Σάββατο 4 Μαΐου 2013

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ- "ΑΔΗΣ Ο ΔΕΙΝΟΣ ΣΥΝΕΤΡΟΜΑΞΕΝ, ΟΤΕ ΣΕ ΕΙΔΕΝ"

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ- "ΑΔΗΣ Ο ΔΕΙΝΟΣ ΣΥΝΕΤΡΟΜΑΞΕΝ, ΟΤΕ ΣΕ ΕΙΔΕΝ"

E-mail Εκτύπωση PDF
1Tου Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου Καθηγητού

(Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και τα νοήματα του Μεγάλου Σαββάτου)

 «Τω Αγίω και Μεγάλω Σαββάτω, την θεόσωμον ταφήν και την εις Άδου κάθοδον του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν, δι’ ών της φθοράς το ημέτερον γένος ανακληθέν προς αιωνίαν ζωήν μεταβέβηκε». Σύμφωνα με το ιερό συναξάρι αυτήν την άγια ημέρα τιμάμε και προσκυνάμε την ταφή του Κυρίου μας και την εις Άδου Κάθοδόν Του.
 Απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής. Η φρικτή ημέρα έβαινε προς το τέλος της. Το φυσικό σκοτάδι ερχόταν να διαδεχθεί το υπερφυσικό σκοτάδι της σταυρώσεως, που είχε καλύψει ολάκερη τη γη. Ο Κύριος είχε εκπνεύσει επί του σταυρού. Το άχραντο σώμα Του κρέμονταν άπνουν επί του ξύλου, ανάμεσα στους συσταυρωμένους ληστές, οι οποίοι σπάραζαν ακόμη από τους επιθανάτιους σπασμούς. Αλλά, όπως μας πληροφορεί ο ιερός Ευαγγελιστής, τα σώματα των εσταυρωμένων έπρεπε να ταφούν και μάλιστα βιαστικά, πριν πέσει το σκοτάδι και μπει η επόμενη ημέρα, σύμφωνα με τον ιουδαϊκό υπολογισμό του ημερονυκτίου. Έτσι  οι Ιουδαίοι «ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί Παρασκευή ην΄ ην γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνη του σαββάτου΄ ηρώτησαν τον Πιλάτον ίνα κατεαγώσιν αυτών τα σκέλη, και αρθώσιν» (Ιωάν.19,31).

Την επόμενη ημέρα οι Ιουδαίοι εόρταζαν τα Πάσχα τους. Δε μπορούσαν τη λαμπρή αυτή μέρα να ατενίζουν στο λόφο Γολγοθά σταυρωμένα πτώματα κακούργων, το αποκρουστικό θέαμα θα τους χαλούσε την εορταστική διάθεση. Διατάχθηκαν λοιπόν οι στρατιώτες και με χονδρές σιδερένιες βέργες τσάκισαν τα κόκαλα των δύο συσταυρωμένων ληστών, για να επιταχύνουν το θάνατό τους, διότι ακόμη δεν είχαν εκπνεύσει. «Επί τον Ιησούν ελθόντες ως είδον αυτόν ήδη τεθνηκότα, ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη, αλλ’ εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθε αίμα και ύδωρ» (Ιωάν.19,33). Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε πραγματικός, εις πείσμα όλων εκείνων των συκοφαντών, οι οποίοι συνεχίζοντες την θεομάχο έχθρα των αρχόντων του Ισραήλ, υποστήριζαν και υποστηρίζουν ότι δήθεν δεν πέθανε επί του σταυρού και κατά συνέπεια η ανάστασή Του ήταν ψεύτικη!

       Κοντά στο σταυρό του Κυρίου είχαν απομείνει μόνο η Θεοτόκος και οι ηρωικές γυναίκες μαθήτριές Του, οι οποίες συνέπασχαν με Αυτόν, έκλαιγαν και πενθούσαν το άδικο πάθος και το θάνατό Του. Αντίθετα οι ένδεκα μαθητές είχαν κρυφτεί για το φόβο των Ιουδαίων (Ιωάν.20,19).  Όμως ήταν αδύνατο σ’ αυτές να αναλάβουν το δύσκολο έργο της αποκαθηλώσεως και της ταφής του Χριστού. Το πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο ήταν η αίτηση στον Πιλάτο, προκειμένου να τους δοθεί η απαιτούμενη άδεια της ταφής.

        Το έργο αυτό ανάλαβαν οι ευσεβείς άρχοντες Ιωσήφ και Νικόδημος. «Επεί ην Παρασκευή, ο εστι προσάββατον, ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού». Εκείνος «εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ. Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνη και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου» (Μάρκ.15,43-46). Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη του Θείου Δράματος. Ο «αχώρητος παντί» χωρά και κρύπτεται στον τάφο. Αυτός που κατοικεί στα απέραντα ουράνια κείτεται στο υγρό μνημείο. Μυστήριο μέγα!

          Η ψυχή του Κυρίου, όπως αναφέραμε στο σχόλιό μας της Μεγάλης Παρασκευής, κατέβηκε στον Άδη, σύμφωνα με την  σαφέστατη διδασκαλία του αποστόλου Πέτρου: «θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι΄ εν ω και τοις εν τη φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν» (Α΄Πέτρ.3,18) και ομιλών για την Ανάσταση του Κυρίου «ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις άδου ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν» (Πραξ.2,31). Το ίδιο και ο απόστολος Παύλος έγραψε πως ο Χριστός «κατέβη πρώτον εις τα κατώτατα μέρη της γης» (Εφεσ.4,9), σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής, ότι ο Άδης βρίσκεται στα έγκατα της γης. Εκεί ο Κύριος κατά την τριήμερο παραμονή Του συνέχισε και στον κόσμο των πνευμάτων το απολυτρωτικό Του έργο. Κήρυξε το ευαγγέλιο της σωτηρίας και στους απ’ αιώνος νεκρούς. Όπως στον κόσμο των ζωντανών έτσι και στον κόσμο των νεκρών υπήρξαν εκείνοι που πίστεψαν και εκείνοι που αρνήθηκαν το κήρυγμά Του. Κατά την λαμπροφόρο Ανάστασή Του ανέβασε μαζί Του και όσους πίστεψαν σ’ Αυτόν.

        Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς η κάθοδος του Κυρίου στον Άδη υπήρξε επεισοδιακή. Σε πρωτοχριστιανικό κείμενο διαβάζουμε: Όταν ο Χριστός πλησίασε στις βαριές θύρες του Άδη ακούστηκε μια γοερή φωνή «άρατε πύλας λέγουσα. Ακούσας ο Άδης εκ δευτέρου την φωνήν απεκρίθη ως δήθεν μη γινώσκων και λέγει: Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Λέγουσιν οι άγγελοι του δεσπότου: Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω. Και ευθέως άμα τω λόγω τούτω αι χαλκαί πύλαι συνετρίβησαν και οι σιδηροί μοχλοί συνεσθλάσθησαν, και οι δεδεμένοι πάντες νεκροί ελύθησαν των δεσμών, και ημείς μετ’ αυτών. Και εισήλθεν ο βασιλεύς της δόξης ώσπερ άνθρωπος, και πάντα τα σκοτεινά του Άδου εφωτίσθησαν» (Evang.Nicodimi, Pars II, cap.V (XXI)3).

       Οι εντυπωσιακές αυτές σκηνές ενέπνευσαν τα μέγιστα στην θαυμάσια εικονογραφία και ιδιαίτερα την μεγαλειώδη υμνολογία του Μ. Σαββάτου. Αυτή μαζί με την υμνολογία του Πάσχα αποτελεί το αποκορύφωμα της θρησκευτικής ποιήσεως. Ο θεολογικότατος κανόνας του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου και ο περίφημος και δημοφιλής Επιτάφιος Θρήνος υμνούν το νεκρό Θεό και προαναγγέλλουν την θριαμβευτική Του ανάσταση. Ρίγη συγκινήσεως και πνευματικής τέρψεως γεμίζουν τις ψυχές των πιστών, οι οποίοι γεμίζουν ασφυκτικά τους ναούς για κλίνουν γόνυ μπροστά στον ανθοστόλιστο Επιτάφιο, να προσκυνήσουν τον Κτίστη του κόσμου, ο Οποιος «Ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται, ο την κτίσιν ωραΐσας του παντός». Να αποσμίξουν τους «δακρυρρόους θρήνους τους» με τα μύρα της ανοιξιάτικων ανθέων και τα γλυκά μέλη των ιερών υμνολογιών. Η θεσπέσια ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου θεωρείται ως η εξόδιος ακολουθία του Κυρίου μας!    

Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας παραλλήλισαν την ταφή του Κυρίου με την ανάπαυση του Θεού κατά την εβδόμη ημέρα της Δημιουργίας (Γεν.2,3). Ο «όλβιος τάφος» είναι η κλίνη της αναπαύσεως του Υιού του Θεού, ο Οποίος κατάπαυσε από το έργο της αναδημιουργίας του ανθρώπου και ολοκλήρου της δημιουργίας και την αγία αυτή ημέρα αναπαύεται. Το θαυμάσιο δοξαστικό των αίνων του Όρθρου του Μ. Σαββάτου τονίζει εμφαντικά αυτή την παρομοίωση: «… Τούτο εστι το ευλογημένον Σάββατον΄ αύτη εστίν η της καταπαύσεως ημέρα, εν η κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού ο μονογενής Υιός του Θεού δια της κατά τον θάνατον οικονομίας τη σαρκί σαββατίσας…».

        «Σήμερα έγινε σωτηρία γι’ αυτούς που κατοικούν πάνω στη γη, και για τους απ’ αιώνος δέσμιους κάτω από τη γη, τονίζει πανηγυρικά ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου… Οι βαριές πύλες του Άδη άνοιξαν διάπλατα. Εσείς οι απ’ αιώνος κεκοιμημένοι σκιρτήστε από χαρά. Εσείς οι καθήμενοι στο σκοτάδι και στη σκιά του θανάτου υποδεχτείτε το μέγα Φως. Ο Δεσπότης είναι μαζί με τους δούλους, ο Θεός είναι μαζί με τους νεκρούς, η ζωή ανταμώθηκε με τους θνητούς, ο ανεύθυνος κοινωνεί με τους υπεύθυνους, το ανέσπερο φως βρέθηκε μέσα στο σκοτάδι, με τους αιχμαλώτους ο ελευθερωτής, μετά των κατωτάτων ο υπεράνω των ουρανών…»

        Ενώ η πανάγια Σάρκα του Κυρίου μας αναπαυόταν στη γη, η ψυχή Του συνέχιζε το απολυτρωτικό έργο στον Άδη. Εκεί δόθηκε η πιο αποφασιστική «μάχη» όλων των εποχών. Αναμετρήθηκε η ζωή με το θάνατο, ο παράδεισος με το Άδη, ο Χριστός με το διάβολο. Από την τιτάνια αυτή πάλη νικήθηκε κατά κράτος ο διάβολος, καταπατήθηκε, κουρελιάστηκε και καταργήθηκε ο θάνατος και άνοιξε διάπλατα ο παράδεισος για τους πιστούς του Χριστού. Αυτό το μεγάλο θρίαμβο αποτυπώνει θαυμάσια στα υπέροχα τροπάρια της ημέρας: «Σήμερον ο άδης στένων βοά΄ Κετελήθη μου το κράτος΄ ο ποιμήν εσταυρώθη και τον Αδάμ ανέστησεν΄ ων περ εβασίλευον εστέρημαι, και ους κατέπιον ισχύσας, πάντας εξήμεσα΄ εκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς΄ ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος…». «Σήμερον ο Άδης στένων βοά΄ … ελθών (ο Χριστός) το κράτος μου έλυσε, πύλας χαλκάς συνέτριψε, ψυχάς ας κατείχον το πριν, Θεός ων ανέστησε…», «…εδεξάμην θνητόν, ώσπερ ένα των θανόντων, τούτον δε κατέχειν, όλως ουκ ισχύω, αλλ’ απολώ μετά τούτου, ων εβασίλευον, εγώ είχον τους νεκρούς απ’ αιώνος, αλλά ούτος ιδού πάντας εγείρει…»!
 
        Οι ορθόδοξοι πιστοί με θλίψη στην ψυχή, με βουρκωμένα μάτια και συναισθηματική φόρτιση πλησιάζουμε στον ιερό Επιτάφιο να προσκυνήσουμε το νεκρό Κύριο και να του εναποθέσουμε λίγα ανοιξιάτικα λουλούδια, ψάλλοντες «Τω Πάθει Σου Χριστέ ελευθερώθημεν, και τη αναστάσει Σου, εκ φθοράς ελυτρώθημεν»! Περισσότερο θέλουμε να Του εναποθέσουμε την καρδιά μας και την ελπίδα μας, διότι Αυτός είναι ο υπέρτατος και μοναδικός Λυτρωτής μας, και κανένας άλλος! Η βεβαιότητα της λαμπροφόρου Αναστάσεώς Του μας γεμίζει αισιοδοξία και ουράνια χαρά. Διότι η δική Του Ανάσταση είναι η απαρχή και της δικής μας αναστάσεως. «Νυνί δε Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο… έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α΄Κορ.15,20,26). Αυτή είναι η πιο χαρμόσυνη αγγελία της ανθρώπινης ιστορίας, η πιο ελπιδοφόρα πίστη σε όλους τους κόσμους. Αυτή η μακάρια πίστη διώχνει μακριά μας κάθε κατήφεια.

Δε μας φοβίζει πια τίποτε, διότι ό,τι και να μας συμβεί ο τελικός μας θρίαμβος είναι προδιαγεγραμμένος και η ανάστασή μας είναι προαποφασισμένη από τον Νικητή του θανάτου, τον Αναστάντα Κύριό μας Ιησού Χριστό!

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Οι δύο αναστάσεις

Οι δύο αναστάσεις

Το θέμα τής ανάστασης μπερδεύει πολλούς ανθρώπους που αγνοούν τη διδασκαλία τής Εκκλησίας. Διαβάζουν στην Αγία Γραφή για πρώτο και δεύτερο θάνατο, ή για πρώτη και δεύτερη ανάσταση, και οι απόψεις που διατυπώνονται είναι πολλές. Στο φυλλάδιο αυτό λοιπόν, θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε περιληπτικά αυτό το ζήτημα, σύμφωνα με τη διαχρονική εμπειρία των αγίων.

Όταν ο Θεός έκανε ΄΄καθ' ομοίωσιν΄΄ τον άνθρωπο, τον προειδοποίησε ότι δεν έπρεπε να φάει από ένα συγκεκριμένο δένδρο. Του είπε: ΄΄Τη μέρα που θα φας απ' αυτό, θα πεθάνεις εξάπαντος΄΄. (Γένεση 2/β΄ 17).
Κι όμως, ο Αδάμ έζησε πολλά χρόνια αφού έφαγε. (Γένεση 5/ε΄ 5). Τι έγινε λοιπόν; Ψέματα τού είπε ο Θεός; Ή μήπως μιλούσε για ένα άλλο είδος θανάτου, και όχι για το γνωστό μας βιολογικό θάνατο;
Στη Γένεση 2/β΄ 7, λέει για τη δημιουργία τού ανθρώπου: ΄΄Και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν΄΄.
Γιατί άραγε λέει: ΄΄ψυχήν ζώσαν΄΄; Υπάρχει και νεκρή ψυχή; Κι αν ναι, πότε μία ψυχή είναι νεκρή;
Οι άγιοι πατέρες, διδάσκουν ότι το παραπάνω εδάφιο δεν σημαίνει ότι ο Θεός έδωσε ζωή σε ένα νεκρό σώμα, αλλά ότι έδωσε στον Αδάμ το Άγιο Πνεύμα, που τον ζωοποίησε πνευματικά.
Όταν λοιπόν ο Αδάμ έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό, έχασε το Άγιο Πνεύμα που τον ζωοποιούσε, και έγινε πλέον ΄΄Πνευματικά νεκρός΄΄, μια ΄΄νεκρή ψυχή΄΄.
Εκεί εντοπίζεται και το νόημα τού Χριστιανικού βαπτίσματος, που καθιστά τον άνθρωπο και πάλι ζωντανή ψυχή, όπως ήταν ο Αδάμ πριν από την πτώση του. Αυτό φαίνεται και στο χωρίο Εφεσίους 2/β΄ 5,6: ΄΄Και ενώ ήμασταν νεκροί για τα αμαρτήματα, μας ζωοποίησε με το Χριστό... και μας ανέστησε μαζί του...΄΄
Αυτά τα λόγια όμως, ο απόστολος Παύλος τα λέει χωρίς να έχει πεθάνει ακόμα σωματικά. Δε μιλάει λοιπόν για σωματική ανάσταση, αλλά για πνευματική.
΄΄΄Η αγνοείτε, ότι όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν; συνετάφημεν ουν (λοιπόν) αυτώ δια τού βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα (έτσι ώστε) ώσπερ ηγέρθει Χριστός εκ νεκρών δια τής δόξης τού Πατρός ούτως και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν.
Ει γαρ (επειδή εάν) σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι τού θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα. Τούτο γινώσκοντες, ότι ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθει, ίνα καταργηθεί το σώμα τής αμαρτίας, του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία... ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι και συζήσωμεν αυτώ΄΄. (Ρωμαίους 6/ς΄ 3 - 8).
Με το Άγιο Βάπτισμα λοιπόν, ο άνθρωπος ανασταίνεται Πνευματικά. Αυτό φαίνεται και στο εδάφιο: Πράξεις 2/β΄ 38: ΄΄Μετανοήσατε φησιν, και βαπτισθήτω έκαστος υμών επί τω ονόματι Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών υμών, και λήμψεσθε την δωρεάν τού Αγίου Πνεύματος΄΄.
Αυτό λοιπόν που έχασε ο Αδάμ όταν αμάρτησε, και τον κατέστησε Πνευματικά Νεκρό, μπορεί ο άνθρωπος να το λάβει με το Άγιο Βάπτισμα. Πρόκειται για ΄΄την δωρεάν τού Αγίου Πνεύματος΄΄, για ΄΄την αναγέννηση΄΄, για την οποία μίλησε ο Κύριος Ιησούς Χριστός στο Νικόδημο, στο Ιωάννης 3/γ΄ 3 - 8: ΄΄εάν μη τις γεννηθεί εξ ύδατος και Πνεύματος ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν τού Θεού΄΄.
Πνευματικός Θάνατος λοιπόν είναι, όταν κάποιος χάνει το Άγιο Πνεύμα, και Πνευματική Ανάσταση όταν το ξαναπαίρνει.


Για το σωματικό θάνατο δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, μια και τον γνωρίζουμε όλοι μας. Όπως λοιπόν ο Πνευματικός θάνατος είναι ο χωρισμός τής ψυχής από το Άγιο Πνεύμα, έτσι και ΄΄το σώμα χωρίς πνεύματος είναι νεκρόν΄΄. (Ιάκωβος 2/β΄ 26).
Η λέξη ΄΄ανάσταση΄΄, σημαίνει: ΄΄ξαναστήσιμο΄΄. Για να ξαναστηθεί όμως κάτι, πρέπει πρώτα να έχει πέσει.
Στην ανάσταση αυτή, εκείνο που πέφτει, και ΄΄επιστρέφει στη γη΄΄, είναι το σώμα. (Εκκλησιαστής 12/ιβ΄ 7). Αυτό είναι λοιπόν που ΄΄ξαναστέκεται΄΄ στην ΄΄ανάσταση΄΄. Γι' αυτό είναι λάθος το ότι κάποιες Προτεσταντικές (κυρίως) ομάδες περιμένουν κάτι που το λένε ΄΄ανάσταση΄΄, αλλά δεν πιστεύουν ότι θα λάβουν πάλι το σώμα τους. Μιλούν αόριστα για κάποιο ΄΄ουράνιο Παράδεισο΄΄, και για την άνοδό τους στον ουρανό, χωρίς ποτέ να εξηγούν τι είναι αυτό.
Οι Χριστιανοί όμως, δεν αρκούνται στην Πνευματική ανάσταση τού βαπτίσματος, αλλά περιμένουν ΄΄την απολύτρωση τού σώματός τους΄΄.
΄΄και αυτοί οίτινες έχομεν την απαρχήν τού Πνεύματος, και ημείς αυτοί στενάζομεν εν εαυτοίς, περιμένοντες την υιοθεσίαν, την απολύτρωσιν τού σώματος ημών. (Ρωμαίους 8/η΄ 23).
Οι Χριστιανοί δεν αρκούνται μόνο σε έναν παράδεισο ψυχών, αλλά όπως ο Θεός προέθετε από την αρχή τής δημιουργίας τού ανθρώπου, και τα σώματα τών ανθρώπων θα έχουν μέρος σ' αυτό τον παράδεισο. Δεν ταλαιπωρήθηκαν και δεν αγωνίστηκαν μόνο οι ψυχές, αλλά και τα σώματα τών Χριστιανών στον αγώνα τους. Ομοίως, δεν αμάρτησαν μόνο οι ψυχές, αλλά και τα σώματα τών ασεβών. Έτσι, ό,τι θα λάβει η ψυχή, θα πρέπει να λάβει και το σώμα, είτε αυτό είναι ευλογία, είτε κατάρα. Και όπως ο Θεός δημιούργησε τη γη για κατοικία τού ανθρώπου, σε αυτή την ίδια γη, αλλά ανακαινισμένη, θα κατοικήσει για πάντα ο άνθρωπος. (Αποκάλυψη 21/κα΄ 1,2).
΄΄Και αυτή η κτίση, θα ελευθερωθεί από τη δουλεία τής φθοράς, στην ελευθερία τού φωτός τών παιδιών τού Θεού΄΄. (Ρωμαίους 8/η΄ 21). ΄΄Κατά την υπόσχεση τού Θεού, καινούργιους ουρανούς και καινούργια γη περιμένουμε΄΄ (Β΄ Πέτρου 3/γ΄ 13).
Ομοίως με την κτίση, και το σώμα τής αναστάσεως θα είναι άφθαρτο: ΄΄οι νεκροί θα αναστηθούν άφθαρτοι, και εμείς (οι ζώντες) θα μεταμορφωθούμε.
(Α΄ Κορινθίους 15/ιε΄ 52).
Τότε, όπως ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήταν στη γη, αλλά ταυτόχρονα και στον ουρανό, (Ιωάννης 3/γ΄ 13), έτσι και οι αναστημένοι Άγιοι, ενώ θα βρίσκονται στη γη, θα ζούν ως πολίτες τού ουρανού, πράγμα που άλλωστε συμβαίνει από τώρα. (Εφεσίους 2/β΄ 6. Εβραίους 11/ια΄ 16. 12/ιβ΄ 22,23. Αποκάλυψις 20/κ΄ 4 - 6).

Στην Αποκάλυψη 20/κ΄ 4 - 6, περιγράφει τρεις ομάδες ανθρώπων, να κάθονται σε θρόνους, και να βασιλεύουν με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Πρόκειται για εκείνους τους Χριστιανούς που πέθαναν σε διαφόρους διωγμούς, για όσους Χριστιανούς θα πεθάνουν από το θηρίο, και για μια ομάδα που αναφέρεται πρώτη, και που δεν περιγράφεται. Και οι τρεις αυτές ομάδες, αποτελούν το σύνολο τής Εκκλησίας, το οποίο λαβαίνει βασιλεία με τον Κύριο Ιησού Χριστό.
Στα εδάφια αυτά γράφει:
΄΄4. Και είδα θρόνους. Και κάθησαν πάνω τους, και κρίση δόθηκε σ' αυτους, και τις ψυχές τών σφαγμένων για τη μαρτυρία τού Ιησού και για το λόγο τού Θεού, και εκείνους που δεν προσκύνησαν το θηρίο, ούτε την εικόνα του, και δεν έλαβαν το χάραγμα στο μέτωπο και στο χέρι τους, και έζησαν και βασίλεψαν μαζί με το Χριστό χίλια έτη.
5. Οι υπόλοιποι τών νεκρών δεν έζησαν μέχρι να τελειώσουν τα χίλια έτη.
Αυτή
(είναι)
η ανάσταση η πρώτη. 6. Ευτυχισμένος και άγιος όποιος έχει μέρος στην ανάσταση την πρώτη. πάνω σ' αυτούς, ο θάνατος ο δεύτερος δεν έχει εξουσία, αλλά θα είναι ιερείς τού Θεού και τού Χριστού και θα βασιλεύσουν μαζί του τα 1000 έτη΄΄.
Τα εδάφια αυτά δεν μιλούν φυσικά, για μία μελλοντική κατάσταση σε μία κατά γράμμα χιλιετή μεσοβασιλεία, όπως κακώς διδάσκουν κάποιες Χιλιαστικές θρησκείες. Το εδάφιο μιλάει για παρούσες καταστάσεις, ακόμα και στην εποχή που γραφόταν η Αποκάλυψη. Γι' αυτό λέει στο εδάφιο 6: ΄΄όποιος ΕΧΕΙ (Ενεστώτας) μέρος στην ανάσταση την πρώτη΄΄.
Πράγματι, γι' αυτή την ανάσταστη μιλούσε ο απόστολος Παύλος όπως είδαμε, όταν έγραφε στην επιστολή του προς Εφεσίους 2/β΄ 5,6:  ΄΄Και εμάς που ήμασταν νεκροί για τα παραπτώματα, μας ζωοποίησε μαζί με το Χριστό... και μας σήκωσε μαζί του και μας συνεκάθισε στα επουράνια εν Χριστώ Ιησού.΄΄
Ήδη ο απόστολος Παύλος και οι υπόλοιποι σαν κι αυτόν, είχαν μέρος στην πρώτη ανάσταση. Στην ίδια ανάσταση έχει μέρος, όποιος λαβαίνει το βάπτισμα τού Αγίου Πνεύματος, και ως νέος άνθρωπος περπατά σε νέα ζωή.
Η πρώτη ανάσταση λοιπόν, είναι η Πνευματική Ανάσταση, και είναι πρώτη, επειδή προηγείται τής σωματικής:
΄΄και αυτοί οίτινες έχομεν την απαρχήν τού Πνεύματος, και ημείς αυτοί στενάζομεν εν εαυτοίς, περιμένοντες την υιοθεσίαν, την απολύτρωσιν τού σώματος ημών. (Ρωμαίους 8/η΄ 23).
Συνεπώς, η δεύτερη ανάσταση είναι η σωματική.
Το εδάφιο Αποκάλυψις 20/κ΄ 6 όμως, λέει γι' αυτούς που μετέχουν στην 1η ανάσταση: ΄΄πάνω σ' αυτούς, ο θάνατος ο δεύτερος δεν έχει εξουσία΄΄.
Εδώ δε μπορεί να μιλάει για το σωματικό θάνατο, επειδή και ο απόστολος Παύλος, και πλήθος άλλοι που μετέχουν στην 1η ανάσταση έχουν πεθάνει σωματικά. Πρόκειται λοιπόν για τον Πνευματικο Θάνατο, για το θάνατο εκείνο που είδαμε ότι είναι ο χωρισμός από το Άγιο Πνεύμα, όπως συνέβη στον Αδάμ.
Όταν λοιπόν μιλάμε για την Πρώτη ανάσταση, εννοούμε την Πνευματική ανάσταση, που γίνεται όταν οι Χριστιανοί λαμβάνουν το Άγιο Πνεύμα. Δεύτερη ανάσταση είναι η Σωματική ανάσταση, που θα γίνει στην Παρουσία τού Κυρίου για όλους τους νεκρούς. (Α΄ Κορινθίους 15/ιε΄ 23). Τέλος, Πρώτος θάνατος είναι ο Σωματικός, και Δεύτερος ο Πνευματικός, ο χωρισμός από το Άγιο Πνεύμα.

Η Ανάσταση και η Ανάληψη εν νεφέλαις, τού σώματος τού Χριστού και τών αγίων

Η Ανάσταση και η Ανάληψη εν νεφέλαις, τού σώματος τού Χριστού και τών αγίων
Περί τής τών μελλόντων απολαύσεων και τής τών παρόντων ευτελείας: 6
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Κείμενο και Μετάφραση
Πηγή: PG 51: 352-354.

Κείμενο (PG 51: 352-354)   Μετάφραση
Δια τούτο έλεγε: "Μάθετε απ' εμού ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία".
Ετέρως πάλιν το τα βραβεία αυτά και τα έπαθλα εις μέσον αγαγείν, και υπό οφθαλμούς δεικνύναι, άκουσον. Υπέσχετο σωμάτων ανάστασιν, αφθαρσίαν, την εις αέρα απάντησιν, την εν νεφέλαις αρπαγήν· ταύτα δια τών πραγμάτων έδειξε.
Πώς και τίνι τρόπω;
Αποθανών ανέστη· διό και τεσσαράκοντα ημέρας αυτοίς συνήν, ίνα αυτούς πληροφορήση και δείξη ηλίκα ημών είναι μέλλει τα σώματα μετά την ανάστασιν.
Πάλιν λέγων δια τού Παύλου, ότι "Εν νεφέλαις αρπαγησόμεθα εις απάντησιν αυτού εις αέρα", και τούτο έδειξεν έργοις. Μετά γαρ την ανάστασιν, ηνίκα έμελλεν ανιέναι εις ουρανούς, παρόντων αυτών επήρθη, φησί, και νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από τών οφθαλμών αυτών· και ως ατενίζοντες ήσαν, πορευομένου αυτού.
Ούτως ουν και το ημέτερον σώμα ομοούσιον έσται εκείνω τω σώματι, άτε εκ τού φυράματος όν· ώσπερ γαρ η κεφαλή, ούτω και το σώμα· ώσπερ η αρχή, ούτω και το τέλος. Και τούτο σαφέστερον ο Παύλος δηλών έλεγεν: "Ος μετασχηματίσει το σώμα τής ταπεινώσεως ημών, εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι τής δόξης αυτού". Ει τοίνυν σύμμορφον γίνεται, και την αυτήν οδόν βαδιείται, και ομοίως επί νεφελών αρθήσεται. Ταύτα προσδόκα και αυτός εν τη αναστάσει.
Επειδή γαρ άδηλον ήν τοις ακούουσι τέως το ρήμα τής βασιλείας, δια τούτο ανελθών εν τω όρει μετεμορφώθη έμπροσθεν τών μαθητών αυτού, παρανοίγων αυτοίς τών μελλόντων την δόξαν, και ως εν αινίγματι και αμυδρώς επιδεικνύς οίον έσται το σώμα το ημέτερον.
Αλλά τότε μεν μετά ιματίων εφάνη, εν δε τη αναστάσει ουχ ούτως. Ου γαρ δείται το σώμα ημών ιματίων, ουδέ στέγης, ουδέ ορόφου, ουδέ άλλου τών τοιούτων ουδενός. Ει γαρ ο Αδάμ προ τής παραβάσεως γυμνός ων ουκ ησχύνετο, δόξη ημφιεσμένος, πολλώ μάλλον τα σώματα τα ημέτερα, όσα επί μείζονα και αμείνω λήξιν βαδιείται, ουδενός τούτων δηθήσεται· δια δη τούτο και αυτός ανιστάμενος, τα ιμάτια επί τού τάφου και τής σορού κείσθαι είασε, γυμνόν αναστήσας το σώμα, δόξης αφάτου και μακαριότητος εμπεπλησμένον.
Ταύτα ουν ειδότες, αγαπητοί, και δια λόγων παιδευθέντες, και δι' οφθαλμών διδαχθέντες, τοιαύτην επιδειξώμεθα πολιτείαν, ίνα εν νεφέλαις αρπαγέντες αεί μετ' αυτού διατρίβοντες ώμεν, σωζόμενοι και τη αυτού χάριτι, και τών μελλόντων απολαύοντες αγαθών· ων γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, μεθ' ου τω Πατρί άμα τω αγίω Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμή, προσκύνησις, νυν και αεί, και εις τους αιώνας τών αιώνων. Αμήν.
 
Γι' αυτό λοιπόν έλεγε: «Μάθετε από εμένα, επειδή είμαι και ταπεινός στην καρδιά» (Ματθ. 11, 29).
Από την άλλη πάλι, άκουσε το ότι έφερε στη μέση τα βραβεία αυτά και τα έπαθλα, και τα έδειξε ορατά. Υποσχόταν ανάσταση σωμάτων, αφθαρσία, τη συνάντηση στον αέρα, την αρπαγή στα σύννεφα. Αυτά τα έδειξε δια των πραγμάτων.
Πώς και με ποιον τρόπο;
Ενώ πέθανε, αναστήθηκε· γι' αυτό και σαράντα ημέρες συναναστρεφόταν με αυτούς,  για να τους πληροφόρηση και να τους δείξει πώς πρόκειται να είναι τα σώματά μας μετά την ανάσταση.
Πάλιν λέγοντας δια του Παύλου ότι: «Θα αρπαχθούμε στα σύννεφα σε συνάντησή Του στον αέρα» (Α' Θεσσ. 4, 17), και αυτό το έδειξε εμπράκτως. Επειδή μετά την ανάστασιν, όταν επρόκειτο να ανεβεί στους ουρανούς, ενώ ήταν παρόντες αυτοί ανέβηκε, λέει, "και σύννεφο τον πήρε από τα μάτια τους" (Πράξ. 1, 9) και έμειναν να τον κοιτάζουν ενώ αυτός πορευόταν.
Έτσι λοιπόν και το δικό μας σώμα θα είναι ομοούσιο με το σώμα εκείνο, αφού προέρχεται από το ίδιο φύραμα· Επειδή όπως είναι η κεφαλή έτσι και το σώμα· όπως η αρχή έτσι και το τέλος. Και αυτό δηλώνοντάς το σαφέστερα ο Παύλος έλεγε: "Ο Οποίος θα μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεώς μας, έτσι ώστε αυτό να γίνει σύμμορφο με το σώμα τής δόξας Του" (Φιλιπ. 3, 21). Εάν λοιπόν γίνει σύμμορφο, και την ίδια οδό θα βαδίσει, και με όμοιο τρόπο πάνω σε σύννεφα θα σηκωθεί. Αυτά να αναμένεις κι εσύ στην ανάσταση.
Επειδή λοιπόν ήταν άγνωστος ο λόγος περί της βασιλείας στους ακροατές τότε, γι' αυτό αφού ανέβηκε στο όρος, μεταμορφώθηκε μπροστά στους μαθητές Του, αποκαλύπτοντάς τους τη δόξα τών μελλόντων, και σαν σε αίνιγμα και αμυδρά επιδεικνύοντας ποιο θα είναι το σώμα μας.
Τότε όμως φάνηκε μεν με ρούχα, αλλά στην ανάσταση δεν θα είναι έτσι. Επειδή δεν χρειάζεται το σώμα μας ρούχα, ούτε στέγη, ούτε πάτωμα, ούτε τίποτε άλλο από αυτά. Επειδή εάν ο Αδάμ πριν από την παράβαση, ενώ ήταν γυμνός δεν ντρεπόταν, γιατί ήταν ντυμένος με δόξα, πολύ περισσότερο τα δικά μας σώματα, όσα θα βαδίσουν σε μεγαλύτερο και καλύτερο προορισμό, δεν έχουν ανάγκη κανενός απ' αυτά. Γι' αυτό λοιπόν και Αυτός, όταν αναστήθηκε άφησε τα ενδύματα να κείτονται πάνω στον τάφο και στο σορό, ανασταίνοντας γυμνό το σώμα, πλήρες από δόξα ανέκφραστη και μακαριότητα.
Έχοντας γνωρίσει λοιπόν αυτά αγαπητοί, και έχοντας εκπαιδευθεί με λόγια, και έχοντας διδαχθεί από τα μάτια μας, ας επιδείξουμε τέτοια συμπεριφορά, έτσι ώστε να αρπαχθούμε σε σύννεφα, και να καταγινώμαστε ζώντας πάντα μαζί με Αυτόν, σωζόμενοι και απολαμβάνοντας και τη Χάρη Του, και τα μέλλοντα αγαθά· τα οποία μακάρι όλοι μας να επιτύχουμε εν Χριστώ Ιησού τον Κύριό μας, μαζί με τον Οποίο και στον Πατέρα συγχρόνως με το Άγιο Πνεύμα, (ανήκει) δόξα, κράτος, τιμή, προσκύνηση, τώρα και πάντα, και στους αιώνες τών αιώνων. Αμήν!
Δημιουργία αρχείου: 11-3-2013.

11. Η Ανάσταση του Χριστού Κείμενο

11. Η Ανάσταση του Χριστού
Κείμενο
Μετάφραση
Εικόνα
Οι μυροφόρες γυναίκες, όταν βαθιά χαράματα, ήρθαν στο μνήμα του ζωοδότη Χριστού, βρήκαν έναν άγγελο να κάθεται πάνω στην πέτρα και αυτός, αφού τις προσφώνησε, είπε τα εξής: Γιατί ζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; Γιατί κλαίτε τον άφθαρτο σαν να υπόκειται στη φθορά; Πηγαίνετε να αναγγείλετε την ανάσταση στους μαθητές του.
Στους ύμνους της Μ. Εβδομάδας παρακαλούμε τον Κύριο «να μας δείξει και την τριήμερη Ανάστασή του». Αυτό είναι το μυστήριο του Σταυρού: μυστήριο λύπης και χαράς. Πονάμε για τα Πάθη του Κυρίου, αλλά και χαιρόμαστε, γιατί με το Σταυρό ακολουθεί η Ανάσταση. Στην πρωινή ακολουθία του Μ. Σαββάτου, οι πιστοί λαμπρύνονται και αγάλλονται από το προανάκρουσμα της Ανάστασης που μεταδίδουν οι ύμνοι.
 Δεύτε λάβετε φως, νύχτα του Πάσχα, Αλβανία. Ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος και πιστοί
Εικόνα, νύχτα του Πάσχα, Αλβανία.
Ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος και πιστοί
α) Η συμμετοχή στην Ανάσταση
Τη νύχτα του Πάσχα, οι καρδιές των χριστιανών γεμίζουν από τη χαρά της Ανάστασης. Και η χαρά αυτή δεν περιορίζεται στα εξωτερικά στοιχεία ή στις υλικές απολαύσεις της γιορτής, αλλά αγγίζει και μεταμορφώνει τη ζωή τους. Ο πιστός συμμετέχει στην αναστάσιμη θεία Λειτουργία ακτινοβολεί αυτή την αλήθεια και την εκφράζει στους συνανθρώπους του. Ένα λαμπρό παράδειγμα είναι ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (που έζησε στη Ρωσία), ο οποίος βίωνε τόσο έντονα τη χαρά της Ανάστασης, ώστε έβλεπε αυτή τη χαρά και την ελπίδα στα πρόσωπα των άλλων, τους οποίους χαιρέτιζε καθημερινά με τα ακόλουθα λόγια: «Χριστός Ανέστη, χαρά μου».
β) Το νόημα της Ανάστασης
Η πίστη της Εκκλησίας στην Ανάσταση του Χριστού αποτέλεσε από την αρχή της ίδρυσής της τον ακρογωνιαίο της λίθο. Ο Απόστολος Παύλος είναι κατηγορηματικός. Γράφει: Αν δεν αναστήθηκε ο Χριστός το κήρυγμά μας (των αποστόλων) είναι κενό περιεχομένου αλλά και η πίστη σας είναι κενή.ΕικόναΕικόνα
Αυτή ήταν η πίστη ομολογητών και των μαρτύρων: πίστη στην Ανάσταση του Χριστού και στην κοινή Ανάσταση όλων των ανθρώπων. Η κοινή ανάσταση θα πραγματοποιηθεί μετά το τέλος της ιστορίας του κόσμου αυτού, κατά τη Δεύτερη Παρουσία του Χριστού. Ο Απ. Παύλος λέει: Αν από μας τους αποστόλους κηρύττεται ότι ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών, πώς λέγουν μερικοί από σας ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών; Αν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, τότε ούτε και ο Χριστός αναστήθηκε.ΕικόναΕικόναΕικόναΕικόνα
τό ο Κύριος ονομάζεται ΕικόναΕικόνα Αναστήθηκε πρώτος σαν να γεννήθηκε από τον τάφο. Αυτό είναι η ελπίδα μας. Όταν ομολογούμε στο «Σύμβολο της Πίστεως» ΕικόναΕικόνα, σημαίνει πως περιμένουμε να αναστηθεί το σώμα μας, που μεταμορφωμένο, πνευματικό και άφθαρτο θα ενωθεί με την ψυχή μας, για να ζήσουμε αιώνια μαζί με το Χριστό.
γ) Η γιορτή της Ανάστασης
Τυλιγμένοι απ' τη δροσιά και τις ευωδίες της ανοιξιάτικης νύχτας, λαμπροφορεμένοι, μετά το θρήνο των Παθών, προσδοκούμε με λαχτάρα να ντυθούμε με το φως της Ανάστασης του Χριστού. Και είμαστε όλοι εκεί. Αλλος από νωρίς, άλλος πιο έπειτα, άλλος την τελευταία στιγμή. Όλοι καλεσμένοι και καλόδεχτοι. Η χαρά από τις καρδιές ανεβαίνει στα πρόσωπα, που λάμπουν. Πανηγυρίζουμε! για την αθανασία, που μας χαρίστηκε ξανά, για τη συγχώρηση των λαθών μας, που εξαγοράστηκαν με τη θυσία του Χριστού, για την ακτινοβολούσα, ολοκαίνουργια ζωή, που νίκησε το θάνατο. Κλαίμε από χαρά όταν όλοι μαζί ψάλλουμε το θριαμβευτικό παιάνα της νίκης. Το αδειανό μνημείο έγινε πέρασμα για τον ολοφώτεινο Παράδεισο. Είμαστε πάλι παιδιά του Θεού γιατί Εικόνα
δ) Η ενότητα των πιστών με το Χριστό
Ο χριστιανός με τον αγώνα του τον πνευματικό επιδιώκει να ζήσει με το Χριστό και να προκόψει πνευματικά. Η ενότητα αυτή του πιστού με τον Κύριο δεν είναι θεωρητική. Ο Χριστός τονίζει (όπως είδαμε στο προηγούμενο μαθημα, στον ύμνο της Μ. Εβδομαδας Εικόνα, ότι είναι «το αμπέλι που δίνει ζωή στα κλήματα» και ότι μόνο μέσα στο αμπέλι αυτό μπορεί να καρποφορήσει ο χριστιανός. Θέλει (με τα λόγια αυτά) να μας υπενθυμίσει ότι η ενότητα μαζί του, η συμπόρευση και η συσταύρωση αλλά και η συμμετοχή στη χαρά της Ανάστασης είναι πραγματοποιήσιμα μόνο μέσα στην Εκκλησία.
Κανένας δεν μπορεί να προσεγγίσει τα γεγονότα του Πάθους και της Ανάστασης του Χριστού ευρισκόμενος έξω από τη ζωή της Εκκλησίας. Γιατί το Πάθος και η Ανάσταση είναι γεγονότα που στη ζωή του πιστού εναλλάσσονται. Ζώντας τη ζωή της Εκκλησίας μέσα από τη Θεία Μετάληψη, τη μετάνοια, την προσευχή, τη νηστεία και τον καθημερινό αγώνα κατά των παθών, ο χριστιανός συμμετέχει συνεχώς στη ζωή του Χριστού, στο Πάθος και την Ανάστασή του.


Εικόνα
Η ευωδία της Αναστάσεως
«Τα άγρια κλαδιά στάζανε μία δροσιά αγιασμένη. Το χώμα και το κάθε ταπεινό βότανο μοσκοβολά σαν μοσκολίβανο. Ναός του Θεού είναι όλη η πλάση. Τα βουνά σηκώνουνε με αγαλλίαση τις κεφαλές τους μέσα στο χρυσό φως. Τα άσπρα συννεφάκια ανεμίζονται σαν σημαίες μέσα στον γαλανόν ουρανό. Η θάλασσα αστράφτει στον ήλιο, ανάμεσα στα δέντρα, στολισμένη με κάβους και με νησάκια. Ως και οι ξέρες του πελάγου, και κείνες γιορτάζουνε. Το χώμα είναι μοσκολίβανο. Οι πέτρες θαρρείς πως είναι και κείνες ζωντανές και χαρούμενες. Τίποτα δεν είναι νεκρό κι άψυχο, σήμερα που αναστήθηκε ο Χριστός και χάρισε σε όλα τα πλάσματα και τα κτίσματα ζωή και αθανασία. Ο Βασιλέας της ζωής βασιλεύει σήμερα απάνω στο ζωντανό βασίλειο του. Πουθενά δεν υπάρχει πια θάνατος, πουθενά δεν απόμεινε σκοτάδι: ΕικόναΕικόνα (Φώτη Κόντογλου, Έργα 5, Μυστικά άνθη, Αθήνα 1977, σελ. 320).

Η Ανάσταση του Χριστού, προάγγελος της δικής μας Ανάστασης

Η Ανάσταση του Χριστού, προάγγελος της δικής μας Ανάστασης
Η ανάσταση των νεκρών είναι ένα κεφαλαιώδες ζήτημα που δεν μπορεί να το προσπεράσει κανείς αβασάνιστα, όταν μάλιστα δηλώνει ότι θέλει να πάρει στα σοβαρά τη ζωή και την πίστη του. Η ανάσταση του Χριστού, και ως συνέπειά της η ανάσταση των νεκρών, αποτελεί τη μοναδικότητα του χριστιανικού κηρύγματος, αυτό που διαφοροποιεί την παράδοσή μας από άλλες θρησκείες και παραδόσεις. Τόσο κεντρική είναι η θέση της μέσα στην παράδοσή μας, ώστε ο απόστολος Παύλος να δηλώνει ότι αν βγάλει κανείς από την πίστη μας την ανάσταση του Χριστού η παράδοσή μας μένει κενή, κούφια (Α' Κορ. 15, 14).
Το ερώτημα για την ανάσταση των νεκρών ως υπαρξιακή και φιλοσοφική αναζήτηση του ανθρώπου είναι σκοτεινό, το ίδιο και η απάντησή του. Γίνεται όμως απλό, αν δεχτεί κανείς τον Ιησού ως θεάνθρωπο. Αυτόματα δέχεται και την Ανάστασή Του, αφού Αυτός είναι ο Αρχηγός της ζωής και του θανάτου, άρα και των ανθρώπων (Ματθ. 22, 29).
Όσον αφορά στην τοποθέτησή τους απέναντι στο θέμα της αναστάσεως, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις κατηγορίες ανθρώπων:
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μεγάλη μάζα των συνανθρώπων μας το προσπερνά. Ή αδιαφορεί ή το αντιμετωπίζει τελείως επιδερμικά, επιφανειακά (Λουκ. 8, 5 - 6) - τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Πρόκειται γι' αυτούς τους ανθρώπους που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «αδιάφορους» ή «άσχετους» ή «εκτός» (Εκκλησίας). Το εκπληκτικό όμως με αυτούς τους ανθρώπους, που είτε δηλώνουν εκτός εκκλησίας, είτε αυτό φανερώνει - μαρτυρεί η ζωή τους, είναι ότι ανάμεσά τους συναντάει πολλές φορές, κανείς ανθρώπους που έχουν εμπειρία αναστάσεως. Αρκούν δύο παραδείγματα γι' αυτό, παρμένα και τα δύο από την Καινή Διαθήκη : Το πρώτο είναι η πόρνη γυναίκα που αλείφει με μύρο τα πόδια του Χριστού και ο Ιησούς δηλώνει ότι το έκανε επειδή προέβλεψε τον ενταφιασμό του (Ματθ. 26, 12. Μάρκ. 14, 8. Ιω. 12, 7). Το άλλο είναι η κλασική περίπτωση του εκ δεξιών ληστή πάνω στον σταυρό, ο οποίος δεν παρασύρεται από το σκάνδαλο ότι δίπλα του συσταυρώνεται κάποιος ακόμη, αλλά μπορεί και διαβλέπει ότι αυτός είναι ο βασιλιάς της αιώνιας ζωής (Λουκ. 23, 42).
Tο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς αυτοί οι άνθρωποι μπορούν και έχουν την εμπειρία της αναστάσεως του Χριστού. Αυτό κατ' αρχήν αποτελεί μυστήριο, ικανό ωστόσο να φανερώσει τη δύναμη του Θεού, αλλά και την ίση αγάπη του για OΛOΥΣ τους ανθρώπους που είναι όλοι παιδιά Του. Φαίνεται ακόμη ότι αυτοί οι άνθρωποι απέκτησαν μάτια για να βλέπουν πέρα και πίσω από τα φαινόμενα, επειδή πόνεσαν πολύ στη ζωή τους, είτε εκούσια είτε ακούσια. Και όλοι γνωρίζουμε, από την προσωπική του πείρα ο καθένας μας, πόσο πόνο έχει η αμαρτία μετά από την πρόσκαιρη χαρά που μας προσφέρει.
Μία δεύτερη ομάδα ανθρώπων είναι οι άγιοι της Εκκλησίας, οι παλιοί, αλλά και οι σύγχρονοι, αυτοί που ζουν ανάμεσά μας, χωρίς ίσως να τους ξέρουμε. Είναι αυτοί που ζουν από τώρα, από αυτήν εδώ τη ζωή μέσα στο φως και τη χαρά της Αναστάσεως, λουσμένοι μέσα στο φως της αιώνιας βασιλείας του Θεού, γιατί πρώτα βίωσαν το Γολγοθά του προσωπικού τους αγώνα κι ακόμα έκαναν δικό τους τον πόνο όλου του κόσμου. Aυτήν τη χαρά την εκπέμπουν χωρίς πρόχειρα κηρύγματα γύρω τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ με τον κλασικό χαιρετισμό του προς κάθε άνθρωπο που συναντούσε «Χριστός ανέστη, χαρά μου», ο οποίος ανακεφαλαιώνει συμπυκνωμένη ολόκληρη την ορθόδοξη παράδοση.
Μία τρίτη, τέλος, ομάδα ανθρώπων, είμαστε άνθρωποι που μπαινοβγαίνουμε σε κατηχητικά, κηρύγματα, κύκλους, ακολουθίες κλπ. Δηλώνουμε ότι πιστεύουμε στον Χριστό και την ανάστασή του, αλλά η ζωή μας φανερώνει το αντίθετο. Κλονιζόμαστε όπως ο Πέτρος πάνω στα κύματα (Ματθ. 14, 30). Δείχνουμε ότι δεν έχουμε συναντήσει προσωπικά στη ζωή μας τον Αναστημένο Χριστό. Μοιάζουμε με τους δύο μαθητές που τη μέρα της Αναστάσεως πορεύονται προς Εμμαούς και, απογοητευμένοι που είδαν όλα τα όνειρα και τις ελπίδες που είχαν επενδύσει στο δάσκαλό τους να γκρεμίζονται με τον θάνατο και την ταφή Του, δεν μπορούν να Τον αναγνωρίσουν κι ας συμπορεύεται με τη θλίψη τους (Λουκ. 24, 16). Ζούμε έτσι ένα είδος πνευματικής σχιζοφρένειας, μια διάσταση - ασυμφωνία λόγων και έργων, που αποτελεί το μεγάλο σκάνδαλο για τους άλλους και το κυριότερο εμπόδιο για να πλησιάσουν τον Χριστό και την εκκλησία.
Το διπλό ερώτημα που προκύπτει από τα παραπάνω και του οποίου η απάντηση είναι κεφαλαιώδης για τη ζωή μας είναι: Τι φταίει που δεν έχουμε την εμπειρία της αναστάσεως; Κι ακόμη, τι μπορεί να γίνει γι' αυτό;
Θα αποκτήσουμε εμπειρία αναστάσεως αν πρώτα αποδεχτούμε τον πόνο του Σταυρού. Κύριο στοιχείο της εποχής μας και του πολιτισμού μας είναι ότι όλοι και όλα γύρω μας μάς υπόσχονται χαρά, ευχαρίστηση, καλοπέραση. Πουθενά λόγος για πόνο και σταυρό. Την αρρώστια, τον πόνο και τον θάνατο τα απωθούμε στο περιθώριο της ζωής μας κι αφήνουμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα να πεθαίνουν ξεχασμένα σε νοσοκομεία και ιδρύματα. O ίδιος πειρασμός μάς πολεμάει και στην πνευματική ζωή : Θέλουμε να αποκτήσουμε τα μεγάλα πνευματικά αγαθά ή ζηλεύουμε τις αρετές των άλλων χωρίς να είμαστε διατεθειμένοι να καταβάλουμε κόπο για να τα αποκτήσουμε. Θέλουμε να φτάσουμε κατ' ευθείαν στην ανάσταση χωρίς να περάσουμε από τον πόνο της Γεθσημανή και του Σταυρού. Αν είναι δυνατόν να βραχυκυκλώσουμε, να προσπεράσουμε τον πόνο.
Η ανάσταση όμως είναι άρρηκτα δεμένη με τον σταυρό. Είναι νόμος στην ασκητική παράδοση, αλλά και στη γενικότερη εμπειρία της εκκλησίας το «Δώσε αίμα, λάβε πνεύμα». Καλούμαστε κάθε στιγμή να βιώνουμε ταυτόχρονα τη Σταύρωση και την Ανάσταση, αυτό που στην παράδοσή μας ονομάζεται «χαρμολύπη» και που έχει κάτι από το ήθος της Μεγάλης Εβδομάδας, που τη Μεγάλη Παρασκευή κλείνει το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου» με το «Δείξον ημίν καί τήν ενδοξόν Σου ανάστασιν». Aκόμη και η Κυριακή του Πάσχα έχει μέσα της κάτι από τη θλίψη του Σταυρού, αφού ο Αναστημένος Χριστός είναι «κατάστικτος τους μώλωψι καί πανσθενουργός» (Κανόνας Όρθρου Μεγάλου Σαββάτου).
Για τον πιστό, ούτε ο πόνος είναι υπερβολικός και ασήκωτος ούτε η χαρά μιας επιτυχίας υπερφίαλη και ξιπασμένη. O πολιτισμός που βλάστησε από την πίστη μας, την ορθόδοξη ανατολική παράδοση, το ίδιο δεν παρακάμπτει τον πόνο και το θάνατο, αλλά καταφάσκει σ' αυτά για να τα ξεπεράσει. «Eκ του τάφου ανέθορε», γι' αυτό και «θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει». Σε αντίθεση όλο το οικοδόμημα του δυτικού πολιτισμού, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, τα αποσιωπά και προσπαθεί - μάταια - να τα απωθήσει. Το ίδιο και ο κάθε ταπεινός άνθρωπος, ακριβώς επειδή έχει πάψει προ πολλού να ζει για τον εαυτό του και ζει πια για τις αδελφές και τους αδελφούς του, δεν τρομάζει μπρος στο θάνατο, αφού ο τελευταίος δεν έχει πια καμμία εξουσία πάνω του.
Μπορούμε, λοιπόν, να πιστεύουμε ακράδαντα στην ανάσταση του Χριστού, του Θεανθρώπου Λυτρωτή μας, και κατ’ επέκταση και στη δική μας ανάσταση και να το αποδεικνύουμε έμπρακτα με τη ζωή μας, ζώντας κάθε στιγμή τον προσωπικό μας σταυρό και κάνοντας δικό μας τον πόνο των αδελφών μας.
Ιωάννης Καρακασίδης

3. Η Ανάσταση και το μεσιτικό έργο του Χριστού

3. Η Ανάσταση και το μεσιτικό έργο του Χριστού
Τι πιστεύουμε - Το Σύμβολο Της Πίστεως
Όλα αυτά που λέει το Ευαγγέλιο είναι καλά, αλλά ποιος μπορεί να τα κάνει; Ποιος μπορεί να υπακούσει το Ευαγγέλιο; Δεν αμφιβάλω ότι ήρθε ο Χριστός στη γη, αλλά είναι δυνατόν να τον ακολουθήσω πραγματικά; Από που και από ποιον θα βρω τη δύναμη για να κάνω όσα λέει ο Χριστός; Τελικά μου φαίνεται ότι το ζήτημα είναι πολύ δύσκολο.
Σαν πολύ δύσκολο φαίνεται, γιατί δεν έχουμε σταθεί για να δούμε πως έχουν τα πράγματα.
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης είναι το Πάσχα. Ποιος δεν αισθάνεται χαρά τη στιγμή που ακούγεται η χαρμόσυνη φωνή “Χριστός Ανέστη” και σαν αντίλαλος το “Αληθώς Ανέστη”. Γιατί αυτός ο χαιρετισμός προκαλεί τόση χαρά σε όλους μας; Επειδή απλούστατα, ο Θεάνθρωπος αναστήθηκε από τους νεκρούς, “θανάτω θάνατον πατήσας”.
Έπρεπε να σταυρωθεί ο Χριστός, έπειτα έπρεπε να ταφεί, αλλά έπρεπε και να αναστηθεί “τη τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς”. Η ανάσταση του Χριστού είναι το σπουδαιότερο γεγονός που συνέβη ποτέ.
Σε αυτό το σημείο δημιουργείται ακόμη μια απορία. Κανένας Χριστιανός δεν αμφιβάλλει ότι η ανάσταση του Χριστού είναι ένα πραγματικό γεγονός. Το Σύμβολο της Πίστεως περιγράφει την ανάσταση με τα εξής λόγια: “Και αναστάντα τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς. Και ανελθόντα εις τους ουρανούς...” Αλλά τι κάνει άραγε ο Χριστός εκεί που πήγε; Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τον Χριστό να είναι είτε στην αγκαλιά της παρθένου είτε πάνω στον σταυρό, αλλά χρειάζεται να καταλάβουμε ότι τώρα έχει μια άλλη θέση, ένα άλλο έργο. Το Σύμβολο της Πίστεως αφού αναφέρει ότι ο Χριστός ανελήφθηκε, προσθέτει: “Και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός”.
Τι εννοεί όμως όταν αναφέρει ότι ο Χριστός κάθεται στα δεξιά του Πατρός; Γιατί κάθεται εκεί, τι κάνει; Το ότι ο Χριστός κάθισε στα δεξιά του Πατέρα έχοντας κάποιο λειτούργημα σημαίνει ότι έγινε ο μεσίτης μας. Έγινε μεσίτης μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων. Δεν βρίσκεται κανένας άλλος που να έχει το δικαίωμα και το λειτούργημα να μεσιτεύει για εμάς.
Το όνομα του Χριστού είναι μοναδικό σε όλο το σύμπαν γιατί ο Χριστός είναι ο μόνος μεσίτης. Από την στιγμή που αναλήφθηκε στον ουρανό μέχρι σήμερα βρίσκεται στα δεξιά του Πατέρα, κάτι που σημαίνει ότι η πόρτα της σωτηρίας είναι ακόμη ανοικτή.
Δεν θα μεσιτεύει όμως για πάντα. Δεν θα είναι πάντοτε συνήγορος των αμαρτωλών. Πολλοί δυστυχώς θα βρεθούν στην θέση που βρέθηκε η κυρία της παρακάτω ιστορίας. Υπήρχε κάποτε μια κυρία που είχε μια σοβαρή υπόθεση και ο συνήγορος την προέτρεπε να ασχοληθεί για την επίλυσή της πριν να είναι αργά. Αυτή όμως αδιαφορούσε και δεν έδινε σημασία στις προειδοποιήσεις του. Ξαφνικά μια μέρα έλαβε μια ειδοποίηση ότι είχε οριστεί μια ημερομηνία για την εκδίκαση της. Την ώρα της δίκης πήγε στο δικαστήριο αλλά παραδόξως ο συνήγορος της ήταν στην θέση του δικαστή. Ο δικαστής απευθυνόμενος σε αυτή της είπε: “Πριν ήμουν ο συνήγορος σας, αλλά τώρα είμαι ο κριτής σας”.
Σήμερα ο Χριστός είναι ο μεσίτης μας, αλλά δεν θα είναι για πάντα. Κάποια μέρα θα γίνει ο κριτής μας. Σήμερα μεσιτεύει μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων, και ο Θεός δέχεται να τον πλησιάσουμε μόνο μέσω του Υιού του. Σήμερα μεσιτεύει και ζητάει να τον δεχθούμε ως τον δικό μας μεσίτη. Δεν υπάρχει άλλος που μπορεί να μεσιτεύσει για μας. Δεν μπορεί να μεσιτεύσει κάποιος άγγελος, ούτε κάποιος άνθρωπος, κάποιος άνδρας ή κάποια γυναίκα. Δεν μπορεί ο καλύτερος φίλος μας, δεν μπορεί ο αγιότερος άνθρωπος του κόσμου. Από όλα τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια των ανθρώπων που έχουν πεθάνει δεν βρίσκεται ούτε ένας που μπορεί να εκπληρώσει αυτή την αποστολή.
Η χάρη όμως του Θεού βρήκε τον τρόπο. Ο Θεός έγινε άνθρωπος και σήμερα ο Θεάνθρωπος Χριστός μεσιτεύει για κάθε έναν που του ζητάει να γίνει ο μεσίτης του. Του έχεις άραγε ζητήσει να γίνει και δικός σου μεσίτης;
Μπορεί κάποιος να βρει τον μεσίτη και συνήγορο οποιαδήποτε στιγμή τον χρειαστεί; Όταν όλα είναι σκοτεινά, όταν αισθανόμαστε ότι όλοι μας έχουν εγκαταλείψει, Εκείνος θα έρθει να μας βοηθήσει μόλις του το ζητήσουμε. Δεν έχει σημασία αν είναι μέρα ή νύχτα, χειμώνας ή καλοκαίρι, αρκεί να κάνουμε ένα μεγάλο τάμα και Αυτός θα μας ακούσει. Το τάμα που περιμένει από εμάς είναι το τάμα της καρδιάς μας! Σήμερα μεσιτεύει ακόμη ο Χριστός, αλλά έως πότε; Καιρός είναι να γίνει και δικός σου μεσίτης, καθώς είναι ο μόνος που μπορεί να σου δώσει μια νέα καρδιά και μια νέα ζωή.

τΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ (2)

τΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ (2)


Grunewald. Η Ανάσταση
Η Ανάσταση του Χριστού. Πίνακας του γερμανού θρησκευτικού ζωγράφου Matthias Grünewald (1470-1528)
Ι. Δ. Καραβιδόπουλος, Ομοτιμ. Καθηγητής Ερμηνείας της Κ. Δ. Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
  Διαβάζοντας κανείς τα απόκρυφα ευαγγέλια σε σύγκριση με τα τέσσερα ευαγγέλια που περιλαμβάνονται στον κανόνα των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης διαπιστώνει τα εξής:
 1. Στα απόκρυφα ευαγγέλια δίδονται απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με κάποια δευτερεύοντα σημεία ή πρόσωπα των διηγήσεων των παθών και της ανάστασης, προερχόμενα είτε από παραδόσεις είτε από τη φαντασία των συγγραφέων τους. Πάντως, είτε οι παρεχόμενες πληροφορίες για τα δευτερεύοντα πρόσωπα, όπως π.χ. τα ονόματα τον δύο ληστών Γίστας και Δισμάς (ή Γέστας και Δημάς) και του Λογγίνου, του εκατόνταρχου της σταύρωσης, ή του Πετρώνιου, που φρουρούσε τον τάφο του Ιησού, είναι ιστορικά είτε όχι, αυτά επεκράτησαν στην παράδοση και απεικονίζονται στην εικονογραφία, ο Λογγίνος μάλιστα και στην Αγιολογία.
2. Στόχος των συγγραφέων των Αποκρύφων είναι να εντυπωσιάσουν τον αναγνώστη με συγκλονιστικές πληροφορίες δίδοντας υπερμεγέθεις αριθμούς ή διαστάσεις, με διάθεση απολογητική.
 Τέλος, 3. Η μελέτη που γίνεται σήμερα των αποκρύφων κειμένων, είτε στον τόπο μας είτε διεθνώς, διαλύει τις ανεύθυνες απόψεις που κυκλοφορούν σε ορισμένους ότι τα κείμενα αυτά περιέχουν συγκλονιστικά στοιχεία που δήθεν κλονίζουν την πίστη της Εκκλησίας, η οποία – όπως άλλωστε και η θεολογία – τα κρατάει μακριά από τη δημοσιότητα!.. Είναι καιρός αυτές οι διάχυτες ανεύθυνες απόψεις να δώσουν τη θέση τους σε μια νηφαλιότερη και επιστημονικότερη προσέγγιση των κειμένων αυτών, ώστε να αναδειχθεί έτσι και η διαφορά επιπέδου τους από τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη δίκη του Ιησού ενώπιον του Πιλάτου, που περιέχεται στο , θέλει να εξάρει την ανακήρυξη της αθωότητας του Ιησού από τον ρωμαίο έπαρχο της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο καθώς και την αναγνώριση της υπεροχής του Ιησού έναντι των ρωμαίων αυτοκρατόρων: « Είναι επίσης πολύ ενδιαφέρουσα η ακόλουθη συζήτηση μεταξύ Ιησού και Πιλάτου από το ίδιο απόκρυφο κείμενο: ” Η ανάσταση του Χριστού δεν περιγράφεται στα τέσσερα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Δίδονται μόνο οι μαρτυρίες ανδρών και γυναικών που επισκέφτηκαν τον κενό τάφο ή συναντήθηκαν με τον αναστημένο Χριστό. Γι’ αυτό άλλωστε και η βυζαντινή εικονογραφία – πλην ορισμένων περιπτώσεων που μαρτυρούν μάλλον δυτική αναγεννησιακή επίδραση – παριστάνει όχι τη σκηνή της ανάστασης αλλά τον αναστημένο Χριστό να σηκώνει από το βασίλειο του Άδη έναν άνδρα (τον Αδάμ) και μια γυναίκα (την Εύα) ως εκπροσώπους του ανθρώπινου γένους, υπογραμμίζοντας έτσι τις ανθρωπολογικές προεκτάσεις της ανάστασης. Ωστόσο το ένα κείμενο του 2ου αιώνα μ.Χ., δίνει μια φανταστική περιγραφή της ανάστασης παρουσιάζοντας τον Χριστό με υπεράνθρωπες, μυθικές διαστάσεις να εξέρχεται του τάφου.
(Πηγή: ‘ΤΟ ΒΗΜΑ’)
ΠΗΓΗ: Alopsis.gr.

Πώς γίνεται η ανάσταση του Χριστού μέσα μας. (Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου) 14 Απρ


Πώς γίνεται η ανάσταση του Χριστού μέσα μας. (Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου)

14 Απρ



Αδελφοί και πατέρες, τώρα πλέον έφθασε Πάσχα, η χαρμόσυνη ημέρα, που μας χαρίζει ευφροσύνη και χαρά, η ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, γίνεται όμως καθημερινά και αέναα στις ψυχές αυτών που γνωρίζουν το μυστήριο της, γέμισε τις καρδιές μας με χαρά και άφατη αγαλλίαση. Ταυτόχρονα έδωσε τέρμα στον κόπο της πάνσεπτης νηστείας, ή για να πω καλύτερα, της έδωσε πλήρωμα και συγχρόνως παρηγόρησε τις ψυχές μας. Γι’ αυτό αφού προσκάλεσε όλους μαζί τους πιστούς σε ανάπαυση και ευχαριστία, όπως βλέπετε, πέρασε.
Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Κύριο, που μας βοήθησε να διαπλεύσουμε το πέλαγος της νηστείας και μας οδήγησε στο λιμένα της αναστάσεώς του γεμάτους χαρά.
Ας τον ευχαριστήσουμε και όσοι διανύσαμε το δρόμο της νηστείας με επιμέλεια και προθυμία, με πρόθεση γεμάτη ζέση και με αγώνες για την απόκτηση της αρετής και όσοι λιποψυχήσαμε σ’ αυτά από αμέλεια και ψυχική ασθένεια.
Γιατί αυτός είναι εκείνος που και στους επιμελείς αγωνιστές με το παραπάνω δίνει τους στεφάνους και μισθούς αντάξιους των έργων τους, αλλά και στους πιο αδύνατους πνευματικά απονέμει πάλι τη συγγνώμη, ως ελεήμων και φιλάνθρωπος που είναι, Υπολογίζει τις διαθέσεις των ψυχών μας περισσότερο και την προαίρεσή μας, παρά τους κόπους τους σωματικούς, με τους οποίους ασκούμε τους εαυτούς μας στην αρετή, είτε κάνουμε μεγαλύτερη άσκηση με ολόψυχη προθυμία, είτε λιγότερη εξαιτίας της ασθένειας του σώματος, από τους μεγάλους αγωνιστές, και σύμφωνα με την πρόθεση μας μοιράζει αντίστοιχα τα έπαθλα και τα χαρίσματα του Πνεύματος στον καθένα, αναδεικνύοντας τον (ή) περιβόητο και ένδοξο αγωνιστή ή αφήνοντάς τον σε χαμηλότερο επίπεδο, ώστε να έχει ανάγκη από πιο επίμονη κάθαρση.
Αλλά ας δούμε, αν συμφωνείτε, και ας εξετάσουμε προσεκτικά, ποιό είναι το μυστήριο της αναστάσεως του Χριστού και Θεού μας, το οποίο σε μας που θέλουμε τελείται πάντοτε μυστικά, και πως ο Χριστός θάπτεται μέσα μας σαν σε μνήμα και πως, αφού ενωθεί με τις ψυχές μας ανίσταται και ανιστά μαζί του και μας. Και αυτό που σκοπεύω να πω, είναι το εξής:
Ο Χριστός και Θεός μας, σταυρώθηκε και προσήλωσε πάνω στο Σταυρό την αμαρτία του κόσμου, γεύθηκε το θάνατο και κατέβηκε στα έγκατα του άδη. Όπως λοιπόν ακριβώς ανεβαίνοντας πάλι από τον άδη, ενώθηκε με το άχραντο σώμα του, από το οποίο κατεβαίνοντας εκεί καθόλου δεν χωρίστηκε η θεότητα, και αμέσως αναστήθηκε από τους νεκρούς και μετά απ’ αυτό ανέβηκε στον ουρανό με δόξα πολλή και δύναμη, έτσι λοιπόν και τώρα, όταν εμείς βγαίνουμε από τον κόσμο της αμαρτίας και εισερχόμαστε, με τη μίμηση των παθημάτων του Κυρίου, στο μνήμα της ταπεινώσεως και της μετανοίας, αυτός ο ίδιος κατεβαίνοντας από τον ουρανό, εισέρχεται σαν σε τάφο, στο σώμα μας, και αφού ενωθεί με τις ψυχές μας, τις ανασταίνει, αυτές που είναι ομολογουμένως νεκρές. Και τότε ακριβώς αξιώνει αυτόν, που μ’ αυτό τον τρόπο αναστήθηκε μαζί με το Χριστό, να βλέπει τη δόξα της μυστικής αναστάσεώς του.
Ανάσταση, λοιπόν, του Χριστού είναι η δική μας ανάσταση, που είμαστε πεσμένοι στην αμαρτία. Γιατί εκείνος, που δεν έπεσε ποτέ σε αμαρτία, όπως έχει γραφεί, ούτε έχασε το ελάχιστο από τη δική του δόξα, πως είναι δυνατό να αναστηθεί ποτέ ή να δοξασθεί, αυτός που είναι πάντοτε δοξασμένος, περισσότερο από όλα τα όντα και ταυτόχρονα βρίσκεται πάνω από κάθε αρχή και εξουσία; Ανάσταση και δόξα Χριστού είναι η δική μας δόξα, όπως είπαμε, που επιτυγχάνεται με την ανάσταση του Χριστού μέσα μας και (έτσι) μας αποκαλύπτεται και τη βλέπουμε. Διότι, μία φορά αφού οικειώθηκε τη φύση μας, όσα αυτός τελεί μέσα μας, αυτά, αυτός πρώτος τα υφίσταται. Ανάσταση της ψυχής, είναι η ένωση με τη ζωή· γιατί όπως ακριβώς το νεκρό σώμα, αν δεν δεχθεί μέσα του τη ζωντανή ψυχή και δεν ενωθεί μ’ αυτή χωρίς μείξη δεν λέγεται ότι ζει, ούτε μπορεί να ζει, έτσι και η ψυχή δεν μπορεί να ζει μόνη της, αν δεν ενωθεί με το Θεό, την πραγματικά αιώνια ζωή, με ένωση άρρητη και ασύγχυτη. Γιατί πριν από την ένωση που επιτυγχάνεται με τη γνώση των μυστηρίων του Θεού, την όραση των πνευματικών αληθειών και την αίσθηση της Θείας Χάριτος είναι, νεκρή, αν και είναι νοερή και κατά τη φύση της αθάνατη.
Γιατί ούτε η γνώση είναι δυνατή χωρίς την όραση, ούτε η όραση χωρίς την αίσθηση. Κι αυτό που λέω, είναι το εξής: Πρέπει να προηγηθεί η όραση και μέσα σ’ αυτήν υπάρχει η γνώση και η αίσθηση (αυτό το λέω για τα πνευματικά πράγματα, γιατί στα σωματικά και χωρίς την όραση υπάρχει αίσθηση).
Τί ακριβώς λέω; Ο τυφλός όταν χτυπήσει το πόδι του σε πέτρα το αισθάνεται, ο νεκρός όμως όχι· και στα πνευματικά πράγματα, εάν ο νους δεν έλθει σε θεωρία των πραγμάτων που υπερβαίνουν κάθε έννοια, δεν αισθάνεται τη μυστική ενέργεια της Θείας Χάριτος.
Αυτός, λοιπόν, που ισχυρίζεται στα πνευματικά, ότι αισθάνεται τις πραγματικότητες που είναι πάνω από το νου, το λόγο και την έννοια, προτού να έλθει σε θεωρία, μοιάζει με τον τυφλό, ο οποίος αισθάνεται μεν όσα αγαθά ή κακά υφίσταται, αγνοεί όμως όσα βρίσκονται μπροστά του και όσα γίνονται γι’ αυτόν αιτία ζωής ή θανάτου· γιατί όσα καλά ή άσχημα επακολουθούν γι’ αυτόν καθόλου δεν αντιλαμβάνεται και τούτο γιατί έχει στερηθεί την οπτική δύναμη και αίσθηση. Κι έτσι πολλές φορές σηκώνοντας το ραβδί του για να αποκρούσει τον εχθρό του, αντί για κείνον κτυπά κάποτε το φίλο του, ενώ ο εχθρός στέκεται μπροστά στα μάτια του και τον κοροϊδεύει.
Την ανάσταση του Χριστού, οι περισσότεροι άνθρωποι την πιστεύουν, είναι όμως πολύ λίγοι εκείνοι που τη βλέπουν καθαρά. Και φυσικά, αυτοί που δεν την είδαν, ούτε τον Ιησού Χριστό μπορούν να προσκυνούν, ως Άγιο και Κύριο.
«Ουδείς γαρ, λέγεται, δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ει μη εν Πνεύματι Αγίω», και αλλού «Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν Πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν». Ούτε βέβαια λέει το ιερώτατο κείμενο, που καθημερινά απαγγέλουμε «Ανάστασιν Χριστού πιστεύσαντες», αλλά τί; «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Άγιον Κύριον Ιησούν, τον μόνον αναμάρτητον».
Πώς λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Άγιο Πνεύμα -σαν να είδαμε αυτή που δεν είδαμε- να λέμε «Ανάστα­σιν Χριστού θεασάμενοι», αφού ο Χριστός αναστήθηκε μια φορά πριν χίλια χρόνια και μάλιστα ούτε τότε τον είδε κανείς την ώρα της αναστάσεως; Άραγε μήπως θέλει η θεία Γραφή να λέμε ψέματα; Όχι βέβαια, αλλά αντίθετα μας παραγγέλει να λέμε την αλήθεια, διότι η ανάσταση του Χριστού γίνεται πραγματικά στην ψυχή κάθε πιστού ξεχωριστά και μάλιστα όχι μια φορά, αλλά -θα τολμούσα να πω- συνεχώς ο Δεσπότης Χριστός ανίσταται μέσα μας λάμπρος ορώντας και απαστράπτοντας τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητος. Γιατί η φωτοφόρος παρουσία του Αγίου Πνεύματος μας αποκαλύπτει την ανάσταση του Δεσπότη Χριστού όπως μέσα σε πρωινή φωτοχυσία ή καλύτερα μας δίνει το δώρο να βλέπουμε αυτόν τον ίδιο τον αναστημένο Χριστό. Γι’ αυτό και λέμε· «Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν» και υποδηλώνοντας τη δεύτερη παρουσία του, τελειώνοντας λέμε· «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
Σε όσους λοιπόν φανερωθεί ο αναστημένος Χριστός ολωσδιόλου πνευματικά φανερώνεται και τον βλέπουν με τα πνευματικά μάτια. Όταν δηλαδή ο Χριστός έλθει μέσα μας με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, μας ανιστά εκ νεκρών και μας ζωοποιεί και μας αξιώνει να τον βλέπουμε μέσα μας ολοζώντανο, αυτόν που είναι αθάνατος και ανώλεθρος κι όχι μόνο αυτό, αλλά μας δίνει το χάρισμα να αντιλαμβανόμαστε ότι μας ανιστά μαζί Του και μας συνδοξάζει, όπως λέγεται σε όλη την Αγία Γραφή.
Αυτά λοιπόν είναι τα θεία μυστήρια των χριστιανών, αυτή η κρυμμένη δύναμη της πίστεως μας, την οποία οι άπιστοι ή δύσπιστοι ή, για να πω καλύτερα ημίπιστοι δεν την βλέπουν, ούτε ασφαλώς μπορούν καθόλου να τη δουν.
Άπιστοι, δύσπιστοι και ημίπιστοι είναι αυτοί που δεν αποδεικνύουν την πίστη με τα έργα τους. Γιατί χωρίς έργα και οι δαίμονες πιστεύουν και ομολογούν ότι είναι Θεός ο Δεσπότης Χριστός. «Οίδαμεν γαρ σε», λένε, τον «Υιόν του Θεού», και αλλού· «Ούτοι οι άνθρωποι δούλοι του Θεού του Υψίστου εισίν». Αλλά όμως ούτε τους δαίμονες ούτε κι αυτούς τους ανθρώπους ακόμη θα ωφελήσει αυτή η ομολογία. Διότι κανένα όφελος δεν προκύπτει από αυτή την πίστη, επειδή είναι νεκρή, σύμφωνα με το θείο Απόστολο: «Η πίστις γαρ, λέγει, δίχα των έργων νεκρά εστίν», όπως ακριβώς και τα έργα χωρίς πίστη. Και γιατί είναι νεκρή; Διότι δεν έχει μέσα της το Θεό που ζωογονεί τα πάντα, διότι αυτόν που είπε· «Ο αγαπών με τας εντολάς τας εμάς τηρήσει, και εγώ και ο Πατήρ ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιησόμεθα», δεν προσπάθησε να κλείσει μέσα της. Άστε με την παρουσία του να αναστήσει αυτόν που την έχει εκ νεκρών, να τον ζωοποιήσει και να τον αξιώσει να δει καθαρά, ολοκληρωτικά αυτόν που αναστήθηκε μέσα του και ανέστησε και αυτόν. Νεκρή λοιπόν είναι αυτή η πίστη απ’ αυτό ακριβώς, και μάλλον είναι νεκροί όσοι την έχουν αποκτήσει χωρίς όμως να έχουν και έργα. Γιατί η πίστη στο Θεό, ζει πάντοτε και ζώντας ζωοποιεί αυτούς που προσέρχονται με πρόθεση αγαθή και την ασπάζονται. Αυτή η πίστη πολλούς οδήγησε από το θάνατο στη ζωή, προτού να εκτελέσουν τις εντολές του Θεού και τους αποκάλυψε το Χριστό και Θεό. Και αν έμεναν πιστοί στις εντολές του και τις εφάρμοζαν μέχρι θανάτου, επρόκειτο να διατηρηθούν κι αυτοί απ’ αυτές -τέτοιοι προφανώς που έγιναν από μόνη την πίστη.  Επειδή όμως γύρισαν πίσω σαν το τεντωμένο τόξο και ενεπλάκη σαν στις προηγούμενες πράξεις τους, φυσικά αμέσως ναυάγησαν και στην πίστη και στέρησαν δυστυχώς τους εαυτούς τους από τον αληθινό πλούτο, που είναι ο Χριστός, ο Θεός.
Αυτό ακριβώς για να μην πάθουμε και μείς, ας τηρήσουμε σας παρακαλώ, τις εντολές του Θεού με όση δύναμη έχουμε, ώστε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά να απολαύσουμε, και μάλιστα εννοώ, την ίδια την θέα του Χριστού, την οποία είθε όλοι εμείς να επιτύχουμε με τη χάρη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

(Πηγή: «Σταυρός και Ανάσταση» , εκδ Ακρίτας, σ. 152-158)

Η Ανάσταση του Χριστού Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος

Η Ανάσταση του Χριστού


Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος



α) Γιατί η Ανάσταση του Χριστού εικονογραφείται με την κάθοδο στον Άδη
β) Τί είναι ο Άδης
γ) Η διδασκαλία της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη
δ) Γιατί κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη
ε) Πώς ανεγνώρισε ο Άδης τον Χριστό και ποιοί σώθηκαν
στ) Η αξία του Μ. Σαββάτου
ζ) Η τριήμερη έγερση του Χριστού
η) Η αξία της Κυριακής
θ) Ο Χριστός ανέστησε τον Εαυτό Του ως Θεός
ι) Γιατί ο Χριστός δεν εμφανίστηκε σε όλους μετά την Ανάσταση
ια) Οι ένδεκα εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού
ιβ) Η εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες
ιγ) Η εμφάνιση του Χριστού στην Παναγία
ιδ) Η εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητάς και η χορήγηση του Αγίου Πνεύματος
ιε) Ο Αναστάς Χριστός και ο Απόστολος Θωμάς
ιστ) Η φανέρωση του Χριστού στην λίμνη της Τιβεριάδος
ιζ) Πώς νοείται η λήψη τροφής από τον Αναστάντα Χριστό
ιη) Το αναστημένο σώμα του Χριστού
ιθ) Η Ανάσταση του Χριστού ωφέλησε και τους αγγέλους
κ) Η έννοια του Πάσχα
κα) Πάσχα νομικό, Πάσχα θείας Χάριτος, Πάσχα μέλλοντος αιώνος
κβ) Η προσωπική μέθεξη του μυστηρίου της Αναστάσεως  


10. Η Ανάσταση του Χριστού

Η Ανάσταση του Χριστού είναι το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία. Είναι αυτό που διαφοροποιεί τον Χριστιανισμό από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία. Οι άλλες θρησκείες έχουν αρχηγούς θνητούς, ενώ Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο αναστημένος Χριστός. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η ανανέωση της ανθρωπίνης φύσεως, η ανάπλαση του ανθρωπίνου γένους, η βίωση της εσχατολογικής πραγματικότητος. Όταν μιλούμε για την Ανάσταση δεν την ξεχωρίζουμε από τον Σταυρό, αφού Σταυρός και Ανάσταση είναι οι δύο πόλοι του λυτρωτικού βιώματος, όπως προσευχόμαστε στην Εκκλησία, "διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω. Δια παντός ευλογούντες τον Κύριον υμνούμεν την ανάστασιν αυτού", ή όπως ψάλλουμε, "τόν Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, και την αγίαν Σου Ανάστασιν δοξάζομεν".

Στην Εκκλησία κάνουμε διαρκώς λόγο για την Ανάσταση του Χριστού που έχει μεγάλη σημασία για την ζωή του πιστού. Δεν πιστεύουμε σε κοινωνικές επαναστάσεις, αφού το μεγαλύτερο καλό στην Οικουμένη προήλθε από την Ανάσταση και όχι από κάποια ανθρώπινη κοινωνική επανάσταση. Κι αν συσχετίσουμε την Ανάσταση με την αληθινή επανάσταση, τότε βρισκόμαστε στην αλήθεια, από την άποψη ότι δια της Αναστάσεως του Χριστού ο άνθρωπος επανήλθε στην αρχική του θέση και ανέβηκε ακόμη ψηλότερα. Η λέξη επανάσταση προέρχεται από το ρήμα επανίστημι, που σημαίνει επανέρχομαι στην προηγούμενη θέση. Αυτή η επανόρθωση, η αποκατάσταση του ανθρώπου έγινε με την Ανάσταση του Χριστού.

Ο Απόστολος Παύλος σαφώς διακηρύσσει: "Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών" (Α' Κορ. ιε', 17). Η αληθινότητα και η δυναμικότητα της πίστεως οφείλεται στο λαμπρό γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού. Χωρίς αυτήν οι Χριστιανοί είναι "ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων" (Α' Κορ. ιε', 19).

α'

Η Ανάσταση του Χριστού εορτάζεται από την Εκκλησία από την στιγμή της καταβάσεώς Του στον Άδη, όπου ελευθέρωσε τις ψυχές των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης από το κράτος του θανάτου και του διαβόλου. Έτσι την πανηγυρίζει η Εκκλησία μας. Στα λειτουργικά κείμενα φαίνεται καθαρά ότι ο πανηγυρισμός της Αναστάσεως αρχίζει από την Μ. Παρασκευή, όπως το βλέπουμε στην ακολουθία του όρθρου του Μ. Σαββάτου, όπου γίνεται και η περιφορά του Επιταφίου. Και οι ομιλίες των Πατέρων κατά την Μ. Παρασκευή στην πραγματικότητα είναι αναστάσιμες και νικητήριες.

Αυτό φαίνεται και από την ιερή αγιογραφία της Αναστάσεως. Η Εκκλησία καθόρισε να θεωρήται ως πραγματική εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού η κάθοδός Του στον Άδη. Βέβαια, υπάρχουν και εικόνες της Αναστάσεως που περιγράφουν την εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες και τους Μαθητάς, αλλά η κατ’ εξοχήν εικόνα της Αναστάσεως είναι η συντριβή του θανάτου, που έγινε με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, όταν η ψυχή μαζί με την θεότητα κατήλθε στον Άδη και ελευθέρωσε τις ψυχές των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, που τον περίμεναν ως Λυτρωτή.

Η εικονογράφηση της Αναστάσεως με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη γίνεται για πολλούς και σοβαρούς θεολογικούς λόγους. Πρώτον, γιατί κανείς δεν είδε τον Χριστό την ώρα που αναστήθηκε, αφού εξήλθε από τον τάφο "εσφραγισμένου του μνήματος". Ο σεισμός που έγινε και η κάθοδος του αγγέλου που σήκωσε την πλάκα του τάφου, έγινε για να βεβαιωθούν οι Μυροφόρες γυναίκες ότι αναστήθηκε ο Χριστός. Δεύτερον, γιατί, όταν η ψυχή του Χριστού ενωμένη με την θεότητα κατήλθε στον Άδη, συνέτριψε το κράτος του θανάτου και του διαβόλου, αφού με τον δικό Του θάνατο νίκησε τον θάνατο. Φαίνεται καθαρά στην Ορθόδοξη Παράδοση, ότι με τον θάνατο του Χριστού καταργήθηκε ολοκληρωτικά το κράτος του θανάτου. Άλλωστε, ψάλλουμε στην Εκκλησία: "Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας...".

Η θριαμβευτική νίκη Του εναντίον του θανάτου έγινε ακριβώς την ώρα που η ψυχή του Χριστού ενωμένη με την θεότητα κατήργησε τον θάνατο. Τρίτον, ο Χριστός με την κάθοδό Του στον Άδη ελευθέρωσε τον Αδάμ και την Εύα από τον θάνατο. Έτσι, όπως δια του Αδάμ προήλθε η πτώση ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, αφού αυτός είναι ο γενάρχης μας, έτσι δια της αναστάσεως του Αδάμ γευόμαστε τους καρπούς της αναστάσεως και της σωτηρίας. Λόγω της ενότητος της ανθρωπίνης φύσεως ό,τι έγινε στον προπάτορα έγινε σε όλη την ανθρώπινη φύση.

Γι’ αυτούς τους λόγους η χαρακτηριστικότερη εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού θεωρείται η κάθοδός Του στον Άδη, αφού, άλλωστε, όπως θα δούμε και στα επόμενα, η ουσία της εορτής της Αναστάσεως είναι η νέκρωση του θανάτου και η κατάργηση του διαβόλου: "Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν", ψάλλουμε στην Εκκλησία. Η καθαίρεση του Άδου και η νέκρωση του θανάτου είναι το βαθύτερο νόημα της αναστασίμου εορτής.

β'

Το ερώτημα είναι τί ακριβώς εννοούμε όταν κάνουμε λόγο για τον Άδη και την κάθοδο του Χριστού σε αυτόν. Υπάρχουν πολλά χωρία τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη, που αναφέρονται στον Άδη. Δεν θα τα παραθέσω όλα εδώ, γιατί ο σκοπός είναι να παρουσιασθή η διδασκαλία περί της νεκρώσεως και καταργήσεως του Άδου.

Είναι χαρακτηριστικό ένα χωρίο που παρουσιάζει τον λόγο του Χριστού: "Και σύ, Καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση" (Ματθ. ια', 23). Εδώ σαφώς ο Χριστός χρησιμοποιεί την εικόνα του Άδου σε αντίθεση με τον ουρανό, ο οποίος ταυτίζεται με την δόξα της Καπερναούμ, που αξιώθηκε να δη τον Θεάνθρωπο Χριστό, οπότε ο Άδης σημαίνει την εσχάτη ταπείνωση και πτώση της, επειδή δεν αποδείχθηκε αξία αυτής της μεγάλης δωρεάς.

Η λέξη Άδης στην Καινή Διαθήκη αντιστοιχεί με την Εβραϊκή λέξη (Σεώλ) που ερμηνεύεται ως άντρο, βάραθρο, άβυσσος, και δηλώνει το σκοτεινό και αόρατο βασίλειο των νεκρών, δηλαδή εκεί που ευρίσκονται τα πνεύματα των νεκρών.

Η λέξη Άδης προέρχεται από την ελληνική μυθολογία. Είναι "ο Αΐδης και Αϊδωνεύς, ο Υιός του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Διός, του Ποσειδώνος, της Ήρας, της Εστίας και της Δήμητρας". Κατά την μάχη των Τιτάνων ο Άδης έλαβε μέρος, φορώντας μια περικεφαλαία από δέρμα σκυλιού, που τον έκανε αόρατο από τους άλλους θεούς, και αυτό συνετέλεσε στην νίκη των θεών. Κατά την διανομή του κόσμου με κλήρο ο Άδης έλαβε την κυριαρχία του κάτω κόσμου, του κόσμου των νεκρών, όπου υπάρχει πυκνό σκοτάδι. Παρέμεινε εκεί ο Άδης, δεν βγήκε ποτέ, παρά μόνο μια φορά για να αρπάξη την Κόρη, θυγατέρα της Δήμητρας, και εκεί δέχεται τους νεκρούς, τους οποίους εξουσιάζει και στους οποίους κυριαρχεί.

Φυσικά, τόσο η Παλαιά Διαθήκη, όσο και η Καινή Διαθήκη δεν δέχονται αυτές τις θεωρίες για τον Άδη. Δεν θεωρούν ότι είναι κάποιος Θεός που εξουσιάζει τα πνεύματα των νεκρών, ο οποίος, όπως πιστευόταν στην αρχαία Ελλάδα, μερικές φορές ήταν και αγαθός, αλλά ότι είναι το κράτος και η εξουσία του θανάτου και του διαβόλου. Βέβαια, στην Παλαιά Διαθήκη θεωρείται σαν ένας χώρος στα κατώτατα μέρη της γης, αλλά αυτό πρέπει να εκληφθή συμβολικά, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής εκείνης, κατά τις οποίες η γη βρίσκεται στο μέσον, ο ουρανός πάνω από την γη και ο Άδης στα υποχθόνια ή υποκάτω της γης. Δεδομένου μάλιστα ότι οι ψυχές δεν είναι υλικές, αλλά άϋλες, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον Άδη ως έναν ιδιαίτερο τόπο.

Έτσι, λοιπόν, η εικόνα του Άδου χρησιμοποιείται συμβολικά από την Αγία Γραφή για να δηλωθή το κράτος του θανάτου και του διαβόλου. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: "επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τούτέστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζήν ένοχοι ήσαν δουλείας" (Εβρ. β', 14-15). Το κράτος του θανάτου, δηλαδή, ταυτίζεται με την εξουσία του διαβόλου.

Γι’ αυτόν τον λόγο στην Ορθόδοξη Παράδοση ο Άδης δεν είναι απλώς ένας ιδιαίτερος τόπος, αλλά η κυριαρχία του θανάτου και του διαβόλου. Οι ψυχές των ανθρώπων που βρίσκονται στην εξουσία του διαβόλου και του θανάτου, λέμε ότι βρίσκονται στον Άδη. Με αυτήν την έννοια πρέπει να θεωρούμε την διδασκαλία της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, ότι, δηλαδή, ο Χριστός μπήκε στην εξουσία του θανάτου, δέχθηκε να πεθάνη, οπότε με την δύναμη της θεότητός Του νίκησε τον θάνατο, τον κατέστησε εντελώς ανίσχυρο και αδύναμο, και έδωσε την δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο, με την δική Του δύναμη και εξουσία, να αποφεύγη την κυριαρχία, την εξουσία και την δύναμη του θανάτου και του διαβόλου.

γ'

Για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη έχουμε μαρτυρία από την Καθολική Επιστολή του Αποστόλου Πέτρου, στην οποία λέγεται: "Χριστός άπαξ περί αμαρτιών έπαθε, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγη τω Θεώ, θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι, εν ω και τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν..." (Α' Πέτρ. γ', 18-19). Εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο Χριστός, με την θεότητά Του, κατέβηκε στην φυλακή των πνευμάτων, δηλαδή των ψυχών, και κήρυξε μετάνοια. Το ίδιο λέγει και σε άλλο σημείο στην ίδια επιστολή: "εις τούτο γαρ και νεκροίς ευηγγελίσθη, ίνα κριθώσι μεν κατά ανθρώπους σαρκί, ζώσι δε κατά Θεόν πνεύματι" (Α' Πέτρ. δ' 6).

Στην Παράδοση της Εκκλησίας γίνεται πολύς λόγος για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη με την έννοια ότι εισήλθε μέσα στο κράτος και το βασίλειο του θανάτου. Είναι συνταρακτικά τα τροπάρια που ψάλλονται κατά τον εσπερινό του Πάσχα, τα οποία αρχίζουν με την φράση "σήμερον ο Άδης στένων βοά". Παρουσιάζουν, δηλαδή, τον Άδη να φωνάζη με στεναγμό. Μεταξύ των άλλων λέγει ότι κατελύθη η εξουσία του, αφού ο Χριστός ελευθέρωσε όλους αυτούς που κατείχε από αιώνων. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια: "κατεπόθη μου το κράτος, ο ποιμήν εσταυρώθη και τον Αδάμ ανέστησεν, ώνπερ εβασίλευον εστέρημαι, και ούς κατέπιον ισχύσας πάντας εξήμεσα, εκκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς, ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος".

Πολύ σημαντικός για το σημείο αυτό είναι και ο Κατηχητικός λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που διαβάζουμε κατά την θεία Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα. Μεταξύ των άλλων λέγεται ότι ο Άδης όταν συνάντησε τον Χριστό "επικράνθη... κατηργήθη... ενεπαίχθη... ενεκρώθη... καθηρέθη... εδεσμεύθη". Στην συνέχεια λέγεται ότι ο Άδης, με τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, έλαβε θνητό σώμα και βρέθηκε ενώπιον του Θεού, έλαβε γή-χώμα και συνάντησε ουρανό, έλαβε αυτό που έβλεπε, δηλαδή ανθρώπινο σώμα, ανθρώπινη φύση, και νικήθηκε από αυτό που δεν έβλεπε, δηλαδή από την θεότητα.

Την διδασκαλία της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη περιέγραψε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε ένα τροπάριο του Κανόνος του Πάσχα. Θα παρατεθή ολόκληρο, γιατί είναι γνωστότατο: "Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γης και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους, κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ, και τριήμερος, ως εκ κήτους Ιωνάς εξανέστης του τάφου".

Ο άγιος Επιφάνιος, επίσκοπος Κύπρου, σε σχετική του ομιλία κάνει μια θαυμάσια περιγραφή της καθόδου του Χριστού στον Άδη και όλων εκείνων που συνέβησαν κατ’ αυτήν, ερμηνεύοντας σχετικό ψαλμό του Δαυίδ (Ψαλμ. κγ', 7-10). Με παραστατικό λόγο λέγει ότι ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη "θεοπρεπώς, πολεμικώς... δεσποτικώς", συνοδευόμενος όχι από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων, αλλά από μύριες, μυριάδες και χίλιες χιλιάδες αγγέλους. Πριν φθάση ο Χριστός στα ανήλια δεσμωτήρια του Άδου προέφθασε όλων ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ για να τους αναγγείλη την έλευση του Χριστού, αφού άλλωστε αυτός ήταν εκείνος που ευηγγελίσθη την Παναγία.

Είπε: "Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών". Στην συνέχεια φώναξε ο αρχάγγελος Μιχαήλ: "καί επάρθητι πύλαι αιώνιοι". Οι δυνάμεις των αγγέλων είπαν: "απόστητε, πυλωροί, οι παράνομοι". Και οι άλλες εξουσίες: "συντρίβητε αι αλύσεις οι άλυτοι... Φοβήθητε, τύραννοι οι παράνομοι". Εμφανίστηκε ο Χριστός και προξένησε μεγάλο φόβο, ταραχή και φρίκη. Οπότε οι άρχοντες του Άδου φώναξαν δυνατά: "τίς εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;" Τότε όλες οι δυνάμεις των ουρανών φώναξαν: "Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω... Κύριος των δυνάμεων, αυτός εστίν ο βασιλεύς της δόξης" (Ψαλμ. κγ', 7-10).

Στην συνέχεια ο άγιος Επιφάνιος περιγράφει θαυμάσια την συνομιλία του Αδάμ με τον Χριστό. Ο Αδάμ άκουσε τα βήματα του Χριστού που ερχόταν, όπως τα άκουσε τότε στον Παράδεισο μετά την παράβαση και την παρακοή. Τότε αισθανόταν ταραχή και φόβο, τώρα όμως χαρά και ευφροσύνη. Μετανοημένος ο Αδάμ φώναξε σε όλες τις ψυχές: "Ο κύριός μου μετά πάντων". Και ο Χριστός απάντησε: "Και μετά του πνεύματός σου". Και αφού του έπιασε το χέρι, τον ανέστησε, αναφέροντας το τί έκανε για την σωτηρία του, καθώς επίσης για την σωτηρία όλου του ανθρωπίνου γένους.

δ'

Από όλα αυτά που αναφέραμε προηγουμένως φαίνεται ο σκοπός για τον οποίο ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη. Στην πραγματικότητα εισήλθε μέσα στο κράτος του διαβόλου για να το καταργήση. Θα δούμε κάπως αναλυτικότερα τα αίτια για τα οποία κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη.

Πρώτον, όπως είπαμε μέχρι τώρα, το έκανε για να συντρίψη τις πύλες του Άδου, στην πραγματικότητα για να καταργήση τον θάνατο και το κράτος του διαβόλου. Ήδη το γεγονός αυτό είχε προφητευθή στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Προφητάναξ Δαυίδ είπε: "συνέτριψε πύλας χαλκάς και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασεν" (Ψαλμ. ρστ', 16). Και ο Προφήτης Ησαΐας παρουσιάζει τον λόγο του Θεού: "εγώ έμπροσθέν σου πορεύσομαι και όρη ομαλιώ, θύρας χαλκάς συντρίψω και μοχλούς σιδηρούς συγκλάσω" (Ησ. με', 2). Ο ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός, επισημαίνει ότι δεν είπε ότι άνοιξε χάλκινες πύλες, αλλά ότι τις συνέτριψε για να γίνη άχρηστο το δεσμωτήριο. Ούτε είπε ότι αφήρεσε τους μοχλούς, αλλά ότι τους συνέθλασε, ώστε να φανή αδύνατη η φυλακή, γιατί εκεί που δεν υπάρχει θύρα, ούτε μοχλός, εκεί κι αν εισέλθη κανείς δεν μπορεί να κρατηθή. Όταν ο Χριστός καταστρέφη και κομματιάζη κάτι, τότε κανείς δεν μπορεί να το επιδιορθώση.

Δεύτερον, κατέβηκε στον Άδη για να κυριεύση και να υποδουλώση τον διάβολο, ο οποίος τότε ήταν άρχοντας του θανάτου και του Άδου. Ο Ίδιος, άλλωστε, κατά την διάρκεια της ζωής Του, δίδασκε ότι δεν μπορεί κανείς να μπή μέσα στην οικία του δυνατού, να αρπάξη τα σκεύη του και να λεηλατήση το σπίτι του, εάν προηγουμένως δεν δέση τον ισχυρό (Ματθ. ιβ', 29). Έτσι, λοιπόν, με την κάθοδό Του στον Άδη ο Χριστός έδεσε τον διάβολο, που σημαίνει ότι αυτός δεν έχει πια καμμιά εξουσία επάνω στους ανθρώπους.

Τρίτον, κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη για να γεμίση τα πάντα με το φως της θεότητός Του. Ο Απόστολος Παύλος παρουσιάζει μια τέτοια διδασκαλία, όταν λέγη: "τό δε ανέβη τί εστιν ει μη ότι και κατέβη πρώτον εις τα κατώτερα μέρη της γής; ο καταβάς αυτός εστι και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα" (Εφ. δ', 9). Έτσι, η κατάβαση του Χριστού και στα κατώτερα μέρη της γης έγινε για να πληρωθούν τα πάντα από το φως Του, και ουσιαστικά να καταργηθή και το κράτος του θανάτου. Βέβαια, πρέπει να γίνη διάκριση ότι άλλο είναι η ενέργεια του Θεού που πληροί τα πάντα, και άλλο η θεοποιός ενέργεια του Θεού που μετέχεται μόνον από τους θεουμένους. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεο-λόγος λέγει ότι έπρεπε να ευρεθούν προσκυνητές του Θεού όχι μόνο στα άνω, αλλά και στα κάτω, ώστε όλα να πληρωθούν και να γεμίσουν από την δόξα του Θεού. Μέσα σε αυτήν την προοπτική είναι γραμμένα και τα τροπάρια της Εκκλησίας μας: "Ίνα σου της δόξης τα πάντα πληρώσης καταπεφοίτηκας εν κατωτάτοις της γής". Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θα ψάλη πανηγυρικά: "Νύν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια. Εορταζέτω γούν πάσα Κτίσις την έγερσιν Χριστού εν ή εστερέωται".

Τέταρτον, κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη, ώστε να επαναληφθούν και να γίνουν και εκεί όσα έγιναν στην γή. Όπως στην γη κήρυξε την ειρήνη, έδωσε άφεση αμαρτιών στους αμαρτωλούς, έδωσε το φως των οφθαλμών στους τυφλούς και έγινε αιτία σωτηρίας για όσους πίστευσαν, αλλά και έλεγχος απιστίας για όσους απείθησαν, το ίδιο έπρεπε να γίνη και στον Άδη, όπου υπήρχαν οι ψυχές αυτών που είχαν πεθάνει, ώστε ολόκληρη η ανθρώπινη φύση, όλη η ανθρωπότητα να ακούση το λυτρωτικό μήνυμα του Χριστού. Όπως στους κατοικούντας στην γη ανέτειλε ο ήλιος της δικαιοσύνης, έτσι και σε αυτούς που κατοικούσαν στο σκοτάδι και στην σκιά του θανάτου έπρεπε να λάμψη το φως του Θεού (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).

ε'

Μελετώντας την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, πρέπει να απαντηθούν δύο ενδιαφέροντα ερωτήματα. Το πρώτον, πώς ο Άδης αναγνώρισε τα τραύματα του Χριστού, αφού ο Χριστός δεν είχε σώμα, αλλά μόνο ψυχή, και δεύτερον, αν σώθηκαν όλοι όσοι βρίσκονταν στον Άδη αιχμάλωτοι του θανάτου.

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα δεν είναι σχολαστική, αλλά θεολογική, κυρίως δε και προ παντός ανθρωπολογική. Σχετίζεται με το ότι ο Χριστός προσέλαβε ψυχή και σώμα και ήταν ολοκληρωμένος και τέλειος άνθρωπος.

Το ερώτημα αυτό τίθεται γιατί σε ένα τροπάριο του Κανόνος του Μ. Σαββάτου λέγεται ότι ο Άδης επικράνθη βλέποντας άνθρωπο θνητό που είχε θεωθή και ήταν γεμάτος από τις πληγές του Σταυρού. "Ο Άδης, Λόγε, συναντήσας σοι, επικράνθη, βροτόν ορών τεθεωμένον, κατάστικτον τοις μώλωψι και πανσθενουργόν, τω φρικτώ της μορφής δε διαπεφώνηκεν". Δηλαδή, ο Χριστός, καίτοι ήταν γεμάτος από πληγές, ταυτόχρονα ήταν παντοδύναμος.

Είναι γνωστόν ότι στον Άδη κατέβηκε η ψυχή του Χριστού μαζί με την θεότητα, αφού το σώμα μαζί με την θεότητα παρέμεινε στον τάφο. Οπότε, οι πληγές που είχε ο Χριστός ήταν ή πληγές της ψυχής ή πληγές της θεότητος. Το δεύτερο αποκλείεται, οπότε πρέπει να ομολογηθή ότι ήταν πληγές της ψυχής. Αλλά, πώς είναι δυνατόν οι πληγές του σώματος, που έγιναν πάνω στον Σταυρό να θεωρηθούν και πληγές της ψυχής;

Έχουμε αναφέρει σε προηγούμενη ανάλυση ότι κατά την διάρκεια του Πάθους, όταν έπασχε το σώμα, δεν συνέπασχε η θεότητα, αλλά παρέμεινε απαθής. Όμως, μαζί με το σώμα συνέπασχε και η ψυχή του Χριστού. Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης εξηγεί ότι άλλες ενέργειες της ψυχής ενεργούν χωρίς την συνέργεια του σώματος, όπως ο νούς, η διάνοια και η δόξα, που ενεργούν και όταν ηρεμή το σώμα, και άλλες ενέργειες της ψυχής, όπως η φαντασία και η αίσθηση δεν μπορούν να ενεργούν χωρίς το σώμα. Έτσι, όταν μαστιγωνόταν το σώμα του Χριστού, τότε οι τύποι και οι αμυδρές φαντασίες των μαστίγων και των παθών χαράσσονταν και στην ψυχή του Χριστού. Επομένως, τα σημάδια του σώματος διαβιβάστηκαν και στην ψυχή, και αυτά είδε ο Άδης.

Άλλωστε, αυτό συμβαίνει και με τις ψυχές των ανθρώπων. Ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι εκείνοι που έπραξαν τα φαύλα και πονηρά θα αναστηθούν εις ονειδισμόν και αισχύνην "ενορώντες εν εαυτοίς το αίσχος και τους τύπους των αμαρτημένων".

Πραγματικά, αυτή η αισχύνη είναι φοβερωτέρα του σκότους και του πυρός του αιωνίου, αφού, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, πάντοτε θα υπάρχουν στην μνήμη της ψυχής τα ίχνη της αμαρτίας που έγιναν με το σώμα τους, σαν μια βαφή που δεν ξεπλένεται και δεν ξεβάφει ποτέ. Ίσως μέσα σε αυτή την προοπτική μπορούμε να ερμηνεύσουμε το πώς ο πλούσιος στον Άδη είδε και γνώρισε την ψυχή του Λαζάρου, κατά την σχετική παραβολή του Χριστού.

Στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να πούμε ότι με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη δεν σώθηκαν όλοι όσοι ευρίσκονταν εκεί, αλλά μόνον οι δίκαιοι, όσοι είχαν φθάσει, κατά διαφόρους βαθμούς, στην θέωση. Ο άγιος Επιφάνιος θα πη ότι δεν σώθηκαν όλοι όσοι ευρίσκονταν εκεί, αλλά μόνον οι πιστεύσαντες. Και αυτό πρέπει να ερμηνευθή από την άποψη ότι αναγνώρισαν τον Χριστό όσοι είχαν κοινωνία με τον άσαρκο Λόγο, όσο ζούσαν στην ζωή.

Ξέρουμε από άλλες διδασκαλίες της Αγίας Γραφής και της πατερικής Παραδόσεως ότι ο φωτισμός και η θέωση υπήρχαν και στην Παλαιά Διαθήκη για όσους αξιώθηκαν να δούν τον άσαρκο Λόγο και είχαν φθάσει στην θέωση, με την διαφορά ότι δεν είχε ακόμη καταργηθή ο θάνατος, γι’ αυτό πήγαιναν στον Άδη. Ο Χριστός με την κάθοδό Του σε αυτόν κατήργησε το κράτος του θανάτου και όσοι είχαν κοινωνία μαζί Του πίστευσαν ότι Αυτός είναι δυνατός και κραταιός, ο σωτήρ των ανθρώπων, και έτσι ελευθερώθηκαν.

στ'

Η ημέρα του Μ. Σαββάτου, όταν η ψυχή του Χριστού με την θεότητα βρισκόταν στον Άδη και το σώμα μαζί με την θεότητα βρισκόταν στον τάφο, οπότε νικήθηκε το κράτος του διαβόλου και του θανάτου, θεωρείται μεγάλη ημέρα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού συνδέεται με την ημέρα της Κυριακής.

Στα λειτουργικά κείμενα συσχετίζεται η εβδόμη ημέρα της δημιουργίας, κατά την οποία ο Θεός μετά την δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου "κατέπαυσε από πάντων των έργων αυτού", με την ημέρα του Μ. Σαββάτου, κατά την οποία κατέπαυσε και ο Χριστός από όλα εκείνα που έκανε για την σωτηρία του ανθρώπου. Γι’ αυτό, όπως ψάλλουμε, "τούτο γαρ εστι το ευλογημένον Σάββατον".

Στο βιβλίο της Γενέσεως βλέπουμε ότι, αφού ο Θεός δημιούργησε όλον τον κόσμο και τον άνθρωπο σε έξι ημέρες, κατά την εβδόμη ημέρα αναπαύθηκε από τα έργα που έκανε. Γράφει ο Μωϋσής: "Και ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν, ότι εν αυτή κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού, ών ήρξατο ο Θεός ποιήσαι" (Γεν. β', 3).

Γι’ αυτόν τον λόγο ο Μωϋσής καθόρισε, ώστε την εβδόμη ημέρα, το Σάββατο, που ερμηνεύεται ανάπαυση, να αναπαύωνται οι Ιουδαίοι και να αφιερώνεται η ημέρα στην λατρεία και την προσευχή. Η εντολή ήταν σαφής: "Και η ημέρα η πρώτη κληθήσεται αγία, και η ημέρα η εβδόμη κλητή αγία έσται υμίν, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε εν αυταίς, πλην όσα ποιηθήσεται πάση ψυχή, τούτο μόνον ποιηθήσεται υμίν" (Εξ. ιβ' 16).

Υπάρχει ερμηνεία κατά την οποία η εντολή της αργίας του Σαββάτου δόθηκε από τον Θεό κυρίως και προπαντός για την ανάπλαση και ανακαίνιση του ανθρώπου που θα γινόταν με την θυσία και τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη και την κατάργηση της αμαρτίας και του θανάτου. (Ιωσήφ Καλοθέτης). Βέβαια, πρέπει να τονισθή ότι η αρχή της αναπλάσεως και ανακαινίσεως έγινε την ημέρα του Μ. Σαββάτου, αλλά η φανερά και αισθητή αρχή της παλιγγενεσίας έγινε την ημέρα της Κυριακής, όταν ο Χριστός αναστήθηκε αισθητώς από τον τάφο (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Γι’ αυτό και εμείς, καίτοι τιμούμε το Σάββατο, εν τούτοις τιμούμε περισσότερο την Κυριακή, που την θεωρούμε κυρίως ημέρα αναπλάσεως και αναδημιουργίας. Σεβόμαστε, πάντως και το Σάββατο, κατά τον λόγο του αγίου Γερμανού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως: "Σεβαστέον ουν τούτο το Σάββατον, ως ημέραν της καθ’ ημάς αναπλάσεως".

Ο σαββατισμός στην ορθόδοξη Παράδοση έχει και μια άλλη σημασία. Στην ουσία συνιστά την κατάπαυση του ανθρώπου, τον ησυχασμό, την λεγομένη ιερά ησυχία με όλο το περιεχόμενό της. Ο Απόστολος Παύλος, αφού αναφέρει ότι ο σαββατισμός είναι απαραίτητος για τον λαό του Θεού, συνιστά: "Σπουδάσωμεν ουν εισελθείν εις εκείνην την κατάπαυσιν" (Εβρ. δ', 11). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα πη ότι όταν ο άνθρωπος απομακρύνη κάθε λογισμό από τον νού και όταν με επιμονή και αδιάλειπτη προσευχή ο νούς επιστρέψη μέσα στην καρδιά, τότε εισέρχεται στην θεία κατάπαυση, δηλαδή στην θεοπτία, στην θεωρία του Θεού.

Αυτή η κατάπαυση, αυτός ο ησυχασμός δεν είναι αδράνεια, αλλά μεγάλη κίνηση. Όπως ο Θεός, καίτοι κατέπαυσε την εβδόμη ημέρα, εν τούτοις όμως εξακολουθούσε να διευθύνη τον κόσμο με την άκτιστη ενέργειά Του, έτσι και ο άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε κατάσταση πνευματικής θεωρίας, κάνει το μεγαλύτερο έργο, ενώνεται με τον Θεό και στην συνέχεια αγαπά ό,τι αγαπά και ο Θεός. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι είναι δυνατόν να ζήση κανείς την Ανάσταση του Χριστού μέσα από την δική του κατάπαυση, δηλαδή μέσα από τον δικό του ησυχαστικό τρόπο ζωής. Όσο κανείς εισέρχεται στον θείο σαββατισμό, στην θεία κατάπαυση τόσο και βιώνει την ανάσταση. Η ευχή "καλή ανάσταση" πρέπει να συνοδεύεται και να ακολουθή από την ευχή "καλή κατάπαυση".

ζ'

Κάποτε ο Χριστός αναφέρθηκε παραβολικά στην εκ νεκρών τριήμερη Ανάστασή Του, όταν είπε: "λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν". Οι Ιουδαίοι νόμιζαν ότι μιλούσε για τον ναό του Σολομώντος, που έκανε σαράντα έξι χρόνια για να κτισθή. Όμως, "εκείνος έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού". Μάλιστα, ακόμη και οι ίδιοι οι Μαθητές το κατάλαβαν ύστερα από την ανάστασή Του (Ιω. β', 19-22).

Και άλλες φορές ο Χριστός μιλούσε καθαρά για την τριήμερη ανάστασή Του: "Και ήρξατο διδάσκειν αυτούς ότι δει τον Υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν, και αποδοκιμασθήναι από των πρεσβυτέρων και των αρχιερέων και των γραμματέων, και αποκτανθήναι, και μετά τρεις ημέρας αναστήναι" (Μάρκ. η', 31). Τόσο πολύ είχε διαδοθή αυτή η διδασκαλία, ώστε οι ευρισκόμενοι κατά την σταυρική θυσία στον Γολγοθά τον βλασφημούσαν λέγοντας: "ο καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών, σώσον σεαυτόν" (Ματθ. κζ', 40). Επίσης, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι ζήτησαν από τον Πιλάτο να σφραγίση τον τάφο, γιατί θυμήθηκαν ότι ο Χριστός όσο ζούσε είπε: "μετά τρεις ημέρας εγείρομαι" (Ματθ. κζ', 63).

Όλοι λέμε ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τον τάφο μετά από τρεις ημέρες. Μιλώντας, βέβαια, για Ανάσταση δεν εννοούμε ότι πέθανε η θεότητα, αλλά ότι η ψυχή, που χωρίστηκε από το σώμα, χωρίς να χωρισθή η θεότητα, επανήλθε πάλι στο σώμα, και έτσι αναστήθηκε από τον τάφο. Δημιουργείται όμως ένα πρόβλημα σχετικά με τις τρεις ημέρες. Από πότε υπολογίζονται και πώς προσμετρώνται, αφού γνωρίζουμε ότι ο Χριστός πέθανε την τρίτη απογευματινή της Μ. Παρασκευής και αναστήθηκε τις πρωϊνές ώρες της Κυριακής.

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ερμηνεύει ότι πραγματικά έχουμε τρεις νύκτες και τρεις ημέρες κατά τις οποίες ο Χριστός βρισκόταν στον τάφο. Ερμηνεύοντας τα περιστατικά της σταυρώσεως λέγει ότι κατά την Παλαιά Διαθήκη ο Θεός κάλεσε το σκοτάδι νύκτα και το φως ημέρα. Έτσι, λοιπόν, το σκοτάδι που έγινε κατά τον καιρό της σταυρώσεως, από τις δώδεκα το μεσημέρι μέχρι τις τρεις το μεσημέρι, είναι νύκτα, αφού δεν σκοτίστηκε ο ήλιος από κάποιο σύννεφο που κάλυψε την ηλιακή ακτίνα. Έτσι περιέπεσε σκοτάδι σε ολόκληρη την γη, αφού εξέλειπε η φωτιστική ενέργεια που πηγάζει από το ηλιακό σώμα. Από τις τρεις η ώρα μέχρι την κανονική δύση της Παρασκευής έχουμε ημέρα. Οπότε συμπληρώθηκε η πρώτη νύκτα και ημέρα. Στην συνέχεια έχουμε την νύκτα της Παρασκευής και την ημέρα του Σαββάτου, που υπολογίζεται ως δεύτερη νύκτα και ημέρα. Και τέλος η νύκτα του Σαββάτου και η αρχή, τα ξημερώματα της Κυριακής, οπότε αναστήθηκε ο Χριστός, απαρτίζουν την τρίτη νύκτα και ημέρα.

Ο άγιος ιερομάρτυς Αναστάσιος ο Σιναΐτης δίνει μια άλλη ερμηνεία, που κινείται περίπου στα ίδια πλαίσια. Λέγει ότι κατά την Παλαιά Διαθήκη η ημέρα αριθμείται αφού συνυπολογισθή και η εσπέρα. Στο βιβλίο της Γενέσεως λέγεται: "Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωΐ ημέρα μία" (Γεν. α', 5). Επίσης, από το μέρος υπολογίζεται και το όλο.

Επομένως, κατά τον άγιο Αναστάσιο, η ώρα που πέθανε ο Χριστός, ως τμήμα της ημέρας της Παρασκευής, που άρχισε από την Πέμπτη το απόγευμα, εντάσσεται στην πρώτη ημέρα. Το βράδυ της Παρασκευής και η ημέρα του Σαββάτου υπολογίζεται ως δεύτερη ημέρα, και το βράδυ του Σαββάτου μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής όταν αναστήθηκε ο Χριστός, επειδή αποτελείται και από τμήμα της ημέρας της Κυριακής, θεωρείται ως τρίτη ημέρα.

Προσωπικά πιστεύω ότι η ερμηνεία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού θεωρείται πιο ευπρόσδεκτη, χωρίς να αποκλείεται και η ερμηνεία του αγίου Αναστασίου. Πάντως, ο Χριστός παρέμεινε τρεις ημέρες και τρεις νύκτες στον τάφο.

Είναι σημαντικός και ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός αναστήθηκε μετά από τρεις ημέρες και όχι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Θα μπορούσε, δηλαδή, ο Χριστός να αναστηθή αμέσως μετά τον θάνατό Του στον Σταυρό, αλλά αναστήθηκε τριήμερος για να πιστοποιηθή το μυστήριο του θανάτου, το οποίο διαφορετικά θα μπορούσε να αμφισβητηθή. Δεν παρέμεινε περισσότερο χρόνο για να μη συκοφαντηθή το μυστήριο της αναστάσεως στο διάμεσο χρονικό διάστημα. Γιατί, όσο αργούσε τόσο και θα δημιουργούσε προβλήματα και ερωτήματα στους Ιουδαίους και τους Μαθητάς (Μακάριος Χρυσοκέφαλος). Γι’ αυτό, το διάστημα των τριών ημερών ήταν το πιο κατάλληλο για να μην αμφισβητηθή το μυστήριο του θανάτου, ούτε και να κατηγορηθή το μυστήριο της Αναστάσεως του Χριστού.

η'

Ο Χριστός αναστήθηκε τις πρωϊνές ώρες της Κυριακής. Δεν γνωρίζουμε τον πραγματικό χρόνο της Αναστάσεώς Του, αφού κανείς δεν τον είδε την ώρα εκείνη, αλλά πιστοποιήθηκε όταν βαθειά χαράματα οι Μυροφόρες γυναίκες πήγαν στο μνημείο για να αλείψουν το σώμα του Χριστού με αρώματα. Έτσι, η Κυριακή, η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού. Εάν ο Χριστός το Σάββατο νίκησε το κράτος του θανάτου, την Κυριακή πιστοποιήθηκε σε όλους η Ανάστασή Του, ότι Αυτός είναι ο νικητής του θανάτου και του διαβόλου.

Η ημέρα της Κυριακής στον λεγόμενο εβδομαδικό χρόνο είναι η πρώτη ημέρα από την οποία αριθμείται η εβδομάδα, αλλά και η ογδόη, επειδή βρίσκεται μετά το τέλος της εβδόμης ημέρας, δηλαδή μετά το Σάββατο. Στην Παλαιά Διαθήκη θεωρείται σημαντική ημέρα, αφ’ ενός μεν γιατί είναι η πρώτη ημέρα της δημιουργίας του κόσμου, κατά την οποία έγινε το φώς, αφ’ ετέρου δε γιατί και αυτή θεωρείται αγία κατά την εντολή: "επτά ημέρας προσάξατε ολοκαυτώματα τω Κυρίω, και η ημέρα η ογδόη κλητή αγία έσται υμίν, και προσάξατε ολοκαυτώματα τω Κυρίω. (Λευιτ. κγ', 36).

Ο Μωϋσής την πρώτη ημέρα δεν την αποκαλεί πρώτη, αλλά μία. Καί, ερμηνεύοντας ο Μ. Βασίλειος, λέγει ότι την αγία Κυριακή, κατά την οποία αναστήθηκε ο Χριστός, την ονομάζει μία ημέρα για να οδηγήση την έννοιά μας προς την μέλλουσα αιώνια ζωή. Τώρα η Κυριακή είναι τύπος του μέλλοντος αιώνος, τότε όμως θα είναι αυτός ο ίδιος ο όγδοος αιών. Αν σκεφθή κανείς ότι ο εβδομαδιαίος κύκλος συμβολίζει όλο τον χρόνο της ζωής των ανθρώπων και η Κυριακή είναι τύπος του μέλλοντος ογδόου αιώνος, τότε είναι η μία και μοναδική ημέρα. Ο Μ. Βασίλειος αποκαλεί την Κυριακή "απαρχήν των ημερών", "ομήλικα του φωτός".

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η Κυριακή ονομάζεται ογδόη ημέρα γιατί κατά την ημέρα αυτήν έγινε η Ανάσταση του Χριστού, που είναι η ογδόη ανάσταση στην ιστορία. Τρείς αναστάσεις νεκρών έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη (μία από τον Προφήτη Ηλία και δύο από τον Ελισσαίο), και τέσσερεις αναστάσεις νεκρών έγιναν στην Καινή Διαθήκη από τον Χριστό (τής θυγατρός του Ιαείρου, του υιού της χήρας της Ναΐν, του Λαζάρου, και των νεκρών κατά την Μ. Παρασκευή). Οπότε η μεγαλύτερη, η ογδόη ανάσταση, είναι η Ανάσταση του Χριστού. Ουσιαστικά, όμως, δεν είναι μόνον η ογδόη ανάσταση, αλλά και η πρώτη σχετικά με την ελπιζομένη ανάσταση όλων των νεκρών.

Την Κυριακή, την πρώτη ημέρα της δημιουργίας, έγινε το φώς. Την Κυριακή, την πρώτη ημέρα της αναδημιουργίας, φάνηκε το φως της Αναστάσεως, που είναι το ίδιο το Φώς της Μεταμορφώσεως και της Πεντηκοστής. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού απέβαλε την θνητότητα και φθαρτότητα, όπως θα δούμε πιο κάτω.

Η Κυριακή, ακόμη, λέγεται αγία και κλητή ημέρα, γιατί όλα τα Δεσποτικά μεγάλα γεγονότα έγιναν κατ’ αυτήν. Λέγεται από τους Πατέρας ότι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, η Γέννηση του Χριστού και η Ανάσταση, τα βασικά μεγάλα Δεσποτικά γεγονότα έγιναν την ημέρα της Κυριακής. Αλλά και η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού καί, βεβαίως, η ανάσταση των νεκρών πρόκειται αυτήν την ημέρα να συμβή (όσιος Πέτρος Δαμασκηνός). Γι’ αυτό και οι Χριστιανοί δίνουν μεγάλη σημασία και βαρύτητα σε αυτήν και επιδιώκουν να την αγιάζουν, γιατί η αιφνιδιαστική έλευση του Χριστού θα γίνη τότε.

Για όλους αυτούς τους λόγους ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός πανηγυρίζει στην εορτή του Πάσχα: "Αύτη η κλητή και αγία ημέρα, η μία των Σαββάτων η βασιλίς και Κυρία, εορτών εορτή και πανήγυρις εστί πανηγύρεων, εν ή ευλογούμεν Χριστόν εις τους αιώνας".

Είναι συγκινητικό να σκεφθή κανείς ότι η Εκκλησία κάθε Κυριακή με τα θαυμάσια τροπάριά της εορτάζει την Ανάσταση του Χριστού. Έτσι, στο ετήσιο Πάσχα υπάρχει και το εβδομαδιαίο Πάσχα, το μικρό λεγόμενο Πάσχα, η φωτοφόρος ημέρα της Κυριακής.

θ'

Η Ανάσταση του Χριστού διαφέρει σαφώς από άλλες αναστάσεις, που έγιναν στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, στο ότι ο Χριστός, ως Θεός αληθινός, ανέστησε τον Εαυτό Του, δηλαδή η ανθρώπινη φύση αναστήθηκε από την θεία φύση, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως, ενώ οι άλλες αναστάσεις έγιναν με την δύναμη και την ενέργεια του Θεού. Μπορεί κανείς να πη ότι, όπως ο Χριστός ποιεί την θέωση, ενώ οι άγιοι πάσχουν την θέωση, έτσι και ο Χριστός ποιεί την Ανάσταση, την έγερσή Του, ενώ οι άγιοι πάσχουν την ανάσταση. Το ρήμα "πάσχουν" δηλώνει ότι δέχονται μια έξωθεν ενέργεια, ενώ το Σώμα του Χριστού ήταν πηγή της ακτίστου Χάριτος.

Βέβαια, υπάρχουν μερικά χωρία στην Αγία Γραφή που κάνουν λόγο για το ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τον Θεό·Πατέρα Του. Ο Απόστολος Πέτρος στην ομιλία του την ημέρα της Πεντηκοστής, αναφερόμενος στον Χριστό, είπε: "όν ο Θεός ανέστησε λύσας τας ωδίνας του θανάτου, καθότι ουκ ήν δυνατόν κρατείσθαι αυτόν υπ’ αυτού" (Πράξ. β', 24). Επίσης, ο Απόστολος Παύλος γράφει σε επιστολή του: "ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν" (Ρωμ. στ', 4). Και σε άλλη επιστολή γράφει: "...κατά την ενέργειαν του κράτους της ισχύος αυτού, ήν ενήργησεν εν τω Χριστώ εγείρας αυτόν εκ νεκρών..." (Εφεσ. α', 20).

Όμως, το θέμα αυτό πρέπει να το δη κανείς μέσα από την τριαδολογία, κατά την οποία τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν την ίδια ουσία και την ίδια ενέργεια, διαφέρουν όμως στις υποστάσεις. Έτσι, δεν είναι άλλη η ενέργεια του Πατρός, άλλη του Υιού και άλλη του Αγίου Πνεύματος, αλλά κοινή είναι η ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Αυτό που θέλει ο Πατήρ θέλει και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, και αυτό που θέλει ο Υιός θέλει και ο Πατήρ και το Άγιον Πνεύμα, και αυτό που κάνει το Άγιον Πνεύμα θέλει και ο Πατήρ και ο Υιός. Όταν λέγεται, λοιπόν, ότι ο Πατήρ ανέστησε τον Χριστό σημαίνει ότι και Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός ανέστησε τον Εαυτό Του, αφού ο Πατήρ δεν κάνει κάτι που δεν κάνει ο Υιός.

Όλα του Πατρός είναι και του Υιού χωρίς την αγεννησία. Επομένως, το να αποδίδη κανείς τα γεγονότα που συνέβησαν στον Υιό μόνο στον Πατέρα είναι ασεβές, αλλά και το να τα αναθέτη όλα στον Υιό δεν είναι αποδοκιμαστέο, αφού και ο Υιός είναι Θεός ομοσθενής και μπορεί να κάνη ό,τι κάνει ο Πατήρ (Ζωναράς). Όταν, λοιπόν, λέγεται ότι ο Πατήρ ανέστησε τον Χριστό, δηλούται ότι ο Τριαδικός Θεός, η θεότητα, που είναι γνώρισμα της φύσεως, ανέστησε την ανθρώπινη φύση.

ι'

Μετά την Ανάστασή Του ο Χριστός εμφανίστηκε στις Μυροφόρες γυναίκες και στους Μαθητάς Του. Μερικοί διερωτώνται γιατί ο Χριστός δεν εμφανίστηκε σε όλους τους ανθρώπους, και μάλιστα στους σταυρωτές Του και τους αρνητές της Αναστάσεώς Του, για να τους κάνη να πιστεύσουν σε Αυτόν.

Όταν κανείς γνωρίζη την ουσία της ορθοδόξου θεολογίας, δεν μπορεί να κάνη τέτοια ερωτήματα, γιατί γνωρίζει σαφώς ότι η εμφάνιση του Χριστού δεν γίνεται ποτέ για θεαματικούς λόγους και για εξαναγκασμό του ανθρώπου. Η φανέρωση του Θεού έχει έναν ορισμένο σκοπό και μια βαθειά αιτία.

Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειωθή ότι ο Χριστός δεν θέλει να εξαναγκάση κανέναν να πιστεύση. Έπειτα, η εμφάνιση του Θεού στον άνθρωπο είναι ένα κρίσιμο σημείο για την ζωή του. Στην άλλη ζωή, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, όλοι θα τον δούν, αλλά για τους προετοιμασμένους και καθαρθέντας ο Θεός θα γίνη φώς, ενώ για τους ακαθάρτους θα γίνη κόλαση. Αυτό θα συνέβαινε και στην περίπτωση αυτή. Γι’ αυτό ο Θεός από αγάπη και φιλανθρωπία δεν εμφανίστηκε στους αρνητάς και σταυρωτάς Του.

Η φανέρωση του Χριστού εν δόξη γίνεται μόνο και μόνο για να οδηγήση αυτούς που έχουν προετοιμασθή κατάλληλα προς την θέωση και τον δοξασμό. Οι Μαθητές είχαν προετοιμασθή, γι’ αυτό και ο Χριστός λίγο πριν από το Πάθος είπε: "ήδη υμείς καθαροί εστε δια τον λόγον όν λελάληκα υμίν" (Ιω. ιε', 3). Οι Μαθητές τρία χρόνια, ακούοντας τον λόγο του Θεού και μαθητευόμενοι στα μυστήρια της Βασιλείας των ουρανών, εκδιώκοντας δαιμόνια, περνούσαν την διαδικασία της καθάρσεως.
Οπότε, έγιναν κατάλληλοι για την θέωση και χωρητικοί της μεθέξεως της Χάριτος της Αναστάσεως. Αλλά και πάλι, όπως θα δούμε πιο κάτω, και με την εμφάνισή Του μετά την Ανάσταση, τους προετοιμάζει για την είσοδό τους στον μεγάλο βαθμό της θεώσεως και θεωρίας που θα γινόταν την Πεντηκοστή.

Η φανέρωση όμως του Χριστού στους Μαθητάς Του, μετά την Ανάσταση, δεν ήταν ένα γεγονός μόνο γι’ αυτούς, αφού γνωρίζουμε ότι όσοι περνούν έναν ανάλογο βαθμό θεραπείας και καθάρσεως, αξιώνονται να μεθέξουν της Αναστάσεως του Χριστού και να δούν τον Αναστάντα Χριστό. Με αυτήν την προοπτική πρέπει να δούμε και την περίπτωση του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος έχει την βεβαιότητα ότι και σε αυτόν εμφανίστηκε ο Αναστάς Χριστός. "Έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί" (Α' Κορ. ιε', 8). Και είναι γνωστόν ότι ο Απόστολος Παύλος, κατά τον καιρό της Αναστάσεως, ήταν ζηλωτής Ιουδαίος, αφού επέστρεψε στον Χριστό μετά την Πεντηκοστή, οπότε αναφέρεται στην εμφάνιση του Αναστάντος Χριστού μετά την Ανάληψή Του και την Πεντηκοστή.

Η περίπτωση αυτή φανερώνει ότι η θέα του Αναστάντος Χριστού δεν είναι ανεξάρτητη από την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, και βέβαια, ότι αυτό συνεχίζεται σε ολόκληρη την ζωή της ανθρωπότητος. Πάντοτε δια μέσου των αιώνων υπάρχουν μάρτυρες της Αναστάσεως του Χριστού.

ια'

Στα κείμενα της Αγίας Γραφής παρουσιάζονται ένδεκα εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού, από τις οποίες οι δέκα έγιναν στο διάστημα μεταξύ της Αναστάσεως και της Αναλήψεως και μία μετά την Πεντηκοστή. Μερικές από αυτές περιγράφονται αναλυτικά και άλλες απλώς απαριθμούνται. Καί, βέβαια, πρέπει να πούμε ότι δεν περιγράφονται όλες από τους ίδιους Ευαγγελιστάς, δηλαδή δεν αναφέρονται και οι ένδεκα σε κάθε ένα ξεχωριστό Ευαγγέλιο, αλλά μερικές μνημονεύονται από τον έναν Ευαγγελιστή και μερικές από τον άλλο.

Προφανώς υπήρξαν και άλλες εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Ευαγγελιστού Λουκά στις Πράξεις των Αποστόλων: "οίς και παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι’ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς και λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού" (Πράξ. α', 3). Είναι φυσικό αυτό να γινόταν γιατί, αφ’ ενός μεν ήθελε να τους παρηγορήση, αφ’ ετέρου δε να τους προετοιμάση για την Ανάληψή Του, αλλά και την έλευση του Παναγίου Πνεύματος.

Οι ένδεκα εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού είναι οι ακόλουθες:

1. Στον Σίμωνα Πέτρο (Α' Κορ. ιε', 5, Λουκ. κδ', 35).

2. Στην Μαρία την Μαγδαληνή (Μάρκ. ιστ', 9-11, Ιω. κ', 11-18).

3. Στις Μυροφόρες γυναίκες (Ματθ. κη', 9-10).

4. Στους δύο Μαθητάς που πορεύονταν προς Εμμαούς (Μάρκ. ιστ', 12-13, Λουκ. κδ', 13-15).

5. Στους δέκα Αποστόλους, όταν απουσίαζε ο Θωμάς (Μάρκ. ιστ', 14, Λουκ. κδ', 36-43, Ιω. κ', 19-25).

6. Στους ένδεκα Μαθητάς, παρόντος και του Θωμά (Ιω. κ', 26-29).

7. Στους επτά Αποστόλους στην λίμνη της Τιβεριάδος (Ιω. κα', 1-23).

8. Στους ένδεκα στην Γαλιλαία (Ματθ. κη', 16).

9. Στους Αποστόλους στην Βηθανία, όταν αναλήφθηκε (Μάρκ. ιστ', 19-20, Λουκ. κδ', 50, Πράξ. α', 6-11, Α' Κορ. ιε', 7).

10. Στον αδελφόθεο Ιάκωβο (Α' Κορ. ιε', 7).

11. Στον Απόστολο Παύλο (Α' Κορ. ιε', 8-9).

Οι εμφανίσεις αυτές του Αναστάντος Χριστού αναφέρονται μέσα στην Καινή Διαθήκη. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι πολλοί άγιοι που αξιώθηκαν της θεωρίας του Αναστάντος Χριστού. Άλλωστε, η Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, προσφέρει την εμπειρία της Αναστάσεως. Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, αναφερόμενος στην προσευχή "ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι προσκυνήσωμεν άγιον, Κύριον, Ιησούν, τον μόνον αναμάρτητον", διδάσκει ότι δεν αναφερόμαστε στην Ανάσταση που είδαν οι Μαθητές, δηλαδή δεν πρόκειται μόνο για μια ιστορική αναφορά, αλλά για την Ανάσταση ή μάλλον τον Αναστάντα Χριστό που τον βλέπουμε μέσα στην Εκκλησία. Δεν λέμε "ανάστασιν Χριστού πιστευσάμενοι", αλλά "θεασάμενοι". Βέβαια, υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν στην Ανάσταση, αλλά υπάρχουν και άλλοι, έστω και ολίγοι, που βλέπουν και κάθε ώρα τον Αναστάντα Χριστό λαμπροφορούντα, και απαστράπτοντα "τάς της αφθαρσίας και Θεότητος αστραπάς". Γιατί, πραγματικά, η Ανάσταση του Χριστού "η ημετέρα υπάρχει ανάστασις, των κάτω κειμένων". Έτσι, άλλοι είναι μάρτυρες της Αναστάσεως του Χριστού "εξ ακοής" και άλλοι μάρτυρες "από θέας". Οι τελευταίοι είναι οι κατ’ εξοχήν μάρτυρες της Αναστάσεως του Χριστού.

Στην συνέχεια θα δούμε μερικά σημεία από τις εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού, κυρίως εκείνα που έχουν περισσότερο σχέση με χριστολογικά θέματα, που αναπτύσσουμε εδώ.

ιβ'

Είναι σημαντικό ότι τον Αναστάντα Χριστό τον είδαν πρώτες οι Μυροφόρες γυναίκες. Οι Απόστολοι φοβισμένοι από τα γεγονότα που προηγήθηκαν κλείστηκαν στο υπερώο, ενώ οι γυναίκες με την αγάπη, την θερμότητα και την ανδρεία, πριν ακόμη ξημερώσει καλά, πήγαν στο μνημείο για να αλείψουν με αρώματα το Σώμα του Χριστού. Δεν φοβήθηκαν ούτε το σκοτάδι, ούτε την ερημιά, ούτε τους στρατιώτες. Αυτό σημαίνει ότι για να αξιωθή κανείς να δη τον Αναστάντα Χριστό χρειάζεται να έχη αγάπη και ανδρεία.

Η πρώτη εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες γυναίκες έχει και ένα βαθύτατο θεολογικό νόημα, όπως το αναπτύσσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Διδάσκει ο άγιος ότι η Ανάσταση του Χριστού είναι ανανέωση της ανθρωπίνης φύσεως και αναζώωση, ανάπλαση και επάνοδος στην αθάνατη ζωή του πρώτου Αδάμ. Τον πρώτο Αδάμ, μετά την δημιουργία του, τον είδε πρώτη η γυναίκα, γιατί εκείνη την ώρα δεν υπήρχε κανείς άλλος να τον δή, αφού η Εύα δημιουργήθηκε μετά από αυτόν. Έτσι και τον νέο Αδάμ δεν τον είδε κανείς όταν βγήκε από τον τάφο, ύστερα δε από λίγο πρώτες τον είδαν οι γυναίκες.

Με αυτόν τον τρόπο οι Μυροφόρες έγιναν ευαγγελίστριες των Ευαγγελιστών και απόστολοι των Αποστόλων. Αυτό έχει και μια άλλη σημασία. Η Εύα ήταν εκείνη που έφερε το μήνυμα της πτώσεως του Αδάμ, τώρα η γυναίκα είναι εκείνη που φέρνει το μήνυμα της αναστάσεως στους Αποστόλους. Με τον τρόπο αυτό έχουμε και την αποκατάσταση της γυναικείας φύσεως, αφού κανείς δεν μπορεί να την ενοχοποιήση για την παράβαση και την πτώση.

Ο σχολιαστής Νικήτας κάνει και άλλες παρατηρήσεις σχετικά με τα ονόματα των Μυροφόρων γυναικών, που ανταποκρίνονται όμως στην προσωπική τους ζωή και δείχνουν τον τρόπο που πρέπει να μετέλθουμε και τον δρόμο που πρέπει να ακολουθούμε για να δούμε τον Αναστάντα Χριστό.

Η Μαρία η Μαγδαληνή, από την οποία ο Χριστός έβγαλε επτά δαιμόνια, δηλώνει την ψυχή εκείνη που καθαρίζεται από τα δαιμόνια με τον λόγο των ευαγγελικών εντολών. Η Σαλώμη, της οποίας το όνομα ερμηνεύεται ειρήνη, δηλώνει τον άνθρωπο εκείνο που απέκτησε την εσωτερική ειρήνη, αφού νίκησε τα πάθη, υπέταξε το σώμα στην ψυχή, και αποκτά, δια της θεωρίας και των πνευματικών νοημάτων, την γνώση. Η Ιωάννα, της οποίας το όνομα ερμηνεύεται περιστερά, συμβολίζει την άκακη και γονιμότατη στις αρετές ψυχή, η οποία απέβαλε κάθε πάθος με την πραότητα, και είναι θερμή στο να γεννά τα πνευματικά νοήματα με πνευματική διάκριση. Όταν ο άνθρωπος διακρίνεται γι’ αυτές τις καταστάσεις και πλησιάζη στο μνημείο της καρδίας του, τότε θα δη τον λίθο της πωρώσεως της ασαφείας του λόγου να σηκώνεται, τους αγγέλους, δηλαδή την συνείδησή του, να του αναγγέλουν ότι αναστήθηκε μέσα του ο νεκρωθείς λόγος της αρετής και της γνώσεως, αλλά ακόμη θα αξιωθή να δη την εμφάνιση και αυτού του Ιδίου του Θεού Λόγου στον νού, γυμνό και χωρίς τύπους και σύμβολα.

Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται κάθαρση για να αξιωθή κανείς να προσκυνήση τον Αναστάντα Χριστό και να ακούση τον "τής αναστάσεως λόγον".

ιγ'

Στα τροπάρια της Εκκλησίας αναφέρεται ότι ο άγγελος Κυρίου μετέφερε στην Παναγία το μήνυμα ότι αναστήθηκε ο Χριστός. "Ο άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη αγνή Παρθένε Χαίρε και πάλιν ερώ χαίρε, ο σός Υιός ανέστη τριήμερος εκ τάφου".

Βέβαια, μέσα στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται ρητώς ότι η Παναγία είδε τον Αναστάντα Χριστό. Υπάρχουν όμως φράσεις που αναφέρονται στην "άλλη Μαρία". Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει: "Οψέ δε Σαββάτων, τη επιφωσκούση εις μίαν σαββάτων, ήλθε Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία θεωρήσαι τον τάφον" (Ματθ. κη', 1). Επίσης, αλλού γίνεται λόγος για την "Μαρία Ιακώβου" (Λουκ. κδ', 10). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας αυτές τις περιπτώσεις, λέγει ότι πρόκειται για την Παναγία, που ήλθε πρώτη στο μνημείο, και κατ’ αρχάς μεν έμαθε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ ότι αναστήθηκε ο υιός της, έπειτα δε τον είδε, και αυτή μόνη αξιώθηκε να πιάση με τα χέρια της τα πόδια Του.

Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος, ήταν σωστό και δίκαιο πρώτη η Παναγία να πληροφορηθή το ευαγγέλιο της Αναστάσεως και να δη αυτή πρώτη τον Αναστάντα Χριστό. Αυτό, βέβαια, συνδέεται και με το ότι η Παναγία είχε φθάσει σε μεγάλη καθαρότητα, αφού βίωσε από μικρό παιδί την θέωση.

Το ότι οι Ευαγγελιστές αποφεύγουν να πούν καθαρά ότι πρώτη είδε τον Χριστό η Παναγία έχει μεγάλη σημασία, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, γιατί δεν ήθελαν να δώσουν αφορμή στους απίστους να αμφισβητήσουν το γεγονός της Αναστάσεως, αφού το βεβαιώνει η μητέρα Του.

Η Παναγία, όπως παρέμεινε στον Σταυρό μέχρι την τελευταία στιγμή, έτσι και πρώτη αυτή πήγε στο μνημείο για να αλείψη με αρώματα το Σώμα του Χριστού. Αυτό έγινε όχι μόνο λόγω της μητρότητος, αλλά λόγω και της υψηλής πνευματικής της καταστάσεως, γιατί αυτοί που έχουν σε μεγάλο βαθμό πνευματική θεωρία, έχουν μεγαλύτερη γνώση και τελειότερη αγάπη.

ιδ'

Από τις πρώτες εμφανίσεις του Χριστού που έγιναν την ημέρα της Αναστάσεως ήταν η εμφάνισή Του στον όμιλο των Μαθητών, που βρίσκονταν στο υπερώο, την πρώτη φορά, όταν απουσίαζε ο Θωμάς, και την επομένη Κυριακή, "μεθ’ ημέρας οκτώ", παρόντος του Θωμά (Ιω. κ', 19-29). Με την εμφάνισή του ο Χριστός τους δίνει δώρα. Το πρώτο είναι η ειρήνη και το δεύτερο είναι το Άγιον Πνεύμα για να συγχωρούν αμαρτίες. Δεν μπορεί κανείς να δώση κάτι που δεν έχει. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός ως Θεός είναι ειρήνη, αφού η ειρήνη είναι ενέργεια του Τριαδικού Θεού, και με την ενανθρώπηση και την θυσία Του ειρηνοποίησε τα ουράνια με τα επίγεια, τους αγγέλους με τους ανθρώπους, τους ανθρώπους με τον Θεό, και τους ανθρώπους με ολόκληρη την κτίση, και βέβαια ειρηνοποίησε και όλες τις δυνάμεις της ψυχής. Επίσης, δίνει το Άγιον Πνεύμα, αφού το Άγιον Πνεύμα αναπαύεται στον Υιό. Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινωνία και ενότητα, κατά την ουσία και ενέργεια, αφού είναι ομόδοξα, ομοούσια και ομοδύναμα. Το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται δια του Υιού.

Το ερώτημα είναι: ποιά είναι η διαφορά μεταξύ της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος αμέσως μετά την Ανάσταση και της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος στους Μαθητάς κατά την ημέρα της Πεντηκοστής; Γνωρίζουμε ότι οι Μαθητές έλαβαν το Άγιον Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής. Επομένως, πώς λέγεται ότι ο Χριστός τους έδωσε Άγιον Πνεύμα, αμέσως μετά την Ανάστασή Του;

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει ότι πρόκειται σαφώς για διαφορετικό βαθμό ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιον Πνεύμα ήταν πάντοτε ενωμένο με τον Υιό, αφού και η ενανθρώπηση του Υιού έγινε με την συνέργεια του Αγίου Πνεύματος, καθώς επίσης και όλο το έργο του Υιού γινόταν με την συνέργεια του Τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος. Επομένως, το Άγιον Πνεύμα ενεργούσε στους Μαθητάς, όσο μπορούσαν να χωρέσουν, κατά τρεις βαθμούς και καιρούς, ήτοι "αμυδρώς", "εκτυπώτερον" και "τελειότερον".

Το Άγιον Πνεύμα ενεργούσε στους Μαθητάς "αμυδρώς" πριν το πάθος του Χριστού με την δύναμη που είχαν λάβει για να εκδιώκουν τα πνεύματα και να θεραπεύουν τις νόσους. Επίσης κατά τον καιρό που οι Μαθητές ακολουθούσαν τον Χριστό καθαρίζονταν με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Έπειτα, το Άγιον Πνεύμα ενεργούσε περισσότερο μετά την Ανάσταση ως "έμπνευσις θειοτέρα". Ο Χριστός, αμέσως μετά την Ανάστασή Του, έδωσε στους Μαθητάς το Άγιον Πνεύμα για δύο λόγους. Πρώτον, για να τους προετοιμάση για την μεγάλη λήψη του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Δεν μπορεί κανείς να λάβη τον υψηλότερο βαθμό ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, αν δεν προετοιμασθή κατάλληλα. Δεύτερον, γιατί αυτή η δωρεά του Αγίου Πνεύματος αναφερόταν στην άφεση των αμαρτιών και όχι στην μέθεξη του Αγίου Πνεύματος. Κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, άλλο είναι η μέθεξη του Αγίου Πνεύματος και άλλο είναι η άφεση των αμαρτιών δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Την ημέρα όμως της Πεντηκοστής, προετοιμασμένοι πνευματικά, έλαβαν την μεγάλη δωρεά και έγιναν μέλη του Αναστημένου Σώματος του Χριστού. Την ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού, ακόμη, ο Χριστός ήταν έξω από τους Μαθητάς, ενώ την ημέρα της Πεντηκοστής οι Μαθητές έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού.

ιε'

Από την πρώτη εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητάς έλειπε ο Απόστολος Θωμάς. Αξιώθηκε όμως και αυτός της φανερώσεως και αποκαλύψεως του Χριστού μετά από οκτώ ημέρες, δηλαδή την επομένη Κυριακή (Ιω. κ', 24-29).

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο Χριστός εμφανίζεται πάντα στην σύναξη των Μαθητών, οπότε ο Θωμάς δεν μπόρεσε να τον δη γιατί απουσίαζε. Όταν, όμως, την επομένη Κυριακή βρισκόταν μεταξύ των Μαθητών, αξιώθηκε και εκείνος αυτής της μεγάλης εμπειρίας. Γι’ αυτό και συμβουλεύει να μη λείπουμε από τις κατά Κυριακή συνάξεις, γιατί θα πάθουμε ό,τι έπαθε ο Θωμάς.

Υπάρχει, όμως, και ένας βαθύτερος λόγος για τον οποίο ο Θωμάς δεν αξιώθηκε την πρώτη ημέρα να δη τον Χριστό. Ο Θωμάς, όπως ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος, ήταν διστακτικός και θεωρούσε αδύνατη την Ανάσταση του Χριστού. Δεν είχε, δηλαδή, φθάσει σε τέτοια εσωτερική πνευματική κατάσταση, ώστε να δη τον Αναστάντα Χριστό. Έχουμε τονίσει προηγουμένως ότι ο Χριστός εμφανιζόταν σε αυτούς που βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση, ώστε να ενεργή σωτήρια και όχι κολαστικά. Ο Θωμάς φαίνεται πώς δεν είχε φθάσει στην πνευματική ωριμότητα που απαιτούσε αυτό το γεγονός.

Άλλωστε, η καθυστέρηση του Χριστού να εμφανισθή μια ολόκληρη εβδομάδα απέβλεπε στην ψυχική του προετοιμασία. Ο Χριστός ανέβαλε τόσο χρονικό διάστημα να τον επισκεφθή, "ώστε κατηχούμενον αυτόν υπό των συμμαθητών (είναι) και τα αυτά ακούοντα και εις πλείονα πόθον εκκαήναι, και πιστότερον προς το μέλλον γενέσθαι" (ιερός Θεοφύλακτος). Έπρεπε, λοιπόν, μια ολόκληρη εβδομάδα να κατηχήται από τους άλλους Μαθητάς, να μαθαίνη τα της εμφανίσεως, ώστε να αναπτυχθή μεγάλος πόθος, αλλά ακόμη και να εκφράση μετάνοια για την δυσπιστία του, ώστε η εμφάνιση του Χριστού να ενεργήση σωτήρια.

Αφού ο Θωμάς προετοιμάσθηκε κατάλληλα έγινε και εκείνος θεολόγος με την εμφάνιση του Χριστού και ομολόγησε: "ο Κύριός μου και ο Θεός μου" (Ιω. κ', 29). Η φράση αυτή δείχνει την βεβαιότητά του για τις δύο φύσεις του Χριστού και την μια υπόσταση, αφού το "Κύριος" δηλοί την ανθρώπινη φύση, το "Θεός" την θεία φύση, και τα δύο αυτά είναι ενωμένα στον Αναστάντα Χριστό (ιερός Θεοφύλακτος).

Έτσι, λοιπόν, ο Θωμάς δεν ήταν άπιστος με την έννοια του αθέου, αλλά άπιστος με την έννοια ότι δεν ήταν στην κατάσταση να δεχθή την πίστη εκ θεωρίας. Πρώτα για μεγάλο χρονικό διάστημα πέρασε από την πίστη εξ ακοής και έπειτα έφθασε στην πίστη εκ θεωρίας. Υπάρχει δε σαφής διαφορά μεταξύ του αθέου, που είναι και αντίθεος, και του απίστου ή δυσπίστου με την έννοια ότι έχει μεν πίστη εξ ακοής, αλλά όχι πίστη εκ θεωρίας.

ιστ'

Μία από τις εμφανίσεις του Χριστού στους Μαθητάς Του έγινε στην λίμνη της Τιβεριάδος, την ώρα που ψάρευαν στα ανοικτά της λίμνης (Ιω. κα', 1-14). Δεν θα εκτεθούν τα περιστατικά και ο τρόπος της εμφανίσεως, αλλά θα υπογραμμισθούν μερικά ενδιαφέροντα σημεία.

Το πρώτον είναι ότι οι Μαθητές δεν ανεγνώρισαν τον Χριστό, "ου μέντοι ήδεισαν οι μαθηταί ότι ο Ιησούς εστι". Αυτό εξηγείται από το ότι οι εμφανίσεις του Χριστού στην πραγματικότητα δεν είναι απλώς η παρουσία Του, αλλά αποκαλύψεις, φανερώσεις. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης σαφώς λέγει: "μετά δε ταύτα εφανέρωσεν εαυτόν πάλιν ο Ιησούς". Ο Χριστός φανέρωνε τον Εαυτό Του, όποτε το ήθελε. Έχουμε πολλές μεταμορφώσεις και φανερώσεις του Χριστού προ της Αναστάσεως και μετά από αυτήν.

Δεύτερον, η φανέρωση του Χριστού γίνεται κατά την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων. Γιατί, μετά την θαυματουργική αλιεία ο πρώτος που τον ανεγνώρισε ήταν ο Ιωάννης, ο οποίος το ανακοίνωσε στον Απόστολο Πέτρο. "Λέγει ουν ο μαθητής εκείνος, όν ηγάπα ο Ιησούς, τω Πέτρω, ο Κύριος εστί". Και τότε ο Πέτρος φόρεσε τον χιτώνα και έπεσε στην θάλασσα για να φθάση πιο γρήγορα στον Χριστό. Φαίνεται εδώ ότι ο αγαπημένος Μαθητής, που είναι έκφραση της θεωρίας, αναγνωρίζει τον Χριστό, και ο μετανοημένος Πέτρος, που βρίσκεται ακόμη στην πράξη, λόγω της αρνήσεως και της μετανοίας, τρέχει προς τον Χριστό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι ο Ιωάννης ήταν "πρός την θείαν επίγνωσιν των άλλων ετοιμότατος", ενώ ο Πέτρος ήταν "θερμότατος πάλιν και προς πράξιν των άλλων ετοιμότατος". Έτσι, λοιπόν, ετοιμότατος στην θεωρία ο Ιωάννης, θερμότατος και ετοιμότατος προς την πράξη ο Πέτρος. Αυτό δείχνει ότι η θεωρία αναγνωρίζει τον Θεό και η πράξη ακολουθεί. Άλλοτε προηγείται η πράξη και ακολουθεί η θεωρία, και άλλοτε από την θεωρία, πράγμα που δημιουργεί γνώση, ακολουθεί και η πράξη.

Τρίτον, όταν οι Μαθητές βγήκαν στην ξηρά είδαν "ανθρακιάν κειμένην και οψάριον επικείμενον και άρτον". Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά το "ανθρακιάν" σημαίνει ένα είδος δέρματος που χρησιμοποιούσαν οι οδοιπόροι αντί για τραπέζι. Έτσι, βλέπουν ένα ψάρι που δεν ψαρεύτηκε από την λίμνη, αλλά δημιουργήθηκε από το μηδέν, καθώς και έναν άρτο. Το ότι τους κάλεσε να γευματίσουν και τους προσέφερε ο Ίδιος να φάγουν δηλώνει ότι Αυτός θα είναι ο χορηγός και ο διανομεύς της μελλούσης απολαύσεως, που θα πραγματοποιηθή μετά από το ψάρεμα της αποστολικής σαγήνης, μετά το κήρυγμα και την συναγωγή όλων στην αληθινή θεοσέβεια.

ιζ'

Από την διήγηση του Ευαγγελιστού Λουκά για μια εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητάς φαίνεται ότι ο Χριστός έφαγε ενώπιόν τους μέρος από ψητό ψάρι και μέλι από κηρήθρα. Βέβαια, το Σώμα του Χριστού μετά την Ανάσταση δεν είχε ανάγκη τροφής, το έκανε όμως ο Χριστός για να βεβαιωθούν οι Μαθητές ότι δεν ήταν φάντασμα, αλλά είχε πνευματικό και μεταμορφωμένο σώμα. Φυσικά, επειδή στο Σώμα του Χριστού μετά την Ανάσταση δεν υπήρχε πεπτικό σύστημα, γι’ αυτό και η τροφή αυτή αναλώθηκε από την θεία ενέργεια και δεν μεταποιήθηκε κατά τον συνήθη στους ανθρώπους τρόπο. Όπως η φωτιά καταναλώνει το κερί, έτσι και η θεότητα του Χριστού κατηνάλωσε την τροφή που έλαβε. Αυτό το παράδειγμα χρησιμοποιείται συγκαταβατικά και δεν έχει απόλυτη εφαρμογή, γιατί η φωτιά που λυώνει το κερί συντηρείται από καύσιμη ύλη, ενώ τα πνευματικά σώματα δεν χρειάζονται τροφή για να συντηρηθούν (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).

Το ότι ο Χριστός έφαγε μέρος από ψητό ψάρι και μέρος από μέλι κηρήθρας είναι συμβολικά σημεία, που δείχνουν το μυστήριο του προσώπου Του. Η ανθρώπινη φύση ομοιάζει με το ψάρι, που κολυμπούσε στην υγρότητα του ηδονικού και εμπαθούς βίου. Ο Χριστός προσέλαβε αυτήν την φύση την ήνωσε στην υπόστασή Του, την καθάρισε από κάθε εμπαθή διάθεση με το πυρ της θεότητος (ψητό ψάρι) και την έκανε ομόθεη και διάπυρη. Επίσης η κηρήθρα με το μέλι ομοιάζει με την δική μας ανθρώπινη φύση, γιατί, όπως το μέλι υπάρχει μέσα στην κηρήθρα, έτσι και μέσα στο σώμα μας υπάρχει ο λογικός θησαυρός καί, κυρίως, στους πιστεύοντας υπάρχει στην ψυχή και το σώμα η Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τρώγει από αυτά ο Χριστός, γιατί θεωρεί φαγητό του την σωτηρία του καθενός μας (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).

Επίσης, η χρησιμοποίηση από τον Χριστό, μετά την Ανάστασή Του, των στοιχείων του άρτου και του ιχθύος δείχνει το πρόσωπο και το έργο Του για την σωτηρία του ανθρώπου. Κυρίως, φανερώνει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, αφού ο άνθρωπος τότε κοινωνεί του ζωντανού άρτου και του ζωντανού ιχθύος που είναι Αυτός ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Οποίος προσέλαβε την δική μας ανθρώπινη φύση καί, αφού την θέωσε, μας δίνει τον Εαυτό Του για να θεωθούμε και εμείς. Βέβαια, η θέωση δια των μυστηρίων, και κυρίως δια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, δεν γίνεται μηχανικά και μαγικά, αλλά ανάλογα με την πνευματική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Έτσι, ανάλογα με την πνευματική μας κατάσταση ενεργεί και το μυστήριο της θείας Κοινωνίας.

ιη'

Ο Χριστός σε μια από τις εμφανίσεις στους Μαθητάς Του, βλέποντας να υπάρχουν στην καρδιά τους λογισμοί περί Αυτού, είπε: "ίδετε τας χείράς μου και τους πόδας μου, ότι αυτός εγώ ειμι, ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα, σάρκα και οστέα ουκ έχει, καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα" (Λουκ. κδ', 39). Εδώ φαίνεται ότι υπάρχει σώμα, άρα δεν ήταν φαντασία, αλλά δεν ήταν το σώμα, όπως το γνώριζαν μέχρι τότε οι Μαθητές.

Είναι γνωστόν ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και έγινε τέλειος άνθρωπος, και μάλιστα προσέλαβε και τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, όπως την φθαρτότητα και την θνητότητα, στα οποία αδιάβλητα πάθη συγκαταλεγόταν η πείνα, η δίψα, ο κόπος, ο ύπνος κλπ. Όμως, ο Χριστός μετά την Ανάσταση απέβαλε όλα τα λεγόμενα φυσικά πάθη, ήτοι "φθοράν, πείναν τε και δίψαν, ύπνον και κάματον και τα τοιαύτα". Αποβάλλοντας όμως τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη δεν απέβαλε ούτε την ψυχή ούτε το σώμα. Με την Ανάληψή Του στους ουρανούς παρέλαβε το σώμα και την ψυχή, την λογική και νοερά, την θελητική και ενεργητική. Έτσι, κάθεται στα δεξιά του Θεού με ολόκληρη την ανθρώπινη τεθεωμένη φύση. Με αυτόν τον τρόπο ενεργεί και θεϊκά, με την πρόνοια, την συντήρηση και την κυβέρνηση όλων, και ανθρώπινα, ενθυμούμενος την διατριβή του πάνω στην γη και γνωρίζοντας ότι προσκυνείται από ολόκληρη την λογική κτίση (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).

Το αναστημένο Σώμα του Χριστού ήταν απαθές και αθάνατο, κεκοσμημένο με την θεία δόξα, αλλά όμως ήταν σώμα "τήν προτέραν έχον περιγραφήν" (Μακάριος Χρυσοκέφαλος). Έτσι, καίτοι απέβαλε όλα τα αδιάβλητα πάθη, δεν απέβαλε όμως τα φυσικά ιδιώματα, "ήτοι το ποσόν, το ποιόν, το είναι εν είδει, το τριχή διαστατόν, και το περιγραπτόν εν τόπω και περιοριστικόν". Γιατί, αν απέβαλε αυτά, δεν θα ήταν πραγματικό σώμα, αλλά έκσταση και έξοδος από τους όρους της ανθρωπίνης φύσεως (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).

Όπως ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του δεν βγήκε έξω από τους όρους της ανθρωπίνης φύσεως, έτσι και μετά την Ανάστασή Του η θεωθείσα ανθρώπινη σάρκα δεν ετράπη της οικείας φύσεως, δηλαδή δεν απέβαλε τα φυσικά της ιδιώματα. Και αυτό συνέβη γιατί παρέμειναν και μετά "τήν ένωσιν αί τε φύσεις ασύμφυτοι και αι τούτων ιδιότητες αλώβητοι" (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Χριστός, ενώ βρίσκεται στους ουρανούς, αγιογραφείται από την Εκκλησία με περιγραπτό σώμα. Ο Χριστός στους ουρανούς δεν έχει ούτε σάρκα, όπως εμείς την γνωρίζουμε, ούτε είναι ασώματος και άϋλος, αλλά κάτι μεταξύ αυτών (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Πρόκειται για σώμα πνευματικό και αφθαρτοποιημένο, αλλά πάντως για σώμα. Ο Χριστός παραμένει στους αιώνες Θεάνθρωπος, αφού οι δύο φύσεις από τότε που ενώθηκαν παραμένουν αχώριστες και αδιαίρετες.

Ακόμη και η ψυχή του Χριστού γνωρίζει σαφώς ότι είναι ενωμένη καθ’ υπόσταση με τον Θεό Λόγο και επίσης προσκυνείται και αυτή μαζί με τον Θεό, ως ψυχή του Θεού, και όχι απλώς ως ψυχή (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).

Έτσι, λοιπόν, το Αναστημένο Σώμα του Χριστού, αποβάλλοντας όλα τα αδιάβλητα πάθη, το θνητό και παθητό, παρέμεινε σώμα, αλλά πνευματικό, ομόθεο, ήταν περιγραπτό, είχε όλα τα διακριτικά γνωρίσματα που είχε πρίν. Διήνυε τεράστιες αποστάσεις σε δευτερόλεπτα, εισερχόταν και εξερχόταν κεκλεισμένων των θυρών και εξήλθε "εσφραγισμένου του μνήματος", αλλά ήταν πραγματικό σώμα και όχι φάντασμα. Το ότι δεν Τον καταλάβαιναν πολλές φορές οι Μαθητές και τον θεωρούσαν φυσικό άνθρωπο, ήταν γιατί δεν ήθελε ο Χριστός να φανερωθή. Όταν ήθελε φανερωνόταν, και τότε οι Μαθητές ανεγνώριζαν ότι ήταν ο Κύριος.

ιθ'

Μέχρι τώρα είδαμε ότι η Ανάσταση του Χριστού προξένησε χαρά και ευφροσύνη στους ανθρώπους, επειδή δι’ αυτής νικήθηκε το κράτος του θανάτου, του διαβόλου και της αμαρτίας. Αλλά πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η Ανάσταση του Χριστού ωφέλησε και τους αγγέλους, όλα τα νοερά πνεύματα.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε ομιλία του, κατά το Πάσχα, αναφέρεται στον λόγο του αγγέλου προς αυτόν: "Σήμερον σωτηρία τω κόσμω, όσος τε ορατός και όσος αόρατος". Γίνεται εδώ λόγος για την σωτηρία των αγγέλων. Με ποιά έννοια πρέπει αυτό να θεωρηθή;

Ξέρουμε ότι, μετά την πτώση του Εωσφόρου, οι άγγελοι έγιναν δυσκίνητοι στο κακό, δηλαδή δεν μπορούσαν να σκεφθούν το κακό, αλλά δεν είχαν αποκτήσει και την ατρεψία. Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος λέγει ότι, με την Ανάσταση του Χριστού, οι άγγελοι απέβαλαν αυτήν την δυσκινησία και απέκτησαν την ατρεψία, οπότε τώρα δεν φοβούνται την αλλοίωση και την τροπή προς την χειρότερη μεταβολή και την απώλεια που προέρχεται από αυτήν την μεταβολή. Έτσι, και οι άγγελοι απέκτησαν την ατρεψία και την έχουν όχι από την φύση τους, αλλά από την Χάρη του Θεού.

Πέρα από αυτό, οι αγγελικές δυνάμεις με την Ανάσταση του Χριστού ευφράνθηκαν, αφ’ ενός μεν γιατί αναπληρώθηκε το εκπεσόν εωσφορικό τάγμα, οπότε εφαρμόστηκε ο λόγος "πληρωθήναι δει τον άνω κόσμον", αφ’ ετέρου δε γιατί σώθηκαν οι άνθρωποι. Γιατί άν, όπως είπε ο Χριστός, γίνεται μεγάλη χαρά στον ουρανό για κάθε άνθρωπο που μετανοεί, πολύ περισσότερο αυτό γίνεται για την σωτηρία ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους (Ζωναράς).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι είναι πεπεισμένος ότι την ημέρα της Αναστάσεως και οι αγγελικές δυνάμεις συνεορτάζουν και συμπανηγυρίζουν, επειδή είναι φιλόθεοι και φιλάνθρωποι. Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, έχοντας υπ’ όψη του αυτόν τον λόγο, λέγει ότι είναι πραγματικά άτοπο πράγμα να χαίρωνται οι άγγελοι για την δική μας σωτηρία και εμείς που σωθήκαμε να μη χαιρόμαστε και να μην εορτάζουμε μαζί με τους αγγέλους αυτήν την σωτήρια κοσμοσωτήρια εορτή.

κ'

Η ημέρα της Αναστάσεως λέγεται και Πάσχα. Αυτή η λέξη επαναλαμβάνεται σε πολλά τροπάρια της Εκκλησίας και προξενεί πνευματική χαρά στους Χριστιανούς.

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, η λέξη Πάσχα προέρχεται από την εβραϊκή λέξη Φάσκα, αφού εξελληνίστηκε το Φ σε Π και το Κ σε Χ. Η λέξη Πάσχα στην εβραϊκή γλώσσα δηλώνει την διάβαση, και είναι γνωστή η εορτή του Πάσχα, κατά την οποία οι Εβραίοι εόρταζαν την θαυματουργική διάβαση δια της Ερυθράς θαλάσσης. Βέβαια, υπάρχουν και μερικοί, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, που νομίζουν ότι η λέξη Πάσχα προέρχεται από το πάσχειν, δηλαδή από το Πάθος του Χριστού για μάς, αλλά όμως η καλύτερη ερμηνεία είναι η πρώτη.

Όπως ο Ισραηλιτικός λαός εόρταζε την διάβαση δια της Ερυθράς θαλάσσης και την απόκτηση της ελευθερίας, έτσι και ο νέος Ισραήλ της Χάριτος εορτάζει την νέα διάβαση από τον θάνατο στην ζωή. Αυτή την ερμηνεία δίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε ομιλία του την ημέρα του Πάσχα. Ο δε άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λαμβάνοντας σχεδόν αυτούσια κείμενα από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, γράφει: "Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα. Εκ γαρ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν Χριστός ο Θεός ημάς διεβίβασεν, επινίκιον άδοντας".

Πανηγυρίζοντας την ημέρα της εορτής του Πάσχα, ο Ιωσήφ ο Βρυένιος, μαθητής του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και διδάσκαλος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, αναλύει την θεολογική σημασία της εορτής. Πάσχα είναι η διάβαση από το σκότος στο φώς, εξέλευση από τον Άδη στην γή, ανάβαση από την γη στους ουρανούς, μετάβαση από τον θάνατο στην ζωή, ανάσταση των πεπτωκότων βροτών, ανάκληση των εξορίστων της Εδέμ, ανάρρυση των αιχμαλώτων στην φθορά, η όντως ζωή των πιστών, τρυφή παντός του κόσμου, τιμή της θείας Τριάδος. Η προσηγορία του Πάσχα είναι ακόρεστη, αφού είναι πολλαπλάσια η Χάρη που δηλώνεται δι’ αυτού. Το Πάσχα είναι αναψυχή των ψυχών, χαρμονή των νόων, κουφισμός των σωμάτων, φωτισμός των οφθαλμών, γλυκασμός των λαρύγγων, θυμηδία, θερμότης, ειρήνη, χαρά.

Εάν η εορτή της Αναστάσεως του Χριστού είναι το ετήσιο Πάσχα, υπάρχει και το εβδομαδιαίο Πάσχα. Κάθε Κυριακή ο πιστός εορτάζει το Πάσχα. Και μάλιστα η θεία Λειτουργία και κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού δίνει την δυνατότητα στον άνθρωπο να μεθέξη του Πάσχα. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα πη χαρακτηριστικά: "Πάσχα γαρ ου νηστεία εστιν, αλλ’ η προσφορά και η θυσία, η καθ’ εκάστην γινομένη σύναξις". Γιατί, κάθε φορά που συνερχόμαστε σε ευχαριστιακή σύναξη, με τις αναγκαίες εκκλησιολογικές προϋποθέσεις, καθαιρούνται οι δυνάμεις του Σατανά (άγιος Ιγνάτιος Θεοφόρος) και αποκτούμε αίσθηση ότι νικήθηκε ο θάνατος.

Πάσχα δεν λέγεται μόνον η εορτή, ως μετάβαση από τον θάνατο στην ζωή, αλλά και Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός. Άλλωστε, δεν νοείται η σωτηρία του ανθρώπου έξω από τον Θεάνθρωπο, αφού Αυτός είναι η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Αυτός είναι η ανάσταση των ανθρώπων. Γι’ αυτό, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον Κανόνα της εορτής του Πάσχα αποδίδει στον Χριστό τον χαρακτηρισμό "Πάσχα". Γράφει: "Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ, ω Σοφία και Λόγε του Θεού και Δύναμις". Αυτός ο χαρακτηρισμός έχει σχέση με τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: "καί γαρ το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός" (Α' Κορ. ε', 7).

Επομένως, δια του Χριστού, που είναι το ζωντανό Πάσχα, μπορούμε να βιώσουμε και εμείς το Πάσχα, που είναι η μετάβαση από τον θάνατο στην ζωή.

κα'

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διαιρεί το Πάσχα σε τρία, ήτοι το Πάσχα το νομικό, το Πάσχα της θείας Χάριτος και το Πάσχα του μέλλοντος αιώνος.

Το νομικό Πάσχα, κατά το οποίο οι Εβραίοι εόρταζαν την θαυματουργική τους διάβαση δια της Ερυθράς θαλάσσης, ήταν μια ενθύμηση της πικράς δουλείας της Αιγύπτου και της ελευθερίας τους με την βοήθεια του Θεού. Ήταν Πάσχα "χαριστήριον και ικέσιον". Στην πραγματικότητα, το Πάσχα αυτό ήταν προτύπωση του δικού μας Πάσχα.

Το Πάσχα της θείας Χάριτος είναι η Ανάσταση του Χριστού, δια της οποίας γίνεται διάβαση "εκ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν". Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πή: "ώ Πάσχα το μέγα και ιερόν και παντός του κόσμου καθάρσιον". Χωρίς την μέθεξη του Χριστού και την κοινωνία μαζί Του υπάρχει νέκρωση και δουλεία. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, "ο μη ορών και ακούων και αισθανόμενος πνευματικώς νεκρός εστιν". Επομένως, το Πάσχα είναι έλευση του Χριστού μέσα στην καρδιά. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πη πολύ χαρακτηριστικά: "Πάσχα η επί τον ανθρώπινον νουν έλευσις του Λόγου". Πραγματικά, ο άνθρωπος όταν λαμβάνη τον Χριστό, ζη πνευματικά και ο Χριστός γίνεται η ζωή του, η ψυχή της ψυχής του. "Ψυχή τις δευτέρα τοις ανθρώποις η ανάστασις" (όσιος Νείλος).

Το Πάσχα του μέλλοντος αιώνος είναι "τελεώτερον και καθαρώτερον". Ο Χριστός, όταν τελούσε το Πάσχα λίγο πριν από το Πάθος Του, και μάλιστα όταν τέλεσε τον Μυστικό Δείπνο, είπε: "ου μη πίω απ’ άρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν αυτό πίνω μεθ’ υμών καινόν εν τη βασιλεία του πατρός μου" (Ματθ. κστ', 29). Σαφώς εδώ γίνεται λόγος για το Πάσχα της Βασιλείας των Ουρανών. Ακόμη και το Πάσχα της παρούσης ζωής είναι τυπικό, σχετικά με το Πάσχα του μέλλοντος αιώνος. Τότε οι άγιοι θα έχουν μεγαλύτερη κοινωνία με τον Χριστό, αφού ο Λόγος θα αποκαλύψη και θα διδάξη "ά νυν μετρίως παρέδειξε" (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος).

Οι Χριστιανοί αγωνίζονται για να περάσουν από το τυπικό Πάσχα, στο Πάσχα της θείας Χάριτος, και από εκεί στο αιώνιο Πάσχα. Μια τέτοια εορτή έχει σημασία και νόημα. Κάθε άλλος εορτασμός δεν αποβλέπει σε βαθύτερους σκοπούς, δεν ικανοποιεί το πεινασμένο και διψασμένο πνεύμα του ανθρώπου.

Κατά την διάρκεια της εορτής του Πάσχα των Εβραίων σφραγιζόταν αμνός άμωμος, τέλειος και νέος. Αυτό ήταν προτύπωση του Χριστιανικού αμνού, που είναι αυτός ο Ίδιος ο Χριστός, άμωμος, νέος και τέλειος. Αυτός θυσιάστηκε και προσφέρεται στους Χριστιανούς για να ενωθούν μαζί Του.

κβ'

Η Ανάσταση του Χριστού δεν πρέπει να εορτάζεται ως ένα ιστορικό ή κοινωνικό γεγονός, αλλά ως υπαρξιακό, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να γίνη μέθεξη της Χάριτος της Αναστάσεως. Η νηστεία που προηγείται της εορτής όλη την περίοδο της Τεσσαρακοστής, ο ασκητικός αγώνας, αποβλέπει στην αρτιοτέρα συμμετοχή στο μυστήριο της Αναστάσεως.

Για να επιτευχθή όμως αυτό απαιτείται, όπως όλοι οι Πατέρες διδάσκουν, κάθαρση τόσο των σωματικών αισθήσεων όσο και των ψυχικών. Ο άνθρωπος έχει σώμα και ψυχή, και γι’ αυτό έχει σωματικές και ψυχικές αισθήσεις. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ψάλλει: "καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της αναστάσεως, Χριστόν εξαστράπτοντα και χαίρετε φάσκοντα τρανώς ακουσόμεθα, επινίκιον άδοντες". Άρα, λοιπόν, η κάθαρση είναι αναγκαία προϋπόθεση για την θεωρία και την κοινωνία με τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πή: "Δια τούτο καθαρτέον πρώτον εαυτόν, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον".

Σκοπός της πνευματικής ζωής είναι να ενωθή κανείς με τον Αναστάντα Χριστό, να Τον δη μέσα στην καρδιά του. Ο Χριστός ανασταίνεται μέσα στην καρδιά, νεκρώνοντας τους εμπαθείς λογισμούς που παρευρίσκονται εκεί υπό την επήρεια των δαιμόνων και υπερβαίνοντας τους εμπαθείς τύπους και τις προλήψεις της αμαρτίας, όπως τότε υπερέβη τις σφραγίδες του τάφου (άγ. Μάξιμος Ομολογητής). Επομένως, δεν πρόκειται για ένα εξωτερικό τυπικό εορτασμό, αλλά για εσωτερικό και υπαρξιακό. Με αυτό το πρίσμα ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συνιστά να μην εορτάζουμε πανηγυρικώς και κοσμικώς, αλλά θεϊκώς και υπερκοσμίως.

Η μέθεξη του μυστηρίου της Αναστάσεως είναι βίωση της θεώσεως. Αυτός που μυήθηκε στην απόρρητη δύναμη της Αναστάσεως, γνώρισε εκ πείρας για ποιό σκοπό ο Χριστός δημιούργησε τον κόσμο (άγ. Μάξιμος Ομολογητής). Πραγματικά, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να φθάση στην θέωση, και ο κόσμος να μετέχη του αγιασμού δια του ανθρώπου. Οπότε, εκείνος που μυείται σε αυτήν την απόρρητη δύναμη του μυστηρίου της Αναστάσεως, φθάνει στην θέωση και εκπληρώνει τον σκοπό της υπάρξεώς του. Έτσι αποκτά μεγαλύτερη γνώση.

Ο Απόστολος Παύλος συνιστά αυτήν την βίωση της ζωής, γι’ αυτό γράφει ότι συνταφήκαμε δια του αγίου Βαπτίσματος με τον Χριστό στον θάνατο, "ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν" (Ρωμ. στ', 4). Είναι απαραίτητη αυτή η αναγέννηση, γιατί διαφορετικά ο άνθρωπος πρόκειται να πεθάνη πνευματικά, κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: "ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν, ει δε Πνεύματι τας πράξεις του σώματος θανατούτε, ζήσεσθε. όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισιν υιοί Θεού" (Ρωμ. η', 13).

Η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία. Πρόκειται για θέωση και ανάσταση της ανθρωπίνης φύσεως και για ελπίδα θεώσεως και αναστάσεως της δικής μας υποστάσεως. Αφού βρέθηκε το φάρμακο, υπάρχει ελπίδα ζωής. Δια της Αναστάσεως του Χριστού αποκτά άλλο νόημα και η ζωή και ο θάνατος. Δεν θεωρούμε ως ζωή το σύνολο των ιστορικών γεγονότων, αλλά την κοινωνία με τον Θεό. Και δεν θεωρούμε θάνατο το τέλος της παρούσης ζωής, αλλά την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Χριστό, ενώ ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα δεν είναι θάνατος, αλλά προσωρινός ύπνος. Ο Απόστολος Παύλος, ακριβώς επειδή αισθάνεται ενωμένος με τον Αναστάντα Χριστό, μπορεί να ομολογή: "Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών" (Ρωμ. η', 38-39).

Στον Κατηχητικό λόγο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος είναι ένας θριαμβευτικός παιάνας της νίκης, λέγεται ότι με την Ανάσταση του Χριστού ξεπεράστηκαν όλα τα ανθρώπινα προβλήματα.

Κανείς δεν πρέπει να θρηνή για την φτώχεια και γενικά για την στέρηση των αναγκαίων υλικών αγαθών, γιατί "εφάνη η κοινή Βασιλεία".

Κανείς δεν πρέπει να οδύρεται για τα αμαρτήματα που διέπραξε, γιατί "συγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε".

Κανείς δεν πρέπει να φοβάται τον θάνατο, γιατί "ηλευθέρωσε ημάς ο του Σωτήρος θάνατος".

Αυτό το "μηδείς" (κανείς) είναι το απόλυτο, που δημιουργεί η Ανάσταση του Χριστού. Όσο κλεινόμαστε στο σχετικό και δεν εισερχόμαστε μέσα στην απολυτότητα του "μηδείς", τόσο και θρηνούμε, οδυρόμαστε και φοβόμαστε.

Οκτώβριος 1994 


(Από το βιβλίο: «Οι Δεσποτικές Εορτές»)