Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Ο Τριαδικός Θεός

Ο   Τ Ρ Ι Α Δ Ι Κ Ο Σ   Θ Ε Ο Σ
Ὁμιλία τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Δημητρίου Κεσκίνη
ποὺ ἐκφωνήθηκε στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως,
τὴν Κυριακὴ 19 Ὀκτωβρίου 2008
στὰ πλαίσια τῶν ἑσπερινῶν ἐποικοδομητικῶν ὁμιλιῶν.

Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοὶ πατέρες,
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

Ὁ ἅγιος Εὐάγριος ὁ Ποντικὸς λέει πώς «ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ συλληφθεῖ μὲ τὸ νοῦ. Ἂν μποροῦσε νὰ συλληφθεῖ δὲν θὰ ἦταν Θεός». Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος γράφει, «σὰν ἕνα φίλο ποὺ μιλάει μὲ τὸ φίλο του, μιλάει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ Θεό, καὶ πλησιάζοντας μ’ ἐμπιστοσύνη στέκεται μπροστὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἑνός, ποὺ κατοικεῖ ἀπρόσιτος μές στὸ φῶς».

Τὸ πρῶτο ἐρώτημα μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται ἀντιμέτωπος στὴν πνευματική του ἀναζήτηση εἶναι αὐτὸ ποὺ ρωτᾶ, τί ἢ ποιός εἶναι ὁ Θεός; Ὅσο προχωρᾶ στὴν ἀναζήτηση, βαθμιαῖα ἀποκτᾶ συνείδηση δύο διαφορετικῶν γεγονότων. Ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πολὺ μακρυά μας ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ ἐξαιρετικὰ κοντά μας. Ὁτι ὁ Θεὸς εἶναι ἁπρόσιτος καὶ ἀκατάληπτος, ἀλλὰ καὶ οἰκεῖος καὶ πολὺ γνωστός. Ἀσύλληπτος ἀπὸ τὸν νοῦ, ὅπως λέει ὁ Εὐάγριος, ἀλλὰ καὶ φίλος στοργικός, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεών. Τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι πὼς αὐτοὶ οἱ δύο πόλοι, τῆς ἑτερότητας καὶ τῆς ἐγγύτητας, παραδόξως δὲν ἀλληλοκαταργοῦνται, ἀντίθετα μάλιστα ὅσο προσεγγίζουμε τὸν ἕνα πόλο, τόσο πιὸ ζωντανὰ ἀποκτοῦμε ἀντίληψη καὶ τοῦ ἄλλου ταυτόχρονα.

Γιὰ νὰ δείξει τοὺς δύο πόλους ποὺ ἔχει ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ μᾶς - ἄγνωστος κι ὅμως καλὰ γνωστός, κρυμένος κι ὅμως ἀποκαλυμένος – ἡ ὀρθόδοξη παράδοση κάνει μία διάκριση ἀνάμεσα στὴν οὐσία, τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρά, καὶ στὶς ἐνέργειές του ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ὁ Θεὸς «εἶναι ἔξω ἀπ’ ὅλα τὰ πράγματα σύμφωνα μὲ τὴν οὐσία του» γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «ἀλλὰ εἶναι μέσα σ’ ὅλα τὰ πράγματα μὲ τὶς πράξεις τῆς δύναμής του». «Κανεὶς δὲν ἔχει δεῖ ποτὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πιστεύουμε στὴν οὐσία γιατὶ παίρνουμε ἐμπειρία τῆς ἐνέργειας», βεβαιώνει ὁ Μ. Βασίλειος. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κι αὐτὲς ἄκτιστες. Ἡ οὐσία σημαίνει τὸν ὅλο Θεό, ὅπως εἶναι στὸν ἑαυτό του. Οἱ ἐνέργειες σημαίνουν τὸν ὅλο Θεό, ὅπως εἶναι σὲ δράση. Αὐτὸ σημαίνει πὼς τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ ὅλος Θεὸς εἶναι ἀπρόσιτος στὴν οὐσία ἀλλὰ καὶ προσιτὸς μέσα ἀπὸ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές του, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μυστικὰ μαζύ του, δηλαδὴ νὰ θεωθοῦμε.

Τὸ θέμα τῆς σημερινῆς ὁμιλίας μας εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός ὡς Τριάδα. Μία Τριάδα ἀπρόσιτη στὴν οὐσία της, προσιτὴ ὅμως καὶ μεθεκτὴ στὶς ἐνέργειές της. Εἶναι μία διδασκαλία ποὺ  ἐμπίπτει στὴ δογματικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στὸ θεμέλιό της, τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ἐπιτρέψτε μου ἐδῶ στὴν ἀρχὴ τῆς διαπραγμάτευσης νὰ κάνω μία διευκρίνηση. Ὁ ὅρος δόγμα στὴν ἐποχή μας εἶναι πολὺ παρεξηγημένος καὶ μάλιστα φορτωμένος μὲ ἀρνητικὸ περιεχόμενο. Τὸ δόγμα θεωρεῖται μία ἀπόμακρη καὶ ἀπόλυτη θέση ἢ ἄποψη, ποὺ ἀποκλύει τὴν συζήτηση. Ἐπακόλουθα ἡ τυφλὴ ἐμμονὴ στὶς ἀπόλυτες αὐτὲς ἀπόψεις χαρακτηρίζεται δογματισμός. Καὶ ὅταν θέλουμε νὰ κατηγορήσουμε κάποιον γιὰ ἀδιαλλαξία καὶ φανατισμό, λέμε ὅτι εἶναι δογματικός. Θεωροῦμε πολὺ χρήσιμο, προκειμένου νὰ κατανοήσουμε τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, νὰ ξεκαθαρίσουμε τὴν ἔννοια τοῦ ὅρου στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ ὅρος προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα δοκῶ (φρονῶ, νομίζω), καὶ δόγμα κατ’ ἀρχὴν σημαίνει «αὐτὸ ποὺ φαίνεται σὲ κάποιον καλό καὶ σωστό».  Ἀπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ τῆς προσωπικῆς γνώμης, ὁ ὅρος στὴ φιλοσοφία χρησιμοποιήθηκε  γιὰ νὰ περιγράψει μία φιλοσοφικὴ θέση, στὴ δὲ δημόσια ζωὴ καὶ στὴν πολιτεία γιὰ νὰ δηλώσει ἀποφάσεις καὶ νόμους, (π.χ. «ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι»). Ἔτσι μποροῦμε νὰ καταλάβουμε πὼς ἔφτασε νὰ ἔχει ἕναν νομικὸ καὶ ὑποχρεωτικὸ χαρακτήρα καὶ να προσλαμβάνει αὐτὴ τὴν ἀρνητικὴ ἔννοια τοῦ ἀπόλυτου. 
Ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τὴν λέξη γιὰ νὰ ὁρίσει τὶς αὐθεντικὲς καὶ τελικὲς περὶ πίστεως ἀποφάσεις ποὺ διετύπωσαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες της στὶς Συνόδους, δοκιμάστηκαν στὴ συνείδηση τῶν πιστῶν, καὶ ποὺ συνδέονται μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χαρακτηριστικὸ τὸ χωρίο ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων: «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν». Κατὰ τὸν καθηγητὴ Δογματικῆς Θεολογίας καὶ Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, «δόγμα εναι ,τι πιστεύει κκλησιαστικ κοινότητα ς σωστικ (=παρκτική) λήθεια γιὰ κάθε νθρωπο κα ξιώνει π τ μέλη της νὰ τ δεχθον βιωματικ ς αθεντικό». Ἐνῶ τὸ κήρυγμα εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ ἀπευθύνεται δημόσια πρὸς κάθε ἄνθρωπο προκειμένου νὰ γίνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν κανεὶς γίνει συνειδητὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματος καλεῖται νὰ τὴν ὁμολογήσει καὶ νὰ τὴν βιώσει, νὰ τὴν ἐφαρμώσει ὡς δόγμα. λήθεια δὲν γίνεται δόγμα ν δὲν βιωθε κα βεβαιωθε μέσα π τν κκλησία. Στὸ τέλος βέβαια καὶ τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καλούμαστε νὰ τὰ ἀποδεχθοῦμε ὡς ἀπόλυτες ἀλήθειες. Ἡ διαφορὰ  μὲ τὰ κάθε εἴδους ἀνθρώπινα «δόγματα» εἶναι ὅτι ἐκεῖνα εἶναι ἀποφάσεις καὶ ἀπόψεις ἑνὸς ἀνθρώπου ἢ ἔστω ἑνὸς συνόλου ἀνθρώπων ποὺ σὲ καμμία περίπτωση δὲν ἔχουν διασφαλισμένο τὸ ἀλάθητο, ἐνῶ τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνολικὲς ἀποφάσεις ὡς ἀποτέλεσμα μίας διαδικασίας ποὺ προηγεῖται τῆς ὁριστικῆς διατυπώσεως, ἡ ὁποία διασφαλίζει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἔμπνευση. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦμε δι’ ὁλίγων στὴ διαδικασία αὐτή.  
Κατ’ ἀρχὴν νὰ ποῦμε πὼς τὰ δόγματα δὲν εἶναι θεωρητικὲς καὶ φιλοσοφικὲς διατυπώσεις τῶν Πατέρων ποὺ συγκεντρώθηκαν μὲ σκοπὸ νὰ προσδιορίσουν τὴν ὕπαρξη καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως εἴπαμε στὴν ἀρχή, ξέρει καὶ διδάσκει πὼς ὁ Θεὸς στὴν οὐσία του εἶναι ἀπρόσιτος καὶ ἀκατάληπτος, ὁπότε δὲν ἔχει κανένα νόημα ὁποιαδήποτε προσπάθεια προσδιορισμοῦ αὐτῆς τῆς οὐσίας. Τότε ὅμως γιατὶ ἔφτασε νὰ ἀναζητήσει τὴν ἀλήθεια καὶ να διατυπώσει δόγματα ποὺ περιγράφουν καὶ προσδιορίζουν τὴν Θεότητα;
Ἐὰν δοῦμε τὴν ἱστορία τῶν δογμάτων, θὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ δόγματά της πάντοτε ἀπαντᾶ σὲ προκλήσεις αἱρετικῶν οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν διδασκαλία τους προσβάλλουν τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια καὶ τὸ βίωμα τοῦ πληρώματός της. Στὴν οὐσία δηλαδὴ οἱ δογματικὲς διατυπώσεις εἶναι μία προσπάθεια ἄμυνας τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῶν αἱρετικῶν γιὰ νὰ περιφρουρήσει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν δυνατότητα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, κάτι ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸν σκοπὸ τῆς πρώτης δημιουργίας του ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναδημιουργίας του μὲ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Ἰησοῦ. Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει καὶ πάλι ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης: «Ἡ Δογματικὴ ἀναφέρεται πάντοτε  σὲ ζωτικὰ θέματα σωτηριολογικῆς σημασίας. Ἡ Ἐκκλησία δογματίζει πάντοτε γιὰ νὰ σώσει, ὄχι γιὰ νὰ ἐμπλουτίσει τὴ γνώση μας περὶ Θεοῦ, κόσμου κλπ. Κάθε δόγμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάθε συνοδικὴ δογματικὴ ἀπόφαση ἀφορᾶ πάντοτε σὲ κάποιο σωτηριολογικὸ πρόβλημα. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ὅλη σχέση μας μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὸν κόσμο ἀλλάζει κατὰ τρόπο ἐπικίνδυνο ἂν δὲν γίνει δεκτὸ ἕνα ὁρισμένο δόγμα, ἢ ἀντίθετα, διαμορφώνεται κατὰ τρόπο σωτήριο γιὰ ἑμᾶς καὶ τὸν κόσμο, ἂν τὸ δόγμα αὐτὸ γίνει δεκτό. Συνεπῶς στὴ Δογματικὴ πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε πάντοτε τὴ σωτηριολογικὴ σημασία τῶν δογμάτων καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ τὰ παραθέτουμε ξηρά, σὰν «φόρμουλες» λογικές. Αὐτὸ σημαίνει ὑπαρξιακὴ κατανόηση τοῦ δόγματος, ἢ ἐμπειρικὴ θεολογία στὴ σωστή της ἔννοια».
Τὰ δόγματα ἑπομένως δὲν εἶναι φιλοσοφικὲς ἀπόψεις μορφωμένων ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀπαντήσεις σὲ συγκεκριμένες προκλήσεις γιὰ τὴν σωτηρία μας. Οἱ δὲ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων δὲν ἀποκτοῦν αὐτόματα οἰκουμενικὸ κύρος καὶ ἀδιαμφισβήτητη ἀξία. Ὅ,τι ἀποφασίσουν οἱ Πατέρες τῶν Συνόδων τίθεται στὴν κρίση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅλων τῶν πιστῶν μελῶν της, καὶ δοκιμάζεται στὴ ζωὴ καὶ τὸ βίωμα αὐτῶν, καὶ μόνο ὅ,τι γίνει μ’ αὐτὴ τὴ διαδικασία ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας κατοχυρώνεται ὡς ἡ ἀλάθητη ἀλήθεια τῆς πίστεως, ἢ μᾶλλον μέρος αὐτῆς, καθὼς ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι προσπελάσιμη στὶς περιορισμένες δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ διαδικασία αὐτὴ εἶναι ἄκρως δημοκρατική, ἀξιοποιεῖ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ τὴν γνώση, ἀλλὰ δὲν βασίζεται μόνο σ’ αὐτά, παρὰ ἀναζητᾶ καὶ τὴν βιωματικὴ ἐπιβεβαίωση, πεδίο στὸ ὁποῖο ἐνεργεῖ καὶ φωτίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὴ εἶναι ἡ διαδικασία τῆς ἐπιφοιτήσεως, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποία ὅσοι δὲν γνωρίζουν εὔκολα τὴν παρεξηγοῦν καὶ δυστυχῶς κάποιοι φτάνουν καὶ νὰ τὴν εἰρωνευθοῦν. Δὲν εἶναι ἡ ἐπιφοίτηση οὔτε αὐτόματη, οὔτε μαγική. Ἀλλὰ εἶναι ἡ συνεργασία ὁλόκληρης τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, τοῦ καθενός μας καὶ ὅλων μαζύ, μὲ τὴν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἔχει τελικὰ ὡς ἀποτέλεσμα τὴν φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν δὲν ὑπάρξει αὐτὴ ἡ συνεργασία τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι λανθασμένο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλες οἱ ἀποφάσεις κρίνονται ὁριστικὰ μέσα στὸ χρόνο, κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ κοινὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας τὶς δοκιμάζει. Ἀπόδειξη ἡ πληθώρα συνόδων ποὺ διεκδίκησαν οἰκουμενικὸ κῦρος, δὲν ἀναγνωρίστηκαν ὅμως ποτὲ ὡς τέτοιες.    

Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀπαραίτητη θεωρῶ διευκρίνηση, μποροῦμε νὰ ἐπανέλθουμε  καὶ νὰ παρακολουθήσουμε εὐκολώτερα τὸ κυρίως θέμα μας.

Τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος μᾶς λέει πὼς πιστεύουμε σὲ ἕνα Θεὸ μὲ τρεῖς Ὑποστάσεις ἢ Πρόσωπα, τὸν Πατέρα τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὰ τὰ Πρόσωπα τὸ καθένα εἶναι τέλειος Θεός, καθὼς ἔχουν μία κοινὴ οὐσία καὶ διαφέρουν μεταξύ τους μόνο κατὰ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεως (ἀγέννητος ὁ Πατήρ, γεννητὸς ὁ Υἱὸς, ἐκπορευτὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα). Ὁ  συνδιασμὸς τῆς μίας οὐσίας καὶ τῶν τριῶν Προσώπων ἢ ὑποστάσεων εἶναι παράδοξος καὶ ἀκατάληπτος. Ὅπως ἄγνωστος καὶ ἀκατάληπτος εἶναι ὁ τρόπος τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως καθὼς ὑπερβαίνουν τὶς ἀντιληπτικὲς ἰκανότητές μας. Δὲν μπορεἶ ὅμως νὰ εἶναι διαφορετικά, γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκάλυψε.

Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε καὶ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὸ Τριαδικὸ δόγμα, ἂς δοῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὶς συνθῆκες διαμόρφωσής του. Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία ἀναγκάστηκε νὰ ξεκαθαρίσει καὶ νὰ διατυπώσει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια.

Ἡ Ἁγία Γραφή, τόσο στὴν Παλαιὰ ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, σαφῶς διδάσκει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας καὶ ὁ μόνος ἀληθινός Θεός. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὅμως καὶ πάλι μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, σαφῶς ἀναφέρονται καὶ ξεχωρίζουν τρία Πρόσωπα αὐτῆς τῆς μίας θεότητος, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτεται στὸ εὐαγγέλιο. Πράγματι εἶναι μία ἀλήθεια ποὺ σκανδαλίζει τὴν ἀνθρώπινη λογική. Πὼς γίνεται νὰ εἶναι ἕνας ὁ Θεὸς καὶ πάλι νὰ παρουσιάζονται τρία Πρόσωπα ὡς Θεὸς τὸ καθένα ἀπ’ αὐτά; Ὁπωσδήποτε εἶναι τὸ θεμελιώδες ζητήματα τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῆς νέας ἀποκαλύψεως μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Στοὺς πρώτους αἰῶνες τῶν διωγμῶν τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τόνιζε τὴν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ γιὰ νὰ στηρίξει τοὺς μάρτυρες καὶ νὰ προβάλει τὴν νέα πίστη. Βάσει αὐτοῦ τοῦ κηρύγματος, πολλοί, κυρίως Ἰουδαῖοι, κατηγόρησαν τὴν Ἐκκλησία ὅτι εἰσάγει πολυθεΐα, ἀφοῦ πέραν τοῦ Πατέρα παρουσιάζεται ὡς δεύτερος Θεὸς καὶ ὁ Χριστός. 

Ἀμέσως μετὰ τοὺς διωγμούς, ὁ Ἄρειος στὴν προσπάθειά του νὰ ἀποκρούσει τὴν κατηγορία γιὰ πολυθεΐα καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν μονοθεΐα, ἀπομόνωσε καὶ ἀξιοποίησε τὰ χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει μία κατ’ ἀρχὴν λογικοφανὴ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα σκέψη, ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας καὶ προαιώνιος, ὁ δὲ Χριστὸς γεννήθηκε καὶ ἔζησε πάνω στὴ γὴ ὡς ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Θεός. Θεώρησε τὸν Χριστὸ ἕνα τέλειο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸ ἔστειλε στὴ γῆ μὲ σκοπὸ τὴ σωτηρία μας. Ὅσο κι ἂν μᾶς φαίνεται παράξενο γιὰ ὅσους δὲν γνωρίζουν καὶ δὲν μελετοῦν τὸ εὐαγγέλιο, αὐτὴ ἡ ἄποψη ἀκούγεται πολὺ εὔλογη. Δὲν εἶναι εὔκολο στὴν ἀνθρώπινη λογικὴ νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν σκέψη ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος σὰν ἑμᾶς ἢ ὅτι ὁ Χριστὸς ποὺ ἦταν ἄνθρωπος σὰν κι ἐμᾶς ἦταν τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ Θεός. Γι’ αὐτὸ καὶ μέχρι σήμερα ἐπιβιώνει ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ μὲ κύριους ἐκπροσώπους τοὺς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά ποὺ θεωροῦν τὸν Χριστὸ ὡς ἕνα τέλειο κτίσμα πάντως ὄχι Θεό. Αὐτὴ ἡ διδασκαλία ποὺ ἐξυπηρετοῦσε μὲν τὴν μονοθεΐα, ἀλλοίωνε ὅμως τὴν ἀποκάλυψη, ἄρχισε νὰ ἐξαπλώνεται ἐπικίνδυνα, καὶ προκάλεσε τὴν ἄμεση ἀντίδραση τῶν ποιμένων Ἐπισκόπων.

Κλήθηκαν λοιπὸν οἱ σύγχρονοι ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀναζητήσουν τὴν ἀλήθεια, νὰ ἀναπτύξουν ἕνα σχετικὸ θεολογικὸ διάλογο μὲ τὸ Ἄρειο καὶ τοὺς ὁπαδούς του, ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους καὶ στὴ συνέχεια νὰ συγκεντρωθοῦν ὅλοι μαζὺ σὲ Σύνοδο γιὰ νὰ συζητήσουν τὸ ζήτημα τῆς θεότητος του Χριστοῦ.

Βέβαια, πως επαμε, οσία το Θεο εναι κατάληπτη κα δν χει νόημα καμμία συζήτηση περ ατς. πομένως τ πεδία τς συζήτησης τν Πατέρων κα τς ναζήτησης τς λήθειας εναι δύο. Τ πρτο εναι ποκάλυψη το διου το Θεο, τί δηλαδ διος χει φανερώσει γι τν παρξή του μέσα π τς Γραφές κα τὴν ατοπρόσωπη παρουσία του στ γῆ. Τ δεύτερο πεδίο χει μεση σχέση μ τ πρτο κα εναι ἡ σωτηριολογική διάσταση στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Μητροπολίτης Περγάμου, σωτηρία μας, καθὼς αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρώπησης. Ἡ ἀλήθεια δηλαδή, ποὺ θὰ ἐξελιχθεῖ σὲ δόγμα, πρέπει νὰ μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ νὰ μὴν ἀπειλεῖ τὴν δυνατότητα τῆς οὐσιαστικῆς ἑνώσεώς μας μὲ τὸν Θεό, τῆς θεώσεως.

Ἄς ἀναφερθοῦμε σύνομα στὰ δύο αὐτὰ πεδία κατοχύρωσης τοῦ δόγματος τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη τονίζει καὶ προβάλλει τὸν Θεό ὡς Ἕνα καὶ μόνο ἀληθινὸ Θεό, μὲ σκοπὸ νὰ προφυλάξει τοὺς Ἐβραίους ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς πολυθεΐας, στὸν ὁποῖο ἦταν ἐκτεθειμένοι, ὡς ἐκ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ περιβάλλοντός τους. Ἔτσι σαφῶς ἀναφέρεται στὸ Δευτερονόμιο: «Ὁ Κύριος, αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός, ἐκτὸς ἀπ΄ αὐτόν δὲν ὑπάρχει ἄλλος. Γνώρισε λοιπὸν καὶ βάλε στὴν καρδιά σου, ὅτι ὁ Κύριος, αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός, στὸν οὐρανὸ ἐπάνω, καὶ στὴ γῆ κάτω. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἐκτὸς ἀπ’ αὐτόν» (4:35-39). Καὶ στὸν Προφήτη Ἠσαΐα φέρεται ὁ Θεὸς νὰ διατρανώνει τὴν μοναδικότητά του (44:6-8, 43:10). Παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ Πατέρες ἐντόπισαν τὴν πρώτη ἀναφορὰ στὴν ἁγία Τριάδα στὸ χωρίο ἐκεῖνο ἀπὸ τὴν θεοπτία τοῦ Ἠσαΐα, ὅπως ὁ ἴδιος τὴν περιγράφει: «Τὸ ἔτος τοῦ θανάτου τοῦ βασιλιᾶ Οὐζζία, εἶδα τὸν Κύριο νὰ κάθεται πάνω σὲ θρόνο μεγαλόπρεπο καὶ ὑπερυψωμένο. Οἱ ἄκρες τοῦ μανδύα του γέμιζαν τὸ ναό. Μπροστά του στέκονταν σεραφίμ, ποὺ τὸ καθένα του εἶχε ἔξι φτεροῦγες: δύο γιὰ νὰ σκεπάζουν τὸ πρόσωπό τους, δύο γιὰ νὰ σκεπάζουν τὸ σῶμα τους καὶ τὶς ἄλλες δύο γιὰ νὰ πετάνε. Καὶ φώναζαν τὸ ἕνα στὸ ἄλλο: Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶναι ὁ Κύριος τοῦ σύμπαντος, ὅλη ἡ γῆ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴ δόξα του» (Ἠσ,6:1-3). Τὴν τριπλὴ ἐπανάληψη τοῦ ἅγιος ἅγιος ἅγιος τῶν Σεραφίμ, τὴν θεωροῦν ὡς ἀναφορὰ στὴν Ἁγία Τριάδα. Πέραν τούτου βέβαια, τὴν ἀναφορὰ στὰ τρία Πρόσωπα ἐντοπίζουν οἱ Πατέρες καὶ σὲ διάσπαρτους, σὲ ὅλη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πληθυντικοὺς μὲ πιὸ χαρακτηριστικὸ αὐτὸν τῆς Γενέσεως: «ἂς φτιάξουμε τὸν ἄνθρωπο σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τὴ δική μας καὶ τὴν ὁμοίωση» (Ἠσ,1:26), ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα βιβλία της.

Στὴν Καινὴ Διαθήκη, μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ δευτέρου Προσώπου καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ τρίτου ἔχουμε τὴν ξεκάθαρη ἀποκάλυψη τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Θεότητος. Γιὰ νὰ μὴ σᾶς κουράσω μὲ παραπομπές καὶ χωρία νομίζω πὼς ἀρκεῖ ἡ ἀναφορὰ μας στὰ δυνατὰ καὶ εὔγλωττα σωτήρια γεγονότα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπου ἀποστέλλεται τὸ Πνεῦμα, τῆς Βαπτίσεως, ὅπου ἔχουμε τὴν φανέρωση ὁλόκληρης τῆς ἁγίας Τριάδας μὲ τὸν Πατέρα μάλιστα νὰ μακαρίζει τὸν Υἱό του τὸν ἀγαπητὸ καὶ τὸ ἁγιο Πνεῦμα μὲ τὴν μορφὴ περιστεριοῦ νὰ κατεβαίνει καὶ νὰ ἀναπαύεται στὸν Υἱό. Τὸ ἴδιο καὶ στὴ μεταμόρφωση ὁ Πατέρας μαρτυρεῖ τὸν Υἱό του τὸν ἀγαπητὸ καὶ τὸ ἁγιο Πνεῦμα κατεβαίνει μὲ τὴν μορφὴ σύννεφου φωτός. Ἀλλὰ ἡ Τριάδα ἀποκαλύπτεται καὶ στὴν προτροπὴ του Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του νὰ βαπτίζουν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Ἡ ὕπαρξη ἑπομένως τῶν τριῶν Προσώπων δὲν εἶναι ἀνθρώπινη ἐφεύρεση, ἀλλὰ διδασκαλία καὶ ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ Γραφὴκαὶ μέσα σ’ αὐτὴν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μιλᾶ γιὰ ἕναν Θεὸ καὶ γιὰ τρία Πρόσωπα.

Τὸ ζήτημα τώρα εἶναι ἡ σχέση τοῦ δευτέρου καὶ τρίτου Προσώπου τῆς Τριάδος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Διαπιστώνουμε ὅτι ὑπάρχουν χωρία ποὺ ἀναφέρονται στὸν Χριστὸ ὡς ἄνθρωπο, τὰ ὁποῖα καὶ ἐπικαλεῖται ὁ Ἄρειος, τὰ ὁποῖα ὅμως ἀφοροῦν στὴν ἀνθρώπινη φύση του. Π.χ «ὁ πατήρ μου μείζων μού ἐστι» Ὑπάρχουν ἐπίσης χωρία ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἐντὸς τοῦ χρόνου ἀποστολὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν κόσμο στὰ πλαίσια τῆς θείας οἰκονομίας, τὸ σχέδιο τοῦ θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία. π.χ. «ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα». Ὑπάρχουν ὅμως καὶ χωρία τὰ ὁποῖα  φανερώνουν τὴν ἀΐδια, δηλαδὴ τὴν χωρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος σχέση τοῦ Πατέρα μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὰ ὁποῖα δηλώνουν τὴν ὁμοούσια μὲ τὸν Πατέρα θεότητά τους. Π.χ. γιὰ τὸν Υἱὸ «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος», «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν». Γιὰ τὸ ἄγιο Πνεῦμα «ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ Πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς έκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ». Τὸ «ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ Πατρός» ἀναφέρεται στὴν ἀποστολὴ τοῦ Πνεύματος στὸν κόσμο ποὺ ἔγινε μὲ τὴν κοινὴ βούληση καὶ τῶν τριῶν Προσώπων, ἐνῶ τὸ «ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς έκπορεύεται» ἀναφέρεται στὴν ἀΐδιο καὶ προαιώνια ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος ἀπὸ τὸν Πατέρα. Γιὰ νὰ ἀποδώσουν αὐτὴ τὴν ἀλήθεια οἱ Πατέρες μιλοῦν γιὰ τὴν ἀΐδια καὶ τὴν οἰκονομικὴ Τριάδα. (Ὅταν λέμε οἰκονομία στὴ θεολογία ἐννοοῦμε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου). Ἀΐδια εἶναι ἡ πρὸ τῶν αἰῶνων ταυτόχρονη ὕπαρξη τῶν τριῶν Προσώπων καὶ οἰκονομικὴ εἶναι ἡ μέσα στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων φανέρωσή τους μὲ σκοπὸ τὴ σωτηρία, τοῦ Πατέρα μὲ τὸν ρόλο του στὴν Παλαιά Διαθήκη, τοῦ Υἱοῦ μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του καὶ τοῦ ἀγίου Πνεύματος μὲ τὴν ἀποστολή καὶ τὸν ρόλο του στὴν Ἐκκλησία μετὰ τὴν Πεντηκοστή. Ὁ Ἄρειος ἐντόπισε μόνο τὴν μία πλευρὰ τοῦ νομίσματος δηλαδὴ τὴν οἰκονομικὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ ὁδηγήθηκε στὴν πλάνη του. Μέχρι ἐδῶ λοιπόν ξεκαθαρίσαμε τὸ πρῶτο πεδίο τοῦ τί ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς φανέρωσε ὡς ἀλήθεια.


Ἂς δοῦμε στὴ συνέχεια τὰ ἐπιχειρήματα στὸ δεύτερο πεδίο τῆς συζήτησης, σχετικὰ μὲ τὴν σωτηρία μας. Ἐὰν ὁ Χριστὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι Θεός ἀλλὰ κτίσματα, τότε ὁ Θεὸς παραμένει κάτι πολὺ ἀπόμακρο γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀδύνατη ἡ σωτηρία μας. Τί δηλαδή, ἐμεῖς διὰ τῆς Θείας Κοινωνίας ἑνωνόμαστε μὲ ἕνα κτίσμα;  Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἔλεγε πὼς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει Θεός. Προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν μπόλιασε στὴ θεότητα. Λύτρωση δὲν σημαίνει ἠθικὴ τελείωση ἀλλὰ ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Ὄχι μὲ τὴν οὐσία του, ὅπως εἴπαμε, ἀλλὰ μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές του. Ἕνα τέλειο κτίσμα τὸ πολὺ νὰ μᾶς ὁδηγοῦσε στὴν ἠθικὴ τελείωση, ὄχι ὅμως στὴν ἕνωση. Τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ εὐαγγελιζόταν τὴν πραγματικὴ ἐπαναπροσέγγιση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων καὶ τὴν ἀνανέωση τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν, τῆς δυνατότητας δηλαδὴ πραγματικῆς ἑνώσεώς μας μὲ τὸν Θεό, τὴν θέωσή μας. Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν Θεός, ἀλλὰ κτίσμα, ἔστω καὶ τέλειο, αὐτὴ ἡ δυνατότητα καταργεῖται. Καὶ ὁ Παράκλητος ποὺ συγκροτεῖ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ὁδηγεῖ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ πρὸς τὴν τελείωσή της, πὼς μπορεῖ νὰ εἶναι κτίσμα; Καὶ ἐὰν εἶναι κτίσμα, πῶς μπορεῖ νὰ σώσει; Ἑπομένως πέραν τῆς ἀγιογραφικῆς κατοχυρώσεως τῆς θεότητος καὶ τῶν τριῶν Προσώπων καὶ τῆς ὁμοουσιότητός τους, καὶ γενικότερα τοῦ δόγματος τῆς ἁγίας Τριάδος, ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἐξυπηρετεῖ καὶ περισώζει τὴν δυνατότητα τῆς σωτηρίας μας, τῆς πραγματικῆς ἐπαναλαμβάνω ἑνώσεώς μας μὲ τὸ Θεό.

Οἱ Πατέρες, στὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια ποὺ καταδίκασε τὸν Ἄρειο, καὶ στὴ δεύτερη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ζήτημα τῆς θεότητος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καταστάλαξαν στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπως τὸ ἐκφωνοῦμε ἀκόμη καὶ σήμερα καὶ τὸ ὁποῖο ἀναφέρει συνοπτικὰ τὴν διδασκαλία τῆς πίστεώς μας γιὰ τὸν Θεὸ ὡς Ἕνα καὶ ὡς Τριάδα. Τὸ Σύμβολο λέγεται Σύμβολο Νικαίας - Κωνστατινουπόλεως, διότι τὸ πρῶτο μέρος του ποὺ ἀναφέρεται στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ διατυπώθηκε στὴν Σύνοδο τῆς Νικαίας καὶ τὸ ὑπόλοιπο ποὺ ἀναφέρεται στὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴν Ἐκκλησία προστέθηκε στὴ δεύτερη Σύνοδο στὴν Κωνστανινούπολη.  

Ὅσο κι ἂν μᾶς εἶναι οἰκεῖο τὸ κείμενο, ἀφοῦ τὸ ξέρουμε ὅλοι ἀπ’ ἔξω, ἀξίζει νὰ σταθοῦμε σ’ αὐτὸ λίγο πιὸ ἀναλυτικὰ καθὼς εἶναι ἡ πιὸ ἔγκυρη καὶ συνοπτικὴ πηγὴ γιὰ τὴν ἀναφορά μας στὸ Δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, πατέρα παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων.

Στὸ πρῶτο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας σὲ ἕνα Θεό. Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ τονίζουν οἱ Πατέρες εἶναι ἡ ἁπλότητα τῆς θεότητος. Ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ποὺ στὸν ὄγδοο αἰῶνα συνοψίζει τὴν μέχρι τότε θεολογία «μία οὐσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ἐνέργεια, μία ἀρχή, μία ἐξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, ποὺ γνωρίζεται σὲ τρεῖς τέλειες ὑποστάσεις καὶ προσκυνεῖται σὲ μία προσκύνηση» (Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἐκδόσεις Πουρναρᾶ σ. 49). Αὐτὲς οἱ τρεῖς τέλειες ὑποστάσεις συνεχίζει, «εἶναι ἑνωμένες μὲ ἀσύγχυτο τρόπο καὶ συνάμα διαιροῦνται ἀδιάστατα, πράγμα ποὺ εἶναι παράδοξο. Πιστευούμε σὲ Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ στὸ ὄνομά τους ἔχουμε βαπτισθεῖ. Γιατὶ ἔτσι διέταξε ὁ Κύριος τοὺς ἀποστόλους νὰ βαπτίζουν λέγοντας “βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”» (ὅ.π.,σ.49).  Ἀφοῦ ξεκαθαρίσαμε ἐξ ἀρχῆς τὴν πίστη σὲ ἕνα μόνο Θεό, προχωροῦμε στὶς τρεῖς ὑποστάσεις καὶ ὁμολογοῦμε τὴν πίστη στὸν Πατέρα ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ αἰτία ὅλων, ὁ δημιουργὸς καὶ κυρίαρχος ὁλόκληρης τῆς κτίσεως.

Καὶ συνεχίζουμε,

Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰῶνων.
Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.
Τὸ δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν, κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.
Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου καὶ παθόντα καὶ ταφέντα, καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς γραφάς.
Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς. Οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος. 

Τὰ ἄρθρα αὐτὰ τοῦ Συμβόλου συνοψίζουν τὴν πίστη καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν Χριστό. Τὰ πρῶτα ἀναφέρονται στὴν θεότητά του καὶ τὴν σχέση του μὲ τὸν Πατέρα. Εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μονογενής, δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ ἄλλος Υἱός, καὶ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὸν πρὸ πάντων τῶν αἰῶνων. Ἡ γέννησή του δὲν εἶναι μία διαδικασία ποὺ συνέβη διαδοχικὰ μέσα στὰ πλαίσια τοῦ χρόνου , ὅπως τὸν ἀντιλαμβανόμαστε ἑμεῖς, δηλαδή, πρῶτα ὑπάρχει ὁ Πατέρας καὶ σὲ ἕναν ἑπόμενο χρόνο γεννᾶ τὸν υἱό, ἀλλὰ συντελέστηκε πρὶν ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ὑπάρχει ὁ Πατέρας ταυτόχρονα γεννᾶται καὶ ὁ Υἱὸς. Δὲν μεσολαβεῖ δηλαδὴ χρονικὸ διάστημα μεταξὺ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Πατέρα καὶ τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ. Καὶ συνεχίζει τὸ Σύμβολο γιὰ τὸν Χριστό: Εἶναι φῶς ὅσο φῶς εἶναι καὶ ὁ Πατέρας, εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς ἀπὸ Θεὸ ἀληθινό. Δὲν ποιήθηκε δὲν εἶναι κτίσμα δηλαδὴ ἀλλὰ γεννήθηκε μὲ τὴν διαδικασία ποὺ προαναφέραμε καὶ εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Δηλαδὴ ἂν καὶ δύο πρόσωπα, ἔχουν μία κοινὴ οὐσία. Ἑπομένως εἶναι καὶ ὁ Υἱὸς συνδημιουργὸς τῆς κτίσεως.

Καὶ ἐνῶ τὰ πρῶτα αὐτὰ ἄρθρα μιλοῦν γιὰ τὶς ἀΐδιες καὶ προαιώνιες σχέσεις πατέρα Υἱοῦ, τὰ ἑπόμενα ἄρθρα γιὰ τὸν Χριστὸ μᾶς λένε πὼς αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἶναι Θεὸς καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, αὐτὸς εἶναι ποὺ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ γεννήθηκε στὴ γῆ ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ἁγιο Πνεῦμα καὶ τὴν Παρθένο Μαρία. Αὐτὸς εἶναι ποὺ σταυρώθηκε γιὰ χάρη μας ἐπὶ ἡγεμονίας τοῦ Ποντίου Πιλάτου, καὶ ἔπαθε καὶ ἐτάφη καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε, ὅπως τὸ προεῖπαν οἱ Γραφές. Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὡς τέλειος Θεὸς μαζύ καὶ τέλειος ἄνθρωπος ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθισε στὰ δεξιά τοῦ Πατέρα του. Αὐτὸς θὰ ἔρθει καὶ πάλι κατὰ τὴν Δευτέρα παρουσία γιὰ νὰ κρίνει τοὺς ἀνθρώπους, ἡ δὲ βασιλεία του θὰ εἶναι αἰώνια, δὲν θὰ ἔχει τέλος.  

Καὶ συνεχίζει τὸ Σύμβολο γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα,
Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τὸ κύριον τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενο καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλήσαν διὰ τῶν προφητῶν.

Μὲ τὸ ἄρθρο αὐτὸ ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ εἶναι ἡγεμονικὸ καὶ χαρίζει τὴν ζωή. Ὅπως ὁ Υἱὸς γεννᾶται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἔτσι κι αὐτὸ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ ἰσχύει γιὰ τὴν ἐκπόρευση τὸ ἴδιο ποὺ ἰσχύει γιὰ τὴν γέννηση ὡς πρὸς τὸν χρόνο. Τὴν ἴδια στιγμὴ δηλαδὴ ποὺ ὑπάρχει ὁ Πατέρας, τὴν ἴδια στιγμὴ γεννᾶται ὁ Υἱὸς καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἐκπορεύεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα συμπροσκυνεῖται καὶ συνδοξάζεται μὲ τὸν Πατέρα καὶ Τὸν Υἱό, διατυπώσεις ποὺ δηλώνουν τὸ ὁμοούσιο τοῦ Πνεύματος μὲ τὰ ἄλλα δύο Πρόσωπα τῆς Τριάδος.Τρία πΠρόσωπα λοιπόν, ἀλλὰ μία κοινὴ οὐσία. Τὸ ἴδιο δὲ Πνεῦμα ὡς Θεός εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔστελνε τὰ σωτήρια μηνύματα στὸν κόσμο μέσῳ τῶν προφητῶν. 

Τῶρα μποροῦμε νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ πῶς οἱ Πατέρες καὶ ἡ Ἐκκλησία κατέληξαν σ’ αὐτὴ τὴν διδασκαλία καὶ γιατὶ νὰ εἶναι ἀληθινὴ αὐτὴ μόνο καὶ ὄχι κάποια ἀπὸ αὐτὲς ποὺ καταδικάστηκαν ὡς αἱρετικές, ὅπως τοῦ Ἀρείου.

Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Αὐτοὶ ποὺ τελικὰ καταδικάστηκαν ὡς αἱρετικοὶ ξεκινοῦν ἀπὸ προσωπικές τους λογικὲς σκέψεις καὶ ἀπόψεις ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὶς ἐπιβεβαιώσουν μέσα ἀπὸ τὴν Γραφή, ἐπιλέγοντας μόνο τὰ χωρία ποὺ τοὺς ἐξυπηρετοῦν. Ἀντίθετα ἡ Ἐκκλησία ἀναζητᾶ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός καὶ τὴν συμπεραίνουμε ἀβίαστα ἀπὸ ὅλη τὴν Γραφή. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι  ποὺ μᾶς ἐξασφαλίζει καὶ τὴν προοπτικὴ τῆς σωτηρίας.

Ἐὰν μὲ τὴν μέχρι στιγμῆς διαπραγμάτευση τοῦ θέματός μας ξεκαθαρίσαμε, ὅσο μπορέσαμε, τὶς συνθῆκες διαμόρφωσης τῆς θεμελιώδους αὐτῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ θεωρηθεῖ κατὰ τὸ δυνατόν ὁλοκληρομένη ἡ ἀναφορά μας, μένει νὰ ἀπαντηθεῖ ἕνα ἐναγώνιο ἐρώτημα. Ὑπάρχουν ἄραγε καὶ ποιές εἶναι οἱ συνέπειες τοῦ δόγματος τῆς ἁγίας Τριάδος στὴ ζωή μας; Ποιά εἶναι ἡ πρακτικὴ συνέπεια τῆς πίστης στὴν Ἁγία Τριάδα γιὰ τὴν καθημερινότητά μας.*

Τὸ γνώρισμα ποὺ χαρακτηρίζει τὶς σχέσεις τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως ὁμολογεῖται καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό μας, εἶναι ἡ μεταξύ τους ἀγάπη, τέτοια ποὺ καταφέρνει νὰ συντηρεῖ τὴν πραγματικὴ ἑνότητα τῆς οὐσίας καὶ ταυτόχρονα νὰ μὴν καταργεῖ τὰ Πρόσωπα. Οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε πλασμένοι κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικὸς μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ προαναφέραμε. Ἑπομένως μόνο στὸ φῶς τοῦ τριαδικοῦ δόγματος μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ποιοὶ εἴμαστε καὶ πῶς ὁ Θεὸς θέλει νὰ εἴμαστε. Τόσο οἱ προδιαγραφές μας, ὅσο καὶ ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς ζωῆς μας μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ γίνουμε μέρος αὐτῆς τῆς τριαδικῆς πραγματικότητας, συνεπαρμένοι μέσα στὸν κύκλο τῆς ἀγάπης ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸ Θεό. Καλούμαστε νὰ ἀναπαράγουμε στὴ γῆ τὸ μυστήριο τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης ποὺ ἡ Τριάδα βιώνει στὸν οὐρανό. Τέτοια ἀγάπη ποὺ νὰ συντελεῖ στὴν οὐσιαστικὴ ἑνότητα ὅλων, χωρὶς νὰ καταργεῖ τὸ πρόσωπο κανενός. Τέτοια ἀγάπη ποὺ νὰ συντελεῖ στὴν ἀνάδειξη τοῦ κάθε προσώπου, χωρὶς νὰ καταργεῖ τὴν ἑνότητά μας. Ἔτσι προσευχήθηκε ὁ Χριστὸς στὸν Πατέρα του τὴ νύχτα πρὶν ἀπὸ τὴ σταύρωσή του: «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν», προσεύχομαι, λέει ὁ Χριστός «ὥστε νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα, ὅπως ἐσὺ Πατέρα εἶσαι ἑνωμένος μ’ ἐμένα κι ἐγὼ μὲ σένα, ἔτσι κι αὐτοὶ νὰ εἶναι ἑνωμένοι μὲ μᾶς» (Ἰω. 17:21).

Ἕνας φωτισμένος ἐπίσκοπος καὶ θεολόγος τῆς σύγχρονης Ἐκκλησίας, καθηγητὴς στὴν Ὀξφόρδη, ὁ Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware, στὶς πρακτικὲς προεκτάσεις τοῦ δόγματος, συσχετίζει τὴν προσευχή μὲ τὸ Τριαδικὸ δόγμα. Ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Τριαδικὴ πίστη ἐμποτίζει ὅλη τὴν προσευχή μας. Εἶναι ἐκπληκτικὸ νὰ δοῦμε πόσες φορὲς στὴν προσευχή μας ὁμολογοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα. Ξεκινάμε «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» συνεχίζουμε μὲ τὸ «ἅγιος ὁ Θεὸς, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος…», «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ ἀγίῷ Πνεύματι…» «Παναγία Τριάς ἐλέησον ἡμᾶς…» κ.ο.κ. Ὅλες οἱ προσευχὲς ἔχουν ἕνα ἀπαράβατο τριαδικὸ πνεῦμα. Ἡ θεία λειτουργία εἶναι ὅλη μιὰ ἀναφορὰ στὴν Τριάδα. Ἡ προσευχὴ ὅμως, λέει, δὲν εἶναι μόνο λόγια, ἀλλὰ εἶναι κυρίως δράση, καὶ σύμφωνα μὲ ἕνα ἀπόφθεγμα τῶν πατέρων τῆς ἐρήμου «Καθαρὴ προσευχὴ εἶναι ἡ προσευχὴ ποὺ εἶναι σύντομη σὲ λόγια ἀλλὰ πλούσια σὲ πράξεις. Γιατὶ ἂν οἱ πράξεις σου δὲν ξεπερνοῦν τὶς ἱκεσίες σου, τότε οἱ προσευχές σου εἶναι ἁπλὲς λέξεις καὶ ὁ σπόρος τῶν χεριῶν δὲν ὑπάρχει μέσα τους». Ἂν λοιπόν, ἡ προσευχὴ πρόκειται νὰ μεταβληθεῖ σὲ πράξη, τότε ἡ Τριαδικὴ πίστη ποὺ ἐμποτίζει ὅλη τὴν προσευχή μας πρέπει νὰ διακηρύσσεται ἔμπρακτα στὴν καθημερινή μας ζωή. Νὰ ἀκολουθοῦμε δηλαδὴ τὸ παράδειγμα τῆς Τριάδος καὶ νὰ δείχνουμε ἀμοιβαία ἀγάπη μεταξύ μας. Ὑπάρχει μία ἀναπόσπαστη σχέση ἀνάμεσα στὴν πίστη μας στὴν ἁγία Τριάδα καὶ στὴν ἀγάπη μεταξύ μας. Ὅταν ἀγαπᾶμε πραγματικὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μποροῦμε νὰ βιώσουμε τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ὅταν Πιστεύουμε στὴν Ἁγία Τριάδα ἐμπνεόμαστε γιὰ νὰ δείχνουμε πραγματικὴ ἀγάπη στοὺς ἀδελφούς μας.

Ὁ Ρῶσος λόγιος Fyodorov ἔγραφε πὼς τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι τὸ κοινωνικό μας πρόγραμμα. Ἑπομένως τὸ Τριαδικὸ δόγμα, ἀντὶ νὰ τὸ παραμελοῦμε καὶ νὰ τὸ ἀντιμετωπίζουμε σὰν ἕνα θέμα δυσνόητης θεολογικῆς σκέψης ποὺ ἐνδιαφέρει μόνο τοὺς εἰδικούς, πρέπει νὰ τὸ βάλλουμε στὴ ζωή μας ἔτσι ὥστε νὰ ἔχει μία ἐπίδραση ἐπαναστατική. Διαθέτει ζωντανή, πρακτικὴ σημασία γιὰ τὸν κάθε χριστιανό. Κάθε κοινωνικὴ μονάδα, -ἡ οἰκογένεια, τὸ σχολεῖο, ἡ δουλειά, ἡ ἐνορία, ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία- πρέπει νὰ γίνει μιὰ εἰκόνα τῆς Τριάδος. Ἐπειδὴ ξέρουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τρεῖς σὲ ἕνα, ὁ καθένας μας εἶναι ταγμένος νὰ ζεῖ μὲ θυσία μέσα στὸν ἄλλο καὶ γιὰ τὸν ἄλλο, μιὰ ζωὴ ποὺ θὰ ἔχει ἀφετηρία καὶ τέρμα τὴν διακονία καὶ τὴν συμπάθεια τοῦ ἄλλου, σεβόμενη τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου.

Ἀκόμη ἡ πίστη μας στὴν Τριάδα μᾶς ὑποχρεώνει σὲ κάθε ἐπίπεδο, ἀπὸ τὸ αὐστηρὰ προσωπικὸ ὥς τὸ καλύτερα ὀργανωμένο, νὰ παλεύουμε ἀντίθετα σὲ ὅλες τὶς μορφὲς καταπίεσης, ἀδικίας καὶ ἐκμετάλλευσης. Ἡ ζωή μας, οἱ προσωπικές μας σχέσεις καὶ ὅλα μας τὰ σχέδια γιὰ τὸν σχηματισμὸ μιᾶς χριστιανικῆς κοινωνίας ἐξαρτῶνται ἀπὸ μία σωστὴ Τριαδικὴ θεολογία. Κατὰ τὸν μεγάλο θεολόγο Vladimir Lossky «Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἐπιλογὴ παρὰ μόνο μεταξὺ τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς Κόλασης». 

Σεβασμιώτατε, σεβαστοὶ πατέρες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

Τελειώνω μὲ τὸν πάντοτε διαπεραστικὸ λόγο τοῦ μεγάλου θεολόγου καὶ ποιμένος ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Ὁ πιὸ τέλειος κανόνας τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ ἀκριβὴς ὁρισμός του, ἡ πιὸ ψηλὴ κορφή, εἶναι αὐτή: νὰ ψάχνουμε ὅ,τι εἶναι γιὰ τὸ καλὸ ὅλων. Δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω ὅτι εἶναι δυνατὸ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο νὰ σωθεῖ, ἂν δὲν κοπιάσει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ διπλανοῦ του».
Αὐτὲς εἶναι, ἀδελφοί μου, οἱ πρακτικὲς ὑποδείξεις τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος. Αὐτὸ σημαίνει νὰ ζεῖς τὴν Τριάδα.
Ἀμην.



* Κύρια πηγὴ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῶν θέσεων ποὺ ἀκολουθοῦν σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῶν παρκτικῶν συνεπειῶν τῆς πίστεως στὴν Ἁγία Τριάδα, ἀποτέλεσαν τὰ βιβλία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Διοκλείας π. Καλλίστου Ware,Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Ὁ Ὀρθόδοξος Δρόμος,   ἀπὸ ὁπου χρησιμοποιήθηκαν καὶ αὐτούσια ἀποσπάσματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου