γνωρίζουν τον Θεό. Είναι αυτοί που μπορεί να έχουν εξωτερικά μια ηθική ζωή, αλλά ουσιαστικά δεν γνωρίζουν τι σημαίνει καθαρότητα καρδίας, ούτε έχουν γνωρίσει τον εαυτό τους και δυσπιστούν στις θαυματοποιΐες των Αγίων. Η είσοδος της νοεράς ενέργειας στην καρδιά συντείνει στην ενοποίηση των δυνάμεων της ψυχής και φανερώνει την καθαρότητα του νου[33] τονίζει ο Παλαμάς. Τότε ο άνθρωπος καθίσταται ικανός να δεχθεί τα θεία χαρίσματα, την διόραση, την προόραση[34]. 

Μπορεί κάποιοι να ομιλούν, να γράφουν περί Θεού, να θεολογούν, αλλά να μη γνωρίζουν εμπειρικά, βιωματικά Αυτόν[35].

Η αληθινή και απλανής θεολογία απορρέει από την μέθεξη των ακτίστων θεοποιών ενεργειών, από την υπερφυσική αυτή ένωση «παρ’ ης μόνης εγγίνεται και το θεολογείν ασφαλώς»[36]. 

Αν η θεολογία παραμένει στο επίπεδο της διανοήσεως και δεν είναι απόρροια της θεοπτίας, τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ότι μέγα χάσμα τις διαχωρίζει. Είναι σαν να ομιλείς για κάτι που δεν έχεις δει, δεν έχεις αποκτήσει[37]. Ο χαρισματούχος θεολόγος έχει ανεπτυγμένη στο έπακρο και την νοερά και την λογική του ενέργεια. 

Αξίζει να επαινεθούν σύγχρονοι ακαδημαϊκοί θεολόγοι που επισημαίνουν ότι “το κλειδί” για την κατανόηση των δογμάτων, η οδός της αυθεντικής θεολογήσεως, είναι η βίωση της Χάριτος, η εμπειρία που θα αποκτηθεί δια της ορθοδόξου ασκήσεως, της επιδιώξεως και επιμελείας της καθαρότητας της καρδίας[38].

Κεντρικό και ουσιαστικό σημείο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά είναι ότι η θέωση του ανθρώπου δεν αποτελεί ένα ηθικό γεγονός στηριζόμενο στην λογική του ανθρώπου, αλλά οντολογικό, εμπειρικό γεγονός που αφορά όλη την ύπαρξη του ανθρώπου. Πρόκειται για προσωπική μέθεξη των ακτίστων ενεργειών του προσωπικού Θεού. 

Ο άνθρωπος μόνο τότε θα κάνει καλή χρήση της λογικότητας που του έδωσε ο Θεός, αν διαμέσου της ασκητικής παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανακαλύψει την νοερά ενέργεια στην καρδιά του. Τότε ο άνθρωπος, που είναι “εν δυνάμει” πρόσωπο αρχίζει να γίνεται “εν ενεργεία” πρόσωπο, όταν φανερωθεί και μεταμορφωθεί «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος»[39] δια της Χάριτος του Θεού. Όταν το «ειδεχθές προσωπείον»[40] πέσει και στην θέση του αποκαλυφθεί το Χριστοειδές πρόσωπο. 

Μόνο ο άνθρωπος που κατέστη πρόσωπο δια της Χάριτος του Θεού μπορεί να κάνει καλή χρήση της λογικότητας[41], γιατί τότε ο άνθρωπος βρισκόμενος στο στάδιο του φωτισμού έχει ελευθερωθεί από τα δεσμά των παθών και δεν αφήνει να προπορεύεται η λογική του στην εν Θεώ εμπειρία του. 

Σε αυτήν την εμπειρική σχέση με το Θεό η νοερά ενέργεια του ανθρώπου, ο νους ως το μοναδικό όργανο της θείας εποψίας, ενώνεται με την άκτιστη θεοποιό ενέργεια, κοινή στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Στο νου θα αποκαλυφθεί ο Θεός, η λογική ως ενέργεια θα είναι εκείνη που θα διατυπώσει και θα εκφράσει τις εμπειρίες του νου. 

Ο σύγχρονος άνθρωπος εγκλωβισμένος στην λογικοκρατία, την τεχνοκρατία και τον ανθρωπιστικό ρεαλισμό που χαρακτηρίζει την εποχή μας αδικεί τον εαυτό του. Εγκαταλείπει τον χώρο της ελευθερίας του πνεύματος στο επίπεδο της εγκοσμιότητος. Ο Παλαμάς προβάλλει στον σύγχρονο άνθρωπο την αλήθεια και ζωή που διανοίγει το ανθρώπινο πρόσωπο στην απειρότητα. Έτσι η επίγεια ζωή γίνεται προπαρασκευή για την αιωνιότητα και ο άνθρωπος ενσυνείδητα και ελεύθερα με την Χάρη του Θεού μεταμορφώνεται σε αιώνιο πρόσωπο κατ’ εικόνα του Θεού. 

Σωστή αντιμετώπιση των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, ιδιαίτερα της γενετικής και της πληροφορικής, όπως άλλωστε και ενώπιον μιας οικολογικής καταστροφής μπορεί να γίνει μόνο από επιστήμονες και πολιτικούς φορείς που έχουν εξίσου ανεπτυγμένη μαζί με την λογική τους και την νοερά ενέργεια, την άμεση εμπειρία, κοινωνία με τον Θεό. 

Διαφορετικά μόνη η λογική και η οποιαδήποτε νοησιαρχική ηθική παραμένουν ανίσχυρες μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις είτε των συγχρόνων επιστημονικών επιτεύξεων είτε του ακόρεστου καταναλωτισμού. 

Ο άνθρωπος, «κεκοπιακώς και πεφορτισμένος»[42] από την αμαρτία, το άγχος του υλιστικού και ευδαιμονιστικού τρόπου ζωής, ζητά (με τρόπο άμεσο η έμμεσο) να δει, ώστε να ζήσει και ο ίδιος εκείνο το βίωμα που θα αναπαύσει την βεβαρημένη συνείδηση και θα γεμίσει το κάθε είδους υπαρξιακό κενό του. 

Εμείς προβάλλουμε το σύμφωνο με την Πατερική Παράδοση βίωμα. 

Η επιστροφή στους Πατέρες, το “σύνθημα” που άρχισε να κυριαρχεί ξανά μέσα στην συνείδηση της Εκκλησίας πριν λίγα χρόνια, δεν σημαίνει την επιδίωξη εμπλουτισμού γνώσεων από την Πατερική γραμματεία, που γίνεται δια της λογικής...

Αλλά την εφαρμογή του Πατερικού βιώματος, που φανερώνεται με την ανακάλυψη της νοεράς ενέργειας στην καρδιά του ανθρώπου δια της Χάριτος του Θεού. 

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο μύστης και κήρυξ της Χάριτος[43], αναφέροντας τα συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης υπάρξεως γράφει: «Ο πνευματικός άνθρωπος εκ τριών υφέστηκε· χάριτος Πνεύματος επουρανίου, ψυχής λογικής[44] και γηΐνου σώματος»[45]. 

Άρα ο πνευματικός άνθρωπος, αν πρέπει να γνωρίζει με λεπτομέρεια το σώμα του, οφείλει να γνωρίζει τα περί της άκτιστης θεοποιού Χάριτος και περί των δυνάμεων της ψυχής του...

Και ιδιαίτερα πως θα ανακαλύψει την νοερά ενέργεια, που τον καθιστά κοινωνό με την θεοποιό ενέργεια της Αγίας Τριάδας και όπως λέει ο Παλαμάς, άναρχο και αΐδιο αλλά και καινή κτίση, νέο άνθρωπο[46], κατά Χάριν θεό[47]. 

(Επεξεργασμένο κείμενο από την Στρογγυλή Τράπεζα του Β Διεθνοῦς Επιστημονικού Συνεδρίου «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν», Λεμεσός 5-7 Νοεμβρίου 1999) 

Καθηγούμενος Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Γέροντας Εφραίμ

Σημειώσεις 

[1] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΚΒ , εκδ. Σοφοκλέους του εξ Οικονόμων, Αθήνησι 1861, Ομιλία 53, από την 35 παράγραφο, σ. 172 κ. ε. Περί της διακρίσεως των όρων νους, διάνοια, καρδιά, ψυχή βλ. Μητροπ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Α ἔκδ. 1986, σ. 91-228, όπου στις σ. 111-117 επισημαίνεται ότι οι Πατέρες πολλές φορές εναλλάσσουν τους όρους χαρακτηρίζοντας τον νου, άλλοτε ως διάνοια η νοερά ενέργεια της ψυχής, άλλοτε ως ουσία της ψυχής. Στην Δυτική θεολογία ο νους εκλαμβάνεται πάντοτε ως διάνοια και λογική. Για τους θεολόγους της Δύσεως είναι “ανύπαρκτη” η νοερά ενέργεια. Ενδεικτικά σημειώνουμε: «Νους λέγεται και η του νου ενέργεια εν λογισμοίς συνισταμένη και νοήμασι. Νους εστι και η ενεργούσα ταύτα δύναμις, ήτις και καρδία καλείται παρά της Γραφής». Τρία κεφάλαια περί προσευχής και καθαρότητος καρδίας 3, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Ε , 1992, σ. 159 (στο εξής Συγγράμματα). «Όταν δε απαιτώμεθα ειπείν τι νους και τι διάνοια, τον μεν νουν ουσίαν λέγομεν, την δε διάνοιαν ουσιώδη ενέργειαν… αλλ’ ουκ έστι ποτέ χωρίς νου η διάνοια». Επίτομος διήγησις Φακρασή Πρωτοστράτορος 26, Συγγράμματα, τομ. Δ , 1988, σ. 229. Και αγίου Ισαάκ Σύρου, Λόγος 83, εκδ. Σπετσιέρη, σ. 320 «Ο μεν γαρ νους μία εστί των της ψυχής αισθήσεων· η δε καρδία εστίν η περιέχουσα και κρατούσα τας ένδον αισθήσεις. Και αύτη εστίν η ρίζα».


[2] «Διάνοια δε λογική μεν εστιν αεί, διεξοδικώς δε πρόεισιν εις την μετά λόγου δόξαν αποτελευτώσα». Ομιλία 53, 36, Οικονόμου, σ. 174.


[3] «Πάσαι δ’ αύται δι’ οργάνου πρώτου συνειστήκασι και ενεργούσι του ψυχικού εν εγκεφάλω πνεύματος». Ο.π.


[4] «Νου δε όργανον ουδέν εστιν, αλλ’ αυτοτελής εστιν ουσία και καθ’ εαυτήν ούσα ενεργητική, ει και προς την κατά διάνοιαν ψυχικήν τε και ανελιγμένην ζωήν υποκαταβιβάζει εαυτόν». Ο.π. Για την διευκρίνηση των ενεργειών της ψυχής σε μια σύγχρονη ορολογία και διατύπωση βλ. Χρυσοστόμου Μοναχού Διονυσιάτου, Θεός Λόγος και ανθρώπινος λόγος, Άγιον Όρος 1998. Το παρακάτω θα μπορούσε να ήταν ερμηνεία του ως άνω χωρίου του Παλαμά: «Όταν η ενέργεια του νοός εγκλωβίζεται στην αίσθηση η τον λόγο, η διανόηση (λογική ενέργεια) λειτουργεί ως υποκατάστατο της νοήσεως (νοεράς ενέργειας). Η διάνοια υπολείπεται από τον νου σε δυνατότητες, διότι πάντοτε ενεργεί δια-λογιζόμενη, ποτέ ενορατικά», σ. 47.


[5] Πρβλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,3,15, Συγγράμματα, τομ. Α , σ.551.


[6] Πολυσήμαντη είναι η λέξη “θεωρία”, η “άληκτος γνώσις” στην Πατερική ορολογία. Άλλοτε σημαίνει την φυσική θεωρία, την φυσική αποκάλυψη του Θεού (όχι βέβαια την analogia entis της δυτικής θεολογίας) που γίνεται μέσω των λόγων των όντων με την λογική και είναι ο καταφατικός τρόπος, μία ευθεία κίνηση της ανθρώπινης διάνοιας διαμέσου της κτίσεως προς τον Θεό. Άλλοτε σημαίνει την θέα του Θεού, είτε «δι’ εσόπτρου και εν αινίγματι» στο στάδιο του φωτισμού, είτε «πρόσωπον προς πρόσωπον» στην θέωση και είναι ο αποφατικός τρόπος, η ελικοειδής η κυκλική κίνηση του νου προς τον Θεό. Η θεωρία γίνεται “αυτοκίνητη” η “κατ’ επιβολήν”, όταν ο άνθρωπος από μόνος του δημιουργεί στην διάνοιά του διάφορες έννοιες που απορρέουν από τις γνώσεις περί των ευεργεσιών του Θεού, θανάτου και κρίσεως, των αισθητών και νοητών όντων, ενσάρκου οικονομίας του Θεού και των λοιπών περί Θεού δογμάτων, αρχικά χωρίς την συμμετοχή της Χάριτος, και “ετεροκίνητη” η “κατά παραδοχήν”, όταν δια της Χάριτος που ενεργεί στην καρδιά αρπάζεται η διάνοια σε θεωρία χωρίς την θέληση του ανθρώπου. Για την διάκριση των δύο αυτών θεωριών και την υπεροχή της δευτέρας βλ. στο έργο των αγίων Καλλίστου και Ιγνατίου Ξανθοπούλων, «Μέθοδος και κανών ακριβής», Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, εκδ. Αστήρ 1961, τομ. Δ , κεφ. 68, σ. 262.


[7] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,34, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 445.


[8] «Της ουν καθ’ εαυτόν ενεργείας γενόμενος ο νους, ήτις εστίν η προς εαυτόν στροφή και τήρησις, δι’ αυτής υπεραναβαίνων εαυτόν, και Θεώ συγγένοιτ’ αν». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,45, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 457.


[9] Η χρήση του όρου “οντολογικός” γίνεται υπό την έννοια του “πραγματικός”, “ουσιαστικός”, “υπαρκτικός” και πρέπει να αντιδιαστέλλεται από την “οντολογία” της Δυτικής θεολογίας, όπου συνήθως εννοείται η αναλογία των όντων (analogia entis), δια της οποίας ο άνθρωπος μπορεί από την μελέτη των όντων να αναχθεί στα δήθεν αρχέτυπά τους που βρίσκονται μέσα στην ουσία του Θεού· προφανής επίδραση της μεταφυσικής του Νεοπλατωνισμού στην Δυτική θεολογία. Κάλλιστα μπορούμε να ομιλούμε για οντολογία αναφερόμενοι στις σχέσεις, στους λόγους των κτιστών όντων (πρβλ. την οντολογία του αγίου Μαξίμου Ομολογητού), αλλά είναι ριψοκίνδυνο, όταν μιλούμε για οντολογικές σχέσεις με την Αγία Τριάδα. Κανένας Πατέρας δεν το έχει τολμήσει, αφού για τους Πατέρες ο Θεός δεν θεωρείται τόσο “ον”, “ύπαρξη”, αλλά κυρίως ως “μη Ον”, και συνεπώς δεν υπόκειται σε γνωστές, διανοητικές, επίγειες οντολογικές σχέσεις. Βλ. αγίου Ιω. Δαμασκηνού: «Οικειότερον δε μάλλον εκ της πάντων αφαιρέσεως ποιείσθαι τον λόγον· ουδέν γαρ των όντων εστίν, ου ως μη ων, αλλ’ ως υπέρ πάντα τα όντα και υπέρ αυτό το είναι ων». Έκδοσις ακριβής ορθοδόξου πίστεως 1, 4, PG 94, 800BC.


[10] «Δει μεν γαρ ημίν ομοιώσεως, ως εναρμονίως σχώμεν προς την ένωσιν εκείνην, δι’ ης η θέωσις τελείται. Χωρίς δε της ενώσεως η ομοίωσις ουκ αποχρήσει προς θέωσιν». Περί θεοποιού μεθέξεως 7, Συγγράμματα, τομ. Β , σ. 142.


[11] Οι Ρωμαιοκαθολικοί ισχυρίζονται ότι μετά την πτώση παρέμεινε άθικτη η ανθρώπινη φύση. (Πρβλ. π. Ιω. Ρωμανίδη, Το Προπατορικόν αμάρτημα 31992, σ. 156). Δηλαδή ότι με την παράβαση έγινε ένα λάθος από την λογική του ανθρώπου και η θεραπεία της ανθρώπινης προσωπικότητας έγκειται στην διόρθωση της λογικής. Από εδώ αρχίζει όλη η λογικοκρατία της Δυτικής θεολογήσεως, ώστε να αποδεχθεί και να δογματίσει την θέση του Θωμά Ακινάτη ότι η ανθρώπινη λογική συμφωνεί με την θεία αποκάλυψη (πρβλ. Στ. Παπαδοπούλου, Ελλ. μεταφρ. θωμιστ. έργων – Φιλοθωμισταί & αντιθωμ. εν Βυζαντίω, Αθήναι 1967, σ. 126-127). Αντίθετα οι Διαμαρτυρόμενοι και Προτεστάντες θεωρώντας ότι με την πτώση διεστράφη πλήρως η ανθρώπινη προσωπικότητα, ακόμα και αυτή η προαίρεση, το αυτεξούσιο, οδηγούνται στον απόλυτο προορισμό (Καλβίνος, Λούθηρος).


[12] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,3, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 396.


[13]«Προύργου δε αυτοίς η του νου προς εαυτόν επιστροφή και σύννευσις, μάλλον δε πασών των της ψυχής δυνάμεων, ει και θαυμαστόν ειπείν, προς τον νουν επιστροφή και η κατ’ αυτόν τε και Θεόν ενέργεια, δι’ ης επεσκευασμένοι προς το πρωτότυπον ευ διατίθενται, το αρχαίο εκείνο και αμήχανον κάλλος, επανθούσης της Χάριτος». Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 7,40, Συγγράμματα, τομ. Γ , σ. 492.


[14]«Η κλήσις του Κυρίου απευθύνεται πρωτίστως εις την καρδίαν, το πνευματικόν κέντρον του προσώπου… Η φλοξ της αγάπης ελκύει ολοτελώς τον νουν εις την καρδίαν και τακείς ούτος δια της φλογός ταύτης ενούται μετά της καρδίας εις εν και θεωρεί το Είναι εν τω Φωτί της Θείας Αγάπης. Ο άνθρωπος “ενοποιείται”, θεραπεύεται». Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σ. 272-273.


[15]«Άλλο μεν ουσία νου, άλλο δε ενέργεια». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,5, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 397.


[16]Ο ησυχαστής Κάλλιστος Αγγελικούδης (β μισὸ του 14ου αι.) στο αντιρρητικό του έργο Κατά Θωμά ορίζει την καρδιά ως «το περιεκτικόν των της ψυχής απασών δυνάμεων». Στυλ. Παπαδόπουλου, Ορθόδοξη & Σχολαστική Θεολογία, Αθήναι χ.χρ., κεφ. 381, σ. 201. Ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης την ορίζει ως κέντρο φυσικό, παραφυσικό, υπερφυσικό. Bλ. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, εκδ. «Ο άγιος Νικόδημος», Αθήναι χ.χρ., σ. 110-115.


[17]Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,3, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 396.


[18]Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2,26, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 533.


[19] Ο.π.


[20] Ο άγιος Γρηγόριος στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,5, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 398, χρησιμοποιεί το κλασικό χωρίο από την επιστολή του Μ. Βασιλείου, Προς Γρηγόριον Θεολόγον 2,2, PG 32, 228Α: «Νους μη σκεδαννύμενος επί τα έξω επάνεισι προς εαυτόν, δι’ εαυτού προς τον Θεόν». Πρβλ. και Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2,25, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 532, στ. 27-30.


[21] «Ούτω και ο νους αν η νοεράν έχων αίσθησιν ορώη καθ’ εαυτόν ενεργεία γένοιτο μη του θείου μετασχών φωτός», Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 7, 33, Συγγράμματα, τομ. Γ , σ. 485. Επίσης βλ. στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, 46, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 458 «χωρίς (το άκτιστο φως) ουδ’ αν νους η νοεράν έχων αίσθησιν ορώη τοις υπέρ εαυτόν ενούμενος καθάπερ ουδέ οφθαλμός σώματος του κατ’ αίσθησιν φωτός χωρίς».


[22] «Η χάρις του Θεού βλέπεται νοερώς και γνωρίζεται εν αισθήσει νοός μόνον εν ώρα της προσευχής». Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, 41992, σ. 335. Βλ. και του αρχιμ. Εφραίμ, Προηγουμένου Ι. Μονής Φιλοθέου, «όπου η ενέργεια της ευχής, εκεί ο Χριστός συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, η ομοούσιος και αδιαίρετος Αγία Τριας». «Κεφάλαια περί προσευχής», στο περιοδικό Σύναξη 10 (1984), σ. 43, κεφ. β.


[23] Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συστήνει σε αυτόν που λέγει την μονολόγιστο ευχή, το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, «ο λόγος να μελετά την ευχήν αυτήν, ο δε νους να καταβιβάζη την νοεράν ενέργειάν του μέσα εις την καρδίαν και να προσέχη νοερώς με όλην την δύναμίν του». Νικοδήμου Αγιορείτου, Εξομολογητάριον, εκδ. «Ο άγιος Νικόδημος», Αθήναι χ.χρ., σ. 44-45.


[24] «Και ούτος αν μην πίστην προσαγάγη την μόνην της υπέρ λόγον αληθείας δεκτικήν», Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 2, 12, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 519.


[25] Γ. Μαντζαρίδη, Η εμπειρική θεολογία στην οικολογία και την πολιτική, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 27-28.


[26] Ο νοησιαρχικός Βαρλαάμ (1290-1350) επίσκ. Ιέρακος (1341-1350) και σκαπανεύς της Ιταλικής Αναγεννήσεως, αν και έγραψε κατά του Doctor Communis, Doctor Angelicus, Princeps Scolasticorum Θωμά Ακινάτη (†1274), κάλλιστα θα μπορούσε να καταταχθεί στους σχολαστικούς θεολόγους της Δύσεως, γιατί είχε τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις αυτών (περί της ανάπτυξης των Σχολών στην Δύση βλ. Η Σχολαστική διανόησις του Ε. Μουτσόπουλου, εκδ. Γρηγόρη). Έτσι η φιλοσοφίζουσα διαλεκτική θεολογία του Βαρλαάμ, μη εμπειρική και αποδεικτική, οδηγεί στον αγνωστικισμό και τελικά στην αποδοχή του Filoque, στην μη διάκριση θείας ουσίας και ενέργειας, στην θέα της θείας ουσίας, στην κτιστή Χάρη και στις τόσες άλλες αιρετικές δοξασίες των Λατίνων. Το θεολογικοφιλοσοφικό σύστημα του Βαρλαάμ αποτελεί ένα αμάλγαμα αιρέσεων (πρβλ. Έκθεσις δυσσεβημάτων, Συγγράμματα, τομ. Β , σ. 579-586). Είναι φανερό ότι ο Βαρλαάμ αποτελεί ένα γνήσιο εκφραστή και φορέα της φραγκολατινικής θεολογίας και σίγουρα όχι της ορθόδοξης βυζαντινής παραδόσεως. Περί των θέσεων αυτών βλ. π. Θεοδώρου Ζήση, Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Αθήνα 1984, σ. 31-34, επίσης στο έργο του Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, 21984, σ. 42-46 και σημ. 380.


[27] «Πόθεν δη τω τηλικούτω βόθρω περιέπεσεν; έροιτό τις αν. Επεί λόγω και φιλοσοφία φυσική τα υπέρ λόγον τε και φύσιν εξηρεύνησεν». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 3, 3, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 680.


[28] Ο Αυγουστίνος (354-430) επηρεασμένος από την φιλοσοφία του Νεοπλατωνισμού και μη έχοντας γνώση της Πατερικής γραμματείας έπεσε σε σφάλματα όταν ομιλούσε περί προορισμού, θείας Χάριτος, αγίας Τριάδος, για την οποία προσπαθούσε να αποδείξει με συλλογισμούς την καθ’ ύπαρξιν προέλευση των προσώπων διαμέσου της μεθόδου των ψυχολογικών αναλογιών. Συνεχίζει ο οξυνούστερος των διαλεκτικών (fides quaerens intellectum) Άνσελμος Καντερβουρίας (1033-1109) με το «πιστεύω για να κατανοήσω» (credo ut intellectum), ο Θωμάς Ακινάτης (†1274), άγιος της Λατινικής Εκκλησίας ο οποίος θέτει ως δόγμα ότι η λογική του ανθρώπου μπορεί να φθάσει στην γνώση της ουσίας του Θεού που είναι η έσχατη ευδαιμονία και φτάνουμε στην εποχή μας, όπου σύγχρονοι Δυτικοί θεολόγοι (π.χ. R. Bultmann) ομιλούν για ανάγκη απομυθεύσεως (Entmythologisierung) της Αγίας Γραφής.


[29] Ο ορθολογισμός (rationalism) στην θεολογία, θεωρώντας την διάνοια ως αυθεντία, έχει εισέλθει δια της φιλοσοφίας, του Σχολαστικισμού, της ακαδημαϊκής μη εμπειρικής θεολογίας και στην σύγχρονη θεολογία. Βλ. για την ταύτιση του σχολαστικού=ακαδημαϊκού στα Πρακτικά Συνεδρίου αγ. Γρηγορίου Παλαμά 1984, σ. 84 την εισήγηση του Ν. Ματσούκα, «Η διπλή θεολογική μεθοδολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά», σ. 75-105, στην οποία ο καθηγητής κ. Ν. Ματσούκας έμμεσα διακρίνει μεταξύ λογικής και νοεράς ενέργειας αφού η Πατερική θεολογία έχει διπλή θεολογική μέθοδο, την χαρισματική θεολογία, κατά την οποία βιώνεται το άκτιστο (με τον νου ως όργανο της θείας εποψίας), και την επιστημονική που γίνεται με την λογική. Η δε Σχολαστική θεολογία έχει μία θεολογική μέθοδο, δια της λογικής. Αναλυτικά περί της θεολογικής μεθόδου βλ. π. Ιω. Ρωμανίδη, Δογματική και Συμβολική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τομ. Α , 1983, σ. 10-20 και σ. 65-109.


[30] Απειλεί δε με ευλογοφανείς προτάσεις και το Τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας π.χ. κατάργηση τέμπλου, αλλαγή εκκλησιαστικής γλώσσας, συντόμευση ακολουθιών κ.λ.π.


[31] Το άνοιγμα της καρδιάς και η είσοδος του νου (νοεράς ενέργειας) σε αυτήν γίνεται μόνο με την παρουσία της θείας Χάριτος. Οι καταστάσεις, πνευματικές εμπειρίες που περιγράφονται από τον Ανατολικό Μυστικισμό ως δόνηση καρδίας, νοητική στάση, έκσταση, ενόραση πνευματικών φώτων η είναι φυσικές, συναισθηματικές κινήσεις της καρδιάς η διανοητικές και φανταστικές η τελικά μία θέα κτιστών φώτων της ανθρώπινης διανοίας και των δαιμόνων, αλλά σε καμμία περίπτωση εμπειρία της άκτιστης θεοποιού Χάριτος. Οι δε “εμπειρίες” αυτές, δεν είναι και ακίνδυνες για την ψυχοσωματική υγεία του ανθρώπου, σε πολλές περιπτώσεις έχουν επιφέρει και τον θάνατο (βλ. π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, Προσευχή η διαλογισμός, Αθήνα 1993, σ. 197-198).


[32] Πρβλ. Ψαλ. 23, 3.


[33] «Όταν γαρ άπαν αισχρόν πάθος ένοικον απελαθή και ο νους … αυτός τε προς εαυτόν και τας άλλας της ψυχής δυνάμεις επιστρέψας ολοκλήρως τη γεωργία των αρετών φιλοκαλήση την ψυχήν, προϊών επί το τελεώτερον και πρακτικάς έτ’ αναβάσεις διατιθέμενος και επί πλέον, Θεού συναιρουμένου, πλύνων εαυτόν, ου τα του πονηρού μόνου αποσμήχει κόμματος, αλλ’ άπαν επίκτητον εκ μέσου ποιείται, καν της χρηστοτέρας η μοίρας και διανοίας». Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 7,34, Συγγράμματα, τομ. Γ , σ. 487. Βλ. και Προς Ξένην 58, Συγγράμματα, τομ. Ε , 1992, σ. 223.


[34] «Εντεύθεν η κατ’ αρετήν θεοειδής και απαράμιλλος έξις και το προς κακίαν όλως ακίνητον η δυσκίνητον, αι τε θαυματοποιίαι και το διοράν τε και προοράν». Εις τον Βίον του οσίου Πέτρου του εν Άθω 20, Συγγράμματα, τομ. Ε , σ. 172 και Προς Ξένην, σ. 225 και Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 7, Συγγράμματα, τομ. Γ, σ. 491.


[35] «Ούτω καν μυριάκις περί των θείων θησαυρών διανοήση, μη πάθης δε τα θεία, μηδέ ίδης τοις νοεροίς και υπεράνω της διανοίας οφθαλμοίς, ούτε οράς, ούτε έχεις ούτε κέκτησαί τι των θείων αληθώς». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, 34, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 445.


[36] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,15, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 425.


[37] Πρβλ. ο.π. 1,3,34, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 445 και 1, 3, 42, σ. 453.


[38] Ενδεικτικά αναφέρουμε από τον καθαρά ακαδημαϊκό χώρο τον καθηγητή κ. Γ. Μαντζαρίδη, ο οποίος δανειζόμενος τον όρο “κατανοούσα” από την Κοινωνιολογία (Max Weber) ομιλεί για κατανοούσα ακαδημαϊκή θεολογία. «Κατ’ αυτήν ο ερευνητής όχι μόνο δεν αποκλείει από την έρευνά του την θεολογική εμπειρία, που είναι εμπειρία του ακτίστου, αλλά και προσπαθεί, όσο μπορεί, να την κατανοήσει και να την παρουσιάσει. Η κατανόηση εδώ δεν έχει βέβαια διανοητικό, αλλά βαθύτερο πνευματικό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται για διανοητική προσπέλαση, αλλά για πνευματική προσέγγιση, που πραγματοποιείται με την ενέργεια του ανθρώπινου νου, όπως επισημαίνεται στην βιβλική και την πατερική ανθρωπολογία». Πιο κάτω τονίζει ότι «η άσκηση γίνεται μέθοδος της θεολογικής γνώσεως η της θεολογικής επιστήμης. Και η μεθοδολογία της θεολογικής επιστήμης συμπίπτει ουσιαστικά με την μεθοδολογία της ασκητικής τελειώσεως… Η καθαρότητα δηλ. της καρδιάς αποτελεί την προϋπόθεση της θεοπτίας, που είναι η πηγή της εμπειρικής θεολογίας». Γεωργίου Μαντζαρίδη, Πρόσωπο και θεσμοί, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 64 και σ. 73. Πρβλ. και το χωρίο του αγίου Ιω. Κλίμακος: «τέλος αγνείας, θεολογίας υπόθεσις» Λόγος 30, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1978, σ. 376.


[39] Α Πέτρ. 3, 4.


[40] «Όταν ανακύψη και κατοπτεύση τον εντός άνθρωπον, τέως μεν ενιδών το προσγενόμενον ειδεχθές προσωπείον…». Εις τον Βίον του οσίου Πέτρου του εν Άθω 18, Συγγράμματα, τομ. Ε , σ. 171.


[41] «Μία φιλοσοφία που θέλει να εξηγήση τα πάντα με βάση την λογικότητα της ύπαρξης, δεν μπορεί να βρη λογικότητα σ’ αυτή την ύπαρξη έξω από το πρόσωπο που την παράγει, την μεταδίδει και την συλλαμβάνει. Κάποτε, οι άνθρωποι είχαν εξαπατηθή από μία τέτοια φιλοσοφική η επιστημονική “λογική” εξήγηση της ύπαρξης». π. Δημ. Στανιλοάε, Αγίου Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα, στην σειρά, Επί τας πηγάς, Αθήνα 1978, σ. 33.


[42] Πρβλ. Ματθ. 11, 28.


[43] Πρβλ. Απολυτίκιο του Αγίου. Ο Παλαμάς στα αντιρρητικά έργα του πολύ συχνά αναφέρει ότι «απολογείται περί Χάριτος».


[44] Όταν σε αυτό το χωρίο ο Παλαμάς λέει την ψυχή μόνο λογική, δεν σημαίνει ότι η ψυχή δεν είναι και νοερά. Ακολουθώντας τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό (βλ. Εκδ. ακρ. ορθ. πίστεως, κεφ. 26, ΡG 94, 920 BC «ψυχήν δε λογικήν και νοεράν δια του οικείου εμφυσήματος δους αυτώ», 924 ΒC, «ψυχή τοίνυν εστίν ουσία ζώσα… λογική τε και νοερά»), όταν θέλει να ορίσει την ψυχήν δεν ξεχνά το “νοερά”. Βλ. ενδεικτικά στα Κεφάλαια, Συγγράμματα, τομ. Ε , «πάσα λογική και νοερά φύσις … αλλ’ η μεν εν ημίν λογική και νοερά φύσις» κεφ. 30, σ. 51. «Η λογική και νοερά ψυχή ουσίαν μεν έχει την ζωήν» κεφ. 33, σ. 52. «Η νοερά και λογική φύσις της ψυχής» κεφ. 39, σ. 56. «Μόνοι γαρ ημείς των κτισμάτων απάντων προς τω νοερώ τε και λογικώ τε και το αισθητικόν έχομεν» κεφ. 63, σ. 71. Περί του τρισυποστάτου” του ανθρώπου βλ. και το πολύ ωραίο χωρίο του αγίου Συμεών Ν. Θεολόγου από την Κατήχηση 15, Sources Chrétiennes, τομ. 109, σ. 228, «Ω του θαύματος, ότι άνθρωπος Θεώ ενούται πνευματικώς τε και σωματικώς, είπερ ου χωρίζεται του νου η ψυχή ουδέ της ψυχής το σώμα, αλλά τη ουσιώδει ενώσει γίνεται τρισυπόστατος κατά Χάριν και ο άνθρωπος εις θέσει Θεός εκ σώματος και ψυχής και ούπερ μετείληφε θείου Πνεύματος».


[45] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,43, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 454.


[46] «Και ο επιτυχών της θεώσεως άνθρωπος επ’ αμφοτέρων εικότως, καλείται νυν μεν άναρχος και αΐδιος και ουράνιος, ως ανωτέρω μικρόν ακηκόαμεν, δια την Χάριν την άκτιστον και αεί ούσαν εκ του αεί όντος Θεού, νυν δε καινή κτίσις και νέος άνθρωπος». Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 3,15, Συγγράμματα, τομ. Γ , σ. 172.


[47] Πρβλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,2,12, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 666, στ. 21.
 osiaefxi.com

Η προσευχή είναι εκ φύσεως η κοινωνία και η ένωση του ανθρώπου και του Θεού.. ( Αγίου ᾿Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ )


Η προσευχή χρειάζεται την αδιαχώριστη παρουσία και συνεργασία της προσοχής. Με την προσοχή η προσευχή γίνεται η αναφαίρετη περιουσία του προσευχομένου προσώπου. Με την προσοχή φέρνει άφθονους καρπούς, χωρίς την προσοχή κάνει αγκάθια και τριβόλια. Οι καρποί της προσευχής περιλαμβάνουν φωτισμό του πνεύματος, συντριβή της καρδιάς, εγρήγορση της ψυχής με την ζωή του Πνεύματος. Τα αγκάθια είναι σημάδι του θανάτου της ψυχής και της φαρισαϊκής αυτοπεποίθησης που πηγάζει από την σκληρότητα της καρδιάς που ικανοποιείται και ενθουσιάζεται με την ποσότητα των προσευχών της και τον χρόνο που σπαταλά για να λέει τις προσευχές...  Η αναπόσπαστη προσοχή, που διατηρεί την προσευχή εντελώς ελεύθερη από περισπασμούς και από άσχετες σκέψεις και εικόνες, είναι ένα δώρο της χάρης του Θεού. Δείχνουμε μια ειλικρινή επιθυμία να δεχτούμε το δώρο της χάρης -το ψυχοσωτήριο δώρο της προσοχής- με το να βιάζουμε τον εαυτό μας να προσεύχεται πάντα με προσοχή. Η τεχνητή προσοχή -όπως θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την δική μας αβοήθητη προσοχή χωρίς την βοήθεια της χάρης- περιλαμβάνει το κλείσιμο της ψυχής στα λόγια της προσευχής σύμφωνα με την συμβουλή του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος. Αν το πνεύμα λόγω της απειρίας του στην προσευχή ξεφύγει από το κλείσιμό της στα λόγια, θα πρέπει να ξαναοδηγηθεί πίσω σ’ αυτό. Ο νους στην μεταπτωτική κατάστασή του είναι φυσικά ασταθής και έχει τάση να περιπλανιέται παντού. Αλλά ο Θεός μπορεί να του δώσει σταθερότητα και θα το κάνει αυτό, όταν ο ίδιος αποφασίσει σε αντάλλαγμα για την επιμονή και την υπομονή μας στην άσκηση της προσευχής.

Ιδιαίτερα βοηθητικό στο να διατηρείται η προσοχή στην διάρκεια της προσευχής είναι η εξαιρετικά αργή προφορά των λέξεων της προσευχής. Ας προφέρονται τα λόγια χωρίς βία έτσι ώστε ο νους να μπορεί να μείνει κλεισμένος στα λόγια της προσευχής και να μην ξεγλιστρήσει από το νόημα καμμιά λέξη. Ας λέγονται οι λέξεις με δυνατή φωνή όταν η προσευχή γίνεται κατά μόνας. Αυτό επίσης βοηθά στο να διατηρείται η προσοχή. Είναι ιδιαίτερα εύκολο να διατηρείται η προσοχή στην προσευχή, όταν γίνεται στο ιδιαίτερο δωμάτιο κάποιου και ο καθένας μας πρέπει να εξαναγκάσει τον εαυτό του σ’ αυτό το πράγμα. Αγαπητέ μου αδελφέ μην αρνηθείς το ζυγό κάποιας δόσης μονοτονίας και εξαναγκασμού, για να συνηθίσεις τον εαυτό σου στις πνευματικές ασκήσεις και ιδιαίτερα στον κανόνα της προσευχής σου. Αρμάτωσε τον εαυτό σου έγκαιρα με το παντοδύναμο όπλο της προσευχής. Εξοικειώσου με τον κανόνα της προσευχής, ενόσω έχεις ακόμα την ευκαιρία.

Η προσευχή είναι παντοδύναμη λόγω της παντοδυναμίας του Θεού που δρα μέσα της. Είναι η «μάχαιρα του Πνεύματος, που είναι ο Λόγος του Θεού»,

«Η προσευχή είναι εκ φύσεως η κοινωνία και η ένωση του ανθρώπου και του Θεού, η μητέρα και η κόρη των δακρύων, γέφυρα για να προσπερνούν έτσι οι πειρασμοί, προστατευτικό τείχος από τις θλίψεις, συντριβή της διαμάχης, ενεργητικότητα, χωρίς σύνορα πηγή των αρετών και των πνευματικών δώρων, αόρατη πρόοδος, τροφή της ψυχής, φωτισμός του πνεύματος, εκκοπή της απελπισίας, επίδειξη ελπίδος, απελευθέρωση από την λύπη, ο πλούτος του ανθρώπου.

Στην αρχή πρέπει να πιέζουμε τον εαυτό μας να προσεύχεται. Σύντομα η προσευχή αρχίζει να δίνει παρηγοριά και αυτή η παρηγοριά μας εξαναγκάζει και μας ενθαρρύνει στο να βιάζουμε τον εαυτό μας. Αλλά πρέπει να βιάζουμε τον εαυτό μας να προσεύχεται ισόβια και ελάχιστοι είναι πραγματικά οι Χριστιανοί οι οποίοι εξαιτίας της υπερβολικής παρηγοριάς της χάριτος δεν χρειάζεται ποτέ να βιάσουν τον εαυτό τους.

Η προσευχή σκοτώνει τον παλαιό άνθρωπο, τον μη αναγεννημένο εαυτό ή τη φύση μας. Όσο καιρό είναι ζωντανός μέσα μας αντιτίθεται στην προσευχή σαν στο θάνατο. Τα πονηρά πνεύματα, ξέροντας τη δύναμη της προσευχής και του ευεργετικού της αποτελέσματος, προσπαθούν με όλα τα δυνατά μέσα στο να μας αποτρέψουν από αυτήν παρακινώντας μας να χρησιμοποιήσουμε το χρόνο τον ορισμένο για προσευχή για άλλες ασχολίες ή διαφορετικά προσπαθούν να την εξουδετερώσουν και να την βεβηλώσουν με εγκόσμιους περισπασμούς και αμαρτωλή αφηρημάδα και με το να παρουσιάζουν την ώρα της προσευχής ένα αναρίθμητο σμήνος γήινων σκέψεων, αμαρτωλών ονειροπολήσεων και φαντασιώσεων.

Αγίου ᾿Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ.

"Ὁ προσευχόμενος νοῦς ζητᾶ ἕνωση μὲ τὴν καρδιὰ" (Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ)




(Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ)
Κλείστηκαν οἱ θύρες τῶν αἰσθημάτων: Ἡ γλώσσα σωπαίνει, τὰ μάτια εἶναι σφαλισμένα, τ’ αὐτιὰ δὲν ἀκοῦνε τίποτε ἀπ’ ὅσα συμβαίνουν γύρω μου. Ὁ νοῦς, ἀποτινάζοντας τὸν ζυγὸ τῶν γήινων λογισμῶν, ντύνεται τὴν προσευχὴ καὶ κατεβαίνει στὸν ἐσωτερικὸ θάλαμο τῆς καρδιᾶς. Ἡ θύρα, ὅμως, τοῦ θαλάμου εἶναι κλειστή. Παντοῦ σκοτάδι, σκοτάδι ἀπροσπέλαστο. Καὶ ὁ νοῦς, καθὼς βρίσκεται σὲ ἀπορία, ἀρχίζει νὰ χτυπᾶ μὲ τὴν προσευχὴ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς. Στέκεται ὑπομονετικὰ μπροστά της καὶ τὴ χτυπᾶ· περιμένει· πάλι χτυπᾶ· πάλι περιμένει· πάλι προσεύχεται... Καμιὰ ἀπάντηση, καμιὰ φωνὴ δὲν ἀκούγεται! Νεκρικὴ ἡσυχία, ταφικὴ σιωπὴ καὶ ζοφερὸ σκοτάδι. Ὁ νοῦς φεύγει ἀπὸ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς λυπημένος, θρηνώντας πικρὰ καὶ ζητώντας παρηγοριά. Δὲν τοῦ ἐπιτράπηκε νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸν Βασιλέα τῶν βασιλέων μέσα στὸ ἁγιαστήριο τοῦ ἐσωτερικοῦ θαλάμου τῆς καρδιᾶς.


— Γιατί; Γιατί ἀπορρίφθηκες:
— Ἐπειδὴ ἔχω πάνω μου τὴ σφραγίδα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ συνήθεια νὰ σκέφτομαι τὰ γήινα μοῦ ἀποσπᾶ τὴν προσοχή. Δὲν ἔχω μέσα μου δυνάμεις, γιατί δὲν ἔρχεται νὰ μὲ βοηθήσει τὸ Πνεῦμα, τὸ πανάγιο καὶ πανάγαθο Πνεῦμα. Αὐτὸ ἀποκαθιστᾶ τὴν ἑνότητα τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ σώματος, ποὺ διασπάστηκε μὲ τὴ φοβερὴ πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Μάταιες εἶναι οἱ προσωπικές μου προσπάθειες μόνες τους, χωρὶς τὴν παντοδύναμη, δημιουργικὴ βοήθεια τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνο, βέβαια, εἶναι ἀπέραντα φιλάνθρωπο καὶ πολυέλεο, ἀλλὰ ἡ δική μου ψυχικὴ ἀκαθαρσία δὲν Τὸ ἀφήνει νὰ μὲ πλησιάσει. Θὰ λουστῶ, λοιπόν, στὰ δάκρυα, θὰ καθαριστῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου μὲ τὴν Ἐξομολόγηση, δὲν θὰ προσφέρω στὸ σῶμα μου τροφὴ καὶ ὕπνο, ποὺ ἡ πλησμονὴ τους γεννᾶ στὴν ψυχὴ τὸ σαρκικὸ φρόνημα. Ντυμένος ὅλος μὲ τὸν θρῆνο τῆς μετάνοιας θὰ πλησιάσω τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς μου. Ἐκεῖ θὰ σταθῶ ἤ θὰ καθήσω σὰν τὸν τυφλό τοῦ Εὐαγγελίου καί, ὑπομένοντας τὸ βάρος καὶ τὴ θλίψη ποὺ προξενεῖ τὸ σκοτάδι, θὰ φωνάζω δυνατὰ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει: «Ἐλέησέ με!» (1).
Κατεβαίνει, λοιπόν, ὁ νοῦς στὸν ἐσωτερικὸ θάλαμο τῆς καρδιᾶς, στέκεται ἐκεῖ μπροστὰ καὶ ἀρχίζει νὰ φωνάζει δυνατὰ μὲ δάκρυα. Μοιάζει μ’ ἕναν τυφλό, ποὺ δὲν βλέπει τὸ ἀληθινὸ καὶ ἀνέσπερο φῶς, καὶ μ’ ἕναν κωφάλαλο, ποὺ δὲν ἔχει οὔτε λαλιὰ οὔτε ἀκοὴ πνευματικὴ (2). Αἰσθάνεται ὅτι εἶναι πραγματικὰ τυφλὸς καὶ κωφάλαλος, ὅτι στέκεται μπροστὰ στὴν πύλη τῆς Ἱεριχώ —τῆς καρδιᾶς, ποὺ τὴν κατοικοῦν οἱ ἁμαρτίες— καὶ ὅτι περιμένει τὴ θεραπεία του ἀπὸ τὸν Σωτήρα, ποὺ δὲν Τὸν βλέπει, ποὺ δὲν Τὸν ἀκούει καὶ ποὺ ἐντούτοις Τὸν φωνάζει, καθὼς βρίσκεται στὴν τραγικὴ αὐτὴ κατάσταση. Τὸ ὄνομά Του δὲν τὸ γνωρίζει- «Υἱὸ τοῦ Δαβὶδ» (3) Τὸν ὀνομάζει: Ἡ σάρκα καὶ τὸ αἷμα δὲν μποροῦν νὰ τιμήσουν τὸν Θεὸ ὡς Θεὸ (4).
— Δεῖξτε μου τὸν δρόμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ περάσει ὁ Σωτήρας!
— Ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι ἡ προσευχή, ὅπως λέει σὲ κάθε ἄνθρωπο ὁ Θεός, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη: «Ἐμένα μὲ δοξάζει ἡ προσφορὰ ὑμνωδίας, καὶ σ’ ὅποιον βαδίζει αὐτὸν τὸν δρόμο θὰ δείξω τὴ σωτηρία μου» (5).
— Πέστε μου, πότε θὰ περάσει ὁ Σωτήρας; Τὸ πρωί, τὸ μεσημέρι ἤ τὸ βράδυ;
— «Νὰ εἶστε ἄγρυπνοι, γιατί δὲν ξέρετε ποιὰ μέρα θὰ ἔρθει ὁ Κύριος σας» (6).
Ὁ δρόμος εἶναι γνωστός, μὰ ἡ ὥρα ἄγνωστη! Θὰ μείνω ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, ὄρθιος ἤ καθισμένος στὴν πύλη τῆς πόλης, ἔχοντας στὸν νοῦ μου τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Ὁ Ἰησοῦς, γιὰ νὰ ἐξαγνίσει τὸν λαό Του μὲ τὸ ἴδιο Του τὸ αἷμα, θανατώθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη. Ἂς πᾶμε. λοιπόν, κι ἐμεῖς κοντά Του, ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδο (δηλαδὴ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας), καὶ ἂς ὑποστοῦμε τὸν ἴδιο μ’ Αὐτὸν ἐξευτελισμὸ» (7).
Ὁ κόσμος παρέρχεται (8), τίποτα δὲν εἶναι μόνιμο σ’ αὐτὸν οὔτε κἄν μὲ πόλη δὲν πρέπει νὰ τὸν παρομοιάζουμε, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ χωριό. Θ’ ἀφήσω, λοιπόν, τὴν περιουσία μου, στὴν ὁποία ἔχω προσκολληθεῖ καὶ τὴν ὁποία ὅλοι ἐγκαταλείπουν ὅταν πεθαίνουν, συχνὰ καὶ πρὶν πεθάνουν. Θ’ ἀφήσω τὶς τιμὲς καὶ τὴ δόξα, ποὺ χάνονται. Θ’ ἀφήσω τὶς ἡδονὲς τῶν αἰσθήσεων, ποὺ ἀφαιροῦν κάθε ἱκανότητα γιὰ πνευματικὲς ἀσκήσεις καὶ ἐνασχολήσεις. «Γιατί δὲν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη πολιτεία, ἀλλὰ λαχταροῦμε τὴ μελλοντικὴ» (9), ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τώρα στὴν καρδιά μου μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτήρα μου.
Ὅποιος δὲν ἀνέβει πνευματικὰ στὴ μυστικὴ Ἱερουσαλὴμ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ ἐπιτραπεῖ στὴν ψυχή του, μετὰ τὴν ἔξοδό της ἀπὸ τὸ σῶμα, νὰ μπεῖ στὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Τὸ πρῶτο εἶναι προϋπόθεση τοῦ δευτέρου (10).
1. Λουκ. 18:38, 39.
2. Πρβλ. Μάρκ. 7:32.
3. Λουκ. 18:39.
4. Πρβλ. Α΄ Κορ. 15:50.
5. Ψαλμ. 49:23.
6 Ματθ. 24:42.
7. Ἑβρ. 13:12-13.
8. Α' Ἰω. 2:17.
9. Ἑβρ. 13:14.
10. Πρβλ. Ὁσίου Ἡσυχίου τοῦ Πρεσβυτέρου. Πρὸς Θεόδουλον λόγος ψυχωφελὴς καὶ σωτήριος περὶ νήψεως καὶ ἀρετῆς κεφαλαιώδης, δ', ριζ'.

----------------------------------------------------------
πηγή: agiazoni

Η «ΚΑΤ ΙΔΙΑΝ» ΠΡΟΣΕΥΧΗ. Η ΜΟΝΟΛΟΓΙΣΤΗ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΝΟΕΡΑ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ



(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΚ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΑΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ)
π. Νικηφόρου Νάσσου
Picture
«Τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε», φωνάζει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν1.
Ὑπάρχει, ὅπως γνωρίζουμε, ἡ κοινή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας πού πραγματώνεται στή θεία Λατρεία, κορύφωση τῆς ὁποίας εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία, ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ ἀτομική, ἤ ἰδιωτική λεγομένη προσευχή. Ἐκτός ἀπό τό ἱερό Θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ, στό ὁποῖο τελεῖται ἡ ἀναίμακτη Θυσία, ἡ θεία λειτουργία, ὑπάρχει καί τό ἔμψυχο θυσιαστήριο, τό ἐντός τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου καί ἐκεῖ τελεσιουγεῖται θυσία νοερά καί ζῶσα, πάντοτε μάλιστα, χωρίς χρονικούς περιορισμούς, τήν ὁποία ἀποδέχεται ὁ παντεπόπτης Θεός. Σχετικά μέ τή νοερά θυσία πού ἔχει νά κάνει μέ τή νοερά προσευχή, τήν βασίλισσα τῶν προσευχῶν, θά γίνει ἀναφορά στή συνέχεια, ἀφοῦ πρωτίστως ὁμιλήσουμε γενικά γιά τίς προσευχές πού γίνονται «κατ᾿ ἰδίαν» καί συνιστοῦν τή «λογική προσευχή».

Ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων μας ἔχουμε παραλάβει τίς προσευχές τοῦ «νυχθημέρου» ὅπως λέγεται, ἤτοι: Ἐσπερινός, Ἀπόδειπνο, Μεσονυκτικό, Ὄρθρος, Ὦρες, ὅπως εἴδαμε καί στά προηγούμενα. Στίς ἱερές Μονές φυλάσσεται μέ ἀκρίβεια ἡ τάξη τῆς νυχθημέρου προσευχῆς. Εὐλαβεῖς πιστοί καί μέσα στόν κόσμο τηροῦν τήν τάξη αὐτή, τό κατά δύναμιν. Τουλάχιστον τό Ἀπόδειπνο, πού εἶναι ἡ προσευχή πρό τοῦ νυκτερινοῦ ὕπνου, διαβάζεται μέσα σέ οἰκογενειακή σύναξη μετά κατανύξεως ἀπό κάποιους πιστούς. Πολύ ὀφέλεια παρέχεται καί ἀπό τίς αὐτοσχέδιες προσευχές, ἀρκεῖ νά μήν περιπέσει ὁ ἄνθρωπος σέ βατολογία/πολυλογία, ἀλλά νά παρακαλεῖ τόν Θεό γιά τά αἰτήματά του μέ παιδική ἀθωότητα καί κατάνυξη, μέ ἁπλότητα καί ταπείνωση. Ὁ Ὅσιος Γέρων τῆς Αἰγίνης Ἱερώνυμος (+1966) συμβούλευε τά ἑξῆς: «Μετὰ τὰ λόγια τῆς Ἀκολουθίας, Ἀπόδειπνον κ.λπ. νὰ παρακαλᾶς τὸν Θεὸν καὶ μὲ ἁπλὰ λόγια, μὲ λόγια δικά σου γιὰ τὰ προβλήματά σου γιὰ τὸν πόνο σου, ὡς νὰ εἶναι μπροστά σου καὶ τὸν βλέπεις. Αὐτὰ τὰ πονεμένα καὶ κατανυκτικὰ λόγια, εἶναι σὰν τὰ προσανάμματα διὰ νὰ πιάσει ἡ φωτιά, δηλ. ὁ πόθος διὰ τὸν Θεόν. Καὶ τότε ἔρχονται καὶ τὰ δάκρυα».

Γιά ὅσους ἀδυνατοῦν νά διαβάσουν προσευχές, λόγῳ πολλῶν ὑποχρεώσεων καί ἐργασιῶν, ἔχει μεριμνήσει ἡ Ἐκκλησία ὥστε καί αὐτοί νά μποροῦν νά προσεύχονται, καί τό πράττουν, χρησιμοποιώντας τή μικρή, περιεκτική, θεολογική καί ἀνώτερη πάντων προσευχή, αὐτήν ἡ ὁποία ἀντικαθιστᾶ ὅλες τίς ἄλλες προσευχές πού ἕνεκα περιστάσεων, φροντίδων κ.λπ. δέν μποροῦν νά πραγματοποιήσουν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ πιστοί. Εἶναι ἡ προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με». Πρόκειται γιά τήν «καρδιά» τῆς προσευχητικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας! Σ᾿ αὐτήν θά ἀναφερθοῦμε στά ἑπόμενα, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς δῶρο πολύτιμο τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀπό τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παύλο, ὅπως αὐτός τό παρήγγειλε στήν πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»2. Καί ὁ Μ. Βασίλειος στή συνέχεια θά γράψει ὅτι ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι χρόνος πρόσφορος γιά προσευχή: «Προσευχῆς καιρός ἔστω ἅπας ὁ βίος»3.

Εἶναι σημαντικό νά γνωρίζουμε, ὅτιτά λόγια τῆς λεγομένης προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με», ἀποτελοῦν σύνοψη Θεολογίας καί πνευματικότητος, ὅπως σημειώνει ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης στούς «Ἀθωνικούς διαλόγους». Θεολογίας μέν, ἐπειδή ὁμολογεῖται ὁ Ἰησοῦς ὡς Κύριος καί Υἱός τοῦ Θεοῦ. Πνευματικότητος δέ, διότι μέ τό «ἐλέησόν με» συμπυκνώνονται ὅλα τά αἰτήματα τοῦ ἀνθρώπου4. Στό λίαν πνευματικό βιβλίο «οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ» ἀναφέρεται ὅτι ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ κρύβει μέσα της ὅλη τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι μιά περίληψη τῶν εὐαγγελίων. Ἀλλά καί Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν λόγο περί τοῦ δογματικοῦ περιεχομένου τῆς μονολογίστου εὐχῆς, ὅπως λ.χ. ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός στό ἔργο του «Περί τῶν ἐμφερομένων τῇ θείᾳ εὐχῇ ρημάτων…»5.
Θα σημειώσουμε ἐπιγραμματικά ὅτι ὑπάρχουν κάποια στάδια στήν ἀνάπτυξη τῆς προσευχῆς αὐτῆς, τά ὁποῖα καθορίζονται ἀπό Πατέρες καί Θεολόγους ὡς ἑξῆς: