Ἀφιερωμένο στὶς εὐλαβικὲς ψυχές, πού, πλέοντας
στὸ ἄϋλο τριαδικὸ φῶς,
γεύονται τοὺς γλυκασμοὺς καὶ τὶς ἡδύτητες τῆς θείας βασιλείας
γεύονται τοὺς γλυκασμοὺς καὶ τὶς ἡδύτητες τῆς θείας βασιλείας
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τὸ νὰ λέγει κανεὶς περὶ Θεοῦ (θεολογία-θεολόγος) εἶναι πρᾶγμα δύσκολο. Ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολὺ φτωχικὸς καὶ ἀδύναμος στὴν προσπάθειά του ν᾿ ἀγγίξει τὸ ὑπερβατικό του ἀντικείμενο, τὸν ἄπειρο καὶ ἀπερίληπτο Θεό. Ἀκόμη καὶ στὰ πιὸ φωτεινὰ του φτερουγίσματα δὲν μπορεῖ νὰ πλησιάσει τὸ ἀνέφικτο καὶ ἀπερινόητο. Τὸ χάσμα ποὺ διαχωρίζει τὶς δύο φύσεις (θείαν καὶ ἀνθρώπινην) εἶναι ἀβυσσῶδες καὶ ἀγεφύρωτο. Καμιὰ κτιστὴ φύση, καμιὰ δύναμη ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ περιλάβει τὴν ὑπερκείμενη οὐσία τοῦ Θεοῦ οὔτε στὸν νῦν αἰῶνα οὔτε καὶ στὸ μέλλοντα. Αὐτὴν κατανοοῦν μόνον οἱ τριαδικὲς ὑποστάσεις, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Κανένας ἄλλος.Ὅ,τι γνωρίζουμε σχετικὰ μὲ τὸν Θεὸ εἶναι φανερωμένο σὲ μᾶς ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸ σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ δὲν παύει, στὴν παροῦσα οἰκονομία ζωῆς, νὰ εἶναι σχετικό, αἰνιγματικὸ καὶ συνεσκιασμένο. Εἶναι σὰν νὰ βλέπουμε μέσα ἀπὸ καθρέφτη ἀμυδρὰ καὶ συγκεχυμένα. Στὴν ἄλλη ζωὴ τὰ πράγματα θὰ εἶναι διαφορετικά. Ἐκεῖ θὰ ἔχουμε ἀμεσότερη ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸν βλέπουμε πρόσωπο πρὸς πρόσωπο. Ἀλλὰ καὶ σ᾿ αὐτὴν ἀκόμη τὴν περίπτωση, τὸ θεωμένο πλάσμα δὲν θὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ περιλάβει τὸ κεκρυμμένο καὶ ἀπόκρυφο μυστήριο τῆς θείας ἀπειρίας. Θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν παρεμβολήν.
Ἡ φανέρωση τῆς ἄπειρης καὶ ἀκοινώνητης θείας φύσεως γίνεται στὸν κόσμο καὶ στὸ μέτρο τῆς ληπτικῆς ἱκανότητος τοῦ πλάσματος, ἀπὸ τὴ θείαν ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι δομικὸ στοιχεῖο τῆς ἐννοίας τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ (= οὐσία - ὑπόσταση - ἐνέργεια). Αὐτὴ ἀπορρέει ἀϊδίως ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ ἐγγενὴς πλοῦτος τῆς θεότητος, διάκριση θεοπρεπὴς (ὅπως καὶ ἡ ὑπόσταση), ἡ ὁποία δὲν καταλύει τὴ μεταφυσικὴ ἁπλότητα τῆς θείας φύσεως, δὲν τὴ συνθέτει οὔτε τὴν ἐπιμερίζει. Εἶναι ἀΐδια καὶ ἄκτιστη στὸν Θεό. Εἶναι τὸ αἰώνιο θεμέλιο τῶν ὄντων. Σ᾿ αὐτὴν δημιουργοῦνται, φέρονται καὶ συντηροῦνται ὅλα τὰ κτίσματα. Στὴ φωτεινὴ ἀκτῖνα της οἱ λογικὲς φύσεις (οἱ ἄνθρωποι) θεοποιοῦνται.
Ἡ ἀληθινὴ ὀρθόδοξη θεολογία οἰκοδομεῖται ἀσάλευτα στὴ θεία ἐνέργεια, στὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, στὴ μακαρία δόξα τῆς Τριάδος. Εἶναι θεολογία χαρισματική. Στὸ μυστικὸ βάθος της ὑπερβαίνει τὰ λογικὰ καίνοητικὰ σχήματα, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν περιφρονεῖ, δουλεύοντας καὶ μ᾿ αὐτὰ στὸ ἔργο της. Μὲ τὸ φτερὸ τῆς πίστεως ἀνεβαίνει στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ζεῖ βαθιὰ στὸ χριστοποιημένο νοῦ καὶ τὴν καρδία της. Ὁ λόγος της εἶναι βίωμα θεόληπτο, ζωὴ μυστικὴ στὴ φωτεινότητα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ εἶσαι ἀληθινὸς θεολόγος δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ εἶσαι μορφωμένος, νὰ ἔχεις διάνοια φωτεινὴ καὶ ἰσχυρὴ καὶ νὰ ξεύρεις πολλά. Μπορεῖς νὰ ξεύρεις λίγα ἢ καὶ καθόλου καὶ νὰ εἶσαι ὡστόσο «θεολόγος», ἀρκεῖ νὰ εἶσαι ἅγιος, πρᾶγμα ποὺ τόσο σπανίζει στὶς θεολογικὲς ἀκαδημίες καὶ τὰ πανεπιστήμια· νὰ ἔχεις ταπείνωση, ἀφελότητα καὶ καθαρότητα καρδίας, γιὰ νὰ χωρέσεις, νὰ ζήσεις μέσα σου τὸν ἀπερινόητο θεῖο λόγο, τὸ ἄρρητο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία τὴ θεολογία της τὴ ζεῖ βαθιὰ στὴ θεόμορφη λατρεία της. Στοὺς ἱεροὺς χώρους της ψάλλει μὲ ἱλαρότητα καὶ περίσεμνη χαρὰ τὴν πίστη καὶ τὰ θεῖα της δόγματα. Δοξολογεῖ τὸν Θεὸ στὸ ἄχραντο θεανθρωπικό της μυστήριο. Εἶναι θεολογία εὐχαριστήρια καὶ δοξολογική. Τὸν Θεὸ καὶ τὰ θεῖα πράγματα τὰ βλέπει πάντοτε καὶ τὰ μελετᾶ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς μακαρίας δόξας τῆς Τριάδος.
Οἱ τριαδικοὶ Κανόνες τῆς Παρακλητικῆς, ἡ ἐξήγηση τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ τὸ θέμα τῆς παρούσας ἐργασίας μας, εἶναι ἀναμφίβολα τὸ σπουδαιότερο κομμάτι τῆς ὀρθόδοξης ὑμνολογίας μας. Στοὺς εἱρμούς, τὶς ὠδές, τὰ καθίσματα καὶ τὰ θεοτοκία τους οἱ θεοκίνητοι ὑμνογράφοι, μὲ λιτὴ συνοπτικὴ γραφὴ καὶ μὲ τέχνη ἀπαράμιλλη, καταγράφουν τὸ τριαδικὸ δόγμα τῆς πίστεως σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς βασικὲς ἀναφορές του. Κατόπιν προβάλλουν τὸ χριστολογικὸ καὶ θεομητορικὸ δόγμα ποὺ εἶναι ἄρρηκτα δεμένο μὲ ἐκεῖνο, τονίζοντας στοιχεῖα καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα ἱερὰ δόγματα (κοσμολογικό, ἀνθρωπολογικό, σωτηριολογικό, ἐκκλησιολογικὸ καὶ ἐσχατολογικὸ). Σκιαγραφοῦν -θὰ λέγαμε- μιὰ σφριγηλὴ ὀρθόδοξη δογματικὴ στὸν πλοῦτο καὶ στὴ χαρισματική της βιωμένη διάσταση. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στοὺς ἱεροὺς ὕμνους τῶν Κανόνων, σχεδὸν πάντοτε ἀκολουθεῖ, μετὰ τὴ δοξολογικὴ παράθεση τοῦ δόγματος, ἡ ἀτομικὴ δέηση τῶν πιστῶν, στὴν ὁποία ζητεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄφεση ἁμαρτημάτων καὶ ἡ θεία ἀντίληψη στὰ προβλήματα καὶσ τὶς δύσκολες στιγμὲς τοῦ βίου τους. Θὰ λέγαμε, ὅτι οἱ ὕμνοι ἀποτελοῦν πρότυπα μιᾶς πραγματικῆς ὀρθόδοξης προσευχῆς.
Σὰν μέθοδο ἐκθέσεως τοῦ θέματός μας κρίναμε σκόπιμο νὰ ἐξηγήσουμε καὶ νὰ ἑρμηνεύσουμε τοὺς τριαδικοὺς Κανόνες καὶ τῶν ὀκτὼ Ἤχων τῆς Παρακλητικῆς, στὴν ἐπιθυμία μας νὰ δώσουμε μιὰ σφαιρικὴ εἰκόνα τοῦ περιεχομένου τῶν θεσπέσιων αὐτῶν ὕμνων. Στὴν προσπάθειὰ μας ὅμως αὐτὴν ἀντιμετωπίσαμε ἀπὸ τὴν αῤχὴ ἕνα μεγάλο καὶ σοβαρὸ πρόβλημα· τὶς πολλὲς ἐπαναλήψεις καὶ ταυτολογίες, ποὺ δὲν μπορέσαμε νὰ ἀποφύγουμε, γιατὶ κάθε ἦχος ἐπαναλαμβάνει λίγο πολὺ τὸ περιεχόμενο τῶν προηγούμενων ἤχων. Ἐν τούτοις, ἂν ἀποβλέψουμε στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐπανάληψη εἶναι -κατὰ τοὺς ἀρχαίους σοφοὺς- μητέρα τῆς μαθήσεως· καὶ ὅτι, ἐκεῖνο ποὺ ποθεῖκαὶ ἀγαπᾶ κανεὶς τὸ ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς σὰν ἐκχείλισμα τοῦ περιεχομένου τῆς καρδιάς του (τὸ «Κύριε ἐλέησον» λ.χ.), τότε ἡ πρώτη ἐντύπωση κάπως ἀπαμβλύνεται. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, καταβάλαμε προσπάθεια, στὴν ἐξήγηση τῶν ἐπὶ μέρους ὕμνων, ν᾿ ἀνασύρουμε καὶ νὰ σχολιάζουμε καινούργιες ἑκάστοτε πτυχές, ἔτσι ὥστε καὶ τὸ φάσμα τῆς ἐκθέσεώς μας νὰ εἶναι ὅσο γίνεται εὐρύτερο καὶ πλουσιώτερο, ἀλλὰ καὶ νὰ χαλαρώνεται κάπως ἡ κόπωση τοῦ ἀναγνώστη. Στὴ γραμμὴ τῆς προσπάθειας αὐτῆς, πολλοὺς ὁμοεῖδεῖς ὕμνους τοὺς παραθέτουμε ἁπλῶς, χωρὶς νὰ τοὺς ἑρμηνεύουμε. Ὅπως ὅμως κι᾿ ἂν ἔχει τὸ πρᾶγμα, γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ ζητᾶμε τὴν ἐπιείκεια τοῦ ἀναγνώστη μας.
Ἡ προβολὴ τῆς θεολογίας τοῦ φωτὸς τῆς δόξης εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας ὀξὺ αἴτημα τῶν καιρῶν. Πρέπει νὰ κοιτάξουμε περισσότερο τὶς παραδοσιακὲς ρίζες τῆς θεολογικῆς μας σκέψεως, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ θεολογία μας, στὸ συγχρωνισμό της μὲ τὶς ἄλλες ἑτερόδοξες θεολογίες, κινδυνεύει νὰ χάσει τὸ δυναμισμὸ καὶ τὴν ἰδιαίτερη φυσιογνωμία της. Πρέπει νὰ κρατήσουμε ζωηρὰ τὰ θεολογικά μας πρότυπα, ὅπως αὐτὰ ἐκφράζονται στὶς πηγὲς τῆς πίστεώς μας, στὸν πατερικὸ καὶ ἀσκητικὸ λόγο τῆς Ὀρθοδοξίας μας, στὶς μορφὲς τῶν Ἁγίων της καὶ ἀνακλοῦν στὰ θεόληπτα βιώματα, τὸ θεωτικὸ δυναμισμὸ καὶ τὴν ἔκφραση τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἀγώνων της.
Δίδοντας στὸ φῶς τῆς δημοσιότητος τὴν παροῦσα ἐργασία, εὐελπιστοῦμεν ὅτι αὐτὴ θὰ βοηήσει τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα νὰ ἔλθει σὲ μεγαλύτερη αἴσθηση τῶν δογματικῶν θησαυρῶν τῆς πίστεώς μας καὶ νὰ οἰκοδομήσει ἀνάλογα τὸ περιεχόμενο τοῦ ὀρθοδόξου βίου του.
Προσευχὴ στὸ ἄκτιστο τριαδικὸ φῶς
Φῶς θεῖο καὶ ἐπουράνιο· ὁ ἐγγενὴς πλοῦτος καὶ ἡ ἔμφυτη λαμπηδόνα τῆς θεότητος, τὸ προαιώνιο καὶ ἄναρχο· τὸ ἀϊδίως ἀναλάμπον ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας τὴν ἄϋλη ἁπλότητα ἀφήνεις ἀνέπαφη, καὶ τὴν ὁποία διακρίνεις θεοπρεπῶς, ἀσυνθέτως καὶ ἀμερίστως· τὸ μὴ προσωρινῶς κτιζόμενο καὶ ἀκολούθως εἰς ἀέρα διαχεόμενο, τὸ ἀνέσπερο καὶ ἀδιάδοχο, ἡ φωτεινὴ δόξα τῆς τριαδικῆς θεότητος, τῆς ὁποίας τὶς ὑποστάσεις θεοπρεπῶς ἑνώνεις σὲ κοινότητα βουλῆς καὶ ἐνεργήματος, ὑπάρχον σ᾿ αὐτὲς ὁλόκληρο, ἀμέριστο καὶ ἀδιαίρετο· τὸ φῶς τοῦ ἀγεννήτου Πατρός, τὸ ἀϊδίως μεταδιδόμενο στὸν Υἱὸ διὰ τῆς γεννήσεως καὶ στὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο διὰ τῆς ἐκπορεύσεως· τὸ φῶς τοῦ Υἱοῦ, τόμερικῶς στὸ θαβώριο ἀναλάμψαν καὶ φωτίσαν τὴν κτίση, τὸ ἐπισκιάσαν τοῦ φυσικοῦ ἡλίου τὴν λαμπρότητα καὶ νικῆσαν τὴ φυσικὴ δεκτικότητα τῶν Μαθητῶν· καὶ τὸ φῶς τοῦ παναγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον, ὡς ἄκτιστη χάρη καὶ ἐνέργεια, ζωοποιεῖ, συνέχει καὶ κινεῖ ὁλόκληρη τὴν κτίση.Φῶς ἀποκαλυπτικὸ καὶ μυσταγωγικό· σύ, ποὺ τὴν ἀδιάγνωστη φύση τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀπρόσιτη σὲ κάθε νοητικὴ τοῦ πλάσματος δυνατότητα, κοινοποιεῖς διὰ τῶν ἀκτίστων σου θείων ἐνεργειῶν στὸν κόσμο, τὸ φῶς τόκοινωνητὸ καὶ μεταδοτό, διὰ τοῦ ὁποίου ἡ ἀκοινώνητη θεία οὐσία, ἡ πάντων ὑπερέχουσα, ἀποκαλύπτεται στὰ κτίσματα, ἐπιλάμπει ἡ σωτήρια ἀλήθεια καὶ συγκροτεῖται ἡ ἀληθινὴ θεογνωσία διὰ τῆς ἀπελάσεως τοῦ σκότους τῆς εἰδωλικῆς πλάνης· σύ, ποὺ ἀπὸ τὸ μηδὲν ἔπλασες τὰ ὄντα καί, ὡς πρόνοια, τὰ συνέχεις εἰς τὸ εἶναι καὶ τὰ κυβερνᾶς, ὥστε ν᾿ ἀνταποκρίνονται στὸ φυσικὸ λόγο τῆς ὑπάρξεώς τους· τὸ φῶς τὸ μονοκρατὲς καὶ παντοκρατὲς καὶ ἀεικρατές, ποὺ παντοδυνάμως ἄρχεις ἐπὶ πάντων, ἡ ἀπόλυτη δύναμη καὶ ἐξουσία, στὴν ὁποία ὑπακούουν τὰ σύμπαντα.
Φῶς τελεστικόκαὶ σοφοποιό, ποὺ διακοσμεῖς τὶς ἐπουράνιες ἀγγελικὲς ταξιαρχίες, καὶ ὡς χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, συγκροτεῖς ὅλο τὸ θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, τελειοποιεῖς τὰ ἁγιαστικὰ αὐτῆς μυστήρια, ποὺ εἶσαι ἡ ζωήρρυτη πηγὴ σοφίας καὶ ἁγιασμοῦ τῶν λογικῶν φύσεων, τὶς ὁποῖες ἀγαθοπρεπῶς μυσταγωγεῖς καὶ συνάπτεις μὲ τὴ θεότητα. Τὸ φῶς τὸ ἀνέσπερο, στὴ φωτεινὴ ἀκτῖνα τοῦ ὁποίου τελεῖται ἡ ἀληθινὴ προσευχή, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ καθαρμένος νοῦς, πυρούμενος στὴν ἀγάπη καὶ ἐκστασιαζόμενος, βλέπει μυστικὰ τὴ δόξα σου, καταλαμπόμενος καὶ φωταγωγούμενος καὶ ἀναδίδων τὴν ἄϋλη αἴγλη σου καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ ὑλικὸ τῆς ψυχῆς περίβλημα· τοῦ ὁποίου τὸ κάλλος καὶ ἡ φωταύγεια, ἂν καὶ διηνεκῶς διαλάμποντα, παραμένουν ἀθέατα στὴ φυσικὴ τοῦ πλάσματος αἴσθηση, θεατὰ δὲ σὲ μόνους τοὺς καθαροὺς τῇ καρδίᾳ, κατὰ τὴ ρητὴ τοῦ Σωτῆρος μας διαβεβαίωση (Ματθ. 5,8).
Φῶς τελειωτικὸ καὶ θεοποιητικό, ἡ φωτεινὴ αἴγλη τῆς θείας ἐνέργειας, στὴν ὁποίαν τελεῖται ἡ χαρισματικὴ θέωση τοῦ πλάσματος· ἡ λαμπηδόνα τῆς θείας βασιλείας, ἡ λαμπρότητα τῶν οὐρανῶν, ἡ ἀνεκλάλητη χαρὰ τῶν ἁγίων, ὁ ἀσίγαστος ὕμνος τῶν Ἀγγέλων, ἡ ἄρρητη ἀπόλαυση τῶν μετὰ τοῦ Θεοῦ ἑνωμένων δικαίων, τὸ ἐπιθαλάμιο ἆσμα τοῦ Παραδείσου, ἀλλὰ καὶ ἡ καυστικότητα τῶν κολαζομένων στὸ αἰώνιο πῦρ ἀδίκων.
Σέλας τριλαμπὲς καὶ τρίφωτο, σὺ εἶσαι ὁ ἄναρχος Θεός μας. Σὲ προσκυνοῦμεν εὐλαβῶς καὶ σὲ δοξάζουμε ὡς τὴν τριαδικὴ δόξα καὶ λαμπρότητα, ὡς τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ θεία ἐνέργεια καὶ χάρη, ποὺ συνέχει μέσα της καὶ συντηρεῖ τὰ πάντα. Σὺ εἶσαι τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ζωῆς μας. Στὴ φωτεινὴ αἴγλη τῆς ἀκτίνας σου ριζώνεται βαθιὰ τὸ ὄν, σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ ζωή, ἡ πραγματικὴ χαρὰ καὶ ἡ καθαρὰ τοῦ πνεύματος ἀπόλαυση καὶ εὐροσύνη· ἔξω ἀπὸ σὲ ὑπάρχουν ἡ φθορὰ καὶ ἡ νέκρωση, ἡ σκοτεινὴ τοῦ θανάτου ἀπόγνωση, ἡ ἀθλιότητα καὶ ὁ «μηδενισμὸς» τῆς ὑπάρξεως. Σ᾿ εὐχαριστοῦμε γιὰ τ᾿ ἀγαθά, ποὺ πλούσια μᾶς χαρίζεις· γιὰ τὶς πολλές σου δωρεές, τὰ χαρίσματα καὶ τὶς εὐλογίες σου. Σ᾿ εὐχαριστοῦμε ἰδιαίτερα γιὰ τὴ χαρισματικὴ θέωση τῆς φύσεὼς μας, τὴν ὁποία θὰ παράσχεις στοὺς ἀξίους στὴν ἄϋλη δόξα τῆς βασιλείας σου.
Σὲ περακαλοῦμε φῶς ἱλαρό, γαληναῖο καὶ ἀσπάσιο, συντήρησέ μας στὴ φωταύγεια τῆς θεότητός σου. Δῶσε μας σοφία καὶ σύνεση. Ἀπάλλαξέ μας ἀπὸ τὴν ἀγνωσία καὶ τὴν πλάνη. Φώτισε τὴ διάνοια καὶ διάνοιξε τὸ νοῦ μας στὸ νὰ διακρίνουμε κάθε φορὰ τὴ σωτήρια ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψυχοκτόνο ψεῦδος τῆς ἁμαρτίας, νὰ τὴν ἀγαπᾶμε περιπαθῶς καὶ νὰ προσκολλώμαστε σ᾿ αὐτήν, σὰν τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ καὶ τὸν ἄφθιτο θησαυρό μας, τὸ ἓν «οὗτινός ἐστι χρεία». Καθάρισε τὴ φύση μας ἀπὸ τὸ μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀποξενώνει ἀπὸ τὴ φωταγωγία σου καὶ μᾶς κρατᾶ δέσμιους στὸ πνεῦμα τῆς ἀκαθαρσίας. Δῶσε μας δύναμη στὶς δύσκολες τοῦ βίου περιστάσεις, παρηγοριὰ στὶς θλίψεις, γαλήνη στὴν τρικυμία τῶν σκανδάλων τῆς Ἐκκλησίας καὶ αἴσθηση ἀσφάλειας στὴ θηριώδη κακότητα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸ νόμο σου. Τήρησε τὶς καρδιές μας ἁγνὲς καίκαθαρές, προσηλωμένες στὸ θεῖο σου ἀγαθό, στὴν τήρηση τοῦ ἁγίου σου θελήματος, μακριὰ ἀπὸ κάθε κακότητα καὶ ἐμπάθεια, φυλασασόμενες σταθερὰ στὴ θεία σου ἀγάπηση.
Ὁμίλει συνεχῶς στὶς καρδιές μας, φῶς νοερὸ καὶ ἄϋλο, κράζοντας σ᾿ αὐτὲς Ἀββᾶ ὁ Πατήρ. Δίδε μας παρηγοριὰ καὶ παράκληση στὴ ξηρὴ πικρότητα τοῦ βίου, φτερώνοντας τὸ πνεῦμα μας πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ὅπου βρίσκεται τὸ ἀληθινό μας πολίτευμα καὶ ὅπου τελεῖται ἡ φαιδρὴ πανήγυρη τοῦ οὐρανοῦ στὴν ἄϋλη χαρὰ τῆς δόξας σου. Κράτα μας στὴ χρηστότητά σου σὰν ἅλας τῆς γῆς καὶ φῶς τοῦ κόσμου, ἀγωνιζόμενους τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸ καὶ δοξάζοντες τὸ Ὄνομά σου ἐπὶ τῆς γῆς. Διότι σὺ εἶσαι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον τὰ σύμπαντα καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν.
ΗΧΟΣ Α´
Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ
Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Μίαν σὲ μέλπω τὴν τρισήλιον φύσιν.
ᾨδὴ α´. Ὁ Εἱρμὸς
«Μίαν τρισυπόστατον ἀρχήν, τὰ Σεραφεὶμ ἀσιγήτως δοξάζουσιν, ἄναρχον ἀΐδιον, ποιη- τικὴν ἁπάντων ἀκατάληπτον, ἣν καὶ πᾶσα γλῶσσα, πιστῶς γεραίρει τοῖς ἄσμασιν». |
Μίαν ἀρχὴ ποὺ διακρίνεται σὲ τρεῖς ὑποστάσεις (πρόσωπα), τὰ Σεραφεὶμ ἀσταμάτητη δοξάζουν, (ἀρχὴν) ποὺ δὲν ἔχει, ξεκίνημα στὸ χρό- νο οὔτε καὶ τέλος καὶ ἡ ὁποία ἔχει πλάσει τὰ πάντα καὶ (στὴν οὐσία της) παραμένει ἀκατάληπτη· αὐτὴν κάθε γλώσσα ἀνθρώπινη ἀνυμνεῖ ἐν πίστει μὲ ἔνθεα ἄσματα. |
Ἡ μία ὅμως θεία ἀρχὴ δὲν εἶναι δύναμη ἀπρόσωπη, διακεχυμένη στὸ σύμπαν. Κάτι τέτοιο ὑποστηρίζουν ὁρισμένα φιλοσοφικὰ συστήματα (κυρίως ὁ πανθεϊσμὸς), ποὺ στεροῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴ ζωογόνο πνοὴ τῆς θρησκείας, τὴ ζωντανὴ δηλαδὴ προσωπικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὁ χριστιανὸς Θεὸς εἶναι Θεὸς προσωπικός. Στὴ μία οὐσία του ὑπάρχουν τρία πρόσωπα, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο2. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ δὲν κατατέμνουν τὴν ἄτμητη θεία οὐσία, δὲν τὴν χωρίζουν σὲ τρία ἐπὶ μέρους τμήματα, ἐπιφέροντας σύνθεση καὶ μερισμὸ στὴν ἁπλῆ καὶ ἄϋλη φύση τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ εἶναι θεοπρεπεῖς διακρίσεις στὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ Θεό, ὑποστάσεις ποὺ ἡ μία περιχωρεῖ ἀγαπητικῶς τὴν ἄλλη καὶ ἔχουν τὴν αὐτὴ θεία ἐνέργεια καὶ βουλή. Εἶναι Θεὸς Τριαδικὸς καὶ τρισυπόστατος, «μονὰς ἐν τριάδι» ἢ «τριὰς ἐν μονάδι». Στὸν τριαδικὸ Θεὸ ἀκουμπάει τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, βρίσκοντας ἀνάπαυση καὶ σωτηρία.
Τὰ Σεραφείμ, τὰ λειτουργικὰ πνεύματα3 τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ διάκονοι τῆς θείας βασιλείας, φέροντας μέσα τους καὶ ἀνακλώντας τὴν ἀστραπὴ τῆς θείας ἐνέργειας, ἐκσποῦν σὲ ἀσίγητο ὕμνο τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ παναρχίας. Δοξάζουν τὸν πλάστη τους καὶ δημιουργό. Ἡ δοξολόγηση τοῦ θείου Ὀνόματος ἀποτελεῖ τὴν ὀρθὴ στάση καὶ σχέση τοῦ λογικοῦ πλάσματος πρὸς τὸ δημιουργό του, σχέση δοξολογικῆς αἰνέσεως καὶ εὐχαριστίας. Περιττὸ νὰ τονίσουμε ὅτι τὸ στοιχεῖο αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ καιριότερο σημεῖο μιᾶς ἀληθινῆς ὀρθόδοξης προσευχῆς.
Στὴ συνέχεια ὁ Εἱρμὸς παρέχει καὶ ἄλλα στοιχεῖα τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος. Τὴν «τρισυπόστατον ἀρχὴν» χαρακτηρίζει ὡς «ἄναρχον ἀΐδιον». Καὶ τὰ δύο αὐτὰ ἐπίθετα ἀποκλείουν ἀπὸ τὴ θεότητα κάθε ἰδέα χρονική. Καὶ εἶναι εὔλογο νὰ γίνεται αὐτό. Ὁ Θεὸς ὑπέρκειται χρόνου παντός. Δὲν ἔχει οὔτε πέρας οὔτε ἀρχήν. Τὶς χρονικὲς αὐτὲς κατηγορίες ἔχουν τὰ κτίσματα, ὄχι ὅμως καὶ ὁ ἄπειρος δημιουργὸς τῆς κτίσεως. Ὁ χρόνος εἶναι αὐτὸς ποὺ βρίσκεται στὸν Θεὸ καὶ ὄχι ὁ Θεὸς στὸ χρόνο. Ὁ Θεὸς πληροῖ πάντα χρόνο σὲ ὅλα τὰ στάδια καὶ τὶς μορφές του καὶ συγχρόνως ὑπέρκειται αὐτοῦ, εἶναι ἄναρχος καὶ ἀϊδιος.
Τὸ ἐπίθετο ὅμως «ἄναρχος», ἀποδιδόμενο στὸν Θεό, ἔχει καὶ μιὰ ἄλλη δεύτερη σημασία, τὴ σημασία τῆς «προελεύσεως», τῆς «ἀρχῆς», ποὺ ὑπάρχει στὴν ἁγία Τριάδα. Ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα τῆς θεότητος μόνον ὁ Πατὴρ δὲν ἔχει προέλευση, δὲν ἔχει ἀρχή, εἶναι ἄναρχος, αὐθύπαρκκτος καὶ αὐθυπόστατος. Ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι ἄναρχος, διότι ἔχει ἀρχή, προέρχεται ἀϊδίως ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τῆς γεννήσεως. Ὅπως καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο δὲν εἶναι ἄναρχο, προερχόμενο ὁμοίως ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τῆς ἀϊδίου ἐκπορεύσεως. Ὁ Πατὴρ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς θεότητος, ἡ «πηγαία θεότης». Ἔτσι ὁ Υἱὸς -ὅπως καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο- εἶναι καὶ ἄναρχος καὶ μὴ ἄναρχος· ἄναρχος, μὲ τὴ χρονικὴ τοῦ ὅρου σημασία, καὶ μὴ ἄναρχος, μὲ τὴ σημασία τῆς ἀρχῆς, τῆς προελεύσεως.
Ἡ μία «τρισυπόστατος ἀρχὴ» εἶναι «ποιητικὴ τῶν ἁπάντων» καὶ «ἀκατάληπτος».
Ὅλα τὰ ὄντα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, ἔχουν τὴν προέλευσή τους ἀπὸ τὸν τριαδικὸ Θεὸ (Σύμβολο τῆς Πίστεως· «ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων»). Εἶναι προϊόντα τῆς θείας βουλῆς, θελημένα ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὅ,τι ὑπάρχει εἶναι κτισμένο στὴ θεία ἐνέργεια, στὴν ὁποία συνέχεται καὶ συγκρατεῖται. Καὶ ἐπειδὴ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγαθό, ἔτσι καὶ τὰ ὄντα ποὺ εἶναι ριζωμένα σ᾿ αὐτό, εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τους ἀγαθά. Ἔτσι τὰ εἶδε ὁ Θεός, ὅταν τὰ ἔπλασε· «καλὰ λίαν»4. Δὲν εἶναι ἑπομένως δημιουργήματα ἑνὸς κατώτερου Θεοῦ καὶ συνεπῶς κακά, ὅπως φλυαροῦσαν στὴν ἀρχαιότητα οἱ αἱρετικοὶ (οἱ Γνωστικοὶ). Τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει στὴν πλάση ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πηγάζει ἀπὸ μιὰ ἄλλη ἀρχὴ ἔξω ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν κατάχρηση τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως τῶν λογικῶν ὄντων.
Ἡ θεία οὐσία εἶναι καὶ «ἀκατάληπτος»5. Εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ πράγματα, ἀπόλυτα ὑπερβατική, ὥστε καμία κτιστὴ δύναμη νὰ μὴ μπορεῖ νὰ τὴν πλησιάσει. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολὺ μικρὸς γιὰ νὰ τὴν περιλάβει καὶ νὰ τὴν κατανοήσει. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀγγελικὸς νοῦς, ὁ καταλαμπόμενος ἀπὸ τὸ φῶς τῆς μακαρίας δόξης τῆς Τριάδος, ἀδυνατεῖ νὰ τὴν προσεγγίσει. Ἡ θεία οὐσία καλύπτεται ἀσφυκτικὰ ἀπὸ τὸ γνόφο τῆς ἀγνωσίας. Μόνον οἱ τρεῖς ὑποστάσεις τῆς θεότητος μποροῦν νὰ τὴν κατανοήσουν, ποὺ εἶναι ἄλλωστε πλήρεις καὶ τέλειοι φορεῖς της. Φυσικὰ μὲ ὅσα λέγομε ἐδῶ δὲν περιπίπτουμε σὲ πλήρη θεολογικὸ ἀγνωστικισμό. Τὸν Θεὸ τὸν γνωρίζουμε ὄχι βέβαια στὴν ἀπερίληπτη καὶ ἀδιάγνωστη οὐσία του, ἀλλὰ στὴ θεία του ἐνέργεια, ποὺ εἶναι περιληπτὴ καὶ κοινωνητή. Στὴ βάση αὐτὴ γίνεται ἄλλωστε δυνατὴ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ποὺ κορυφώθηκε στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Κάθε γλώσσα ἀνθρώπινη, βλέποντας καὶ ζώντας τὰ μεγαλεῖα τῆς τρισυπόστατης θείας ἀρχῆς, νοιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράσει ἄσματα, νὰ τραγουδήσει τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος, νὰ δοξολογήσει τὸν Θεό της, στὸ ἀνέκφραστο θαῦμα τοῦ ὁποίου ζεῖ καὶ κινεῖται.
«Ἵνα τοῖς ἀνθρώποις ἑνικήν, τὴν τριλαμπῆ σου δηλώσῃς Θεότητα, πλάσας πρὶν τὸν ἄνθρωπον, κατὰ τὴν σὴν εἰκόνα διεμόρφωσας, νοῦν αὐτῷ καὶ λόγον, καὶ πνεῦμα δοὺς ὡς φιλάνθρωπος». |
Μὲ σκοπὸ νὰ φανερώσεις τὴ θεότητά σου, ἡ ὁποία εἶναι ἑνικὴ (=μία) καὶ λάμπει μὲ τρία φῶτα, ἀφοῦ ἔπλασες παλαιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸν διεμόρφωσες σὺμ- φωνα μὲ τὴ δική σου εἰκόνα, δώσας σ᾿ αὐτόν, ὡς φι- λάνθρωπος, νοῦν καὶ λόγο καὶ πνεῦμα. |
Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, ἀγκομαχώντας στὸ ἀβυσσαλέο μυστήριο τῆς ἀπειρίας τοῦ Θεοῦ, προσπαθεῖ μὲ τὶς πενιχρές του δυνάμεις νὰ λάβει κάποια αἴσθηση τοῦ θείου μυστηρίου, νὰ μορφώσει κάποια ἔμμεση ἰδέα, μιὰ εἰκόνα ἀμυδρὴ καὶ σχετικὴ τοῦ μυστηρίου ποὺ τὸν περιβάλλει. Προσπαθεῖ νὰ πλησιάσει ὅσο τοῦ εἶναι δυνατὸ τὸ ἀνέφικτο καὶ ἄπιαστο. Στὴν ἀνάβαση αὐτὴ χρησιμοποιεῖ σχέσεις ἀπὸ τὴ δική του ἐμπειρία, εἰκόνες καὶ ἀναλογίες ἀπὸ τὴ φύση ποὺ τὸν περιβάλλει. Χρησιμοποιεῖ γλώσσα εἰκονικὴ καὶ ἀναλογική. Ὁ ἀνθρωπομορφισμὸς φυσικὰ δὲν λείπει ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη καὶ ἄνιση αὐτὴ προσπάθεια. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος φαντάζεται τὸν Θεὸ κατὰ τὴ δική του εἰκόνα, νὰ ἔχει χέρια καὶ πόδια καὶ αὐτιά, νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ κινεῖται κ.τ.ὅ. Συχνὰ χρησιμοποιεῖ καὶ πνευματικότερες ἀναλογίες. Μιὰ τέτοια ἀναλογία χρησιμοποιεῖ στὸ τροπάριο καὶ ὁ ποιητής, ἀνατρέχοντας στὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπικεντρώνοντας τὴν προσπάθειά του στὸ τρισύνθετο τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ. Γιὰ νὰ δείξεις (σ‘τον ἄνθρωπο φυσικὰ) ὅτι ἡ φύση σου εἶναι μία στὴν οὐσία καὶ τριλαμπὴς στὶς ὑποστάσεις -λέγει στὸν Θεό- ἔπλασες τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ δική σου εἰκόνα ποὺ εἶναι ἑνικὴ καίτριαδική, δίνοντάς του πνευματικὴ οὐσία διακρινόμενη σὲ τρία μέρη, τὸ νοῦ, τὸ λόγο καὶ τὸ πνεῦμα. Ὅπως τὰ τρία αὐτὰ ἀπαρτίζουν τὴν ἑνότητα τῆς νοερᾶς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καὶ στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἐναρμονίζεται ἡ ἑνότητα τῆς φύσεως μὲ τὴν τριαδικότητα τῶν ὑποστάσεων, ἓν καὶ τρία μαζί, χωρὶς ἡ παρουσία τοῦ ἑνὸς νὰ καταστρέφει τὴν ὑπόσταση καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ ἄλλου. Τόσο ἡ ἀναλογία αὐτή, ὅσο καὶ ἄλλες παρεμφερεῖς ποὺ χρησιμοποιεῖ ἄφθονες ὁ θεολογικὸς νοῦς τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐργώδη του προσπάθεια νὰ πλησιάσει τὸ ἀνέφικτο καὶ ἀδιερεύνητο θεῖο μυστήριο, δὲν εἶναι παρὰ ἁπλὲς σκέψεις ποὺ δὲν ἀποδίδουν τὸ βάθος τοῦ θείου μυστηρίου, τὸ ὁποῖο σὲ κάθε περίπτωση παραμένει σκοτεινόκαὶ ἀδιάγνωστο. Εἶναι προσπάθειες σύμφυτες στὴ λογικὴ φύση τοῦ πλάσματος, τὸ ὁποῖο ἀπὸ μόνο του δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα ν᾿ ἀνέβει στὸ ὕψος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γνωρίσει πρόσωπο μὲ πρόσωπο τὸν ποιητὴ τῶν ἁπάντων. Εἶναι σήματα, δεῖκτες χρήσιμοι στὴν ὑψοποιὸ θεία ἀνάβαση. Τὸν θεὸ προσεγγίζει ὁ ἄνθρωπος μόνο διὰ τῆς πίστεως6 καὶ σὲ βαθμὸ πάντοτε συγκεχυμένο καὶ ἀπροσδιόριστο. Στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι πληρέστερη καὶ τελειότερη7.
«Ἄνωθεν δεικνὺς μοναδικόν, θεαρχικαῖς ἐν τρισὶν ὑποστάσεσι, κράτος Πάτερ ἔφησας, τῷ ἰσουργῷ Υἱῷ σου καὶ τῷ Πνεύματι· δεῦτε καταβάντες, αὐτῶν τὰς γλώσσας συγχέωμεν»8. |
Δείχνοντας ἀπὸ ψηλά, Πάτερ, τὸ μοναδικὸ (τὸ ἕνα) σου κράτος τὸ διακρινόμενο σὲ τρεῖς θεαρχικὲς ὑποστάσεις, εἶπες στὸν ἰσουργό σου Υἱὸ καὶ στὸ Πνεῦ- μας σου τὸ ἅγιο· ἐλᾶτε, ἀφοῦ κατέβωμε (στὴ γῆ) νὰ συγχύσουμε τὶς γλώσσες τους. |
Θεοτοκίον.
«Νοῦς μὲν ὁ ἀγέννητος Πατὴρ εἰκονικῶς τοῖς σοφοῖς προηγόρευται, Λόγος δὲ συνάναρχος, ὁ συμφυὴς Υἱός, καὶ Πνεῦμα ἅγιον, τὸ ἐν τῇ Παρθένῳ, τοῦ Λόγου κτίσαν τὴν σάρκωσιν». |
Ὁ μὲν ἀγέννητος Πατὴρ ὀνομάσθηκε εἰκονικὰ ἀπὸ τοὺς σοφοὺς Νοῦς, Λόγος δὲ ὁ συμφυὴς Υἱός, καὶ (ἡ Τρίτη ὑπόσταση ὀνομάσθηκε) Πνεῦμα ἅγιο, τὸ ὁποῖο στὴν Παρθένο ἔκτισε (ἐνήργησε) τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου. |
ᾨδὴ γ´
«Σὺ πάλαι σαφῶς τῷ Ἀβραάμ, ὡς ὤφθης τρισυπόστατος, μοναδικός τε φύσει Θεότητος, θεολογίας τὸ ἀκραιφνέστατον, τυπικῶς ἐνέ- φηνας, καὶ πιστῶς ὑμνοῦμέν σε, τὸν μονάρχην Θεὸν καὶ τρισήλιον». |
Σὺ (Κύριε), ποὺ φανερώθηκες παλαιὰ στὸν Ἀβραὰμ μὲ τρεῖς μορφὲς (ὑποστάσεις), ὄντας μοναδικὸς (ἕνας) κατὰ τὴ φύση τῆς θεότητος, τὴν καθαρότατη ἀλήθεια τῆς θεολογία ςτυπολογικῶς ἐφανέρωσες (σὲ μᾶς) ποὺ μὲ πίστη σὲ ὑμνοῦμε τὸν ἕνα μονάρχη καὶ τρισήλιο Θεό. |
«Ἐκ σοῦ γεννηθεὶς θεοπρεπῶς, ἀρρεύστως Πάτερ ἔλαμψε, φῶς ἐκ φωτός, Υἱὸς ἀπαρὰλ- λακτος, καὶ Πνεῦμα θεῖον φῶς ἐκπεπόρευ- ται· καὶ μιᾶς Θεότητος, αἴγλην τρισυπόστα- τον, προσκυνοῦμεν πιστῶς καὶ δοξάζομεν». |
Ἀπὸ σένα, Πάτερ, γεννηθεὶς θεοπρεπῶς ὁ ἀπα- ράλλακτος Υἱός, ἔλαμψε ὅπως λάμπει ἕνα φῶς ἀπὸ ἄλλο φῶς ὅπως καὶ τὸ Πνεῦμα ἔχει ἐκπο- ρευθεῖ (ἐκ σοῦ) σὰν θεῖο φῶς. Καὶ ἐμεῖς μὲ πίστη προσκυνοῦμε καὶ δοξάζουμε τῆς μιᾶς θεότητος τὴν τρισυπόστατη αἴγλη καὶ λαμπρότητα. |
Κατὰ τὸ τροπάριο ὁ Υἱὸς εἶναι ἀπαράλλακτος μὲ τὸν Πατέρα. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅμοιος μὲ τὴν οὐσία τοῦ Γεννήτορος. Δὲν διαφέρει κατὰ τίποτε ἀπὸ τὴ φύση αὐτοῦ ποὺ τὸν γέννησε. Ἔχει τὴν ἴδια οὐσία μὲ τὸν Πατέρα, εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί», ὅρος κλειδὶ στὴ διαπάλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἀρειανικὴ αἵρεση. Ὁ ὅρος φυσικὰ στηρίζει τὴ θεότητα τοῦ Λόγου.
Τὸ ὁμοούσιο τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα ἐκφράζει ὡραιότητα ἡ φράση «φῶς ἐκ φωτός», ποὺ χρησιμοποιεῖται στὸ τροπάριο. Ἡ φράση αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε εὐρύτατα στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, κυρίως ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς Ἀπολογητές, ὡς εἰκονικὴ ἔκφραση τῆς γεννήσεως τοῦ Λόγου. Εἶναι δὲ εἰκονικὴ παράσταση ἐξόχως προσφυὴς διὰ τὴν παράσταση τοῦ μυστηρίου. Ὅπως ἀπὸ τὸ φῶς μιᾶς ἀναμμένης λαμπάδας ἀνάβονται καὶ ἄλλες λαμπάδες, χωρὶς τὸ φῶς τῆς πρώτης λαμπάδας νὰ ἐλαττώνεται, τὰ δὲ ἀναφυέντα φῶτα νὰ εἶναι ἀπολύτως ὅμοια μεταξύ τους, ἒτ‘σι καὶ τὸ (νοητὸ) φῶς τοῦ Λόγου ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀΐδιο φῶς τοῦ Πατρός, εἶναι ἀπαράλλακτα ἴδιο μὲ ἐκεῖνο. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι, τὸ φῶς τοῦ Λόγου δὲν ἀνάβει ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Πατρὸς ἐν χρόνῳ, ὅπως συμβαίνει στὸ φῶς τῶν λαμπάδων, ἀλλ᾿ εἶναι φῶς ἄχρονο καὶ ἀΐδιο. Ὑπάρχει ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχει καὶ τὸ φῶς τοῦ Πατρός.
Στὴν αὐτὴ θεία ἀναλογία γίνεται καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Οἱ πιστοί, ἔχοντας κρυμμένο βαθιὰ στὶς ψυχές τους τὸ ἀπόρρητο μυστήριο τῆς Τριάδος, προσκυνοῦν μὲ πίστη καὶ δοξάζουν τὴν τριφυπόστατη αἴγλη τῆς μιᾶς θεότητος.
«Μονὰς ἡ Τριὰς ὑπερφυῶς, ἀρρήτως ὑπὲρ ἔννοιαν, ταῖς νοεραῖς Οὐσίαις δοξάζεται, ταῖς τρισαγίαις φωναῖς ἀσίγητον, ἐκβοώσαις αἴ- νεσιν· αἷς συμφώνως ὑμνεῖται, καὶ ἡμῖν τρι- συπόστατος Κύριος». |
Ἡ Μονάδα ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ Τριάδα κατὰ τρόπο ὑπερβαίνοντα τὴ φύση, ἄρρητο καὶ πέρα ἀπὸ κάθε καταληπτικὴ ἔννοια, δοξάζε- ται ἀπὸ τὶς νοερὲς οὐσίες (τῶν ἀγγέλων), οἱ ὁποῖες μὲ τρισάγιες φωνὲς ἐκσποῦν σὲ ἀκατάπαυστη αἴνεση. Μὲ μιὰ φωνὴ (μὲ αὐτὲς) ἀνυμνεῖται κι ἀπὸ μᾶς ὁ τρισυπόστατος Κύριος. |
Μαζὶ ὅμως μὲ τὴ φωνὴ τῶν ἀγγέλων συγχρονίζεται καὶ ἡ φωνὴ τῶν ἀνθρώπων στὴν ἀνύμνηση τῆς θείας μεγαλειότητος καὶ πανσοφίας. Καὶ οἱ ἄνθρωποι νοιώθουν τὴν ἴδια μὲ τοὺς ἀγγέλους παρόρμηση. Κι αὐτοὶ μάλιστα περισσότερο, ζῶντας τὴ λυτρωτικὴ χάρη τῆς θείας τοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως. Ὑμνεῖται, λοιπόν, καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἡ ἁγία Τριάδα, ὁ τρισυπόστατος Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ἡ ἀνύμνηση τῆς ἁγίας Τριάδος λαμβάνει διαστάσεις καθολικὲς καὶ παγκόσμιες. Ἡ ὑλικὴ καὶ ἄϋλη κτίση ὁμόφωνα ἐξυμνοῦν τὸν πλάστη καὶ δημιουργό τους. Μέλος ὄντως καθολικὸ καὶ παναρμόνιο!
Θεοτοκίον.
«Ἐκ σοῦ χρονικῶς ἄνευ σπορᾶς, προῆλθεν ὁ ὑπέρχρονος, ὁμοιωθεὶς ἡμῖν ὁ ἀνείδεος, καὶ μίαν φύσιν καὶ κυριότητα, τοῦ Πατρὸς ἐδίδαξε, καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, Θεοτόκε· διό σε δοξάζομεν». |
Ἀπὸ ἐσένα, Θεοτόκε, προῆλθεν ἐν χρόνῳ καὶ χωρὶς σπορὰν ἀνδρική, αὐτὸς ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο, ὁμοιωθεὶς μὲ μᾶς ὁ ἄμορφος καὶ ἀσχημάτιστος, καὶ ἐδίδαξε μία φύση καὶ κυριαρχικὴ ἐξουσία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διὰ τοῦτο σὲ δοξάζουμε». |
Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἀνθρώπινή του πλευρὰ ἔλαβε ἀρχὴν ἐν χρόνῳ. Κατὰ τὴ θεία του πλευρὰ φυσικὰ εἶναι Θεὸς ἄχρονος καὶ ὑπέρχρονος. Μπήκε στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος χρόνος11. Ἔγινε ἄνθρωπος τέλειος, ὄχι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ γεννῶνται στὸν κόσμο οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Δὲν προῆλθε ἀπὸ ἀνθρώπινη σπορά. Τόσο ἡ σύλληψη ὅσο καὶ ἡ γέννησή του ἦσαν γεγονότα ὑπερφυσικά. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀνεπλήρωσε τὴ θέση τοῦ πατέρα στὴ θαυμαστή του σύλληψη12. Αὐτός, λοιπόν, πού, ὡς πνεῦμα ἄϋλο, δὲν ἔχει εἶδος (σχῆμα δηλαδὴ καὶ μορφὴ) μὲ τὴ σάρκωσή του ἔμοιαζε ἐξωτερικὰ μὲ μᾶς, οἱ ὁποῖοι εἴμαστε ἄνθρωποι ὁρατοὶ καὶ περιγραπτοί. Ἀνέλαβε ἀνθρώπινο εἶδος, ἀνθρώπινη μορφή, γενόμενος ἄνθρωπος μὲ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ τὸν ξεχώριζαν ἀπὸ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο, ὁρατὸς καὶ περιγραπτός. Μὲ τὴ μορφὴ αὐτὴ ὁ Χριστὸς φανέρωσε στὸν κόσμο τὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ Θεοῦ13, διδάξας ὅτι ἕνας εἶναι στὴν οὐσία του ὁ Θεὸς καὶ μία ἡ ἐπὶ πάντων παντοκρατορική του κυριότητα. Δὲν ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄλλοι Θεοί14, ποὺ νὰ ἀσκοῦν κυριότητα ἐπὶ πάντων.
Τὴ Θεοτόκο, ποὺ ἔγινε ἡ κυριώτερη ἀνθρώπινη αἰτία τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου, τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀνυμνεῖ καὶ δοξάζει.
Κάθισμα.
«Πατέρα καὶ Υἱόν, προσκυνήσωμεν πάντες καὶ Πνεῦμα τὸ εὐθές, καὶ ἰσότιμον δόξῃ, Τριά- δα τὴν ἄκτιστον, καὶ ὑπέρθεον Δύναμιν· ἣν δοξάζουσι, τῶν Ἀσωμάτων αἱ τάξεις· ταύτην σήμερον, καὶ γηγενεῖς μετὰ φόβου, πιστῶς εὐφημήσωμεν». |
Τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν ἂς προσκυνήσουμε ὅλοι, καθὼς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ εὐθὲς (στὸ ὁποῖο ὑπάρχει ἡ θεία ἀλήθεια), τὴν Τριάδα τὴν ἂ- κτιση καὶ τὴν ὑπέρθεη δύναμη, τὴν ὁποία δο- ξάζουν οἱ Ἀσώματες τάξεις (οἱ Ἄγγελοι). Αὐτὴν σήμε- ρα καὶ οἱ γήϊνοι ἄνθρωποι μὲ φόβο (εὐλάβεια) καὶ μὲ πίστη ἂς εὐφημήσουμε. |
Ἡ ἁγία Τριὰς εἶναι ἄκτιστη. Τὸ εἶναι της ἔχει ἐν ἑαυτῇ. Δὲν ἔχει ποιητικὸ αἴτιο, εἶναι αὐθύπαρκτη καὶ αὐθυπόστατη. Εἶναι ὁ ἄπειρος καὶ ἐν ἑαυτῷ ὑπάρχων Θεός, ἀπὸ τὸν ὁποῖον προέρχονται ὅλα τὰ κτιστὰ ὄντα. Εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ κτιστοῦ εἶναι, ἡ ἀρχὴ κάθε ἄλλης ὑπάρξεως. Σ᾿ αὐτὴν περιέχονται τὰ πάντα.
Εἶναι δὲ ἡ Τριὰς καὶ ἡ «ὑπέρθεος Δύναμις». Ἡ δύναμη (οὐσία) πού, ὡς ἀνωνόμαστη καὶ ἀνέκφραστη, ὑπερβαίνει κάθε προσηγορία καὶ προσδιορισμό, ποὺ μποροῦμε νὰ τῆς ἀποδώσουμε. Ἔτσι ὑπερβαίνει καὶ τὴν ἔννοια τῆς θειότητος καὶ τῆς θεότητος, ποὺ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς συνήθως τῆς ἀποδίδει. Ἡ ἀπειρία τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει ἀπολύτως τὰ σχήματα καὶ τὶς ἔννοιες τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Τοῦτο φυσικὰ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ ἔννοιες αὐτὲς εἶναι ἁπλὰ σχήματα ψιλοὶ ἀναπλασμοὶ τῆς φαντασίας τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς κανένα περιεχόμενο οὐσιαστικό. Οἱ θεῖες προσηγορίες, οἱ στηριζόμενες στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἔχουν θετικὴ ἀναφορὰ καὶ ἐκφράζουν τὸν Θεό, ὅταν μάλιστα ἀναφέρονται στὴ θεία ἐνέργεια ποὺ εἶναι ἀποκαλυπτικὴ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, κοινωνητὴ καὶ μεταδοτικὴ τῆς θεότητος. Στὴ θεία ἐνέργεια ὁνοῦς τοῦ ἀνθρώπου κατανοεῖ τὸν Θεὸ στὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων του. Τὴ θεία οὐσία μόνον ἀδυνατεῖ νὰ περιλάβει καὶ νὰ κατανοήσει.
Τόσο οἱ ἀσώματες δυνάμεις (ἄγγελοι) ὅσο καὶ οἱ πεπερασμένοι γηγενεῖς ἄνθρωποι, μὲ εὐλαβικὸ φόβο καὶ πίστη, συγκλονούμενοι μπροστὰ στὸ Τριαδικὸ θαῦμα, ἀπευθύνουν εὐφημίες καὶ δοξολογικὰ ἄσματα στὴν παναγία Τριάδα.
ᾨδὴ δ´
«Λάμψον μοι Θεαρχία τρισήλιε, λάμψεσι τῶν θεουργικῶν μαρμαρυγῶν, τοῖς τῆς καρ- δίας ὀφθαλμοῖς, τὸ κάλλος φαντάζεσθαι τῆς ὑπὲρ νοῦν θεαρχικῆς σου λαμπρότητος, καὶ φωτουργοῦ καὶ γλυκείας μεθέξεως». |
Λάμψε θεαρχία τρισήλιε μὲ τὶς λαμπρὲς ἀκτῖνες τῶν θεουργικῶν σου μαρμαρυγῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας μου, ὥστε νὰ φαντάζομαι τὸ κάλλος τῆς θεαρχικῆς σου λαμπρότητος, ποὺ ὑπερβαίνει τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, ὅπως καὶ (νὰ γεύομαι) τὴ φωτουργό σου γλυκειὰ μέθεξη. |
Ὁ ποιητὴς τοῦ ὕμνου ἀπευθύνεται στὴν τρισήλιο θεαρχία (στὸν τριαδικὸ Θεὸ καὶ ζητᾶ τὴ λάμψη τῆς θεουργικῆς της ἐνέργειας, τῶν φωτοειδῶν μαρμαρυγῶν ποὺ ἐκλάμπουν ἀπὸ τὴν ἄπειρη οὐσία τῆς τριαδικῆς θεότητος. Ζητᾶ τὶς θεαρχικὲς μαρμαρυγὲς νὰ ἔλθουν καὶ νὰ καλύψουν τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας του, ἐκεῖ ὅπου συναντιοῦνται μυστικὰ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Γιατὶ ἡ θεία συνάντηση, ἡ μέθεξη τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεό, δὲν εἶναι ὑπόθεση τοῦ νοῦ πρώτως καὶ κυρίως, ἀλλὰ τῆς καθαρῆς καὶ μεταποιημένης καρδίας. Ἐκεῖ φανερώνεται μυστικὰ ὁ Θεός. Ὁ νοῦς (ὡς διάνοια φυσικὰ) ἀκολουθεῖ καὶ αὐτὸς κατὰ τὴ χωρητική του ἱκανότητα, λαμπρυνόμενος ὁμοίως στὴ θεία μέθεξη.
Ὀ ποιητὴς ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμία ποὺ κυριαρχεῖ στὴν καρδία του νὰ ἔχει κάποια αἴσθηση, νὰ λάβει κάποια φαντασία τοῦ ὑπερλογικοῦ καὶ ἀμήχανου ἐκείνου κάλλους τῆς θείας λαμπρότητος, καὶ νὰ νοιώσει κάτι ἀπὸ τὶς γλυκύτητες τῆς θεουργικῆς θείας μεθέξεως, ποὺ τελεῖται στὴν ἕνωση μὲ τὸ φῶς τῆς θείας λαμπρότητος, μὲ τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια. Εἶναι τὸ σταθερὸ αἴτημα τῆς ὀρθόδοξης προσευχῆς· «σημειωθήτω ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου, ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψώμεθα φῶς τὸ ἀπρόσιτον»16.
Καί· «ὅτι παρὰ σοὶ πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς»17. Ἡ καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας πάλλει στὴ θεοποιητικὴ θεία ἐνέργεια. Ἐκεῖ συναντᾶ τὸν προορισμὸ καὶ τὴν τελείωσή της. Σ᾿ αὐτὴν ζεῖ καὶ πορεύεται.
«Πρότερον οὐρανοὺς ἐστερέωσας Κύριε, καὶ πᾶσαν δύναμιν αὐτῶν, τῷ λόγῳ σου τῷ παντουρ- γῷ, καὶ πνεύματι στόματος τῷ συμφυεῖ, μεθ᾿ ὧν δεσπόζεις τοῦ σύμπαντος, ἐν τριλαμπεῖ μοναρχίᾳ θεότητος». |
Πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ἐστερέωσες Κύριε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθε δύναμη ποὺ εἶναι μέσα σ᾿ αὐτούς, μὲ τὸν παντουργικὸ λόγο σου καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ στόματός σου, ποὺ ὑπάρχει στὴ φύση σου. Μὲ αὐτὰ δεσπόζεις ἐπὶ τοῦ σύμπαντος, ὡς θεότητα τριλαμπὴς (τριαδικὴ) καὶ μοναρχικὴ (ἀπὸ μίαν ἀρχὴ). |
Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου εἶναι ἔργο τῆς θείας παντοδυναμίας. Μόνο ἕνα ὂν παντοδύναμο μπορεῖ νὰ πλάσει ἐκ τοῦ μηδενὸς τὰ ὄντα. Κάτι τέτοιο φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πιάσει τὸ μυαλό μας. Γιατὶ καὶ ἐμεῖς δημιουργοῦμε, πάντοτε ὅμως ἀπὸ προϋπάρχουσαν ὕλη. Στὴν οὐσία δὲν εἴμαστε πλάστες, ἀλλὰ διαμορφωτὲς τῆς ὕλης. Κάτι παρόμοιο εἶπε καὶ ὁ Πλάτων. Ἀπὸ τὸ τίποτε ὅμως (ex nihilo) δὲν μπορεῖ νὰ φέρει στὸ εἶναι κάτι, τὸ πεπερασμένο καὶ ἀδύναμο πλάσμα. Κάτι τέτοιο ἀδυνατοῦμε νὰ τὸ διανοηθοῦμε.
Στὴν ἀρχὴ (ἐννοεῖται μετὰ τὴν πλάση τῶν νεορῶν φύσεων τῶν ἀγγέλων), ὁ Θεὸς ἔπλασε καὶ ἐστερέωσε τοὺς οὐρανοὺς μὲ ὅ,τι ὑπάρχει σ᾿ αὐτούς. Τοὺς ἔφερε στὸ εἶναι μὲ ἕνα παντοκρατορικὸ λόγο του, μὲ ἕνα παντοδύναμο πρόσταγμά του· «εἶπε καὶ ἐγένετο»19. Πρόκειται φυσικὰ γιὰ τὸ Λόγο τοῦ Πατρὸς «δι᾿ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο»20. Στὴν πλάση ὅμως τοῦ κόσμου εἶχε θέση καὶ τὸ «συμφυὲς πνεῦμα τοῦ στόματος τοῦ Θεοῦ», τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ πάντοτε ὑπάρχει στὸν Πατέρα, ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ὁποίου ἐκπορεύεται. Μετὰ τὴν πλάση τῆς ἀρχέγονης καὶ ἀδιαμόρφωτης ὕλης, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐφέρετο ἐπὶ τῶν ὑδάτων21, δίδοντας μορφὴ στὸ ἀδιαμόρφωτο χάος, ὥστε νὰ λάβει αὐτὸ βαθμηδὸν τὴ σημερινή του μορφή.
Τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ἐπιτελεῖ ἡ «τριλαμπὴς μοναρχία τῆς θεότητος», δηλαδὴ ὁλόκληρος ὁ τριαδικὸς Θεός, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Δὲν εἶναι ἔργομιᾶς καὶ μόνης θείας ὑποστάσεως. Ὀ Πατὴρ συλλαμβάνει ἀπ᾿ αἰῶνος (= ἀϊδίως) τὴν ἰδέα τοῦ κόσμου, τὴν ὁποία πραγματοποιεῖ ἐν χρόνῳ ὁ Υἱός, καὶ διαμορφώνει ἀκολούθως τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.Ὅ,τι ὑπάρχει εἶναι ἔργο τῆς θείας τριαδικῆς βουλῆς, τῆς θείας τριαδικῆς ἐνέργειας. Ἔτσι ὁ τριαδικὸς Θεὸς δεσπόζει πάνω σὲ ὅλα τὰ ὄντα, σ᾿ ὁλόκληρο τὸ δημιουργικὸ ἔργο του.
«Ὡς ἔπλασας κατ᾿ εἰκόνα με σὴν καὶ ὁμοίωσιν, θεαρχικὴ παντουργική, Τριὰς ἀσύγχυτε Μονάς, συνέτισον φώτισον, πρὸς τὸ ποιεῖν τὸ θέλημά σου τὸ ἅγιον, τὸ ἀγαθὸν ἐν ἰσχύϊ καὶ τέλειον». |
Ὅπως μὲ ἔπλασες κατὰ τὴ δική σου εἰκόνα καὶ ὁμοίωση, Τριάδα θεαρχικὴ καὶ παντοδύναμη, ποὺ εἶσαι συγχρόνως καὶ Μονάδα ἀσύγχυτη, συνέτισέ με καὶ φώτισε, ὥστε νὰ κάνω τὸ θέ- λημά σου τὸ ἅγιο, ποὺ εἶναι ἀγαθὸ στὴ δύνα- μή του καὶ τέλειο. |
Ἡ ὑψηλὴ αὐτὴ περιωπὴ τοῦ λογικοῦ πλάσματος εἶναι φυσικὸ νὰ ἐπιθέτει σοβαρὲς εὐθύνες στοὺς ὤμους του. Ἔτσι δὲν πρέπει νὰ εἶναι κατώτερο τοῦ προορισμοῦ του, ἀλλὰ νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὴν εὐγένεια τῆς φύσεώς του. Κάτι τέτοιο ὅμως δυσχεραίνει καὶ πολλὲς φορὲς καθιστᾶ ἀδύνατο, ἡ παρουσία τῆς ἁμαρτίας στὴ φύση του, τὴν ὁποία σύρει μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεόκαὶ τὴν ὁδηγεῖ στὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο. Ὁ κίνδυνος εἶναι πολὺ μεγάλος. Ἡ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς, γιὰ τὴν ὁποία μίλησε ὁ Σωτήρ22, εἶναι ἐπικείμενη καὶ ὁρατή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀνατείνει ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεό, ποὺ εἶναι «θεαρχικὴ παντουργικὴ Τριάς», δηλαδὴ διακρίνεται σὲ τρία θεαρχικὰ καὶ παντοδύναμα πρόσωπα, ἀλλὰ συγχρόνως εἶναι καὶ «ἀσύγχυτος Μονάς», δηλαδὴ οἱ ὑποστάσεις της δὲν ἐπιφέρουν σύγχυση στὴν ἁπλῆ καὶ ἀσύνθετη φύση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι διακρίσεις ἀσύγχυτες μεταξύ τους, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν κατακερματίζουν τὴν ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας, ὥστε νὰ διασπᾶται αὐτὴ σὲ τρία μέρη καὶ νὰ διατέμνεται. Ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ ψυχὴ ζητᾶ φωτισμὸ καὶ σύνεση, ὥστε νὰ διακρίνει καὶ νὰ πράττει τὸ θέλημά του, ποὺ εἶναι ἅγιο, ἀγαθὸ καὶ τέλειο. Γιατὶ γνωρίζει, ὅτι μόνο μὲ τὴ διάπραξη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ὡς εἰκόνα Θεοῦ, νὰ ζήσει ἄξια τῆς κλήσεώς της, κατευθυνόμενη στὴν πορεία τοῦ θεωτικοῦ δυναμισμοῦ της. Μόνο στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸ καὶ εὐάρεστο23 μπορεῖ νὰ ζήσει ἐλεύθερα στὸ φωτεινὸ χῶρο τῆς θείας βασιλείας, νὰ τύχει τῆς σωτηρίας της.
Θεοτοκίον.
«Τέτοκας τῆς Τριάδος τὸν ἕνα Πανάχραντε, θεαρχικώτατον Υἱόν, σωματωθέντα δι᾿ ἡμᾶς, ἐκ σοῦ καταυγάζοντα, τοὺς γηγενεῖς τῆς τριση- λίου Θεότητος, τῷ ἀνεσπέρῳ φωτὶ καὶ ταῖς λάμψεσιν». |
Ἔχεις γεννήσει, Πανάχραντε, τὸν ἕνα τῆς Τριά- δος θεαρχικώτατον Υἱόν, ποὺ σωματώθηκε ἀπὸ τὴ φύση σου γιὰ μᾶς, καὶ φωτίζει τοὺς θνητοὺς μὲ τὸ ἄδυτο φῶς καὶ τὶς λάμψεις τῆς τρισηλίου θεότητος. |
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σωματώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία. Πῆρε ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν καθαρὴ καὶ ἄσπιλη φύση του25, στὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχε ἡ ἁμαρτία τοῦ προπάτορα, γιατὶ ἦταν φύση ποὺ συνελήφθη καὶ γεννήθηκε ἔξω ἀπὸ τὰ κοινὰ μέτρα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ποὺ ἔχει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὴ γενετικὴ ρίζα τοῦ Ἀδάμ.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο. «Τὸν δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν...», λέγει χαρακτηριστικὰ τὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἂν δὲν ἁμάρτανε ὁ ἄνθρωπος, θὰ ἐσαρκοῦτο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ; Πιθανόν. Τὴν ἀπόκρυφη βουλὴ τοῦ Θεοῦ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀγνοοῦμεν. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ πτώση ἐπροκάλεσε τὴ σάρκωση. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἡ ζήτηση δὲν ἔχει πολὺ νόημα.
Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὴ γῆ γιὰ νὰ καταυγάσει τοὺς γηγενεῖς μὲ τὸ ἀνέσπερο φῶς καὶ τὶς λάμψεις τῆς τρισηλίου θεότητος. «Φῶς ἱλαρόν», ὁ ἴδιος, «ἁγίας δόξης», ἀστράπτον ἐκ τοῦ «ἀνεσπέρου φωτὸς» (Ἐπιλύχνιος Εὐχὴ), καθὸ «ἀπαύγασμα» τῆς οὐσίας καὶ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρὸς26, σκορπίζει τὸ φῶς καὶ τὴν ἄκτιστη λάμψη τῆς θείας του ἐνέργειας στοὺς σκοτισμένους ἀπὸ τὴν ἀγνωσία τῆς πλάνης ὀφθαλμοὺς τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, διανοίγοντάς τους νὰ κατανοήσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πραγμάτων καὶ νὰ δοῦν συγχρόνως καὶ τὴ δική τους ἀλήθεια, τὴν κτισμένη στὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὸ θεῖο φῶς καὶ ἐδῶ φέρεται ὡς ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ ἔσχατο τέλος τῶν λογικῶν κτίσεων.
Κάθισμα.
«Τριάδα τὴν σεπτήν, καὶ ἀμέριστον φύσιν, προσώποις ἐν τρισί, τεμνομένην ἀτμήτως, καὶ μένουσαν ἀμέριστον, κατ᾿ οὐσίαν Θεότητος, προσκυνήσωμεν, οἱ γηγενεῖς μετὰ φόβου, καὶ δοξάσωμεν, ὡς Ποιητὴν καὶ Δεσπότην, Θεὸν ὑπεράγαθον». |
Τὴ σεπτὴ Τριάδα καὶ ἀμέριστη φύση, ποὺ σὲ τρία πρόσωπα τέμνεται ἀτμήτως καὶ παραμένει ἀμέριστη, οἱ γήϊνοι ἄνθρω- ποι μὲ εὐλαβικὸ φόβο ἂς δοξάσουμε τὸν ὑπεράγαθο Θεό, ποὺ εἶναι ποιητὴς καὶ δεσπότης τοῦ σύμπαντος. |
Δόξα καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
«Κυβέρνησον Ἁγνύ, τὴν ἀθλίαν ψυχήν μου, καὶ οἴκτειρον αὐτήν, ὑπὸ πλήθους πταισμάτων, βυθῷ ὀλισθαίνουσαν, ἀπαλείας Πανάμωμε· καὶ ἐν ὥρᾳ με, τῇ φοβερᾷ τοῦ θανάτου, σὺ ἐξάρπασον, κατηγορούντων δαιμόνων, καὶ πάσης κολάσεως». |
Κυβέρνησον Ἁγνὴ τὴν ἀθλία μου ψυχὴ καὶ λυπήσου την, Πανάμωμε, ὀλισθαίνουσαν, ἕνεκα τῶν πολλῶν της πταισμάτων, στὸ βυθὸ τῆς ἀπώλειας. Καὶ κατὰ τὴ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου, ἐξάρπασέ με ἀπὸ τοὺς κατηγοροῦντες δαί- μονες καὶ ἀπὸ κάθε εἶδος κολάσεως. |
Οἱ πιστοὶ προσφεύγουν στὴ Θεοτόκο καὶ τὴν παρακαλοῦν νὰ κυβερνήσει τὶς ψυχὲς τους στὴν πορεία τους πρὸς τὸ ἀγαθό, σ᾿ ἕνα κόσμο ποὺ κυβερνᾶται ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς καὶ δόλιες δυνάμεις τῆς ἁμαρτίας. Ζητοῦν τοὺς οἰκτιρμούς της, γιατὶ βαρύνονται ἀπὸ πταίσματα πολλά, τὰ ὁποῖα τοὺς πνίγουν καὶ ἀπειλοῦν νὰ τοὺς ἐξωθήσουν στὸ βυθὸ τῆς αἰώνιας ἀπώλειας. Ἡ ἁμαρτία τοὺς σαγηνεύει, παραλύει τὶς ψυχές τους καὶ τὶς ἕλκει ἀκατανίκητα στὸ βάραθρο τοῦ αἰώνιου πνευματικοῦ θανάτου. Παράλληλα, ἀτενίζουν τὰ ἔσχατα. Βλέπουν τὴ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου, ἐκεῖ ποὺ ἡ ὕπαρξη κόβεται μπροστὰ στὸ σκοτεινὸ καὶ ἀδιάγνωστο. Βλέπουν τὰ πονηρὰ πνεύματα, οἱ σκοτεινὲς ὄψεις τῶν ὁποίων τοὺς κατηγοροῦν καὶ διεκδικοῦν τὶς ψυχές τους στὸ σκοτεινὸ καὶ ἀπαίσιό τους βασίλειο. Οἱ στιγμὲς ἐκεῖνες εἶναι πραγματικὰ τραγικές, ὁ ὕστατος καὶ μέγιστος πειρασμός! Πέρα ἀπὸ αὐτὰ χαίνει ἡ ἄβυσσος τῆς κολάσεως, ἡ ζωὴ χωρὶς Θεό, ἡ ἐρημία τῆς χάριτος, ὁ πόνος τῆς καυτῆς βασάνου καὶ ὁ σπαραγμὸς τῆς ὑπάρξεως. Καὶ ζητοῦν τὴ βοήθεια τῆς στοργικῆς καὶ δυνατῆς Μάνας. Αὐτὴ μπορεῖ νὰ τοὺς ἁρπάσει ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο. Τὸ ἴδιο ἀπευθύνουν καὶ στὴν εἰδικὴ προσευχὴ πρὸς τὴν Θεομήτορα· «καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου μου, τὴν ἀθλίαν μου ψυχὴν περιέπουσα καὶ τὰς σκοτεινὰς ὄψεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων πόρρω αὐτῆς ἀπελαύνουσα».
ᾨδὴ ζ´
«Λόγε Θεοῦ, συμφυὲς ἀπαύγασμα, τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ, ὡς ὑπέσχου τὴν παρὰ σοῦ, θεουργὸν ἐνοίκησιν, ποίησον ὡς εὔχπλαγχνος, σὺν τῷ Πατρί σου καὶ τῷ Πνεύματι, καὶ φοβερὸν τοῖς δαίμοσί με, δεῖξον καὶ πάθεσι». |
Λόγε τοῦ Θεοῦ, σὺ ποὺ εἶσαι τὸ συμφυὲς ἀπαύγασμα τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ, ὅπως ὑποσχέθηκες (στοὺς πιστοὺς) τὴ θεοποιητική σου ἐνοίκηση, κάμε ὡς εὔχπλαχνος (νὰ ἐνοικήσεις καὶ σὲ μένα) μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα σου, καὶ ἀνάδειξέ με φοβερὸ στὰ πάθη καὶ στοὺς δαίμονες. |
Ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική του προσευχὴ λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος ὑποσχέθηκε νὰ ἐνοικήσει στοὺς μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους φυσικὰ τοὺς πιστούς, καὶ νὰ τοὺς συγκρατεῖ στὴν ἑνότητα καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Οἱ πιστοὶ ποθοῦν τὴ θεία αὐτὴν ἐνοίκηση. Ζητοῦν ὅμως καὶ τὴν παράλληλη ἐνοίκηση τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὁλόκληρης τῆς ἁγίας καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος. Τὸ αἴτημα φυσικὰ εἶναι περιττό. Διότι οἱ ἐνέργειες τῶν προσώπων τῆς Τριάδος εἶναι κοινές. Ὅπου ἐνεργεῖ ὁ Υἱός, ἐκεῖ συμπαρίστανται καὶ συνενεργοῦν ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Δὲν ὑπάρχουν ἀπολελυμένες ἐνέργειες στὴν ἁγία Τριάδα. Οἱ πιστοὶ ὅμως ποθοῦν τὸν πλεονασμὸ καὶ ἐπαναλαμβάνουν τὸ αὐτονόητο, γιατὶ στὴν Τριάδα βρίσκεται ριζωμένη καὶ πάλλει ἡ καρδία τους. Δὲν κουράζονται, γιατὶ βλέπουν τὸν Θεό τους σὲ κάθε περίπτωση Τριαδικὸ καὶ τρισυπόστατο.
Ἡ ἐνοίκηση τοῦ Χριστοῦ στὶς ψυχὲς εἶναι θεουργός. Κάνει τὸν ἄνθρωπο θεό, διὰ τῆς χάριτος καὶ τῆς ἄκτιστης θείας του ἐνέργειας. Σ᾿ αὐτὸ φυσικὰ πρέπει νὰ συνεργήσει καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν πίστη καὶ τ᾿ ἀγαθὰ ἔργα του. Ὅταν ὑπάρχουν αὐτὰ τὰ δύο ὁ πιστὸς καθίσταται φοβερὸς στοὺς δαίμονες, τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ὁποίων πλήττει ἀνελέητα τὸ ἔκπαγλο φῶς τῆς ἀρετῆς. Ὁμοίως καὶ τὰ πάθη ἀφανίζονται μπροστὰ στὴ λάμψη τῆς θείας ἀστραπῆς.
«Ἵνα τῆς σῆς, εὐσπλαγχνίας Δέσποτα, δείξῃς τὸ πέλαγος ἡμῖν, τὸν Υἱόν σου πρὸς τὴν ἡμῶν, πέμψας ταπεινότητα, αὖθις ἀνεμόρφωσας, πρὸς τὴν ἀρχαίαν λαμπρότητα. Ἀλλὰ καὶ νῦν, τῷ θείῳ με συνέτισον Πνεύματι». |
Μὲ σκοπό, Δέσποτα, νὰ δείξεις σὲ μᾶς τὸ πέλα- γος τῆς εὐσπλαγχνίας σου, ἀφοῦ ἔστειλες τὸν Υἱόν σου πρὸς τὴ δική μας ταπεινότητα, τὴν ἀναμόρφωσες καὶ πάλι πρὸς τὴν ἀρχαία (τῆς φύσεως) λαμπρότητα. Ἀλλὰ καὶ τώρα συνέτισὲ με μὲ τὸ θεῖο Πνεῦμα σου. |
Σκοπὸς τῶν παθημάτων αὐτῶν ἦταν ὁ ἁγιασμὸς τῆς ἀνθρωπίνης ταπεινότητος καὶ ἡ ἀναμόρφωσή της στὴν ἀρχέγονη τῆς φύσεως εὔκλεια. Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ μετὰ τὴν παράβαση ἦταν παραμορφωμένη στὸ αἶσχος καὶ τὴν ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπέβαλε τὰ ράκη τῆς φθορᾶς μὲ τὰ ὁποῖα τὴν ἔντυσε ἡ ἀρχαία ἀδαμικὴ παράβαση, καὶ ντύθηκε καὶ πάλι τὴ στολὴ τὴν πρώτη ποὺ εἶχε ἡ φύση, ὅταν πρωτοβγηῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ δημιουργοῦ. Ἡ ἀναπαλαίωση τῆς φύσεως, ἡ ἀποκατάσταση τῆς «εἰκόνος» στὸ ἀρχαῖο προπτωτικὸ κάλλος της ἀποτελοῦσαν τὸ τέλος, τὸν εἰδικὸ σκοπὸ τῆς θείας τοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως.
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἀναγεννημένος στὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, δὲν παύει, ὡς ἐλεύθερος νὰ εἶναι ἀνοικτὸς στὴν πτώση29 στὴν ἁμαρτία καὶ στὴν ἀπώλεια, ζητᾶ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὸν συνετίσει μὲ τὸ πανάγιο Πνεῦμά του, ὥστε νὰ βλέπει καθαρὰ καὶ νὰ ἐργάζεται τὸ ἀγαθό, ὑπερνικώντας τὶς δολερὲς καὶ θανάσιμες παγίδες τῆς ἁμαρτίας.
Θεοτοκίον.
«Ὁ Χερουβίμ, θρόνῳ ἐποχούμενος, καὶ τῶν ἁπάντων Βασιλεύς, ἐν γαστρί σου παρθενικῇ ᾤκησε Πανά- χραντε, πάντας ἐκλυτρούμενος, ἐκ τῆς φθορᾶς ὡς φιλάνθρωπος. Ἀλλὰ καίνῦν, ταῖς σαῖς πρεσβείαις με περιφρούρησον». |
Αὐτὸς ποὺ σὰν θρόνο του ἔχει τὰ Χερουβὶμ καὶ εἶναι βασιληὰς τῶν ὅλων, κατοίκησε στὴν παρθενική σου γαστέρα (μήτρα) Πανάχραντε, σώζοντας ὅλους ἀπὸ τὴ φθορά, ὡς φιλάνθρωπος. Ἀλλὰ καὶ τώρα διὰ τῶν πρεσβειῶν σου περιφρούρησέ με. |
Στὴ μήτρα τῆς Παρθένου οἰκήσας ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἔσωσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο. Ἔσωσε ὅλους φυσικὰ μὲ τὴν ἔννοια, ὅτι καταβλήθηκε στὴ μήτρα τῆς Παρθένου ἡ δυνατότητα σωτηρίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, διότι γιὰ τὴν προσωπική του σωτηρία ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ συνεργήσει καὶ ὁ ἴδιος. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἡ λύτρωση τοῦ γένους ἐκ τῆς φθορᾶς, στὴν ὁποία ἐπικεντρώνεται τὸ ἀγαθὸ τῆς ἀπολυτρώσεως, εἶναι ἔργο καθολικὸ τῆς φύσεως, ὅπως καθολικὸ ἔργο τῆς φύσεως εἶναι καὶ ἡ κληρονομία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.
Οἱ πιστοὶ ζητοῦν ἀπὸ τὴ Θεοτόκο τὴ μεσιτεία καὶ τὶς πρεσβεῖες της γιὰ νὰ περιφρουρηθοῦν ἀπὸ τὶς λυσσαλέες ἐπιθέσεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων καὶ κρατηθοῦν ἀνέπαφοι στὸ ἀγαθὸ καὶ τὴν ἀρετή.
ᾨδὴ η´
«Νεύματι θεουργικῷ Κύριε πάντων, τρισυπόστατε καὶ παντοκράτορ, οὐρανοὺς ἐξέτεινας ὡσεὶ δέρριν, εἶτα καὶ γῆς, ἀπῃώρησας τὸ βάθος πανσθενεῖ σου δρακί. Διὸ καὶ τοὺς δούλους σου κραταίωσον, τῇ ἀγάπῃ καὶ πίστει τῇ σῇ φιλάνθρωπε, ἵνα σε δοξά- ζωμεν πόθῳ εἰς αἰῶνας». |
Μὲ ἕνα σου θεουργικὸ νεῦμα Κύριε τῶν ὅλων, τρισυ- πόστατε καὶ παντοκράτωρ, τοὺς οὐρανοὺς ἐξέτεινες ὡσεὶ δέρριν (σὰν τεντωμένο δέρμα), καὶ ἀκολούθως ἐκρέμασες τὸ βάθος τῆς γῆς κάτω ἀπὸ τὴν πανσθενῆ σου παλάμη. Διὰ τοῦτο καὶ τοὺς δούλους σου κραταίωσε φιλάνθρωπε, στὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη σου, γιὰ νὰ σὲ δοξάζουμε μὲ πόθο στοὺς αἰῶνες. |
«Φώτισον θεαρχικὸν φῶς τοὺς ὑμνοῦντας, τὸ τρισήλιον φῶς τοῖς προσώποις, ἑνιαῖον αὖθις δὲ τῇ οὐσίᾳ, καὶ πρὸς τὰς σάς, φωτοδότιδας ἀκτῖνας ἐπιβλέπειν ἀεί· δι᾿ ὧν χορτασθήσομαι τὴν δόξαν σου, τὴν γλυκεῖαν καὶ φωτουργὸν καὶ πανόλβιον, καὶ ὑπερυψῶ σε πιστῶς εἰς τοὺς αἰῶνας». |
Φώτισε θεαρχικὸ φῶς αὐτοὺς ποὺ ὑμνοῦν τὸ τρισήλιο φῶς τῶν προσώπων, ποὺ συγχρόνως εἶναι ἑνιαῖο κατὰ τὴν οὐσία, καὶ κάνε νὰ βλέπουμε παντοτινὰ τὶς φωτοδότιδες ἀκτῖνες σου, διὰ τῶν ὁποίων θὰ χορτάσω τὴ δόξα σου, τὴ γλυκειὰ καὶ φωτουργὸ καὶ πανόλβιο· ἐγὼ δὲ θὰ σὲ μεγαλύνω μὲ πίστη στοὺς αἰῶνες. |
Μέσα σὲ μιὰ τέτοια γενναιόδωρη παροχή, σὲ μιὰ τέτοια ἀνεκλάλητη δόξα, τὸ θεόμορφο πνεῦμα ἀναλύεται σὲ αἰώνιο ἔπαινο τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ εὐδοκίας. Σὰν μικρὸς θεὸς ἀνυμνεῖ τὸν παμμέγιστο Θεὸ τῆς δόξης!
Θεοτοκίον.
«Ὕψωσεν εἰς οὐρανοὺς τὴν τῶν ἀνθρώπων, προσ- λαβόμενος φύσιν ἀτρέπτως, ὁ Υἱός σου πάναγνε Θεοτόκε, ὑπερβολῇ ἀγαθότητος, ρυσάμενος τῆς πάλαι φθορᾶς· ᾧ καὶ εὐχαρίστως ἀναμέλπομεν· Εὐλογείτω ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερ- υψούτω εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». |
Ὁ Υἱός σου πάναγνε Θεοτόκε, ἀφοῦ προσέλαβε ἀ- τρέπτως τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ὕψωσε στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγαθότητα μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν παλαιὰ τῆς ἁμαρτίας φθορά· πρὸς τὸν ὁποῖον εὐχαρίστως ψάλλουμε· ἂς εὐλογεῖ ὁλόκληρη ἡ κτίση τὸν Κύριο καὶ ἂς τὸν μεγαλύνει σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. |
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ σάρκωσή του ἀπὸ τὴν πάναγνη Μητέρα του ἀνύψωσε στοὺς οὐρανοὺς τὴν πεσοῦσα στὴν ἁμαρτία φύση τῶν ἀνθρώπων, τὴν ὁποίαν ἐλύτρωσε ἀπὸ τὴν ἀρχέγονη φθορά, ποὺ εἶχε σὰν συνέπειά της ἡ εἰς τὴν ἁμαρτία πτώση τοῦ Ἀδάμ. Ὅλα αὐτὰ ἐνήργησεν ὁ Λόγος ἀπὸ ὑπερβολικὴν ἀγαθότητα, ἀπὸ ἀγάπη32 πρὸς τὸ πλάσμα του ποὺ τόσο ἀλόγιστα ἔφυγε ἀπὸ κοντά του καὶ ἔπεσε στὸ βάραθρο τῆς πενυματικῆς διαφθορᾶς.
Ἀπὸ εὐγνωμοσύνη οἱ ἄνθρωποι, μαζὶ μὲ ὁόκληρη τὴν κτίση ποὺ καὶ αὐτὴ γεύτηκε τοὺς καρποὺς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, συνθέτουν παναρμόνιο μέλος στὸ Σωτῆρα καὶ πλάστη τους.
ᾨδὴ θ´
«Σῶσον ὁ σωτὴρ τῆς κτίσεως, τῆς αἰσθητῆς καὶ νοουμένης τοὺς δούλους σου, τῆς τῶν δυσμενῶν ἐπιβου- λῆς καὶ κακώσεως, παναγία Τριὰς ὁμοούσιε, καὶ φρούρει τὴν σὴν ποίμνην, διὰ παντὸς ἀνεπιβούλευτον». |
Σῶσε ὁ σωτὴρ τῆς αἰσθητῆς καίνοουμένης κτί- σεως τοὺς δούλους σου, ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ καὶ κά- κωση τῶν δυσμενῶν (περιστάσεων καὶ κακῶν), παναγία καὶ ὁμοούσιε Τριάς, καὶ φύλασσε διὰ παντὸς ἀνεπιβούλευτη τὴν ποίμνη σου. |
Ἡ δέηση εἶναι νὰ σώσει ὁ Σωτὴρ τοὺς δούλους του ἀπὸ πάσης ἐπιβουλῆς καὶ κακώσεως, ποὺ εἶναι τόσες πολλὲς στὸν καὶ φθαρτὸ αὐτὸ κόσμο καὶ πολεμοῦν μὲ ἀγριότητα τοὺς εὐσεβεῖς καὶ δικαίους, ποὺ θέλουν νὰ εἶναι ἀφοσιωμένοι στὸ ἀγαθὸ καίνὰ τηροῦν πιστὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
Ὅσοι πιστεύουν στὴν παναγία Τριάδα καὶ τὴ δοξάζουν μὲ τὰ ἔργα τους ἀποτελοῦν τὴν πνευματικὴ ποίμνη της, τὴν ὁποίαν προσάγει καὶ συνάπτει μ᾿ αὐτὴν ὁ Χριστὸς μὲ τὸ σωτήριο ἔργο του. Ἡ ποίμνη αὐτὴ πρέπει νὰ παραμένει ἀνεπιβούλευτη ἀπὸ τὸ ἐπίβουλο μένος τῶν πολλῶν ἐχθρῶν της, οἱ ὁποῖοι ἐπιζητοῦν νὰ τὴν ἀφανίσουν. Ἡ ἐπιβουλὴ κυρίως προέρχεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι πλήττουν τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ (τὴν Ἐκκλησία) στὴν ἐσώτερή της ὑπόσταση, προσβάλλοντας τὴν ἀλήθειά της καὶ καταλύοντας τὸ σύνδεσμο τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος τὴν συνάπτει μὲ τὴ θεότητα. Οἱ αἱρέσεις πλήττουν ἀνεπανόρθωτα τὴν Ἐκκλησία, εἶναι τὸ δηλητήριο τῆς πνευματικῆς της ζωῆς, ὁ θάνατος πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατο.
«Ἵνα τὸν βυθὸν τὸν ἄπειρον, τῆς οὐσιώδους δείξῃς σου ἀγαθότητος, δέδωκας ἡμῖν ἐπαγ- γελίας τρισήλιε, καὶ μονάρχα Θεὲ παντοδύ- ναμε, σωστικὰς τοῖς σοῖς δούλοις, ἃς ἐκπλη- ρῶσαι καταξίωσον». |
Γιὰ νὰ δείξης τὸν ἄπειρο βυθὸ τῆς οὐσιώδους σου ἀγαθότητος, Θεὲ τρισήλιε καὶ μονάρχη παντοδύναμε, ἔδωκες σὲ μᾶς τοὺς δούλους σου ἐπαγγελίες σωτήριες, τὶς ὁποῖες καταξίωσέ μας νὰ ἐκπληρώσουμε. |
Θεοτοκίον.
«Νεῦσον ταῖς ἡμῶν δεήσεσιν, ὁ ἐν τρισὶ θεαρχι- καῖς ὑποστάσεσι, μόνος εἷς Θεὸς ἀληθινὸς πιστευό- μενος, καὶ παράσχου σοῖς δούλοις, παράκλησιν, πρεσβείαις τῆς ἀχράντου, καὶ πανυμνήτου Θεο- μήτορος». |
Ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὶς δεήσεις μας ὁ ἕνας καὶ μόνος πιστευόμενος ἀληθινὸς Θεός, ὁ διακρινόμενος σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, καὶ δώρησε στοὺς δούλους σου παράκληση, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς ἄχραντης καὶ πανύμνητης Θεομήτορος. |
ΗΧΟΣ Β´
Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ
Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Τὸ Τρισσὸν ὑμνῷ τῆς Θεαρχίας σέλας.
ᾨδὴ α´
«Τὴν τριττὴν καὶ μίαν ἀρχικήν, φύσιν τῆς Θεότητος, ἆσματικῶς ἀνυμνήσωμεν λέγον- τες· Τοῦ ἐλέους πέλαγος ἀνεξάντλητον, οὐ- σιῶδες ὡς ἔχουσα, σὲ τοὺς προσκυνοῦντας φρούρησον, καὶ σῶσον ὡς φιλάνθρωπος». |
Τὴν τριττὴ καὶ μίαν ἀρχικὴ φύση τῆς θεότη- τος, ἂς ἀνυμνήσουμε μὲ ἄσματα, λέγοντες· Σὺ ποὺ ἔχεις στὴν οὐσία σου ἀνεξάντλητο τὸ πέλαγος τοῦ ἐλέους, φρούρησε αὐτοὺς ποὺ σὲ προσκυνοῦν καὶ σῶσε τους ὡς φιλάνθρωπος. |
Τὸ θεῖον ἔλεος ἐπιζητοῦν μὲ πόθο οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεό, τὸν ὁποῖον προσκυνοῦν, καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς φρουρήσει καθαροὺς καὶ ἀπρόβλητους ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων καὶ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας, ὡς φιλάνθρωπος.
«Ὁ πηγὴ καὶ ρίζα πεφυκώς, ὁ Πατὴρ ὡς αἴ- τιος, τῆς ἐν Υἱῷ καὶ ἁγίῳ σου Πνεύματι, συμ- φυοῦς θεότητος τὸ τρισήλιον τῇ καρδίᾳ μου πήγασον σέλας, καίμεθέξει λάμπρυνον, τῆς θεουργοῦ ἐλλάμψεως». |
Σύ, ὁ Θεὸς Πατήρ, ποὺ εἶσαι ἡ πηγὴ καὶ ἡ ρίζα καὶ ἡ αἰτία τῆς συμφυοῦς θεότητος τοῦ Υἱοῦ σου καὶ τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος, πήγασε στὴν καρδιά μου τὸ τρισήλιό σου φῶς καὶ λὰμ- πρυνε αὐτὴν μὲ τὴ μέθεξη τῆς θεουργικῆς σου ἐλλάμψεως. |
Ἀφοῦ θέσει τὸ δόγμα τῆς μοναρχίας στὸν Θεό, ὁ ὑμνωδὸς κινεῖται στὸ θέμα τὸ ποθεινόκαὶ θελξικάρδιο, τὸ ὁποῖο ἀσφυκτικὰ κυριαρχεῖ στὴν εὐσέβεια τῆς ὀρθόδοξης καρδίας, τὴ μέθεξη μὲ τὸ τρισήλιο σέλας, ὅπου ἡ θεουργὸς ἔλλαμψη θεοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο. Πρόκειται γιὰ τὴ θέωση τοῦ καθαροῦ πλάσματος, ἡ ὁποία γίνεται διὰ τῆς μετουσίας τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας. Εἶναι τὸ τέλος τὸ ποθητὸ καὶ ἐράσμιο, ποὺ σφραγίζει τὴ λογικὴ ὕπαρξη στοὺς κόλπους τῆς τριαδικῆς θείας δόξας καὶ λαμπρότητος.
«Τριφεγγὴς Μονὰς θεαρχική, πᾶσαν διασκέδα- σον, ἁμαρτιῶν καὶ παθῶν μου τὴν ζόφωσιν, φω- τεινῶν ἀκτίνων σου, γλυκυτάταις ἐν μετουσίαις, καὶ ποίησον, σοῦ τῆς ἀπροστάτου, δόξης με ναόν, καὶ σκηνὴν ἄχραντον». |
Μονάδα τριφεγγὴς καὶ θεαρχική, σκόρπισε (ἀπὸ τὴν ψυχή μου) κάθε ζόφωση προερχόμενη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ πάθη μου διὰ τῆς γλυκυτάτης μεθέξεως τῶν φωτεινῶν ἀκτίνων σου καὶ κάνε με νὰ γίνω ναὸς τῆς δόξας σου ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παρασταθεῖ, καὶ σκηνὴ ἄχραντη. |
Ἔχει ὅμως ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς σου. Δὲν φιλοξενεῖ στὴν ψυχή του εὔκολες ἐλπίδες καὶ ὄνειρα. Ξέρει ὅτι τῆς θείας μετουσίας ἀξιώνονται μόνον οἱ «καθαροὶ τῇ καρδίᾳ36. Οἱ ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴ ζόφωση τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπὸ τὶς συστροφὲς τῶν παθῶν, ποὺ ἐμποδίζουν τὸ μακάριο φῶς τοῦ Χριστοῦ νὰ φωτίσει τὸ νοερὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς. Οἱ φωτεινὲς ἀκτῖνες τῆς θείας ἐνέργειας δὲν μποροῦν νὰ εἰσχωρήσουν στὴν ἀκάθαρτη ψυχή, ν᾿ ἀποδιώξουν τὴν ἀχλὺ τῶν παθῶν ποὺ ἀσφυκτικὰ τὴν περιβάλλει καὶ νὰ δώσουν τὴ γλυκύτατη χαρὰ στὸ ἁμαρτωλὸ πλάσμα. Ἔτσι οἱ σκοτισμένοι ἄνθρωποι μένουν ἀνύποπτοι γιὰ τὴ θεία δωρεά, πού, ἂν καὶ διαρκῶς ἐκχώνεται ἀπὸ τὴν ἀγαθόδωρη οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ περιβάλλει τὰ πάντα, δὲν γίνεται αἰσθητὴ σὲ κείνους ποὺ κρατοῦν σβηστὸ τὸ λυχνάρι τῆς ψυχῆς τους, παραδομένοι στὴ σκοτεινότητα τῆς ἀγνωσίας καὶ τῆς πλάνης.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ παλέψει σύντονα κατὰ τῆς ἁμαρτωλότητος τῆς φύσεώς του, γιὰ νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ ζόφωση τῆς ἁμαρτίας. Τὸ πρᾶγμα φυσικὰ δὲν εἶναι εὔκολο. Θὰ λέγαμε μάλιστα ἀδύνατο, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἀφεθεῖ στὶς δικές του φυσικὲς δυνάμεις. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει στὸν ἀγῶνα του, ἔχει ἀνάγκη ἄμεση τῆς θείας ἐπικουρίας. Ἀπευθύνεται, λοιπόν, στὴν τριφελλῆ θεαρχικὴ Μονάδα καὶ ζητᾶ βοήθεια, ἡ τριαδικὴ χάρη της νὰ διασκεδάσει ἀπὸ τὴν ψυχή του τὰ σκοτεινὰ σύννεφα τῆς ἁμαρτίας, τὸν πυκνὸ ζόφο τῶν παθῶν, ὥστε νὰ ἔλθει ἡ φωτοειδὴς ἐνέργεια νὰ κατοικήσει στὸ ναὸ τῆς ψυχῆς του, νὰ σκηνώσει στὰ ἄδυτα τῆς καρδίας του, νὰ τὸν φωτίσει καὶ νὰ τοῦ δώσει τὴν ἄρρητη χαρὰ τῆς θείας μετουσίας.
Θεοτοκίον.
«Ροῦν τὸν πρὶν τῆς φύσεως ἡμῶν, πεπονθυίας ἄτοπον, καὶ πρὸς φθορὰν ὀλισθησάσης Ἄχραν- τε, σαρκωθεὶς ἐν μήτρᾳ σου, ὁ Θεὸς Λόγος, φιλανθρώπως ἀνέστειλε, καὶ τὴν Θεαρχίαν τρίφωτον, ἡμᾶς ἐμυσταγώγησεν». |
Τὸν παλαιὸν ἄτοπο ροῦν (τὸ κατρακύλισμα) ποὺ ὑπέστη
ἡ φύση μας (διὰ τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδὰμ) καὶ ὀλίσθησε πρὸς τὴ φθορά, ὁ Θεὸς Λόγος, σαρκωθεὶς στὴ μήτρα σου Ἄχραντε, ἀνέκοψε ἀπὸ φιλανθρω- πία, καὶ μᾶς ὁδήγησε στὸ μυστήριο τῆς τρίφωτης θεαρχίας. |
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος εἶχε σὰν σκοπὸ τῆς ζωῆς του νὰ μοιάσει κατὰ χάριν μὲ τὸν πλάστη του. Μὲ τὴν πτώση ὅμως τοῦ Ἀδὰμ ὁ ροῦς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ξέφυγε ἀπὸ τὴ φυσικότητὰ του, ἀκολουθώντας πορείαν ἄτοπη καὶ καταστροφική. Ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ὁδηγηθεῖ ἡ φύση πρὸς τὴ φθορά, ποὺ ἦταν τὸ εἰδικὸ τίμημα τῆς ἀποστασίας. Στὴ φθορὰ τὸ πλάσμα, τὸ θεοειδὲς καὶ θεόμορφο, ἔχασε τοὺς φωτεινοὺς χαρακτῆρες του, ντυμένο στὸ σκοτεινὸ αἶσχος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ θαν‘του. Αὐτὸ τὸ ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο κατάντημα θὰ εἶχε στὸ τέλος ὁ πεπτωκὼς ἄνθρωπος, ἂν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν ἀνελάμβανε ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία τὴ σωτηρία του. Ἔτσι ἔγινε ἄνθρωπος στὴ μήτρα τῆς ἄχραντης κόρης. Ἕνωσε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, σταλάζοντας στὴ φύση τοῦ δυστυχισμένου πλάσματος τὴ ζωὴ τῆς θεότητος. Στὸ θεῖο του μυστήριο ὁ Λόγος ἀνέστειλε τὸν «ἄτοπον ροῦν» τῆς πεσμένης φύσεως, ἐπανατοποθετώντας την στὴ φυσικότητα τῆς θείας της ἀλήθειας, στὴ ζωὴ τὴν ἄφθαρτη καὶ ἀθάνατη, ποὺ μόνο κοντὰ στὸν Θεὸ εἶναι δυνατή. Τὸ εἰδικὸ νόημα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἦταν ἡ ἀπαλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ σκοτισμὸ τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν εἰδωλικὴ πλάνη τῶν πραγμάτων, καὶ ἡ θεία του μυσταγώγηση στὸ μυστήριο τῆς τρίφωτης Θεαρχίας, στὴν ἐπίγνωση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖον ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ ζωὴ37 καὶ ἡ χαρά.
ᾨδὴ γ´
«Ἰσότητι τῆς φύσεως Θεαρχία, ὁμότιμον δο- ξάζω σε τοῖς προσώποις· ζωὴ γὰρ ἐκ ζωῆς σὺ προελθοῦσα, ἀρρεύστως πέφυκας, εἷς ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔστιν Ἅγιος, πλήν σου Κύ- ριε». |
Τὴ Θεαρχία δοξάζω ὡς ἴση κατὰ τὴ φύση καὶ ὁμότιμη κατὰ τὰ πρόσωπα· διότι προελθοῦσα ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωή, ὑπάρχεις ἀρρεύστως ἕνας Θεὸς ἡμῶν καὶ δὲν ὑπάρχει Ἅγιος ἐκτὸς ἀπὸ ἐσένα, Κύριε. |
Ἡ Θεαρχία (ὁ Θεὸς) εἶναι «ζωὴ ἐκ ζωῆς» Ἡ φράση ἐκφράζει τὸν τρόπο προελεύσεως τῶν θεαρχικῶν θείων ὑποστάσεων. Ζωὴ εἶναι ὁ Πατήρ, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζει ἡ ζωὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μιὰ δὲ εἶναι ἡ ζωὴ ὅμοια καὶ ἀπαράλλακτη, ὅπως ἕνα εἶναι τὸ φῶς τῆς λαμπάδας ποὺ διαχέεται διὰ τῆς ἁφῆς σὲ πολλὲς ἄλλες λαμπάδες. Ὁ τρόπος προελεύσεως τῆς τριαδικῆς ζωῆς εἶναι θεοπρεπής, ἀπερινόητος καὶ ἀκατάληπτος. Ἐξ αὐτοῦ πρέπει ν᾿ ἀποκλεισθοῦν σχέσεις χαρακτηρίζουσες τὴν προέλευση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὅπως ἡ «ρεῦσις» στὴ γαμικὴ σχέση, διὰ τῆς ὁποίας προέρχονται οἱ ἄνθρωποι. Οἱ σχέσεις στὴν ἁγία Τριάδα εἶναι ἀπαθεῖς καὶ ἄφθαρτες.
Ὁ Θεός, ὡς τὸ ἄπειρο καὶ ἀπαθὲς πνεῦμα, εἶναι ὁ μόνος Ἅγιος39 καὶ ἡ πηγὴ κάθε ἄλλης κτιστῆς ἁγιότητος, καὶ ὡς τέτοιος λατρεύεται ἀπὸ τὰ λογικὰ κτίσματα, ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους.
«Σὺ τάξεις τὰς ἀΰλους, καὶ οὐρανίους ὑπέ- στησας, ὡς ἔσοπτρα τοῦ σοῦ κάλλους, Τριὰς ἡ ἀδιαίρετος μοναρχία, ὑμνεῖν ἀπαύστως σε· ἀλ- λὰ καὶ νῦν ἡμῶν, ἐκ πηλίνου στόματος, δέξαι τὴν αἴνεσιν». |
Σὺ Τριάς, ἡ ἀδιαίρετη μοναρχία, τὶς ἄϋλες καὶ οὐράνιες τάξεις (τῶν ἀγγέλων) ὑπέστησες, ὡς ἔσοπτρα ἀκηλίδωτα τοῦ κάλλους σου, ὥστε νὰ σ᾿ ἀνυμνοῦν ἀσταμάτητα. Ἄλλη τώρα δέξε δέη- ση κι ἀπὸ μᾶς, ἀπὸ τὸ χωμάτινο στόμα μας. |
Στὸ ἔργο ὅμως αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ μένουν πίσω οἱ ἄνθρωποι, στὶς ψυχὲς τῶν ὁποίων ὑπάρχει ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ40. Καὶ σ᾿ αὐτὴν στίλβει ἡ μαρμαρυγὴ τῆς θείας ἐνέργειας, τὸ ἄρρητο κάλλος τῆς Τριάδος. Ὡς συγγενεύουσα μὲ τὸν Θεὸν ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, σπεύδει ὁμοίως στὴ θεία ἀνύμνηση. Σπεύδει δέ, παρὰ τὸ χοϊκό της περίβλημα, τὸ ὑλικὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο περιβάλλεται. Ἀνυμνεῖ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ διττή της σύνθεση μὲ τὰ δῶρα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸ δημιουργό, καὶ δὲν ἀρνεῖται ὁ Θεὸς τὸν αἶνο ἀπὸ τὸ πήλινο στόμα, τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος πλαστούργησε «ἐκ τοῦ χοὸς»41 καὶ τὸ ὁποῖο ἀργότερα ἁγίασε μὲ τὴν πρόσληψή του ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ στὴ μήτρα τῆς θεόνυμφης Κόρης.
Τέλος στὴν ἀνύμνηση τῆς θείας μεγαλειότητος μετέχει μὲ τὴ σειρά της καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίση, ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς πλαστουργηθεῖσα, ἡ ἁπλῆ παρουσία τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἀπὸ μόνη της, δοξολογία τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ πανσοφίας42.
«Στερέωσον τῆς Πίστεως ἐν τῇ πέτρᾳ καὶ πλά- τυνον ἀγάπης σου τῷ πελάγει, καρδίαν καὶ διά- νοιαν τῶν σῶν δούλων, Μονὰς τρισήλιε· σὺ γὰρ Θεὸς ἡμῶν, ἐφ᾿ ᾧσπερ ἐλπίζοντες, μὴ αἰσχυν- θείημεν». |
Στερέωσε στὴν πέτρα τῆς πίστεως καὶ πλάτυνε στὸ πέλαγος τῆς ἀγάπης σου τὴν καρδιὰ καὶ τὴ διάνοια τῶν δούλων σου. Μονὰς θεία καὶ τρισήλιε. Διότι σὺ εἶσαι ὁ Θεός μας στὸν ὁποῖον ἐλπίζοντες, εἴθε νὰ μὴ καταισχυνθοῦμε. |
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστεύει στὸν τριαδικὸ Θεὸ καὶ ἀσφαλίζεται στὸ πέλαγος τῆς θείας προστασίας καὶ ἀγάπης, ἐλπίζει βάσιμα ὅτι τὸ τέλος του θὰ εἶναι ἄξιο τῆς θείας δωρεᾶς. Ἐλπίζει μέχρι τέλους νὰ ζήσει κοντὰ στὸν Θεό, χωρὶς νὰ καταισχυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἀντιπαλότητα τοῦ ἐχθροῦ, ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας, ποὺ εἶναι ἐνδεχόμενο πάντοτε ἀνοικτὸ στὸν ἐλεύθερο ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει μὲ φόβο νὰ ἐργάζεται τὴ σωτηρία του46, ἀποβλέποντας πάντοτε στὴ δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ κατορθωθεῖ47. Ἡ ἐπιπολαιότητα καὶ ἡ ἀπροσεξία εἶναι κακοὶ καὶ θανάσιμοι σύμβουλοι στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴ λύτρωση.
Θεοτοκίον.
«Ὁ πᾶσαν τὴν ὑπόστασιν οὐσιώσας, τῆς κτί- σεως ἐν μήτρᾳ σου οὐσιώθη, ἀπείρῳ ἀγαθότητι Θεοτόκε, καὶ φῶς τρισήλιον, πᾶσιν ἀνέτειλε, τῆς μιᾶς Θεότητος, καὶ Κυριότητος». |
Αὐτὸς ποὺ ἔδωσε ὑπόσταση (ἔπλασε) τὴν κτίση ὁλόκληρη, ἔλαβεν ὁ ἴδιος οὐσίαν (ἀνθρώπινη) στὴ μήτρα σου Θεοτόκε, ἀπὸ ἄκραν ἀγαθότητα. (Μὲ τὴν οὐσίωσή του δὲ) ἀνέτειλε σ᾿ ὅλους τὸ τρισήλιο φῶς τῆς μιᾶς θεότητος καὶ κυριότητος. |
Τὸ θαῦμα τῆς οὐσιώσεως τοῦ Λόγου ἦταν ἀπόρροια τῆς ἄκρας ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ48. Ὁ Θεὸς ἐνεργῶν δὲν ἔχει καμιὰ ἰδιοτέλεια, δὲν ἀποβλέπει σὲ δικούς του σκοπούς. Ἡ φύση του εἶναι ἀνεπιδεής, μὴ ἐπηρεαζόμενη ἀπὸ ἐσωτερικὰ ἢ ἐξωτερικὰ ἐλατήρια. Ὅ,τι ἐνεργεῖ, τὸ ἐνεργεῖ ἀπὸ ἄκραν ἀγαθότητα, μεταδίδοντας τὸν πλοῦτο τῆς δικῆς του ἀπειροτέλειας καὶ σὲ ἄλλα ὄντα ἔξω ἀπὸ τὴ φύση του, ὥστε καὶ αὐτὰ νὰ γίνουν μέτοχα τῆς διετῆς του μακαριότητος. Εἶναι ὁ πανάγαθος πλάστης καὶ πατέρας49 τοῦ σύμπαντος.
Ἔτσι καὶ στὴ σάρκωση τοῦ Λόγου ὁ Θεὸς κινήθηκε (ἀνθρωποπαθὴς φυσικὰ ὁ λόγος) ἀπὸ ἄπειρη ἀγαθότητα, μὲ σκοπὸ νὰ σκορπίσει τὸ τρισήλιο φῶς τῆς μιᾶς Θεότητος καὶ Κυριότητός του στὰ πεσμένα πλάσματά του, νὰ τὰ φωτίσει μὲ τὴν ἀκτῖνα τῆς θείας του ἐνέργειας καὶ νὰ τὰ θεώσει στὴ μαρμαρυγὴ τῆς τριαδικῆς δόξας του.
Κάθισμα.
«Ὅτε κατ᾿ ἀρχάς, τὸν Ἀδὰμ διέπλασας Κύριε, τότε τῷ Λόγῳ σου τῷ ἐνυποστάτῳ ἐβόησας εὔσπλαγχνε· Ποιήσωμεν κατὰ τὴν ἡμετέραν ὁμοίωσιν· τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον συμπαρεῖν δημιουργόν· διὸ βοῶμέν σοι· Ποιητὰ ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι». |
Ὅταν στὴν ἀρχὴ (τῆς δημιουργίας) ἔπλασες τὸν Ἀδὰμ Κύριε, τότε μὲ τὸν ἐνυπόστατο Λόγο σου ἐβόησες εὔσπλαγχνε· ἂς κάνουμε (τὸν ἄνθρωπο) κατὰ τὴ δική μας ὁμοίωση· τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἦταν παρὸν (καὶ συμμετεῖχε) στὴ δημι- ουργία (τοῦ ἀνθρώπου). Διὰ τοῦτο σοῦ φωνάζουμε δυνατά· δημιουργέ μας Θεέ, δόξα σοι. |
Ὁ ἄνθρωπος, ἀναγνωρίζοντας τὶς εὐεργεσίες τοῦ δημιουργοῦ του, ἀποδίδει δόξα στὸν πλάστη του.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
«Ὅτε πρὸς ἡμᾶς, ὁ Θεὸς ἐλθεῖν κατηξίωσε, τότε σου Πάναγνε τὴν καθαρωτάτην νηδὺν ἐγκατῴκησε· καὶ ἔσωσε διὰ σοῦ τῶν ἀνθρώ- πων τὸ φύραμα, χαρισάμενος ἅπασι βασι- λείαν οὐρανῶν· διὸ βοῶμέν σοι· Θεοτόκε ἁγνή, χαῖρε Δέσποινα». |
Ὅταν ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ ἔλθει σὲ μᾶς, τότε κατοίκησε στὴν καθαρώτατη μήτρα σου Πὰν- αγνε· καὶ διὰ τῆς παρεμβάσεώς σου ἔσωσε τὸ φύραμα (τὴ φύση) τῶν ἀνθρώπων, χαρίσας σὲ ὃ– λους τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διὰ τοῦτο σοῦ φωνά- ζουμε δυνατά· Θεοτόκε ἁγνή, χαῖρε Δέσποινα. |
Ἕνα τόσο μεγάλο ἀγαθό, μιὰ τόσο ἀπέραντη ἀγαθοδωρία, εἶναι συντριπτικὰ διὰ τὸ χοϊκὸ πλάσμα, τὸ ζυμωμένο μὲ τόση κακοπάθεια καὶ τόση δυστυχία. Ὁ λυτρωθεὶς ἄνθρωπος, ἔκθαμβος στὸ ἀπερινόητο θαῦμα τῆς Παρθένου καὶ ζώντας τὸ ἄρρητο μυστήριο τῆς θείας βασιλείας, ἀνυμνεῖ μὲ ἄφατη χαρὰ τὴ Δέσποινα τοῦ κόσμου, ποὺ ἔγινε ἡ αἰτία τῆς δικῆς του ἀπολυτρώσεως. Ἐν ὕμνοις μεγαλύνει τὴ Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ Φωτός.
ᾨδὴ δ´.
«Νοεῖν σε οὐδὲ τάξεις ἄϋλοι ἐξισχύσουσι τῶν Ἀγγέλων, Τριὰς μονὰς ἄναρχε· ἀλλ᾿ οὖν ἡμεῖς πηλίνῃ γλώττῃ, τὴν σὴν οὐσιώδη ἀγαθότητα, καὶ ἀνυμνοῦμεν πίστει καὶ δοξάζομεν». |
Νὰ νοήσουν τὴν ἄπειρη φύση σου οὔτε καὶ τῶν ἀγγέλων οἱ νοερὲς τάξεις δὲν μποροῦν νὰ τὸ κατορ- θώσουν. Ἀλλὰ ἐμεῖς, μὲ τὴν πήλινη γλώσσα μας, σὲ ἀνυμνοῦμε μὲ πίστη καὶ σὲ δοξάζουμε. |
«Ὑπάρχων πλαστουργὸς τῆς φύσεως, Παντοκρά- τορ, τῆς τῶν ἀνθρώπων, πᾶσαν ἐμὴν βλέπεις νῦν, ὡς πανδερκὴς ἀδυναμίαν· διὸ κατοι- κτείρησον τὸν δοῦλόν σου, καὶ πρὸς ζωὴν βελτί- στην ἐπανάγαγε». |
Σύ, Θεὲ παντοκράτωρ, ποὺ εἶσαι ὁ πλαστουργὸς τῆς φύσεως, ὡς βλέπων τὰ πάντα, βλέπεις τώρα καὶ τὴ δική μου ἀδυναμία. Διὰ τοῦτο σπλαγχνίσου τὸ δοῦλο σου καὶ ὁδήγησέ τον πρὸς τὴ βέλτιστη ζωή. |
Ὁ ἄνθρωπος, πιστεύοντας στὴν προνοητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔχοντας ἐπίγνωση τῶν πολλῶν ἀδυναμιῶν τῆς φύσεώς του, οἱ ὁποῖες τὸν ἐμποδίζουν νὰ ζεῖ βίο θεοφιλῆ καὶ ἐνάρετο, παρακαλεῖ θερμῶς τὸν οὐράνιο Πατέρα του νὰ τὸν βοηθήσει, νὰ ἀναλάβει αὐτὸς τὴν ὑπόθεσή του, ν᾿ ἀναπληρώσει τὶς φυσικὲς ἀδυναμίες του καὶ νὰ τ‘ν ὁδηγήσει πρὸς τὴ βέλτιστη ζωή, τὴ ζωὴ τὴ βασισμένη στὸ νόμο του, στὸ ἅγιό του θέλημα55, τῆς ὁποίας κατάληξη εἶναι ἡ εἴσοδος στὴ φωτεινότητα τοῦ οὐρανοῦ, στὰ σκηνώματα τῆς θείας βασιλείας.
«Μονάδος ἀρχικῆς ἀσύγχυτα τρία πρόσωπα ἀνυμνοῦμεν, ὡς εἰδικῶς ἔχοντα καὶ μεριστῶς τὰς ὑποστάσεις, ἀλλ᾿ ἡνωμένα, καὶ ἀμέ- ριστα, ἔν τε βουλῇ καὶ δόξῃ καὶ Θεότητι». |
Ἀνυμνοῦμε τῆς ἀρχικῆς μονάδος τὰ ἀσύγχυτα τρία πρόσωπα, τῶν ὁποίων οἱ ὑποστάσεις ὑφίσταν- ται στὸν Θεὸν εἰδικῶς καὶ μεριστῶς, τὰ ὁποῖα ὅμως (παράλληλα) εἶναι ἑνωμένα καὶ ἀμέριστα, καὶ στὴ (θεία) βουλὴ καὶ στὴ δόξα καὶ στὴ θεότητα. |
Ἡ οὐσία τοῦ τριαδικοῦ δόγματος ἔγκειται στὴν ἐξισορρόπηση τῶν ἑνώσεων καὶ τῶν διακρίσεων στὸν Τριαδικὸ Θεό. Ὅταν οἱ ἑνώσεις τίθενται σὲ βάρος τῶν διακρίσεων καὶ τἀνάπαλιν, φθείρεται ἡ ἔννοια τῆς τριαδικῆς θείας ἀλήθειας. Ἡ Ἐκκλησία μας στὴ λειτουργία της ὁμολογεῖ «Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον», πλήττουσα διὰ τῆς φράσεως αὐτῆς τὸ κέντρο τῆς τριαδικῆς της πίστεως.
Θεοτοκίον.
«Ναόν σε καθαρὸν καὶ ἄχραντον, ἀειπάρθενε Θεοτόκε, ὁ Παντουργὸς εὕρηκε μόνην σαφῶς ἐκ τοῦ αἰῶνος· ἐν ᾧ κατοικήσας ἀνεμόρφω- σε, τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν ὡς φιλάνθρωπος». |
Ναὸ καθαρὸ καὶ ἄχραντο, ἀειπάρθενε Θεοτὸ κε, ὁ Πλαστουργὸς Θεὸς σὲ βρῆκε μόνη σαφῶς ἐκ τοῦ αἰῶνος (ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχουν τὰ ὄντα)· στὸ ὁποῖο κατοικήσας, ἀνεμόρφωσε τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων, ὡς φιλάνθρωπος. |
Ἡ Μαρία εἶναι πραγματικὴ Θεοτόκος, γιατὶ μπόρεσε νὰ γεννήσει ἀληθινὰ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος δὲν πέρασε ἀπ᾿ αὐτὴν ὅπως τὸ νερὸ περνᾶ ἀπὸ τὸ σωλῆνα, χωρὶς νὰ πάρει τίποτε ἀπ᾿ αὐτήν. Αὐτὸ ἰσχυρίζονταν στὴν ἀρχαιότητα οἱ γνωστικοὶ αἱρετικοί. Ὁ Λόγος ἔγινε πραγματικὸς ἄνθρωπος. Στὴ μήτρα τῆς Παρθένου πῆρε τὴν τέλεια ἀνθρώπινη φύση του. Ἀπὸ τὴ Μαρία φυσικὰ γεννήθηκε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ ἡ θεότητα δὲν μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ. Αὐτὸ ὅμως ποὺ γεννήθηκε ἦταν «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» (ἀπὸ τὴν πρώτη δηλαδὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεως) ἑνωμένο μὲ τὴ θεότητα. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἑνιαίως ὡς ἄνθρωπος καὶ Θεὸς ὁ αὐτός. Δὲν γεννήθηκε ἡ θεότητα τοῦ Λόγου, ἀλλ᾿ ὁ ἕνας Χριστός, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος συνάμα καὶ Θεός.
Ἡ Μαρία ἀναδείχθηκε στὸ ἀξίωμα τῆς Θεοτόκου γιὰ τὴν πάλλευκή της ἁγνότητα. Μόνην μεταξὺ τῶν γυναικῶν ποὺ ἔζησαν στὴ γῆ τὴ βρῆκε ὁ Θεὸς κατάλληλη, γιὰ νὰ κατοικήσει σ᾿ αὐτὴν σὰν σὲ ναὸ καθαρὸ καὶ πάλλευκο, μὲ σκοπὸ ν᾿ ἀναμορφώσει τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν παραμόρφωση, ποὺ αὐτὴ ὑπέστη μὲ τὴν παρακοὴ τοῦ προπάτορα στὴν Ἐδέμ. Στὴ μήτρα τῆς Παρθένου ὁ Χριστὸς ἐπανέφερε τὴν προσληφθεῖσα φύση στὴν ἀρχέγονή της εὔκλεια καὶ καθαρότητα. Τὴν ἁγίασε καὶ τὴν ἐθέωσε!
ᾨδὴ ε´.
«Ὡς ὁλικῶς, ἐπὶ πάντα τὰ ὄντα τῆς σῆς προ- νοίας τὰς εἰρηνοδώρους ἁπλῶν ἀκτῖνας, καὶ σωτηρίους, Βασιλεῦ τῆς εἰρήνης, φρούρησὸν με ἐν τῇ εἰρήνῃ σου· σὺ γὰρ εἶ ζωὴ καὶ εἰρή- νη τοῦ σύμπαντος». |
Ὅπως ὁλικῶς ἁπλώνεις (σκορπᾶς) σὲ ὅλα τὰ ὄντα τὶς εἰρηνόδωρες καὶ σωτήριες ἀκτῖνες τῆς προνοίας σου, Βασιλιᾶ τῆς εἰρήνης, φρούρησε κι ἐμένα στὴν εἰρήνη σου· διότι σὺ εἶσαι ἡ ζωὴ καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ σύμπαντος. |
Ἡ εἰρήνη ὅμως αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἁπλώνεται ὁλικὰ καὶ στὴν ἐξωτερικὴ κτίση, ὡς πρόνοια γιὰ τὰ πλάσματα, ποὺ θέλησε ἡ θεία βουλὴ νὰ φέρει στὸ εἶναι. Ὁ Θεὸς θέλει καὶ ἀγαπᾶ τὰ πλάσματά του, γιὰ τὰ ὁποῖα φροντίζει ὡς πατέρας στοργικὸς καὶ πανάγαθος. Στέλλει σ᾿ αὐτὰ τὶς σωστικὲς καὶ εἰρηνόδωρες ἀκτῖνες τῆς προνοητικῆς θείας του ἐνέργειας, ὥστε νὰ μὴ στασιάζουν ἀλλὰ νὰ ζοῦν ἤρεμα στὸ λόγο τῆς ὑπάρξεώς τους, στὴ φυσικότητα τῆς ζωῆς τους. Τὴν εἰρήνη αὐτὴ ἔχει ἀνάγκη κυρίως ὁ ἄνθρωπος, τὴ ζωὴ τοῦ ὁποίου κατατέμνει καὶ κατασπᾶ ἡ ἁμαρτία, δημιουργώντας ἐχθρότητα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ στάσεις πρὸς τὸ συνάνθρωπο καὶ τὴ φύση ποὺ τὸν περιβάλλει. Προσεύχεται, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος, νὰ τὸν φρουρήσει ὁ Θεὸς στὴν εἰρήνη του, στὴν ἡρεμία τῆς ἅγιας ζωῆς, στὴ γαλήνη τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος κάτω ἀπὸ τὴν πνοὴ τῆς εἰρηνόδωρης χάρης του. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ εἰρήνη τῶν ἀνθρώπων58 καὶ τοῦ σύμπαντος.
«Τῷ Μωϋσῇ, ἐν τῇ βάτῳ ὡς ὤφθης πυρὸς ἐν εἴδει, Ἄγγελος ἐκλήθης Πατρὸς ὁ Λόγος, τὴν πρὸς ἡμᾶς σου προδηλῶν παρουσίαν· δι᾿ ἧς πᾶσι σαφῶς ἀνήγγειλας, κράτος Θεαρχίας μιᾶς τριφυπόστατον». |
Ὅπως φανερώθηκες στὸ Μωϋσῆ στὴ βάτο ὑπὸ μορφὴν πυρός, ἄγγελος ὀνομάσθηκες ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, δηλώνοντας τὴν παρουσία σου πρὸς ἡμᾶς· διὰ τῆς ὁποίας ἀνήγγειλες σὲ ὅλους σα- φῶς τὸ τρισυπόστατο κράτος τῆς μιᾶς θεαρχίας. |
Τὶς ἀλήθειες αὐτὲς ἀνήγγειλε στὸν κόσμο ὁ σαρκωθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνασκώντας τὸ προφητικό του ἀξίωμα, ὡς μέγιστος διδάσκαλος καὶ προφήτης τοῦ κόσμου. Εἶναι ὁ «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος», ὁ δηλοποιῶν στὸν κόσμο τὴ λυτρωτικὴ θεία ἀλήθεια καὶ τὶς σωτήριες βουλὲς τοῦ Ὑψίστου.
«Ἡ φυσικήν, συναΐδιον δόξαν προβαλλομένη, μοναρχικωτάτη Τριὰς ἁγία, τοὺς ὑμνοῦντας ὀρθοδόξῳ σε πίστει, τῆς σῆς δόξης ἰδεῖν ἀξίω- σον, ἄναρχον καὶ μίαν αὐγὴν τὴν τρισήλιον». |
Ἡ ἁγία καὶ μοναρχικωτάτη Τριάς, ποὺ προβάλλεις τὴ φυσικὴ καὶ συναΐδιο δόξα σου, ἀξίωσε τοὺς ὑμνοῦντάς σε μὲ ὀρθόδοξη πίστη νὰ δοῦν τὴν ἄναρχο καὶ μίαν τριφήλιο αὐγὴ τῆς δόξας σου. |
Ἡ ὁμολογία ὅμως τοῦ τριαδικοῦ δόγματος πρέπει νὰ γίνεται «ὀρθοδόξως», σύμφωνα δηλαδὴ μὲ τὴν ἀλήθεια, τὴν ὁποία μᾶς φανέρωσε ὁ σαρκωθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι συγκεκριμένη. Ὑπάρχει στὶς πηγὲς τῆς πίστεως καὶ τὴν διδάσκει ἀλάθητα ἡ Ἐκκλησία μας. Ὁ πιστὸς πρέπει νὰ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια αὐτὴ στὸ μέτρο ποὺ τοῦ ἐπιτρέπουν οἱ φυσικὲς δυνάμεις του, νὰ τὴν ἀποδέχεται μὲ πίστη, νὰ τὴν ὁμολογεῖ σωστὰ διὰ τῶν χειλέων του καὶ νὰ τὴ ζεῖ βαθιὰ μέσα στὸ ταμεῖο τῆς ψυχῆς του. Πρέπει νὰ πειθαρχεῖ στὴ διδακτικὴ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας του. Εἶναι φανερὸν ὅτι γιὰ τέτοια ὁμολογία τῆς πίστεως εἶναι λυτρωτικὴ καὶ σωτήρια. Ἀντίθετα ἡ αἱρετικὴ πλάνη καταστρέφει τὴν πίστη καὶ τὴ ζωή. Ὁ αἱρετικὸς ποὺ αὐτοπροαίρετα καὶ πεισματικὰ διαστρέφει τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸ πνευματικὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκόπτεται καὶ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῶν ἁγιασμένων ποὺ εἶναι ὀρθὴ ὁμολογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, καὶ χάνεται. Τέτοιοι ἀντιτριαδίτες αἱρετικοὶ ὑπῆρξαν πολλοὶ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἐσάλευαν τὴν ἑνότητα καὶ τὴ ζωή. Ἀλλὰ καὶ σήμερα ὑπάρχουν πολλοί. Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι, πού, ἐπειδὴ τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος εἶναι ὑπερβατικὸ καὶ ἀκατάληπτο, τὸ ἀπορρίπτουν ὡς ἀντιφατικό, παιδαριῶδες καὶ ἄχρηστο. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ τὸ ἀπορρίπτουν ὡς εἰσηγούμενο τριθεϊσμὸ (τρία πρόσωπα = τρεῖς θεοὶ). Καὶ τέλος εἶναι καὶ οἱ αἱρετικοί, ποὺ καταπολεμοῦν ἁπλῶς τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ τριαδικὸς λόγος τῆς πίστεως εἶναι φυσικὰ πολὺ λεπτὸς καὶ δύσκολος. Ὁ ἁπλοϊκὸς πιστὸς ἀρκεῖ νὰ γνωρίζει τὶς κύριες γραμμὲς τοῦ δόγματος τῆς πίστεως, πειθαρχώντας στὴ διδακτικὴ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας του. Τοῦτο εἶναι ἀρκετὸ διὰ τὴ σωτηρία του. Τέτοιες βασικὲς γραμμὲς μᾶς παρέχει τὸ τροπάριο· τὴ μοναρχικότητα τῆς οὐσίας καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Τριάδος, καθὼς καὶ τὴν ἄκτιστη τρισήλιο αὐγὴ τῶν θείων ὑποστάσεων.
Θεοτοκίον.
«Συνεκτικός, κατ᾿ οὐσίαν ὑπάρχων ὁ Θεὸς Λόγος, πάντων τῶν αἰώνων ἐν τῇ γαστρί σου, Παρθενομῆτορ, συνεσχέθη ἀφράστως, τοὺς ἀνθρώπους ἀνακαλούμενος, πρὸς τὸ ἑνικὸν τῆς μιᾶς Κυριότητος». |
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ στὴν οὐσία του (ἐνέργειά του) συνέχει ὅλους τοὺς αἰῶνες (ὅλα τὰ ὄντα), κρατήθηκε ἀφράστως στὴ γαστέρα (μήτρα) σου, ἀνακαλούμενος τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὴν ἑνικὴ οὐσία καὶ ζωὴ τῆς μιᾶς (τριαδικῆς) κυριότητος. |
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν οὐσία του εἶναι ἀκατάσχετος καὶ ἀπεριόριστος, κατασχέθηκε οἰκονομικῶς στὴ γαστέρα τῆς ἁγνῆς Παρθενομήτορος, τῆς Μαρίας, τὴν ὁποία τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἀνέδειξε συγχρόνως καὶ μητέρα καὶ παρθένο. Κατασχέθηκε δὲ ἀφράστως, δηλ. κατὰ τρόπο ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει καὶ νὰ ἐκφράσει ἀνθρώπινη διάνοια. Ὁ ἀντινομικὸς αὐτὸς λόγος τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ ἦταν διάχυτος στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ τοῦ Θεανθρώπου. Συνεσχέθη μὲν στὸν τάφο καὶ στὸν Ἅδη ὁ Κύριος, χωρὶς ὅμως νὰ κατασχεθεῖ στὰ ψυχρὰ τοιχώματα τοῦ μνημείου καὶ τὰ σκοτεινὰ διαμερίσματα τῶν νεκρῶν καὶ τοῦ θανάτου, ὅπως παλαιὰ συνέβη μὲ τὸν Ἰωνᾶ στὴ σκοτεινὴ κοιλία τοῦ κήτοις.
Ἡ λυτρωτικὴ αὐτὴ ἀντινομία τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν ἀνάκληση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν καταμερισμὸ καὶ τὴ διάσπαση τῆς ἁμαρτίας, στὴν ἑνότητα τῆς ἑνικῆς ζωῆς ποὺ ὑπάρχει στὴ μακαρία καὶ ζωοποιὸ Τριάδα, στὴν ὁποία ζοῦσε πρὶν ὁ Ἀδὰμ ἀποπέσει ἀπὸ τὸν Θεό.
ᾨδὴ στ´.
«Θελητὰ τοῦ ἐλέους61
ἐλέησον, τοὺς εἰς σὲ πιστεύ- οντας, Θεὲ τρισήλιε· καὶ τῶν πταισμάτων λύ- τρωσαι, καὶ παθῶν καὶ κινδύνων τοὺς δούλους σου». |
Σύ, Θεὲ τρισήλιε, ποὺ θέλεις τὸ ἔλεος, ἐλέησε αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν σὲ σένα· καὶ λύτρωσε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τοὺς κινδύνους τοὺς δούλους σου. |
«Ἐν ἀφάτῳ πελάγει χρηστότητος, τὴν ἀπε- ρινόητον τῆς σῆς ἐλλάψεως, καὶ τριλαμποῦς Θεότητος, φωτοδότιδα αἴγλην μοι βράβευσον». |
Ὄντας σὲ ἄφατο πέλαγος χρηστότητος, δῶσε μου σὰν βραβεῖο τὴν ἀπερινόητη φωτοδότιδα αἴγλη τῆς ἐλλάμψεως καὶ τῆς τριλαμποῦς σου θεότητος. |
Θεοτοκίον.
«Ἀπορρήτως Παρθένε ὁ Ὕψιστος, ἄνθρωπος ἐγένετο ἐκ σοῦ τὸν ἄνθρωπον, ὁλικῶς ἐν- δυσάμενος, καὶ φωτὶ τριλαμπεῖ μὲ κατηύγασε». |
Ἀπορρήτως Παρθένε ὁ ὕψιστος Θεὸς ἔγινε ἐκ σοῦ ἄνθρωπος, ἐνδυσάμενος τὸν ὅλον ἄνθρωπο, καὶ μὲ κατηύγασε μὲ τὸ τριλαμπὲς φῶς τῆς θεότητος. |
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, ὁλικῶς «τὸν ἄνθρωπον ἐνδυσάμενος». Ἡ μετοχὴ «ἐνδυσάμενος» δὲν πρέπει νὰ νοηθεῖ μὲ ἀνάχρωση νεστοριανική, δηλαδὴ ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς ἁπλῆς ἠθικῆς ἐνοικήσεως τοῦ Λόγου στὸν ἐκ τῆς Παρθένου ληφθέντα ναό, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς βαθιᾶς ἐσωτερικῆς («φυσικῆς», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) ἑνώσεως τῶν φύσεων στὸ ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Στὴ μήτρα τῆς Παρθένου ὁ Λόγος ἀνέλαβε «ὁλικῶς» τὸν ἄνθρωπο. Δηλαδὴ τὴν πλήρη καὶ τέλειο ἄνθρωπο, μὲ σάρκα ἀληθινὴ καὶ ὄχι φανταστικὴ καὶ ψυχὴ λογικὴ μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις καὶ τὶς λειτουργίες της. Στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχαν παράλληλα καὶ ὅλα τὰ ἀδιάβλητα πάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, οἱ ἁπλὲς δηλαδὴ φυσιολογικὲς κινήσεις καὶ ἀνάγκες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ποὺ δὲν εἶναι καθ᾿ ἑαυτὲς ἁμαρτίες. Ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ συνιστοῦν μιὰ πλήρη καὶ τέλεια ἀνθρώπινη φύση, ὑπῆρχαν στὸν Χριστό. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἦταν τὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας στὴν ὁποιαδήποτε μορφή της63. Ὁ Χριστὸς ἦταν τελείως ἀναμάρτητος. Ἦταν ἀνεπίδεκτος ἁμαρτίας.
Κάθισμα.
«Εὐσπλαγχνίας τὸ πέλαγος ἡμῖν ὑφαπλώσας, ὑπόδεξαι ἡμᾶς Ἐλεῆμον. Βλέψον εἰς λαὸν τὸν σὲ δοξάζοντα· δέξαι τὰς ᾠδὰς τῶν αἰ- τουμένων σε, Τριὰς μονὰς ἄναρχε· εἰς σὲ γὰρ ἐλπίζομεν, τὸν τῶν ὅλων Θεόν, τῶν πταισμάτων δοῦναι τὴν συγχώρησιν». |
Σὺ ποὺ ἅπλωσες μπροστά μας τὸ πέλαγος τῆς εὐσπλαγχνίας, ὑποδέξου μας Ἐλεήμων. Στρέψε τὸ βλέμμα σου στὸ λαὸ ποὺ σὲ δοξάζει. δέξου τὶς ὠδὲς αὐτῶν ποὺ σὲ ἐπιζητοῦν Τριάς, ποὺ εἶσαι καίμονάδα ἄναρχη. Διότι σὲ σένα ἐλπίζουμε τὸν Θεὸν τῶν ὅλων, γιὰ νὰ μᾶς δώ- σεις συγχώρηση τῶν πταισμάτων μας. |
Νὰ κτυπᾶμε τὴν πόρτα τοῦ ἐλέους του καὶ θὰ μᾶς ἀνοίξει νὰ μποῦμε στὴν ἀπειρία τῆς θείας του ἀγαθότητος. Ἐκεῖνο δὲ ποὺ ἐπίμονα ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ πιστεύουσα ψυχὴ εἶναι ἡ συγχώρηση τῶν πολλῶν της πταισμάτων64. Χωρὶς αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τῆς θείας βασιλείας, νὰ νοιώσει τὴ χαρὰ τὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτηυτη. Φυσικὰ εἶναι καὶ ἡ ἴδια σὲ ἑτοιμότητα νὰ χορηγήσει ἄφεση γιὰ τὰ πταίσματα τῶν ἀδελφῶν της. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι καλωσύνη καὶ ἀγαθότητα. Ἡ μνησικακία εἶναι σπορὰ τοῦ διαβόλου, πού, ἂν παραμείνει, στὴν ψυχὴ θὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν αἰώνια κόλαση.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
«Εὐσπλαγχνίας κυήσασα πηγήν, συμπαθὴς σὺ ὑπάρχεις, ἀγαθὴ Θεοτόκε. Σὺ γὰρ τῶν πι- στῶν μόνη ἀντίληψις. Σὺ τῶν λυπουμένων ἡ παράκλησις, διό σοι νῦν ἅπαντες, ἐν πί- στει προσπίπτομεν, εὑρεῖν λύσιν δεινῶν, οἱ πλουτοῦντες μόνην σε βοήθειαν». |
Γεννήσασα τὴν πηγὴν τῆς εὐσπλαγχνίας, εἶσαι συμπαθὴς ἀγαθὴ Θεοτόκε. Διότι σὺ εἶσαι ἡ μόνη βοήθεια τῶν πιστῶν. Σὺ εἶσαι ἡ παρηγο- ρία τῶν λυπουμένων, διὰ τοῦτο τώρα ὅλοι μὲ πί- στη καταφεύγουμε κοντά σου, γιὰ νὰ βροῦμε λύ- ση τῶν δεινῶν, ἐμεῖς ποὺ σὲ ἔχουμε πλούσια βοήθεια. |
ᾨδὴ ζ´.
«Ρυθμίζεις ἀεί, τῶν Ἀγγέλων στρατιὰς πρὸς ἀ- τρεψίαν, μόνος ὑπάρχων ἀναλλοίωτος, ὁ τρι- συπόστατος Κύριος· δεῖξον οὖν κἀμοῦ τὴν καρδίαν, ἀπερίτρεπτον πάντοτε, πρὸς τὸ δοξάζειν σε θερμῶς, καὶ ἀνυμνεῖν εὐσεβῶς». |
Σὺ ὁ τρισυπόστατος Κύριος, ποὺ εἶσαι ὁ μόνος ἀναλλοίωτος, ρυθμίζεις τὶς στρατιὲς τῶν ἀγγέλων, ὥστε ἡ φύση τους νὰ μένει σὲ ἀτρεψία. Κάνε Κύριε, ὥστε καὶ ἡ δική μου καρδία νὰ μένει ἀπερίτρεπτη, ὥστε νὰ σὲ δοξάζει θερμῶς καὶ νὰ σὲ ἀνυμνεῖ εὐσεβῶς. |
Ὁ Θεὸς εἶναι ἄτρεπτος. Ἡ ἀτρεψία ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ προσδιορισμὸ τῆς φύσεὼς του. Ὅ,τι εἶναι, παραμένει σταθερὸ καὶ ἀναλλοίωτο67. Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτόν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τρεπτὸς καὶ ἀλλοιωτός. Ἡ φύση του διηνεκῶς μεταβάλλεται. Ἐξελίσσεται χρονικά, ἔχοντας τέλος καὶ ἀρχή. Στὴν ἠθικὴ σφαῖρα -καὶ αὐτὸ ἔχει μεγαλύτερη σημασία- ἡ καρδιά του δὲν μένει σταθερὰ προσηλωμένη στὸ ἀγαθὸ καὶ τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ. Τρέπεται καὶ μεταβάλλεται. Μεταπίπτει σὲ ἀντίθετες καταστάσεις, φιλοξενεῖ μέσα της ἐπιθυμίες ἀνοίκειες, λογισμοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ σκέψεις ἀκάθαρτες. Αὐτὸ εἶναι ἐπικίνδυνο. Ἡ εὐχερὴς τροπὴ καὶ ἐναλλαγὴ καταστάσεων εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ τῆς στοιχίσει πολὺ ἀκριβὰ στὴν ἠθική της ἐξέλιξη. Μπορεῖ νὰ τῆς κοστίσει τὴν ἀπώλεια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ προσεύχεται στὸν τριαδικὸ Θεὸ νὰ τῆς χαρίσει ἀτρεψία. Νὰ τῆς δώσει σταθερότητα γνώμης, προσήλωση στὸ νόμο καὶ τὸ ἅγιο θέλημά του. Γιατὶ ἔτσι μόνο θὰ μπορέσει νὰ τὸν δοξάζει θερμά, καὶ μὲ εὐσέβεια ν᾿ ἀνυμνεῖ τὸ πανάγιο ὄνομά του.
«Χοροὶ νοεροί, τῶν ἄϋλων οὐσιῶν ταῖς σαῖς ἀκτῖσι, Θεὲ μονάρχα καὶ τρισήλιε, καταυγα- ζόμενοι γίνονται, θέσει δευτερεύοντα φῶτα· ὧν κἀμὲ ταῖς ἐλλάμψεσι, καὶ μετουσίαις δεῖξον φῶς, ὡς φωτουργὸς καὶ τριλαμπής. |
Οἱ νοεροὶ χοροὶ τῶν ἀΰλων οὐσιῶν (τῶν ἀγγέλων), φωτιζόμενες, Θεὲ μονάρχη καὶ τρισήλιε, μὲ τὶς ἀκτῖνες (τῆς θείας δόξας σου), γίνονται θέσει φῶτα δεύτερα ἀντλὼν- τας τὸ φῶς τους ἀπὸ σένα ποὺ εἶσαι τὸ πρῶτο καὶ κύριο φῶς). Μὲ τὶς ἐκλάμψεις, λοιπόν, καὶ μετουσίες αὐτῶν, ἀνάδειξε καὶ ἐμένα φῶς, ὡς τριλαμπὴς Θεὸς καὶ φωτουργός. |
Οἱ νοεροὶ χοροὶ τῶν ἀγγέλων δεχόμενοι στὴν ἄϋλη φύση τους τὶς ἀκτῖνες τῆς τρισηλίου καὶ μοναρχικῆς θεαρχίας, ἀποστίλβουν τὴ λαμπρότητα τῆς θείας ἐνέργειας, γινόμενοι «φῶτα δευτερεύοντα». Τὸ πρῶτο φῶς εἶναι ἡ ἁγία Τριάδα. Σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ἔμφυτη ἡ ἀκτῖνα τῆς θείας ἐνέργειας, ἡ φωτοχυσία τῆς τριαδικῆς λαμπρότητος. Τὸ φῶς τῆς ἁγίας Τριάδας εἶναι ἐγγενὲς στὴν ἄπειρη οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία προαιωνίως ἀναλάμπει καὶ διαχύνεται στὸν κόσμο. Ὅταν οἱκαθαρὲς λογικὲς φύσεις δέχονται μέσα τους τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὸ διαχέουν καὶ αὐτὲς τριγύρω μοιάζοντας μὲ μικροὺς φωτεινοὺς ἡλίους. Γίνονται καὶ αὐτοὶ φωτεινοὶ Θεοί. Κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μας οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπως λάμπει ὁ ἥλιος68. Τὴν κοινωνητὴ λαμπρότητα τῆς θείας φύσεως ἔδειξε κατὰ ἕνα μέρος της ὁ Σωτὴρ στὴ θεία του Μεταμόρφωση. Αὐτὴν εἶδαν οἱ Μαθητές, ὅσο μποροῦσε νὰ χωρέση ἡ κτιστὴ φύση τους69.
Ἡ προσευχόμενη ψυχὴ ποθεῖ νὰ τύχει τῆς θείας ἐλλάμψεως. Ὁ ἀγαπητικὸς θεῖος ἔρως τὴν φλογίζει. Στὴ θεία μετουσία ποθεῖ νὰ δεῖ τὸ φῶς, τὸ ὁποῖο παρέχει στοὺς καθαρούς, ὡς φωτουργὸς τριλαμπής, ὁ μονάρχης (= μία ἀρχὴ) Θεὸς καὶ τρισήλιος.
Θεοτοκίον.
«Ἰθύνειν ἡμᾶς, καὶ ὑψοῦν πρὸς οὐρανοὺς μὴ δια- λείπης, τοὺς σὲ φιλοῦντας, ὁ δι᾿ ἄφατον φιλανθρω- πίαν γενόμενος, ἄνθρωπος ἐν μήτρᾳ Παρθένου, καὶ θεώσας τὸν ἄνθρωπον, καὶ θρόνῳ δόξης τῷ Πατρὶ συγκαθεζόμενος». |
Μὴ σταματήσεις ποτὲ νὰ ὁδηγεῖς καὶ νὰ ὑψώνεις στοὺς οὐρανοὺς αὐτοὺς ποὺ σὲ ἀγαποῦν, σὺ (ὁ Θεὸς) ποὺ διὰ τὴν ἄφατή σου φιλανθρωπία ἔγινες ἄνθρω- πος στὴ μήτρα τῆς Παρθένου καὶ ἐθέωσες τὸν ἄνθρωπο, καθήμενος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα στὸ θρόνο τῆς ἄπειρης θείας δόξας σου. |
Ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου ἡ θέωση μεταβαίνει «δυνάμει» καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι μυστικῶς ἐνσωματωμένοι στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Σωτῆρος. Γίνεται δὲ πραγματικότητα μὲ τὴ χάηρ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ στὸ μέτρο ποὺ ὁ ἄνθρωπος θελήσει νὰ ἐργασθεῖ διὰ τὴν ἀπόκτησή της. Ἡ ἐργασία αὐτὴ συνίσταται στὴ ψυχοσωματικὴ κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοὺς ρύπους τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι δὲ σαφὴς ἡ δήλωση τοῦ Κυρίου, ὅτι μόνον «οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ τὸν Θεὸν ὄψονται»70. Οἱ ἠθικὰ ἀκάθαρτοι ἀποκλείονται ἀπὸ τὴ μακαρία θέαση τοῦ φωτὸς τῆς δόξης. Ἡ σκοτεινὴ φύση τους εἶναι ἀνεπίδεκτη τῆς θείας μετουσίας, τῶν φωτεινῶν ἐλλάμψεων τῆς ἀκτίνας τῆς θείας ἐνέργειας.
ᾨδὴ η´.
«Ἀπρόσιτε Τριάς, συναΐδιε συνάναρχε Θεαρχία, ἡ ἀπαράλλακτος ἐν πᾶσι, πλὴν τῶν φωσφόρων ἰδιοτήτων, πᾶσαν πονηρίαν κατάργησον, τῶν ἀντικειμένων βουλήν, καὶ ἐνόχλησιν τῶν δαιμόνων, ἀβλαβῆ τηρῶν με ἀεί, Κύριε πάντων». |
Ἀπρόσιτη Τριάδα, συναΐδια καὶ συνάναρχη Θεαρχία, ποὺ εἶσαι ἀπαράλλακτη σὲ ὅλα, ἐκτὸς τῶν φωτοειδῶν ἰδιοτήτων (τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων), κατάργησε κάθε πονηρία, κάθε βουλὴ τῶν ἀντικειμένων (στὴν πίστη) καὶ κάθε ἐνόχληση τῶν δαιμόνων, τηρώντας με πάντοτε ἀβλαβῆ, Κύριε τῶν πάντων. |
Ἀπὸ τὴ θεωρία ὁ ὑμνωδὸς κατέρχεται στὴν πράξη. Ἀφοῦ ὁμολόγησε ὀρθοδόξως τὸν Θεόν, στρέφει τὸ βλέμμα του πρὸς τὸν ἑαυτό του, τὴν πνευματικὴ περίσταση καὶ ἀνάγκη του. Ζητᾶ ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα ἐνίσχυση στὸν ἀγῶνα του, βοήθεια ἐναντίον τῶν ἀντικειμένων στὸ πνευματικὸ ἔργο του, στὴν ἐπιβουλὴ καὶ ἐνόχληση τῶν δαιμόνων ποὺ ἀνύστακτα μάχονται νὰ τὸν παραποδίσουν καὶ νὰ ὑποκλέψουν τὴν ψυχή του71. Ἔτσι θὰ παραμείνει ἀβλαβὴς στὴν κακουργία τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἀκέραιος στὸ πνευματικὸ ἔργο του καὶ ἄξιος λάτρης τῆς ἁγίας Τριάδος.
«Σοφῶς καὶ πανσθενῶς, ἀπερίγραπτε τρισή- λιε Μοναρχία, ἡ ὑποστήσασα τὸν κόσμον, καὶ συντηροῦσα ἐν ἀλωβήτῳ τάξει παντελεῖ, ἐνοί- κησον τῇ ἐμῇ καρδίᾳ, ὑμνεῖν καὶ δοξάζειν σε ἀσιγήτως, σὺν χοροῖς Ἀγγέλων, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». |
Σύ, ἀπερίγραπτε τρισήλιε Μαναρχία, ἡ ὁποία μὲ παντοδυναμία καὶ σοφία ἔδωσες ὑπόσταση στὸν κόσμο, τὸν ὁποῖο συντηρεῖς ἄθικτο σὲ μιὰ τέλεια τάξη, ἐνοίκησε στὴν καρδιὰ μου γιὰ νὰ σὲ ὑμνῶ καὶ δοξάζω ἀσιγήτως, εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνες. |
Αὐτὸν ποὺ ὑπάρχει στὰ ὄντα καὶ τὰ συντηρεῖ, οἱ πιστοὶ παρακαλοῦν νὰ ἔλθει μὲ τὴ χάρη του νὰ ἐνοικήσει στὶς καρδιές τους, ὥστε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους ν᾿ ἀπευθύνουν διηνεκῶς αἶνο καὶ δοξολογία στὴ μοναρχικὴ τρισήλιο θεαρχία.
«Σοφία τοῦ Πατρός, ἀκατάληπτε ἀνέκφραστε Θεοῦ Λόγε, τὴν ἀμετάβλητόν σου φύσιν οὐκ ἀλλοιώσας, τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν συμπα- θῶς ἀνέλαβες· καὶ τὴν ἑνιαίαν Τριάδα, ἐδίδαξας πάντας σέβειν, ὡς κυριαρχίαν, ἁπάντως τῶν αἰώνων». |
Σοφία τοῦ Πατρός, ἀκατάληπτε καὶ ἀνὲκ- φραστε Λόγε τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἀλλοιώσεις τὴν ἀμετάβλητη φύση σου, ἀνέλαβες ἀπὸ συμπάθεια τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅλους ἐδίδαξες νὰ λατρεύουν τὴν ἑνιαία Τριάδα, ὡς κυριαρχία ἐπάνω σ᾿ ὅλους τοὺς αἰῶνες (τὰ ὄντα). |
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γενόμενος ἄνθρωπος, ἐδίδαξε ὅλους νὰ λατρεύουν τὴν ἑνιαία Τριάδα, ὡς κυριαρχίαν ἐπὶ πάντων, δηλαδὴ Θεὸ παντοκράτορα (Σύμβολο Πίστεως· «Πατέρα παντοκράτορα»).
ᾨδὴ θ´.
«Ἐκ φωτὸς ἀνάρχου, συνάναρχος Υἱὸς φῶς ἐξανέτειλε, καὶ συμφυὲς φῶς Πνεῦμα, ἐκ- πεπόρευται, ἀπορρήτως, θεοπρεπτῶς, ἀρ- ρεύστου τῆς γεννήσεως, πιστευομένης ἅμα δέ, καὶ τῆς ἀφράστου ἐκπορεύσεως». |
Ἀπὸ τὸ ἄναρχο φῶς (τοῦ Πατρὸς) ἐξανέτειλε τὸ φῶς τοῦ συνάναρχου Λόγου, καὶ ἐκπορεύεται τὸ φῶς τοῦ συμφυοῦς Πνεύματος κατὰ τρόπο ἀπόρρητο καὶ θεοπρεπῆ, πιστευομένης ὡς ἄρεευστης τῆς γεννήσεως (τοῦ Υἱοῦ) καὶ ἄφραστης τῆς ἐκπορεύσεως (τοῦ ἁγίου Πνεύματος). |
«Λάμψον τὰς καρδίας, τρισήλιε θεότης τῶν ὑμνούντων σε, τῷ τριλαμπεῖ φωτί σου, καὶ δὸς σύνεσιν, τοῦ ἐν πᾶσι κατανοεῖν, καὶ πρὰτ- τειν τὸ σὸν θέλημα, τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, καίμεγαλύνειν, καὶ δοξάζειν σε». |
Λάμψε στὶς καρδιές, τρισήλιες θεότης, αὐτῶν ποὺ σὲ ὑμνοῦν, μὲ τὸ τριλαμπές σου φῶς, καὶ δῶσε σύνεση νὰ κατανοοῦμε σὲ ὅλα καὶ νὰ πράττουμε τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸ καὶ τέλειο, νὰ μεγαλύνουμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ ἄπειρο Ὄνομά σου. |
Ἡ ψυχὴ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ σύνεση, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι σὲ θέση σὲ ὅλες τὶς στιγμὲς τοῦ βίου, σὲ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα συμβάματα, νὰ νοεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸ καὶ εὐάρεστο78, καὶ νὰ τὸ πράττει ἀταλάντευτα, ὑμνώντας καὶ μεγαλύνοντας τὸν ἅγιο Θεό. Σ᾿ αὐτὰ ὑπάρχει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη.
«Ἄπειρος τῇ φύσει, ὑπάρχων ὡς Θεός, ἄπειρον πέλαγος τῶν οἰκτιρμῶν, ὡς ἔχων κατῳκτείρησας, Τριὰς πρώτην, οὕτω καὶ νῦν, οἰκτείρησον τοὺς δούλους σου, καὶ τῶν πταισμάτων λύτρωσαι, καὶ τῶν πειρασμῶν καὶ περιστάσεων». |
Τριάδα (ἁγία), ποὺ κατὰ τὴ φύση σου εἶσαι Θεὸς καὶ ἔχοντας ἄπειρο πέλαγος οἰκτιρμῶν, κατοικτείρησες πρώτην (;), ἔτσι καὶ τώρα σπλαγχνίσου τοὺς δούλους σου καὶ λύτρωσέ τους ἀπὸ τὰ πταίσματα, τοὺς πει- ρασμοὺς καὶ τὶς περιστάσεις τους. |
Θεοτοκίον.
«Σῶσόν με Θεέ μου, παντοίας ἐπηρείας καὶ κακώσεως,
ὁ ἐν τρισὶ προσώποις ἀνυμνούμενος ἀνεκφράστως μοναδικῶς, Θεὸς καὶ παντοδύναμος· καὶ τὴν σὴν ποίμνην φύλαττε, τῆς Θεοτόκου ταῖς ἐντεύξεσιν». |
Σῶσε με Θεέ μου ἀπὸ κάθε ἐπήρεια καὶ κάκωση, σὺ ποὺ ἀνυμνεῖσαι ἀνεκφράστως σὲ τρία πρόσωπα μοναδικῶς (σὲ μιὰ οὐσία), ὡς Θεὸς παντοδύναμος. Καὶ φύλαττε τὴν ποίμνη σου διὰ τῶν προσευχῶν τῆς Θεομήτορος. |
ΗΧΟΣ Γ´
Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ
Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Αἰνῶ Τριάς σε τὴν μίαν Θεαρχίαν.
ᾨδὴ α´.
«Ἀκατάληπτε μόνη Κυριαρχία, καὶ μία τριαδικὴ Θεαρχία, τριλαμποῦς αἴγλης με τῆς σῆς ἀξίωσον νῦν, ὅπως ἀνυμνήσω σε, τὴν ὑμνουμένην ἀπαύστως, τρισαγίοις ᾄσμασιν, Ἀγγέλων στόμασιν». |
Ἀκατάληπτη μόνη Κυριαρχία καὶ μία τριαδικὴ θεαρχία, ἀξίωσέ με τώρα νὰ λάβω τὴν τρίφωτη αἴγλη σου, γιὰ νὰ ἀνυμνήσω σέ, ποὺ ὑμνεῖσαι ἀπαύστως μὲ τρισάγια ἄσματα ἀπὸ τὰ ἄϋλα στόματα τῶν ἀγγέλων. |
Ἡ φύση ὅμως τοῦ ὑμνωδοῦ εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἐπίκαιρη. Ἐνόσο πλέει στὸ πολυκύμαντο πέλαγος τοῦ βίου, αἰσθάνεται βαθύτερα τὴ μηδαμινότητα καὶ τὴν ἀσθένειά της. Ἐν τούτοις ποθεῖ καὶ αὐτὴ νὰ ψάλλει τὰ μεγαλεῖα τοῦ δημιουργοῦ καὶ σωτῆρος της. Θέλει νὰ ἀπευθύνει ὕμνο πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἀπὸ μόνη της ἀδυνατεῖ νὰ τὸ πράξει. Δὲν ἔχει ἄσματα ἄξια. Προσφεύγει, λοιπόν, πρὸς τὴν τριαδικὴ Θεαρχία, τὴ μόνη ἀκατάληπτη Κυριαρχία, καὶ ζητᾶ τὸ φῶς της, στὴ διάσταση τοῦ ὁποίου μπορεῖ ν᾿ἀνυμνήσει τὴ μακαρία δόξα τῆς Τριάδος. Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν· ἢ ὅπως ψάλλουμε στὴ Δοξολογία· «Ὅτι παρά σοι πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Ὁ ὕμνος προέρχεται ἀπὸ τὴν Τριάδα καὶ κατατείνει στὴν Τριάδα. Ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι τὸ εὐτελὲς μέσον. Ἀλληλούϊα!
«Ἱερῶς τῶν Ἀΰλων πᾶσαι αἱ τάξεις ὑμνοῦσι, ποιητικὴν ὡς αἰτίαν, ἑνικὴν τρίφωτον ἀρχικωτάτην σαφῶς· αἷς συμφώνως μέλψωμεν, καὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ πλήθη, καὶ πιστῶς δο- ξάσωμεν, πηλίνοις στόμασιν». |
Ὅλες οἱ τάξεις ἀΰλων δυνάμεων (οἱ ἄγγελοι ὑμνοῦν σέ, ποὺ εἶσαι σαφῶς ἡ ποιητικὴ (τῶν ὄντων) αἰτία, ἡ ἑνικὴ καὶ τρίφωτη καὶ ἀρχυκώτατη. Μαζὶ μὲ αὐτὲς καὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ πλήθη μὲ μιὰ φωνὴ ἂς ψάλλουμε (τὴ δόξα της) καὶ ἂς τὴ δοξάσουμε μὲ τὰ πήλινά μας στόματα. |
Θέλει, λοιπόν, νὰ ψάλλει μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ εἶναι οἱ πρεσβύτεροι ἀδελφοὶ της, τὴν ἀγαποῦν καὶ τὴν προστατεύουν. Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ κοινωνία τῆς δίνει δύναμη, τὴν ἐμψυχώνει καὶ τὴ μεταρσιώνει.Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ μένει μόνος. Εὔκολα παραποδίζεται ἀπὸ τὸ διάβολο καὶ χάνεται!
Ἡ δοξολογία ποὺ ἀπευθύνουν ἄνθρωποι καὶ ἄγγελοι (καὶ μαζί τους καὶ ἡ φυσικὴ κτίση) στὸν Θεό, ἀπευθύνεται σ᾿ αὐτὸν σὰν ποιητικὴ τῶν πάντων αἰτία (δημιουργὸ), τοῦ ὁποίου ἡ φύση εἶναι ἑνικὴ καὶ τρίφωτη (μία οὐσία, τρία πρόσωπα) καὶ «ἀρχικωτάτη σαφῶς», ἄρχει δηλαδὴ μὲ σταθερότητα ἐπὶ πάντων.
Ἡ δοξολογία βέβαια τῶν ἀνθρώπων βγαίνει ἀπὸ στόματα πήλινα. Αὐτὸ ὅμως δὲν μειώνει τὴν ἀξία της, γιατὶ στὸν ἀνθρώπινο αὐτὸ πηλὸ λάμπει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ τὴ μαρμαρυγὴ τῆς θείας του ἐνέργειας. Λάμπει στὴν «εἰκόνα» του, ποὺ φέρει τὴ θεομορφία καὶ θεοείδεια τῆς δικῆς του φύσεως. Ἄλλωστε τὸ πήλινο στόμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν τὸ πῆρε ὁ ἴδιος ὁ Θεός;
«Νοῦν καὶ Λόγον καὶ Πνεῦμα, οἱ θεολόγοι προσφόρως, συμβολικῶς σε καλοῦσιν, ἀπαθῆ γέννησιν ἐξ ἀγεννήτου Πατρός, τοῦ Υἱοῦ σημαίνοντος, Θεὲ μονάρχα τῶν ὅλων, ἅμα καὶ τοῦ Πνεύματος, θείαν ἐκπόρευσιν». |
Νοῦν καὶ Λόγο καὶ Πνεῦμα οἱ θεολόγοι σὲ ὀνομάζουν προσφόρως καὶ συμβολικῶς, Θεὲ τῶν ὅλων μονάρχη, τοῦ ὅρου «Υἱὸς» σημαίνοντος ἀπαθῆ γέννηση ἀπὸ Πατέρα ἀγέννητο, σχέση ποὺ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ θεία ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος. |
Καὶ πάλι τονίζεται ἡ ἀπαθὴς γέννηση τοῦ Υἱοῦ καθὼς καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ παναγίου Πνεύματος, πρὸς ἄρση ἐνδεχομένων παρεφηγήσεων ἐκ τοῦ σημαινομένου τῶν φυσικῶν ὅρων. Ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «ἀμήτωρ ἐκ Πατρός», δὲν ἔχει δηλαδὴ μητέρα, ὅπως συμβαίνει μὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ φυσικὰ ἰσχύει γιὰ τὴ θεολογικὴ Τριάδα.
Θεοτοκίον.
«Ὡς φιλάνθρωπος φύσει, τὴν τῶν ἀνθρώπων οὐσίαν, προσειληφὼς Θεοῦ Λόγε, τὸ τρισσὸν ἔλαμψας μοναρχικώτατον φῶς, τῆς μιᾶς Θεό- τητος, δεδοξασμένην τοῖς πᾶσι, δείξας τὴν τεκοῦσάν σε, Παρθένον ἄχραντον». |
Ὡς φιλάνθρωπος φύσει, ἀφοῦ προσέλαβες τὴν ἀνθρώπινη οὐσία, Λόγε τοῦ Θεοῦ, ἔλαμψες τὸ τρισσὸ μοναρχικώτατο φῶς τῆς μιᾶς θεότητος, ἀναδείξεις σὲ ὅλους δοξασμένη τὴν τεκοῦσα σε, Παρθένον ἄχραντη. |
Τὴν ἄχραντη Παρθένο ποὺ λειτούργησε τόσο σημαντικὰ στὸ λυτρωτικὸ μυστήριο τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, ὁ Θεὸς ἐπάξια ἀνύψωσε σὲ δόξα ἄφθιτη τοποθετώντας την πιὸ πάνω ἀπὸ τὴ δόξα τῶν ἀγγελικῶν φύσεων. Ἔτσι τὴν βλέπει καὶ τὴν ψάλλει ἡ Ὀρθοδοξία. Στὴ Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ φωτὸς βλέπει τὸ σημεῖο ἐπαφῆς Θεοῦ καὶ κόσμου, τὴ χρυσὴ στιγμὴ εἰσόδου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων. Στὴ Θεοτόκο ὁ Θεὸς συνάντησε τὸν πεσμένο ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο προσέλαβε καὶ ἀνεμόρφωσε στὸ ἄπειρο θεανδρικό του πρόσωπο. Ἡ Μαρία εἶναι ἡ μητέρα τοῦ κόσμου καὶ τῆς κτίσεως.
ᾨδὴ γ´
«Τρισσεῦσαι πάλαι τὸ ὕδωρ προστεταχώς, Ἠλίας ταῖς σχίδαξι79, τυπικῶς πανενέφηνε, τὴν τριττὴν ὑπόστασιν, τῆς ἑνιαίας Θεοῦ Κυριαρχίας. |
Μὲ τὸ νὰ προστάξει παλαιὰ ὁ Ἠλίας νὰ χυθεῖ χωριστὰ τὸ ὕδωρ τρεῖς φορὲς στοὺς σχίδακες, προανήγγειλε τυπικῶς τὴν τριττὴ ὑπόσταση τῆς μιᾶς κυριαρχίας τῆς Θεότητος. |
Ζοώδης φύσις ὑμνεῖ σε τῶν γηγενῶν, τὸν ἕνα τρίφωτον, πλαστουργὸν ἀναλλοίωτον, καὶ βοᾷ σοι· Δέσποτα, παντοδαπῆς με τροπῆς ρῦσαι καὶ σῶσόν με». |
Ἡ ζωώδης (αὐτὴ ποὺ ἔχει ζωὴ) φύση τῶν ἀνθρώπων σὲ ὑμνεῖ, τὸν ἕνα τρίφωτο καὶ ἀναλλοίωτο Πλαστουργό, καὶ σοῦ φωνάζει δυνατά· Δέσποτα, ἀπὸ κάθε εἴδους τροπὴ ἀπάλλαξέ με καὶ σῶσε με. |
Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ μεγάλη πηγὴ τῆς ἀδυναμίας τῆς φύσεως καὶ τῆς παρατροπῆς τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ κακό. Ἐξασθενίζει τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον αἰχμαλωτίζει80 στὰ διάφορα πάθη. Στὸ ἀσκητικὸ πεδίο ὁ σκορπισμὸς τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς, τὸ τεμάχισμα τῆς πνευματικῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς, εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς. Ὅταν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος πετύχει τὴν ἀτρεψία τῆς ἠθικῆς του φύσεως, ἔμοιασε μὲ τὸν ἄτρεπτο καὶ ἀναλλοίωτο Θεό. Πρὶν πλαστεῖ ὁ κόσμος οἱ ἄγγελοι τὸ πέτυχαν, ζῶντας ἔκτοτε ἄτρεπτοι καὶ ἄπτωτοι στὸν ἄϋλον αἰῶνα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ πιστὸς δέεται πρὸς τὸν Θεὸ νὰ τὸ διαφυλάξει ἀπὸ κάθε εἴδους τροπὴ καὶ νὰ τὸν σώσει.
«Ἰσηγοροῦντες τοῖς λόγοις τῶν Προφητῶν, κλεινῶν Ἀποστόλων τε, καὶ κηρύκων τῆς Πίστεως, ἰσουργὸν Τριάδα σε, δοξολογοῦμεν πιστὰ Θεὲ τῶν ὅλων». |
Λέγοντες τὰ ἴδια λόγια μὲ τοὺς Προφῆτες, τοὺς δοξασμένους Ἀποστόλους καὶ τοὺς κήρυκες τῆς πίστεως, οἱ πιστοὶ δοξολογοῦμε τὴν ἰσουρ- γὸ Τριάδα, ποὺ εἶναι Θεὸς τῶν ὅλων. |
Οἱ ἐπὶ μέρους πιστοί, σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ σὲ κάθε στιγμή, ἰσηγοροῦν, λέγουν τὰ ἴδια λόγια, μαζὶ μὲ τοὺς Προφῆτες τῆς παλαιᾶς θείας οἰκονομίας, μὲ τοὺς δοξασμένους Ἀποστόλους, τοὺς στίλους τῆς καινῆς, καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν θεοκηρύκων τῆς πίστεως, δοξολογώντας τὴν ἰσουργὸν Τριάδα, αὐτὴν ποὺ ἔχει τὴν ἴδια βουλὴ καὶ τὴν ἴδια ἐνέργεια. Ὑμνοῦν τὸν Θεὸ τῶν ὅλων. Ἀληθινά, ἡ κοινὴ καὶ σύμφωνη ὁμολογία τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ δόγματος τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀποτελεῖ τὸν καλύτερο ὕμνο πρὸς τὸν ἐπουράνιο Θεό. Ἀντίθετα, ἡ κακοδοξία καὶ ἡ πλάνη ἀποτελοῦν ἐξύβριση τοῦ ἁγίου του Ὀνόματος. Οἱ αἱρετικοὶ δυσφημοῦν τὸν ἅγιο Θεό, τὴν πηγὴ τῆς σώζουσας ἀλήθειας τῆς πίστεως.
Θεοτοκίον.
«Ἀπὸ τοῦ θρόνου κατῆλθε τοῦ ὑψηλοῦ, ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπον, ἀνυψῶν ὡς φιλάνθρωπος, διὰ σοῦ Πανάχραντε, καὶ τὸ τρισήλιο φῶς ἔλαμψε πᾶσι». |
Ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἀπὸ τὸν ὑψηλὸ θρόνο του (στοὺς οὐρανοὺς), ἀνυψώνοντας (στὸν οὐρανὸ) τὸν ἄνθρωπον ὡς φιλάνθρωπος, διὰ σοῦ Πανάχραντε· καὶ τὸ τρισήλιο φῶς (τῆς θεότητος) σὲ ὅλους ἔλαμψε. |
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ πλαστούργησε τόσο ὄμορφα τὸν ἄνθρωπο, δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βλέπει νὰ σέρνεται στὸν ὄλεθρο καὶ τὴν ἀπώλεια. Ὡς πανάγαθος καὶ στοργικὸς Πατέρας κινήθηκε πρὸς τὸ πλάσμα του. «Ἄφησε» τοὺς οὐρανοὺς (σχηματικὸς βέβαια ὁ λόγος) καὶ κατέβηκε στὴ γῆ, ψάχνοντας νὰ βρεῖ τὸν ἀποστάτη82. «Ἐκένωσεν ἑαυτόν»83, δηλαδὴ ἄδειασε τὴ δόξα του ποὺ εἶχε στοὺς κόλπους τῆς ἁγίας Τριάδος (χωρὶς βέβαια ν᾿ ἀναχωρήσει καὶ ἡ τριαδική του ὑπόσταση), ντύθηκε τὴν ταπείνωση τῆς γῆς καὶ ἀνέλαβε τὴν κακοπάθεια τῆς πεσμένης φύσεως (πλὴν τῆς ἁμαρτίας), γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν παραπλανεμένο ἄνθρωπο. Στὴ Μήτρα τῆς πανακήρωτης Κόρης τὸν συνάντησε πραγματικά, τὸν ἕνωσε βαθιὰ μὲ τὴ θεότητα στὸ ἑνιαῖο του πρόσωπο, καὶ τὸν σήκωσε ψηλά, πολὺ ψηλά, στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἔκανε ἕνα μικρὸ θεὸ καὶ τὸν ἐγκαθίδρυσε ἀδιάπτωτα στὴ μακαρία δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος. Ὢ, πόσο θεῖο καὶ πανάγιο εἶναι τὸ λυτρωτικὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ! Κατέρχεται ὁ Λόγος καὶ ἀνέρχεται ὁ ἄνθρωπος. Γίνεται ἄνθρωπος ὁ δημιουργὸς καὶ τὸ πλάσμα ντύνεται τὴν ἄφθιτη δόξα τοῦ κτίστη του. Ἡ κένωση τοῦ Λόγου ὁδηγεῖ στὴν ἀποκένωση (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία) τοῦ ἐλεεινοῦ δημιουργήματος, στὴν ἀνάπλαση καὶ ἀναλάμπρυνση τῆς φύσεὼς του!
Εἰδικὰ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς του ὁ Λόγος σκόρπισε τὸ τρισήλιο φῶς τῆς θεότητος, ἔκανε νὰ λάμψει ἡ ἄκτιστη μαρμαρυγὴ τῆς θείας του ἐνέργειας, ποὺ φώτισε καὶ ἔσωσε τὰ σύμπαντα.
Κάθισμα.
«Ὁ ὑπερούσιος καὶ μόνος Κύριος, Χριστὸς καὶ γέννημα τοῦ προανάρχου Πατρός, καὶ Πνεῦμα τὸ θειότατον, ἐλέησον τοὺς δούλους σου· πάντες γὰρ ἡμάρτομεν, ἀλλὰ σοῦ οὐκ ἀπέστημεν· ὅθεν δυσωποῦμέν σε, Τρισυπόστατε Κύριε· ὡς ἔχων ἐξουσίαν, τὸ πλάσμα σου, σῶσον ἐκ πάσης περιστάσεως». |
Ὁ ὑπερβαίνων κάθε οὐσία καὶ μόνος Κύριος, ὁ Χριστὸς καὶ τὸ γέννημα τοῦ προάναρχου Πατέρα, καθὼς καὶ τὸ θειότατο Πνεῦμα, ἐλέησε τοὺς δούλους σου· διότι ὅλοι ἁμαρτήσαμε, ἀλλὰ ἀπὸ σένα δὲν ἀπομακρυνθήκαμε. Ἀλλὰ σὲ δυσωποῦμε, τρισυπόστατε Κύριε, σῶσε μὲ τὴν ἐξουσία σου τὸ πλάσμα σου ἀπὸ κάθε δύσκολη περίσταση. |
Ἡ ἁμαρτία ὅμως εἶναι φορτίο πικρὸ καὶ δυσβάστακτο. Θλίψει καὶ ἐξαθλιώνει τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου καθιστᾶ τὴ ζωὴ ἀφόρητη. Ἐπιμένοντας δέ, μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἁμαρτωλὸ στὸν ὄλεθρο καὶ τὴν ἀπώλεια, νὰ τὸν ἀποκόψει ἀπὸ τὴ ρίζα τῆς ζωῆς (τὸν Θεὸ) καὶ νὰ τὸν παραδώσει στὸν αἰώνιο θάνατο (τὴν κόλαση)87. Ἡ ἁμαρτία κοστίζει πολύ, τόσο δὲ ποὺ ἐδέησε ὁ ἄπειρος Θεὸς νὰ γίνει ταπεινὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ τὴ συντρίψει.
Αὐτὰ νοιώθοντας οἱ πιστοὶ μέσα τους, προσφεύγουν στὴν ἁγία τριάδα, στὸ μόνο ὑπερούσιο Κύριο, καὶ ζητοῦν βοήθεια. Ὁμολογοῦν τὶς ἁμαρτίες τους, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι θέλουν, παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητά τους, νὰ παραμένουν κοντά του. Ζητοῦν σωτηρία ἀπὸ τὸν τρισυπόστατο Θεό, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐξουσία καὶ μπορεῖ νὰ τοὺς βοηθήσει, νὰ ἔλθει ἀρωγὸς στὴν ἀνθρώπινή τους περίσταση88.
Δόξα καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
«Ὁ ὑπερούσιος Θεὸς καὶ Κύριος, ἐκ σοῦ σεσὰρ- κωται δι᾿ ἀγαθότητα, τὸ καθ᾿ ἡμᾶς οὐσιωθείς, καὶ μείνας ὅπερ πέφυκεν· ὅθεν καὶ Θεάνθρωπον, τοῦτον σέβοντες Πάναγνε, σὲ τὴν Ἀπειρόγαμον, Θεοτόκον κηρύττομεν, δοξάζοντες τὸ μέγιστον θαῦμα, τῆς σῆς ἀσπόρου κυήσεως». |
Ὁ Θεὸς ὁ ὑπερούσιος καὶ Κύριος, ἔχει σαρκω- θεῖ ἀπὸ ἐσένα ἀπὸ ἀγαθότητα, λαβὼν τὴ δι- κή μας οὐσία καὶ παραμείνας ἐκεῖνο ποὺ ὑπῆρχε (Θεὸς). Διὰ τοῦτο Πάναγνε, πιστεύ- οντας αὐτὸν ὡς Θεάνθρωπο, σὲ τὴν ἀπειρόγα- μη (Κόρη) κηρύσσουμε Θεοτόκο, δοξάζον- τας τὸ μέγιστο θαῦμα τῆς ἀσπόρου σου κυήσεως. |
Ὁ Θεὸς ὁ ἀνώνυμος καὶ ἀνονόμαστος, ὁ ὁποῖος ὑπερβαίνει κάθε ἔννοια οὐσίας, ὁ ἀπερίληπτος καὶ ἀκατάσχετος, ἔχει σαρκωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο. Σ᾿ αὐτὸ κινήθηκε ἀπὸ τὴν ἀγαθότητά του, ὅπως ἀπὸ ἀγαθότητα κινεῖται καὶ σὲ ὅλες του τὶς ἄλλες ἐξωτερικὲς του φανερώσεις καὶ ἐνέργειες. Ἀπὸ τὴ Θεοτόκο ὁ Θεὸς «οὐσιώθη καθ᾿ ἡμᾶς», πῆρε δηλαδὴ τὴν ἀνθρώπινη οὐσία μας, φύση πλήρη καὶ τέλεια (χωρὶς τὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας), ἔγινε ἄνθρωπος πραγματικός. Παίρνοντας ἐν χρόνῳ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός, ἔμεινε «ὅπερ πέφυκεν». Δὲν ἔχασε τὴ θεότητά του οὔτε μετακινήθηκε ἀπὸ τὴν τριαδικὴ τάξη του, σὰν δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος. Μένοντας ἐκεῖνο ποὺ ἦταν (Θεὸς πλήρης καὶ τέλειος) προσέλαβε στὸ πρόσωπό του ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἦταν, ἄνθρωπον ἀληθινὸ καὶ πραγματικόν. Ἡ σάρκωσαη δὲν ἦταν σύγχυση καὶ τροπὴ φύσεων, ἀλλ᾿ ὑποστατικὴ πρόσληψη τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς ἡ θεότητα νὰ ὑποστεὶ μείωση ἢ ὅποια ἄλλη ἐπήρεια στὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ὁ Χριστός, ὡς ἔνσαρκος Λόγος, εἶναι Θεάνθρωπος, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ὁ αὐτός, σὲ δύο πλήρεις καὶ τέλειες φύσεις καὶ ἕνα ἀδιαίρετο θεανδρικὸ πρόσωπο.
Στὴν καρδιὰ τοῦ χριστολογικοῦ θαύματος βρίσκεται ἡ Μαρία, ἡ καλὴ Κόρη τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Τὴ σεβόμαστε ὡς πάναγνη καὶ ἀπειρόγαμη· ὡς καθαρὴ ἀπὸ κάθε ρύπο ἁμαρτίας, καὶ ὡς μητέρα παράδοξη, ποὺ γέννησε χωρὶς νὰ λάβει πεῖραν ἀνδρός, δηλαδὴ παρθένον. Καὶ τὴν κηρύττουμε ὡς «Θεοτόκον», ὅτι δηλαδὴ γέννησε πραγματικὰ τὸν Θεό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἔτεκε τὸν Θεάνθρωπο Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ἡ ἄσπορη κύηση τῆς Πανάγνου ἀποτελεῖ τὸ μέγιστο θαῦμα, ποὺ τῆς πορίζει κλέος ἄφθινο καὶ δόξαν ἀνυπέρβλητη, ἀνεβάζοντάς της καὶ πιὸ πάνω καὶ ἀπὸ τῶν ἀγγέλων τὰ φωτόμορφα τάγματα.
ᾨδὴ δ´.
«Στέλεχος διττόν, ἐκ Πατρὸς ὡς ρίζης ἐβλά- στησεν, ὁ Υἱὸς καὶ Πνεῦμα τὸ εὐθές, οἱ συμ- φυεῖς βλαστοὶ καὶ θεόφυτοι, καὶ ἄνθη συνά- ναρχα, ὡς τρία εἶναι φῶτα τῆς Θεότητος». |
Διττὸ στέλεχος (διπλὸ κλωνάρι), σὰν ἀπὸ ρίζα τοῦ Πατρός, ἐβλάστησαν ὁ Υἱὸς καὶ τὸ εὐθὲς Πνεῦμα, οἱ βλαστοὶ οἱ σύμφυτοι καὶ θεόφυτοι καὶ ἄνθη συνάναρχα, ὡς τρία φῶτα τῆς θεότητος. |
«Στίφη νοερῶν, Οὐσιῶν ἀπαύστως ὑμνοῦσὶ σε, τὸν ἀπερινόητον Θεόν· μεθ᾿ ὧν ἡμεῖς δο- ξάζομεν λέγοντες· Τριὰς ὑπερούσιε, τοὺς σοὺς οἰκέτας σῶσον ὡς φιλάνθρωπος». |
Στίφη νοερῶν οὐσιῶν (ἀγγέλων) ὑμνοῦν ἀκατά- παυστα σὲ τὸν ἀπερινόητο Θεό· μαζὶ μὲ αὐ- τὲς καὶ ἐμεῖς δοξάζουμε, λέγοντες· Τριάδα ὑ- περούσιε, τοὺς δούλους σου σῶσε ὡς φιλάνθρωπος. |
Θεοτοκίον.
«Ἔθελξας ἡμᾶς, εἰς ἀγάπην σὴν πολυέλεε, Λόγε τοῦ Θεοῦ, ὁ δι᾿ ἡμᾶς σωματωθεὶς ἀτρέ- πτως, καὶ τρίφωτον τὴν μίαν Θεότητα, μυστα- γωγήσας· ὅθεν σὲ δοξάζομεν». |
Μᾶς ἔθελξες πολυέλεε Λόγε τοῦ Θεοῦ στὴ δική σου ἀγάπηση, σὺ ποὺ γιὰ μᾶς σωματώ- θηκες ἀτρέπτως καὶ μᾶς μυσταγώγησες στὴ μία τρίφωτη θεότητα. Διὰ τοῦτο σὲ δοξάζουμε. |
Παράλληλα πρὸς τὶς τέρψεις αὐτές, ὑπάρχουν διὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἄλλες πνευματικότερες καὶ ὡραιότερες, ποὺ ἀνάγονται στὴ σφαίρα τῶν θείων πραγμάτων. Εἶναι οἱ ἡδύτητες οἱ «θεολογικές», ὅταν ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ζεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἡδύτητες φυσικὰ αὐτὲς εἶναι ἀδιάγνωστες στοὺς πολλούς, ἀπόκρυφες καὶ ἀνέκφραστες. Ἀνήκουν σὲ ἄλλο γένος. Ὁ Παῦλος ἔνοιωσε στὸ ἐκστατικό του βίωμα τὶς χάρες Θεοῦ, δὲν μπόρεσε ὅμως νὰ τὶς περιγράψει, γιατὶ δὲν εἶχε τὶς κατάλληλες λέξεις καὶ τὰ σχήματα λόγου γιὰ νὰ τὶς παραστήσει90. Ἡ ἀπόλαυση τῆς θείας βασιλείας εἶναι ἀνέκφραστη ἀπὸ τοῦδε διὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἐμπειρία ποὺ βιοῦται στὴν αἰωνιότητα. Σημαντικὸ εἶναι νὰ τὴ ζεῖς. Τὸ νὰ τὴν ἐκφράσεις εἶναι δευτερεῦον καὶ ἐπουσιῶδες.
Ὁ ποιητὴς κάνει λόγο γιὰ τὴ θελκτήρια ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ φάνηκε στὸ μυστήριο τῆς θείας του σαρκώσεως. «Ἔθελξας ἡμᾶς -ἀναφωνεῖ- εἰς ἀγάπην σὴν πολυέλεε, Λόγε τοῦ Θεοῦ». Ὅτι μᾶς ἀγαπᾶς καὶ ὅτι σὲ ἀγαπᾶμε, γεμίζει τὶς καρδιές μας μὲ ἄφατη χαρά, θέλγει καὶ ἀναπτερώνει τὶς ψυχές μας. Καὶ δὲν εἶναι ἀνάγκη ν᾿ ἁρπαγεῖ κανεὶς σ᾿ ἐκστατικὸ βίωμα -ὅπως ὁ Παῦλος καὶ οἱ ἄλλοι μυστικοί- γιὰ ν᾿ ἀπολαύσει τὸν τρισάγιο Θεό. Ἀρκεῖ ὁ πιστὸς νὰ ζεῖ στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, στὴ διάσταση τῆς ἄκτιστης θείας του ἐνέργειας. Ἀρκεῖ νὰ ἔχει μέσα του τὸν Θεὸ (κυρίως στὴ θεία εὐχαριστία), νὰ μυσταγωγεῖται στὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, νὰ ἔχει μέσα του τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, τὴ μαρτυρία καὶ τὴν παράκληση τοῦ παναγίου Πνεύματος, νὰ ἀγαπᾶ τὰ πάντα, τὸν Θεό, τὸ συνάνθρωπο καὶ τὴν κτίση ὁλόκληρη, νὰ εἶναι χριστιανὸς σωστός, τὴν καρδιὰ τοῦ ὁποίου νὰ φωτίζουν ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα. Ἀρκεῖ νὰ ἔχει τὴ συναίσθηση τῆς θείας βασιλείαςα, τὸ ὄνειρο τὸ γλυκὺ καὶ θελξικάρδιο, ποὺ θὰ γίνει πραγματικότητα, ὅταν ὁ πιστὸς κλείσει τὰ μάτια του στὴ γῆ αὐτὴ καὶ ζήσει τὴν ἄλλη θεία πραγματικότητα, τὴ ζωὴ τὴν ἄϋλη στὰ φωτεινὰ διαμερίσματα τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Αὐτὲς εἶναι οἱ πραγματικὲς γλυκύτητες ποὺ πρέπει νὰ αἰχμαλωτίζουν τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Τὶς ὑπόλοιπες ἔχει τὸ δικαίωμα ἐν μέτρῳ νὰ τὶς ἀπολαμβάνει, χωρὶς μανιχαϊστικὲς διακρίσεις καὶ διαλογισμούς.
ᾨδὴ ε´.
«Τὸν ἕνα Κυριάρχην εἰκονικῶς, ὡς εἶδεν Ἡσαΐας Θεόν, ἐν τρισὶ προσώποις δοξολογού- μενον, ἀχράντοις φωναῖς Σεραφείμ, ἀπεστά- λη τοῦ κηρῦξαι πορευθείς, τρίφωτον Οὐσίαν, καὶ Μονάδα τρισήλιον». |
Μόλις ὁ Ἡσαΐας91 εἶδε
εἰκονικῶς τὸν ἕνα κυρίαρχο Θεὸ σὲ τρία πρόσωπα, νὰ δοξολογεῖται ἀπὸ τὶς καθαρὲς φωνὲς τῶν Σεραφείμ, ἀπεστάλη (ἀπὸ τὸν Θεὸ) καὶ πορεύθηκε νὰ κηρύξει τρίφωτη οὐσία καὶ μονάδα τρισήλια. |
«Ἁπάντων ἀοράτων καὶ ὁρατῶν, τὴν φύσιν ἐξ οὐκ ὄντων τὸ πρίν, ὑποστησαμένη μονὰς τρισήλιε, τοὺς ἕνα Θεόν σε πιστῶς, εὐφημοῦντας ἐκ παντοίων, ἐκλυτρωσαμένη, τῆς σῆς δόξης ἀξίωσον». |
Τρισήλιε μονάδα, σὺ ποὺ ἀπὸ τὸ μηδὲν ἔδωκες ὑπόσταση σὲ ὅλα τὰ ἀόρατα καὶ ὁρατὰ (ὄντα), αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη σὲ εὐφημοῦν ὡς ἕνα Θεόν, ἀφοῦ λυτρώσεις ἀπὸ κάθε εἴδους πειρασμῶν, ἀξίωσε νὰ κληρονομήσουν τὴ δόξα σου. |
Τὸ δημιουργὸ τριαδικὸ Θεὸ οἱ πιστοὶ παρακαλοῦν, ἀφοῦ τοὺς λυτρώσει ἀπὸ τοὺς πολλοὺς πειρασμοὺς τῆς ζωῆς, νὰ τοὺς ἀξιώσει νὰ κληρονομήσουν τὴν ἄφθιτη δόξα του στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Θεοτοκίον.
«Νυμφῶνα φωτοφόρον καὶ καθαρόν, Παρθέ- νε γεγονυῖαν Θεοῦ, σὲ ὑμνοῦμεν πόθῳ καὶ μακαρίζομεν· ἐκ σοῦ γὰρ ἐτέχθη Χριστός, ἐν οὐσίαις καὶ θελήσεσι διτταῖς, ὁ εἷς τῆς Τριάδος, καὶ τῆς δόξης ὢν Κύριος». |
Παρθένε, σὲ ποὺ ἔγινες νυμφώνας φωτοφό- ρος καὶ καθαρὸς τοῦ Θεοῦ, ὑμνοῦμε μὲ πόθο καὶ μακαρίζουμε. Διότι ἀπὸ σοῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός, μὲ διττὲς τὶς οὐσίες καὶ τὶς θελήσεις του, ὁ ἕνας τῆς Τριάδος (ὁ Λόγος) καὶ τῆς δόξης ὁ Κύριος. |
Σὲ πρῶτο μέρος ἔχουμε τὴν ἰδέα τοῦ Νυμφώνα, ποὺ πραγματοποιεῖται στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἡ ἰδέα τοῦ Νυμφώνα βέβαια ἔχει εὐρύτερη σημασία. Σημαίνει τὸ εὐφρόσυνο γεγονὸς τῆς ἑνώσεως Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Σημαίνει τοὺς γάμους τοὺς πνευματικοὺς τοῦ Πλάστη μὲ τὰ λογικὰ πλάσματά του93, ὅπου ἄδονται ἐπιθαλάμια ἄσματα, ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων, γαμικὲς τερπνότητες καὶ ἡδύτητες. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ παρίσταται ὡς ἕνας ἀπέραντος πνευματικὸς Νυμφώνας, ὅπου γίνεται ὁ μυστικὸς γάμος, ἡ ἄϋλη ἕνωση τοῦ σώματος τῶν πιστῶν μετὰ τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἀνεκλάλητη χαρὰ τῆς ἁρμόσεως, ἡ εὐωχία τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου συμμετέχουν ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι. Μόνον οἱ ἄδικοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοί, ποὺ ἔζησαν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν θὰ ἔχουν πρόσοδο στὸ αἰώνιο πανηγύρι τῆς χαρᾶς.
Ὁ Νυμφώνας ὅμως οὐσιώθηκε ἤδη στὸ καθαρότατο καὶ φωτεινὸ χωρίο τῆς Παρθένου. Στὴ μήτρα της ὁ Θεὸς «παντρεύτηκε» τὸν ἄνθρωπο. Ἐκεῖ τέλεσε τοὺς μυστικοὺς γάμους του μὲ τὸ πλάσμα του. Ἐκεῖ ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως, οἱ δύο φύσεις του, ἡ φύση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶχε δύο οὐσίες καὶ δύο θελήσεις. Στὸν ἕνα τῆς Τριάδος, στὸ ἄπειρο πρόσωπο τοῦ Λόγου, ἑνώθηκαν δύο πλήρεις καὶ τέλειες οὐσίες, χωρὶς ἡ μία νὰ μετατραπεῖ στὴν ἄλλη, στὶς ὁποῖες ἀντιστοιχοῦσαν δύο φυσικὰ θελήματα, τὸ θέλημα τῆς σαρκὸς καὶ τὸ θέλημα τῆς θεότητος. Ἡ θέληση ἀποτελεῖ συστατικὸ στοιχεῖο τῆς φύσεως. Ἀθέλητη φύση δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ. Ἄρα στὶς δύο φύσεις τοῦ Κυρίου ἀντιστοιχοῦν δύο φυσικὰ θελήματα94. Μόνο γνωμικὸ θέλημα δὲν εἶχε ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός. Γιατὶ τὸ γνωμικὸ θέλημα εἶναι ἔκφραση προσώπου, ἀνθρώπινο δὲ πρόσωπο δὲν εἶχε ὁ Κύριος. Τὴν ἔλλειψη αὐτὴ ἀνεπλήρωσε τὸ ἀΐδιο πρόσωπο τοῦ Λόγου, στὸ ὁποῖο ἑνώθηκαν οἱ φύσεις, ἀντιδίδοντας σ᾿ αὐτὸ ἀμοιβαίως τὰ ἰδιώματά τους.
Τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, στὸ ἐργαστήρι τῆς ὁποίας ἑνώθηκαν μυστικῶς οἱ φύσεις, οἱ πιστοὶ μὲ πόθο εὐφημοῦν καὶ μακαρίζουν. Τὸ θαῦμα της καλύπτει καὶ συγκλονίζει τὰ σύμπαντα.
ᾨδὴ στ´.
«Μέτοικος ὑπάρχων ὁ Ἀβραάμ, κατηξιώθη τυπικῶς ὑποδέξασθαι, ἑνικὸν μὲν Κύριον, ἐν τρισὶν ὑποστάσεσιν, ὑπερούσιον, ἀνδρικαῖς δὲ μορφώσεσιν». |
Ὁ Ἀβραάμ, ὄντας μέτοικος (μακριὰ ἀπὸ τὸ σπί- τι του), καταξιώθηκε νὰ ὑποδεχθεῖ τυπικὰ (σὲ εἰκονικὴ μορφὴ), τὸν ἕνα ὑπερούσιο Κύριο, σὲ τρεῖς ὑπο- στάσεις, ποὺ ἔλαβε μορφὴ ἀνδρῶν. |
«Ἴθυνον τὰς καρδίας τῶν οἰκετῶν, πρὸς φῶς τὸ ἀπρόσιτον, ὦ τρισήλιε Κύριε, καὶ τῆς σῆς δόξης ἔλλαμψιν, παράσχου ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, τοῦ φαντάζεσθαι, τὸ σὸν κάλλον τὸ ἄρρητον». |
Κατεύθυνε τὶς καρδίες τῶν δούλων σου πρὸς τὸ ἀπρόσιτο φῶς, ὦ Κύριε τρισήλιε, καὶ χορήγησε στὶς ψυχές μας ἔλλαμψη τῆς δόξας σου, γιὰ νὰ φανταζόμαστε τὸ ἄρρητο κάλλος σου. |
Θεοτοκίον.
«Ἄνοιξον τὰς πύλας μοι τοῦ φωτός, τοῦ κυη- θέντος ἐκ νηδύος σου Ἄχραντε, ἵνα βλέπω τρίφωτον, ἀκτῖνα τῆς Θεότητος, καὶ δοξάζω σε, τὴν ὁλόφωτον Δέσποιναν». |
Ἄνοιξέ μου τὶς πύλες τοῦ φωτός, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴ νηδὺ (μήτρα) σου Ἄχραντε, γιὰ νὰ βλέπω τὴν τρίφωτη ἀκτῖνα τῆς θεότητος, καὶ δοξάζω σέ, τὴν ὁλόφωτη Δέσποινα. |
Βλέποντας τὸ φῶς ποὺ ξεχύθηκε ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς Παρθένου ὁ πιστός, δοξολογεῖ τὴ Δέσποινα τοῦ παντὸς καὶ τὴ Μητέρα τοῦ φωτός· «Τὴν Θεοτόκον καὶ μητέρα τοῦ φωτὸς ἐν ὕμνοις τιμῶντες μεγαλύνομεν». Στὸ στίχο αὐτὸ ὀσφραινόμαστε τὸ κεπτὸ ἄρωμα τῆς Ὀρθοδοξίας, αὐτὸ ποὺ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ ἀλλοῦ, ἀλλὰ μονάχα στὴν ἄχραντη Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία.
Καθίσματα.
«Θείας φύσεως ὁμοουσίου, τὸ τρισήλιον ὑμνοῦμεν κράτος, καὶ τρισαγίαις φωναῖς ἐκβοήσωμεν· Ἅγιος εἶ, ὁ Πατὴρ ὁ προάναρχος, Ἅγιος εἶ, ὁ Υἱὸς ὁ συνάναρχος. Πνεῦμα Ἅγιον, ὁ εἷς ἀμερὴς Θεὸς ἡμῶν, καὶ πάντων ποιητὴς καὶ φιλάνθρωπος». |
Ὑμνοῦμε τὸ τριλαμπὲς κράτος τῆς ὁμοουσίου θείας φύσεως καὶ μὲ τρισάγιες φωνὲς ἂς φωνάξουμε δυνατά. Εἶσαι ἅγιος ὁ Πατὴρ ὁ προάναρχος· εἶσαι ἅγιος ὁ Υἱὸς ὁ συνάναρχος καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὁ ἕνας ἀμερὴς Θεός μας καὶ τῶν ὅλων δημιουργὸς καὶ φιλάνθρωπος. |
Δόξα καὶ νῦν. Θεοτοκίον, ὅμοιον.
«Θαῦμα μέγιστον, πῶς συνεσχέσθη, ὁ ἀχώρητος ἐν τῇ γαστρί σου, καὶ ἐσαρκώθη καὶ ἐφάνη ὡς ἄνθρωπος, μὴ ὑπομείνας φυρμὸν ἢ διαίρεσιν, τῆς θεϊκῆς καὶ ἀτρέπτου θεότητος, Κόρη πάναγνε· διὸ Θεοτόκον σὲ πιστῶς, κηρύττομεν ἀεὶ καὶ δοξάζομεν». |
Πραγματικὰ εἶναι μέγιστο θαῦμα, πῶς ὁ ἀχώρητος Θεὸς χώρεσε στὴ μήτρα σου, Κόρη πάναγνη, καὶ ἔλαβε σάρκα καὶ φάνηκε σὰν ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ ἀνάμιξη ἢ διαίρεση ἡ θεϊκὴ καὶ ἄτρεπτή του θεότητα. Διὰ τοῦτο κι ἐμεῖς σὲ ὁμολογοῦμε σὰν ἀληθινὴ Θεοτόκο καὶ μὲ πίστη σὲ δοξάζουμε. |
ᾨδὴ ζ´.
«Ναόν με δεῖξον τῆς σῆς, Θεότητος Δέσποτα, τῆς τριλαμποῦς ὅλον φωτεινόν, ἁμαρτητικῆς ἀμαυρώσεως δεινῆς, καὶ παθῶν ἀνώτερον, ταῖς φωτουργαῖς σου λάμψεσιν, ὁ Θεὸς ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν». |
Δεῖξε με ναὸ φωτεινότατο τῆς τριλαμποῦς σου θεότητος Δέσποτα, ἀνώτερο τῆς δεινῆς ἀμαυρώσεως τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν, διὰ τῶν φωτουργῶν σου λάμψεων, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας. |
«Θεότητος τὴν μορφήν, μίαν καταγγέλλομεν, ἐν τρισὶν ὑποστατικαῖς, καὶ διαιρεταῖς ἰδιότησι, Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, Εὐλογητὸς εἶ κράζοντες, ὁ Θεὸς ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν». |
Μίαν ὁμολογοῦμε τὴ φύση τῆς θεότητος σὲ τρεῖς ὑποστατικὲς καὶ διαιρετὲς ἰδιότητες, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος, κράζοντας· εὐλογητὸς εἶσαι ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας. |
«Ἐφάνη τῷ Ἀβραάμ, Θεὸς τρισυπόστατος, ἐν τῇ δριῒ πάλαι τῇ Μαμβρῇ, τῆς φιλοξενίας μισθόν, τὸν Ἰσαὰκ ἀντιδιὺς δι᾿ ἔλεον· ὅνπερ καὶ νῦν δοξάζομεν, ὡς Θεὸν τῶν Πατέρων ἡμῶν». |
Παλαιὰ φάνηκε στὸν Ἀβραὰμ ὁ τρισυπόστατος Θεὸς κοντὰ στὴ Δρῦ τοῦ Μαμβρῆ, ἀντιδώσας σ᾿ αὐτὸν (τὸν Ἀβραὰμ) ἀπὸ εὐσπλαγχνία τὸν Ἰσαάκ, σὰν μισθὸ τῆς φιλοξενίας του. Αὐτὸν καὶ δοξάζουμε, ὡς Θεὸ τῶν πατέρων μας. |
Θεοτοκίον.
«Ἐφάνη ἐπὶ τῆς γῆς, γενόμενος ἄνθρωπος, ὁ Παντουργὸς ἀγαθοπρεπῶς, ἐκ παρθενικῆς καὶ ἀχράντου σου γαστρός, καὶ ἡμᾶς ἐθέωσεν, εὐλογημένη πάναγνε, Θεοτόκε πανάχραντε». |
Ἐφάνηκε στὴ γῆ, γενόμενος ἄνθρωπος, ἀγαθοπρεπῶς ὁ ποιητὴς τῶν ἁπάντων, ἀπὸ τὴν παρθενικὴ καὶ καθαρότατη μήτρα σου, καὶ ἐθέωσε τὴ φύση μας, εὐλογημένη πάναγνη, Θεοτόκε πανάχραντη. |
Ἡ ἐπὶ γῆς ἐνανθρώπηση τοῦ ποιητῆ τῆς κτίσεως ἀπὸ γαστέρα παρθενικὴ καὶ ἄχραντη, ὄντας τὸ σημεῖο καινοποιήσεως τῶν πάντων στὴ νέα οἰκονομία τῆς θείας ἐνέργειας, εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴ θέωση τῆς προσληφθείσης φύσεως καὶ δι᾿ αὐτῆς τὴ θέωση τῆς φύσεως ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἄσχετα ἂν ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀξιοποιήσει ὑποκειμενικὰ τὴ θέωσή του, πρέπει νὰ δουλέψει σκληρὰ κατὰ τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτωλότητος τῆς φύσεώς του.
ᾨδὴ η´.
«Ἀνάρχου Πατρὸς ὡς ἐκ ρίζης, Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα συνανάρχως πεφυκότες, ὡς βλαστοὶ τῆς ὑπερουσίου Θεαρχίας, ἔδειξαν τῆς Τριάδος, δόξαν μίαν τε καὶ δύναμιν· ἣν ὑμνοῦμεν πάντες, πιστοὶ εἰς τοὺς αἰῶνας». |
Ἀπὸ Πατέρα ἄναρχο, σὰν ἀπὸ ρίζα, συνανάρχως ὑπάρχοντες ὡς βλαστὸς τῆς ὑπερουσίου Θεαρχίας ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα, ἔδειξαν μία δόξα καὶ μία δύναμη τῆς ἁγίας Τριάδος. Αὐτὴν ὑμνοῦμεν ὅλοι οἱ πιστοὶ εἰς τοὺς αἰῶνες. |
«Ρυθμίζεις ταῖς σαῖς φρυκτωρίαις, τάξεις οὐ- ρανίους ἀναμέλπειν ἀσιγήτως, τρισαγίοις ἄσμασι θείοις, Πάτερ Λόγε σύμμορφε, καὶ τὸ Πνεῦμα τρίφωτον, κράτος ἰσόρροπον· ὅθεν σε ὑμνοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». |
Ρυθμίζεις μὲ τὴν ἀκοίμητη ἐπιστασία τῆς λαμπρότητὸς
σου τὶς οὐράνιες τάξεις ὥστε νὰ ψέλνουν ἀσιγήτως, μὲ τρισάγια θεῖα ἄσματα, Πάτερ, Λόγε σύμμορφε καὶ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ ἰσόρροπο καὶ τρίφωτο κράτος τῆς δόξας σου. Διὰ τοῦτο σὲ ὑμνοῦμε σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. |
Θεοτοκίον.
«Χρησμοὶ Προφητῶν τὸν σὸν Τόκον, πόρρωθεν ἰδόντες, Θεοτόκε ἀνευφήμουν, ὡς ἀσπόρως καὶ ὑπερφυῶς, γεννηθέντα Δέσποινα, καὶ συμφώνως τοῦτον ὑμνοῦμεν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». |
Χρησμοὶ Προφητῶν Θεοτόκε, ποὺ εἶδαν ἀπὸ μακριὰ τὸν Τόκο σου, ἀνευφημοῦσαν, ὅτι γεννήθηκε χωρὶς σπορὰ (ἀνδρικὴ) καὶ ὑπερφυῶς (πέρα ἀπὸ τὴν τάξη τῆς φύσεως). Καὶ ἐμεῖς μὲ μιὰ φωνὴ ὑμνοῦμεν αὐτὸν σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. |
ᾨδὴ θ´.
«Ἰδεῖν τὴν δόξαν τὴν τρισσολαμπῆ, αἱ θεοειδεῖς τῶν Ἀσωμάτων τάξεις, σαφῶς ἀνιέναι πτέρυξιν, ἀφίενται ἄνω, ἀλλ᾿ εὐλαβοῦνται σφόδρα, τὸ ἀ- πρόσιτον φῶς, καὶ ὕμνον ἀπαύστως ἐκβοῶσι· τούτοις συμφώνως, μοναδικὴ Τριὰς σὲ δοξάζομεν». |
Γιὰ νὰ δοῦν σαφῶς τὴν τρισσολαμπῆ δόξα (τοῦ Θεοῦ) οἱ θεοειδεῖς τάξεις τῶν Ἀσωμάτων (δυνά- μεων) ἀφήνονται ν᾿ ἀνέβουν πρὸς τὰ ἄνω μὲ τὶς πτέρυγές τους· ὅμως εὐλαβούμενες πολὺ τὸ ἀπρόσιτο θεῖο φῶς, ξεσποῦν σὲ ἄπαυστο ὕμνο. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς σὲ δοξάζουμε μὲ ἕνα στόμα κι ἐμεῖς Τριάδα μοναδική. |
«Ἀπλέτῳ πόθῳ καὶ οἱ ἐπὶ γῆς, νοερὰν ψυχὴν ἐκ σοῦ λαβόντες, καὶ λογικήν, σὲ ὑμνοῦμεν Δέσποτα, Θεὲ τῶν ἁπάντων, τὴν ἑνιαίαν φύ- σιν ἀληθῶς, καὶ τριττὴν προσώποις, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας· διὸ Οἰκτίρμον, ὡς πολυέλεος ἡμᾶς οἴκτειρον». |
Μὲ ἄπλετο πόθο καὶ οἱ ἐπὶ γῆς (οἱ ἄνθρωποι), λαβόντες νοερὴ καὶ λογικὴ ψυχὴ ἀπὸ σένα, σὲ ὑμνοῦμε Δέσποτα, Θεὲ τῶν ὅλων, τὴν ἑνιαία (μία) φύση ἀληθῶς καὶ τριαδικὴ στὰ πρόσωπα, ἀπὸ ὅλη τὴν καρδιά μας. Διὰ τοῦτο οἰκτίρμων Κύριε, σπλαγχνίσου μας ὡς πολυέλεος. |
Οἱ ἄνθρωποι, ἀνυμνοῦντες τὸν Θεό, δὲν παύουν νὰ ζητοῦν τοὺς οἰκτειρμοὺς καὶ τὰ ἐλέη του.
Θεοτοκίον.
«Ναόν με δεῖξον τῆς μοναρχικῆς, καὶ τριφεγ- γοῦς σου Θεαρχίας φωτοειδῆ, καθαρῶς λατρεύειν σοι τῷ Κτίστῃ τῶν ὅλων, καὶ τῆς ἀφράστου δόξης νοερὸν θεωρόν, πρεσβείαις τῆς μόνης Θεοτόκου· ἣν ἐπαξίως, ὡς ὑπερένδοξον μεγαλύνομεν». |
Ἀνάδειξέ με ναὸ φωτοειδῆ τῆς μοναρχικῆς τριφεγγοῦς σου θεαρχίας, ὥστε καθαρῶς νὰ λατρεύω σὲ τὸν κτίστη τῶν ἁπάντων καὶ νὰ εἶμαι θεωρὸς νοερὸς τῆς ἄφραστης δόξας σου, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς μόνης Θεοτόκου· τὴν ὁποίαν ἐπαξίως, ὡς ὑπερένδοξο, μεγαλύνουμε. |
ΗΧΟΣ Δ´
Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ
Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Τέταρτος ὕμνος τῷ Θεῷ Μητροφάνους.
ᾨδὴ α´.
«Τριάδα Θεαρχικὴν δοξάσωμεν, ταῖς ὑποστάσεσι μοναδικὴν δὲ φύσιν, τῶν τριῶν, συναΐδιον σύνθρονον, ἣν δυσωποῦντες λέγομεν· Σῶσον τοὺς πίστει σε δοξάζοντας». |
Ἂς δοξάσουμε τὴ θεαρχικὴ Τριάδα κατὰ τὶς ὑποστάσεις καὶ τὴ μία φύση τῶν τριῶν προσώπων, ποὺ εἶναι συναΐδια καὶ σύνθρονη, τὴν ὁποία παρακαλοῦντες λέγομε· σῶσε αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη σὲ δοξάζουν. |
Οἱ πιστοὶ δοξάζουν τὴν Τριάδα «πίστει»· διὰ τῆς ὀρθῆς καὶ θερμῆς τους πίστεως, ἡ ὁποία φυσικὰ ἀναλύεται σὲ ἔργα ἀγάπης99. Σ᾿ αὐτὴ τὴ δοξολογία καὶ εὐσέβεια εὐαρεστεῖται ὁ τρισάγιος Θεός, ὁ ὁποῖος σώζει αὐτοὺς ποὺ τὸν δοξάζουν.
«Ἐχρίσθη ὑπὸ Πατρὸς τῷ Πνεύματι, ἀγαλλιάσεως θεουργικῷ ἐλαίῳ ὁ Υἱός, καὶ βροτὸς ἐχρημάτισε, καὶ τῆς μιᾶς Θεότητος τὸ Τρισυπόστατον ἐδίδαξε». |
Ὁ Υἱὸς χρίσθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τοῦ Πνεύματος μὲ θεουργικὸ ἔλαιο ἀγαλλιάσεως, καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, διδάξας τὴν τρισυπόστατη φύση τῆς μιᾶς θεότητος. |
Ἔτσι ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, ἑνώσας στὴν προαιώνια φύση του τὴν πρόσφατη φύση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποία ἐλύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο, ἀποκαλύψας στὸν ἄνθρωπο τὴ μία τρισυπόστατη θεότητα.
«Τὸ κάλλος τῆς ἀπροσίτου δόξης σου, Μονὰς τρισήλιε, τὰ Σεραφὶμ οὐ φέροντα ὁρᾶν συγκα- λύπτονται πτέρυξι, καὶ τρισαγίοις ἄσμασιν, ἀκαταπαύστως σὲ δοξάζουσιν». |
Τὸ κάλλος τῆς ἀπρόσιτης δόξας σου, Μονὰς τρισήλιε, τὰ Σεραφὶμ μὴ ἀντέχοντας νὰ δοῦς (ν᾿ ἀτενίσουν), σκεπάζονται μὲ τὶς πτέρυγές τους, καὶ μὲ τρισάγια ἄσματα σὲ δοξάζουν ἀκατάπαυστα. |
Μπροστὰ στὴν ἀβάστακτη λάμψη τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ τὰ Σεραφείμ, ἂν καὶ πλέοντα στὸ τρισήλιο θεῖο φῶς, σκεπάζουν τὰ πρόσωπά τους μὲ τὶς πτέρυγές τους γιὰ νὰ μειώσουν τὸ συντριπτικὸ βάρος τῆς θείας φωτοχυσίας, νοιώθοντα φόβο γιὰ τὴν κτιστὴ παράσταση στὸ πέλαγος τῆς θείας ἀπειρίας. Πιεζόμενη δὲ ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ φωτόμορφη φύση τους ἀναλύεται σὲ ἄπαυστη δοξολογικὴ ἀνύμνηση τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ μεγαλωσύνης.
Θεοτοκίον.
«Ἀφράστως τὸν ποιητὴν γεγέννηκας, τῶν ὅλων Πάναγνε, τῆς παλαιᾶς λυτρούμενον ἀρᾶς, τοὺς βροτοὺς καὶ θανάτου φθορᾶς, καὶ διὰ σοῦ ἐπέγνωμεν, ἕνα Θεὸν τὸν τρισυπόστατον». |
Ἔχεις γεννήσει μὲ τρόπο ἀνέκφραστο τὸν Ποιητὴ τῶν ὅλων, Πάναγνε, λυτρούμενο τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν παλαιὰ κατάρα καὶ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου. Καὶ διὰ τῆς παρεμβάσεώς σου (τῆς θέσεώς σου στὸ χριστολογικὸ μυστήριο), γνωρίσαμε τὸν ἕνα τρισυπόστατο Θεό. |
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ κακά, ἀπὸ τὴν κατάρα τῆς παραβάσεως τὴ φθορὰ ὡς πνευματικὴ νέκρωση καὶ τὸ θάνατο, ἀπάλλαξε τὸ γένος τῶν βροχῶν ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία ὁ ποιητὴς τῶν ὅλων, τὸν ὁποῖον ἐγέννησε ἀφράστως ἡ Παρθένος. Παράλληλα μὲ τὴ λύτρωση αὐτή, διὰ τῆς Θεοτόκου ὁ ἄνθρωπος μυσταγωγήθηκε στὸ μυστήριο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, στὸν ἕνα τρισυπόστατο Θεό. Ἡ θεογνωσία εἶναι ὁ εἰδικὸς καρπὸς τῆς θείας τοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως. Ἀντίθετα, ἡ εἰδωλικὴ πλάνη εἶναι ὁκαρπὸς τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἄδειασμα καὶ ὁ μηδενισμὸς τῆς ὑπάρξεως.
ᾨδὴ γ´.
«Ρώμην ἐξ ὕψους τοῖς ἁγίοις τὸ πρὶν Ἀποστόλοις σου,
ὡς ἀπέστειλας Χριστέ, παρὰ Πατρὸς τὸν Παράκλητον, τὴν μίαν ἐνέφηνας φύσιν τρισήλιον». |
Καθὼς ἀπέστειλες πρὶν Χριστὲ παρὰ τοῦ Πατρὸς τὸν Παράκλητο, σὰν δύναμη ἐξ ὕψους (ἀπὸ ψηλὰ) στοὺς ἁγίους σου Ἀποστόλους, τὴ μίαν ἐφανέρωσες φύση τρισήλιο. |
Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς φανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι ὁ Χριστός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς τριαδικῆς θεότητος, ἔστιλε «παρὰ τοῦ Πατρὸς» τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς θεότητος. Ὑπῆρχαν δηλαδὴ ὁ πέμπων (ὁ Χριστὸς), ἡ πηγὴ πέμψεως (ὁ Πατὴρ) καὶ τὸ πεμπόμενο (τὸ ἅγιο Πνεῦμα). Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ κηρύχθηκε τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ ἕνας κατὰ τὴν οὐσία Θεός, σὲ τρία χωριστὰ πρόσωπα ἢ ὑποστάσεις.
«Τῷ Πατριάρχῃ Ἀβραὰμ ὅτε ὤφθης ἐν σχήματι, ἀνδρικῷ, τριττὴ Μονάς, τὸ ἀπαράλλακτον ἔδειξας, τῆς σῆς ἀγαθότητος καὶ κυριότητος». |
Ὅταν φανερώθηκες στὸν Ἀβραὰμ μὲ σχῆμα (μορφὴ) ἀνδρική, Μονάδα σὲ τρία, ἔδειξες τὸ ἀπαράλλακτο τῆς ἀγαθότητος καὶ τῆς κυριότητός σου. |
«Ὁ χαρακτῆρσιν, ἐν τρισὶν εἷς Θεὸς πιστευόμενος,
ἀπερίγραπτος σαφῶς, ἀπερινόητος ἅπασι, ρῦσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν ἐκ πάσης θλίψεως». |
Σύ, ποὺ πιστεύεται ὅτι ὑπάρχεις ἕνας καὶ μόνος Θεὸς σὲ τρεῖς χαρακτῆρες (ὑποστατικὰ ἰδιώματα) καὶ εἶσαι σαφῶς ἀπερίγραπτος καὶ ἀπερινόητος σὲ ὅλους, σῶσε τὶς ψυχές μας ἀπὸ κάθε θλίψη. |
Θεοτοκίον.
«Στοιχειωθέντες, τοῦ Υἱοῦ σου σοφαῖς εἰσηγή- σεσιν, ἑνικὴν καὶ τριλαμπῆ, τὴν Θεαρχίαν δοξάζομεν, καὶ σὲ μακαρίζομεν τὴν Ἀειπάρθενον». |
Μορφωθέντες μὲ τὰ σοφὰ μαθήματα τοῦ Υἱοῦ σου, δοξάζουμε τὸν ἕνα καὶ τριλαμπῆ Θεό, καὶ σὲ μακαρίζουμε τὴν Ἀειπάρθενο. |
Στὴ συνέχεια τοῦ θεομητορικοῦ αὐτοῦ θαύματος, πρέπει νὰ ἐνταχθεῖ καὶ τὸ ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου. Ὄχι ὅτι ἦταν γεγονὸς ὑπερφυὲς καὶ θαυμαστό· ἀλλ᾿ ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου ἔπρεπε νὰ τηρηθεῖ καθ᾿ ὅλη της τὴ γραμμή. Ἔπρεπε νὰ πεθάνει παρθένος, ὅπως παρθένος ἔγινε μητέρα. Ὁ γάμος, ἂν καὶ καθ᾿ αὑτὸν ὄχικακός, δὲν ἅρμοζε στὸ θαῦμα τοῦ μητροπάρθενου κλέους. Παρθένος, λοιπόν, συνέλαβε, παρθένος ἔτεκε καίμετὰ τόκον πάλιν παρθένος παρέμεινε. Ὅσοι δὲν ἔχουν συναίσθηση τῶν πραγμάτων αὐτῶν (οἱ προτεστάντες κ.ἄ.) δὲν δίδουν καμιὰ ἀξία στὸ ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου. Εἶναι ἐγκλωβισμένοι στὰ νοητικὰ σχήματα τῆς φιλελεύθερης θεολογίας τους.
Κάθισμα.
«Τρισήλιε ἄκτιστε, καὶ ὁμοούσιε, Μονὰς Τρι- συπόστατε, καὶ ἀκατάληπτε, τοὺς δούλους σου οἴκτειρον, σῶσον ἐκ τῶν κινδύνων, ὡς Θεὸς ἐλεήμων· σὲ γὰρ Κύριε μόνον, Λυτρω- τὴν καὶ Δεσπότην, κεκτήμεθα βοῶντες· Γενοῦ ἡμῖν ἵλεως». |
Τρισήλια, ἄκτιστη καὶ ὁμοούσια Μονάδα Τρισυπόστατη καὶ ἀκατάληπτη, σπλαγχνίσου τοὺς δούλους σου καὶ σῶσε ἐκ τῶν κινδύνων ὡς Θεὸς ἐλεήμων. Διότι ἐσένα Κύριε μόνον ὡς Λυτρωτὴ καὶ Δεσπότη ἔχουμε, βοῶντες· γίνου σὲ μᾶς εὔσπλαγχνος. |
Δόξα καὶ νῦν. Θεοτοκίον ὅμοιον.
«Πολλαῖς περιστάσεσι, καὶ συμφοραῖς τῶν δεινῶν, Παρθένε κυκλούμενοι, καὶ πρὸς ἀπό- γνωσιν ἀεὶ περιπίπτοντες, μόνην σε σωτηρίαν, καὶ ἐλπίδα καὶ τοῖχος, ἔχομεν Θεοτόκε, καὶ πρὸς σὲ κατὰ χρέος ἐν πίστει καὶ νῦν αἰτοῦ- μεν· Σῶσον τοὺς δούλους σου». |
Περικυκλωμένοι, Παρθένε, ἀπὸ πολλὲς περι- στάσεις καὶ συμφορὲς τῶν δεινῶν, καὶ βρισκό- μενοι σὲ παντοτινὴ ἀπόγνωση, σὲ Θεοτόκε ἒ- χουμε μοναδικὴ σωτηρία καὶ ἐλπίδα καὶ τοῖχο στηρίξεως· καὶ ἀπὸ σένα κατὰ χρέος, ζητοῦμε μὲ πίστη καὶ τώρα· σῶσε τοὺς δούλους σου». |
Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἡ θέση αὐτὴ τίποτε τὸ ἄτοπο ἀπὸ δογματικὴ ἄποψη περιλαμβάνει. Ἡ Θεοτόκος δὲν σώζει οἰκείᾳ δυνάμει, ὡς κύριον αἴτιο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ πάντοτε δευτερευόντως διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ τόκου της. Κύρια αἰτία σωτηρίας εἶναι μονάχα ὁ Χριστός, ὁ σαρκωθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ μόνος μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων μεσίτης106. Ἡ πάνσεπτη Μητέρα του, λόγῳ τοῦ ἐξόχως σημαντικοῦ ρόλου ποὺ διεδραμάτισε στὸ θεῖο χριστολογικὸ μυστήριο, μπορεῖ νὰ διαθέσει τὶς χάρες τοῦ Υἱοῦ της, βοηθώντας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μεσιτεία της ἐγκεντρίζεται στὴ μεγάλη μεσιτεία τοῦ Υἱοῦ της καὶ παίρνει ἀξίαν ἀπ᾿ αὐτή. Ἑπομένως ἡ σωτηρία ποὺ παρέχει ἡ Παρθένος εἶναι διακονία μεσιτείας, πρεσβειῶν καὶ προσευχῆς πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της.
Μόνο μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια κατανοοῦμε τὸ «ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς», ποὺ ὅπως εἴπαμε -τίποτε τὸ ἀντορθόδοξο δὲν περιλαμβάνει. Καὶ δὲν καταλαβαίνουμε τὴν ἐπιμονὴ μερικῶν εὐσεβῶν πιστῶν, νὰ ἀντικαθιστοῦν τὴ φράση μὲ τὸ «ὑπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν». Πολὺ ὀρθὴ φυσικὰ ἡ πρότασης ὄχι ὅμως καὶ ἀντίθετη πρὸς τὴν προηγούμενη. Καὶ οἱ δύο εἶναι σωστές. Ἡ μία δὲν ἀποκλείει τὴν ἄλλη, ἀρκεῖ νὰ ἔχουμε σαφῆ δογματικὴ τῶν πραγμάτων ἀντίληψη. Ἀλλιώτικα, πάντοτε ἐμφωλεύει ὁ κίνδυνος δογματικῆς παρεκδοχῆς τῶν σημαντικῶν θέσεων τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτὸ ποὺ χρειαζόμαστε εἶναι καθαρὸς δογματικὸς λόγος καὶ διαυγὴς παρουσίαση τῆς δογματικῆς ἀλήθειας.
ᾨδὴ γ´.
«Ὑπερούσιον Τριάδα, ἐν μονάδι Θεότητος, καὶ κυριαρχίαν, σὺν τοῖς Σεραφὶμ σὲ δοξάζομεν, ὡς ἀδιαίρετον φύσιν, ὡς ἀσύγχυτον, ὡς ἰσὸρ- ροπον, δόξῃ, Θεὲ ἀκατάληπτε». |
Τὴν ὑπεριούσια Τριάδα τὴν ὑπάρχουσα σὲ μονάδα θεότητος (= μία θεότητα) καὶ κυριαρχία, μαζὶ μὲ τὰ Σεραφεὶμ σὲ δοξάζουμε, ὡς ἀδιαίρετη φύση, ὡς ἀσύγχυτη, ὡς ἰσόρροπη σὲ δόξα, Θεὲ ἀκατάληπτε. |
«Μεριστὴν οὖσαν ἀφράστως, τοῖς προσώποις Θεότητα, καὶ ταυτιζομένην, ἅμα τῇ μιᾷ κυ- ριότητι, ἀπεριόριστον μόνην, ἀπερίγραπτον, ἀνυμνοῦμέν σε, τὸν Ποιητὴν πάσης κτίσεως». |
Τὴ μεριστὴ ἀφράστως κατὰ τὰ πρόσωπα θεότητα καὶ ταυτιζόμενη συγχρόνως στὴ μία κυριότητα, μόνην ἀπεριόριστη καὶ ἀπερίγραπτη, σὲ ἀνυμνοῦμε τὸ δημιουργὸ πάσης κτίσεως. |
«Νοῦς ὁ ἄναρχος τὸν Λόγον, ἀπορρήτως γεγὲν- νηκε, καὶ τὸ θεῖον Πνεῦμα, τὸ ἰσοσθενὲς ἐκπε- πόρευκε· καὶ διὰ τοῦτο Τριάδα, ὁμοούσιον, τὸν Δεσπότην, τῶν ὅλων Θεὸν καταγγέλλομεν». |
Ὁ Πατήρ, ὁ ἄναρχος Νοῦς, ἐγέννησε τὸν Λόγον ἀπορρήτως καὶ ἐξεπόρευσε τὸ ἰσοσθενὲς θεῖο Πνεῦμα· καὶ διὰ τοῦτο κηρύσσουμε Τριάδα ὁμο- ούσιο τὸ Δεσπότη τῶν ὅλων Θεό. |
Τὴν ὁμοούσιο καὶ ἰσοσθενῆ Τριάδα, τὸν Κύριο καὶ Δεσπότη τῶν ὅλων Θεό, οἱ πιστοὶ εὐλαβῶς ὁμολογοῦν καὶ διακηρύσσουν.
Θεοτοκίον.
«Ὀπτανόμενος τοῖς πάλαι, τυπικῶς προκατὴγ- γειλε, τὴν ἐκ σοῦ Παρθένε, σάρκωσιν ὁ Λόγος· ἀλλ᾿ ὕστερον, ἐπιφανεὶς τοῖς ἀνθρώποις, κατ᾿ ἀλήθειαν, τρισυπόστατον, μίαν ἀρχὴν ἐφανέρωσε». |
Φανερούμενος στοὺς παλαιοὺς (στὴν Π. Διαθήκη) προκατήγγελε τυπικῶς τὴν ἐκ σοῦ, Παρθένε, σάρκωση ὁ Λόγος. Ὕστερα ὅμως, φανερωθεὶς στοὺς ἀνθρώπους ἀληθῶς, ἐφανέρωσε σ᾿ αὐτοὺς μίαν τρισυπόστατη ἀρχή. |
ᾨδὴ ε´.
«Συνέντες ἐκ πίστεως, τῆς παντουργοῦ Θεότητος, μίαν μὲν ἀπρόσιτον οὐσίαν, τρεῖς δ᾿ ὑποστάσεις, ζωαρχικὰς συμφυεῖς, σέβομεν Πατέρα, καὶ Υἱόν, καὶ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, συναΐδιον ὕπαρξιν». |
Λαβόντες αἴσθηση ἐκ πίστεως τῆς παντουργοῦ θεότητος, δηλαδὴ μίαν ἀπρόσιτη οὐσία σὲ τρεῖς συμφυεῖς καὶ ζωαρχικὲς ὑποστάσεις, λατρεύ- ουμε τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, μία συναΐδια ὕπαρξη. |
«Τὸ σέλας Τρισήλιε, τῆς οὐσιώδους αἴγλης σου, λάμψον ἑνιαία μοι Θεότης, ἄκτιστε φύσις, καὶ φωτουργαία πηγή, πάσης φωτοδότιδος αὐγῆς, ἵνα κατοπτρίζωμαι, σοῦ τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον». |
Λάμψε στὴν ψυχή μου τὸ φῶς τῆς οὐσιώδους αἴγλης σου, τρισήλιε θεότης, ἄκτιστη φύση καὶ φωτουργὸς πηγὴ κάθε φωτοδότιδος αὐγῆς, γιὰ νὰ βλέπω, σὰν σὲ κάτοπτρο, τὸ κάλλος σου τὸ ἄρρητο. |
«Ὡς μόνον ὑπάρχοντα, δημιουργὸν τοῦ σύμπαντος, καὶ συνεκτικὸν καὶ κυβερνήτην, πάνσοφον ὄντως, καὶ τῆς ζωῆς χορηγός· ὅθεν καὶ βοῶμέν σοι πιστῶς· Δέσποτα τρισήλιε, τοὺς ὑμνοῦντάς σε φρούρησον». |
(Σὲ πιστεύουμε) ὡς τὸ μόνο ὑπάρχοντα, δημιουργὸ τοῦ σύμπαντος, συνεκτικὸ (τῶν ὄντων) καὶ κυβερνήτη, πραγματικὰ πάνσοφο καὶ ζωῆς χορηγό. Διὰ τοῦτο καὶ σοῦ φωνάζουμε μὲ πίστη· Δέσποτα τρισήλιε, φρούρησε ὅσους σὲ ὑμνοῦν. |
Μὲ τέτοιες σκέψεις ὁ ὑμνωδὸς παρακαλεῖ τὸν τρισήλιο Δεσπότη νὰ φρουρήσει μὲ τὴν ἀγαθόδωρη πρόνοια τῆς θείας του ἐνέργειας ὅσους μὲ πίστη τὸν δοξάζουν καὶ τὸν ἀνυμνοῦν.
Θεοτοκίον.
«Θεῶσαι βουλόμενος, τὸν πρὶν φθαρέντα ἄνθρωπον, ὁ δι᾿ ἀγαθότητα Παρθένε πλάσας καὶ δείξας, εἰκόνος θείαν μορφήν, ἄνθρωπος ἐγένετο ἐκ σοῦ, καὶ μίαν τρισάριθμον, θεαρχίαν κατήγγειλεν». |
Θέλοντας νὰ θεώσει τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος παλαιὰ (κατὰ τὴν πλάση του) φθάρηκε στὴν ἁμαρτία, καὶ τὸν ὁποῖο ἀπὸ ἀγαθότητα, Παρθένε, ἔπλασε καὶ ἀνέδειξε θεία μορφὴ τῆς εἰκόνος, ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ σένα καὶ φανέρωσε μία τρισάριθμη μοναρχία. |
Ὁ πανάγαθος Θεὸς ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ μένει ἀπαθὴς μπροστὰ στὸ οἰκτρὸ δρᾶμα τοῦ λογικοῦ του δημιουργήματος. Καὶ γιὰ νὰ μὴ ματαιωθεῖ ὁ σκοπὸς τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀνέλαβε ὁ ἴδιος νὰ τὸν φέρει εἰς πέρας, γενόμενος ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ παίρνοντας στὰ χέρια του τὴ σκυτάλη ἐκεῖ ὅπου ὁ Ἀδάμ, τόσο ἀσυλλόγιστα, τὴν ἄφησε νὰ πέσει ἀπὸ τὰ χέρια του. Μὲ τὴ σάρκωσή του ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατήργησε τὴ φθορὰ ποὺ τύλιγε τὸ πεσμένο πλάσμα, ἀνακαίνισε τὴ θεία εἰκόνα ποὺ ἀμαύρωσε ἡ ἁμαρτία, ἐθέωσε τὴ φύση ποὺ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ λύτρωσε τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο.
Ὁ Χριστὸς ἐθέωσε τὸν ἄνθρωπο, σταλάζοντας στὴ φύση του τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία, τὴν ὁποίαν ἀφάνισαν τὰ σκοτάδια τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἀποκαλύπτοντας τὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ εἶναι Θεὸς τρισάριθμος (τριαδικὸς).
ᾨδὴ στ´.
«Ἐνέφηνεν, ὁ Πατὴρ ἐκλαλὼν τὴν υἱότητα, καὶ τὸ Πνεῦμα, τῷ Χριστῷ βαπτισθέντι ὁρώμενον· διὰ τοῦτο μίαν καὶ τριττὴν θεαρχίαν δοξάζομεν». |
Ἐξήγγειλε ὁ Πατὴρ ἐκλαλῶν (διὰ τῆς φωνῆς του) τὴν υἱότητα,
καὶ τὸ Πνεῦμα ποὺ βλεπόταν νὰ ἔρχεται (καὶ νὰ μένει) στὸν Χριστὸ ποὺ ἐβαπτίζετο. Διὰ τοῦτο δοξάζουμε μία καὶ τριττὴ θεαρχία (μία τρισυπόστατη θεότητα). |
Ἡ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ εἶναι πολὺ σημαντικὸ γεγονὸς διὰ τὴ θεολογία καὶ τὴν εὐσέβεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ Ὀρθόδοξοι τὸ γιορτάζουμε μὲ ἤχους πανηγυρικῆς χαρᾶς, γιατὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει ἔξω ἀπὸ τὴν τριαδικὴ πίστη καὶ τὴ λατρεία της. Καλεῖται δὲ ἡ γιορτὴ καὶ «Θεοφάνεια», γιατὶ σ᾿ αὐτὴν φάνηκε «ἡ μία καὶ τριττὴ θεαρχία», ὁ ἕνας Θεὸς ποὺ γνωρίζεται σὲ τρία ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετα πρόσωπα.
«Ὡς εἶδέ σε, τρισαγίαις φωναῖς ἀνυμνούμενον, Ἡσαΐας, ὑψηλοῦ ἐπὶ θρόνου καθήμενον, τὴν τριττὴν ἐπέγνω, τῆς μιᾶς θεαρχίας ὑπόστασιν». |
Καθὼς σὲ εἶδε ὁ Ἡσαΐας νὰ κάθεται σὲ θρόνο ὑψηλὸ καὶ ν᾿ ἀνυμνεῖσαι (ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους) μὲ τριαδικὲς ἅγιες φωνὲς (τὸν τρισάγιο ὕμνο), ἐννόησε τὴν τριττὴ ὑπόσταση τῆς μιᾶς θεότητος. |
«Μετάρσιον, ὑψηλὲ Βασιλεῦ τρισυπόστατε, τὴν καρδίαν, καὶ ἡμῶν τῶν σῶν δούλων ἀνάδειξον, ἵνα τῆς σῆς δόξης, θεωρῶμεν λαμπρῶς τὴν φαιδρότητα». |
Ἀνέβασε ψηλά, Βασιλιὰ τρισυπόστατε τὴν καρδιὰ τῶν δούλων σου, γιὰ νὰ βλέπουμε λαμπρῶς τὴ φαιδρότητα τῆς θείας δόξης σου. |
Θεοτοκίον.
«Ἠξίωσε, μορφωθῆναι σαφῶς τὸ ἡμέτερον, ἐκ Παρθένου, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὡς φιλάνθρωπος, καὶ τῆς θείας δόξης, κοινωνοὺς τοὺς ἀνθρώ- πους ἐποίησε». |
Εὐδόκησε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὡς φιλάνθρωπος, νὰ λάβει σαφῶς τὴ δική μας μορφὴ (φύση) ἐκ τῆς Παρθένου καὶ ἔκανε τοὺς ἀνθρώπους κοινωνοὺς τῆς θείας δόξας του. |
Κάθισμα.
«Πατέρα ἀγέννητον, τὸν δὲ Υἱὸν γεννητόν, καὶ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἐκπορευτὸν ἐκ Πατρός, φρονοῦντες κηρύττομεν, ἄναρχον Βασιλείαν, καὶ Θεότητα μίαν, ἥνπερ δοξολογοῦντες, ὁμοφρόνως βοῶμεν· Τριὰς ὁμοούσιε, σῶσον ὁ Θεός». |
Πιστεύοντας σὲ Πατέρα ἀγέννητο, σὲ Υἱὸ γεννητὸ καὶ σὲ Πνεῦμα ἅγιο ἐκπορευτὸ ἐκ Πατρός, κηρύττουμε μίαν ἄναρχη βασι- λεία καὶ μία θεότητα, τὴν ὁποία δοξολο- γοῦντες, μὲ ἕνα φρόνημα φωνάζουμε· Θεέ μας, ποὺ εἶσαι τριάδα ὁμοούσια, σῶσε μας. |
Οἱ πιστοί, δοξολογώντας τὴν ἄναρχο θεία βασιλεία καὶ τὴ μιὰ θεότητα, παρακαλοῦν τὴν ὁμοούσιο Τριάδα νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
«Τῶν χρόνων ἐπέκεινα, καὶ πρὸ αἰώνων Θεόν, ἐν χρόνῳ ἐκύησας, ὑπερφυῶς ἐν σαρκί, Θεὰν- θρωπον ἄχραντε· ὅθεν σε Θεοτόκον, ἀληθῶς καὶ κυρίως, πάντες ὁμολογοῦντες, ἐκτενῶς σοι βοῶμεν· τῆς δόξης τῆς αἰωνίου πάντας ἀξίωσον». |
Τὸν Θεὸ ποὺ ὑπάρχει πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες, ἐγέννησες ἐν χρόνῳ, ὑπερφυῶς κατὰ τὴ σάρκα του, ἄχραντε. Διὰ τοῦτο ὅλοι, ὁμολογοῦντες σε Θεοτόκον ἀληθῶς καὶ κυρίως, σοῦ φωνάζουμε ἐκτενῶς· ἀξίωσε ὅλους τῆς αἰώνιας θείας δόξας. |
Οἱ Ὀρθόδοξοι ὁμολογοῦμε κατ᾿ ἀξίαν καὶ ἀληθινῶς τὴν Παρθένον ὡς «Θεοτόκον», διότι ἐγέννησε τὸν ἕνα τῆς Τριάδος «σαρκί», δηλαδὴ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση ποὺ προσέλαβε. Ἐγέννησε τὸν ἄνθρωπο (ποὺ μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ), μὲ τὸν ὁποῖο ὅμως ἀπὸ πρώτης στιγμῆς («ἐξ ἄκρας συλλήψεως») ἦταν ἀδιάρρηκτα ἑνωμένος ὁ Θεός. Ἄρα μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο γεννήθηκε κι ὁ Θεός. Ἡ γέννηση φυσικὰ τοῦ Λόγου εἶναι γεγονὸς ὑπερφυές, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀκολουθήσει ἀπὸ μόνος του ὁ ἀνθρώπινος λόγος. Εἶναι μυστήριο μέγα, φοβερὸ καὶ ἀκατανόητο. Τὸ πῶς δηλαδή, ὁ «χρόνων ἐπέκεινα» καὶ «πρὸ αἰώνων Θεός», μπορεῖ νὰ λάβει γέννηση ἀπὸ μίαν Παρθένον ἁγνὴν ἐν χρόνῳ· νὰ λάβει ἀρχὴν ὁ ἄναρχος καὶ ἀπεριόριστος Θεός, ὁ συνέχων δρακὶ τὰ πάντα. Τέτοια πράγματα δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ ἡ λογικὴ τῶν ἀνθρώπων διάνοια. Μόνον «ἐν πίστει» ὁμολογοῦμε τὸ μυστήριο, δοξολογώντας τὴν ὁμοούσιο Τριάδα, ἀπὸ τὴν ὁποία ζητᾶμε τὴ σωτηρία μας.
ᾨδὴ ζ´.
«Τὰς τεταγμένας, ἐπουρανίους φύσεις καὶ νοερὰς τάξεις, ὀρθοδόξως πάντες οἱ γηγενεῖς, ἐκμιμού- μενοι δοξάζομεν, μίαν Θεότητα, ἐν τρισὶν ἰσ- ουργοῖς ὑποστάσεσι». |
Τὶς ἐπουράνιες φύσεις καὶ νοερὲς ταξιαρχίες, τὶς ταγμένες στὴ θεία ἀνύμνηση, μιμούμενοι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὀρθοδόξως δοξάζουμε μία θεότητα, σὲ τρεῖς ἰσουργὲς θεῖες ὑποστάσεις. |
«Ρήσεις ἁγίων, Προφητῶν σὲ πάλαι συμβολικῶς, ἕνα τῶν αἰώνων πάντων δημιουργόν, προειδή- λωσαν ἀνέκφραστον, Θεὸν καὶ Κύριον, θεαρ- χικαῖς ἐν τρισὶν ὑποστάσεσιν». |
Οἱ παλαιὲς συμβολικὲς ρήσεις τῶν ἁγίων Προ- φητῶν προεδήλωσαν ἕνα τῶν αἰώνων πάντων δημιουργό, ἀνέκφραστο Θεὸ καὶ Κύριο, σὲ τρεῖς θεαρχικὲς θεῖες ὑποστάσεις. |
Θεοτοκίον.
«Ὁ κατ᾿ οὐσίαν, ἀθεώρητος Λόγος καὶ παντουργός, ὤφθης τοῖς ἀνθρώποις ἄνθρω- πος ἐξ ἁγνῆς, Θεομήτορος, τὸν ἄνθρωπον ἀνακαλούμενος, πρὸς μετουσίαν τῆς Θεότητος». |
Ὁ στὴν οὐσία του ἀθεώρητος Λόγος καὶ παντουργὸς φανερώθηκες στοὺς ἀνθρώ- πους ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ ἁγνὴ Θεομήτορα, ἀνακαλούμενος (ἀπὸ τὴν πτώση) τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μετάσχει στὴ θεότητα. |
ᾨδὴ η´.
«Φῶς μοναρχικὸν καὶ τριλαμπές, οὐσία, ἄναρ- χε, κάλλος ἀμήχανον, ἐν τῇ καρδίᾳ μου οἴκη- σον· καίναὸν τῆς σῆς Θεότητος, φωτοειδῆ καὶ καθαρόν, δεῖξόν με κράζοντα· εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον». |
Φῶς ἑνιαῖο καὶ τριλαμπές, οὐσία ποὺ δὲν ἔχεις ἀρχή, κάλλος ἀμήχανο, κατοίκησε στὴν καρδιά μου καὶ δεῖξε με ναὸ φωτεινὸ καὶ καθαρό, ὥστε νὰ σοῦ κραυγάζω· εὐλογεῖτε ὅλα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον. |
«Ἀπὸ τῶν ποικίλων με παθῶν, Τριὰς ἀμέριστε, Μονὰς ἀσύγχυτε, καὶ τῆς ζοφώσεως λύτρωσαι, τῶν πταισμάτων καὶ καταύγασον, μαρμα- ρυγαῖς σου θεϊκαῖς, ἵνα φαντάζωμαι τὴν σὴν δόξαν, καὶ ἀνυμνῶ σε, τῆς δόξης τὸν Κύριον». |
Ἀπὸ τὰ πολλὰ πάθη καὶ τὴ ζόφωση τῶν πται- σμάτων λύτρωσέ με, Τριάδα ἀμέριστη καὶ μονάδα ἀσύγχυτη, καὶ φώτισέ με μὲ τὶς θεῖες σου μαρμαρυγές, ὥστε νὰ φαντάζομαι τὴ δόξα σου καὶ νὰ σὲ ὑμνῶ τῆς δόξης τὸν Κύριον. |
Ἔτσι καὶ ἐδῶ ἡ ὀρθόδοξη ψυχή, βλέποντας τὴ ζόφωση τῶν πταισμάτων της ἀσφυκτικὰ νὰ τὴν περιβάλλει, ἀπευθύνεται στὴν ἀσύγχυτη τριαδικὴ Μονάδα καὶ ζητεῖ καταύγαση μὲ τὶς θεϊκὲς μαρμαρυγές, ὥστε νὰ δέχεται κάποια αἴσθηση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο ν᾿ ἀνυμνεῖ καὶ ἐνθέως νὰ δοξάζει.
Θεοτοκίον.
«Νοῦς μὲν ὁ ἀγέννητος Πατήρ, καὶ Λόγος σύμμορφος, καὶ Πνεῦμα σύνθρονον, οὐσία δύ- ναμις ὕπαρξις, ὑπερούσιε ἀνέκφραστε, με- γαλουργὲ Τριὰς Μονάς, φρούρει τὴν ποίμνην σου ταῖς πρεσβείαις, τῆς Θεοτόκου, ὡς φύ- σει φιλάνθρωπος». |
Ὁ Πατήρ, ὁ ἀγένητος Νοῦς, καὶ ὁ σύμμορφος (μὲ αὐτὸν) Λόγον καὶ τὸ σύνθρονο Πνεῦμα, (μία) οὐσία, δύναμη καὶ ὕπαρξη, Τριάδα Μονάδα ὑπερούσια, ἀνέκφραστη καὶ μεγαλουργέ, φρούρει τὴν ποίμνη σου διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου, ὡς φύσει φιλάνθρωπος. |
Αὐτὸν τὸν ἑνιαῖο καὶ πολυδύναμο Θεό, τον τριαδικό, ἀσύγχυτο καὶ ἀδιαίρετο, ποὺ καμιὰ ἀνθρώπινη γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφράσει, οἱ πιστοὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ σκέπει, ὡς φιλάνθρωπος, τὴν ποίμνη του, ὅσους πιστεύουν σ᾿ αὐτὸν καὶ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία του, ἀπὸ κάθε κίνδυνο καὶ συμφορὰ ποὺ ἐλλοχεύουν στὴν ἱστορική τους πορεία καὶ ἀνέλιξη.
ᾨδὴ θ´.
«Ὅλην νῦν πρὸς σέ, κινῶ τὴν καρδίαν μου καὶ τὴν διάνοιαν, καὶ τὰς διαθέσεις δέ, ψυχῆς ἁπάσας καὶ τὰς τοῦ σώματος, τὸν πλαστουρ- γὸν καὶ ρύστην μου, Μονάρχα Τρίφωτε, καὶ βοῶ σοι· Σῶσόν με τὸν δοῦλόν σου, πει- ρασμῶν ἐκ παντοίων καὶ θλίψεων». |
Ὅλην τώρα πρὸς σὲ κινῶ τὴν καρδιά μου καὶ τὴ διάνοια καὶ ὅλες τὶς διαθέσεις τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, στὸν πλαστουργὸ καὶ σωτῆ- ρα μου, Μονάρχα Τρίφατε, καὶ σοῦ φωνά- ζω· σῶσε με τὸ δοῦλο σου ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ κάθε εἶδος θλίψεων. |
«Ὕψωσον ἡμῶν, καὶ νοῦν καὶ διάνοιαν πρὸς σὲ τὸν Ὕψιστον, φώτισον ταῖς λάμψεσιν, ἀχράντοις, Πάτερ, Λόγε, Παράκλητε, ὁ φῶς οἰκῶν, ἀπρόσιτον, τῆς δόξης Ἥλιε, φωτοκράτορ, πάντοτε δοξάζειν σε, τὸν μονάρχην Θεὸν τρισυπόστατον». |
Ὕψωσε καὶ τὸ νοῦ καὶ τὴ διάνοιά μας πρὸς σὲ τὸν Ὕψιστο· φώτισέ μας μὲ τὶς ἄχραντες λάμψεις σου Πάτερ, Λόγε, Παράκλητε, ποὺ οἰκεῖς φῶς ἀπρόσιτο, Ἥλιε τῆς δόξης φωτοκράτωρ, ὥστε νὰ σὲ δοξάζουμε πάντοτε, τὸ μονάρχη Θεόκαὶ τρισυπόστατο. |
Ἔτσι ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ στρέφεται μὲ εὐλάβεια πρὸς τὸν τρισυπόστατο Θεό, τὸν Πατέρα, τὸν Λόγο καὶ τὸ παράκληρο Πνεῦμα, ποὺ «οἰκεῖ φῶς ἀπρόσιτον»120 καὶ εἶναι ὁ φωτοκράτωρ Ἥλιος τῆς δόξης, νὰ ἑλκύσει πρὸς τὸ ὕψος του τὸ νοῦ καὶ τὴ διάνοιά μας καὶ νὰ τὶς περιβάλει μὲ τὶς καθαρὲς καὶ ἄχραντες λάμψεις του, ὥστε, ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸ σκοτισμὸ καὶ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, νὰ δοξάζουμε καὶ νὰ ὑμνοῦμε τὰ ἄπειρα μεγαλεῖα του.
Θεοτοκίον.
«Σῶσον τοὺς εἰς σέ, πιστεύοντας Κύριε, καὶ καταγγέλλοντας, ἄναρχον ἀΐδιον οὐσίαν μίαν, τρία δὲ Πρόσωπα, θεαρχικὰ καὶ σύμμορφα τῆς κυριότητος, καὶ τῆς θείας, δόξης σου ἀξίωσον, ταῖς λιταῖς, τῆς ἁγνῆς Θεομήτορος». |
Σῶσε αὐτοὺς ποὺ σὲ πιστεύουν Κύριε, καὶ δια- κηρύσσουν μίαν ἄναρχη καὶ ἀΐδια τὴν οὐ- σία σου, σὲ τρία ὅμως πρόσωπα θεαρχικὰ καὶ ἔχοντα τὴν ἴδια μορφὴ κυριότητος, καὶ ἀξίωσέ τους τῆς θείας δόξης σου, διὰ τῶν προσευχῶν τῆς ἁγνῆς Θεομήτορος. |
ΗΧΟΣ ΠΛ. Α´
Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ
Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Κανὼν ὁ πέμπτος φωτὶ τῷ τρισηλίῳ.
ᾨδὴ α´.
«Κράτος τῆς ἑνιαίας καὶ τρισηλίου μορφῆς, ἀνυμνοῦντες βοῶμεν· τὸν νοῦν ἡμῶν καταύγασον, Θεὲ παντοδύναμε, καὶ πρὸς τὴν σὴν Δέσποτα, μετεώρησον δόξαν ἄφραστον». |
Τὸ κράτος τῆς μιᾶς καὶ τρισήλιας μορφῆς ἀνυμνοῦντες βοῶμεν· τὸ νοῦ μας γώτισε Θεὲ παντοδύναμε, καὶ ἀνύψωσέ τον Δέσποτα, πρὸς τὴ δόξα σου τὴν ἄφραστη. |
Ἡ προσευχὴ εἶναι μιὰ νοερὰ ἔντευξη Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Εἶναι μιὰ συνομιλία τοῦ Πλάστη μὲ τὸ πλάσμα του. Καὶ ὁ μὲν Θεὸς δὲν ὁμιλεῖ κατὰ τὴν ἔντευξη αὐτή. Δὲν λέγει οὔτε ἀποκρίνεται. Θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι ἕνας μονόλογος τοῦ πλάσματος. Κι᾿ ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Ὁ Θεὸς δὲν μοιάζει μὲ τὰ κωφὰ καὶ ἄλαλα ξόανα τῶν εἰδώλων, τὰ ὁποῖα «ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἀκούσονται»121. Εἶναι γεμᾶτος «αἴσθηση» στὴν προσέγγιση τοῦ πλάσματος, γιὰ τὸ ὁποῖο ἀπέθανε. Τέρπεται στὴν ταπεινή του παρουσίαση. Κι᾿ ἂν δὲν ἔχει λόγους νὰ πεῖ, μιλάει ἐσωτερικὰ στὰ προσευχόμενα τέκνα του, γεμίζοντας τὶς καρδιές τους μὲ ἄλλαλους στεναγμούς122, μὲ ψιθυρισμοὺς μυστικούς, μὲ ἡδύτητες ἀνεκλάλητες, μὲ ἄρρητη φωτοχυσία, μὲ ἕνα ἐκστατικὸ δόσιμο τῆς θεότητός του στὸ πλάσμα του τὸ ποθητὸ καὶ ἐράσμιο, στὴν εἰκόνα του στὴν ὁποία ἀπηχεῖται ἡ δική του εὐγένεια καὶ μεγαλοπρέπεια!
Ὅμως τὸ πλάσμα ἔχει κάτι νὰ πεῖ εἴτε μὲ λέξεις εἴτε μὲ νοήματα, στὸν ἀγαθόδωρο πλαστουργό του. Καὶ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ λέει πολλά123. Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸ περιεχόμενο τῆς καρδίας του. Ἕνα μονάχα ἀρκεῖ, «οὗτινος ἐστι χρεία»124. Ἕνα, ἀνάλογο πρὸς τὴν πνευματικότητα τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς καὶ τὴ μεγαλωσύνη τῆς θείας ἀγαθότητος· μετοχὴ στὸ ἄκτιστο θεῖο φῶς. Αὐτὸ εἶναι ποὺ μετράει. Τὰ ὑπόλοιπα ἔρχονται σὲ δευτερεύουσα μοῖρα. Ὁ ποιητής, ζώντας, ὡς φαίνεται, τὴν ἐμπειρία τοῦ θείου φωτός, παρακαλεῖ τὸν ἕνα τρισήλιο Θεὸ νὰ καταυγάσει τὸ νοῦ του μὲ τὴν ἀκτῖνα τῆς ἄκτιστης θείας του ἐνέργειας, νὰ τὸν λαμπρύνει καὶ νὰ τὸν ἁρπάσει στὴ λαμπρότητα τῆς θείας δόξας του.
«Ἄνω σε τῶν Ἀγγέλων, διάκοσμοι νοεροί, ἀσιγήτως ὑμνοῦσιν, ἐν τρισαγίοις ἄσμασι, Μονάδα τρισάριθμον σύμμορφον, καὶ Τριάδα σύμμορφον, ὑπερούσιον παντοδύναμον». |
Ἄνω (στὸν οὐρανὸ) οἱ νοεροὶ διάκοσμοι τῶν ἀγγέλων ὑμνοῦν ἀσιγήτως, μὲ τρισάγια ἄσματα, τὴν τρισάριθμη σύμμορφη Μονάδα καὶ τὴ σύμμορφη Τριάδα, τὴν ὑπερούσια καὶ παντοδύναμη. |
«Νέκταρ τῆς σῆς ἀγάπης, γλυκύτατον φωτουργόν, τῇ ψυχῇ μου παράσχου, Τριὰς μονὰς ἀρχίφωτε, καὶ θείαν κατάνυξιν, καθαρτικὴν Δέσποτα, πολυέλεε πάσης κτίσεως». |
Τὸ γλυκύτατο καὶ φωτουργὸ νέκταρ τῆς ἀγάπης σου χορήγησε τὴν ψυχή μου, Τριάδα μονάδα ἀρχίφωτη, καὶ θείαν κατάνυξη, καθαρτικὴ (τῶν ἁμαρτημάτων), Δέσποτα πολυέλεε ὅλης τῆς κτίσεως. |
Θεοτοκίον.
«Ὣσπερ ἐπὶ τὸν πόκον, κατῆλθεν ἀψοφητί, οὐρανόθεν Παρθένε, ὁ ὑετὸς ἐν τῇ μήτρᾳ σου ὁ θεῖος, καὶ ἔσωσε, ξηρανθεῖσαν ἅπασαν, τῶν ἀνθρώπων τὴν φύσιν Ἄχραντε». |
Ὅπως ὁ πόκος (τὸ μαλλὶ), κατέβηκε χωρὶς θόρυβο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ Παρθένε ἡ θεία βροχὴ στὴ μήτρα σου, καὶ ἔσωσε ἄχραντε τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶχε γίνει ὅλη κατάξηρη (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία). |
ᾨδὴ γ´.
«Νοήσας τὰς νοερὰς οὐσίας ὑπέστησας, ὑμνω- δοὺς ἀπαύστως τῆς σῆς Θεότητος, τρίφωτε Θεὲ καὶ παντουργέ· ἀλλὰ καὶ τῶν πηλίνων, καὶ γηγενῶν δέξαι τὴν δέησιν, καὶ τὴν ἱκεσίαν ὡς εὔσπλαγχνος». |
Μὲ τὸ ἄϋλο ἐννόημά σου ἔδωσες ὑπόστασαη στὶς νοερὲς
οὐσίες (τοὺς ἀγγέλους), τὶς ὁποῖες κατέστησες ὑμνωδοὺς τῆς θεότητός σου, τρίφωτε Θεὲ καὶ παντουργέ. Ἀλλὰ δέξε τὴ δέηση τῶν χοϊκῶν καὶ γηγενῶν ἀν- θρώπων καθὼς καὶ τὴν ἱκεσία τους, ὡς εὔσπλαγχνος. |
Τοὺς ἀγγάλους ὁ τρίφωτος καὶ παντουργὸς Θεὸς κατέστησε διηνεκεῖς ὑμνωδοὺς τῆς θείας του φύσεως. Ἀλλὰ καὶ μιὰ ἄλλη τάξη κτισμάτων κατέστησεν ὑμνωδοὺς τῆς θείας του μεγαλειότητος, τοὺς ἀνθρώπους, στοὺς ὁποίους ὑπάρχουν τόσο ἡ ἄϋλη φύση τῶν πνευμα‘των (ἡ ψυχὴ), ὅσο καὶ ἡ ὑλικότητα τῶν ἄλλων κτισμάτων (τὸ σῶμα). Μαζὶ μὲ τὴν ἀνύμνηση τῶν ἀγγέλων ἐναρμονίζεται καὶ ἡ ἀνύμνηση τῶν πήλινων καὶ γηγενῶν στομάτων, ὥστε καθολικὸς ν᾿ ἀνακρούεται ὁ ἔπαινος τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Οἱ γηγενεῖς (ἄνθρωποι), δέονται παράλληλα καὶ ἱκετεύουν τὸν Θεὸ καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα ζητήματα τῆς ἐμπερίστατης φύσεὼς τους, τὰ ὁποῖα βεβαίως δὲν ἔχουν οἱ ἄγγελοι.
«Ὁ πάσης κατὰ φύσιν τροπῆς ἀπαράδεκτος, τοῖς ἀλλοιουμένοις ἡμῖν καὶ μέλπουσι, τὴν ἀνεξιχνίαστον πηγήν, τῆς σῆς ἀγαθωσύνης, πλημμελημάτων δὸς συγχώρησιν, καὶ τὴν σωτηρίαν ὡς εὔσπλαγχνος». |
Σὺ Κύριε, ποὺ δὲν εἶσαι δεκτικὸς τροπῆς κατὰ τὴ φύση σου, δῶσε σὲ μᾶς ποῦ εἴμαστε ἀλλοιω- τοὶ (μεταβλητοὶ) καὶ ψάλλουμε τὴν ἀνεξιχνία- στη πηγὴ τῆς ἀγαθωσύνης σου, συγχώρηση ἁμαρτημάτων καὶ σωτηρίαν, ὡς εὔσπλαγχνος. |
Κατὰ τὴν ὠδή, οἱ τρεπτοὶ καὶ ἀλλοιωτοὶ ἄνθρωποι ποὺ μὲ ἀφοσίωση ψάλλουν τὴν ἀνεξιχνίαστη πηγὴ κάθε ἁγιότητος καὶ ἀγαθωσύνης, παρακαλοῦν τὸν ἀναλλοίωτο Θεὸ νὰ τοὺς χορηγήσει συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων τους, τὰ ὁποῖα εἶναι πολλὰ καὶ καθημερινά, καὶ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ αἰώνιου πνευματικοῦ θανάτου. Αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι τὸ πρώτιστο καὶ κύριο μέλημα τῆς ζωῆς τους.
«Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ Πνεῦμα δοξάζομεν, ἐν ἀπαραλλάκτῳ μορφῇ Θεότητος, σὲ τὸν ἑνικὸν καὶ τριλαμπῆ Κύριον τῶν ἁπάντων, ὡς οἱ Προφῆται καὶ Ἀπόστολοι, παρὰ σοῦ σαφῶς ἐδιδάχθησαν». |
Τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα δοξάζομε, τὸν ἕνα καὶ τριλαμπῆ Κύριο τῶν ἁπάντων, ὅπως οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Ἀπόστολοι σαφῶς ἐδιδάχθησαν παρὰ σοῦ. |
Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴ μαρτυρία τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων, δοξάζουμε τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, σὲ πανομοιότυπη μορφὴ θεότητος, δηλαδὴ μὲ μιὰ οὐσία κοινὴ καὶ ἀπαράλλακτη, τὸν ἑνικὸ καὶ τριλαμπῆ Κύριο, τὴ μία φύση καὶ τὰ τρία πρόσωπα τῆς θεότητος, τὰ ὁποῖα λάμπουν τὴν ἴδια ἀκτῖνα τῆς θείας ἐνέργειας.
Αὐτὰ βέβαια διαλαμβάνει ἡ πίστη. Ὁ λόγος φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐννοήσει τὴν ἰδιότυπη αὐτὴ «ἀριθμητική»· τὸ ἕνα νὰ εἶναι τρία, καὶ τὰ τρία ἕνα, χωρὶς φυρμό, διαίρεση καὶ συγχυση. Αὐτὸ συνιστᾶ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ τὸ ἀνερμήνευτο καὶ ἀκατάληπτο, τὸ ὁποῖο λατρεύουμε μὲ ἀγάπη καὶ ταπείνωση μέσα στὰ βάθη τῆς χριστοποιημένης καρδίας μας.
Θεοτοκίον.
«Ἐφάνης τῷ Μωϋσῆ ἐν βάτῳ ὡς Ἄγγελος, βου- λῆς τῆς μεγάλης τοῦ Παντοκράτορος, σοῦ τὴν ἐκ Παρθένου προδηλῶν, σάρκωσιν Θεοῦ Λόγε· δι᾿ ἧς ἡμᾶς μετεστοιχείωσας, καὶ πρὸς οὐρα- νοὺς ἀνεβίβασας». |
Φάνηκες στὸ Μωϋσῆ στὴ βάτο σὰν ἄγγε- λος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Παντοκράτορος, προδηλώνοντας τὴ σάρκωση, Λότε τοῦ Θεοῦ· διὰ τῆς ὁποίας μετεστοιχείωσες τὴ φύση μας καὶ τὴν ἀνέβασες στοὺς οὐρανούς. |
Αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ θαυμάσια προκατήγγειλε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ φανέρωσή του στὸν ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ Μωϋσῆ στὴ φλεγόμενη καὶ μὴ καταφλεγόμενη βάτο. Ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες προτυπώσεις τοῦ θεομητορικοῦ μυστηρίου στὴν παλαιὰ οἰκονομία. Ἡ βάτος, πού, ἂν καὶ ζωσμένη στὴ φωτιά, δὲν κατακαιόταν, σήμαινε τὴ θεόπαιδα Μαριάμ, ἡ ὁποία, ἂν καὶ δεχθεῖσα μέσα της τὴ φωτιὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχασε τὴν παρθενικὴ ὁλοκληρία της. Στὸ νέο θαῦμα ζωῆς ποὺ ἀρχίζει στὴν πάναγνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, μαθαίνει ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, μεταστοιχειωμένη, στὴ νέα ἄφθαρτη ζωὴ τοῦ Θεοῦ.
Κάθισμα.
«Ἐλεήμων ὑπάρχεις Τριὰς ἀμέριστε· ἐλεεῖς γὰρ τοὺς πάντας ὡς παντοδύναμος, καὶ παν- οικτίρμων, συμπαθὴς καὶ πολυέλεος· διὸ προσ- φεύγομεν πρὸς σέ, οἱ ἁμαρτήμασι πολλοῖς, βα- ρούμενοι κεκραγότες· Ἱλάσθητι τοῖς σοῖς δού- λοις, καὶ ρῦσαι πάντας πάσης κολάσεως». |
Εἶσαι ἐλεήμων Τριάδα ἀμέριστη· γιατὶ ἐλεεῖς ὅλους ὡς παντοδύναμη καὶ πανοικτίρμων, συμπαθὴς καὶ πολυέλεη. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐμεῖς, ποὺ μᾶς βαρύνουν ἁμαρτήματα πολλά, προσ- φεύγουμε πρὸς σέ, φωνάζοντας· Λυπήσου τοὺς δούλους σου καὶ σῶσε ὅλους ἀπὸ κάθε κόλαση. |
Ἔτσι τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάθε μία εὐσεβὴς χριστιανικὴ ψυχὴ ξεχωριστὰ προσφεύγουν στὴν ἁγία Τριάδα, ποὺ εἶναι μία καὶ ἀμέριστη καὶ συμπαθὴς καὶ φιλάγαθη καὶ ζητοῦν κούφιση ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ἀσφυκτικὰ τὶς πιέζει, καθὼς καὶ σωτηρία ἀπὸ κάθε κόλαση ποὺ τὶς ἀπειλεῖ στὸν ἀτάσθαλο βίο τους. Προσφεύγουν δέ, ὡς δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὄχι δηλαδὴ σὰν σκλάβοι ἔχοντες φόβο καὶ τρόμο ἀπέναντι στὸ σκληρὸ αὐθέντη τους, ἀλλὰ σὰν παιδιὰ δεμένα ὁλόψυχα καὶ ἀφοσιωμένα στὸν Πλάστη καὶ Πατέρα τους, ὁ ὁποῖος δὲν δίστασε νὰ ἐκφράσει τὴν ἀγάπη του γι᾿ αὐτά, πεθαίνοντας πάνω στὸ σταυρὸ διὰ τὴ σωτηρία τους.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
«Παναγία Παρθένε ἡμᾶς ἐλέησον, τοὺς προσφεύ- γοντας πίστει εἰς σὲ τὴν εὔσπλαγχνον, καὶ αἰτου- μένους τὴν θερμήν σου νῦν ἀντίληψιν· δύνα- σαι γὰρ ὡς ἀγαθή, τοὺς πάντας σώζειν, ὡς οὖ- σα Μήτηρ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου, ταῖς μητρικαῖς σου πρεσβείαις, ἀεὶ χρωμένη Θεοχαρίτωτε». |
Παναγία Παρθένε ἐλέησε ἐμᾶς ποὺ προσφεύγουμε μὲ πίστη πρὸς σὲ τὴν εὔσπλαγχνη καὶ ζητᾶμε τὴ θερμή σου τώρα ἀντίληψη. Γιατὶ μπορεῖς ὡς ἀ- γαθὴ νὰ σώζεις ὅλους, σὰν Μητέρα Θεοῦ τοῦ ὑ- ψίστου, χρησιμοποιώντας πάντοτε τὶς μητρι- κὲς πρεσβεῖες σου, Θεοχαρίτωτη. |
ᾨδὴ δ´.
«Μυεῖται τῆς μιᾶς Κυριότητος, τὸ τριφαὲς ὁ Δανιήλ131, Χριστὸν κριτὴν θεασάμενος πρὸς τὸν Πατέρα ἰόντα, καὶ Πνεῦμα τὸ προφαῖνον τὴν δρᾶσιν». |
Μυεῖται στὸ τρίφωτο (πρόσωπο) τῆς μιᾶς κυριότη- τος ὁ Δανιήλ, θεασάμενος τὸν Χριστὸ κριτὴ ν᾿ ἀνεβαίνει στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα νὰ προση- μαίνει τὴ δράση. |
«Πηλίνοις τοὺς ὑμνοῦντάς σε στόμασι, τὸν ὑπερούσιον Θεόν, τριαδικὸν ὑποστάσεσι, μο- ναδικόν τε τῇ φύσει, τῆς δόξης τῶν Ἀγγέ- λων ἀξίωσον». |
Αὐτοὺς ποὺ μὲ τὰ πήλινα στόματά τους ὑμνοῦν σὲ τὸν ὑπερούσιον Θεό, ποὺ εἶναι τρια- δικὸς στὶς ὑποστάσεις καὶ μοναδικὸς (ἕνας) τὴ φύση, ἀξίωσε νὰ τύχουν τῆς δόξης τῶν ἀγγέλων. |
Ὁ πηλὸς μετὰ τὴν πτώση βαρύνεται βέβαια μὲ τὴν ἁμαρτία· πιὸ πολὺ ὅμως βαρύνεται ἡ ψυχή, ποὺ εἶναι πνευματική, ἐλεύθερη καὶ βουλητική. Οἱ πήλινοι ἄνθρωποι σὲ καμιὰ περίπτωση τῆς ζωῆς τους δὲν παύουν νὰ λατρεύουν καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεό. Θαρροῦντες στὸ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ πλαστουργὸς πῆρε τὴ δική τους χοϊκὴ φύση νὰ τὴν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ τὴν ἁγιάσει, ἀνοίγονται στὸ θρόνο τῆς τριαδικῆς θεότητος, δοξάζοντας τὸν ἕνα τριλαμπῆ καὶ τρισυπόστατο Θεὸ καὶ παρακαλώντας τον νὰ τοὺς ἀξιώση τῆς δόξης τῶν ἀγγέλων. Νὰ τοὺς χαρίσει δηλαδὴ τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς θείας βασιλείας του, τὸ ὁποῖο θὰ εἶναι ὁ αἰώνιος κλῆρος τῶν εὐσεβῶν καὶ δικαίων στοὺς οὐρανούς.
Θεοτοκίον.
«Τὸ Ὄρος τὸ δασὺ καὶ κατάσκιον, ὃ εἶδε πρὶν ὁ Ἀββακούμ, ἐξ οὗ προῆλθεν ὁ Ἅγιος, τὸν δυσθεώρητον τόκον, ἐδήλου σῆς Παρθέ- νου συλλήψεως». |
Τὸ Ὄρος τὸ πυκνὸ καὶ γεμάτο σκιά, ποὺ εἶδε παλαιὰ ὁ Προφήτης Ἀββακούμ, ἀπὸ τὸ ὁ- ποῖο προῆλθε ὁ Ἅγιος, φανέρωνε τὸ δυσθεώ- ρητο τόκο τῆς δικῆς σου, Παρθένε, συλλήψεως. Ὅραμα τοῦ Ἀββακούμ132, προτυπωτικὸ τοῦ μυστηρίου τῆς Παρθένου. |
ᾨδὴ ε´.
«Ὁ δι᾿ ἀγαθότητα κτίσας τὸν ἄνθρωπον, καὶ κατ᾿ εἰκόνα τὴν σὴν ποιήσας, ἐν ἐμοὶ κατοί- κησον, τρίφωτε Θεέ μου, ὡς ἀγαθὸς καὶ φι- λάνθρωπος». |
Σύ, ποὺ ἀπὸ ἀγαθότητα ἔκτισες τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὸν ἔκανες κατ᾿ εἰκόνα δική σου, κατοί- κησε σὲ μένα, τρίφωτε Θεέ μου, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος. |
«Σύ με καθοδήγησον, Μονὰς τρισήλιε, πρὸς τρίβους
θείας τῆς σωτηρίας, καὶ τῆς σῆς ἐλλάμψεως πλήρωσον, ὡς φύσει Θεὸς ἀπειροδύναμος». |
Σὺ μὲ καθοδήγησε, Μονάδα τρισήλια, πρὸς τὸ θεῖο δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ γέμισέ με ἀπὸ τὴ θεία σου ἔλλαμψη, ὡς Θεὸς φύσει ἀπειροδύναμος. |
«Φῶς τὸ ἀδιαίρετον τῆς μιᾶς φύσεως, μεμερισμένον τοῖς χαρακτῆρσι, τριλαμπές, ἀνέσπερον, τὴν ἐμὴν καρδίαν καταύγασον ταῖς αἴγλαις σου». |
Τὸ ἀδιαίρετο φῶς τῆς μιᾶς φύσεως, τὸ ὁποῖο μερίζεται
στὶς ὑποστάσεις, φῶς τριλαμπὲς καὶ ἄδυτο, φώτισε τὴν καρδία μου μὲ τὴν αἴγλη σου. |
Θεοτοκίον.
«Ὡς κατεῖδε πάλαι σε, Ἁγνὴ Πανάχραντε, ὁ Ὑποφώτης, βλέπουσαν πύλην, πρὸς τὸ φῶς τὸ ἄδυτον, εὐθὺς σὲ ἐπέγνω, Θεοῦ κατοικητήριον». |
Μόλις σὲ εἶδε παλαιὰ ὁ Προφήτης, ἁγνὴ Πανά- χραντε, σὰν πύλη βλέπουσαν πρὸς τὸ ἄδυτο φῶς, εὐθὺς σὲ ἐννόησε ὡς Θεοῦ κατοικητήριο. |
ᾨδὴ στ´.
«Τριφαὴς ὑπάρχουσα Θεαρχία ὑποστατικῶς, ἑνιαία πέφυκας ὡς σύμμορφος, καὶ ἰσουργός, καὶ κατ᾿ οὐσίαν καὶ βούλησιν». |
Τρίφωτος θεότητα ὑπάρχουσα κατὰ τὶς ὑποστάσεις, ὑπάρχεις ἑνιαία, ὡς φέρουσα μία φύση, καὶ ἰσουργὸς κατὰ τὴν οὐσία καὶ τὴ βούληση. |
«Ἱκανῶς ἐδήλωσεν, ὁ Προφήτης ἄδην τῷ Πατρί, σῷ φωτὶ ὀψόμεθα τῷ Πνεύματι, φῶς τὸν Υἱόν, ἕνα Θεὸν καὶ τρισήλιον». |
Ἱκανοποιητικὰ ἐδήλωσε ὁ Προφήτης, ψάλλοντας στὸν Πατέρα, μὲ τὸ φῶς σου θὰ δοῦμε ἐν Πνεύματι φῶς τὸν Υἱό, ἕνα Θεὸ καὶ τρισήλιο. |
Θεοτοκίον.
«Τῶν πταισμάτων λύτρωσιν, καὶ κινδύνων Δέσποτα Θεέ, ἑνικὲ καὶ τρίφωτε κατάπεμψον, σοῖς ὑμνηταῖς πρεσβείαις τῆς Θεομήτορος». |
Λύτρωση τῶν πταισμάτων καὶ τῶν κινδύνων, Δέσποτα Θεέ, ἑνικὲ καὶ τρίφωτε, κατάπεμψε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σὲ ὑμνοῦν, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς Θεομήτορος. |
Καθίσματα.
«Τὸ τρισήλιον σέλας δοξολογήσωμεν, καὶ ἁπλῆν τὴν Τριάδα νῦν προσκυνήσωμεν, ὅτι ἐφώτισεν ἡμᾶς καὶ ἠλέησε, καὶ ἐρρύσατο φθορᾶς, τὸ γένος ἅπαν τῶν βροτῶν, λυτρώσασα ἐκ τῆς πλάνης, εἰδώλων πάντα κόσμον, καὶ Βασιλείαν ἡμῖν παρέσχετο». |
Τὸ τρισήλιο σέλας (φῶς) ἂς δοξολογήσουμε, καὶ τὴν ἁπλῆ
(μία, ἀσύνθετη) Τριάδα τώρα ἂς προσκυνήσουμε, διότι μᾶς ἐφώτισε καὶ μᾶς ἐλέησε καὶ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ φθορὰ τὸ γένος ὅλων τῶν θνητῶν, λυτρώσασα ἀπὸ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων ὅλο τὸν κόσμο, καὶ μᾶς χορήγησε τὴ θεία βασιλεία του. |
Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι φῶς139. Καὶ τὸ φῶς ἀντιμάχεται τὰ σκοτάδια. Θὰ ἦταν ἀνάξιο γιὰ τὸν Θεό, ἂν ἄφηνε τὰ πνευματικὰ σκοτάδια νὰ καλύψουν γιὰ πάντα τὰ κτίσματα, ποὺ ὁ ἴδιος παναγάθως ἐδημιούργησε. Ὁ ὑμνωδὸς δοξολογεῖ τὸ τρισήλιο σέλας, τοῦ ὁποίου ἡ παμφαὴς ἀκτῖνα ἁπλώθηκε στὴν πλάση καὶ ἐφώτισε τὸν κόσμο, τὸν ὁποῖο λύτρωσε ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ τὸν σκοτισμὸ τῆς ὑπάρξεως· ὅτι μᾶς ἀπάλαξε ἀπὸ τὴ δυναστεία τοῦ σκότους καὶ μᾶς χάρισε Βασιλείαν ὁλόφωτη. Τὸν τριαδικὸ Θεὸ προσκυνοῦμε γιὰ τὸ ἄπειρό του ἔλεος, δυνάμει τοῦ ὁποίου ἔσωσε ἀπὸ τὴ φθορὰ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ πέρασε στὸν αἰῶνα του τὸν φωτεινὸ καὶ ἄφθαρτο. Ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει μονάχα τὸ φῶς καὶ ἡ αἰώνια πνευματικὴ ἀγαλλίαση.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
«Ἀπορήσας ἐκ πάντων πρὸς σὲ κατέφυγον, τὴν ἐλπίδα ἁπάντων καὶ τὸ προσφύγιον, ἁμαρ- τωλῶν καὶ ταπεινῶν, κράζων τό, Ἥμαρτον· Ἀλλ᾿ ἐπιμένω τοῖς χείροσιν, ἀναισθητῶν ὁ ἄθλιος· ἐλέησόν με πρὸ τέλους, ἐπίστρεψὸν με καὶ ρῦσαι, πάσης κολάσεως τὸν ἀνάξιον». |
Ἀφοῦ τὰ ἔχασα ὅλα, κατέφυγα σὲ σένα, τὴν ἐλ- πίδα ὅλων καὶ τὸ καταφύγιο τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ταπεινῶν, κράζοντας τό, ἥμαρτον. Ὅμως ἐπιμένω στὰ χείρονα μὲ ἀναισθησία ὁ ἄθλιος. Ἐλέησὲ με πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος, κάνε με νὰ ἐπιστρέψω (στὸν ἴσιο δρόμο) καὶ σῶσε με ἀπὸ κάθε κόλαση τὸν ἀνάξιο. |
Παράλληλα μὲ αὐτοὺς εἶναι τὰ φτωχὰ καὶ συντετριμμένα πνεύματα, οἱ καρδιὲς ποὺ λυγίζουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς συναισθήσεως τῆς ἀνεπάρκειας καὶ τῆς πνευματικῆς τους ἀθλιότητος140. Βλέποντας ὅτι εἶναι ἄδεια ἡ ψυχή τους ἀπὸ κάθε καλὸ καὶ ἀρετή, στρέφονται στὴν ἀπόγνωσή τους μὲ ταπείνωση καὶ συντριβὴ πρὸς τὸν πανάγαθο Θεό, στὸν ὁποῖο ἐξομολογοῦνται δυνατὰ τὰ ἁμαρτήματά τους. Βλέπουν ὅτι ἐπιμένουν στὰ χείρονα, αἰχμάλωτοι τῆς κακῆς συνήθειας, ποὺ ἔχει βαθιὰ ριζώματα στὸ ἔδαφος τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς τους καὶ εἶναι φοβερὰ δύσκολο νὰ ἐκριζωθεῖ. Ἐπιμένουν νὰ σέρνονται πρὸς τὸν κρημνὸ τῆς αἰώνιας καταστροφῆς, χωρὶς νὰ ἔχουν τὴ δύναμη νὰ ἀντιδράσουν. Μπροστὰ στὴν ἀναισθησία τους αὐτὴ ζητοῦν ἄμεση βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό. Τοῦ φωνάζουν δυνατά· ἐλέησέ μας Κύριε, τώρα ποὺ ἔχουμε καιρό, πρὶν ἔλθει τὸ τέλος· πρὶν πέσει ὁριστικὰ ἡ αὐλαία τῆς ζωῆς, ὁποότε τελεία καὶ παύλα. Ἡ κόλαση θὰ ἔχει τὸν ὁριστικὸ λόγο. Ἀπὸ τὴν ὁποία λύτρωσέ μας Κύριε, ὁ μόνος δυνατὸς καὶ φιλάνθρωπος.
ᾨδὴ στ´.
«Ὡς ἐλέους ἄβυσσον, κεκτημένος Κύριε, καὶ πέλαγος ἄπειρον, Οἰκτίρμον ἐλέησον, τοὺς Ἕνα σε ὑμνοῦντας, τριλαμπῆ Θεὸν τῶν ὅλων». |
Κύριε οἰκτίρμων, σὺ ποὺ ἔχεις ἄβυσσο ἐλέους καὶ πέλαγος ἄπειρο (οἰκτίρμων), ἐλέησε αὐτοὺς ποὺ σὲ ὑμνοῦν ἕνα καὶ τριλαμπῆ Θεὸ τῶν ὅλων. |
«Τὸν ἀπερινόητον, ἑνικὸν καὶ τρίφωτον, Θεὸν σε καὶ Κύριον, ὑμνοῦντες βοῶμέν σοι· παράσχου τοῖς σοῖς δούλοις ἱλασμὸν ἁμαρτημάτων». |
Σὲ τὸν ἀπερινόητο, ἑνικὸ καὶ τρίφωτο Θεὸ καὶ Κύριο
ὑμνοῦντες, σοῦ φωνάζουμε· χορήγησε στοὺς δούλους σου ἱλασμὸ γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά τους. |
Θεοτοκίον.
«Ράδαμνον ἐβλάστησας, τῷ Πατρὶ συνάναρχον, ἄνθος τῆς Θεότητος, βλαστὸν συναΐδιον, Παρθένε τὸν διδόντα τὴν ζωὴν πᾶσιν ἀνθρώποις». |
Βλαστάρι τρυφερὸ καὶ συνάναρχο μὲ τὸν Πατέρα ἄνθος
τῆς θεότητος ἐβλάστησες Παρθένε, τὸ συναΐδιο βλαστὸ ποὺ παρέχει σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὴ ζωή. |
ᾨδὴ η´.
«Ἵνα τῆς μιᾶς, ἀνακάλυψης πάλαι, σαφῶς Κυ- ριότητος, τριττὴν ὑπόστασιν, ὤφθης Θεέ μου, ἐν σχήματι ἀνθρώπων, Ἀβραὰμ ὑμνοῦντι, σὸν κράτος ἑνιαῖον». |
Μὲ σκοπὸ νὰ φανερώσεις σαφῶς τὴν τριττὴ ὑπόστα- ση τῆς μιᾶς Κυριότητος, ὤφθης Θεέ μου παλαιὰ σὲ σχῆμα ἀνθρώπων στὸν Ἀβραάμ, ποὺ ὑμνοῦσε τὸ ἑνιαῖο κράτος σου (τὴ μία σου δύναμη). |
«Σύ με πρὸς τὰς σάς, Θεουργικὰς ἀκτῖνας, δέρκειν καταξίωσον, φῶς τὸ ἀπρόσιτον, Πά- τερ οἰκτίρμον, καὶ Λόγε καὶ τὸ Πνεῦμα, τοῦ εὐαρεστεῖν σοι, ἀεὶ Κύριε πάντων». |
Σὺ ἀξίωσέ με νὰ βλέπω τὶς θεουργικές σου ἀκτῖνες, τὸ ἀπρόσιτο φῶς. Πάτερ οἰκτίρμων καὶ Λόγε καὶ Πνεῦμα, ὥστε νὰ εὐαρεστῶ πὰν- τοτε ἐνώπιόν σου, Κύριε τῶν πάντων. |
Ἡ ψυχὴ τοῦ ὑμνωδοῦ θέλγεται ἀπὸ τὴν ἰδέα τοῦ θείου φωτός. Μοναχικὸς αὐτός, φαίνεται νὰ ἔχει ἐμπειρία τοῦ ὑπερτάτου βιώματος. Ζητᾶ ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα νὰ τὸν ἀξιώνει νὰ βλέπει τὸ μακάριο φῶς, τὶς θεουργικὲς ἀκτῖνες τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας, ποὺ συνάπτουν τὰ ὄντα μὲ τὴν ἀκατάληπτη φύση τῆς τριαδικῆς θεότητος. Ὁ ἴδιος βέβαια δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα μιᾶς τέτοιας θεοφόρητης προσβάσεως. Γιὰ νὰ μπορέσει κάπως νὰ πλησιάσει, πρέπει νὰ ὑποστεῖ ὁλοκληρωτικὴ κάθαρση τῆς φύσεώς του, πρᾶγμα ὄχι εὔκολο. Πρέπει νὰ καθαρίσει τὴ φύση του ἀπὸ κάθε μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας. Τότε μπορεῖ νὰ τοῦ ἀνοιχθεῖ τὸ κάλλος τῆς τριαδικῆς θεότητος, νὰ δεῖ τὰ πράγματα ποὺ ὁ σάρκινος ὀφθαλμὸς καὶ ἡ σάρκινη καρδιὰ ἀδυνατοῦν νὰ ἀτενίσουν. Καὶ αὐτὰ φυσικὰ στὴν παροῦσα ζωή, στὴν ὁποία πορευόμαστε «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ καὶ αἰνίγματι»142. Στὴν ἄλλη ζωὴ τὰ πράγματα θὰ εἶναι τελείως διαφορετικά. Ὅταν τὸ σεσωσμένο πλάσμα διαπερᾶται ἀπὸ τὴν ἀκτῖνα τῆς θείας ἐνέργειας, κάθε προσπάθεια ἀπὸ μέρους του θὰ εἶναι περιττή· ἡ ἄσκηση δὲν θὰ ἔχει πλέον κανένα νόημα.
Στὴν παροῦσα οἰκονομία ζωῆς ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ζεῖ σωστά, ὥστε νὰ εὐαρεστεῖ στὸν πανάγιο τριαδικὸ Θεό. Νὰ εὐαρεστεῖ δὲ πάντοτε, χωρὶς πλαγιοδρομήσεις καὶ λοξοδρομίες, στὶς ὁποῖες τόσο εὐαίσθητη εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται δύναμη, τὴν ὁποία μόνο ἀπὸ τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ ζητήσει. Ὅλα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ λυτρωτικὴ μαγεία τοῦ Χριστιανισμοῦ!
ᾨδὴ θ´.
«Λαλιαί σε βρότειαι, κατ᾿ ἀξίων ἄναρχε Μονάς, οὐ σθένουσιν ὑμνεῖν· πλὴν ὡς ἐφικτόν, τολμῶντες ἐκ πίστεως, θεαρχικὴν σύνθρονε Τριάς, δόξαν προσφέρομεν, τῷ σῷ κράτει καὶ τὴν αἴνεσιν». |
Ἀνθρώπινες λαλιὲς δὲν μποροῦν ἄναρχη Μονάδα νὰ σὲ ὑμνοῦν ἐπάξια. Ὅμως, θεαρ- χικὴ καὶ σύνθρονη Τριάδα, στηριγμένοι στὴν πίστη μας τολμοῦμε, ὅσο εἶναι ἐφικτό, νὰ προσφέρουμε δόξα καὶ αἴνεση στὸ κράτος σου. |
Ἡ γλώσσα τοῦ ὑμνωδοῦ νοιώθει ἀμήχανη στὴν προσπάθειά της ν᾿ ἀνυμνήσει τὴ θεαρχικὴ καὶ σύνθρονη Τριάδα. Τὸ ἴδιο νοιώθει καὶ κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη γλώσσα. Ἡ λαλιά της, καὶ ἡ πιὸ ὀξεῖα καὶ ἰσχυρή, ἀδυνατεῖ νὰ παραβγεῖ στὸ ἀθέατο καὶ ἀκατανόητο. Μοιάζει σὰν ἕνα ἀσυνάρτητο ψέλλισμα στὴν πολυφωνία τῆς θείας μεγαλειότητος. Οἱ πολύφθογγοι ρήτορες τοῦ κόσμου μένουν σὰν ψάρια σιωπηλὰ καὶ ἄφωνα143 μπροστὰ στὸ ἀνέφικτο μεγαλεῖο τῆς θεότητος. Μένουν συντετριμμένοι καὶ ἀμήχανοι. Ἂν ὅμως τὸ ἄπειρο διαφεύγει τελείως τὴν κτιστὴ δυνατότητα, ἐν τούτοις ὑπάρχει πάντοτε τὸ «ἐφικτόν», στὸ ὁποῖο πλέκεται ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν. Τὸ «ἐφικτὸν ἀνθρώπῳ». Ὅσο μπορεῖ νὰ πιάσει, νὰ χωρέσει ὁ ἄνθρωπος. Ἡ φύση στὴν ὑπερφύση, χωρὶς νὰ συντριβεῖ τὸ ἀνθρώπινο δοχεῖο. Καὶ αὐτὸ ἀπὸ ἄκρα ἀγαθότητα καὶ συγκατάβαση τοῦ Ὑψίστου. Ὁ Θεὸς δίδεται στὸν ἄνθρωπο, ὅσο μπορεῖ αὐτὸς νὰ χωρέσει στὴ φύση του. Ἡ «κατὰ χάριν» θέωση, στὴν ὁποία τὸ πλάσμα γίνεται θεός, χωρὶς νὰ χάσει τὴν κτιστὴ ἰδιομορφία του. Στὸν ὀρθόδοξο σωτηριολογικὸ θεϊσμό, δὲν ὑπάρχουν πανθεϊσμοί. Θεὸς καὶ ἄνθρωπος μαζί, χωρὶς νὰ καταργοῦνται τὰ φυσικὰ ποιοτικά τους ὅρια. Ὁ ἄνθρωπος ἐξυψώνεται ὅσο ἀντέχει ἡ φύση του. Περαιτέρω ἀδυνατεῖ νὰ προχωρήσει. Αὐτὸ τὸ θαῦμα τοῦ γνήσιου θεανθρωπισμοῦ ὑμνοῦμε μὲ κατάνυξη καὶ πναηγυρικὴ χαρὰ οἱ Ὀρθόδοξοι!
«Ἰσορρόπῳ δόξῃ σε, τὸν μονάρχην τρίφωτον Θεόν, δοξάζει τὰ Χερουβίμ, καὶ τὰ Σεραφίμ, ἀχράντοις ἐν στόμασι· μεθ᾿ ὧν ἡμᾶς τοὺς ἁ- μαρτωλούς, πρόσδεξαι Κύριε· τὸ σὸν κράτος μεγαλύνοντας». |
Μὲ ἰσόρροπο δόξα τὰ Χερουβὶμ καὶ τά Σε- ραφεὶμ σὲ δοξάζουν τὸν τρίφωτο μονάρχη Θεό, μὲ στόματα καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα. Μαζὶ μὲ αὐτὰ πρόσδεξε καὶ ἐμᾶς Κύριε, οἱ ὁποῖοι μεγαλύνουμε τὸ κράτος σου. |
Ὀ ποιητὴς δέεται στὸν Θεὸ νὰ δεχθεῖ τὴν ἀπὸ μέρους τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς ἀνύμνηση τοῦ θείου κράτους του, ὅπως δέχεται τὴν ἐν οὐρανοῖς ἀνύμνηση τῶν ἁγίων ἀγγέλων του.
Θεοτοκίον.
«Ὡς ἁγνὴ καὶ ἄμωμος, καὶ παρθένος τέτο- κας Υἱόν, λυτρούμενον ἡμᾶς ἀπὸ πειρα- σμῶν, Θεὸν ἀναλλίωτον· ἀλλὰ καὶ νῦν ἄφεσιν ἡμῖν τῶν παραπτώσεων, τοῦτον δοῦναι καθικέτευε». |
Ὡς ἁγνὴ καὶ καθαρὴ καὶ παρθένος, ἔχεις γεννήσει Υἱόν, τὸν ἀναλλοίωτο Θεό, ὁ ὁ– ποῖος μᾶς σώζει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς· ἀλλὰ καὶ τώρα καθικέτευσε αὐτὸν νὰ μᾶς χορηγήσει ἄφεση παραπτωμάτων. |
Οἱ πειρασμοὶ ὅμως, ὅσο πικροὶ κι ἂν εἶναι στὴ ζωή μας, ἔχουν τὴ σωστὴ φιλοσοφία τους. Δοκιμάζουν τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων, κρατύνουν τὴν ἀντοχή τους, δείχνουν τὴ ματαιότητα τῶν πραγμάτων τοῦ βίου καὶ τὴν ἀδυναμία τῆς φύσεως, ἰδίως ὅταν αὐτὴ εἶναι κλεισμένη στὴν ἐγωϊστικὴ αὐτοδυναμία της. Μὲ τοὺς πειρασμοὺς ὁ ἄνθρωπος προσφεύγει στὸν Θεὸ καὶ ζητᾶ τὴ βοήθειά του, μεταμελεῖται γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά του καὶ προάγεται νὰ διορθώσει ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ τὴ ζωή του. Σὲ ἄλλους, ἀντίθετα, οἱ πειρασμοὶ εἶναι πρόσκομμα, σκάνδαλο καὶ καμιὰ φορὰ πτώση ἀνεπανόρθωτη καὶ ἀπώλεια.Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει τοὺς πειρασμοὺς ἀπὸ ἀγαθότητα, ἀποσκοπώντας στὴ βελτίωση καὶ σωτηρία τοῦ πλάσματὸς του. Τοὺς ἐπιτρέπει δὲ μέχρις ἑνὸς ὁρίου, ὅσο ἀντέχει ἡ φύση τῶν πειραζομένων. Πέραν αὐτοῦ δὲν ἐπιτρέπει στὸ διάβολο νὰ δοκιμάζει τοὺς ἀνθρώπους. Σὲ κάθε περίπτωση ὁ Θεὸς παρέχει καλὴ ἔκβαση γιὰ τοὺς δικούς του στοὺς ποικίλους πειρασμοὺς καὶ τὶς πικρότητες τοῦ βίου<ΰ>145 τους.
Ὁ ὑμνωδός, ἀφοῦ τονίσει τὴ δογματικὴ βάση τῆς περιωπῆς τῆς Θεοτόκου, τὸν ἁγνὸ καὶ παρθενικὸ τόκο της, ζητᾶ λύτρωση ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ ἄφεση τῶν παραπτωμάτων, τὰ ὁποῖα θὰ λάβει ἀπὸ τὸν τριαδικὸ Θεό, διὰ τῶν ἱκεσιῶν καὶ τῆς πρεσβείας της.
ΗΧΟΣ ΠΛ. Β´
Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ
Ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Τὸν ἕκτον ὕμνον προσφέρω σοι Θειότης.
ᾨδὴ α´.
«Τρεῖς ὑποστάσεις ὑμνοῦμεν Θεαρχικάς, ἑ- νιαίας φύσεως, ἀπαράλλακτον μορφήν, ἀγα- θὸν φιλάνθρωπον Θεόν, τῶν πταισμάτων ἱλα- σμὸν ἡμῖν δωρούμενον». |
Ὑμνοῦμε τρεῖς ὑποστάσεις θεαρχικές, σὲ μία φύση καὶ ἀπαράλακτη μορφή, τὸν ἀγαθὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεό, ὁ ὁποῖος μᾶς χαρίζει συγχώρηση πταισμάτων. |
Αὐτὰ γιὰ τὴ χριστιανικὴ θεολογία εἶναι ἁπλὰ φληναφήματα. Ἕνας καὶ μόνος Θεὸς ὑπάρχει, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος. Ὁ Θεὸς αὐτὸς εἶναι τριαδικός. Ἔχει μία φύση ἀπαράλλακτη καὶ στὰ τρία πρόσωπα, καὶ τρεῖς ὑποστάσεις, ποὺ ὑποδηλώνουν τὶς προόδους καὶ τὸν ἀΐδιο τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Οἱ ὑποστάσεις εἶναι πραγματικὲς διακρίσεις στὴ θεότητα.
Στὴν πανάγαθη φύση τοῦ Θεοῦ οὐδὲ ἴχνος κακίας ὑπάρχει. Τὸ κακὸ εἶναι παντελῶς ξένο πρὸς τὴν πανακήρατη φύση του. Εἶναι κάτι τὸ ἀνυπόστατο, τὸ «μὴ ὄν». Δὲν ἔχει πλαστεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως πλάστηκαν ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα. Ὑπάρχει ἐκεῖ, ὅπου ἀπουσιάζει τὸ ἀγαθό. Εἶναι μιὰ στέρηση, μιὰ ἄρνηση. Δημιουργεῖται δέ, ὡς κατάσταση καὶ δύναμη, ἀπὸ τὴν κακὴ χρήση τῆς λογικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἶναι κοντὰ στὸν Θεό, δὲν ὑπάρχει ἡ κακία. Φυσικὰ ἡ ἠθικὴ δύναμη τοῦ κακοῦ εἶναι τόσο μεγάλη καὶ ὑπαρκτὴ ὥστε μπορεῖ νὰ καταστρέψει τὸ λογικὸ πλάσμα, νὰ τὸ ἀποκόψει ἀπὸ τὴ φυσική του ρίζα (τὸν Θεὸ), καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσει στὴν αἰώνια ἀπώλεια. Σ᾿ αὐτὸ ἔχει τὰ θεμέλιά της καὶ ἡ κόλαση.
Οἱ πιστοὶ παρακαλοῦν τὸν πανάγαθο Θεό, νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ τοὺς χορηγήσει ἱλασμὸ πταισμάτων καὶ νὰ τοὺς ἀξιώσει νὰ εἰσέλθουν στὴ χαρὰ τῆς ἐπουράνιας θείας βασιλείας του.
«Ὁ ὑπερούσιος μόνος καὶ τριλαμπής, χαρα- κτῆρσι Κύριος, ἐν Θεότητι μιᾷ, πεφυκώς, συνέτισον ἡμᾶς, καὶ ἀξίωσον τῆς σῆς θείας ἐλλάμψεως». |
Ὁ μόνος ὑπερούσιος καὶ τριλαμπὴς κατὰ τοὺς χαρακτῆρες (ὑποστάσεις) Θεός, ὁ ὑπάρχων σὲ μία θεότητα, συνέτισέ μας καὶ κάνε μας ἄξιους τῆς θείας σου ἐλλάμψεως. |
Ὁ ὑμνῳδὸς εἶναι ἐπιγνώμων τῆς καταστάσεως καὶ τοῦ κινδύνου αὐτοῦ. Ζώντας στὴν ἄσκηση καὶ τὴν πνευματικὴ περισυλλογή, ἔχει αἴσθηση τῆς ἐλαφρότητος καὶ τῆς ἐπιπολαιότητος τῆς φύσεως. Καὶ ἀφοῦ θεολογήσει, παρακαλεῖ τὸν τριαδικὸ Θεὸ νὰ τὸ συνετίσει, νὰ τοῦ βάλει μυαλό, νὰ τοῦ δώσει καθαρὰ αἰσθητήρια, ὥστε νὰ διακρίνει147 τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων καὶ τὴ δική του ἀλήθεια, τὸν ἀληθινὸ προορισμό του, ποὺ βρίσκεται στὴ μετοχὴ στὴ θεία ἔλλαμψη, στὸ φῶς τὸ θεῖο καὶ ἐπουράνιο.
«Νυμφοστολίσας ὁ Παῦλος τὴν ἐξ ἐθνῶν, Ἐκκλησίαν, ἕνα σε, τρισυπόστατον Θεόν, προσκυνεῖν ἐδίδαξεν, ἐξ οὗ, καὶ δι᾿ οὗπερ, καὶ ἐν ᾧ τὰ πάντα γέγονε». |
Ἀφοῦ στόλισε σὰν νύμφη τὴν ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία ὁ Παῦλος, ἐδίδαξε νὰ σὲ προσκυνοῦμε ἕνα τρισυ- πόστατο Θεὸ ἐκ τοῦ ὁποίου, καὶ διὰ τοῦ ὁποί- ου καὶ ἐν τῷ ὁποίῳ ἔγιναν τὰ πάντα. |
Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐκόσμησε μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο του τὴν ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία σὰν νύμφη ἅρμοσε στὴ μυστικὴ καὶ ἀόρατη κεφαλή της (τὸν Χριστὸ), ἐδίδαξε νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ λατρεύουμε ἕνα τρισυπόστατο Θεό, ὁ ὁποῖος ἐνεργεῖ στὸν κόσμο σύμφωννα μὲ τὸ σχέδιο καὶ τὴν τάξη ποὺ προαναφέραμε.
Θεοτοκίον.
«Ἐκ τῆς γαστρός σου προῆλθεν ὁ νοητός, Θεο- τόκε Ἥλιος, καὶ κατηύγασεν ἡμᾶς τριφαοῦς θεότητος αὐγαῖς· ὃν ὑμνοῦντες εὐσεβῶς σὲ μακαρίζομεν». |
Ἀπὸ τὴ γαστέρα σου προῆλθε, Θεοτόκε, ὁ νοητὸς Ἥλιος (ὁ Χριστὸς), ὁ ὁποῖος μᾶς ἐφώτισε μὲ τὴ λάμψη τῆς τρίφωτης θεότητος· αὐτὸν ἀνυμνοῦντες, εὐσεβῶς σὲ μακαρίζουμε. |
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ πνευματικὰ σκοτάδια. Ἐνόσο ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, τὰ πνευματικὰ σκοτάδια ἦταν ἀνύπαρκτα. Ὅταν ὅμως ἐγκατέλειψε τὸ φῶς, τότε ντύθηκε τὸ σκοτάδι τοῦ ψεύδους καὶ τῆς πνευματικῆς νεκρώσεως. Πνευματικὸ σκοτάδι εἶναι ἡ ἁμαρτία, ποὺ μισεῖ καὶ ἀντιμάχεται τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ149, εἶναι τὸ μεγάλο ψέμα, ἡ ἀγνωσία καὶ ἡ πλάνη, στὰ ὁποῖα ὁ κόσμος νοσεῖ πρὸς θάνατον.
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν καθήμενο στὸ σκότος καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου150, ἦλθεν ὁ Χριστὸς σὰν ἥλιος νὰ σκορπίσει τὸ ζωογόνο φῶς του, ν᾿ ἀποδιώξει τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ νὰ χαρίσει τὴ λυτρωτικὴ θεία του ἀλήθεια. Προῆλθε δέ, γαληνὸς καὶ ἀσπάσιος, ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τῆς θεόπαιδος Κόρης, ἀπὸ τὴν ὁλοκάθαρη μήτρα τῆς Παρθένου, γιὰ νὰ μᾶς φωτίσει μὲ τὶς μαρμαρυγὲς τῆς τρίφωτης θεότητος, τὴν ὁποία ἐφανέρωσε στὸν κόσμο μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του. Οἱ πιστοί, ὑμνοῦντες εὐσεβῶς τὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, μακαρίζουν μὲ φωνὲς πενυματικῆς ἀγαλλιάσεως τὴ σεπτὴ Θεομήτορα.
ᾨδὴ γ´.
«Κοσμήσας τρίφωτε Θεέ, τάξεις τὰς οὐρανί- ους, κατεσκεύασας μέλπειν, τρισαγίαις σε φωναῖς· δέξαι μεθ᾿ ὧν καὶ ἡμᾶς, ἀνυμνοῦν- τάς σου τὴν ἀγαθότητα». |
Ἀφοῦ ἐκόσμησες τρίφωτε Θεέ, τὶς οὐράνιες (ἀγγελικὲς) ταξιαρχίες, ἀνέθεσες σ᾿ αὐτὲς νὰ σὲ ψάλλουν μὲ τρισάγιες φωνές. Μαζὶ μὲ αὐτὲς δέξε καὶ ἐμᾶς ἀνυμνοῦντας τὴ θεία σου ἀγαθότητα. |
Στὴν ἀνύμνηση τῶν ἀγγέλων ἐν οὐρανοῖς, θέλουν νὰ ἑνώσουν καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐπὶ τῆς γῆς τὴ δική τους ἀνύμνηση, νοιώθοντας τὴν ἴδια μὲ τοὺς ἀγγέλους ἐσωτερικὴ παρόρμηση. Θέλουν νὰ ἀνυμνήσουν τὸ σωτῆρα καὶ εὐεργέτη τους. Νὰ ψάλλουν τὴν ἀπειρία τῆς θείας του ἀγαθότητος.
«Τὴν μόνην ἄτρεπτον τριττήν, σύμμορφον ἑνιαίαν, Θεαρχίαν ὑμνοῦντες, λιτάζομὲν σε θερμῶς, ἁμαρτημάτων πολλῶν, κατα- πέμψαι ἡμῖν συγχώρησιν». |
Τὴ μόνη ἄτρεπτη τριττή, σύμμορφη ἑ- νιαία θεαρχία ὑμνοῦντες, σὲ παρακαλοῦμε θερμῶς, κατάπεμψε τώρα καὶ σὲ μᾶς συγχώρηση τῶν πολλῶν ἁμαρτημάτων μας. |
Ἡ ὁμολογία εἶναι σαφὴς καὶ συνοπτική. Ὁ πιστὸς ὑμνεῖ τὴ θεαρχία (τὸν τριαδικὸ Θεὸ), ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη ἄτρεπτη καὶ ἀναλλοίωτη φύση, ἡ «ἀεὶ ὡσαύτως ἔχουσα» καὶ μὴ ἐπιδεχομένη «τροῆς ἀποσκίασμα»152. Εἶναι φύση τριττή, φέρουσα τρὶς μορφές, τρία πρόσωπα καὶ ὑποστάσεις, τριαδική. Εἶναι φύση σύμμορφη, ἑνιαία. Τὰ πρόσωπά της ἔχουν τὴν ἴδια μορφή, τὴν ἴδια φύση. Δὲν εἶναι πρόσωπα ἑτερούσια ἢ ἁπλῶς ὅμοια ἀλλ᾿ ὁμοούσια. Ἔτσι ἡ θεότητα εἶναι ἑνιαία, ἕνας Θεὸς καὶ ὄχι πολλοί, μιὰ οὐσία, μία βούληση καὶ μία ἐνέργεια.
Ἀπὸ τὸν ἕνα ὁμοούσιο καὶ τρίμορφο Θεό, οἱ πιστοὶ ζητοῦν συγχώρηση τῶν πταισμάτων τους. Γιατὶ μόνον ἔτσι θὰ μπορέσουν νὰ ἔχουν πρόσβαση κοντά του, νὰ δοῦν τὸ ἄπειρο φῶς του καὶ ν᾿ ἀπλαύσουν τὸ ἀμήχανο κάλλος του.
«Ὁ Νοῦς ὁ ἄναρχος Πατήρ, σύμμορφε Θεοῦ Λόγε, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ θεῖον, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐθές, τοὺς ἀνυμνοῦντας πιστῶς, τὸ σὸν κράτος φρούρησον ὡς εὔσπλαγχνος». |
Ὁ Πατήρ, ὁ ἄναρχος Νοῦς, ὁ σύμμορφος τοῦ Θεοῦ (Πατρὸς) Λόγος, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ θεῖο, τὸ ἀγαθὸ καὶ εὐθές, αὐτοὺς ποὺ ἀν- υμνοῦν πιστῶς τὸ κράτος σου, φρούρησε ὡς εὔσπλαγχνος. |
Θεοτοκίον.
«Νομὴν ἀνέστειλε φθορᾶς, ἄνθρωπος κατ᾿ οὐ- σίαν, γεγονὼς ὁ Θεός μου, ἐν τῇ μήτρᾳ σου Ἁγνύ, καὶ τοὺς Γενάρχας τῆς πρίν, καταδίκης μόνος ἠλευθέρωσε». |
Ἀνέκοψε τὴ νομὴ τῆς φθορᾶς ὁ Θεός μου, γε- νόμενος κατ᾿ οὐσίαν ἄνθρωπος στὴ μήτρα σου Ἁγνύ, καὶ τοὺς Γενάρχες (Προπάτορες) τῆς πρότερης καταδίκης ἐλευθέρωσε. |
Μὲ τὸ ἔργο του ὁ Χριστός, ὁ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παρθένου Υἱός, ἐλευθέρωσε τοὺς προπάτορες ἀπὸ τὴν καταδίκη ποὺ πῆραν ἀπὸ τὸν Θεό, ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας τους.
Κάθισμα.
«Δέσποτα Θεέ, ἐπίβλεψον οὐρανόθεν. Ἴδε τὴν ἡμῶν ταπείνωσιν ὡς οἰκτίρμων, καὶ σπλαγχνί- σθητι φιλάνθρωπε πανάγαθε· οὐδαμόθεν γὰρ ἐλπίζομεν συγχωρήσεως ταύξασθαι, τῶν κακῶν ὧν ἡμάρτομεν· διὸ γενοῦ μεθ᾿ ἡμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ᾿ ἡμῶν». |
Δέσποτα Θεέ, ἐπίβλεψε ἀπὸ τὸν οὐρανό. Δὲς τὴν κακοπάθειά μας ὡς ἐλεήμων, καὶ σπλα- χνίσου μας φιλάνθρωπε πανάγαθε. Διότι ἀ- πὸ πουθενὰ δὲν ἐλπίζουμε νὰ λάβουμε συ- γχώρηση γιὰ τὰ κακὰ ποὺ ἁμαρτάνουμε. Γι᾿ αὐτὸ ἔλα μαζί μας καὶ κανένας δὲν θὰ εἶναι ἐναντίον μας. |
Οἱ πιστοὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ κοιτάξει τὴν ταπείνωσή τους, ὄχι φυσικὰ τὴν ταπεινοφροσύνη (ποὺ εἶναι μεγάλη ἀρετὴ), ἀλλὰ τὴν κακοπάθεια καὶ τὴν ἀθλιότητα τῆς ἐπίγειας ζωῆς, στὴν ὁποίαν εἶναι ἐγκλωβισμένοι. Ζητοῦν δέ, τί ἄλλο; Συγχώρηση ἁμαρτημάτων, τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ χορηγήσει μόνο ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ κανένας ἄλλος. Ἂν δὲ ὁ Θεὸς εἶναιμαζί τους, ἂν τοὺς ἔχει κάτω ἀπὸ τὴν προστασία του, τότε κανένα ἄλλο δὲν φοβοῦνται155, καμιὰ ἀντίξοη καὶ ἀντίθεη δύναμη. Αὐτὴ ἡ πεποίθηση γέμισε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὰ στήθη τῶν γενναίων ἐργατῶν τῆς ἀρετῆς, τῶν στρατιωτῶν τῆς νοητῆς παρατάξεως Κυρίου. Μὲ τὴν πίστη αὐτὴ κατήγαγαν θριάμβους καὶ νίκες πνευματικές156, πολιτογραφηθέντες στὸ ἄφθαρτο «πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς»157.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
«Δέσποινα ἁγνή, ἐπίβλεψον οὐρανόθεν. Ἴδε τῶν ἡμῶν τραυμάτων τὰς ἀλγηδόνας, καὶ σπλαγχνίσθητι Πανάχραντε, καὶ ἴασαι τοῦ συνει- δότος τὸν καύσωνα, τῷ σῷ ἐλέει δροσίζουσα, καὶ βοῶσα τοῖς δούλοις σου· Ἐγὼ εἰμὶ μεθ᾿ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ᾿ ἡμῶν». |
Δέσποινα ἁγνύ, κοίταξε ἀπὸ τὸν οὐρανό. Δὲς τὸν πόνο τῶν τραυμάτων μας καὶ σπλαγχνί- σου μας Πανάχραντε, καὶ γιάτρεψε τὴν καυ- στικότητα τῆς συνειδήσεώς μας, δροσίζοντὰς την μὲ τὸ ἔλεός σου, καὶ φωνάζοντας στοὺς δούλους σου. Ἐγὼ εἶμαι μαζί σας καὶ κανένας ἐναντίον σας. |
Οἱ πιστοὶ βλέπουν τὶς πολλὲς πληγὲς ποὺ εἶναι ἀνοιγμένες στὶς ψυχές τους, οἱ ὁποῖες τοὺς ταλαιπωροῦν καὶ ἀπειλοῦν νὰ τοὺς θανατώσουν. Βλέπουν τὰ πολλὰ τραύματα ποὺ ἡ κακουργία τοῦ ἐχθροῦ ἀνοίγει στὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα τους, καὶ ὑποφέρουν κάτω ἀπὸ τὴν ἀβάσταχτη κάκωση. Κατόπιν ζοῦν τὸ καυτὸ πύρωμα τῆς συνειδήσεώς τους, ποὺ τοὺς ἐλέγχει ἀλύπητα γιὰ τὰ πολλά τους παραπτώματα καὶ κάνει κόλαση τὴ ζωή τους. Καὶ μὴ ἔχοντας ἄλλη καταφυγή, προσφεύγουν στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ζητοῦν βοήθεια. Ζητοῦν τὴ δροσιὰ τῆς χάριτός της (τοῦ Υἱοῦ της) γιὰ νὰ σβήσει τὸ ὁλόκαυτο καμίνι ποὺ τοὺς βασανίζει, νὰ γιατρέψει τὶς πληγὲς τῆς ἁμαρτίας καὶ ν᾿ ἀποκαταστήσει τὴν πνευματικὴ ὑγεία τῆς ψυχῆς τους. Καὶ ἔχουν τὴν πεποίθηση, ὅτι τὸ ἔλεος τῆς Παναγίας θὰ τοὺς προφθάσει. Γιατὶ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ εἶναι συντρεχτικὴ γιὰ τὰ πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ Υἱοῦ της καὶ τὰ δικά της παιδιά, καὶ εἶναι πάντοτε ἕτοιμη νὰ σπεύσει σὲ βοήθειὰ τους. Καὶ ἂν φυσικὰ ἔχουν τὴν προστασία της, τότε καμιὰ ἄλλη δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ἐπηρεάσει καὶ νὰ τοὺς κακοποιήσει. Εἶναι ἀσφαλισμένοι στὴν ἀειπάρθενη χάρη της.
ᾨδὴ δ´.
«Ὑψοῦ διάνοιαν, Μονὰς ἡ τρίφωτος, καὶ ψυχὴν καὶ καρδίαν σῶν ὑμνητῶν, θᾶττον ἀναβίβασον, καὶ τῆς ἐλλάμψεως τῆς σῆς, καὶ λαμπρότητος ἀξίωσον». |
Ὕψωσε τὴ διάνοια, Μονάδα τρίφωτη, καὶ γρήγορα ἀνέ- βασε τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιὰ αὐτῶν ποὺ σὲ ὑ- μνοῦν, καὶ ἀξίωσέ τους νὰ δεχθοῦν τὴν ἔλλαμ- ψη καὶ τὴ θεία σου λαμπρότητα. |
«Μετασχημάτισον, καὶ μεταμόρφωσον, ἐκ κακίας με πάσης πρὸς ἀρετήν, μόνη ἀσχημάτιστε, καὶ ἀναλλοίωτε Τριάς, ταῖς σαῖς αἴγλαις καταλάμπρυνον». |
Μετασχημάτισε καὶ μεταμόρφωσέ με ἀπὸ τὴν κακία πρὸς κάθε ἀρετή, σὺ Τριάδα ποὺ εἶσαι ἡ μόνη ἀσχημάτιστη καὶ ἀναλλοίωτη, καὶ καταλάμπρυνέ με μὲ τὴν αἴγλη τῆς λαμπρότητός σου. |
Τὰ πάντα σπεύδουν πρὸς τὴν τρίφωτη Τριάδα, ἡ ὁποία μένει μόνη ἀσχημάτιστη καὶ ἀναλλοίωτη. Ἐκεῖ λαμπρύνεται μὲ τὴν αἴγλη τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας. Γίνεται θέσει ἀπαθής, ὅπως φύσει ἀπαθὴς εἶναι ὁ Θεός. Στὴ χαρισματικὴ αὐτὴ ἀπάθεια ὁ ἄνθρωπος θεοποιεῖται.
«Νοήσας πρότερον σοφῶς ὑπέστησας, τῶν Ἀγγέλων τὰς τάξεις λειτουργικάς, σοῦ τῆς ἀγαθότητος, ἡ τρισυπόστατος Μονάς· μεθ᾿ ὧν δέξαι μου τὴν αἴνεσιν». |
Ἀφοῦ πρῶτα συνέλαβες μὲ τὸ νοῦ σου σοφῶς, ὑπέστησες (μὲ τὸ ἐννόημά σου) τὶς τάξεις τῶν Ἀγ- γέλων, ποὺ εἶναι λειτουργικὲς τῆς ἀγαθότη- τός σου, Μονάδα τρισυπόστατη. Μαζὶ μὲ αὐτὲς δέξε καὶ τὴ δική μου αἴνεση. |
Θεοτοκίον.
«Ὁ φύσει ἄκτιστος, Θεὸς ἀΐδιος, τὴν κτιστὴν τῶν ἀνθρώπων προσειληφώς, φύσιν ἀνεμόρφω- σεν, ἐν τῇ ἁγίᾳ σου γαστρί, Θεοτόκε ἀειπὰρ- θενε». |
Ὁ Θεὸς ὁ ἀΐδιος καὶ φύσει ἄκτιστος, ἀφοῦ προσέλαβε τὴν κτιστὴ φύση τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἀνεμόρφωσε στὴν ἁγία σου γαστέρα, θεο- τόκε ἀειπάρθενε. |
Στὴν ὀρθόδοξη χριστολογία τὸ ζήτημα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό. Οἱ φύσεις εἶναι ἑνωμένες βαθιὰ μεταξύ τους, ἀσύγχυτα καὶ ἀδιαίρετα. Ἡ μία ἀντιδίδει τὰ ἰδιώματὰ της στὴν ἄλλη, πάντοτε στὸ ἑνιαῖον πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν ἐπαφή της μὲ τὴ θεία φύση, ἀνακαινίζεται, ἀφθαρτίζεται καὶ θεοποιεῖται. Ὁ ἄνθρωπος μεταχωρεῖ στὴ θεότητα ὅσο τοῦ ἐπιτρέπει ἡ κτιστὴ φύση του, δηλαδὴ χωρὶς νὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ φυσικὰ καὶ πεπερασμένα της ὅρια. Ὅλα δὲ αὐτὰ συνέβησαν στὴ θεοχώρητη μήτρα τῆς Παρθένου, ὅπου ὁ Θεὸς προσέλαβε ἀρρήτως τὸν ἄνθρωπο, καὶ ἀποτελοῦν τὸ μέγιστο θαῦμα τῆς ἀειπάρθενης Κόρης, τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Πολλοὶ καὶ σήμερα εἶναι οἱ Νεστοριανίζοντες, κυρίως ἀπὸ τὸ δυτικὸ χῶρο τῆς χριστιανωσύνης, στὴ νοησιοκρατικὴ ἠθικιστικὴ νοοτροπία τῶν ὁποίων τὸ χαρισματικὸ στοιχεῖο προσπίπτει ἀλλόκοτο καὶ ἀκατανόητο.
ᾨδὴ ε´.
«Νοοῦντες φύσιν θεαρχικήν, προνοητικὴν καὶ σωστικήν, πάντων ὑπάρχουσαν Δέσποτα, τρίφωτόν τε μίαν πρὸς σὲ ὀρθρίζομεν, συγχώ- ρησιν αἰτοῦντες τῶν παραπτώσεων». |
Νοοῦντες σε Δέσποτα, φύση θεαρχική, προ- νοητικὴ τῶν πάντων καὶ σωστική, μίαν δὲ συν- άμα καὶ τρίφωτη, ἀπὸ πολὺ πρωῒ σὲ λατρεύουμε, ζητώντας συγχώρηση τῶν παραπτωμάτων μας. |
Ἡ πίστη αὐτὴ δὲν εἶναι ἁπλὸ θεωρητικὸ διανόημα. Εἶναι συνοχὴ καὶ συνεπαρμὸς καρδίας. Παλλόμενη ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴν πίστη της, ἀποτινάσσει τὸ φυσικὸ ὕπνο ἀπὸ τὰ βλέφαρά της, σηκώνεται πολὺ πρωῒ καὶ ὀρθρίζει πρὸς τὸν τρισάγιο Θεό, λατρεύοντας τὸν πλάστη καὶ σωτῆρα της. Ζητᾶ δὲ συγχώρηση τῶν παραπτωμάτων της γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ζεῖ ἐλεύθερα στὸ φῶς τῆς χάριτός του, τῆς θείας του ἐνέργειας.
«Πατὴρ ὁ ἄναρχος καὶ Θεός, καὶ ὁ συναΐδιος Υἱός, Πνεῦμα τὸ ἅγιον στήριξον, μοναρχικωτά- τη Τριὰς τοὺς σοὺς ὑμνητάς, καὶ πάσης ἐπη- ρείας ρῦσαι καὶ θλίψεως». |
Ὁ ἄναρχος Θεὸς Πατὴρ καὶ ὁ συναΐδιος (μὲ αὐτὸν) Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, μοναρχι- κώτατη Τριάδα, στήριξε τοὺς ὑμνητὲς σου καὶ σῶσε τους ἀπὸ κάθε ἐπήρεια (κακὴ) καὶ θλίψη. |
«Ρυθμίζων λάμψεσι θεουργοῖς, καὶ πρὸς εὐα- ρέστησιν τῆς σῆς, τρισυποστάτου Θεότητος, Ἥλιε τῆς δόξης καθοδηγῶν με ἀεί, τῆς θείας Βασιλείας μέτοχον ποίησον». |
Ρυθμίζοντας μὲ τὶς θεουργικὲς λάμψεις σου καὶ πρὸς εὐαρέστηση τῆς τρισυπόστατης θεότητός σου, Ἥλιε τῆς δόξης καὶ καθοδηγών- τας με πάντοτε, κάνε με μέτοχο τῆς θείας βασιλείας σου. |
Ὁ Θεὸς ἀνυψώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὶς θεουργικὲς λάμψεις τῆς θείας του φύσεως. Αὐτὲς εἶναι ἡ ἄκτιστή του θεία ἐνέργεια, ἡ χάρη του, ποὺ σηκώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἀνοίγει τὸ δρόμο πρὸς τὸ ἀγαθό. Ἡ τρισυπόστατη θεότητα, ὁ Ἥλιος τῆς δόξης, καθοδηγεῖ τὸ πλάσμα του πάντοτε πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀρετή, καὶ ὅταν κλείσει ὁ κύκλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς, τὸ κάνει μέτοχο τῆς θείας βασιλείας του163. Ἡ μετοχὴ στὴ χαρὰ καὶ τὸ φῶς τῆς θείας βασιλείας συνιστᾶ τὸ σκοπὸ τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Ἐκεῖ ἐξαντλεῖται ὁ δυναμισμὸς τοῦ θεοειδοῦς καὶ θεόμορφου ζώου, ἡ θέωση τοῦ πλάσματος στὴ φωτεινὴ ἀκτίνα τῆς θείας ἐνέργειας.
Θεοτοκίον.
«Ὁ πάντα φέρων, καὶ συντηρῶν, τῇ παντοδυ- νάμῳ σου χειρί, Λόγε Θεοῦ ἀναλλοίωτε, φρού- ρει καὶ συντήρει τοὺς σὲ δοξάζοντας, πρεσβείαις τῆς τεκούσης σε Θεομήτορος. |
Σύ, ἀναλλοίωτε Λόγε τοῦ Θεοῦ, ποὺ φέρεις καὶ συντηρεῖς τὰ πάντα μὲ τὸ παντοδύναμο χέρι σου, φρού- ρει καὶ συντήρει ὅσους σὲ δοξάζουν, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς τεκούσης σε Θεομήτορος. |
Ἐφ᾿ ὅσον, λοιπόν, ὁ Λόγος φροντίζει γιὰ τὰ πλάσματά του, τὰ ὁποῖα ἀπὸ ἀγαθότητα ἔφερε στὸ εἶναι καὶ μάλιστα πέθανε γιὰ τὴ σωτηρία τῶν λογικῶν κτισμάτων του, οἱ πιστοί, θαρροῦντες στὸ στοργικὸ πλάστη καὶ Πατέρα τους, τὸν παρακαλοῦν ὄχι ἁπλὰ νὰ τοὺς συντηρεῖ στὸ εἶναι (αὐτὸ εἶναι δεδομένο), ἀλλὰ νὰ τοὺς διακρατεῖ στὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθειά του, ποὺ εἶναι πολὺ σημαντικότερο ἀπὸ τὴν ἁπλὴ βιολογική τους συντήρηση· καὶ νὰ τοὺς φρουρεῖ στὸ θέλημά του, ἀποτρέποντας κάθε ἐπιβουλὴ τοῦ ἐχθροῦ ἐναντίον τους. Ἔτσι δέ, θὰ τὸν δοξάζουν στὴ ζωή τους μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὰ φωτεινὰ ἔργα τους. Τὴ βοήθεια αὐτὴ οἱ πιστοὶ ζητοῦν διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεομήτορος.
ᾨδὴ στ´.
«Σοφίαν καὶ σύνεσιν, Θεαρχία τριφαής, τοῖς ὑμνηταῖς σου δώρησαι, καὶ τοῦ κάλλους ἀκτῖ- σι τοῦ φωτουργοῦ, τῆς σῆς ἀγαθότητος, κατα- λάμπεσθαι πάντας καταξίωσον». |
Σοφίαν καὶ σύνεση, Θεὲ τριαδικέ, δώρησε στοὺς ὑμνητές σου, καὶ καταξίωσε ὅλους νὰ καταλάμ- πονται μὲ τὶς φωτουργὲς ἀκτῖνες τοῦ κάλλους τῆς ἀγαθότητός σου. |
Αὐτὸ ποὺ κυρίως χρειάζεται γιὰ τὴ φωτεινὴ ἀνάβαση στὸν Θεὸ καὶ τὴ βίωση τοῦ ἀπείρου κάλλους του, εἶναι δυὸ μεγάλες καὶ ταυτοσήμαντες ἀρετές, ἡ σοφία καὶ ἡ σύνεση. Μὲ αὐτὲς ὁ πιστὸς θὰ μπορέσει νὰ διακρίνει τὰ πράγματα, νὰ χωρίζει τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψεῦδος, τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὴν κακία, νὰ προφυλάσσεται ἀπὸ κάθε τί νόθο καὶ παραπλανητικό, μένοντας σταθερὰ προσηλωμένος στὸν οὐράνιο θεῖο θησαυρό του. Χωρὶς τὶς ἀρετὲς αὐτὲς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀγώνας ἀληθινός, ζωὴ καταξιωμένη στὰ μέτρα τοῦ Χριστοῦ, ἐλπίδα μετοχῆς στὴν οὐράνια θεία βασιλεία. Θὰ ὑπάρξουν πολλὲς «μικραὶ παρθένοι»165 ἀνάξιες τοῦ ἐπουρανίου Νυμφίου, ποὺ μάταια θὰ κρούουν τοὺς πυλῶνες τοῦ θείου μυστικοῦ νυμφώνα!
Ζητᾶ, λοιπόν, ἡ προσευχόμενη ψυχὴ σοφία καὶ σύνεση γιὰ νὰ εἶναι ἄξια τῆς κλήσεὼς της καὶ νὰ καταξιωθεῖ νὰ μετάσχει στὸ ἀμήχανο κάλλος τῆς θεότητος, ν᾿ ἀνακρηθεῖ μὲ τὴ φωτεινὴ ἀκτίνα τῆς θείας ἐνέργειας, νὰ γίνει ἕνας μικρὸς θεός!
«Φῶς τὸ ἀδιαίρετον, κατ᾿ οὐσίαν τριλαμπές, παντοκρατὲς ἀπρόσιτον, τὰς καρδίας καταύ- γασον, τῶν πιστῶς αἰνούντων τὸ κράτος σου, καὶ πρὸς θείαν ἀγάπην ἀναπτέρωσον». |
Φῶς, τὸ ἀδιαίρετο στὴν οὐσία του, καὶ τριλαμπὲς (κατὰ τὶς ὑποστάσεις), τὸ παντοδύναμο καὶ ἀπρόσιτο, φώτισε τὶς καρδιὲς αὐτῶν ποὺ πιστῶς δοξάζουν τὸ κράτος σου, καὶ ἀναπτέρωσὲ τες πρὸς τὴ θεία ἀγάπηση. |
Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κάνει πολλὰ καὶ θαυμάσια, ἂν ὅμως δὲν ἔχέι ἀγάπη εἶναι ἕνα τίποτα. Εἶναι σὰν τὸ μέταλλο τὸ ἄδειο, ποὺ δὲν ἔχει περιεχόμενο, ἀλλὰ κάνει θόρυβο πολύ167. Στὸν ἁμαρτωλὸ βέβαια ἄνθρωπο ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι εὔκολη ἀρετή. Πῶς μπορεῖ, ἀλήθεια, ν᾿ ἀγαπήσει εἰλικρινὰ καὶ μὲ ἁγνὸ πάθος αὐτὸν ποὺ τὸν μισεῖ, τὸν καταδιώκει, τὸν ἐπιβουλεύεται καὶ θέλει τὸ θάνατο καὶ τὴν καταστροφή του; Μονάχα ὁ Θεὸς μπορεῖνὰ τὸ κάνει καὶ ὅσοι φυσικὰ ἔχουν τὴ χάρη του, οἱ λίγοι καὶ οἱ ἐκλεκτοί. Οἱ πιστοὶ σκοτώνονται στὰ πεδία τῶν μαχῶν, ποτίζουν μὲ αἵματα τὸν κόσμο, τρώγονται μεταξύ τους σὰν θηρία ἄγρια καὶ σπαράσσονται στὸν κοινωνικὸ στίβο τῆς ζωῆς!
Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ σύνδεσμος168 τῶν ἀρετῶν καὶ τὸ φτερὸ ποὺ ἁρπάζει τὸ προσευχόμενο πνεῦμα καὶ τὸ ἑνώνει μὲ τὸν Θεό. Εἶναι ὁ ἐκστατικὸς θεῖος ἔρως, τὸ πύρωμα τῆς καρδιᾶς ποὺ ποθεῖ μὲ πάθος τὸν Θεό, θέλει νὰ μένει μαζί του ἑνωμένο μὲ τὸ παντοκρατορικὸ καὶ ἀπρόσιτο φῶς τῆς θείας του ἐνέργειας, στὴν ἀνεκλάλητη χαρὰ καὶ τοὺς γλυκεῖς ἐκστρασιασμοὺς τῆς ἀνέκφραστης μυστικῆς ἑνώσεως. Εἶναι ἡ «μανία», ποὺ καταλαμβάνει τόκαθαρὸ πνεῦμα καὶ τὸ κάνει νὰ ποθεῖ καὶ νὰ θέλει μόνο τὸν Θεό, τὴν ἀνάκραση μαζὶ του στὸν ἄϋλο Νυμφῶνα τῆς δόξης του. Στὴν ἁγία Γραφὴ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ παρομοιάζεται μὲ γάμο. Ὅπως δὲ σ᾿ ἕνα γάμο οἱ σύζυγοι πλέκονται μεταξύ τους μὲ ἔρωτα μανικό, ἀπολαμβάνοντας τὶς χαρὲς τῆς γαμικῆς τους ἑνώσεως, ἔτσι καὶ στοὺς οὐράνιους γάμους τὰ μακάρια πνεύματα θὰ εἶναι ἀνακραμένα μὲ τὸν οὐράνιο Νυμφίο τους, ἀπολαμβάνοντας τῆς ἄρρητες χαρὲς τῆς θείας ἀγαπητικῆς περιχωρήσεως. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ γοητεία τῆς θείας βασιλείας!
Θεοτοκίον.
«Ἐν σοὶ κατεσκήνωσεν, ἀειπάρθενε σαφῶς, ὁ συνοχεὺς καὶ Κύριος τῶν ἁπάντων, καὶ μίαν τρισσολαμπῆ, μορφὴν τῆς Θεότητος προσκυνεῖν τοὺς ἀνθρώπους εἰσηγήσατο». |
Ἐντός σου ἀειπάρθενε κατεσκήνωσε σαφῶς αὐτὸς ποὺ συνέχει καὶ εἶναι κύριος τῶν πάντων, καὶ δίδαξε τοὺς ἀνθρώπους νὰ προσκυνοῦν μίαν τρισσολαμπῆ μορφὴ (φύση) τῆς θεότητος. |
Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη τὸ ρῆμα ἔχει ἐντελῶς διαφορετικὴ ἔννοια. Τὸ «ἐσκήνωσεν» σημαίνει πραγματικὴ ἐνοίκηση τοῦ Λόγου στὴν Παρθένο, πραγματικὴ ἕνωση θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος σὲ ἕνα ἀδιαίρετο θεανδρικὸ πρόσωπο. Αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε δὲν ἦταν μονάχα ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ὁποῖο βραδύτερα ἑνώθηκε ὁ Θεὸς (αὐτὰ ἔλεγε ὁ Νεστόριος), ἀλλ᾿ ὁ ἴδιος ὁ Λόγος ἑνωμένος «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» (ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συλλήψεως) μὲ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο προσέλαβε. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Μαρία εἶναι καὶ λέγεται ἀληθινὴ «Θεοτόκος».
Σκοπὸς τῆς θείας σαρκώσεως ἦταν ἡ φανέρωση στοὺς ἀνθρώπους τοῦ μυστηρίου τῆς τριαδικῆς θεότητος, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας μὲ τρὶς μορφὲς (ὑποστάσεις, πρόσωπα). Τὸν τριαδικὸ τῆς πίστεως Θεὸ οἱ πιστοὶ προσκυνοῦν ἀπαύστως καὶ μεγαλύνουν.
Κάθισμα.
«Πάτερ καὶ Υἱὲ σὺν Πνεύματι τῷ ἁγίῳ, βλέψον εἰς ἡμᾶς τοὺς πίστει σε προσκυνοῦντας, καὶ δοξάζοντας τὸ κράτος σου εὔσπλαγχνε, σὺν τοῖς πυρίνοις οἱ πήλινοι· ἄλλον γὰρ πλὴν σου οὐκ οἴδαμεν· καὶ βοήθησον τοῖς ὑμνοῦσί σε· Ἐγὼ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ᾿ ὑμῶν». |
Πάτερ καὶ Υἱὲ μαζὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, κοί- ταξε σὲ μᾶς ποὺ μὲ πίστη σὲ προσκυνοῦμε καὶ δοξάζουμε τὸ κράτος σου εὔσπλαγχνε, μαζὶ μὲ τὰ πύρινα πνεύματα (ἀγγέλους) οἱ γήϊνοι. Γιατὶ δὲν γνωρίζουμε ἄλλον ἀπὸ ἐσένα. Καὶ φώναξε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σὲ ὑμνοῦν· ἐγὼ εἶμαι μαζί σας καὶ κανένας ἐναντίον σας. |
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
«Βλέψον εἰς ἡμᾶς πανύμνητε Θεοτόκε, λάμψον φωτισμὸν καρδίας ἐσκοτισμέναις, καὶ καταύ- γασον τὴν ποίμνην σου Πανάχραντε· ὅσα γὰρ θέλεις καὶ δύνασαι, ὡς Μήτηρ οὖσα τοῦ Κτί- στου σου, καὶ βόησον τοῖς αἰτοῦσί σε· Ἐγὼ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ᾿ ὑμῶν». |
Κοίταξε σὲ μᾶς πανύμνητε Θεοτόκε, λάμψε φω- τισμὸ θεῖο σὲ καρδιὲς σκοτισμένες καὶ φώτισε τὴν ποίμνη σου, Πανάχραντε. Διότι ὅσα θέλεις μπορεῖς καὶ νὰ τὰ κάνεις, σὰν Μητέρα ποὺ εἶσαι τοῦ Κτίστη σου. Καὶ φώναξε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σὲ ὑμνοῦν· ἐγὼ εἶμαι μαζί σας, καὶ κανένας ἐναντίον σας. |
ᾨδὴ ζ´.
«Ρωμαλέαν μοι διάνοιαν πρυτάνευσον, τρίφω- τε χαρακτῆρσι Μονάς, τοῦ φυλάττειν σου, καὶ τηρεῖν τὰς θείας ἐντολάς, καὶ πάντοτε ψάλλειν σοι πιστῶς· εὐλογητὸς εἶ ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν». |
Κάνε νὰ πρυτανεύσει μέσα μου ρωμαλέα διάνοια, Μονάδα τρίφωτη κατὰ τὶς ὑποστάσεις, γιὰ νὰ φυλάσσω καὶ νὰ τηρῶ τὶς θεῖες ἐντολές, καὶ νὰ σὲ ὑμνῶ πάντοτε πιστῶς. Εὐλογητὸς εἶσαι ὁ Θεὸς τῶν Πατέραν μας. |
Ἡ ρωμαλεότητα τῆς διάνοιας καὶ τὸ ἡγεμονικὸ τοῦ πνεύματος εἶναι στοιχεῖα ἀπαραίτητα γιὰ ἕνα σωστὸ καὶ νικηφόρο πενυματικὸ ἀγώνα. Ὁ ὑμνωδὸς παρακαλεῖ τὸν τριαδικὸ Θεὸ νὰ πρυτανεύσει μέσα του «διάνοιαν ρωμαλέαν», ποὺ νὰ εἶναι σταθερὴ στὸ ἀγαθό, νὰ μὴ μετακινεῖται εὔκολα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ θέση της,νὰ ἀποκρούει σταθερὰ τὶς ἐφόδους τῶν πονηρῶν λογισμῶν καὶ νὰ κρατιέται ἐλεύθερη ἀπὸ τὴ δυναστεία τῶν παθῶν, ποὺ σκοτώνουν κάθε ἔργο καλὸ καὶ ἀγαθό. Ζητᾶ ρωμαλέα διάνοια γιὰ νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τὶς ὁποῖες σκοτώνουν ἡ πνευματικὴ ἀδιαφορία καὶ ἡ χαύνωση. Ὅταν δὲ ὁ πιστὸς εἶναι στερεωμένος στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νὰ ψάλλει πιστῶς· «εὐλογημένος εἶ ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Ὡς ταυτότητι τῆς φύσεως ὑμνούμενος, ἀφράσατως ἑνιαῖος Θεὸς τοῖς προσώποις δέ, τῆς Τριάδος φέρων ἀριθμόν, συντήρησον ἃ- παντας ἡμᾶς, ἀπὸ ποικίλων πειρασμῶν, καὶ περιστάσεων». |
Σύ, ποὺ ὡς ἔχων ταυτότητα φύσεως ἀνυμνεῖται ἀφράστως ὡς ἑνιαῖος (ἕνας) Θεός, κατὰ τὰ πρόσωπα δὲ φέρεις ἀριθμὸ τριαδικό, συντήρησε ὅλους ἐμᾶς ἀπὸ διαφόρους πει- ρασμοὺς καὶ περιστάσεις (ἀντίξοες). |
«Συμφυῆ καὶ συναΐδιον δοξάζομεν, ἕνα σε κατ᾿ οὐσίαν Θεόν, ἰδιότησιν ἀσυγχύτως ὑποστατι- καῖς, Τριὰς τὸ διάφορον ἁπλῶς, προβαλλομέ- νη ἐν μορφῇ, ἀπαραλλάκτῳ σαφῶς». |
Ἕνα κατὰ τὴν οὐσία συμφυῆ καὶ συναΐδιο Θεὸ σὲ δοξάζουμε, μὲ ἰδιότητες ἀσυγχύτως ὑποστατικές, Τριάδα, ποὺ τὴν ἁπλὴ διαφορὰ (ὑποστατικὰ ἰδιώματα) προβάλλεις σὲ μία φύση σαφῶς ἀπαράλλακτη. |
Θεοτοκίον.
«Ὁ Θεὸς ὁ ὑπερούσιος προσείληφεν, Ἄχραντε ἐκ γαστρός σου ἁγνῆς, τὸ ἡμέτερον, φιλανθρώ- πως φύραμα σαφῶς, καὶ πάντας ἐδίδαξε βοᾶν· Εὐλογημένη ἡ Θεὸν σαρκὶ κυήσασα». |
Ὁ Θεὸς ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε οὐσία, προσέλαβε φιλανθρώπως καὶ σαφῶς (πραγμα- τικῶς) ἀπὸ τὴν ἁγνὴ γαστέρα σου Ἄχραντε τόδικόμας ἀνθρώπινο φύραμα, καὶ δίδαξε ὅλους νὰ βοοῦν· εὐλογημένη εἶσαι ποὺ γὲν- νησες κατὰ σάρκα τὸν Θεό. |
ᾨδὴ η´.
«Ἱλασμὸν τῶν πταισμάτων θᾶττον παράσχου μοι, καὶ παθῶν πολυτρόπων τὴν ἀπολύτρω- σιν, σύμμορφε Τριάς, καὶ Μονὰς τρισυπό- στατε, ἵνα σὲ δοξάζω, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». |
Συγχώρηση τῶν πταισμάτων δῶσε μου γρή- γρορα, σύμμορφη Τριάδα καὶ Μονάδα τρισυ- πόστατη, καὶ λύτρωση ἀπὸ τὰ πολύτροπα πάθη, ὥστε νὰ σὲ δοξάζω σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. |
Ἡ ψυχή, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ βάρος τῶν πταισμάτων καὶ τὴν ἀκαθαρσία τῶν παθῶν, θὰ ὑμνεῖ καὶ θὰ δοξάζει τὸν τριαδικὸ Θεὸ εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνες.
«Θελητὴς τοῦ ἐλέους καταγγελλόμενος, ὡς Θεὸς ἐλεήμων πάντας ἐλέησον, τρίφωτε Μο- νάς, καὶ Τριὰς ὁμοούσιε, τοὺς δοξολογοῦντας, τὴν σὴν μεγαλωσύνην». |
Σὺ ποὺ γνωρίζεσαι ὅτι εἶσαι θελητὴς τοῦ ἐλέους, Μονάδα τρίφωτη καὶ Τριάδα ὁμοού- σια, ἐλέησε, ὡς ἐλεήμων Θεός, ὅλους ποὺ δοξολογοῦν τὴ θεία μεγαλωσύνη σου. |
«Ἐκ φωτὸς ἀϊδίου φῶς συναΐδιον, τοῦ Πα- τρὸς γεννηθέντα Λόγον, σὺν Πνεύματι, τῷ ἐκπορευτῷ φωτὶ πίστει δοξάζομεν, καὶ ὑπερυψοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». |
Τὸν Λόγον ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ εἶναι φῶς ἀΐδιο προερχόμενο ἀπὸ ἀῒ- διο φῶς, μαζὶ μὲ τὸ Πνεῦμα ποὺ εἶναι φῶς ἐκπορευτὸ (ἐκ τοῦ Πατρὸς), δοξάζουμε μὲ πίστη καὶ ὑπερυψοῦμε σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. |
Τὴν ἁγία Τριάδα οἱ πιστοὶ ὑμνοῦν «εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Θεοτοκίον.
«Ἰατρὸν τοῖς ἀνθρώποις Ἄχραντε τέτοκας, παν- τοδύναμον Λόγον Χριστὸν τὸν Κύριον, τῆς προγο- νικῆς πληγῆς πάντας ἰώμενον, τοὺς ὑπερυψοῦντας, αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας». |
Ἰατρὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἐγέννησες Ἄχραντε, τὸν παντοδύναμο Λόγο Χριστὸ καὶ Κύριο, ὁ ὁποῖος γιατρεύει ἀπὸ τὴν προγονικὴ πληγή, ὅλους ποὺ δο- ξάζουν αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνες. |
ᾨδὴ θ´.
«Ὁρᾶν αἱ τάξεις Χερουβὶμ Δέσποτα, κάλλους τοῦ σοῦ τὴν δόξαν οὐ δυνάμεναι πτέρυξι, κατα- καλυπτόμεναι ἀπαύστως τριττόν, ὕμνον ἀνα- βοῶσι, τὸ τρισυπόστατον, τῆς σῆς Θεαρχίας ἑνικῆς κράτος δοξάζουσαι». |
Οἱ ἀγγελικὲς τάξεις τῶν Χερουβίμ, Δέσποτα, μὴ μπορώντας (ν᾿ ἀτενίσουν) τὴ δόξα τοῦ κὰλ- λους σου καὶ καλυπτόμενες μὲ τὶς πτέρυγὲς τους, ἀναπέμπουν ἀπαύστως τριπλὸ ὕμνο, δοξάζοντας τὸ τρισυπόστατο ἑνικὸ κράτος τῆς θεαρχίας σου. |
«Τὰς σὰς ἐλλάμψεις ἄδυτε Ἥλιε, σῶν οἰκτετῶν παράσχου ταῖς καρδίαις, καὶ φώτισον, τὰς ψυχὰς καὶ λύτρωση πταισμάτων πολλῶν, μόνε παντελεῆμον, καὶ τρισυπόστατε, καὶ τῆς ἀκηράτου σου ζωῆς ἡμᾶς ἀξίωσον». |
Τὶς ἐλλάμψεις (τῆς θείας σου φύσεως) ἄδυτε Ἥλιε, χορήγησε στὶς καρδιὲς τῶν δούλων σου, καὶ φώτισε τὶς ψυχές (τους) καὶ λύτρωσε ἀπὸ τὰ πολλὰ πταίσματα, σὺ ὁ μόνος παντε- λεήμων καὶ τρισυπόστατος, καὶ ἀξίωσέ μας ν᾿ ἀπολαύσουμε τῆς δικῆς σου ἀκήρατης ζωῆς. |
«Ἡ φῶς ὁμότιμον καὶ τρισήλιον, καὶ φωτουρ- γὸν θεότης πεφυκυΐα καταύγασον, τοὺς πι- στῶς σε μέλποντας, καὶ τῆς ζοφερᾶς, ρῦσαι κακοπραγίας καὶ καταξίωσον, τῶν φω- τεινοτάτων σου σκηνῶν ὡς ὑπεράγαθος». |
Ἡ θεότης, ποὺ εἶσαι φῶς ὁμότιμο, τρισήλιο καὶ φωτουργό, φώτισε αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη σὲ ὑμνοῦν, καὶ σῶσε τους ἀπὸ τὴ ζοφερὴ κακοπραγία τῆς ἁμαρτίας, καταξιώνοντὰς τους, ὡς ὑπεράγαθος, νὰ οἰκήσουν αἰώνια στὶς φωτεινότατες σκηνὲς τῆς βασιλείας σου. |
Θεοτοκίον.
«Σοφῶς τὸν ἄνθρωπον πρὶν διέπλασεν, ὁ σὸς Υἱὸς Παρθένε, καὶ φθαρέντα ἀνέπλασε, διὰ σοῦ Πανύμνητε, καὶ θείου φωτός, αἴγλης τῆς ἀνεσπέρου, πάντας ἐπλήρωσε, τοὺς σὲ Θεοτόκον ἀληθῆ ἀεὶ δοξάζοντας». |
Ὁ Υἱός σου Παρθένε στὴν ἀρχὴ ἔπλασε μὲ σοφία τὸν ἄνθρωπο, καὶ ὅταν φθάρηκε (διὰ τῆς ἁμαρ- τίας) τὸν ἀνέπλασε διὰ σοῦ Πανύμνητε, καὶ γέμισε μὲ ἀνέσπερη αἴγλη ὅλους, οἱ ὁποῖοι σὲ ἀνυμνοῦν ὡς Θεοτόκον ἀληθινή. |
Οἱ πιστοὶ ἀκριβῶς ζητοῦν αὐτὴ τὴ φωτεινὴ αἴγλη τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Ζητοῦν νὰ γεμίσει ἡ ψυχὴ καὶ ἡ ζωή τους ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς τριαδικῆς λαμπρότητος. Καὶ θ᾿ ἀξιωθοῦν νὰ ἔχουν ὅλ᾿ αὐτὰ ὅσοι δοξάζουν τὴν Παρθένο ὡς πραγματικὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀληθινὴ Θεοτόκο.
ΗΧΟΣ ΒΑΡΥΣ
Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ
Ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Αἰνῶ Τριάς, σὲ τὴν μοναρχικὴν φύσιν.
ᾨδὴ α´.
«Ἄνοιξόν μου τὸ στόμα, τὸ νοερὸν τῆς καρ- δίας, καὶ χείλη τὰ ἔνυλα, πρὸς αἴνεσίν σου τρίφωτε, μία Θεότης ἁπάντων, ᾄδειν σοι ᾠδήν, φωτουργὲ χαριστήριον». |
Ἄνοιξέ μου τὸ νοερὸ στόμα τῆς καρδίας καὶ τὰ χείλη τὰ ὑλικά, γιὰ νὰ σὲ αἰνῶ τρίφωτη καὶ μία θεότητα ὅλων, καὶ νὰ σοῦ ψάλλω φωτουργὲ ᾠδὴν εὐχαριστήρια. |
Ὁ ὅλος, λοιπόν, ἄνθρωπος μπαίνει στὴν ἀνύμνηση τῆς μιᾶς τρίφωτης θεότητος καὶ στὸν εὐχαριστήριο αἶνο τῆς φωταγωγικῆς φύσεως τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ.
«Ἵνα τὸ ὑπερβάλλον, τῆς σῆς χρηστότητος δεί- ξῃς, διέπλασας ἄνθρωπον, Τριὰς ἀπειροδύ- ναμε, μόνην εἰκόνα πηλίνην, σοῦ τῆς ἀρχικῆς, Πλαστουργὲ κυριότητος». |
Γιὰ νὰ δείξεις τὸ ὑπερβάλλον μέτρο τῆς χρηστό- τητός σου, ἀπειροδύναμη Τριάδα, διέπλασες τὸν ἄνθρωπο ἔτσι ποὺ νὰ εἶναι ἡ μόνη πήλινη (ἀνθρώπινη) εἰκόνα τῆς ἀρχηγικῆς σου, Πλα- στουργὲ κυριότητος. |
Τὸ ἀξίωμα αὐτὸ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πραγματικὰ πολὺ μεγάλο. Βραχύτερος κατὰ τι ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους172, εἶναι ἡ κορωνίδα τῆς φυσικῆς κτίσεως, στὴν ὁποία ἀπηχεῖται ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία συγγένεια. Τὴν εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν οὔτε καὶ αὐτοὶ οἱ ἄγγελοι. Συνίσταται δὲ στὸ νοερό, βουλητικὸ λογικὸ καὶ ἐλεύθερο τῆς πνευματικῆς οὐσίας (τῆς ψυχῆς) τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς καὶ στὸ δημιουργικὸ καὶ ἀρχηγικὸ τῆς φύσεὼς του. Ὅπως ὁ Θεός, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ. Γεννᾶ ἀνθρώπους (μὲ τὴ συνέργεια βέβαια τοῦ Θεοῦ) καὶ πλάθει ὡραῖα δημιουργήματα, ποὺ κινοῦν τὸ θαυμασμό. Κατ᾿ οὐσίαν βέβαια δὲν δημιουργεῖ, ἀλλὰ διαμορφώνει τὴν ὕλη ποὺ ἤδη ὑπάρχει· εἶναι διακοσμητής. Ἐπίσης, ὅπως ὁ Θεός, ἄρχει καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῶν ἄλλων φυσικῶν ὄντων, φέροντας μέσα του δοσμένη ἀπὸ τὴν Πλάστη τὴν ὁρμὴ αὐτή173. Ἡ ἀρχηγικὴ αὐτὴ ἱκανότητα δὲν ὑποτιμᾶ τὴν περιβάλλουσα φύση, φτάνει ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι ἄξιος χειριστὴς τοῦ δώρου τοῦ Θεοῦ. Ἀλιώτικα γίνεται βίαιος δυνάστης καὶ καταχραστὴς τοῦ προνομίου ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸ δημιουργό, ὅπως βλέπουμε νὰ συμβαίνει κατ᾿ ἐξοχὴν σήμερα, πού, μεθυσμένος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς κατακτήσεις του καὶ οἰστρηλατούμενος ἀπὸ τὸ συμφέρο καὶ τὶς ἐγωϊστικὲς ἐπιδιώξεις του, κακοποιεῖ καὶ καταστρέφει βάναυσα τὸ φυσικὸ περιβάλλον του.
«Νοῦς ὁ ἄναρχος Λόγον, συναϊδίως γεννήσας, καὶ Πνεῦμα συνάναρχον, ἐκλάμψας κατηξίω- σεν, ἕνα Θεὸν κατ᾿ οὐσίαν, σύμμορφον ἡμᾶς, προσκυνεῖν τρισυπόστατον». |
Ὁ ἄναρχος Νοῦς (ὁ Πατὴρ) γεννήσας τὸν ἀΐδιο Λόγο καὶ ἐκλάμψας (= ἐκπορεύσας) τὸ συνάναρχὸ του Πνεῦμα, μᾶς καταξίωσε νὰ προσκυνᾶμε ἕνα Θεὸ στὴν οὐσία του, καὶ σύμμορφο (μὲ τὴν ἴδια μορφή, φύση). |
Τὸν τρισυπόστατο Θεὸ μὲ εὐλάβεια προσκυνοῦν οἱ πιστοί.
Θεοτοκίον.
«Ὢφθης ἐπὶ τῆς βάτου, τῷ Μωϋσῇ Θεοῦ Λόγε, ὡς πῦρ καθαρτήριον, μὴ φλέγον δὲ τὸ σύνο- λον, τὴν ἐκ Παρθένου προτυπῶν σου, σὰρ- κωσιν, δι᾿ ἧς τοὺς βροτοὺς ἀνεμόρφωσας». |
Φανερώθηκες στὴ βάτο στὸ Μωυσῆ, Λόγε τοῦ Θεοῦ, σὰν φωτιὰ καθαρτήρια ποὺ δὲν κατέκαιε τὸ σύνολο (τῆς βάτου), προτυπώνοντας τὴν ἐκ Παρθένου σου σάρκωση, διὰ τῆς ὁποίας ἀνεμὸρ- φωσες τοὺς ἀνθρώπους. |
ᾨδὴ γ´.
«Τὸν ἑνικὸν καὶ τριλαμπῆ, καὶ Παντουργὸν σε Δεσπότην, ἀνυμνοῦντες τῶν ἁμαρτιῶν, καὶ τῶν πειρασμῶν αἰτοῦμεν λύτρωσιν, ἀπειρο- δύναμε Θεέ· μὴ οὖν παρίδῃς τοὺς πίστει, σοῦ τὴν ἀγαθότητα δοξάζοντας». |
Ἀνυμνοῦντες σέ, τὸν ἕνα καὶ τριλαμπῆ καὶ παν- τουργὸ Δεσπότη, ζητοῦμε λύτρωση τῶν ἁμαρ- τιῶν καὶ τῶν πειρασμῶν, ἀπειροδύναμε Θεέ· μὴ παραβλέψεις, λοιπόν, αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη δοξάζουν τὴν ἀγαθότητά σου. |
«Ράδαμνος ὤφθης ἐκ Πατρός, ὡς ἀπὸ ρίζης ἀνὰρ- χου, Θεὸς Λόγος καὶ ἰσοσθενής, σὺν τῷ συμφυεῖ καὶ θείῳ Πνεύματι· καὶ διὰ τοῦτο οἱ πιστοί, τριαδικὴν τοῖς προσώποις, μίαν Κυριότητα δοξάζομεν». |
Βλαστὸς φάνηκες ἀπὸ τὸν Πατέρα, σὰν ἀπὸ ἄναρχη ρίζα Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἰσοσθενής, μαζὶ μὲ τὸ συμφυὲς θεῖο Πνεῦμα. Καὶ διὰ τοῦτο οἱ πιστοὶ δοξάζουμε μία θεία κυριότητα, τριαδικὴ κατὰ τὰ πρόσωπα. |
«Ἰσοκλεῆ καὶ συμφυῆ, τὴν τρισυπόστατον φύ- σιν, ἀμερίστως καὶ διαιρετῶς, καὶ μοναρχι- κὴν τριάδα πάντες σε, δοξολογοῦμεν οἱ πιστοί, καὶ προσκυνοῦντες αἰτοῦμεν, τῶν πλημμελημά- των τὴν συγχώρησιν». |
Τὴ μοναρχικὴ τριάδα ποὺ ἀμερίστως μερίζεται καὶ ἀδιαιρέτως διαιρεῖται, αὐτὴν ποὺ ἔχει ἴσο κλέος καὶ εἶναι συμφυής, ὅλοι οἱ πιστοὶ σὲ δο- ξολογοῦμε καὶ σὲ προσκυνοῦμε, ζητώντας συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων. |
Τὴν τριάδα δοξολογοῦν καὶ προσκυνοῦν οἱ πιστοί, ζητώντας συγχώρηση ἁμαρτημάτων.
Θεοτοκίον.
«Ἀναλλοιώτως τοῖς βροτοῖς, ὁμοιωθεὶς κατὰ πάντα, Θεοῦ Λόγε Κόρης ἐξ ἁγνῆς, προῆλθες σαφῶς, καὶ πᾶσιν ἔδειξας, τὴν Θραρχίαν τρι- λαμπῆ, καὶ ἑνικὴν τῇ οὐσίᾳ, τῶν ἀπαραλλάκτων ὑποστάσεων». |
Λόγε τοῦ Θεοῦ, ὁμοιωθεὶς κατὰ πάντα μὲ τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς ν᾿ ἀλλοιωθεῖ ἡ θεία φύση σου, προῆλθες σαφῶς ἀπὸ Κόρη ἁγνή, καὶ ἔδειξες σὲ ὅλους τὴν τριλαμπῆ Θεαρχία, ποὺ εἶναι καὶ ἑνικὴ (μία) κατὰ τὴν οὐσία τῶν ἀπαραλλάκτων ὑποστάσεων. |
Ἡ ἐνανθρώπηση ὅμως τοῦ Λόγου ἦταν ἀναλλοίωτη. Δὲν ἀλλοιώθηκε ἡ θεία φύση του, ἡ ὁποία, καὶ μετὰ τὴν πρόσληψη τῆς σάρκας, ἔμεινεν ὅπως ἦταν ἀπαθὴς καὶ ἀμετάβλητη. Ὁ Λόγος προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση, χωρὶς νὰ μεταβάλει ἢ νὰ χάσει τὴ δική του. Ἑνώθηκε μὲ τὸν ἄνθρωπο «ἀναλλοιώτως καὶ ἀτρέπτως». Σ᾿ αὐτὸ ἔγκειται κυρίως τὸ λυτρωτικὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστὸς προῆλθε ἀπὸ Κόρη ἁγνὴ καὶ γεννήθηκε, χωρὶς ἡ ἄχραντη Μητέρα του νὰ χάσει τὰ σήμαντρα τῆς παρθενίας της. Σ᾿ αὐτὸ ἔγκειται ἡ οὐσία τοῦ θεομητορικοῦ θαύματος.
Μὲ τὴ σάρκωσή του ὁ Λόγος φανέρωσε στοὺς ἀνθρώπους τὴ φύση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς Θεαρχίας ποὺ εἶναι τριλαμπὴς κατὰ τὶς ὑποστάσεις καὶ ἑνικὴ (μία) κατὰ τὴν οὐσία. Οἱ ὑποστάσεις εἶναι ἀπαράλλακτες κατὰ τὴν οὐσία, καὶ διαφορετικὲς κατὰ τὰ ὑποστατικά τους ἰδιώματα (ἄναρχο καὶ ἀγέννητο διὰ τὸν Πατέρα, γεννητὸ διὰ τὸν Υἱὸν καὶ ἐκπορευτὸ διὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο).
Κάθισμα.
«Ἡμαρτηκότας ἐλέησον, Τριὰς ἁγία τοὺς δούλους σου καὶ δέξαι μετανοοῦντάς σοι Εὔσπλαγχνε, καὶ συγχορήσεως ἀξίωσον». |
Ἐλεήσει Τριὰς ἁγία τοὺς δούλους σου ποὺ ἔχουν ἁμαρτήσει, καὶ δέξε τους μετανο- οῦντας Εὔσπλαγχνε, καὶ ἀξίωσέ τους συγ- χωρήσεως. |
Ἡ ἁμαρτία ὅμως, παρὰ τὴν ἀρχικὴ εὐχαρίστηση ποὺ προέρχεται ἀπ᾿ αὐτήν, εἶναι κλῆρος θλιβερὸς καὶ δυσβάστακτος. Ὑποδουλώνει καὶ βασανίζει τὸν ἄνθρωπο. Κυρίως τὸν βασανίζουν οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεώς του. Κάποτε δὲ ἀποφασίζει νὰ μετανοήσει γιὰ τὸν ἐλεεινὸ βίον του. Καὶ τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι δικό του, στὸ ὁποῖο ὅμως τὸν προσκαλεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀποφασίζει, λοιπόν, ν᾿ ἀλλάξει τὴ ζωή του, ν᾿ ἀνακόψει τὸν ἁμαρτωλὸ βίο του, ν᾿ ἀλλάξει νοοτροπία, ν᾿ ἀποκόψει κακὲς συνήειες καὶ πάθη, καὶ ν᾿ ἀρχίσει μιὰ καινούργια ζωή, σύμφωνη μὲ τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Προστρέχει, λοιπόν, στὸν εὔσπλαγχνο Πατέρα καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν δεχθεῖ μετανοοῦντα, ὅπως δέχτηκε τὸν ἄσωτο υἱὸ τῆς παραβολῆς175, καὶ νὰ τὸν συγχωρήσει διὰ τὰ πολλὰ του ἁμαρτήματα. Στὸ αἴτημά του καὶ τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀπέθανε176 στὴ σάρκα ποὺ προσέλαβε ἐπάνω στὸ σταυρό. Ἡ συγχώρηση φυσικὰ εἶναι ἔργο καθαρὸ τοῦ Θεοῦ. Χορηγεῖται δὲ σὲ ὅσες περιπτώσεις ὑπάρχει, ὡς ἀπαραίτητη συνθήκη ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ πλάσματος, ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια.
Ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν (χορηγεῖται στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως) εἶναι ἡ ὁδὸς διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἀνακτᾶ τὴ δικαίωσή του καὶ προσωρεῖ στὸν ἁγιασμὸ τῆς φύσεώς του.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
«Τὰς κακωθείσας ψυχὰς ἡμῶν, ταῖς ἁμαρτί- αις, ἀγάθυνον πάναγνε Θεοτόκε· καὶ λύτρω- σαι πταισμάτων, τοὺς σὲ ὑμνοῦντας Θεόνυμφε». |
Τὶς ψυχές μας ποὺ ἔχουν κακοποιηθεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, κάνε τες ἀγαθὲς πάναγνε Θεοτόκε. Καὶ σῶσε ἀπὸ τὰ πταίσματα αὐτοὺς ποὺ σὲ ὑμνοῦν Θεόνυμφε. |
ᾨδὴ δ´.
«Συνεκτικὴ τρίφωτε Μονάς, θεαρχικὴ καὶ σωστικὴ τῶν ὅλων, τοὺς σοὺς ὑμνῳδοὺς νῦν περιφρούρησον, καὶ σῶσον ἐκ θλίψεων, καὶ παθῶν καὶ πάσης κακώσεως». |
Συνεκτικὴ τρίφωτη Μονάδα, θεαρχικὴ καὶ αἰτία σωτηρίας ὅλων, αὐτοὺς ποὺ σὲ ὑμνωδοῦν περιφρούρησε, καὶ σῶσε τους ἀπὸ θλί- ψεις καὶ πάθη καὶ ἀπὸ κάθε κάκωση. |
Οἱ πιστοί, ἐπιγνώμονες τῶν θείων ἀγαθῶν καὶ τῆς κακώσεως τῆς ἁμαρτίας, προσφεύγουν στὴν τρίφωτη Μονάδα, τὰ μεγαλεῖα τῆς ὁποίας ὑμνωδοῦν, καὶ τὴν παρακαλοῦν νὰ τοὺς περιφρουρήσει στὸ φωτεινὸ χῶρο τῆς ἐπικρατείας της, στὴν ἀρετὴ καὶ τὸ ἀγαθό, καὶ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὶς θλίψεις ποὺ τοὺς πνίγουν στὴ ζωή, ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ ἄγρια μαστίζουν τὴ φύση τους καὶ ἀπὸ κάθε κάκωση τοῦ ἐχθροῦ τῆς ἀρετῆς, τοῦ νοητοῦ ὄφεως, ποὺ ἀντιμάχεται μὲ λύσσα τὸν Θεὸ καὶ τὰ ἔργα του.
«Σημαντικῶν λέξεων, τῆς σῆς ἀκαταλήπτου τρι- φαοῦς Θεότητος, ἀποροῦντες ἀνυμνοῦμέν σε, φιλάνθρωπε Κύριε, καὶ δοξάζομέν σου τὴν δύναμιν». |
Στερούμενοι λέξεων ποὺ νὰ σημαίνουν τὴν ἀκα- τάληπτή σου τρίφωτη θεότητα, σὲ ἀνυμνοῦμε φιλάνθρωπε Κύριε, καὶ δοξάζουμε τὴ δύναμή σου. |
Ὁ ποιητὴς τῆς ὠδῆς παραδέχεται εὐλαβικά, ὅτι δὲν ὑπάρχουν λέξεις σημαντικὲς τῆς ἀκατάληπτης τριφαοῦς θεότητος. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει καὶ εἶναι στὰ φυσικὰ μέτρα του, εἶναι ἡ ἀνύμνηση τῆς ἀκατάληπτης τριαδικῆς Μονάδας καὶ ἡ δοξολόγηση τῆς θείας παντοδυναμίας. Αὐτὸ ποὺ δὲν καταλαβαίνεις, τὸ φοβερὸ μυστήριο τῆς ἀπειρίας τοῦ Θεοῦ, τὸ θαυμάζεις καὶ τὸ ἀνυμνεῖς. Δοξολογεῖς τὸ ἄφθαστο καὶ ἀπλησίαστο, στὸ ὁποῖο γοητευμένος ζεῖς καὶ κινεῖσαι, χωρὶς ἡ διάνοιά σου νὰ δύνανται νὰ τὸ μετρήσει καὶ νὰ τὸ ἐξιχνιάσει.
«Ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ἐν οὐρανοῖς, σὺν Ἀσωμάτων τοῖς χοροῖς Μονὰς καὶ Τριάς, ἀμερίστως σε μερίζομεν· καὶ πόθῳ δοξάζομεν, ὡς τῶν ὄντων πάντων δεσπόζουσαν». |
Πάνω στὴ γῆ, ὅπως καὶ στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τοὺς χοροὺς τῶν Ἀσωμάτων (ἀγγέλων) σὲ μερί- ζουμε χωρὶς μερισμό, Μονάδα καὶ Τριάδα· καὶ μὲ πόθο σὲ δοξάζουμε, ὡς δεσπόζουσαν ἐπὶ πάντων τῶν ὄντων. |
Θεοτοκίον.
«Τῆς πατρικῆς δόξης οὐκ ἐκστάς, εἰς τὴν ἡμῶν ἐσχατιὰν κατῆλθες ἑκών, σαρκωθεὶς ὁ Ὑπερούσιος καὶ πάντας ἀνυψώσας, πρὸς τὴν θείαν δόξαν ὡς εὔσπλαγχνος». |
Χωρὶς νὰ βγῆς ἔξω ἀπὸ τὴν πατρικὴ δόξα, κατῆλθες ἑκὼν στὴ δική μας ἐσχατιά, λαβὼν σάρκα ὁ ὑπερούσιος (Θεὸς) καὶ ὅλους ἀνυ- ψώσας πρὸς τὴ θεία δόξα σου, ὡς εὔχπλαχνος. |
Ὁ ποιητής, ἔκθαμβος πρὸ τοῦ θαύματος αὐτοῦ, ἀναφωνεῖ· χωρὶς νὰ ἐξέλθεις ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους Κύριε, χωρὶς νὰ χάσεις τὴ θέση καὶ τὸ ἀξίωμά σου στὴν παναγία Τριάδα, ἦλθες στὴν ἐρημία τὴ δική μας, στὸν ἀπομακρυσμένο τόπο τῆς ἐξορίας μας, στὴν κατάρα τῆς ἀποστασίας μας· καὶ μὲ τὴ βούλησή σου ἔλαβας σάρκα, σὺ ποὺ ὑπερβαίνεις κάθε ἔννοια οὐσίας, ὁ Ὑπερούσιος, ὁ ἀκατάληπτος καὶ ἀδιάγνωστος. Καὶ μᾶς πῆρες ἀπὸ τὴν φτώχια καὶ τὴν κάκωσή μας, καὶ μᾶς ἀνέβασες ψηλά, στὸν φωτεινὸ χῶρο τῆς θείας δόξας σου, κάνοντάς μας χάριτι ὅ,τι φύσει εἶσαι σὺ ὁ ἅγιος Θεός!
ᾨδὴ ε´.
«Ἡ ἀρχίφωτος φύσις, Τριὰς τοῖς χαρακτῆρσι, καὶ Μονὰς ἐν βουλήσει, καὶ δόξῃ καὶ τιμῇ, κραταίωσον ἡμᾶς εἰς τὴν σὴν ἀγάπησιν». |
Ἡ ἀρχίφωτη φύση, ἡ Τριάδα κατὰ τοὺς χαρα- κτῆρες (τὶς ὑποστάσεις) καὶ μονάδα κατὰ τὴ βούληση, τὴ δόξα καὶ τὴν τιμή, δυνάμωσὲ μας στὴ θεία σου ἀγάπηση». |
Ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα ὁ ποιητὴς ζητᾶ κραταίωση στὴ θεία ἀγάπηση. Ζητᾶ βοήθεια ν᾿ ἀγαπᾶ περισσότερο τὸν Θεό, γιατὶ στὴν ἀγάπη αὐτὴ ὑπάρχει τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεως καὶ ὁ προορισμὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεό, ζεῖ τὸν Θεὸ σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς φύσεώς του, ὑπερνικᾶ τὴν κάκωση τῆς ἁμαρτίας καὶ ὑπερβαίνει τὴ σκοτεινὴ ἐπικράτεια τοῦ θανάτου.
«Νοῦν καὶ Λόγον καὶ Πνεῦμα, τὴν μίαν Θεαρ- χίαν, καὶ τρισήλιον φύσιν, δοξάζοντες αἰτοῦ- μεν, ρυσθῆναι πειρασμῶν, καὶ παντοίων θλίψεων». |
Δοξάζοντες τὸν Νοῦ (Πατέρα) καὶ Λόγο καὶ Πνεῦμα, τὴ μιὰ θεαρχία καὶ τρισήλια φύση, ζητοῦμε λύτρωση ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ὅποιες θλίψεις τῆς ζωῆς. |
Θεοτοκίον.
«Μορφωθεὶς Θεοῦ Λόγε, τὴν φύσιν τῶν ἀνθρώ- πων, ἐξ ἁγίας Παρθένου, Τριάδα ἐν Μονά- δι, ἐδίδαξες ὑμνεῖν, σύμμορφον καὶ σύνθρονον». |
Ἀφοῦ προσέλαβες Λόγε τοῦ Θεοῦ, τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, μᾶς δίδαξες νὰ ὑμνοῦμε Τριάδα ἐν Μονάδι, σύμμορφη καὶ σύνθρονη. |
Ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο θέμα· εἶναι ἀπαραίτητη διὰ τὴ σωτηρία ἡ λεπτομερὴς καὶ διεξονυχιστικὴ γνώση τοῦ δόγματος περὶ Θεοῦ· Ὄχι φυσικά, γιατὶ πολὺ λίγοι θὰ σώζονταν. Ἀπαιτεῖται ἡ γνώση ὁρισμένων βασικῶν σημείων τῆς θείας ἀλήθειας καὶ ἡ πιστότητα στὴ διδακτικὴ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως ἀπαιτοῦνται ἔργα ἀγαθὰ καὶ βίος θεοφιλὴς καὶ ἐνάρετος.
ᾨδὴ στ´.
«Ὁμοδόξῳ κράτει, τὴν μοναρχικὴν θεαρχίαν, τρισὶν ὑποστάσεσι πεφυκυῖαν, ἀπαραλλάκτως ἀλλήλαις δοξάζομεν, τὴν διαφορὰν ἐχούσαις μόνην, τῆς ὑπαρκτικῆς ἑκάστης ἰδιότητος». |
Πιστεύουμε, ὅτι στὴ μοναρχικὴ θεαρχία (τὸν ἕνα Θεὸ) ὑπάρχουν κράτος ὁμόδοξο (δύναμη μὲ τὴν ἴδια δόξα) καὶ τρεῖς ὑποστάσεις ἀπαράλλακτα ὅμοιες μεταξύ τους καὶ διαφέρουσες μόνο κατὰ τὰ ὑπαρκτικὰ κάθε μιᾶς ὑποστατικὰ ἰδιώματα. |
«Νοεραί σε τάξεις, τῶν Ἀγγελικῶν διακοσμῶν, αἰνοῦσι Τρισήλιε Μοναρχία· μεθ᾿ ὧν καὶ ἡ- μεῖς ἐν πηλίνοις στόμασιν, ὡς ποιητικὴν ἁπὰν- των μόνην, ἀνυμνολογοῦμεν καὶ πιστῶς δο- ξάζομεν». |
Οἱ νοερὲς τάξεις τῶν ἀγγελικῶν διακοσμήσεων, σὲ ἀνυμνοῦν τρισήλιε Μοναρχία. Μαζὶ μὲ αὐτὲς καὶ ἐμεῖς, μὲ πήλινα στόματα, σὲ ἀνυμνο- λογοῦμε καὶ ἀληθῶς σὲ δοξάζουμε ὡς μόνη ποιητικὴ ἀρχὴ τῶν πάντων. |
Στὴν ἀνύμνηση τοῦ θείου εἰσέρχονται καὶ οἱ ὑλικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὁμοίως τόσε ἀφορμὲς νὰ δοξάζουν τὸν πλάστη καὶ σωτῆρα τους. Ἀνυμνοῦν δὲ τὸν Θεὸ ὡς τὴ μόνη ποιητικὴ τῶν πάντων ἀρχή.
Θεοτοκίον.
«Ἀπορρήτῳ λόγῳ, Λόγος γεννηθεὶς ἐξ Ἡλίου Πατρός, ἄλλος Ἥλιος πρὸ αἰώνων, ἐκ τῆς Παρθέ- νου ἐσχάτως ἀνέτειλε, καὶ μοναδικὸν τρισὶ προ- σώποις, τὸν ἀπερινόητον Θεὸν ἐδίδαξε». |
Μὲ τρόπο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφρασθεῖ, γεννη- θεὶς ὁ Λόγος ἀπὸ τὸν Ἥλιο τοῦ Πατρός, καὶ αὐτὸς ἄλλος προαιώνιος Ἥλιος ἀνέτειλε τελευταῖα ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ δίδαξε τὸν ἀπερινόητο Θεό, ὡς μοναδικὸ (στὴν οὐσία) σὲ τρία πρόσωπα (ὑπο- στάσεις). |
Στὸ Θεοτοκίο ὁ Θεὸς Πατὴρ παρίσταται ὡς Ἥλιος, ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ὁποίου προέρχεται ὁ Υἱός, ὡς δεύτερος Ἥλιος, ποὺ καὶ αὐτὸς ἀνέτειλε τελευταῖα ἀπὸ τὸ φωτεινὸ ὁρίζοντα τῆς Παρθένου. Τὸ ἔργο του εἶναι καὶ αὐτὸ φῶς182, τὸ ὁποῖο ἀφάνισε τὰ πνευματικὰ σκοτάδια ποὺ κάλυπταν τὸν κόσμο, καὶ ἀπεκάλυψε στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, τὸ φῶς τῆς πραγματικῆς θεογνωσίας, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἀπερινόητος Θεὸς εἶναι μοναδικὸς στὴ φύση καὶ τριαδικὸς στὶς ὑποστάσεις.
Καθίσματα
«Τριὰς ὁμοούσιε, Μονὰς τρισυπόστατε, ἐλέη- σον οὓς ἔπλασας ἀθάνατε, καταφλέγουσα κα- κίας τῶν πταιόντων, καὶ φωτί- ζουσα καρδίας τῶν ὑμνούντων, τὴν εὐσπλαγχνίαν σου· ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι». |
Τριάδα ὁμοούσια καὶ Μονάδα τρισυπόστατη, ἐλέησε αὐτοὺς ποὺ ἔπλασες ἀθάνατη, κατακαίουσα τὶς κακίες τῶν πταιόντων καὶ φωτίζουσα τὶς καρ- διὲς τῶν ὑμνούντων τὴν εὐσπλαγχνία σου. Δόξα ἀνή- κει σὲ σένα τὸν Θεό μας. |
Ὁ ποιητὴς τοῦ καθίσματος παρακαλεῖ τὸν ἀθάνατο τριαδικὸ Θεὸ νὰ κατακαύσει ὅλα τὰ σπέρματα τῆς κακίας ποὺ ὑπάρχουν στὴ φύση τῶν ἁμαρτανόντων, φωτίζοντας παράλληλα καὶ τὶς παρδιὲς ὅλων ἐκείνων ποὺ ἀνυμνοῦν τὴ θεία εὐσπλαγχνία του. Γιὰ τὰ ἄρρητὰ του μυστήρια καὶ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες του ἀνήκεια δόξα στὸν πανάγαθο Θεό.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
«Πυρὸς φωτεινότερον, φωτὸς εὐαργέστερον, τὸ ἔλεος τῆς χάριτός σου Δέσποινα, καταφλέγον ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ δροσίζουσα δια- νοίας τῶν ὑμνούντων, τὰ μεγαλεῖά σου, Θεοτό- κε πανάμωμε». |
Τὸ ἔλεος τῆς χάριτός σου Δέσποινα εἶναι φω- τεινότερο τοῦ πυρός, καὶ τρανότερο τοῦ φωτός, τὸ ὁποῖον καταφλέγει τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώ- πων καὶ δροσίζει τὶς διάνοιες τῶν ὑμνούντων τὰ μεγαλεῖα σου, Θεοτόκε πανάμωμε. |
Ἡ χάρη τῆς Παναγίας, τῆς Δέσποινας τοῦ κόσμου καὶ τῆς θείας βασιλείας, εἶναι τρανότερη καὶ φωτεινότερη ἀπὸ τὴ φυσικὴ φωτιὰ κι ἀπὸ τὸ φῶς. Γιατὶ εἶναι ἡ χάρη τοῦ Υἱοῦ της, ἡ ἄπλετη φωτοχυσία τοῦ χριστολογικοῦ θαύματος. Ἔτσι μπορεῖ νὰ κατακαύσει τὴ φυτεία τοῦ ἐχθροῦ, ποὺ πνίγει τὸν ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ185, τὰ σπέρματα τῆς κακίας ποὺ πνίγουν τὶς ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν, πάντοτε φυσικὰ στὸν ἁγιαστικὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης τὸ φῶς τοῦ θεομητορικοῦ της θαύματος μπορεῖ μὲ τὶς θεσπέσιες μαρμαρυγές του νὰ δροσίσει τὶς διάνοιας τῶν ὑμνούντων τὰ ἄφθιτα μεγαλεῖα της. Μπορεῖ νὰ ἀφανίσει ἀμφιβολίες, ν᾿ ἀποδιώξει σκιάσεις, νὰ τονίσει ἐνάργιες καὶ νὰ φωτίσει πτυχὲς τῆς μυστηριακῆς θείας ἀλήθειας ποὺ κυοφορήθηκε στὴν ὁλοκάθαρη μήτρα τῆς θεσπέσιας Νύμφης τοῦ Θεοῦ, τῆς Κόρης τῆς θείας βασιλείας. Καὶ νὰ δώσει ἀναψυχὴ στὶς κουρασμένες ψυχὲς ὅσων, στὸν καθημερινὸ καύσωνα τῆς ζωῆς ἀγωνίζονται νὰ ζήσουν καὶ νὰ διδάξουν τὰ μεγαλεῖα τῆς Παναγίας τους.
ᾨδὴ ζ´.
«Ρήσεσι θείων Προφητῶν πειθαρχοῦντες, ἕνα σε μόνον, Θεὸν τῶν ὅλων δοξάζομεν, ἐν τρι- σὶ χαρακτῆρσιν, οὕτω βοῶντες· εὐλογητὸς εἶ Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν». |
Μένοντες πιστοὶ στὶς ρήσεις τῶν θείων προφητῶν, δοξάζουμε σὲ τὸ μόνο (ἀληθινὸ) Θεό, ὁ ὁποῖος φέρει τρεῖς χαρακτῆρες (ὑποστατικὰ ἰδιώματα), οὕτω βοῶντες· εὐλογητὸς εἶσαι Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας. |
Φυσικὰ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ γνωρίζουμε τὸ σχέδιο καὶ τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, γιατὶ δηλαδὴ ἀνέχεται συμπαγεῖς πληθυσμοὶ λαῶν (οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι) νὰ βρίσκονται στὴν πλάνη, χωρὶς νὰ ἔχουν κατηχηθεῖ τὸ λόγο τῆς λυτρωτικῆς θείας ἀλήθειας· «Τὶς ἔγνω νοῦν Κυρίου;»187 Ἐμεῖς μὲ τὴ σοφία (!) μας σκανδαλιζόμαστε, χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ μεταλαμπάδευση τοῦ θείου φωτὸς εἶναι ἔργο κυρίως δικό μας, καὶ ὅτι σὲ πλεῖστες περιπτώσεις ποὺ τὸ μεταδίδουμε, τὸ μεταδίδουμε κακῶς. Ἕνα εἶναι βέβαιο· ὅτι τὰ κριτήρια τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ὅμοια μὲ τὰ δικά μας κριτήρια. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς κρίσεως θὰ σημειωθοῦν πολλὲς ἐκπλήξεις. Ἐμεῖς ποὺ καυχώμαστε ὅτι γνωρίζουμε καὶ δὲν ἀγγίζουμε τὰ μέτρα τῆς ἀποστολῆς μας, θὰ βληθοῦμε ἔξω τοῦ Νυμφῶνος, ἐνῶ τὴν ὑποτιθέμενη θέση μας θὰ καταλάβουν ἄλλοι!188
Ἡ θεογνωσία ποὺ λάβαμε ἀπὸ τοὺς προφῆτες, συνίσταται στὴν πίστη σὲ ἕνα μόνο Θεό, ὁ ὁποῖος φέρει τρεῖς ξεχωριστοὺς χαρακτῆρες, τρία ὑποστατικὰ ἰδιώματα ἀντίστοιχα στὰ τρία πρόσωπα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ.
«Χοϊκοῖς χείλεσιν ἡμεῖς, σὺν ἀΰλοις τάξεσιν ὕμνοις, Τριὰς ἁγία σὲ μέλπομεν ἐν μονάδι οὐσίας, ἀναβοῶντες· εὐλογητὸς εἶ Κύ- ριε, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν». |
Μὲ χείλη πήλινα, μαζὶ μὲ τὶς ἄϋλες τάξεις (τοὺς ἀγγέλους) σοῦ ψάλλουμε ἁγία Τριάδα σὲ μονάδα οὐσίας, ἀναβοῶντες· Εὐλογητὸς εἶσαι Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας. |
Θεοτοκίον.
«Ἵνα ὁ πλάσας τὸν Ἀδάμ, ἀναπλάσῃ Πάναγνε πάλιν, ἐκ σοῦ σαφῶς ἐνηνθρώπησε, τοὺς ἀν- θρώπους θεώσας, οὕτω βοῶντας· εὐλογημένος Πάναγνε, ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου». |
Μὲ σκοπὸ αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ νὰ τὸν ἀναπλάσει καὶ πάλι (πεσόντα στὴν ἁμαρτία), ἔγινε ἄνθρω- πος ἀπὸ ἐσένα σαφῶς, θεώσας τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ φωνάζουν οὕτω· Εὐλογημένος εἶναι Πάναγνε, ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. |
ᾨδὴ η´.
«Κρατεῖς τοῦ παντός, ἡ τριττὴ καὶ ἑνιαία, Κυριαρχία ἄναρχε, διϊθύνεις οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν· διό με φίλτρῳ τῷ σῷ, καταθελγόμενον ἀεί, φύλαξον ψάλλειν σοι· Πάντα τὰ ἔργα Κυρίου, τὸν Κύριον ὑμνεῖτε, καὶ ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». |
Κυριαρχεῖς τῶν πάντων ἡ ἄναρχη, τριττὴ καὶ ἑνιαία Κυριαρχία, κυβερνᾶς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ· διὰ τοῦτο, καταθελγόμενον ἀπὸ τὴν ἀγάπη σου, φύλαξέ με πάντοτε, γιὰ νὰ σοῦ ψάλλω· Ὅλα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριο ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. |
Ὁ Θεὸς παράλληλα κυβερνᾶ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ. Εἶναι πανταχοῦ παρὼν καὶ πληροῖ τὰ πάντα. Τίποτε δὲν διαφεύγει τῆς παντοκρατορικῆς ἐπιστασίας του. Βρίσκεται παντοῦ, χωρὶς νὰ περιορίζεται στὰ κτίσματα. Πληροῖ τὰ πάντα κι εὑρίσκεται ἐκτὸς τῶν πάντων. Εἶναι τὸ θαῦμα τῆς θείας ἀπειρίας, τὸ ὁποῖον ἀδυνατοῦμε νὰ κατανοήσουμε, καὶ τὸ ὁποῖον ἀσφυκτικὰ συνέχει τὶς καρδιές μας. Μπροστὰ στὴ θεία παρουσία πτύσσουμκε εὐλαβικά, φόβος ἱερὸς καταλαμβάνει τὸ εἶναι μας κι οἱ ψυχές μας φτερουγίζουν μυστικὰ στὸν ἀόρατο καὶ ἀπερινόητο. Ποιός μπορεῖ ν᾿ ἀποφύγει τὸ ἀκοίμητο καὶ ἀθέατο ὄμμα;
Ἡ προσευχόμενη ψυχὴ θέλγεται ἀπὸ τὴν ἀθέατη παρουσία. Θέλγεται ἀπὸ τὸ φίλτρο τοῦ πλασατουργοῦ της καὶ σ᾿ ἀνταπόδοση ψέλλει τὸ κράτος τῆς ἑνιαίας καὶ τριττῆυς Κυριαρχίας.Ὅλα τὰ ἔργα ὑμνεῖτε τὸν Κύριο καὶ ὑπερυψοῦτε σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
«Ἡλίου βολαῖς, τριλαμποῦς καταυγασθῆναι, φωτουργικαῖς ἀξίωσον, τῶν ὑμνῳδῶν σου τὰς καρδίας· καὶ νῦν, ὁρᾶν τὸ κάλλος τὸ σόν, Τριὰς Μονὰς ὡς ἐφικτόν, δώρησαι πάντοτε, πᾶσι τοῖς πίστει πρεπούσῃ, τὴν σὴν μεγαλωσύ- νην, ἀνυμνολογοῦσιν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». |
Τριάδα - Μονάδα ἀξίωσε τὶς καρδιὲς αὐτῶν ποὺ σὲ ὑμνοῦν, νὰ φωτιστοῦν μὲ τὶς φωτουργικὲς βολίδες τοῦ τριλαμποῦς Ἡλίου. Καὶ νὰ βλέπουν τὸ κάλλος σου ὅσο αὐτὸ εἶναι ἐφικτό, δώρησε πάντοτε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μὲ τὴν πρέπουσα πίστη ἀνυμνοῦν τὴ μεγαλωσύ- νη σου σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. |
«Ναόν με τῆς σῆς, τριφαοῦς ποίησον αἴγλης, ἀγαθουργὲ φιλάνθρωπε, καὶ μετουσίας καὶ μεθέξεως, ἀπρόσιτον τοῖς ἐχθροῖς τοῖς ἀοράτοις, καὶ σαρκὸς πάθεσι Δέσποτα, δεῖξον Μονάρχα Θεέ μου, καὶ Κύριε τῆς δόξης τοῦ ὑμνολογεῖν σε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». |
Κάνε με ναὸ τῆς τριφαοῦς αἴγλης σου φιλὰνθρ- πε ἀγαθουργέ, ὡς καὶ κοινωνὸ τῆς μετουσίας καὶ μεθέξεως (τῆς αἴγλης σου), καὶ ἀνάδειξέ με ἀπρόσιτο στοὺς ἀόρατους ἐχθροὺς καὶ στὰ πάθη τῆς σάρκας, Δέσποτα, Μονάρχη Θεέ μου καὶ Κύριε τῆς δό- ξης, ὥστε νὰ σὲ δοξάζω σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. |
Θεοτοκίον.
«Φῶς θεαρχικόν, ἐκ γαστρός σου ἀνατεῖλαν, Παρ- θενομῆτορ Ἄχραντε, πάντα τὸν κόσμον τρισηλίῳ φωτὶ κατηύγασε, καὶ τὴν γῆν καθάπερ ἂλ- λον Οὐρανόν, ἔδειξε ψάλλουσαν· πάντα τὰ ἔργα Κυρίου, τὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». |
Τὸ θεαρχικὸ φῶς ποὺ ἀνέτειλε ἀπὸ τὴ μήτρα σου, Παρθενομήτωρ ἄχραντη, ἐφώτισε ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὸ τρισήλιο φῶς, καὶ ἔδειξε τὴ γῆ, σὰν ἄλλον οὐρανό, νὰ ψάλλει· ὅλα τὰ ἔργα Κυ- ρίου τὸν Κύριο ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε σὲ ὃ- λους τοὺς αἰῶνες. |
ᾨδὴ θ´.
«Ὑψηγορεῖν, καὶ ὑμνεῖν ἀξίως σε, ὃν ἐν ὑψί- στοις ἀπαύστως, Σεραφὶμ ἀνυμνοῦσιν, οὐκ ἐξισχύομεν οἱ πήλινοι· πλὴν ὡς Δεσπότην τῶν ὅλων τολμῶντες, καὶ φιλανθρωπότατον Θεὸν μεγαλύνομεν». |
Στὸ νὰ λέγουμε ὑψηλὰ καὶ νὰ ὑμνοῦμε ἀξίως σέ, τὸν ὁποῖον στοὺς οὐρανοὺς ὑμνολογοῦν ἀ- παύστως τὰ Σεραφείμ, δὲν ἔχουμε τὴ δύναμη ἐμεῖς οἱ γήϊνοι ἄνθρωποι· ὅμως τολμῶντες, ὡς Δεσπότη τῶν ὅλων καὶ φιλανθρωπότατο Θεό, σὲ μεγαλύνουμε. |
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι τολμοῦν νὰ ψάλλουν τὴ θεία μεγαλειότητα, μὲ ὅσες δυνάμεις διαθέτει ἡ κτιστὴ φύση τους. Τὸ θάρρος γιὰ τὸ τόλμημα λαμβάνουν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ ἁμαρτωλούς, δὲν τοὺς περιφρονεῖ, ἀλλ᾿ ἐνδιαφέρεται γι᾿ αὐτούς. Καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ μικροῦ αὐτοῦ παραβάτη, ὁ ἴδιος ὁ ὕψιστος Θεὸς πέθανε ἄδοξα ἐπάνω στὸ σταυρό. Ἕνα τέτοιο Δεσπότη καὶ φιλάνθρωπο Θεὸ πῶς νὰ μὴ τὸ δοξολογήσουν τὰ πλάσματα τῆς ἄπειρης ἀγάπης του; Ἄλλωστε δὲν ὑμνολογοῦν ἀμιγῆ τὸν Θεόν, ἀλλὰ συνημμένα καὶ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ προσέλαβε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ κάνει Θεὸ τὸν ἄνθρωπο!
«Σωματικῆς ἀλγηδόνος λύτρωσαι, καὶ ψυχικῆς ἐμπαθείας τοὺς ὑμῳδούς σου μοναδικὴ Τριὰς ἀχώριστε, καὶ διαφυλάττεσθαι ἀτρώτους, ἐκ πάντων τῶν βιοτικῶν πειρατηρίων ἀξίωσον». |
Ἀπὸ τὸ σωματικὸ πόνο καὶ τὴν ψυχικὴ ἐμπά- θεια λύτρωσε τοὺς ὑμνωδούς σου μοναδικὴ (μία) ἀχώριστη Τριάδα καὶ ἀξίωσέ τους νὰ μένουν ἄτρωτοι ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ βίου. |
Ὁ ὑμνωδός, λοιπόν, εὔχεται λύτρωση ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἀλγηδόνα. Παράλληλα εὔχεται λύτρωση καὶ ἀπὸ τὴν ἐμπάθεια τῆς ψυχῆς. Ἡ κατάσταση αὐτὴ εἶναι πολὺ χειρότερη τῆς σωματικῆς ἀλγηδόνος. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἡ κυρία τοῦ σώματος, εἶναι τὸ κέντρο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁμαρτία σ᾿ αὐτὴν ἐκφράζεται ὡς πάθος. Αὐτὴ ἐπιθυμεῖ, αὐτὴ θέλει, αὐτὴ τέρπεται, αὐτὴ σκέφτεται, αὐτὴ διανοεῖται, αὐτὴ λογίζεται, αὐτὴ κρίνει καὶ αὐτὴ ἐλεύθερα ἐπιλέγει. Αὐτὴ προτιμᾶ τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ δουλεύει στὴν ἐμπάθεια τῆς φύσεως. Ἡ νόσος τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἁμαρτία, τῆς ὁποίας τὰ ψυχοφθόρα ἀποτελέσματα διαβιβάζονται στὸ σῶμα. Τὸ σῶμα εἶναι δέκτης τῶν ποικίλων καταστάσεων τῆς ψυχῆς. Δὲν ἔχουν δίκαιο αὐτοὶ ποὺ κακίζουν πιὸ πολὺ τὸ σῶμα διὰ τὴν ἐμπάθεια τῆς φύσεως. Τὸ σῶμα μονάχο του δὲν μπορεῖ ν᾿ ἁμαρτάνει. Ἡ ἁμαρτία, ὡς ποικιλόμορφη ἐμπάθεια, ὅπως τὴ χαρακτηρίζει ὁ ὑμνωδός, εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνη, γιατὶ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὴν ψυχὴ στὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο, συμπαρασύροντας μαζί της καὶ τὸ σῶμα. Πρέπει, λοιπόν, ν᾿ ἀρθεῖ ἀπὸ τὴν ψυχή, γιὰ νὰ ἡρεμήσει ἡ φύση κοντὰ στὸν Θεό, σωφρονοῦσα καὶ ἱματισμένη194.
Τέλος ὁ ὑμνωδὸς δέεται ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τῶν βιοτικῶν πειρατηρίων. Πολὺ ψυχολογημένη καὶ ἀνθρώπινη ἡ δέηση αὐτή. Πολλοὶ εἶναι οἱ πειρασμοί, ποὺ σὰν κακοήθεις μικροοργανισμοὶ ἐπικάθηνται στὴν ἐπιδερμίδα τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ταλαιπωροῦν. Πολλὰ εἶναι τὰ προβλήματα, οἱ περιστάσεις ποὺ καθημερινὰ φορτίζουν τὴ ζωή μας, τὴν πικραίνουν καὶ τὴ βασανίζουν. Τόσο περισσότερο ὅσο ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς ὑπερβολικὲς ἀπαιτήσεις, ἀνάγκες καὶ ἐπιθυμίες μας, ἀναστατώνουμε τὴ ζωή μας, τὴν κάνουμε πραγματικὸ πειρατήριο. Ὅταν οἱ κάθε λογῆς πειρασμοὶ φορτίζουν τὴν ψυχή μας, αὐτὴ κάμπτεται, ἀπελπίζεται, χάνει τὸν προσανατολισμὸ καὶ τὴν πίστη της. Ξεχνιέται στὴν ὀχληρὴ διαπάλη καὶ χάνεται στὴ θλιβερὴ καθημερινότητα. Χρειάζεται, λοιπόν, νὰ παραμένουμε ἄτρωτοι «ἐκ τῶν βιοτικῶν πειρατηρίων», καὶ αὐτὸ παρακαλεῖ μὲ εὐλάβεια ὁ ὑμνωδός.
«Ἰσοσθενὴς θεαρχία τρίφητε, προϊσχομένη τοῦ κράτους, ἀπαράλλακτον κάλλος Σῆς οὐσιώδους ἀγαθότητος, δὸς τῶν πταισμάτων τὴν λύσιν σοῖς δούλοις, καὶ τῶν πειρασμῶν, καὶ παθὼν ἀπολύτρωσιν». |
Ἰσοσθενὴς τρίφωτη θεαρχία, σὺ ποὺ προβάλλεις ἀπὸ τὸ κράτος σου ἀπαράλλακτο κάλλος τῆς οὐσιώδους ἀγαθότητός σου, δῶσε λύση τῶν πταισμάτων στοὺς δούλους σου καίἀπολύτρω- ση ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰ πάθη. |
Θεοτοκίον.
«Νοῦν καὶ ψυχήν τε σαρκὸς τὸ φύραμα, προσειληφὼς Θεοτόκε, ἐκ σῆς μήτρας ἀ- χράντου ὁ Θεὸς Λόγος, κατ᾿ ἀλήθειαν Ἄνθρω- πος ὤφθη καὶ θείας οὐσίας κοινωνὸν τὸν ἄνθρωπον, σαφῶς ἐναπέφηνε». |
Νοῦν καὶ ψυχὴ καὶ τὸ φύραμα τῆς σάρκας (τὸ σῶμα) προσλαβὼν ἀπὸ τὴν ἄχραντη μήτρα σου Θεοτόκε ὁ Θεὸς Λόγος, ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος καὶ ἀνέδειξε σαφῶς τὸν ἄνθρωπο κοινωνὸ θείας φύσεως. |
Ὁ Λόγος, λαβὼν ἐκ τῆς Παρθένου τὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἔκανε «θείας φύσεως κοινωνόν»196, θεώσας αὐτὴν στὴν ἀπερινόητη τῶν δύο φύσεως συνδρομή. Ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταστάθηκε ὁριστικὰ στὴ θεία φύση τοῦ δημιουργοῦ του. Ἔγινε ἕνας μικρὸς θεός!
ΗΧΟΣ ΠΛ. Δ´
Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ
Ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Τριὰς Μονάς, σῶσόν με τὸν σὸν οἰκέτην.
ᾨδὴ α´.
«Τῷ τρισηλίῳ Βασιλεῖ καὶ Ἄρχοντι, καὶ προ- μηθεῖ τοῦ παντός, καὶ ἀγαθῷ μόνῳ, φύσει πρυ- τανεύοντι, καὶ ἑνιαίαν ἔχοντι τῆς Θεότητος δό- ξαν, Θεῷ Μονάρχῃ προσπίπτομεν, ὕμνον τὸν τρισάγιον ᾄδοντες». |
Στὸν τρισήλιο Βασιλέα καὶ Ἄρχοντα καὶ προ- νοητὴ τοῦ παντὸς καὶ μόνον ἀγαθό, ποὺ φύσει πρυτα- νεύει καὶ ἔχει ἑνιαία τὴ δόξα τῆς θεότητος, στὸ Θεὸ μονάρχη προσπίπτουμε, ψάλλοντας τὸν τρισάγιο ὕμνο. |
«Ρήσεις τὰς θείας, καὶ χρησμοὺς τοὺς ἄνωθεν, μεμυημένοι σαφῶς, Θεαρχικὴν φύσιν, ἑνικὴν δοξάζομεν, ἀΐδιον συνάναρχον, ἐν τρισοὶ τοῖς προσώποις, Πατρὶ Υἱῷ καὶ τῷ Πνεύματι, δη- μιουργικήν, παντοδύναμον». |
Μυημένοι σαφῶς στὶς θεῖες ρήσεις καὶ τοὺς ἄνω- θεν χρησμούς, δοξάζουμε τὴ θεαρχικὴ φύση, ποὺ εἶναι ἑνικὴ (μία), ἀΐδια καὶ συνάναρχη, διακρινόμενη σὲ τρία πρόσωπα, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, καὶ εἶναι δη- μιουργικὴ καὶ παντοδύναμη. |
«Ἱερομύστης Ἀβραὰμ γενόμενος, ἱεροτύπως τὸ πρίν, τὸν ποιητὴν πάντων, καὶ Θεὸν καὶ Κύριον, τρισὶν μὲν ὑποστάσεσιν, ὑπεδέξατο χαίρων, καὶ τῶν τριῶν ὑποστάσεων, κράτος ἑνιαῖον ἐ- γνώρισε». |
Ἱερομύτης γενόμενος παλαιὰ ὁ Ἀβραάμ, μὲ τυπικὴ ἱεροπρέπεια ὑποδέχτηκε μὲ χαρὰ τὸν ποιητὴ τῶν ὅλων καὶ Θεὸ καὶ Κύριο, σὲ τρεῖς μὲν ὑποστά- σεις, τῶν ὁποίων τὸ ἑνιαῖο κράτος ἐγνώρισε. |
Ὁ Ἀβραάμ, ὁ πατέρας τῆς πίστεως ποὺ ζοῦσε τὸν Θεὸ πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὴ φυσικὴ τροφή, μπόρεσε νὰ γίνει ἱερομύστης, θεῖος ἱεροφάντης, δεχθεὶς μέσα του τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ τόσο μακρυνοὺς καιρούς, καὶ νὰ προτυπώσει ἱεροπρεπῶς τὸ μυστήριο τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ποὺ γνωρίζεται σὲ μιὰ ἀδιαίρετη οὐσία καὶ τρεῖς ὁμοούσιες καὶ ἀσύγχυτες ὑποστάσεις, τῶν ὁποίων τὸ κράτος εἶναι ἑνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο.
Θεοτοκίον.
«Ἀπειρογάμως τὸν Χριστὸν ἐκύησας, τὸν καθ᾿ ἡμᾶς, εἰληφότα φύσιν, Πάναγνε καὶ ἄτρεπτον, κατ᾿ ἄμφω διαμείναντα· οὓ δυσώπει ἀπαύ- στως, ἁμαρτιῶν μοι δωρήσασθαι, καὶ τῶν πειρασμῶν ἀπολύτρωσιν». |
Χωρὶς νὰ λάβεις πεῖρα γάμου Πάναγνε, ἐγὲν- νησες αὐτὸν ποὺ πῆρε τὴ δική μας φύση καὶ παρέ- μεινε ἄτρεπτος καὶ στὶς δύο φύσεις του. Αὐτὸν παρακάλει ἀπαύστως νὰ μοῦ παράσχει λύτρωση ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τοὺς πειρασμούς. |
ᾨδὴ γ´.
«Σὲ τὸν ἀπρόσιτον Θεόν, καὶ Βασιλέα τῆς δόξης, ἐπὶ θρόνου Ἡσαΐας κατεῖδεν, ὑψηλοῦ καὶ Χερου- βίμ, κσὶ Σεραφεὶμ δοξάζοντα, ἀκαταπαύστοις ὕμνοις, μοναδικὸν τρισυπόστατον». |
Σὲ τὸν ἀπρόσιτο Θεὸ καὶ Βασιλέα τῆς δόξης ὁ Ἡσαΐας εἶδε (ἐν ὁράματι) νὰ κάθεται σὲ θρό- νο ὑψηλό, τὰ δὲ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφεὶμ νὰ τὸν δοξάζουν μὲ ἀκατάπαυστους ὕμνους, ὡς μοναδικὸ (ἕνα) καὶ τρισυπόστατο. |
«Μόνον πατρόθεν ὡς ἐκ Νοῦ, γεγεννημένον τὸν Λόγον, καὶ τὸ Πνεῦμα προελθὸν ἀπορρή- τως, καταλλήλοις λογισμοῖς, καὶ γραφικοῖς διδάγμασι, κατειληφότες ἕνα, Θεὸν τρισήλιον σέβομεν». |
Μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὡς ἀπὸ Νοῦ, γεννημένο τὸν Λόγο καὶ τὸ Πνεῦμα προϊὸν ἀπορρήτως, μὲ κατάλληλους λογισμοὺς καὶ διδάγματα ἀπὸ τὴ Γραφὴ παραλαβόντες, λατεύουμε ἕνα τρισήλιο Θεό. |
Στὶς βάσεις αὐτὲς θεολογοῦντες οἱ πιστοί, λατρεύουν ἕνα Θεὸ τρισήλιο καὶ τρισυπόστατο.
«Ὁ ὢν ἀγέννητος Πατήρ, καὶ τῆς ἰδίας οὐσίας, τὸ ἀπαύγασμα γεννήσας ἀρρεύστως, τὸν Υἱὸν φῶς ἐκ φωτός, ἐκπορευτῶς προβάλλεται, συμφυὲς φῶς τὸ Πνεῦμα, τὸ παντουργὸν καὶ ὁμό- τιμον». |
Ὁ Πατὴρ ποὺ εἶναι ἀγέννητος καὶ ἀπὸ τὴν οὐσία του γέννησε τὸ ἀπαύγασμά του ἀρρεύστως, τὸν Υἱό του ποὺ εἶναι φῶς ἐκ φωτός, προβάλλει μὲ ἐκ- πόρευση (ἐκ τῆς οὐσίας του) τὸ Πνεῦμα ποὺ εἶναι φῶς συμφυὲς (μὲ τὸ δικό του), παντουργὸ καὶ ὁμότιμο (μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ). |
Ὀ Πατὴρ εἶναι ἀγέννητος. Τὸ ἀγέννητον εἶναι -ὅπως πολλὲς φορὲς εἴπαμε- τὸ ὑποστατικὸ του ἰδίωμα, ποὺ εἶναι αὐστηρῶς προσωπικό. Ἀπὸ τὴν οὐσία του γεννᾶται ὁ Υἱός, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ Πατρὸς καὶ ὁ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεώς του201. Γεννᾶται δὲ ὁ Υἱὸς ἀρρεύστως. Χωρὶς τὴ φυσικὴ διαδικασία συλλήψεως, ποὺ γίνεται κατόπιν ἀνδρικῆς ρεύσεως. Τέτοιες καταστάσεις εἶναι ἀνοίκειες πρὸς τὴν ἀπαθῆ φύση τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πνεῦμα ἀπόλυτο. Ὁ Υἱός, ὡς ἀπαύγασμα τοῦ Πατρός, ὡς φῶς ἐκ φωτὸς εἶναι ὁμοούσιος πρὸς τὸ Γεννήτορα. Ἡ γέννηση εἶναι τὸ προσωπικὸ ὑποστατικό του ἰδίωμα, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀκοινώνητο καὶ ἀμετάδοτο. Καί, τέλος, ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατρὸς προβάλλεται καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ὡς φῶς ἐκ φωτὸς (ὅπως καὶ ὁ Υἱὸς) καὶ συμφυὲς μὲ τὴν οὐσία τοῦ Υἱοῦ, ποὺ προέρχεται ἐκ τοῦ Πατρὸς (ὁμοούσιο) καὶ εἶναι παντουργὸ καὶ ὁμότιμο, ἀπαράλλακτα ὅπως καὶ τὰ δύο ἄλλα πρόσωπα τῆς Παναγίας Τριάδος. Στὰ πρόσωπα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἡ αὐτὴ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια.
Θεοτοκίον.
«Ναὸς ἐδείχθης καθαρός, Παρθενομῆτορ Μα- ρία, τοῦ τὰ πάντα πανσθενῶς καὶ πανσόφως, ὑποστήσαντος Χριστοῦ, καὶ τάξαντος καὶ φέ- ροντος· ὃν ἐξιλέωσαί μοι, ταῖς μυτρικαῖς σου δεήσεσι». |
Ἀποδείχθηκες ναὸς καθαρός, Παρθενομήτωρ Μαρία, τοῦ Χρισοτῦ, ὁ ὁποῖος ἔπλασε, ἔταξε καὶ φέρει τὰ πάντα παντοδυνάμως καὶ παν- σόφως· Αὐτὸν ἐξιλέωσε γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά μου, διὰ τῶν μητρικῶν σου δεήσεων. |
Ἡ Παρθενομήτωρ Μαρία ἀναδείχθηκε ναὸς καθαρότητος γιὰ νὰ δεχτεῖ μέσα του ἔνοικο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε, συνέταξε καὶ φέρει στὴ θεία του ἐνέργεια τὰ πάντα μὲ παντοδυναμία καὶ σοφία. Δὲν εἶναι μικρὸ τὸ ἀξίωμα τῆς Θεοτόκου. Τὸ θαῦμα της καλύπτει γῆ καὶ οὐρανούς. Ὡς Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ φέρει πολλὲς χάρες. Μπορεῖ δὲ δραστικὰ νὰ μεσιτεύσει ὑπὲρ τῶν πνευματικῶν τέκνων της, τὰ ὁποῖα γέννησε ὁ Υἱὸς της διὰ τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου του. Σ᾿ αὐτὸ θαρροῦντες οἱ πιστοὶ προστρέχουν στὴ χάρη της. ζητώντας νὰ ἐξιλεώσει διὰ τῶν προσευχῶν της τὸν Υἱό της γιὰ τὰ πολλά τους ἁμαρτήματα.
Κάθισμα.
«Τῆς τρισηλίου καὶ σεπτῆς τελεταρχίας, τὰς δυναστείας οἱ πιστοὶ νῦν εὐφημοῦμεν· ὅτι νεύ- ματι μόνῳ τὸ πᾶν συνέστησε· τὰς ἄνω χορο- στασίας Ἀγγελικάς, τὰς κάτω Ἱεραρχίας Ἐκ- κλησιῶν, τοῦ κραυγάζειν τὸ Ἅγιος, Ἅγιος εἶ, Θεὲ Ὑπεράγαθε, δόξα, ὕμνος τῷ κράτει σου». |
Οἱ πιστοὶ ἀνευφημοῦμε τὴν ἐξουσιαστικὴ δύ- ναμη τῆς τρισήλιας σεπτῆς τελεταρχίας (τοῦ δημιουργοῦ καὶ διακοσμητοῦ Θεοῦ)· διότι μὲ ἕνα του νεῦμα μόνο συνέστησε τὰ πάντα· τὶς ἄνω ἀγγελικὲς χοροστασίες καὶ τὶς κάτω ἐκκλησια- στικὲς ἱεραρχίες, γιὰ νὰ κραυγάζουν τὸ Ἅγιος Ἅγιος εἶσαι ὑπεράγαθε Θεέ, δόξα καὶ ὕμνος ἀνήκουν στὸ κράτος σου. |
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
«Τὸν ἀναλλοίωτον Θεὸν ἡ τετοκυῖα, ἀλλοιουμένην εἰς ἀεὶ τῇ ἁμαρτίᾳ, ταῖς προσβολαῖς τοῦ δολίου καὶ τῇ ραθυμίᾳ, στερέωσον τὴν καρδίαν μου ἀγα- θή, πρεσβείαις ταῖς μητρικαῖς σου, ὅπως κἀγώ, εὐχαρίστως κραυγάζω σοι· Θεογεννῆτορ Μαριάμ, ἐλέησον τὴν ποίμνην σου, ἣν ἐκτίσω Πανάμωμε». |
Σὺ ποὺ γέννησες τὸν ἀναλλοίωτο Θεό, στερέωσε διὰ τῶν πρεσβειῶν σου ἀγαθὴ τὴν καρδία μου, ἡ ὁποία συνεχῶς ἀλλοιώνεται στὴν ἁμαρτία διὰ τῶν προσβολῶν τοῦ δολίου (δαίμονος) καὶ τῆς ραθυμίας της, ὥστε κι ἐγὼ εὐχαρίστως νὰ κραυγάζω σὲ σένα· Μαριάμ, σὺ ποὺ ἐγέννησες τὸν Θεό, ἐλέησε τὴν ποίμνη σου, τὴν ὁποίαν ἀπέκτησες Πανάμωμη. |
ᾨδὴ δ´.
«Ἀνατολή, δικαιοσύνης φανεὶς Χριστός, τοῖς ἐν σκότει, πᾶσαν διεσκέδασε, τὴν ἀφεγγῆ νύκτα τῶν παθῶν, καὶ τῆς τρισηλίου θεότητος φῶς ἀνέτειλεν, ἁπλοῦν μὲν κατ᾿ οὐσίαν, τριλαμπὲς δὲ προσώποις· ὃ ὑμνοῦμεν ἀεὶ καὶ δοξάζομεν». |
Χριστέ, φανεὶς ἀνατολὴ δικαοσύνης γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦσαν στὰ πνευματικὰ σκοτάδια, διεσκόρπισες ὅλη τὴν ἀφεγγῆ νύκτα τῶν παθῶν καὶ ἔκανες νὰ ἀνατείλει τὸ φῶς τῆς τρισηλίου θεότητος, ποὺ εἶναι ἁπλὸ (ἕνα καὶ α᾿σύνθετο) κατὰ τὴν οὐσία, τριλαμπὲς δὲ κατὰ τὰ πρόσωπα· τὸ ὁποῖον ὑ- μνοῦμε παντοτινὰ καὶ δοξάζουμε. |
«Σεραφεικοῖς, στόμασι τὸν ἀνυμνούμενον, τοῖς πηλίνοις, χείλεσι δοξάζομεν, μοναδικὸν καὶ τρια- δικόν, Κύριον τῆς δόξης, τῇ φύσει καὶ ὑποστάσε- σι, βοῶντες· Ὧ Παντάναξ, τοῖς σοῖς δούλοις παράσχου, τῶν ποικίλων πταισμάτων συγχώρησιν». |
Αὐτὸν ποὺ ἀνυμνεῖται ἀπὸ τὰ στόματα τῶν Σερα- φείμ, μὲ τὰ πήλινά μας στόματα δοξάζουμε, ὡς Κύριο τῆς δόξης μοναδικὸ στὴ φύση καὶ τριαδικὸ στὶς ὑποστάσεις, βοώντας· Ὧ Παντάναρχε Θεέ, χάρισε στοὺς δούλους σου συγχώρηση τῶν ποικί- λων τους πταισμάτων. |
«Συνεκτική, πάντων τῶν ὄντων ἀόρατε, παν- οικτίρμον, εὔσπλαγχνε φιλάνθρωπε. Τριάς σε- πτή, καὶ Θεαρχική, μὴ μοῦ ἐπιλάθῃ, τοῦ σοῦ οἰκέτου τὸ σύνολον· μηδὲ διασκεδάσῃς, ἣν διέθου σοῖς δούλοις, διαθήκην δι᾿ ἄφατον ἔλεος». |
Ἡ συνεκτικὴ ὅλων τῶν ὄντων, σεπτὴ καὶ θεαρχικὴ Τριάδα,
ἡ ἀόρατη, ἡ πανοικτίρμων, ἡ εὔχπλαχνη καὶ ἡ φιλάνθρωπη, μὴ λησμονήσεις τοῦ οἰκέτη σου τὴν ὅλη κατάσταση· καὶ μὴ ἀκυρώσεις τὴ διαθήκη ποὺ σύναψες μὲ τοὺς δούλους σου, ἀπὸ ἀνέκφραστο ἔλεος. |
Θεοτοκίον.
«Ὡραίαν σε, Πάναγνε μόνην εὑράμενος, ἐξ αἰῶνος, Λόγος ὁ προάναρχος, τὴν Ἰακὼβ Κόρη καλλονήν, καὶ ἐν σοὶ σκηνώσας, δι᾿ εὐσπλαγχνίαν ἀνέπλασε, τὴν φύσιν τῶν ἀνθρώπων· ὃν δυσώπει ἀπαύστως, ἀπὸ πάσης ρυσθῆναί με θλίψεως». |
Μιὰ καὶ σὲ βρῆκε, Πάναγνε Κόρη, μόνην ὡραία ἐκ τοῦ αἰῶνος (ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου), τὴν καλλονὴ τοῦ Ἰακώβ, ὁ προάναρχος Λόγος, καὶ σκηνώσας στὴ μή- τρα σου, ἀνέπλασε ἀπὸ εὐσπλαγχνία τὴ φύση τῶν ἀνθρώ- πων· αὐτὸν παρακάλει ἀπαύστως νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ κάθε εἴδους θλίψη. |
Ὑπῆρχε ὅμως καὶ κάτι ἄλλο. Ὁ Λόγος γιὰ νὰ γίνει πραγματικὸς ἄνθρωπος, ἔπρεπε νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ πραγματικὴ μητέρα. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ὅμως τῆς δημιουργίας ἔλειπε ἀπὸ τὸν κόσμο ἡ γυναίκα ἐκείνη, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσει τὴ σάρκα της στὸν ἄπειρο Θεὸ Λόγο. Ἔλειπε τὸ δοχεῖο τὸ καθαρὸ καὶ ἅγιο, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ χωρέσει μέσα του τὸν Κύριο τῆς δόξης. Ὁ Θεὸς δὲν μποροῦσε αὐθαίρετα νὰ ἑνοικήσει σὲ ὁποιαδήποτε ἐνάρετη γυναίκα. Τέτοιες τυφλὲς ἐνέργειες εἶναι ἀνάξιες τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ἀπειρόσοφη θεία ἐνέργεια διοικεῖ μὲ τάξη τὰ ὄντα. Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ ἀναμένει ὁ Θεὸς μέχρις ὅτου φανεῖ τὸ κατάλληλο δοχεῖο, ποὺ νὰ γίνει ναὸς στὸν ὁποῖο νὰ ἐνοικήσει ὁ ἄπειρος Λόγος του. Καὶ τὸ δοχεῖο αὐτὸ βρέθηκε στὸ πρόσωπο τῆς Μαρίας, τῆς Κόρης τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Τῆς Κόρης τῆς ὡραίας, τῆς ἁγνῆς καὶ τῆς πάλλευκης, τῆς καλλονῆς Ἰακώβ206, τὴν ὁποίαν ἐπέλεξε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ λειτουργήσει ἐπάξια στὸ σωστικὸ θεῖο του μυστήριο. Ἡ καλλονὴ αὐτὴ τῆς Μαρίας, ἡ ἔκπαγλη καὶ ἐκτυφλωτικὴ ὀμορφιά της δὲν ἦταν φυσικὰ ἡ σωματική της ὡραιότητα, τὴν ὁποία δὲν γνωρίζουμε· ἀλλ᾿ ἡ ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς της, ποὺ ἦταν τόσο ἀσυνήθιστη, ὥστε νὰ φέρει σὲ ἀμηχανία τὸ λειτουργικὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ207, ποὺ τῆς μετέφερε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα ἐξ οὐρανοῦ. Ἡ καλλονὴ τῆς Παρθένου ἕλκυσε τὴ θεία ἀγάπηση, ὥστε νὰ γίνει ἡ ἐκλεκτὴ τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴ σάρκα τῆς ὁποίας θὰ ἔπαιρνε τὴ φύση του ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Ἡ ὡραιοποίηση φυσικὰ αὐτὴ τῆς Παρθένου δὲν πρέπει νὰ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἀκρότητες, ὅτι τάχα ἦταν ἐλεύθερη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὅπως διδάσκουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. Ἡ ἰδέα αὐτὴ ἀδικεῖ τὴν Παρθένο, μειώνει τὴ μέγιστη περιωπή της, τὴ θέση καὶ τὸ ἀξίωμά της στὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Υἱοῦ της. Γιατὶ τὴν ξεχωρίζει ἀπότομα ἀπὸ τὴν ἱστορική της ἀλήθεια, ὅτι δηλαδὴ ἦταν πραγματικὸς ἄνθρωπος, φέρουσα τὴ φύση τοῦ Ἀδάμ, τῆς ὁποίας παγκληρία ἦταν τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Μήπως μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν μειώνεται καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ λυτρωτικοῦ θαύματος τοῦ Χριστοῦ; Ἡ Μαρία ἔφερε μέσα της τὸ ἁμάρτημα τοῦ προπάτορα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὴν ἀπάλλαξε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ στιγμὴ τοῦ εὐαγγελισμοῦ της. Τουλάχιστο μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς (τὸ δεύτερό της βάπτισμα) ἐνδεχομένως νὰ εἶχε καὶ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα, ποὺ φέρουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι208. Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὅμως ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς σχετικῆς ἀναμαρτησίας, σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἀπόλυτα ἀναμαρτησία τοῦ Τόκου της.
Τὴν Μαρία, λοιπόν, ἔκρινε ὁ Θεὸς κατάλληλη νὰ γίνει Νύμφη καὶ Μητέρα του. Ἂν ἔλειπε αὐτή, ἡ σάρκωση θὰ μποροῦσε ἄραγε νὰ πραγματοποιηθεῖ; Βρέθηκε, λοιπόν, ἡ πάναγνη Κόρη, ὡς κατάλληλη καὶ ἀπαραίτητη συνθήκη εἰσόδου τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, καὶ σὰν «σύμπραξη» τοῦ ἴδιου τοῦ πλάσματος στὴ σωτηρία του. Ὁ ἄνθρωπος ἔδωσε τὸ δικὸ του στὸν Θεό, τὴν Κόρη του τὴν ὡραία καὶ πάναγνη, τῆς ὁποίας ἡ ὀμορφιὰ κάλυπτε τὰ σύμπαντα. Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀνταπέδωσε τὴν ἀνάπλαση καὶ ἀφθαρσία τῆς φύσεώς του. Ὤ Κόρη, ἐρατεινὴ καὶ ἀσπάσια, πόσο πάνσοφα ξετυλίχθηκε στὸ πρόσωπό σου τὸ ἄρρητο μυστήριο τοῦ Θεοῦ! Πόσο σὲ ὑμνοῦμε καὶ σὲ δοξάζουμε, τὴν πύλη τοῦ φωτός, κράζοντας μαζὶ μὲ τὸν ἄγγελο· «Χαῖρε Κεχαριτωμένη»!
ᾨδὴ ε´.
«Συναΐδια τρία, πρόσωπα δοξάζομεν, ἕνα δὲ Κύριον, σὲ τὴν θείαν φύσιν, διαιροῦντες ἁπλῶς καὶ συνά- πτοντες, καὶ πιστῶς βοῶμεν· Θεαρχικὴ τριὰς ἁγία, τοὺς σοὺς δούλους ἐκ θλίψεως λύτρωσαι». |
Δοξάζουμε τρία πρόσωπα συναΐδια, ἕνα δὲ Κύριο, συνάπτοντας ἁπλῶς καὶ διαιρώντας σὲ τὴ θεία φύση, καὶ πιστῶς ἀναβοώντας. Θεαρχικὴ ἁγία Τριάδα, τοὺς δούλους σου λύτρωσε ἀπὸ τὶς θλίψεις. |
Τὰ τρία συναΐδια πρόσωπα τοῦ Θεοῦ τὰ συντρέχοντα σὲ μία θεία φύση ἀδιαίρετη καὶ ἀδιάτμητη παρὰ τὴν ὑποστατικὴ διαίρεση, ὑμνολογοῦν καὶ δοξάζουν οἱ πιστοί, ζητώντας λύτρωση ἀπὸ τὶς θλίψεις τους.
«Ὁλοφύρομαι σφόδρα, διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς διανοίας μου, πῶς μὴ θέλων πάσχω, τὴν ἀβού- λητον ὄντως ἀλλοίωσιν· διὰ τοῦτο κράζω· Ζω- αρχικὴ Τριὰς ἁγία, τῶν καλῶν ἐν τῇ στάσει με σύνταξον». |
Πολὺ ὀδύρομαι καὶ κλαίω γιὰ τὴν ἀσθένεια τῆς διανοίας μου, πῶς δηλαδὴ πάσχω χωρὶς νὰ θέ- λω τὴν πραγματικὰ ἀβούλητη ἀλλοίωση. Διὰ τοῦτο κράζω· Ζωαρχικὴ ἁγία Τριάδα, στὴ στάση τῶν καλῶν κατάταξέ με. |
Ὁ ποιητὴς κλαίει γιὰ τὸ πνευματικό του κατάντημα, κλαίει γιατὶ ἡ βούλησή του εἶναι ἀσταθὴς καὶ εὐρίπιστη. Θλίβεται μεταξὺ τῶν συμπληγάδων τοῦ φρονήματος καὶ τῆς ἀβουλίας του. Νὰ θέλει, νὰ θέλλεται γιὰ τὸ ἀγαθό, καὶ συγχρόνως ἡ βούλησή του νὰ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὸ κακό. Καὶ φωνάζει πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεό, ζητώντας βοήθεια· ἁγία Τριάς, στερέωσε μὲ τὴ χάρη σου τὸ πνεῦμα καὶ τὴ διάνοιά μας· κάνε μας ἑδραίους στὸ ἀγαθό, στηριγμένους στὸ ἀπειρόδωρό σου χάρισμα, ὥστε νὰ μὴ σαλεύεται ἡ καρδία μας ἀπὸ τὴν ἀβουλία μας καὶ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ πνεύματος, ποὺ μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο τὶς ψυχές μας.
«Νυσταγμῷ βαρυνθέντα, τῷ τῆς ἁμαρτίας με καὶ συνωθούμενον, πρὸς θανάτου ὕπνου, ὡς φιλάνθρωπος καὶ ὑπεράγαθος, καὶ Παντελε- ήμων, Θεαρχικὴ Τριὰς ἁγία, κατοικτίρησον καὶ διανάστησον». |
Βαρυνθέντα με στόνυσταγμὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ συνωθούμενο πρὸς τὸν ὕπνο τοῦ θανάτου, παντελεήμων θεαρχικὴ ἁγία Τριάδα, λάβε ἒ- λεος καὶ σήκωσέ με, ὡς φιλάνθρωπη καὶ ὑπεράγαθη. |
Αὐτὸ εἶναι τὸ πραγματικὸ αἴνιγμα τῆς ἀνθρώπινης ἀπόνοιας. Προτίμηση τοῦ θανάτου ἀντὶ τῆς ζωῆς· ἐπιλογὴ τῆς κολάσεως ἀντὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· θεληματικὴ προσήλωση στὴν ἀθλιότητα, παρὰ στὴ χαρὰ τῆς θείας βασιλείας! Καὶ ἔχει μετατρέψει ὁ ἐπιπόλαιος ἄνθρωπος τὴν καρδιά του καὶ τὴν κοινωνική του συμβίωση σὲ κοιλάδα κλαυθμῶνος211, σὲ κόλαση καυτὴ καὶ ἀπάνθρωπη! Καὶ ἂς παλεύει ὁ Θεὸς μὲ τὴ χάρη του νὰ τὸν ξυπνήσει ἀπὸ τὸ κακὸ ὄνειρο, ἀπὸ τὴ γοητεία τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν πικρότητα τοῦ πνευματικοῦ θανάτου! Ἐκεῖνος οὔτε θέλει, οὔτε αἰσθάνεται, οὔτε ἀκούει215, ὅπως τὰ ἄψυχα ξόανα τῆς εἰδωλολατρείας216. Θεέ μου, πῶς τὰ καταφέρνεις ἀλήθεια μὲ τὸν κόσμο σου!
Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν καὶ οἱ λίγοι καλοπροαίρετοι πιστοί, στοὺς ὁποίους ἀληθεύουν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ217, καὶ οἱ ὁποῖοι ἀντισταθμίζουν τὴ πνευματικὴ ραθυμία καὶ τὴ νωχέλεια τῶν πολλῶν. Λίγοι καὶ πολλοὶ εἶναι ἄλλωστε τὸ σχῆμα, περὶ τοῦ ὁποίου μᾶς μίλησε ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρ218. Στενὴ καὶ εὐρεία ἡ ὁδός, ποὺ ὁδηγοῦν ἀντίστοιχα στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο219. Οἱ πιστοὶ ζητοῦν ἀπὸ τὴ ζωαρχικὴ Τριάδα ἀφύπνηση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ἐναγκαλισμὸ τοῦ θανάτου. Ἐγρήγορση στὸ φῶς τῆς θείας πραγματικότητος, στερέωση στὸ βράχο τῆς πίστεως καὶ σταθερότητα στὸ σωτήριο φῶς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Θεοτοκίον.
«Μητροπάρθενε Κόρη, πάναγνε, πανάμωμε, θεοχαρίτωτε, ταῖς σαῖς ἱκεσίαις, τὸν Υἱὸν καὶ Θεόν σου καὶ Κύριον, ἐξιλέωσαί μοι, καὶ τῶν παθῶν καὶ τῶν πταισμάτων, τὸν σὸν δοῦλον ἐκλύτρωσαι τάχιον». |
Κόρη μητροπάρθενη (μητέρα καὶ παρθένε) πάναγνη, πανάμωμη, θεοχωρίτωτη, διὰ τῶν ἱκεσιῶν σου ἐξιλέωσέ με στὸν Υἱὸ καὶ Θεό σου καὶ Κύριο, καὶ λύτρωσε γρήγορα τὸ δοῦλο σου ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὰ πταίσματα. |
ᾨδὴ στ´.
«Ἐπουρανίων Νοῶν, ταξιαρχίας μιμούμενοι, μοναρχικὴ τοῦ παντός, Τριὰς ὑπερούσιε, τρισα- γίοις ᾄσμασι, σὲ δοξολογοῦμεν, τοῖς πηλίνοις ἡμῶν στόμασι». |
Μιμούμενοι τὶς ἐπουράνιες ταξιαρχίες τῶν ἀῢ- λων νοερῶν φύσεων, ὑπερούσια Τριάδα, σὲ δοξολο- γοῦμε μὲ τὰ πήλινά μας στόματα. |
«Τὸν κατ᾿ εἰκόνα τὴν σήν, τὸν ἄνθρωπον διαπλά- σαντα, καὶ ἐξ οὐκ ὄντων τὸ πᾶν, σοφῶς ὑποστή- σαντα, Θεὸν τρισυπόστατον, προσκυνῶ καὶ σέ- βω, καὶ ὑμνῶ καὶ μεγαλύνω σε». |
Σὲ τὸν τρισυπόστατο Θεό, ποὺ διέπλασες τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ δική σου εἰκόνα καὶ ἐκ τοῦ μηδενὸς ὑπέστησες σοφῶς τὰ πάντα, σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ σέβομαι καὶ σὲ ὑμνῶ καὶ μεγαλύνω. |
Τὰ ρήματα «προσκυνῶ, σέβω, ὑμνῶ καὶ μεγαλύνω» συνωθοῦνται στὰ στήθη τοῦ σεμνοῦ ποιητῆ, ζητώντας ταυτόχρονη ἐξωτερίκευση. Εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς εὐσεβοῦς καὶ ἐνάρετης ψυχῆς, ἡ ὁποία, πνιγμένη στὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἔχοντας τί ἄλλο ν᾿ ἀντιπροσφέρει πρὸς τὸν ἄπειρο δωρεοδότη, ἀνυμνεῖ τὰ ἄφθιτα μεγαλεῖα του.
«Ὁ παντοκράτωρ Θεός, καὶ μόνος ἀπεριόρι- στος, ἐνοίκησον ἐν ἐμοί, δι᾿ ἄφατον ἔλεος, τρι- σήλιε Δέσποτα, καὶ καταύγασόν με, καὶ συνέτισον ὡς εὔσπλαγχνος». |
Ὁ μόνος παντοκράτωρ καὶ ἀπεριόριστος Θεός, ἐνοίκησε καὶ σὲ μένα, τρισήλιε Δέσποτα, διὰ τὸ ἀνέκφραστό σου ἔλεος, καὶ φώτισέ με καὶ συνέτισε ὡς εὔσπλαγχνος. |
Θεοτοκίον.
«Ναὸς ἐδείχθης Θεοῦ, τοῦ ἀχωρήτου Πανά- χραντε· ναὸν καμὲ τῆς αὐτοῦ, δεῖξον θείας χάριτος, Παναγία Δέσποινα, ταῖς σαῖς ἱκε- σίαις, καὶ συντήρησον ἀλώβητον». |
Ναὸς ἀναδείχθηκες τοῦ ἀχώρητου (Θεοῦ) Πα- νάχραντη· ναὸν κάνε κι᾿ ἐμένα τῆς θείας του χάριτος, Παναγία Δέσποινα, μὲ τὶς ἱκεσίες σου καὶ κράτησέ με ἀκέραιο (στὸ ἀγαθὸ). |
Στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν ὁ Θεὸς ἐνοικεῖ μόνο μὲ τὴ χάρη του, μὲ τὴ θεία του ἐνέργεια. Αὐτὸ φυσικὰ δὲν σημαίνει, ὅτι ἡ ἐνοίκηση αὐτὴ εἶναι ἁπλὰ ἠθική. Ἡ θεία ἐνέργεια εἶναι καὶ αὐτὴ στοιχεῖο τῆς θεότητος, ὅπου δὲ αὐτὴ ἐνοικεῖ ἐνοικεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ θέωση ποὺ γίνεται στὴ θεία ἐνέργεια δὲν εἶναι ἁπλὸ σχῆμα λόγου, μιὰ κατάσταση ἠθικὰ λαμπρυσμένη καὶ ἐξαίρετη, ἀλλὰ θέωση πραγματική, ἀνάκραση μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, μέθεξη καὶ κοινωνία θεότητος. Γιὰ νὰ ἐνοικήσει ὅμως ὁ Θεὸς στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, πρέπει αὐτὴ νὰ εἶναι καθαρὴ καὶ ἄμωμη. Ἀλλιώτικα, πῶς θὰ κοινωνήσει μαζί της ὁ ἅγιος Θεός; Πρέπει νὰ εἶναι σωστὴ καὶ ἀκέραιη σὲ ὅ,τι θέλει καὶ ἐπιτάσσει ὁ Θεός, ἀλώβητη ἀπὸ τὴ φθορὰ τῶν δυνάμεων τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸ δὲ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἡ ταπεινὴ καὶ εὐλαβὴς ψυχὴ ζητᾶ ὡς δώρημα ἀπὸ τὴν Παναγία Δέσποινα, τὴ Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Κάθισμα.
«Πατέρα ἄναρχον πιστοί, Υἱὸν συνάναρχον, καὶ Πνεῦμα θεῖον, ἀληθῶς ὑμνολογοῦμεν, ἀσυγχύ- τως, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως, τριάδα ἁπλῆν ἁγίαν καὶ συμφυῆ, βοῶντες σὺν τοῖς ἀγγέλοις. Ἅγιος εἶ, Πάτερ Υἱὲ σὺν τῷ Πνεύματι, τῷ παναγίῳ καὶ σεπτῷ· ἐλέησον οὓς ἔπλασας, κατ᾿ εἰκόνα σου Δέσποτα». |
Ἀληθῶς ἀνυμνολογοῦμεν οἱ πιστοὶ τὸν ἄναρχο Πατέρα, τὸ συνάναρχο Υἱὸ καὶ τὸ θεῖο Πνεῦμα, ποὺ ὑπάρχουν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοι- ώτως, τὴν ἁπλῆ, ἁγία καὶ συμφυὴ Τριάδα, κρά- ζοντας μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἅγιος εἶσαι Πατέρα, Υἱέ, μαζὶ μὲ τὸ σεπτὸ καίπανάγιο Πνεῦμα· ἐλέησε αὐτοὺς ποὺ ἔπλασες κατ᾿ εἰκόνα σου Δέσποτα. |
Ἄνθρωποι καὶ ἄγγελοι ὑμνοῦν τὸ ζωοποιὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Οἱ λογικὲς «εἰκόνες» τοῦ Δεσπότου ζητοῦν ἀπ᾿ αὐτὸν τὸ θεῖο του ἔλεος.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
«Εὐχαριστοῦμέν σοι ἀεὶ Θεοτόκε, καὶ μεγαλύνο- μεν Ἁγνὴ καὶ προσκυνοῦμεν, ἀνυμνοῦντες τὸν τό- κον σου κεχαριτωμένη, βοῶντες ἀκαταπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς, Παρθένε παντελεῆμον ὡς ἀγαθή, καὶ δαιμόνων ἐξάρπασον· λογοθεσίου φοβεροῦ, ἐν ὥρᾳ τῆς ἐτάσεως, μὴ αἰσχυνθῶμεν οἱ δοῦλοί σου». |
Σ᾿ εὐχαρισοτῦμε πάντοτε Θεοτόκε, καὶ σὲ μεγαλύ- νουμε καὶ σὲ προσκυνοῦμε, ἀνυμνώντας τὸν τόκο σου Κεχαριτωμένη καὶ βοώντας ἀκαταπαύστως· Σῶσε μας Παρθένε παντελεήμων ὡς ἀγαθή, καὶ γλύτωσέ μας ἀπὸ τοὺς δαίμονες· στὸ χρόνο δὲ τῆς φοβερῆς λογοδοσίας, τὴν ὥρα τῆς ἐξετάσεως (τῶν πράξεων τοῦ βίου), νὰ μὴ αἰσχυνθοῦμε οἱ δοῦλοι σου. |
ᾨδὴ ζ´.
«Σοφίᾳ ἀρρήτῳ σου, καὶ τῷ πελάγει τῆς ἀγαθότη- τος, δωρεὰν τὸν σὸν δοῦλον, ἠλεημένον ἀνάδειξὸν με καὶ νῦν, καθάπερ πάλαι, καὶ ρῦσαι κακώσεως, Τριὰς Μονὰς ὁ Θεός, ἁμαρτιῶν καὶ παθῶν». |
Μὲ τὴν ἄρρητη σοφία σου καὶ τὸ πέλαγος τῆς ἀγα- θότητός σου, ἀνάδειξε καὶ τώρα, ὅπως παλαιά, δωρεὰν ἐλεημένο τὸν δοῦλο σου, καὶ λύτρωσε ἀπὸ τὴν κάκωση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν παθῶν, τριαδικὴ μονάδα ὁ Θεός. |
«Ὁ νοῦς ὁ ἀγέννητος, Πατὴρ καὶ Λόγος ὁ γεννη- θεὶς ἐξ αὐτοῦ, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ θεῖον, ἀκα- ταλήπτως ἐκπορευτὸν πεφυκός, Θεὲ μονὰρ- χα τρισήλιε, ψάλλω σοι· Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν». |
Ὁ Πατήρ, ὁ ἀγέννητος Νοῦς, καὶ ὁ γεννηθεὶς ἐξ αὐτοῦ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ θεῖο ποὺ ἐκ- ποδεύεται ἀκαταλήπτως ἐξ αὐτοῦ (τοῦ Πατρὸς) Θεὲ τρισήλιε μονάρχη, σοῦ ψάλλω· εὐλογητὸς εἶσαι ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας. |
Θεοτοκίον.
«Νενέκρωμαι Πάναγνε, τῆς ἁμαρτίας πιὼν τὸ φὰρ- μακον, καὶ προστρέχω σοι πίστει, τῇ τετοκυίᾳ τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς· ταῖς σαῖς πρεσβείαις τὸν δοῦλόν σου ζώωσον, καὶ πειρασμῶν καὶ παθῶν, λύτρωσαι μόνη Ἁγνή». |
Ἔχω νεκρωθεῖ (πνευματικὰ) Πάναγνη, ἀφοῦ ἤπια τὸ φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας, καὶ προστρέχω μὲ πίστη σὲ σένα, ποὺ γέννησες τὸν ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς. Γέμισε μὲ ζωὴ τὸν δοῦλο σου καὶ λύτρωσέ με ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰ πάθη, ἡ μόνη ἀγαθή. |
Γιὰ νὰ ἀποτοξινώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ νακρωτικὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἐνσταλάξει στὶς φλέβες του τὸ αἷμα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, ἦλθε στὴ γῆ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ πέθανε ἐπάνω στὸ σταυρό. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ τὸ φῶς τῆς ζωῆς. Στὸ μυστήριο δὲ αὐτὸ τῆς ζωῆς λειτουργεῖ ἐπάξια ἡ Μάνα τῆς ζωῆς, ἡ Μητέρα, ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴ φύση της γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος πραγματικὸς καὶ τέλειος. Οἱ πιστοὶ προστρέχουν στὴ χάρη της καὶ τῆς ζητοῦν νὰ τοὺς δώσει ζωή, νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ ὄπιο τῆς φθορᾶς, ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας.
ᾨδὴ η´.
«Ὁ φῶς ὑπάρχων ἄδυτον, τριλαμπὲς καὶ τρισή- λιον, καὶ μοναρχικὸν καὶ μονοκρατές, ἁπλού- στατον, Θεὸς ἀκατάληπτος, καὶ μονοκράτωρ Κύριος, νῦν τὴν σκοτεινήν, καὶ ζοφεράν μου καρδίαν, καταύγισον καὶ δεῖξον, φωταυγῆ καὶ φωτοφόρον, ὑμνεῖν σὲ καὶ δοξάζειν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». |
Σὺ ποὺ εἶσαι φῶς ἄδυτο, τριλαμπὲς καὶ τρισή- λιο, μοναρχικό, μονοκρατὲς καὶ ἁπλούστατο, σὺ ὁ Θεὸς ὁ ἀκατάληπτος καὶ μονοκράτωρ Κύ- ριος, τώρα τὴ σκοτεινὴ καὶ ζοφερή μου καρδιὰ φώτισε καὶ κάνε τὴν λαμπρὴ καὶ φωτοφόρο, ὥστε νὰ σὲ ὑμνεῖ καὶ νὰ σὲ δοξάζει εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνες. |
Τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ἐναγώνια ἐπιζητεῖ ἡ προσευχόμενη ψυχή. Βλέπει τὸν ἑαυτό της σκοτεινὸ καὶ ζοφερό. Ἡ ἁμαρτία ἔχει ἀφανίσει τὸ κάλλος της, τὴν ἔχει περιβάλει μὲ τὴν ζοφερότητα τῆς δικῆς της κακώσεως. Ἡ ψυχὴ στὴ σκοτεινότητά της αὐτὴ πνίγεται. Θέλει φῶς, νὰ βλέπει εὐκρινῶς καὶ νὰ ζεῖ θεοφιλῶς. Θέλει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ζεῖ στὴ σώζουσα ἀλήθεια. Θέλει ν᾿ ἀνακτήσει τὸ φῶς ποὺ τῆς ἔκλεψε ὁ πλάνος, νὰ γίνει φωτοειδὴς καὶ φωτόμορφη, ὅπως ἦταν κάποτε, γιατὶ ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ δοξάζει τὸν Θεὸ εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνες.
«Ἱερωτάταις πτέρυξι, Σεραφεὶμ οἱ θειότατοι, πρόσωπα καὶ πόδας, εὐλαβῶς καλύπτουσι, τὴν δόξαν μὴ φέροντες, τοῦ ἀμηχάνου κάλλους σου, ἀγαθαρχική, θεαρχικὴ μοναρχία, Τριὰς ὑπεραγία· πλὴν ἡμεῖς ἀνυμνεῖν σε, τολμῶ- μεν καὶ δοξάζειν, πιστῶς εἰς τοὺς αἰῶνας». |
Μὲ ἱερότατες πτέρυγες τὰ θειότατα Σεραφεὶμ σκεπάζουν εὐλαβικὰ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πόδια τους, μὴ ἀντέχοντα νὰ βαστάσουν τὴ δόξα τοῦ ἀμήχα- νού σου κάλλους, ἀγαθαρχικὴ θεία μοναρχία, Τριάδα ὑπεραγία· ὅμως ἐμεῖς τολμᾶμε νὰ σ᾿ ἀνυμνοῦμε καὶ νὰ σὲ δοξάζουμε πιστῶς εἰς τοὺς αἰῶνες. |
Αὐτὰ φυσικὰ στὴν ἄλλη ζωή, ὅταν θὰ θεωθεῖ ἡ καθαρμένη φύση μας. Ἀπὸ τώρα ὅμως οἱ πιστοί, ποὺ ζοῦν μὲ τὸ γλυκὺ ὅραμα τῆς θείας βασιλείας, ὁδεύοντες περιχαρεῖς πρὸς τὰ φωτεινὰ σκηνώματα τοῦ οὐρανοῦ, τολμοῦν νὰ ὑμνοῦν καὶ νὰ δοξάζουν τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς παναγίας Τριάδος, χωρὶς σταματημὸ σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
«Κυριαρχίαν ἄναρχον, πανσθενῆ καὶ πανάγαθον, τελεταρχικήν, ἀγαθουργόν, ἀόριστον, αἰτίαν ἀν- αίτιον, ποιητικὴν ἀΐδιον, προνοητικήν, καὶ σωστικὴν τῶν ἁπάντων, Μονάδα κατ᾿ οὐσίαν, καὶ Τριάδα προσώποις, δοξάζω σε Θεέ μου, πιστῶς εἰς τοὺς αἰῶνας». |
Κυριαρχίαν ἄναρχη, παντοδύναμη καὶ πανάγαθη, τελεταρχική, ἀγαθουργὸ (ποὺ ἐνεργεῖ ἀγαθὰ), ἀό- ριστη (ποὺ δὲν ἔχει ὅρια, ἀπεριόριστη), αἰτία ποὺ δὲν ἔχει αἰτία, ποὺ ἔπλασε τὰ πάντα, εἶναι ἀΐδια (χω- ρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος), προνοητικὴ τῶν ὄντων καὶ σωστικὴ τῶν πάντων, ἡ ὁποία στὴν οὐσία της εἶναι Μο- νάδα καὶ στὰ πρόσωπά της Τριάδα, σὲ δοξάζω μὲ πίστη Θεέ μου σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. |
Θεοτοκίον.
«Ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέτειλεν, ὁ ἀνέσπερος ἥλιος, διὰ τῆς ἐκ σοῦ παρθενικῆς γεννήσεως, πανάχραντε Δέσποινα, καὶ τοὺς βροτοὺς ἀπήλλαξε, τῆς εἰδωλικῆς, καὶ ζοφερῆς σκοτομήνης· διὸ καὶ νῦν με μᾶλλον, τῆς αὐτοῦ Θεαρχίας, καταύγα- σον ταῖς αἴγλαις, καὶ φρούρει τὸν σὸν δοῦλον». |
Πάνω στὴ γῆ ἀνέτειλε ὁ ἀνέσπερος ἥλιος (ὁ Χριστὸς)
διὰ τῆς ἐκ σοῦ παρθενικῆς γεννήσεως, πανάχραντη Δέσποινα, καὶ ἀπάλλαξε τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν εἰδωλικὸ καὶ ζοφερὸ σκοτασμό· διὰ τοῦτο καὶ τώρα φώτισέ με περισσότερο, μὲ τὴν αἴγλη τῆς θείας του φύσεως, καὶ περιφρούρει (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία) τὸ δοῦλο σου. |
Ὀ πιστὸς παρακαλεῖ τὴν Παρθένο νὰ τὸν περιφρουρεῖ μὲ τὴ χάρη της στὸ φωτεινὸ ἀγαθὸ τοῦ Υἱοῦ της, στὴν αἴγλη τῆς τριαδικῆς θεαρχίας, ποὺ σκόρπισε στὴ γῆ ὁ ἔνσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ.
ᾨδὴ θ´.
«Τὴν πάντων Βασιλίδα καὶ παντουργόν, ὑπερ- άρχιον φύσιν, ὑπέρχρονον, ζωαρχικήν, εὔχπλαγ- χνον, φιλάνθρωπον, ἀγαθήν, ἑναρχικὴν Τριά- δα σε, νῦν δοξολογοῦντες ἁμαρτιῶν, συγχώρησιν αἰτοῦμεν, τῷ κόσμῳ τὴν εἰρήνην, κατ᾿ Ἐκκλησίας τὴν ὁμόνοιαν». |
Τὴ βασίλισσα ὅλων καὶ παντουργὸ Τριάδα, τὴν ὑπεράρχια φύση, τὴν ὑπέρχρονη, ζωαρχική, εὔυσπλαγχνη, φιλάνθρωπη, καὶ ἑναρχική, τώρα δοξολογοῦντες, ζητᾶμε συγχώρηση ἁμαρτιῶν, γιὰ τὸν κόσμο εἰρήνη καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησίαν ὁμόνοια. |
Κατόπιν στρέφει τὸ βλέμμα του στὴν Ἐκκλησία καὶ βλέπει διχόνοιες καὶ σκάνδαλα. Σχῆμα πραγματικὰ ὀξύμορο! Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία σημαίνει ἑνότητα, ὁμόνοια, κάτω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἑνοποίηση τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου του. Καὶ ὅμως οὐδέποτε ἔλειψαν τῆς Ἐκκλησίας τὰ σκάνδαλα, τὰ ὁποῖα εἶναι τόσο ἀποτροπαιότερα, ὅσο προέρχονται ἀπὸ τοὺς εὐσχήμους ἐκπροσώπους της, τῶν ὁποίων ἔργο εἶναι ἡ τήρηση τῆς ὁμόνοιας τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὅλοι μάχονται γιὰ τὸ καλὸ δῆθεν τῆς Ἐκκλησίας! Κονταροχτυπιοῦνται, πολεμοῦν καπηλικότατα ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, σκανδαλίζουν τὸ ποίμνιο, σπαράσσουν τὴ συνείδηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐν ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ πράου καὶ ταπεινοῦ225 καὶ ἀρχηγοῦ τῆς εἰρήνης, τὸν ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι ἐξυπηρετοῦν! Φυσικὰ δὲν λησμονοῦμε τὸ φθοροποιὸ καὶ ἐδῶ ἔργο τοῦ ἐχθροῦ, ὁ ὁποῖος σπείρει τὸν ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν πικρὴ βοτάνη τῶν σκανδάλων τῆς ἁμαρτίας· καὶ ὅτι καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁμοίως ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι, τοὺς ὁποίους πολὺ περισσότερο καὶ μὲ λύσσα πειράζει ὁ διάβολος. Βέβαια τὰ σκάνδαλα στὴν Ἐκκλησία δὲν προέρχονται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ἱεραρχία, ἀλλ᾿ εὐρύτερα ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ὁποῖο καταλέγονται καὶ οἱ λαϊκοί. Ὅλοι, λοιπόν, καὶ ὁκαθένας μὲ τὸν τρόπο του καταταράζουν τὴν γαλήνη τῆς Ἐκκλησίας, δημιουργοῦν φατρίες, αἱρέσεις καὶ σχίσματα, νοθεύοντας τὴ θεία ἀλήθεια καὶ παγώνοντας τὴν ἀγάπη ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχει καὶ ἡ ἀγαθὴ μερίδα, οἱ φωτισμένοι κληρικοὶ καὶ οἱ πιστοὶ λαϊκοί, στοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἐναποθέτει τὴν προσπάθεια γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου του ἐπὶ τῆς γῆς.
«Ἡ μία Κυριότης καὶ τριλαμπής, ἑνικὴ Θεαρ- χία τρισήλιε, τοὺς ὑμνητάς, πρόσδεξαι τοὺς σοὺς ἀγαθοπρεπῶς, καὶ τῶν πταισμάτων λύτρω- σαι, καὶ τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν δυσχερῶν, καὶ θᾶττον τὴν εἰρήνην, παράσχου φιλανθρώ- πως, ταῖς Ἐκκλησίαις καὶ τὴν ἕνωσιν». |
Ἡ μία καὶ τριλαμπὴς Κυριότητα, ἡ τρισήλια ἑνικὴ (μία) θεαρχία (θεία φύση), πρόσδεξαι τοὺς ὑ- μνητές σου ἀγαθοπρεπῶς καὶ χορήγησε σ᾿ αὐ- τοὺς λύτρωση ἀπὸ τὰ πταίσματα, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς δυσκολίες (τῆς ζωῆς) καὶ γρήγορα δώρησε φιλανθρώπως στὶς Ἐκκλησίες εἰρήνη καὶ ἕνωση. |
Θεοτοκίον.
«Νηδὺν Χριστὲ Σωτήρ μου παρθενικήν, ἐνοι- κήσας ἐφάνης τῷ κόσμῳ σου, θεανδρικῶς, ἂ- τρεπτος ἀσύγχυτος ἀληθῶς, καὶ καθυπέσχου πάντοτε, μετὰ τῶν δούλων σου εἶναι σαφῶς· διὸ τῆς σὲ τεκούσης, πρεσβείαις τὴν εἰρήνην, πάσῃ τῇ ποίμνῃ σου πρυτάνευσον». |
Ἐνοικήσας Χριστὲ Σωτήρ μου σὲ μήτρα παρθε- νική, φάνηκες στὸν κόσμο σου θεανδρικῶς, κατ᾿ ἀλήθειαν ἄτρεπτος καὶ ἀσύγχυτος, καὶ ὑποσχέ- θηκες σαφῶς νὰ εἶσαι πάντοτε μαζὶ μὲ τοὺς δούλους σου· διὰ τοῦτο μὲ τὶς πρεσβεῖες αὐ- τῆς ποὺ σὲ γέννησε, κάνε νὰ ἐπικρατήσει εἰ- ρήνη στὴν ποίμνη σου. |
Ὁ Χριστὸς ὑποσχέθηκε νὰ εἶναι πάντοτε μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς στὴν Ἐκκλησία του. Αὐτὸ ζητᾶ περιπαθῶς ἡ προσευχόμενη ψυχὴ νὰ τῆς χορηγήσει ἡ Θεοτόκος διὰ τῶν πρεσβειῶν της πρὸς τὸ Σωτῆρα Κύριο, στὴν Ἐκκλησία δὲ νὰ παράσχει εἰρήνη σταθερὴ καὶ ἀσάλευτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου