Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ (ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΑΔΙΚΩΝ ΥΜΝΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΗΣ) ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ - ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ


Ἀφιερωμένο στὶς εὐλαβικὲς ψυχές, πού, πλέοντας στὸ ἄϋλο τριαδικὸ φῶς,
γεύονται τοὺς γλυκασμοὺς καὶ τὶς ἡδύτητες τῆς θείας βασιλείας


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τὸ νὰ λέγει κανεὶς περὶ Θεοῦ (θεολογία-θεολόγος) εἶναι πρᾶγμα δύσκολο. Ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολὺ φτωχικὸς καὶ ἀδύναμος στὴν προσπάθειά του ν᾿ ἀγγίξει τὸ ὑπερβατικό του ἀντικείμενο, τὸν ἄπειρο καὶ ἀπερίληπτο Θεό. Ἀκόμη καὶ στὰ πιὸ φωτεινὰ του φτερουγίσματα δὲν μπορεῖ νὰ πλησιάσει τὸ ἀνέφικτο καὶ ἀπερινόητο. Τὸ χάσμα ποὺ διαχωρίζει τὶς δύο φύσεις (θείαν καὶ ἀνθρώπινην) εἶναι ἀβυσσῶδες καὶ ἀγεφύρωτο. Καμιὰ κτιστὴ φύση, καμιὰ δύναμη ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ περιλάβει τὴν ὑπερκείμενη οὐσία τοῦ Θεοῦ οὔτε στὸν νῦν αἰῶνα οὔτε καὶ στὸ μέλλοντα. Αὐτὴν κατανοοῦν μόνον οἱ τριαδικὲς ὑποστάσεις, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Κανένας ἄλλος.
Ὅ,τι γνωρίζουμε σχετικὰ μὲ τὸν Θεὸ εἶναι φανερωμένο σὲ μᾶς ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸ σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ δὲν παύει, στὴν παροῦσα οἰκονομία ζωῆς, νὰ εἶναι σχετικό, αἰνιγματικὸ καὶ συνεσκιασμένο. Εἶναι σὰν νὰ βλέπουμε μέσα ἀπὸ καθρέφτη ἀμυδρὰ καὶ συγκεχυμένα. Στὴν ἄλλη ζωὴ τὰ πράγματα θὰ εἶναι διαφορετικά. Ἐκεῖ θὰ ἔχουμε ἀμεσότερη ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸν βλέπουμε πρόσωπο πρὸς πρόσωπο. Ἀλλὰ καὶ σ᾿ αὐτὴν ἀκόμη τὴν περίπτωση, τὸ θεωμένο πλάσμα δὲν θὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ περιλάβει τὸ κεκρυμμένο καὶ ἀπόκρυφο μυστήριο τῆς θείας ἀπειρίας. Θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν παρεμβολήν.
Ἡ φανέρωση τῆς ἄπειρης καὶ ἀκοινώνητης θείας φύσεως γίνεται στὸν κόσμο καὶ στὸ μέτρο τῆς ληπτικῆς ἱκανότητος τοῦ πλάσματος, ἀπὸ τὴ θείαν ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι δομικὸ στοιχεῖο τῆς ἐννοίας τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ (= οὐσία - ὑπόσταση - ἐνέργεια). Αὐτὴ ἀπορρέει ἀϊδίως ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ ἐγγενὴς πλοῦτος τῆς θεότητος, διάκριση θεοπρεπὴς (ὅπως καὶ ἡ ὑπόσταση), ἡ ὁποία δὲν καταλύει τὴ μεταφυσικὴ ἁπλότητα τῆς θείας φύσεως, δὲν τὴ συνθέτει οὔτε τὴν ἐπιμερίζει. Εἶναι ἀΐδια καὶ ἄκτιστη στὸν Θεό. Εἶναι τὸ αἰώνιο θεμέλιο τῶν ὄντων. Σ᾿ αὐτὴν δημιουργοῦνται, φέρονται καὶ συντηροῦνται ὅλα τὰ κτίσματα. Στὴ φωτεινὴ ἀκτῖνα της οἱ λογικὲς φύσεις (οἱ ἄνθρωποι) θεοποιοῦνται.
Ἡ ἀληθινὴ ὀρθόδοξη θεολογία οἰκοδομεῖται ἀσάλευτα στὴ θεία ἐνέργεια, στὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, στὴ μακαρία δόξα τῆς Τριάδος. Εἶναι θεολογία χαρισματική. Στὸ μυστικὸ βάθος της ὑπερβαίνει τὰ λογικὰ καίνοητικὰ σχήματα, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν περιφρονεῖ, δουλεύοντας καὶ μ᾿ αὐτὰ στὸ ἔργο της. Μὲ τὸ φτερὸ τῆς πίστεως ἀνεβαίνει στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ζεῖ βαθιὰ στὸ χριστοποιημένο νοῦ καὶ τὴν καρδία της. Ὁ λόγος της εἶναι βίωμα θεόληπτο, ζωὴ μυστικὴ στὴ φωτεινότητα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ εἶσαι ἀληθινὸς θεολόγος δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ εἶσαι μορφωμένος, νὰ ἔχεις διάνοια φωτεινὴ καὶ ἰσχυρὴ καὶ νὰ ξεύρεις πολλά. Μπορεῖς νὰ ξεύρεις λίγα ἢ καὶ καθόλου καὶ νὰ εἶσαι ὡστόσο «θεολόγος», ἀρκεῖ νὰ εἶσαι ἅγιος, πρᾶγμα ποὺ τόσο σπανίζει στὶς θεολογικὲς ἀκαδημίες καὶ τὰ πανεπιστήμια· νὰ ἔχεις ταπείνωση, ἀφελότητα καὶ καθαρότητα καρδίας, γιὰ νὰ χωρέσεις, νὰ ζήσεις μέσα σου τὸν ἀπερινόητο θεῖο λόγο, τὸ ἄρρητο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία τὴ θεολογία της τὴ ζεῖ βαθιὰ στὴ θεόμορφη λατρεία της. Στοὺς ἱεροὺς χώρους της ψάλλει μὲ ἱλαρότητα καὶ περίσεμνη χαρὰ τὴν πίστη καὶ τὰ θεῖα της δόγματα. Δοξολογεῖ τὸν Θεὸ στὸ ἄχραντο θεανθρωπικό της μυστήριο. Εἶναι θεολογία εὐχαριστήρια καὶ δοξολογική. Τὸν Θεὸ καὶ τὰ θεῖα πράγματα τὰ βλέπει πάντοτε καὶ τὰ μελετᾶ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς μακαρίας δόξας τῆς Τριάδος.
Οἱ τριαδικοὶ Κανόνες τῆς Παρακλητικῆς, ἡ ἐξήγηση τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ τὸ θέμα τῆς παρούσας ἐργασίας μας, εἶναι ἀναμφίβολα τὸ σπουδαιότερο κομμάτι τῆς ὀρθόδοξης ὑμνολογίας μας. Στοὺς εἱρμούς, τὶς ὠδές, τὰ καθίσματα καὶ τὰ θεοτοκία τους οἱ θεοκίνητοι ὑμνογράφοι, μὲ λιτὴ συνοπτικὴ γραφὴ καὶ μὲ τέχνη ἀπαράμιλλη, καταγράφουν τὸ τριαδικὸ δόγμα τῆς πίστεως σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς βασικὲς ἀναφορές του. Κατόπιν προβάλλουν τὸ χριστολογικὸ καὶ θεομητορικὸ δόγμα ποὺ εἶναι ἄρρηκτα δεμένο μὲ ἐκεῖνο, τονίζοντας στοιχεῖα καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα ἱερὰ δόγματα (κοσμολογικό, ἀνθρωπολογικό, σωτηριολογικό, ἐκκλησιολογικὸ καὶ ἐσχατολογικὸ). Σκιαγραφοῦν -θὰ λέγαμε- μιὰ σφριγηλὴ ὀρθόδοξη δογματικὴ στὸν πλοῦτο καὶ στὴ χαρισματική της βιωμένη διάσταση. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στοὺς ἱεροὺς ὕμνους τῶν Κανόνων, σχεδὸν πάντοτε ἀκολουθεῖ, μετὰ τὴ δοξολογικὴ παράθεση τοῦ δόγματος, ἡ ἀτομικὴ δέηση τῶν πιστῶν, στὴν ὁποία ζητεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄφεση ἁμαρτημάτων καὶ ἡ θεία ἀντίληψη στὰ προβλήματα καὶσ τὶς δύσκολες στιγμὲς τοῦ βίου τους. Θὰ λέγαμε, ὅτι οἱ ὕμνοι ἀποτελοῦν πρότυπα μιᾶς πραγματικῆς ὀρθόδοξης προσευχῆς.
Σὰν μέθοδο ἐκθέσεως τοῦ θέματός μας κρίναμε σκόπιμο νὰ ἐξηγήσουμε καὶ νὰ ἑρμηνεύσουμε τοὺς τριαδικοὺς Κανόνες καὶ τῶν ὀκτὼ Ἤχων τῆς Παρακλητικῆς, στὴν ἐπιθυμία μας νὰ δώσουμε μιὰ σφαιρικὴ εἰκόνα τοῦ περιεχομένου τῶν θεσπέσιων αὐτῶν ὕμνων. Στὴν προσπάθειὰ μας ὅμως αὐτὴν ἀντιμετωπίσαμε ἀπὸ τὴν αῤχὴ ἕνα μεγάλο καὶ σοβαρὸ πρόβλημα· τὶς πολλὲς ἐπαναλήψεις καὶ ταυτολογίες, ποὺ δὲν μπορέσαμε νὰ ἀποφύγουμε, γιατὶ κάθε ἦχος ἐπαναλαμβάνει λίγο πολὺ τὸ περιεχόμενο τῶν προηγούμενων ἤχων. Ἐν τούτοις, ἂν ἀποβλέψουμε στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐπανάληψη εἶναι -κατὰ τοὺς ἀρχαίους σοφοὺς- μητέρα τῆς μαθήσεως· καὶ ὅτι, ἐκεῖνο ποὺ ποθεῖκαὶ ἀγαπᾶ κανεὶς τὸ ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς σὰν ἐκχείλισμα τοῦ περιεχομένου τῆς καρδιάς του (τὸ «Κύριε ἐλέησον» λ.χ.), τότε ἡ πρώτη ἐντύπωση κάπως ἀπαμβλύνεται. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, καταβάλαμε προσπάθεια, στὴν ἐξήγηση τῶν ἐπὶ μέρους ὕμνων, ν᾿ ἀνασύρουμε καὶ νὰ σχολιάζουμε καινούργιες ἑκάστοτε πτυχές, ἔτσι ὥστε καὶ τὸ φάσμα τῆς ἐκθέσεώς μας νὰ εἶναι ὅσο γίνεται εὐρύτερο καὶ πλουσιώτερο, ἀλλὰ καὶ νὰ χαλαρώνεται κάπως ἡ κόπωση τοῦ ἀναγνώστη. Στὴ γραμμὴ τῆς προσπάθειας αὐτῆς, πολλοὺς ὁμοεῖδεῖς ὕμνους τοὺς παραθέτουμε ἁπλῶς, χωρὶς νὰ τοὺς ἑρμηνεύουμε. Ὅπως ὅμως κι᾿ ἂν ἔχει τὸ πρᾶγμα, γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ ζητᾶμε τὴν ἐπιείκεια τοῦ ἀναγνώστη μας.
Ἡ προβολὴ τῆς θεολογίας τοῦ φωτὸς τῆς δόξης εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας ὀξὺ αἴτημα τῶν καιρῶν. Πρέπει νὰ κοιτάξουμε περισσότερο τὶς παραδοσιακὲς ρίζες τῆς θεολογικῆς μας σκέψεως, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ θεολογία μας, στὸ συγχρωνισμό της μὲ τὶς ἄλλες ἑτερόδοξες θεολογίες, κινδυνεύει νὰ χάσει τὸ δυναμισμὸ καὶ τὴν ἰδιαίτερη φυσιογνωμία της. Πρέπει νὰ κρατήσουμε ζωηρὰ τὰ θεολογικά μας πρότυπα, ὅπως αὐτὰ ἐκφράζονται στὶς πηγὲς τῆς πίστεώς μας, στὸν πατερικὸ καὶ ἀσκητικὸ λόγο τῆς Ὀρθοδοξίας μας, στὶς μορφὲς τῶν Ἁγίων της καὶ ἀνακλοῦν στὰ θεόληπτα βιώματα, τὸ θεωτικὸ δυναμισμὸ καὶ τὴν ἔκφραση τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἀγώνων της.
Δίδοντας στὸ φῶς τῆς δημοσιότητος τὴν παροῦσα ἐργασία, εὐελπιστοῦμεν ὅτι αὐτὴ θὰ βοηήσει τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα νὰ ἔλθει σὲ μεγαλύτερη αἴσθηση τῶν δογματικῶν θησαυρῶν τῆς πίστεώς μας καὶ νὰ οἰκοδομήσει ἀνάλογα τὸ περιεχόμενο τοῦ ὀρθοδόξου βίου του.

Προσευχὴ στὸ ἄκτιστο τριαδικὸ φῶς

Φῶς θεῖο καὶ ἐπουράνιο· ὁ ἐγγενὴς πλοῦτος καὶ ἡ ἔμφυτη λαμπηδόνα τῆς θεότητος, τὸ προαιώνιο καὶ ἄναρχο· τὸ ἀϊδίως ἀναλάμπον ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας τὴν ἄϋλη ἁπλότητα ἀφήνεις ἀνέπαφη, καὶ τὴν ὁποία διακρίνεις θεοπρεπῶς, ἀσυνθέτως καὶ ἀμερίστως· τὸ μὴ προσωρινῶς κτιζόμενο καὶ ἀκολούθως εἰς ἀέρα διαχεόμενο, τὸ ἀνέσπερο καὶ ἀδιάδοχο, ἡ φωτεινὴ δόξα τῆς τριαδικῆς θεότητος, τῆς ὁποίας τὶς ὑποστάσεις θεοπρεπῶς ἑνώνεις σὲ κοινότητα βουλῆς καὶ ἐνεργήματος, ὑπάρχον σ᾿ αὐτὲς ὁλόκληρο, ἀμέριστο καὶ ἀδιαίρετο· τὸ φῶς τοῦ ἀγεννήτου Πατρός, τὸ ἀϊδίως μεταδιδόμενο στὸν Υἱὸ διὰ τῆς γεννήσεως καὶ στὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο διὰ τῆς ἐκπορεύσεως· τὸ φῶς τοῦ Υἱοῦ, τόμερικῶς στὸ θαβώριο ἀναλάμψαν καὶ φωτίσαν τὴν κτίση, τὸ ἐπισκιάσαν τοῦ φυσικοῦ ἡλίου τὴν λαμπρότητα καὶ νικῆσαν τὴ φυσικὴ δεκτικότητα τῶν Μαθητῶν· καὶ τὸ φῶς τοῦ παναγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον, ὡς ἄκτιστη χάρη καὶ ἐνέργεια, ζωοποιεῖ, συνέχει καὶ κινεῖ ὁλόκληρη τὴν κτίση.
Φῶς ἀποκαλυπτικὸ καὶ μυσταγωγικό· σύ, ποὺ τὴν ἀδιάγνωστη φύση τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀπρόσιτη σὲ κάθε νοητικὴ τοῦ πλάσματος δυνατότητα, κοινοποιεῖς διὰ τῶν ἀκτίστων σου θείων ἐνεργειῶν στὸν κόσμο, τὸ φῶς τόκοινωνητὸ καὶ μεταδοτό, διὰ τοῦ ὁποίου ἡ ἀκοινώνητη θεία οὐσία, ἡ πάντων ὑπερέχουσα, ἀποκαλύπτεται στὰ κτίσματα, ἐπιλάμπει ἡ σωτήρια ἀλήθεια καὶ συγκροτεῖται ἡ ἀληθινὴ θεογνωσία διὰ τῆς ἀπελάσεως τοῦ σκότους τῆς εἰδωλικῆς πλάνης· σύ, ποὺ ἀπὸ τὸ μηδὲν ἔπλασες τὰ ὄντα καί, ὡς πρόνοια, τὰ συνέχεις εἰς τὸ εἶναι καὶ τὰ κυβερνᾶς, ὥστε ν᾿ ἀνταποκρίνονται στὸ φυσικὸ λόγο τῆς ὑπάρξεώς τους· τὸ φῶς τὸ μονοκρατὲς καὶ παντοκρατὲς καὶ ἀεικρατές, ποὺ παντοδυνάμως ἄρχεις ἐπὶ πάντων, ἡ ἀπόλυτη δύναμη καὶ ἐξουσία, στὴν ὁποία ὑπακούουν τὰ σύμπαντα.
Φῶς τελεστικόκαὶ σοφοποιό, ποὺ διακοσμεῖς τὶς ἐπουράνιες ἀγγελικὲς ταξιαρχίες, καὶ ὡς χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, συγκροτεῖς ὅλο τὸ θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, τελειοποιεῖς τὰ ἁγιαστικὰ αὐτῆς μυστήρια, ποὺ εἶσαι ἡ ζωήρρυτη πηγὴ σοφίας καὶ ἁγιασμοῦ τῶν λογικῶν φύσεων, τὶς ὁποῖες ἀγαθοπρεπῶς μυσταγωγεῖς καὶ συνάπτεις μὲ τὴ θεότητα. Τὸ φῶς τὸ ἀνέσπερο, στὴ φωτεινὴ ἀκτῖνα τοῦ ὁποίου τελεῖται ἡ ἀληθινὴ προσευχή, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ καθαρμένος νοῦς, πυρούμενος στὴν ἀγάπη καὶ ἐκστασιαζόμενος, βλέπει μυστικὰ τὴ δόξα σου, καταλαμπόμενος καὶ φωταγωγούμενος καὶ ἀναδίδων τὴν ἄϋλη αἴγλη σου καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ ὑλικὸ τῆς ψυχῆς περίβλημα· τοῦ ὁποίου τὸ κάλλος καὶ ἡ φωταύγεια, ἂν καὶ διηνεκῶς διαλάμποντα, παραμένουν ἀθέατα στὴ φυσικὴ τοῦ πλάσματος αἴσθηση, θεατὰ δὲ σὲ μόνους τοὺς καθαροὺς τῇ καρδίᾳ, κατὰ τὴ ρητὴ τοῦ Σωτῆρος μας διαβεβαίωση (Ματθ. 5,8).
Φῶς τελειωτικὸ καὶ θεοποιητικό, ἡ φωτεινὴ αἴγλη τῆς θείας ἐνέργειας, στὴν ὁποίαν τελεῖται ἡ χαρισματικὴ θέωση τοῦ πλάσματος· ἡ λαμπηδόνα τῆς θείας βασιλείας, ἡ λαμπρότητα τῶν οὐρανῶν, ἡ ἀνεκλάλητη χαρὰ τῶν ἁγίων, ὁ ἀσίγαστος ὕμνος τῶν Ἀγγέλων, ἡ ἄρρητη ἀπόλαυση τῶν μετὰ τοῦ Θεοῦ ἑνωμένων δικαίων, τὸ ἐπιθαλάμιο ἆσμα τοῦ Παραδείσου, ἀλλὰ καὶ ἡ καυστικότητα τῶν κολαζομένων στὸ αἰώνιο πῦρ ἀδίκων.
Σέλας τριλαμπὲς καὶ τρίφωτο, σὺ εἶσαι ὁ ἄναρχος Θεός μας. Σὲ προσκυνοῦμεν εὐλαβῶς καὶ σὲ δοξάζουμε ὡς τὴν τριαδικὴ δόξα καὶ λαμπρότητα, ὡς τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ θεία ἐνέργεια καὶ χάρη, ποὺ συνέχει μέσα της καὶ συντηρεῖ τὰ πάντα. Σὺ εἶσαι τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ζωῆς μας. Στὴ φωτεινὴ αἴγλη τῆς ἀκτίνας σου ριζώνεται βαθιὰ τὸ ὄν, σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ ζωή, ἡ πραγματικὴ χαρὰ καὶ ἡ καθαρὰ τοῦ πνεύματος ἀπόλαυση καὶ εὐροσύνη· ἔξω ἀπὸ σὲ ὑπάρχουν ἡ φθορὰ καὶ ἡ νέκρωση, ἡ σκοτεινὴ τοῦ θανάτου ἀπόγνωση, ἡ ἀθλιότητα καὶ ὁ «μηδενισμὸς» τῆς ὑπάρξεως. Σ᾿ εὐχαριστοῦμε γιὰ τ᾿ ἀγαθά, ποὺ πλούσια μᾶς χαρίζεις· γιὰ τὶς πολλές σου δωρεές, τὰ χαρίσματα καὶ τὶς εὐλογίες σου. Σ᾿ εὐχαριστοῦμε ἰδιαίτερα γιὰ τὴ χαρισματικὴ θέωση τῆς φύσεὼς μας, τὴν ὁποία θὰ παράσχεις στοὺς ἀξίους στὴν ἄϋλη δόξα τῆς βασιλείας σου.
Σὲ περακαλοῦμε φῶς ἱλαρό, γαληναῖο καὶ ἀσπάσιο, συντήρησέ μας στὴ φωταύγεια τῆς θεότητός σου. Δῶσε μας σοφία καὶ σύνεση. Ἀπάλλαξέ μας ἀπὸ τὴν ἀγνωσία καὶ τὴν πλάνη. Φώτισε τὴ διάνοια καὶ διάνοιξε τὸ νοῦ μας στὸ νὰ διακρίνουμε κάθε φορὰ τὴ σωτήρια ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψυχοκτόνο ψεῦδος τῆς ἁμαρτίας, νὰ τὴν ἀγαπᾶμε περιπαθῶς καὶ νὰ προσκολλώμαστε σ᾿ αὐτήν, σὰν τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ καὶ τὸν ἄφθιτο θησαυρό μας, τὸ ἓν «οὗτινός ἐστι χρεία». Καθάρισε τὴ φύση μας ἀπὸ τὸ μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀποξενώνει ἀπὸ τὴ φωταγωγία σου καὶ μᾶς κρατᾶ δέσμιους στὸ πνεῦμα τῆς ἀκαθαρσίας. Δῶσε μας δύναμη στὶς δύσκολες τοῦ βίου περιστάσεις, παρηγοριὰ στὶς θλίψεις, γαλήνη στὴν τρικυμία τῶν σκανδάλων τῆς Ἐκκλησίας καὶ αἴσθηση ἀσφάλειας στὴ θηριώδη κακότητα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸ νόμο σου. Τήρησε τὶς καρδιές μας ἁγνὲς καίκαθαρές, προσηλωμένες στὸ θεῖο σου ἀγαθό, στὴν τήρηση τοῦ ἁγίου σου θελήματος, μακριὰ ἀπὸ κάθε κακότητα καὶ ἐμπάθεια, φυλασασόμενες σταθερὰ στὴ θεία σου ἀγάπηση.
Ὁμίλει συνεχῶς στὶς καρδιές μας, φῶς νοερὸ καὶ ἄϋλο, κράζοντας σ᾿ αὐτὲς Ἀββᾶ ὁ Πατήρ. Δίδε μας παρηγοριὰ καὶ παράκληση στὴ ξηρὴ πικρότητα τοῦ βίου, φτερώνοντας τὸ πνεῦμα μας πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ὅπου βρίσκεται τὸ ἀληθινό μας πολίτευμα καὶ ὅπου τελεῖται ἡ φαιδρὴ πανήγυρη τοῦ οὐρανοῦ στὴν ἄϋλη χαρὰ τῆς δόξας σου. Κράτα μας στὴ χρηστότητά σου σὰν ἅλας τῆς γῆς καὶ φῶς τοῦ κόσμου, ἀγωνιζόμενους τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸ καὶ δοξάζοντες τὸ Ὄνομά σου ἐπὶ τῆς γῆς. Διότι σὺ εἶσαι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον τὰ σύμπαντα καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν.

ΗΧΟΣ Α´

Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ

Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Μίαν σὲ μέλπω τὴν τρισήλιον φύσιν.

ᾨδὴ α´. Ὁ Εἱρμὸς

«Μίαν τρισυπόστατον ἀρχήν, τὰ Σεραφεὶμ
ἀσιγήτως δοξάζουσιν, ἄναρχον ἀΐδιον, ποιη-
τικὴν ἁπάντων ἀκατάληπτον, ἣν καὶ πᾶσα
γλῶσσα, πιστῶς γεραίρει τοῖς ἄσμασιν».
Μίαν ἀρχὴ ποὺ διακρίνεται σὲ τρεῖς ὑποστάσεις
(πρόσωπα), τὰ Σεραφεὶμ ἀσταμάτητη
δοξάζουν, (ἀρχὴν) ποὺ δὲν ἔχει, ξεκίνημα στὸ χρό-
νο οὔτε καὶ τέλος καὶ ἡ ὁποία ἔχει πλάσει
τὰ πάντα καὶ (στὴν οὐσία της) παραμένει ἀκατάληπτη·
αὐτὴν κάθε γλώσσα ἀνθρώπινη ἀνυμνεῖ ἐν πίστει μὲ
ἔνθεα ἄσματα.
Ὁ Εἱρμὸς τονίζει καίρια σημεῖα τοῦ τριαδικοῦ δόγματος τῆς πίστεως. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὁ Θεὸς εἶναι μιὰ ἀρχὴ (= μία φύση, μία οὐσία), στὴν ὁποία διακρίνονται τρεῖς ὑποστάσεις, τρία πρόσωπα. Ἡ μία ἀρχὴ τονίζει τὴν ἑνότητα τοῦ Χριστιανικοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας1 καὶ ὄχι πολλοί. Πολλότητα Θεῶν φθείρει τὴν ἔννοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐξ ὁρισμοῦ πρέπει νὰ εἶναι ἕνας, παντοδύναμος δημιουργὸς καὶ ἀπόλυτος κύριος τῶν πάντων. Ἂν ὑπῆρχαν πολλοὶ Θεοὶ παράλληλοι καὶ ἰσοστάσιοι μεταξὺ τους, ἡ δύναμη τοῦ ἑνὸς θὰ περιόριζε τὴ δύναμη τοῦ ἄλλου, πρᾶγμα ποὺ θὰ κατέστρεφε τὴν ἔννοια τῆς θείας παναρχίας. Ἑνότητα καὶ πολλότητα Θεῶν ἀποτελεῖ ἀντίφαση στοὺς ὅρους. Καὶ τὰ δύο εἶναι ἀδύνατο νὰ συνυπάρχουν. Ἢ τὸ ἕνα θὰ ὑπάρχει ἢ τὸ ἄλλο.
Ἡ μία ὅμως θεία ἀρχὴ δὲν εἶναι δύναμη ἀπρόσωπη, διακεχυμένη στὸ σύμπαν. Κάτι τέτοιο ὑποστηρίζουν ὁρισμένα φιλοσοφικὰ συστήματα (κυρίως ὁ πανθεϊσμὸς), ποὺ στεροῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴ ζωογόνο πνοὴ τῆς θρησκείας, τὴ ζωντανὴ δηλαδὴ προσωπικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὁ χριστιανὸς Θεὸς εἶναι Θεὸς προσωπικός. Στὴ μία οὐσία του ὑπάρχουν τρία πρόσωπα, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο2. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ δὲν κατατέμνουν τὴν ἄτμητη θεία οὐσία, δὲν τὴν χωρίζουν σὲ τρία ἐπὶ μέρους τμήματα, ἐπιφέροντας σύνθεση καὶ μερισμὸ στὴν ἁπλῆ καὶ ἄϋλη φύση τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ εἶναι θεοπρεπεῖς διακρίσεις στὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ Θεό, ὑποστάσεις ποὺ ἡ μία περιχωρεῖ ἀγαπητικῶς τὴν ἄλλη καὶ ἔχουν τὴν αὐτὴ θεία ἐνέργεια καὶ βουλή. Εἶναι Θεὸς Τριαδικὸς καὶ τρισυπόστατος, «μονὰς ἐν τριάδι» ἢ «τριὰς ἐν μονάδι». Στὸν τριαδικὸ Θεὸ ἀκουμπάει τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, βρίσκοντας ἀνάπαυση καὶ σωτηρία.
Τὰ Σεραφείμ, τὰ λειτουργικὰ πνεύματα3 τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ διάκονοι τῆς θείας βασιλείας, φέροντας μέσα τους καὶ ἀνακλώντας τὴν ἀστραπὴ τῆς θείας ἐνέργειας, ἐκσποῦν σὲ ἀσίγητο ὕμνο τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ παναρχίας. Δοξάζουν τὸν πλάστη τους καὶ δημιουργό. Ἡ δοξολόγηση τοῦ θείου Ὀνόματος ἀποτελεῖ τὴν ὀρθὴ στάση καὶ σχέση τοῦ λογικοῦ πλάσματος πρὸς τὸ δημιουργό του, σχέση δοξολογικῆς αἰνέσεως καὶ εὐχαριστίας. Περιττὸ νὰ τονίσουμε ὅτι τὸ στοιχεῖο αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ καιριότερο σημεῖο μιᾶς ἀληθινῆς ὀρθόδοξης προσευχῆς.
Στὴ συνέχεια ὁ Εἱρμὸς παρέχει καὶ ἄλλα στοιχεῖα τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος. Τὴν «τρισυπόστατον ἀρχὴν» χαρακτηρίζει ὡς «ἄναρχον ἀΐδιον». Καὶ τὰ δύο αὐτὰ ἐπίθετα ἀποκλείουν ἀπὸ τὴ θεότητα κάθε ἰδέα χρονική. Καὶ εἶναι εὔλογο νὰ γίνεται αὐτό. Ὁ Θεὸς ὑπέρκειται χρόνου παντός. Δὲν ἔχει οὔτε πέρας οὔτε ἀρχήν. Τὶς χρονικὲς αὐτὲς κατηγορίες ἔχουν τὰ κτίσματα, ὄχι ὅμως καὶ ὁ ἄπειρος δημιουργὸς τῆς κτίσεως. Ὁ χρόνος εἶναι αὐτὸς ποὺ βρίσκεται στὸν Θεὸ καὶ ὄχι ὁ Θεὸς στὸ χρόνο. Ὁ Θεὸς πληροῖ πάντα χρόνο σὲ ὅλα τὰ στάδια καὶ τὶς μορφές του καὶ συγχρόνως ὑπέρκειται αὐτοῦ, εἶναι ἄναρχος καὶ ἀϊδιος.
Τὸ ἐπίθετο ὅμως «ἄναρχος», ἀποδιδόμενο στὸν Θεό, ἔχει καὶ μιὰ ἄλλη δεύτερη σημασία, τὴ σημασία τῆς «προελεύσεως», τῆς «ἀρχῆς», ποὺ ὑπάρχει στὴν ἁγία Τριάδα. Ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα τῆς θεότητος μόνον ὁ Πατὴρ δὲν ἔχει προέλευση, δὲν ἔχει ἀρχή, εἶναι ἄναρχος, αὐθύπαρκκτος καὶ αὐθυπόστατος. Ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι ἄναρχος, διότι ἔχει ἀρχή, προέρχεται ἀϊδίως ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τῆς γεννήσεως. Ὅπως καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο δὲν εἶναι ἄναρχο, προερχόμενο ὁμοίως ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τῆς ἀϊδίου ἐκπορεύσεως. Ὁ Πατὴρ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς θεότητος, ἡ «πηγαία θεότης». Ἔτσι ὁ Υἱὸς -ὅπως καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο- εἶναι καὶ ἄναρχος καὶ μὴ ἄναρχος· ἄναρχος, μὲ τὴ χρονικὴ τοῦ ὅρου σημασία, καὶ μὴ ἄναρχος, μὲ τὴ σημασία τῆς ἀρχῆς, τῆς προελεύσεως.
Ἡ μία «τρισυπόστατος ἀρχὴ» εἶναι «ποιητικὴ τῶν ἁπάντων» καὶ «ἀκατάληπτος».
Ὅλα τὰ ὄντα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, ἔχουν τὴν προέλευσή τους ἀπὸ τὸν τριαδικὸ Θεὸ (Σύμβολο τῆς Πίστεως· «ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων»). Εἶναι προϊόντα τῆς θείας βουλῆς, θελημένα ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὅ,τι ὑπάρχει εἶναι κτισμένο στὴ θεία ἐνέργεια, στὴν ὁποία συνέχεται καὶ συγκρατεῖται. Καὶ ἐπειδὴ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγαθό, ἔτσι καὶ τὰ ὄντα ποὺ εἶναι ριζωμένα σ᾿ αὐτό, εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τους ἀγαθά. Ἔτσι τὰ εἶδε ὁ Θεός, ὅταν τὰ ἔπλασε· «καλὰ λίαν»4. Δὲν εἶναι ἑπομένως δημιουργήματα ἑνὸς κατώτερου Θεοῦ καὶ συνεπῶς κακά, ὅπως φλυαροῦσαν στὴν ἀρχαιότητα οἱ αἱρετικοὶ (οἱ Γνωστικοὶ). Τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει στὴν πλάση ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πηγάζει ἀπὸ μιὰ ἄλλη ἀρχὴ ἔξω ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν κατάχρηση τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως τῶν λογικῶν ὄντων.
Ἡ θεία οὐσία εἶναι καὶ «ἀκατάληπτος»5. Εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ πράγματα, ἀπόλυτα ὑπερβατική, ὥστε καμία κτιστὴ δύναμη νὰ μὴ μπορεῖ νὰ τὴν πλησιάσει. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολὺ μικρὸς γιὰ νὰ τὴν περιλάβει καὶ νὰ τὴν κατανοήσει. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀγγελικὸς νοῦς, ὁ καταλαμπόμενος ἀπὸ τὸ φῶς τῆς μακαρίας δόξης τῆς Τριάδος, ἀδυνατεῖ νὰ τὴν προσεγγίσει. Ἡ θεία οὐσία καλύπτεται ἀσφυκτικὰ ἀπὸ τὸ γνόφο τῆς ἀγνωσίας. Μόνον οἱ τρεῖς ὑποστάσεις τῆς θεότητος μποροῦν νὰ τὴν κατανοήσουν, ποὺ εἶναι ἄλλωστε πλήρεις καὶ τέλειοι φορεῖς της. Φυσικὰ μὲ ὅσα λέγομε ἐδῶ δὲν περιπίπτουμε σὲ πλήρη θεολογικὸ ἀγνωστικισμό. Τὸν Θεὸ τὸν γνωρίζουμε ὄχι βέβαια στὴν ἀπερίληπτη καὶ ἀδιάγνωστη οὐσία του, ἀλλὰ στὴ θεία του ἐνέργεια, ποὺ εἶναι περιληπτὴ καὶ κοινωνητή. Στὴ βάση αὐτὴ γίνεται ἄλλωστε δυνατὴ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ποὺ κορυφώθηκε στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Κάθε γλώσσα ἀνθρώπινη, βλέποντας καὶ ζώντας τὰ μεγαλεῖα τῆς τρισυπόστατης θείας ἀρχῆς, νοιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράσει ἄσματα, νὰ τραγουδήσει τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος, νὰ δοξολογήσει τὸν Θεό της, στὸ ἀνέκφραστο θαῦμα τοῦ ὁποίου ζεῖ καὶ κινεῖται.
«Ἵνα τοῖς ἀνθρώποις ἑνικήν, τὴν τριλαμπῆ σου
δηλώσῃς Θεότητα, πλάσας πρὶν τὸν ἄνθρωπον,
κατὰ τὴν σὴν εἰκόνα διεμόρφωσας, νοῦν αὐτῷ
καὶ λόγον, καὶ πνεῦμα δοὺς ὡς φιλάνθρωπος».
Μὲ σκοπὸ νὰ φανερώσεις τὴ θεότητά σου, ἡ ὁποία
εἶναι ἑνικὴ (=μία) καὶ λάμπει μὲ τρία φῶτα, ἀφοῦ
ἔπλασες παλαιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸν διεμόρφωσες σὺμ-
φωνα μὲ τὴ δική σου εἰκόνα, δώσας σ᾿ αὐτόν, ὡς φι-
λάνθρωπος, νοῦν καὶ λόγο καὶ πνεῦμα.
Ὅπως εἰπώθηκε προηγουμένως, ἡ ὑπερβατικὴ θεία οὐσία εἶναι ἀνέφικτη στὰ πλάσματα, ἀπερίληπτη, ἀκατανόητη καὶ ἀνέκφραστη. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ περιλάβει στὸ μυαλὸ του τὴν ἀπειρία τῆς θεότητος. Δὲν ἔχει τὴν ἀντοχὴ γιὰ ἕνα τέτοιο σκληρὸ καὶ ἄνισο ἐγχείρημα. Ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ὁ ἄγγελος τὴν ἔχει, ὅπως δὲν τὴν ἔχουν καὶ τὰ θεόμορφα πνεύματα τῶν ἁγίων στὴ θεία βασιλεία.
Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, ἀγκομαχώντας στὸ ἀβυσσαλέο μυστήριο τῆς ἀπειρίας τοῦ Θεοῦ, προσπαθεῖ μὲ τὶς πενιχρές του δυνάμεις νὰ λάβει κάποια αἴσθηση τοῦ θείου μυστηρίου, νὰ μορφώσει κάποια ἔμμεση ἰδέα, μιὰ εἰκόνα ἀμυδρὴ καὶ σχετικὴ τοῦ μυστηρίου ποὺ τὸν περιβάλλει. Προσπαθεῖ νὰ πλησιάσει ὅσο τοῦ εἶναι δυνατὸ τὸ ἀνέφικτο καὶ ἄπιαστο. Στὴν ἀνάβαση αὐτὴ χρησιμοποιεῖ σχέσεις ἀπὸ τὴ δική του ἐμπειρία, εἰκόνες καὶ ἀναλογίες ἀπὸ τὴ φύση ποὺ τὸν περιβάλλει. Χρησιμοποιεῖ γλώσσα εἰκονικὴ καὶ ἀναλογική. Ὁ ἀνθρωπομορφισμὸς φυσικὰ δὲν λείπει ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη καὶ ἄνιση αὐτὴ προσπάθεια. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος φαντάζεται τὸν Θεὸ κατὰ τὴ δική του εἰκόνα, νὰ ἔχει χέρια καὶ πόδια καὶ αὐτιά, νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ κινεῖται κ.τ.ὅ. Συχνὰ χρησιμοποιεῖ καὶ πνευματικότερες ἀναλογίες. Μιὰ τέτοια ἀναλογία χρησιμοποιεῖ στὸ τροπάριο καὶ ὁ ποιητής, ἀνατρέχοντας στὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπικεντρώνοντας τὴν προσπάθειά του στὸ τρισύνθετο τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ. Γιὰ νὰ δείξεις (σ‘τον ἄνθρωπο φυσικὰ) ὅτι ἡ φύση σου εἶναι μία στὴν οὐσία καὶ τριλαμπὴς στὶς ὑποστάσεις -λέγει στὸν Θεό- ἔπλασες τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ δική σου εἰκόνα ποὺ εἶναι ἑνικὴ καίτριαδική, δίνοντάς του πνευματικὴ οὐσία διακρινόμενη σὲ τρία μέρη, τὸ νοῦ, τὸ λόγο καὶ τὸ πνεῦμα. Ὅπως τὰ τρία αὐτὰ ἀπαρτίζουν τὴν ἑνότητα τῆς νοερᾶς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καὶ στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἐναρμονίζεται ἡ ἑνότητα τῆς φύσεως μὲ τὴν τριαδικότητα τῶν ὑποστάσεων, ἓν καὶ τρία μαζί, χωρὶς ἡ παρουσία τοῦ ἑνὸς νὰ καταστρέφει τὴν ὑπόσταση καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ ἄλλου. Τόσο ἡ ἀναλογία αὐτή, ὅσο καὶ ἄλλες παρεμφερεῖς ποὺ χρησιμοποιεῖ ἄφθονες ὁ θεολογικὸς νοῦς τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐργώδη του προσπάθεια νὰ πλησιάσει τὸ ἀνέφικτο καὶ ἀδιερεύνητο θεῖο μυστήριο, δὲν εἶναι παρὰ ἁπλὲς σκέψεις ποὺ δὲν ἀποδίδουν τὸ βάθος τοῦ θείου μυστηρίου, τὸ ὁποῖο σὲ κάθε περίπτωση παραμένει σκοτεινόκαὶ ἀδιάγνωστο. Εἶναι προσπάθειες σύμφυτες στὴ λογικὴ φύση τοῦ πλάσματος, τὸ ὁποῖο ἀπὸ μόνο του δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα ν᾿ ἀνέβει στὸ ὕψος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γνωρίσει πρόσωπο μὲ πρόσωπο τὸν ποιητὴ τῶν ἁπάντων. Εἶναι σήματα, δεῖκτες χρήσιμοι στὴν ὑψοποιὸ θεία ἀνάβαση. Τὸν θεὸ προσεγγίζει ὁ ἄνθρωπος μόνο διὰ τῆς πίστεως6 καὶ σὲ βαθμὸ πάντοτε συγκεχυμένο καὶ ἀπροσδιόριστο. Στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι πληρέστερη καὶ τελειότερη7.
«Ἄνωθεν δεικνὺς μοναδικόν, θεαρχικαῖς ἐν τρισὶν
ὑποστάσεσι, κράτος Πάτερ ἔφησας, τῷ ἰσουργῷ Υἱῷ
σου καὶ τῷ Πνεύματι· δεῦτε καταβάντες, αὐτῶν τὰς
γλώσσας συγχέωμεν»8.
Δείχνοντας ἀπὸ ψηλά, Πάτερ, τὸ μοναδικὸ (τὸ ἕνα)
σου κράτος τὸ διακρινόμενο σὲ τρεῖς θεαρχικὲς
ὑποστάσεις, εἶπες στὸν ἰσουργό σου Υἱὸ καὶ στὸ Πνεῦ-
μας σου τὸ ἅγιο· ἐλᾶτε, ἀφοῦ κατέβωμε (στὴ γῆ)
νὰ συγχύσουμε τὶς γλώσσες τους.
Ἡ ἀλήθεια περὶ τῆς ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κεντρικότερο σημεῖο τῆς χριστιανικῆς πίστεως, διδάσκεται ἐμφανέστατα στὶς πηγὲς τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Στὴν Καινὴ Διαθήκη τὸ δόγμα ἀποτυπώνεται πλούσια, ἐνῶ στὴν Παλαιὰ δὲν ἐλλείπουν ὑπαινιγμοὶ περὶ αὐτοῦ. Ἕνα τέτοιο ὑπαινιγμὸ ὁ ποιητὴς βλέπει στὴν πυργοποιία τῆς Βαβέλ9, ὅπου κορυφώθηκε ἡ ἀλαζονεία καὶ ἡ ὕβρη τῶν ἀνθρώπων κατὰ τοῦ Θεοῦ. Στὸ τροπάριο παρουσιάζεται ὁ Πατὴρ (ἡ πηγαία θεότης) νὰ συσκέπτεται μὲ τὸν ἰσουργὸ Υἱό του καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Εἶναι δὲ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἰσουργοὶ τοῦ Πατρός, ὡς πρόσωπα ὁμοούσια, ἰσοδύναμα καὶ ἰσοστάσια πρὸς τὸν Πατέρα, πλήρεις καὶ τέλειοι φορεῖς ὄχι μόνο τῆς θείας οὐσίας, ἀλλὰ καὶ τῆς θείας βουλῆς καὶ ἐνέργειας. Ὅ,τι βούλεται καὶ ἐνεργεῖ ὁ Πατήρ, τὸ αὐτὸ βούλονται καὶ ἐνεργοῦν ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα, ἑνιαίως βέβαια καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν ἑκάστου φυσικὴ τάξη (τὸ καθιερωμένο σχῆμα εἶναι· «ἐκ Πατρός, δι᾿ Υἱοῦ, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι»). Ἡ σύσκεψη αὐτὴ προϋποθέτει πολλότητα προσώπων. Ἕνα πρόσωπο δὲν μπορεῖ νὰ συσκέπτεται μὲ τὸν ἑαυτό του. Τὸ πρᾶγμα δὲν ἔχει νόημα. Τὰ συσκεπτόμενα πρόσωπα, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, εἶναι οἱ τρεῖς θεαρχικὲς ὑποστάσεις τῆς θεότητος ποὺ θεοπρεπῶς ὑπάρχουν καὶ διακρίνονται στὸ μοναδικὸ κράτος, τὴ μία ἀδιάτμητη καὶ ἀδιαχώριστη φύση καὶ οὐσία τοῦ Θεοῦ.

Θεοτοκίον.

«Νοῦς μὲν ὁ ἀγέννητος Πατὴρ εἰκονικῶς
τοῖς σοφοῖς προηγόρευται, Λόγος δὲ συνάναρχος,
ὁ συμφυὴς Υἱός, καὶ Πνεῦμα ἅγιον, τὸ ἐν τῇ
Παρθένῳ, τοῦ Λόγου κτίσαν τὴν σάρκωσιν».
Ὁ μὲν ἀγέννητος Πατὴρ ὀνομάσθηκε εἰκονικὰ
ἀπὸ τοὺς σοφοὺς Νοῦς, Λόγος δὲ
ὁ συμφυὴς Υἱός, καὶ (ἡ Τρίτη ὑπόσταση ὀνομάσθηκε)
Πνεῦμα ἅγιο, τὸ ὁποῖο στὴν Παρθένο
ἔκτισε (ἐνήργησε) τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου.
Στὸ Θεοτοκίο χρησιμοποιεῖται καὶ πάλιν ἡ ἀναλογικὴ εἰκονικὴ ἔκφραση τοῦ μυστηρίου τῶν τριαδικῶν θείων ὑποστάσεων. Οἱ ὅροι Νοῦς, Λόγος καὶ Πνεῦμα ἀπαντοῦν καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ εἶναι κτισμένη «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Καὶ ὡς Νοῦς μὲν χαρακτηρίζεται ἡ πηγαία θεότητα τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγέννητος. Τὸ ἀγέννητον εἶναι τὸ ὑποστατικὸν ἰδίωμα τοῦ Πατρός, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκοινώνητο καὶ ἀμετάδοτο. Τὸ ἰδίωμα τοῦ Λόγου εἶναι τὸ γεννητὸν (ἡ γέννηση) καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὸ ἐκπορευτὸν (ἡ ἐκπόρευση). ὡς Λόγος δὲ χαρακτηρίζεται ὁ συμφυὴς καὶ συνάναρχος Υἱὸς τοῦ Πατρός. Τὰ ἐπίθετα συμφυὴς καὶ συνάναρχος ἐκφράζουν τὴν ἀϊδιότητα τῆς ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ γεννᾶται ἐκ τοῦ Πατρός, δὲν εἶναι ἐπιγενέστερος ἢ καὶ κατώτερος τοῦ γεννήτορος. Ὁ Υἱὸς εἶναι συμφυὴς τοῦ Πατρός, δηλαδὴ ὑπάρχει πάντοτε ὅσο ὑπάρχει καὶ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ Πατὴρ χωρὶς νὰ γεννᾶ τὸν Υἱόν. Ἑπομένως «ἅμα Πατήρ, ἅμα καὶ Υἱός». Εἶναι ἐπίσης συνάναρχος τοῦ Πατρός. Συνυπῆρχε πάντοτε μὲ τὸν Πατέρα. Δὲν ὑπῆρχε στιγμὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός, ὅπως φλυαροῦσε ὁ Ἄρειος. Καὶ τοῦτο, γιατὶ εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρός. Τὸ τρίτο, τέλος, πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος χαρακτηρίζεται ὡς Πνεῦμα. Εἶναι ἡ ἐνυπόστατη προσωπικὴ δύναμη τοῦ Πατρός, τὸ ὁποῖον εἶναι ὁ εἰσηγητὴς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοίκησε στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, ἀπὸ τὰ ἁγνὰ αἵματα τῆς ὁποίας ἔπηξε τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου, μὲ τὴν ὁποία αὐτὸς ἑνώθηκε «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» (ἀπὸ τὴν πρώτη δηλαδὴ στιγμὴ τῆς μορφώσεως τοῦ ἐμβρύου) ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο.

ᾨδὴ γ´

«Σὺ πάλαι σαφῶς τῷ Ἀβραάμ, ὡς ὤφθης
τρισυπόστατος, μοναδικός τε φύσει Θεότητος,
θεολογίας τὸ ἀκραιφνέστατον, τυπικῶς ἐνέ-
φηνας, καὶ πιστῶς ὑμνοῦμέν σε, τὸν μονάρχην
Θεὸν καὶ τρισήλιον».
Σὺ (Κύριε), ποὺ φανερώθηκες παλαιὰ στὸν Ἀβραὰμ
μὲ τρεῖς μορφὲς (ὑποστάσεις), ὄντας μοναδικὸς (ἕνας)
κατὰ τὴ φύση τῆς θεότητος, τὴν καθαρότατη ἀλήθεια
τῆς θεολογία ςτυπολογικῶς ἐφανέρωσες (σὲ μᾶς)
ποὺ μὲ πίστη σὲ ὑμνοῦμε τὸν ἕνα μονάρχη
καὶ τρισήλιο Θεό.
Ἡ ὑπὸ τρεῖς μορφὲς ἀνθρώπων (ἀγγέλων) φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν Ἀβραὰμ παρὰ τὴν Δρῦν Μαμβρί10, λαμβάνεται ὡς τύπος τοῦ μυστηρίου τῆς τριαδικῆς θεότητος. Οἱ τρεῖς μορφὲς ἀνάγουν στὶς τρεῖς ὑποστάσεις τῆς θεότητος, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν στὴ μία φύση τῆς θεότητος. Ἡ σχέση τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων μὲ τὴν μοναδικότητα τῆς ἀδιαιρέτου φύσεως τοῦ Θεοῦ, συνιστοῦν «θεολγίας τὸ ἀκραιφνέστατον», δηλαδὴ τὸν καθαρότατο πυρῆνα καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς θεολογίας, ὡς λόγον Θεοῦ καὶ θείας ἐποπτείας. Οἱ πιστοὶ ὑμνοῦν τὸν Θεὸν ὡς «μονάρχην καὶ τρισήλιον». Ἡ μοναρχία ἐδῶ δὲν λαμβάνεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς μιᾶς ἐξουσίας -ὅπως μονάρχες λέγομε τοὺς ἐξουσιαστὲς τῶν ἀνθρώπων- ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀρχῆς, ὡς προελεύσεως. Στὸν Θεὸν ὑπάρχει μία ἀρχὴ προελεύσεως τῶν ὑποστάσεων, ὁ Πατήρ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο γεννᾶται ἀϊδίως (χωρὶς χρονικὴ ἀρχὴ) ὁ Υἱὸς καὶ ἐκπορεύεται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Τὸ Filioque, ὅτι δηλαδὴ τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, διασπᾶ τὴ μοναρχία αὐτή, εἰσάγοντας τὸν Υἱὸ ὡς δεύτερη ἀρχὴ τῆς θεότητος, παράλληλη μὲ τὸν Πατέρα, καὶ ἀνατρέποντας τὴ φυσικὴ τάξη τῶν τριαδικῶν ἰδιωμάτων. Στὴν ἀρχαιότητα δὲ εἶναι γνωστὴ ἡ μεγάλη θέση ποὺ εἶχε τὸ δόγμα τῆς θείας μοναρχίας κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἀντιτριαδικῶν αἱρέσεων, ποὺ ἔπλητταν τὴν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ. Περιττὸ νὰ ποῦμε, ὅτι ὁ ὑπερτονισμὸς τοῦ σημείου αὐτοῦ τῆς πίστεως μπορεῖ νὰ γίνει σὲ βάρος τῆς προσωπικῆς διακρίσεως τῶν τριαδικῶν θείων ὑποστάσεων. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται προσοχή. Παράλληλα ὁ «μονάρχης» Θεὸς εἶναι καὶ τρισήλιος, λάμπει δηλαδὴ σὰν τρεῖς ἑνωμένοι καὶ ἀσύγχυτοι ἥλιοι, οἱ ὁποῖοι δηλοῦν τὰ τρία πρόσωπα τοῦ Θεοῦ.
«Ἐκ σοῦ γεννηθεὶς θεοπρεπῶς, ἀρρεύστως
Πάτερ ἔλαμψε, φῶς ἐκ φωτός, Υἱὸς ἀπαρὰλ-
λακτος, καὶ Πνεῦμα θεῖον φῶς ἐκπεπόρευ-
ται· καὶ μιᾶς Θεότητος, αἴγλην τρισυπόστα-
τον, προσκυνοῦμεν πιστῶς καὶ δοξάζομεν».
Ἀπὸ σένα, Πάτερ, γεννηθεὶς θεοπρεπῶς ὁ ἀπα-
ράλλακτος Υἱός, ἔλαμψε ὅπως λάμπει ἕνα φῶς
ἀπὸ ἄλλο φῶς ὅπως καὶ τὸ Πνεῦμα ἔχει ἐκπο-
ρευθεῖ (ἐκ σοῦ) σὰν θεῖο φῶς. Καὶ ἐμεῖς μὲ πίστη
προσκυνοῦμε καὶ δοξάζουμε τῆς μιᾶς θεότητος
τὴν τρισυπόστατη αἴγλη καὶ λαμπρότητα.
Ἡ ἐκ τοῦ Πατρὸς γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι γέννηση θεοπρεπής. Δὲν πρέπει νὰ νοῆται μὲ ἀναλογίες φυσικές. Ἡ ἀνθρώπινη γέννηση γίνεται κατόπιν ρεύσεως κατὰ τὴν ὥρα τῆς φυσικῆς τῶν φύλων συνευρέσεως. Αὐτὸ δὲν συμβαίνει στὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς γέννηση τοῦ Υἱοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαθὴς καὶ ἀνήδονη. Τέτοιες φυσικὲς σχέσεις δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν θέση στὸ ἀπόλυτο καὶ καθαρότατο πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱὸς ἄλλωστε εἶναι «ἀμήτωρ ἐκ Πατρός», ποὺ σημαίνει, ὅτι ἔχει μὲν Πατέρα, ὄχι ὅμως καὶ μητέρα φυσική, ὅπως ἔχουν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Ἡ γέννηση τοῦ Λόγου εἶναι μυστηριακή, ὅπως ἐμπρέπει στὴ θεία ἱεροπρέπεια. Τὴ φύση τῆς γεννήσεως αὐτῆς ἀδυνατοῦμε νὰ γνωρίζουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Οἱ αἱρετικοί, ἀδυνατοῦντες νὰ κατανοήσουν τὴ θεοπρεπῆ γέννηση τοῦ Λόγου, σκανδαλίζονται, καταλήγοντας σὲ πολλὰ ἄτοπα συμπεράσματα. Κυρίως προσβάλουν τὸ ὁμοούσιο τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα, λέγοντας ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν αὐτὴν οὐσία τὸ παιδὶ μὲ τὸν πατέρα ὁ ὁποῖος τὸ γεννάει. Ἐπίσης προσβάλουν τὴν ἀϊδιότητα τῆς γεννήσεως τοῦ Λόγου, ἐπαναλαμβάνοντες τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες τοῦ Ἀρείου (ὁ Πατὴρ προγενέστερος τοῦ Υἱοῦ).
Κατὰ τὸ τροπάριο ὁ Υἱὸς εἶναι ἀπαράλλακτος μὲ τὸν Πατέρα. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅμοιος μὲ τὴν οὐσία τοῦ Γεννήτορος. Δὲν διαφέρει κατὰ τίποτε ἀπὸ τὴ φύση αὐτοῦ ποὺ τὸν γέννησε. Ἔχει τὴν ἴδια οὐσία μὲ τὸν Πατέρα, εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί», ὅρος κλειδὶ στὴ διαπάλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἀρειανικὴ αἵρεση. Ὁ ὅρος φυσικὰ στηρίζει τὴ θεότητα τοῦ Λόγου.
Τὸ ὁμοούσιο τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα ἐκφράζει ὡραιότητα ἡ φράση «φῶς ἐκ φωτός», ποὺ χρησιμοποιεῖται στὸ τροπάριο. Ἡ φράση αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε εὐρύτατα στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, κυρίως ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς Ἀπολογητές, ὡς εἰκονικὴ ἔκφραση τῆς γεννήσεως τοῦ Λόγου. Εἶναι δὲ εἰκονικὴ παράσταση ἐξόχως προσφυὴς διὰ τὴν παράσταση τοῦ μυστηρίου. Ὅπως ἀπὸ τὸ φῶς μιᾶς ἀναμμένης λαμπάδας ἀνάβονται καὶ ἄλλες λαμπάδες, χωρὶς τὸ φῶς τῆς πρώτης λαμπάδας νὰ ἐλαττώνεται, τὰ δὲ ἀναφυέντα φῶτα νὰ εἶναι ἀπολύτως ὅμοια μεταξύ τους, ἒτ‘σι καὶ τὸ (νοητὸ) φῶς τοῦ Λόγου ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀΐδιο φῶς τοῦ Πατρός, εἶναι ἀπαράλλακτα ἴδιο μὲ ἐκεῖνο. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι, τὸ φῶς τοῦ Λόγου δὲν ἀνάβει ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Πατρὸς ἐν χρόνῳ, ὅπως συμβαίνει στὸ φῶς τῶν λαμπάδων, ἀλλ᾿ εἶναι φῶς ἄχρονο καὶ ἀΐδιο. Ὑπάρχει ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχει καὶ τὸ φῶς τοῦ Πατρός.
Στὴν αὐτὴ θεία ἀναλογία γίνεται καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Οἱ πιστοί, ἔχοντας κρυμμένο βαθιὰ στὶς ψυχές τους τὸ ἀπόρρητο μυστήριο τῆς Τριάδος, προσκυνοῦν μὲ πίστη καὶ δοξάζουν τὴν τριφυπόστατη αἴγλη τῆς μιᾶς θεότητος.
«Μονὰς ἡ Τριὰς ὑπερφυῶς, ἀρρήτως ὑπὲρ
ἔννοιαν, ταῖς νοεραῖς Οὐσίαις δοξάζεται, ταῖς
τρισαγίαις φωναῖς ἀσίγητον, ἐκβοώσαις αἴ-
νεσιν· αἷς συμφώνως ὑμνεῖται, καὶ ἡμῖν τρι-
συπόστατος Κύριος».
Ἡ Μονάδα ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ Τριάδα κατὰ
τρόπο ὑπερβαίνοντα τὴ φύση, ἄρρητο καὶ
πέρα ἀπὸ κάθε καταληπτικὴ ἔννοια, δοξάζε-
ται ἀπὸ τὶς νοερὲς οὐσίες (τῶν ἀγγέλων), οἱ ὁποῖες
μὲ τρισάγιες φωνὲς ἐκσποῦν σὲ ἀκατάπαυστη αἴνεση.
Μὲ μιὰ φωνὴ (μὲ αὐτὲς)
ἀνυμνεῖται κι ἀπὸ μᾶς ὁ τρισυπόστατος Κύριος.
Ἡ φύση τῶν ἁγίων ἀγγέλων εἶναι ἄϋλη καὶ νοερά. Σ᾿ αὐτὴ δὲν ὑπάρχει τὸ αἰσθητὸ στοιχεῖο τῆς ὑλικότητος. Εἶναι πνεύματα ἀπαλλαγμένα ἀπὸ τὴν παχύτητα τῶν ὑλικῶν σωμάτων. Ζοῦν διηνεκῶς στὸν ἄϋλο αἰῶνα τοῦ Θεοῦ. Τὸ κύριο ἔργο τους, παράλληλα βέβαια μὲ τὴ διακονία τῆς θείας βασιλείας, εἶναι δοξολογικὸ καὶ ἀνυμνητικὸ τῆς θείας ἁγιότητος καὶ μεγαλωσύνης. Ζῶντας τὴν ἄρρητη χαρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ πνιγμένοι στὶς ἄπειρες χάρες τοῦ πλάστη τους, ἐκσποῦν σὲ ἀσίγαστη ἀνύμνηση τοῦ θείου Ὀνόματος, στὸ ὁποῖο εἶναι ριζωμένη ἡ ἀσώματη φύση τους. Μὴ ἔχοντας δὲ μέσα τους τόδιασπαστικὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε μολυσμὸ ποὺ ρυπαίνει τὴν ἀποστατικὴ φύση, μὲ τρισάγιες φωνὲς ὑμνοῦν χωρὶς παύση καὶ σταματημὸ τὸ ἄρρητο μυστήριο τοῦ θείου πλαστουργοῦ τους, τὴ «Μονάδα ἐν Τριάδι» ἢ τὴν «Τριάδα ἐν Μονάδι». Ἀνυμνοῦν τὸ ὑπερβατικὸ θεῖο μυστήριο, ἄσχετα ἂν ἡ φωτοειδὴς καὶ ἄϋλη φύση τους ἀδυνατεῖ νὰ τὸ περιλάβει καὶ νὰ τὸ ἐννοήσει. Ἀρκεῖ σ᾿ αὐτὰ ἡ γοητεία τῆς ἄρρητης θέας, τοῦ θαύματος ποὺ διαδονεῖ τὴν ἄσαρκη φύση τους καὶ τὴ γεμίζει μὲ τόσους θείους καὶ ἄφατους γλυκασμούς. Πρὸς τί ἡ λοιπὴ περιέργεια;
Μαζὶ ὅμως μὲ τὴ φωνὴ τῶν ἀγγέλων συγχρονίζεται καὶ ἡ φωνὴ τῶν ἀνθρώπων στὴν ἀνύμνηση τῆς θείας μεγαλειότητος καὶ πανσοφίας. Καὶ οἱ ἄνθρωποι νοιώθουν τὴν ἴδια μὲ τοὺς ἀγγέλους παρόρμηση. Κι αὐτοὶ μάλιστα περισσότερο, ζῶντας τὴ λυτρωτικὴ χάρη τῆς θείας τοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως. Ὑμνεῖται, λοιπόν, καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἡ ἁγία Τριάδα, ὁ τρισυπόστατος Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ἡ ἀνύμνηση τῆς ἁγίας Τριάδος λαμβάνει διαστάσεις καθολικὲς καὶ παγκόσμιες. Ἡ ὑλικὴ καὶ ἄϋλη κτίση ὁμόφωνα ἐξυμνοῦν τὸν πλάστη καὶ δημιουργό τους. Μέλος ὄντως καθολικὸ καὶ παναρμόνιο!

Θεοτοκίον.

«Ἐκ σοῦ χρονικῶς ἄνευ σπορᾶς, προῆλθεν ὁ
ὑπέρχρονος, ὁμοιωθεὶς ἡμῖν ὁ ἀνείδεος, καὶ
μίαν φύσιν καὶ κυριότητα, τοῦ Πατρὸς ἐδίδαξε,
καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, Θεοτόκε· διό σε
δοξάζομεν».
Ἀπὸ ἐσένα, Θεοτόκε, προῆλθεν ἐν χρόνῳ καὶ χωρὶς
σπορὰν ἀνδρική, αὐτὸς ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο,
ὁμοιωθεὶς μὲ μᾶς ὁ ἄμορφος καὶ ἀσχημάτιστος,
καὶ ἐδίδαξε μία φύση καὶ κυριαρχικὴ ἐξουσία τοῦ
Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διὰ
τοῦτο σὲ δοξάζουμε».
Στὸ Θεοτοκίο τὸ τριαδικὸ δόγμα συμπλέκεται μὲ τὸ χριστολογικό. Ἡ θεολογικὴ Τριάδα πλατύνεται στὴν οἰκονομικὴ Τριάδα, ὅπου κεντρικὸ πρόσωπο εἶναι ὁ Λόγος, ντυμένος τὴ σάρκα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ διφυὴς τοῦ Πατρὸς καὶ τῆς Παρθένου Υἱός, ὁ ὁποῖος, πληρώντας τὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ, ἦλθε στὴ γῆ γιὰ νὰ σώσει στὸ θεανδρικό του πρόσωπο τὸν πεπτωκότα στὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο.
Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἀνθρώπινή του πλευρὰ ἔλαβε ἀρχὴν ἐν χρόνῳ. Κατὰ τὴ θεία του πλευρὰ φυσικὰ εἶναι Θεὸς ἄχρονος καὶ ὑπέρχρονος. Μπήκε στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος χρόνος11. Ἔγινε ἄνθρωπος τέλειος, ὄχι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ γεννῶνται στὸν κόσμο οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Δὲν προῆλθε ἀπὸ ἀνθρώπινη σπορά. Τόσο ἡ σύλληψη ὅσο καὶ ἡ γέννησή του ἦσαν γεγονότα ὑπερφυσικά. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀνεπλήρωσε τὴ θέση τοῦ πατέρα στὴ θαυμαστή του σύλληψη12. Αὐτός, λοιπόν, πού, ὡς πνεῦμα ἄϋλο, δὲν ἔχει εἶδος (σχῆμα δηλαδὴ καὶ μορφὴ) μὲ τὴ σάρκωσή του ἔμοιαζε ἐξωτερικὰ μὲ μᾶς, οἱ ὁποῖοι εἴμαστε ἄνθρωποι ὁρατοὶ καὶ περιγραπτοί. Ἀνέλαβε ἀνθρώπινο εἶδος, ἀνθρώπινη μορφή, γενόμενος ἄνθρωπος μὲ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ τὸν ξεχώριζαν ἀπὸ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο, ὁρατὸς καὶ περιγραπτός. Μὲ τὴ μορφὴ αὐτὴ ὁ Χριστὸς φανέρωσε στὸν κόσμο τὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ Θεοῦ13, διδάξας ὅτι ἕνας εἶναι στὴν οὐσία του ὁ Θεὸς καὶ μία ἡ ἐπὶ πάντων παντοκρατορική του κυριότητα. Δὲν ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄλλοι Θεοί14, ποὺ νὰ ἀσκοῦν κυριότητα ἐπὶ πάντων.
Τὴ Θεοτόκο, ποὺ ἔγινε ἡ κυριώτερη ἀνθρώπινη αἰτία τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου, τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀνυμνεῖ καὶ δοξάζει.

Κάθισμα.

«Πατέρα καὶ Υἱόν, προσκυνήσωμεν πάντες
καὶ Πνεῦμα τὸ εὐθές, καὶ ἰσότιμον δόξῃ, Τριά-
δα τὴν ἄκτιστον, καὶ ὑπέρθεον Δύναμιν· ἣν
δοξάζουσι, τῶν Ἀσωμάτων αἱ τάξεις· ταύτην
σήμερον, καὶ γηγενεῖς μετὰ φόβου, πιστῶς
εὐφημήσωμεν».
Τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν ἂς προσκυνήσουμε ὅλοι,
καθὼς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ εὐθὲς (στὸ ὁποῖο ὑπάρχει
ἡ θεία ἀλήθεια), τὴν Τριάδα τὴν ἂ-
κτιση καὶ τὴν ὑπέρθεη δύναμη, τὴν ὁποία δο-
ξάζουν οἱ Ἀσώματες τάξεις (οἱ Ἄγγελοι). Αὐτὴν σήμε-
ρα καὶ οἱ γήϊνοι ἄνθρωποι μὲ φόβο (εὐλάβεια)
καὶ μὲ πίστη ἂς εὐφημήσουμε.
Στὸ κάθισμα αὐτὸ ποὺ ἔχει σαφὲς τριαδικὸ περιεχόμενο ἐξαίρεται ἡ ἐν δόξῃ ἰσοτιμία τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἡ δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἡ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια ἡ ἀπορρέουσα ἀϊδίως ἀπὸ τὸ ἄπειρο βάθος τῆς ὑπερβατικῆς θείας οὐσίας, ὑπάρχει στὸ πλήρωμά της ἰσοτίμως καὶ στὰ τρία πρόσωπα τῆς παναγίας Τριάδος. Ἡ αὐτὴ θεία δόξα ὑπάρχει καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Αὐτὸ εἶναι ἀπόρροια τῆς ὁμοουσιότητος τῶν προσώπων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὡς ὁμοούσια τὰ θεῖα πρόσωπα εἶναι ἰσότιμα μεταξὺ τους. Δὲν ὑπάρχει τὸ μεῖζον15 καὶ τὸ ἔλασσον, τὸ πρότερο καὶ τὸ ὕστερο στὶς εἰδοτριαδικὲς σχέσεις τῶν θείων ὑποστάσεων. Παρὰ τὴ φυσικὴ τάξη καὶ ἀρίθμησή τους (πρῶτο, δεύτερο, τρίτο) τὰ θεῖα πρόσωπα δὲν ὑποτάσσονται τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, τὸ δεύτερο στὸ πρῶτο καὶ τὸ τρίτο στὸ δεύτερο. Εἶναι ὅλα ἰσότιμα καὶ ἰσοδύναμα. Ἡ θεωρία τῆς ὑποταγῆς (Subordiratio) καταλύει τὴν τριαδικὴ ἰσοτιμία καὶ ὁδηγεῖ στὸν Ἀρειανισμό, τὴν ἄρνηση δηλαδὴ τοῦ ὁμοουσίου τῶν θείων ὑποστάσεων.
Ἡ ἁγία Τριὰς εἶναι ἄκτιστη. Τὸ εἶναι της ἔχει ἐν ἑαυτῇ. Δὲν ἔχει ποιητικὸ αἴτιο, εἶναι αὐθύπαρκτη καὶ αὐθυπόστατη. Εἶναι ὁ ἄπειρος καὶ ἐν ἑαυτῷ ὑπάρχων Θεός, ἀπὸ τὸν ὁποῖον προέρχονται ὅλα τὰ κτιστὰ ὄντα. Εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ κτιστοῦ εἶναι, ἡ ἀρχὴ κάθε ἄλλης ὑπάρξεως. Σ᾿ αὐτὴν περιέχονται τὰ πάντα.
Εἶναι δὲ ἡ Τριὰς καὶ ἡ «ὑπέρθεος Δύναμις». Ἡ δύναμη (οὐσία) πού, ὡς ἀνωνόμαστη καὶ ἀνέκφραστη, ὑπερβαίνει κάθε προσηγορία καὶ προσδιορισμό, ποὺ μποροῦμε νὰ τῆς ἀποδώσουμε. Ἔτσι ὑπερβαίνει καὶ τὴν ἔννοια τῆς θειότητος καὶ τῆς θεότητος, ποὺ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς συνήθως τῆς ἀποδίδει. Ἡ ἀπειρία τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει ἀπολύτως τὰ σχήματα καὶ τὶς ἔννοιες τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Τοῦτο φυσικὰ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ ἔννοιες αὐτὲς εἶναι ἁπλὰ σχήματα ψιλοὶ ἀναπλασμοὶ τῆς φαντασίας τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς κανένα περιεχόμενο οὐσιαστικό. Οἱ θεῖες προσηγορίες, οἱ στηριζόμενες στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἔχουν θετικὴ ἀναφορὰ καὶ ἐκφράζουν τὸν Θεό, ὅταν μάλιστα ἀναφέρονται στὴ θεία ἐνέργεια ποὺ εἶναι ἀποκαλυπτικὴ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, κοινωνητὴ καὶ μεταδοτικὴ τῆς θεότητος. Στὴ θεία ἐνέργεια ὁνοῦς τοῦ ἀνθρώπου κατανοεῖ τὸν Θεὸ στὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων του. Τὴ θεία οὐσία μόνον ἀδυνατεῖ νὰ περιλάβει καὶ νὰ κατανοήσει.
Τόσο οἱ ἀσώματες δυνάμεις (ἄγγελοι) ὅσο καὶ οἱ πεπερασμένοι γηγενεῖς ἄνθρωποι, μὲ εὐλαβικὸ φόβο καὶ πίστη, συγκλονούμενοι μπροστὰ στὸ Τριαδικὸ θαῦμα, ἀπευθύνουν εὐφημίες καὶ δοξολογικὰ ἄσματα στὴν παναγία Τριάδα.

ᾨδὴ δ´

«Λάμψον μοι Θεαρχία τρισήλιε, λάμψεσι
τῶν θεουργικῶν μαρμαρυγῶν, τοῖς τῆς καρ-
δίας ὀφθαλμοῖς, τὸ κάλλος φαντάζεσθαι τῆς
ὑπὲρ νοῦν θεαρχικῆς σου λαμπρότητος,
καὶ φωτουργοῦ καὶ γλυκείας μεθέξεως».
Λάμψε θεαρχία τρισήλιε μὲ τὶς λαμπρὲς
ἀκτῖνες τῶν θεουργικῶν σου μαρμαρυγῶν τοὺς
ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας μου, ὥστε νὰ φαντάζομαι
τὸ κάλλος τῆς θεαρχικῆς σου λαμπρότητος,
ποὺ ὑπερβαίνει τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, ὅπως καὶ
(νὰ γεύομαι) τὴ φωτουργό σου γλυκειὰ μέθεξη.
Τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος δὲν εἶναι ἁπλὴ θεολογικὴ θεωρία, μία ἀφηρημένη νόηση καὶ διδασκαλία. Εἶναι δύναμη καὶ ζωή, λυτρωτικὴ θέαση τῆς λαμπρότητος τοῦ Θεοῦ καὶ θεωτικὴ μέθεξη στὴ θεουργικὴ ἀκτῖνα τῆς θείας ἐνέργειας. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἐξόχως εὐαίσθητη. Σ᾿ αὐτὸ ἐπικεντρώνει τὴ σωτηριολογία της, ἐξαντλεῖ τὸ θεωτικὸ πάθος της καὶ τὸ δυναμισμό της. Ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι θεολογία τῆς θεώσεως στὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια. Ἡ θεολογία καὶ τὰ ἔνθεα αὐτὰ βιώματα εἶναι ἄγνωστα στὶς ἑτερόδοξες θεολογίες καὶ σωτηριολογίες, οἱ ὁποῖες στεῖρες στὴ νοησιοκρατικὴ δόμησὴ τους ἀρνοῦνται τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια.
Ὁ ποιητὴς τοῦ ὕμνου ἀπευθύνεται στὴν τρισήλιο θεαρχία (στὸν τριαδικὸ Θεὸ καὶ ζητᾶ τὴ λάμψη τῆς θεουργικῆς της ἐνέργειας, τῶν φωτοειδῶν μαρμαρυγῶν ποὺ ἐκλάμπουν ἀπὸ τὴν ἄπειρη οὐσία τῆς τριαδικῆς θεότητος. Ζητᾶ τὶς θεαρχικὲς μαρμαρυγὲς νὰ ἔλθουν καὶ νὰ καλύψουν τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας του, ἐκεῖ ὅπου συναντιοῦνται μυστικὰ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Γιατὶ ἡ θεία συνάντηση, ἡ μέθεξη τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεό, δὲν εἶναι ὑπόθεση τοῦ νοῦ πρώτως καὶ κυρίως, ἀλλὰ τῆς καθαρῆς καὶ μεταποιημένης καρδίας. Ἐκεῖ φανερώνεται μυστικὰ ὁ Θεός. Ὁ νοῦς (ὡς διάνοια φυσικὰ) ἀκολουθεῖ καὶ αὐτὸς κατὰ τὴ χωρητική του ἱκανότητα, λαμπρυνόμενος ὁμοίως στὴ θεία μέθεξη.
Ὀ ποιητὴς ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμία ποὺ κυριαρχεῖ στὴν καρδία του νὰ ἔχει κάποια αἴσθηση, νὰ λάβει κάποια φαντασία τοῦ ὑπερλογικοῦ καὶ ἀμήχανου ἐκείνου κάλλους τῆς θείας λαμπρότητος, καὶ νὰ νοιώσει κάτι ἀπὸ τὶς γλυκύτητες τῆς θεουργικῆς θείας μεθέξεως, ποὺ τελεῖται στὴν ἕνωση μὲ τὸ φῶς τῆς θείας λαμπρότητος, μὲ τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια. Εἶναι τὸ σταθερὸ αἴτημα τῆς ὀρθόδοξης προσευχῆς· «σημειωθήτω ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου, ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψώμεθα φῶς τὸ ἀπρόσιτον»16.
Καί· «ὅτι παρὰ σοὶ πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς»17. Ἡ καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας πάλλει στὴ θεοποιητικὴ θεία ἐνέργεια. Ἐκεῖ συναντᾶ τὸν προορισμὸ καὶ τὴν τελείωσή της. Σ᾿ αὐτὴν ζεῖ καὶ πορεύεται.
«Πρότερον οὐρανοὺς ἐστερέωσας Κύριε, καὶ
πᾶσαν δύναμιν αὐτῶν, τῷ λόγῳ σου τῷ παντουρ-
γῷ, καὶ πνεύματι στόματος τῷ συμφυεῖ, μεθ᾿
ὧν δεσπόζεις τοῦ σύμπαντος, ἐν τριλαμπεῖ
μοναρχίᾳ θεότητος».
Πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ἐστερέωσες Κύριε τοὺς οὐρανοὺς
καὶ κάθε δύναμη ποὺ εἶναι μέσα σ᾿ αὐτούς, μὲ τὸν παντουργικὸ
λόγο σου καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ στόματός σου, ποὺ
ὑπάρχει στὴ φύση σου. Μὲ αὐτὰ δεσπόζεις ἐπὶ
τοῦ σύμπαντος, ὡς θεότητα τριλαμπὴς (τριαδικὴ)
καὶ μοναρχικὴ (ἀπὸ μίαν ἀρχὴ).
Ἡ πλάση τοῦ κόσμου εἶναι ἔργο τῆς τριαδικῆς θεότητος. Ὁ κόσμος δὲν εἶναι κάτι τὸ τυχαῖο καὶ αὐθύπαρκτο. Δὲν ἔχει μέσα του τὸν λόγο τῆς ὑπάρξεώς του. Ἂν ἦταν ἔτσι, θὰ ἦταν ὁ ἴδιος Θεός, ὅπως ὑποστηρίζουν ὡρισμένα φιλοσοφήματα ἀνθρώπων (Πανθεϊσμὸς). Ὁ κόσμος εἶναι πλάσμα, δημιούργημα. Δὲν ὑπῆρχε πάντοτε, ἄσχετο ἂν ἡ ἰδέα του ἦταν ἀΐδια στὸ προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐξωτερικὴ πραγματοποίησή της ἔγινε ἐν χρόνῳ, ποὺ σημαίνει ὅτι εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν εἶναι, ὡς δημιούργημα, συναΐδια μὲ τὸν Θεόν. Μιὰ τέτοια ἰδέα ἀποτελεῖ ἀντίθεση. Δημιούργημα ἀΐδιο, χωρὶς αἴτιο καὶ ποιητικὴ ἀρχή18, δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ.
Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου εἶναι ἔργο τῆς θείας παντοδυναμίας. Μόνο ἕνα ὂν παντοδύναμο μπορεῖ νὰ πλάσει ἐκ τοῦ μηδενὸς τὰ ὄντα. Κάτι τέτοιο φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πιάσει τὸ μυαλό μας. Γιατὶ καὶ ἐμεῖς δημιουργοῦμε, πάντοτε ὅμως ἀπὸ προϋπάρχουσαν ὕλη. Στὴν οὐσία δὲν εἴμαστε πλάστες, ἀλλὰ διαμορφωτὲς τῆς ὕλης. Κάτι παρόμοιο εἶπε καὶ ὁ Πλάτων. Ἀπὸ τὸ τίποτε ὅμως (ex nihilo) δὲν μπορεῖ νὰ φέρει στὸ εἶναι κάτι, τὸ πεπερασμένο καὶ ἀδύναμο πλάσμα. Κάτι τέτοιο ἀδυνατοῦμε νὰ τὸ διανοηθοῦμε.
Στὴν ἀρχὴ (ἐννοεῖται μετὰ τὴν πλάση τῶν νεορῶν φύσεων τῶν ἀγγέλων), ὁ Θεὸς ἔπλασε καὶ ἐστερέωσε τοὺς οὐρανοὺς μὲ ὅ,τι ὑπάρχει σ᾿ αὐτούς. Τοὺς ἔφερε στὸ εἶναι μὲ ἕνα παντοκρατορικὸ λόγο του, μὲ ἕνα παντοδύναμο πρόσταγμά του· «εἶπε καὶ ἐγένετο»19. Πρόκειται φυσικὰ γιὰ τὸ Λόγο τοῦ Πατρὸς «δι᾿ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο»20. Στὴν πλάση ὅμως τοῦ κόσμου εἶχε θέση καὶ τὸ «συμφυὲς πνεῦμα τοῦ στόματος τοῦ Θεοῦ», τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ πάντοτε ὑπάρχει στὸν Πατέρα, ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ὁποίου ἐκπορεύεται. Μετὰ τὴν πλάση τῆς ἀρχέγονης καὶ ἀδιαμόρφωτης ὕλης, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐφέρετο ἐπὶ τῶν ὑδάτων21, δίδοντας μορφὴ στὸ ἀδιαμόρφωτο χάος, ὥστε νὰ λάβει αὐτὸ βαθμηδὸν τὴ σημερινή του μορφή.
Τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ἐπιτελεῖ ἡ «τριλαμπὴς μοναρχία τῆς θεότητος», δηλαδὴ ὁλόκληρος ὁ τριαδικὸς Θεός, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Δὲν εἶναι ἔργομιᾶς καὶ μόνης θείας ὑποστάσεως. Ὀ Πατὴρ συλλαμβάνει ἀπ᾿ αἰῶνος (= ἀϊδίως) τὴν ἰδέα τοῦ κόσμου, τὴν ὁποία πραγματοποιεῖ ἐν χρόνῳ ὁ Υἱός, καὶ διαμορφώνει ἀκολούθως τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.Ὅ,τι ὑπάρχει εἶναι ἔργο τῆς θείας τριαδικῆς βουλῆς, τῆς θείας τριαδικῆς ἐνέργειας. Ἔτσι ὁ τριαδικὸς Θεὸς δεσπόζει πάνω σὲ ὅλα τὰ ὄντα, σ᾿ ὁλόκληρο τὸ δημιουργικὸ ἔργο του.
«Ὡς ἔπλασας κατ᾿ εἰκόνα με σὴν καὶ ὁμοίωσιν,
θεαρχικὴ παντουργική, Τριὰς ἀσύγχυτε Μονάς,
συνέτισον φώτισον, πρὸς τὸ ποιεῖν τὸ θέλημά σου
τὸ ἅγιον, τὸ ἀγαθὸν ἐν ἰσχύϊ καὶ τέλειον».
Ὅπως μὲ ἔπλασες κατὰ τὴ δική σου εἰκόνα καὶ
ὁμοίωση, Τριάδα θεαρχικὴ καὶ παντοδύναμη,
ποὺ εἶσαι συγχρόνως καὶ Μονάδα ἀσύγχυτη,
συνέτισέ με καὶ φώτισε, ὥστε νὰ κάνω τὸ θέ-
λημά σου τὸ ἅγιο, ποὺ εἶναι ἀγαθὸ στὴ δύνα-
μή του καὶ τέλειο.
Ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ὁ ὑμνωδὸς στρέφει τὸ βλέμμα του στὸν ἄνθρωπο, τὸ τελειότερο πλάσμα τοῦ δημιουργοῦ. Στὴ νοερά, λογικὴ καὶ ἐλεύθερη ψυχή του βλέπει νὰ σπιθίζει ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σὲ μιὰ τελειωτικὴ ἀνοδικὴ παρόρμηση νὰ γίνει ὁμοίωση Θεοῦ.
Ἡ ὑψηλὴ αὐτὴ περιωπὴ τοῦ λογικοῦ πλάσματος εἶναι φυσικὸ νὰ ἐπιθέτει σοβαρὲς εὐθύνες στοὺς ὤμους του. Ἔτσι δὲν πρέπει νὰ εἶναι κατώτερο τοῦ προορισμοῦ του, ἀλλὰ νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὴν εὐγένεια τῆς φύσεώς του. Κάτι τέτοιο ὅμως δυσχεραίνει καὶ πολλὲς φορὲς καθιστᾶ ἀδύνατο, ἡ παρουσία τῆς ἁμαρτίας στὴ φύση του, τὴν ὁποία σύρει μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεόκαὶ τὴν ὁδηγεῖ στὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο. Ὁ κίνδυνος εἶναι πολὺ μεγάλος. Ἡ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς, γιὰ τὴν ὁποία μίλησε ὁ Σωτήρ22, εἶναι ἐπικείμενη καὶ ὁρατή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀνατείνει ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεό, ποὺ εἶναι «θεαρχικὴ παντουργικὴ Τριάς», δηλαδὴ διακρίνεται σὲ τρία θεαρχικὰ καὶ παντοδύναμα πρόσωπα, ἀλλὰ συγχρόνως εἶναι καὶ «ἀσύγχυτος Μονάς», δηλαδὴ οἱ ὑποστάσεις της δὲν ἐπιφέρουν σύγχυση στὴν ἁπλῆ καὶ ἀσύνθετη φύση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι διακρίσεις ἀσύγχυτες μεταξύ τους, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν κατακερματίζουν τὴν ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας, ὥστε νὰ διασπᾶται αὐτὴ σὲ τρία μέρη καὶ νὰ διατέμνεται. Ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ ψυχὴ ζητᾶ φωτισμὸ καὶ σύνεση, ὥστε νὰ διακρίνει καὶ νὰ πράττει τὸ θέλημά του, ποὺ εἶναι ἅγιο, ἀγαθὸ καὶ τέλειο. Γιατὶ γνωρίζει, ὅτι μόνο μὲ τὴ διάπραξη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ὡς εἰκόνα Θεοῦ, νὰ ζήσει ἄξια τῆς κλήσεώς της, κατευθυνόμενη στὴν πορεία τοῦ θεωτικοῦ δυναμισμοῦ της. Μόνο στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸ καὶ εὐάρεστο23 μπορεῖ νὰ ζήσει ἐλεύθερα στὸ φωτεινὸ χῶρο τῆς θείας βασιλείας, νὰ τύχει τῆς σωτηρίας της.

Θεοτοκίον.

«Τέτοκας τῆς Τριάδος τὸν ἕνα Πανάχραντε,
θεαρχικώτατον Υἱόν, σωματωθέντα δι᾿ ἡμᾶς,
ἐκ σοῦ καταυγάζοντα, τοὺς γηγενεῖς τῆς τριση-
λίου Θεότητος, τῷ ἀνεσπέρῳ φωτὶ καὶ ταῖς
λάμψεσιν».
Ἔχεις γεννήσει, Πανάχραντε, τὸν ἕνα τῆς Τριά-
δος θεαρχικώτατον Υἱόν, ποὺ σωματώθηκε ἀπὸ
τὴ φύση σου γιὰ μᾶς, καὶ φωτίζει τοὺς θνητοὺς
μὲ τὸ ἄδυτο φῶς καὶ τὶς λάμψεις τῆς τρισηλίου
θεότητος.
Ἡ Θεοτόκος Μαρία γέννησε «τὸν ἕνα τῆς Τριάδος θεαρχικώτατον Υἱόν». Δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γεννηθεῖ ὁ Πατὴρ ἢ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Δὲν μποροῦσε, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἦταν σωστὸ νὰ γίνει. Ὁ Υἱὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ συνεπῶς ἔχει ὡς ὑποστατικό του ἰδίωμα τὴ γέννηση. Αὐτός, λοιπόν, ποὺ γεννᾶται ἀϊδίως ἀπὸ τὸν Πατέρα, μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ ἐν χρόνῳ καὶ ἀπὸ τὴν Μαρία, διασώζοντας στὸ πρόσωπὸ του τὶς δύο γεννήσει,ς τὴν ἀΐδια καὶ τὴν ἔγχρονη. «Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται», ψάλλει ὡραιότατα ἡ Ἐκκλησία μας24.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σωματώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία. Πῆρε ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν καθαρὴ καὶ ἄσπιλη φύση του25, στὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχε ἡ ἁμαρτία τοῦ προπάτορα, γιατὶ ἦταν φύση ποὺ συνελήφθη καὶ γεννήθηκε ἔξω ἀπὸ τὰ κοινὰ μέτρα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ποὺ ἔχει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὴ γενετικὴ ρίζα τοῦ Ἀδάμ.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο. «Τὸν δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν...», λέγει χαρακτηριστικὰ τὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἂν δὲν ἁμάρτανε ὁ ἄνθρωπος, θὰ ἐσαρκοῦτο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ; Πιθανόν. Τὴν ἀπόκρυφη βουλὴ τοῦ Θεοῦ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀγνοοῦμεν. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ πτώση ἐπροκάλεσε τὴ σάρκωση. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἡ ζήτηση δὲν ἔχει πολὺ νόημα.
Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὴ γῆ γιὰ νὰ καταυγάσει τοὺς γηγενεῖς μὲ τὸ ἀνέσπερο φῶς καὶ τὶς λάμψεις τῆς τρισηλίου θεότητος. «Φῶς ἱλαρόν», ὁ ἴδιος, «ἁγίας δόξης», ἀστράπτον ἐκ τοῦ «ἀνεσπέρου φωτὸς» (Ἐπιλύχνιος Εὐχὴ), καθὸ «ἀπαύγασμα» τῆς οὐσίας καὶ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρὸς26, σκορπίζει τὸ φῶς καὶ τὴν ἄκτιστη λάμψη τῆς θείας του ἐνέργειας στοὺς σκοτισμένους ἀπὸ τὴν ἀγνωσία τῆς πλάνης ὀφθαλμοὺς τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, διανοίγοντάς τους νὰ κατανοήσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πραγμάτων καὶ νὰ δοῦν συγχρόνως καὶ τὴ δική τους ἀλήθεια, τὴν κτισμένη στὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὸ θεῖο φῶς καὶ ἐδῶ φέρεται ὡς ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ ἔσχατο τέλος τῶν λογικῶν κτίσεων.

Κάθισμα.

«Τριάδα τὴν σεπτήν, καὶ ἀμέριστον φύσιν,
προσώποις ἐν τρισί, τεμνομένην ἀτμήτως,
καὶ μένουσαν ἀμέριστον, κατ᾿ οὐσίαν Θεότητος,
προσκυνήσωμεν, οἱ γηγενεῖς μετὰ φόβου, καὶ
δοξάσωμεν, ὡς Ποιητὴν καὶ Δεσπότην,
Θεὸν ὑπεράγαθον».
Τὴ σεπτὴ Τριάδα καὶ ἀμέριστη φύση,
ποὺ σὲ τρία πρόσωπα τέμνεται ἀτμήτως
καὶ παραμένει ἀμέριστη, οἱ γήϊνοι ἄνθρω-
ποι μὲ εὐλαβικὸ φόβο ἂς δοξάσουμε τὸν
ὑπεράγαθο Θεό, ποὺ εἶναι ποιητὴς καὶ
δεσπότης τοῦ σύμπαντος.
Καὶ τὸ κάθισμα αὐτὸ εἶναι θεολογικό. Τὸ τριαδικὸ δόγμα ἐπικεντρώνει στὴ σχέση μεταξὺ φύσεως καὶ προσώπων. Τὰ πρόσωπα εἶναι τρία, διακεκριμένα ἀλλήλων, ὡς ὑποστάσεις πραγματικὲς καὶ ἰδιαίτερες στὸν Θεό. Ἐν τούτοις τὰ πρόσωπα, ἂν καὶ ἀσύγχυτα μεταξὺ τους εἶναι ἀδιαχώριστα. Τὸ ἕνα περιχωρεῖ τὰ ἄλλα σὲ μιὰ ἀγαπητικὴ ἀλληλενοίκηση, ὥστε νὰ ἀσφαλίζεται ἡ ἑνότητα βουλῆς καὶ ἐνέργειας τῆς τριαδικῆς θεότητος. Τὴν οὐσία ὅμως τοῦ Θεοῦ ἡ ὑποστατικὴ διάκριση καταλείπει ἀνέπαφη. Τὰ θεῖα πρόσωπα τὴν «τέμνουν» ἀτμήτως. Δὲν πρόκειται περὶ παραδοξολογήματος. Δὲν πρόκειται περὶ τομῆς ποσοτικῆς, ὅπως συμβαίνει στὴ σύνθετη φύση τῶν κτισμάτων, ἀλλὰ περὶ διακρίσεως θεοπρεποῦς, ἡ ὁποία δὲν κομματιάζει τὴν ἁπλῆ φύση τῆς θεότητος. Φυσικὰ πῶς γίνεται αὐτὸ ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε. Καὶ ἡ πιὸ φωτισμένη θεολογικὴ διάνοια μένει στὸ αὐτὸ μέτρο βουβὴ μπροστὰ στὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ ἕνας «ἀμαθὴς» ἁπλοϊκὸς πιστός. Ἡ Ἐκκλησία προσκυνᾶ «ἐν πίστει τὸ μυστήριον». Τὸ πλήρωμά της, συνεχόμενο ἀπὸ εὐλαβικὸ φόβο μπροστὰ στὴν ἀπειρία τοῦ ὑπερλογικοῦ μυστηρίου, δοξάζει τὸν ὑπεράγαθο Θεό, τὸ δημιουργὸ καὶ κύριο τῶν ἁπάντων. Αὐτὸ μόνο μπορεῖ νὰ κάνει καὶ τὸ κάνει μὲ συντριβὴ καὶ κατάνυξη. Θαυμάζει τὸ ἀκατανόητο καὶ ἀπόρρητο, δοξολογώντας τὸν ποιητὴ καὶ πλάστη της.

Δόξα καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Κυβέρνησον Ἁγνύ, τὴν ἀθλίαν ψυχήν μου,
καὶ οἴκτειρον αὐτήν, ὑπὸ πλήθους πταισμάτων,
βυθῷ ὀλισθαίνουσαν, ἀπαλείας Πανάμωμε·
καὶ ἐν ὥρᾳ με, τῇ φοβερᾷ τοῦ θανάτου, σὺ
ἐξάρπασον, κατηγορούντων δαιμόνων, καὶ
πάσης κολάσεως».
Κυβέρνησον Ἁγνὴ τὴν ἀθλία μου ψυχὴ καὶ
λυπήσου την, Πανάμωμε, ὀλισθαίνουσαν,
ἕνεκα τῶν πολλῶν της πταισμάτων, στὸ βυθὸ τῆς
ἀπώλειας. Καὶ κατὰ τὴ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου,
ἐξάρπασέ με ἀπὸ τοὺς κατηγοροῦντες δαί-
μονες καὶ ἀπὸ κάθε εἶδος κολάσεως.
Ἡ ἁγνὴ Κόρη καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ πανάμωμη Νύμφη τῆς βασιλείας εἶναι ἡ προστάτις τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ὀφείλει στὴν περίοπτη θέση της, στὴν ὁποία τὴν ἀνέβασε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στὸ χριστολογικὸ μυστήριο τοῦ τόκου της. Εἶναι ἀχώριστα δεμένει μὲ τὸν Υἱό της. Ἀπὸ ἀνθρώπινη πλευρὰ ὑπῆρξεν ἡ ἀπαραίτητη συνθήκη εἰσόδου τοῦ Λόγου στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἂν ἔλειπεν ἡ πάναγνη Κόρη, θὰ μποροῦσε ἄραγε νὰ βρεθεῖ ἄλλη γυναίκα τόσο ἁγνὴ καὶ καλή, ὥστε ν᾿ ἀξιωθεῖ νὰ κατοικήσει μέσα της ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, νὰ λάβει τὴ σάρκα του καὶ νὰ γίνει τέλειος ἄνθρωπος ὁ πανάγιος Κύριος τῆς δόξης; Ἡ ἀπάντηση εἶναι δύσκολη. Ἐν πάσῃ περιπτώσει αὐτὴν ἔκρινε ἡ ἀπειρόσοφη βουλὴ τοῦ Θεοῦ νὰ χρηματίσει λίκνο τοῦ ἀπερινοήτου θαύματος, νὰ γίνει Μητέρα ἀληθινὴ τῆς Ζωῆς. Ὡς Θεοτόκος ἡ Μαρία ἔχει μεγάλη χάρη πρὸς τὸν Υἱό της. Πρεσβεύει διὰ τῶν προσευχῶν της σ᾿ αὐτὸν ὑπὲρ τῶν πιστῶν, τοῦ πνευματικοῦ του σώματος (τῆς Ἐκκλησίας), τοῦ ὁποίου εἶναι ἐπίσης μητέρα στοργική.
Οἱ πιστοὶ προσφεύγουν στὴ Θεοτόκο καὶ τὴν παρακαλοῦν νὰ κυβερνήσει τὶς ψυχὲς τους στὴν πορεία τους πρὸς τὸ ἀγαθό, σ᾿ ἕνα κόσμο ποὺ κυβερνᾶται ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς καὶ δόλιες δυνάμεις τῆς ἁμαρτίας. Ζητοῦν τοὺς οἰκτιρμούς της, γιατὶ βαρύνονται ἀπὸ πταίσματα πολλά, τὰ ὁποῖα τοὺς πνίγουν καὶ ἀπειλοῦν νὰ τοὺς ἐξωθήσουν στὸ βυθὸ τῆς αἰώνιας ἀπώλειας. Ἡ ἁμαρτία τοὺς σαγηνεύει, παραλύει τὶς ψυχές τους καὶ τὶς ἕλκει ἀκατανίκητα στὸ βάραθρο τοῦ αἰώνιου πνευματικοῦ θανάτου. Παράλληλα, ἀτενίζουν τὰ ἔσχατα. Βλέπουν τὴ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου, ἐκεῖ ποὺ ἡ ὕπαρξη κόβεται μπροστὰ στὸ σκοτεινὸ καὶ ἀδιάγνωστο. Βλέπουν τὰ πονηρὰ πνεύματα, οἱ σκοτεινὲς ὄψεις τῶν ὁποίων τοὺς κατηγοροῦν καὶ διεκδικοῦν τὶς ψυχές τους στὸ σκοτεινὸ καὶ ἀπαίσιό τους βασίλειο. Οἱ στιγμὲς ἐκεῖνες εἶναι πραγματικὰ τραγικές, ὁ ὕστατος καὶ μέγιστος πειρασμός! Πέρα ἀπὸ αὐτὰ χαίνει ἡ ἄβυσσος τῆς κολάσεως, ἡ ζωὴ χωρὶς Θεό, ἡ ἐρημία τῆς χάριτος, ὁ πόνος τῆς καυτῆς βασάνου καὶ ὁ σπαραγμὸς τῆς ὑπάρξεως. Καὶ ζητοῦν τὴ βοήθεια τῆς στοργικῆς καὶ δυνατῆς Μάνας. Αὐτὴ μπορεῖ νὰ τοὺς ἁρπάσει ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο. Τὸ ἴδιο ἀπευθύνουν καὶ στὴν εἰδικὴ προσευχὴ πρὸς τὴν Θεομήτορα· «καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου μου, τὴν ἀθλίαν μου ψυχὴν περιέπουσα καὶ τὰς σκοτεινὰς ὄψεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων πόρρω αὐτῆς ἀπελαύνουσα».

ᾨδὴ ζ´

«Λόγε Θεοῦ, συμφυὲς ἀπαύγασμα, τοῦ παντοκράτορος
Θεοῦ, ὡς ὑπέσχου τὴν παρὰ σοῦ, θεουργὸν ἐνοίκησιν,
ποίησον ὡς εὔχπλαγχνος, σὺν τῷ Πατρί σου καὶ τῷ
Πνεύματι, καὶ φοβερὸν τοῖς δαίμοσί με, δεῖξον
καὶ πάθεσι».
Λόγε τοῦ Θεοῦ, σὺ ποὺ εἶσαι τὸ συμφυὲς ἀπαύγασμα
τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ, ὅπως ὑποσχέθηκες (στοὺς
πιστοὺς) τὴ θεοποιητική σου ἐνοίκηση,
κάμε ὡς εὔχπλαχνος (νὰ ἐνοικήσεις καὶ σὲ μένα) μαζὶ μὲ
τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα σου, καὶ ἀνάδειξέ με φοβερὸ
στὰ πάθη καὶ στοὺς δαίμονες.
Ἡ ἱκεσία τῶν πιστῶν ἐξακολουθεῖ. Ἡ ἀναφορὰ γίνεται πρὸς τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τὸ «ἀπαύγασμα καὶ ὁ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρὸς»27. Ἡ φράση ἐκφράζει τὴν ὁμοουσιότητα τοῦ Λόγου. Ὁ Λόγος εἶναι ἀπαύγασμα τοῦ Πατρός, γιατὶ ἔχει τὴν ἴδια οὐσία μὲ τὸν Πατέρα, εἶναι ἀπαράλλακτα ὅμοιος μὲ τὸν Γεννήτορα. Δὲν εἶναι ἑτερούσιος ἢ ἀνόμοιος τοῦ Πατρός.
Ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική του προσευχὴ λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος ὑποσχέθηκε νὰ ἐνοικήσει στοὺς μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους φυσικὰ τοὺς πιστούς, καὶ νὰ τοὺς συγκρατεῖ στὴν ἑνότητα καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Οἱ πιστοὶ ποθοῦν τὴ θεία αὐτὴν ἐνοίκηση. Ζητοῦν ὅμως καὶ τὴν παράλληλη ἐνοίκηση τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὁλόκληρης τῆς ἁγίας καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος. Τὸ αἴτημα φυσικὰ εἶναι περιττό. Διότι οἱ ἐνέργειες τῶν προσώπων τῆς Τριάδος εἶναι κοινές. Ὅπου ἐνεργεῖ ὁ Υἱός, ἐκεῖ συμπαρίστανται καὶ συνενεργοῦν ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Δὲν ὑπάρχουν ἀπολελυμένες ἐνέργειες στὴν ἁγία Τριάδα. Οἱ πιστοὶ ὅμως ποθοῦν τὸν πλεονασμὸ καὶ ἐπαναλαμβάνουν τὸ αὐτονόητο, γιατὶ στὴν Τριάδα βρίσκεται ριζωμένη καὶ πάλλει ἡ καρδία τους. Δὲν κουράζονται, γιατὶ βλέπουν τὸν Θεό τους σὲ κάθε περίπτωση Τριαδικὸ καὶ τρισυπόστατο.
Ἡ ἐνοίκηση τοῦ Χριστοῦ στὶς ψυχὲς εἶναι θεουργός. Κάνει τὸν ἄνθρωπο θεό, διὰ τῆς χάριτος καὶ τῆς ἄκτιστης θείας του ἐνέργειας. Σ᾿ αὐτὸ φυσικὰ πρέπει νὰ συνεργήσει καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν πίστη καὶ τ᾿ ἀγαθὰ ἔργα του. Ὅταν ὑπάρχουν αὐτὰ τὰ δύο ὁ πιστὸς καθίσταται φοβερὸς στοὺς δαίμονες, τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ὁποίων πλήττει ἀνελέητα τὸ ἔκπαγλο φῶς τῆς ἀρετῆς. Ὁμοίως καὶ τὰ πάθη ἀφανίζονται μπροστὰ στὴ λάμψη τῆς θείας ἀστραπῆς.
«Ἵνα τῆς σῆς, εὐσπλαγχνίας Δέσποτα, δείξῃς
τὸ πέλαγος ἡμῖν, τὸν Υἱόν σου πρὸς τὴν ἡμῶν,
πέμψας ταπεινότητα, αὖθις ἀνεμόρφωσας, πρὸς
τὴν ἀρχαίαν λαμπρότητα. Ἀλλὰ καὶ νῦν, τῷ
θείῳ με συνέτισον Πνεύματι».
Μὲ σκοπό, Δέσποτα, νὰ δείξεις σὲ μᾶς τὸ πέλα-
γος τῆς εὐσπλαγχνίας σου, ἀφοῦ ἔστειλες τὸν
Υἱόν σου πρὸς τὴ δική μας ταπεινότητα, τὴν
ἀναμόρφωσες καὶ πάλι πρὸς τὴν ἀρχαία (τῆς
φύσεως) λαμπρότητα. Ἀλλὰ καὶ τώρα συνέτισὲ
με μὲ τὸ θεῖο Πνεῦμα σου.
Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν ἀπόρροια τῆς ἄκρας εὐσπλαγχνίας τοῦ Κυρίου καὶ Δεσπότου τῆς κτίσεως. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ καθεζόμενος στοὺς τριαδικοὺς κόλπους τῆς θεότητος, ἦλθε ἐθελουσίως πρὸς τὴ δική μας ταπεινότητα, τὴ γεμάτη πόνο καὶ κακοπάθεια. Καὶ δὲν ἦλθε ἁπλῶς θεατὴς τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Ἀλλὰ ντύθηκε τὴν ταπεινότηα αὐτήν, ἔλαβε στὸ πρόσωπό του ὅ,τι εἶχε ἡ πεσμένη φύση τῶν ἀνθρώπων, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ λάβει ἡ ἄσπιλη φύση του. Ἀνέλαβε τὸν πόνο καὶ τὴν κακοπάθεια. Ἔζησε φτωχὸς καὶ ἄσημος. Ἔπαθε διὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ ἀπέθανε ἄδοξα28 ἐπάνω στὸ σταυρό.
Σκοπὸς τῶν παθημάτων αὐτῶν ἦταν ὁ ἁγιασμὸς τῆς ἀνθρωπίνης ταπεινότητος καὶ ἡ ἀναμόρφωσή της στὴν ἀρχέγονη τῆς φύσεως εὔκλεια. Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ μετὰ τὴν παράβαση ἦταν παραμορφωμένη στὸ αἶσχος καὶ τὴν ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπέβαλε τὰ ράκη τῆς φθορᾶς μὲ τὰ ὁποῖα τὴν ἔντυσε ἡ ἀρχαία ἀδαμικὴ παράβαση, καὶ ντύθηκε καὶ πάλι τὴ στολὴ τὴν πρώτη ποὺ εἶχε ἡ φύση, ὅταν πρωτοβγηῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ δημιουργοῦ. Ἡ ἀναπαλαίωση τῆς φύσεως, ἡ ἀποκατάσταση τῆς «εἰκόνος» στὸ ἀρχαῖο προπτωτικὸ κάλλος της ἀποτελοῦσαν τὸ τέλος, τὸν εἰδικὸ σκοπὸ τῆς θείας τοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως.
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἀναγεννημένος στὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, δὲν παύει, ὡς ἐλεύθερος νὰ εἶναι ἀνοικτὸς στὴν πτώση29 στὴν ἁμαρτία καὶ στὴν ἀπώλεια, ζητᾶ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὸν συνετίσει μὲ τὸ πανάγιο Πνεῦμά του, ὥστε νὰ βλέπει καθαρὰ καὶ νὰ ἐργάζεται τὸ ἀγαθό, ὑπερνικώντας τὶς δολερὲς καὶ θανάσιμες παγίδες τῆς ἁμαρτίας.

Θεοτοκίον.

«Ὁ Χερουβίμ, θρόνῳ ἐποχούμενος, καὶ τῶν ἁπάντων
Βασιλεύς, ἐν γαστρί σου παρθενικῇ ᾤκησε Πανά-
χραντε, πάντας ἐκλυτρούμενος, ἐκ τῆς φθορᾶς ὡς
φιλάνθρωπος. Ἀλλὰ καίνῦν, ταῖς σαῖς πρεσβείαις
με περιφρούρησον».
Αὐτὸς ποὺ σὰν θρόνο του ἔχει τὰ Χερουβὶμ καὶ εἶναι
βασιληὰς τῶν ὅλων, κατοίκησε στὴν παρθενική σου
γαστέρα (μήτρα) Πανάχραντε, σώζοντας ὅλους ἀπὸ
τὴ φθορά, ὡς φιλάνθρωπος. Ἀλλὰ καὶ τώρα διὰ τῶν
πρεσβειῶν σου περιφρούρησέ με.
Ὁ Χριστὸς τὴν ἴδια στιγμὴ πού, ὡς Θεός, βρισκόταν ψηλὰ στὸν οὐρανό, ἔχοντας σὰν θρόνο του τὴν ἄϋλη φύση τῶν Χερουβίμ, κατοικοῦσε, ὡς ἄνθρωπος, στὴν παρθενικὴ μήτρα τῆς Μαρίας, σὲ ἕνα μικρὸ καὶ ἄσιλο χωρίο. Αὐτὸ συνέβαινε γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶχε στὸ ἕνα του θεανδρικὸ πρόσωπο ἑνωμένες τὶς δύο φύσεις του, θεία καὶ ἀνθρωπίνη, οἱ ὁποῖες ἀντιδίδουν σ᾿ αὐτὸ τὰ ἰδιώματά τους ἡ μία στὴν ἄλλη. Στὸ σημεῖο ἀκριβῶς αὐτὸ βρίσκεται ἡ οὐσία τοῦ χριστολογικοῦ μυστηρίου.
Στὴ μήτρα τῆς Παρθένου οἰκήσας ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἔσωσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο. Ἔσωσε ὅλους φυσικὰ μὲ τὴν ἔννοια, ὅτι καταβλήθηκε στὴ μήτρα τῆς Παρθένου ἡ δυνατότητα σωτηρίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, διότι γιὰ τὴν προσωπική του σωτηρία ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ συνεργήσει καὶ ὁ ἴδιος. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἡ λύτρωση τοῦ γένους ἐκ τῆς φθορᾶς, στὴν ὁποία ἐπικεντρώνεται τὸ ἀγαθὸ τῆς ἀπολυτρώσεως, εἶναι ἔργο καθολικὸ τῆς φύσεως, ὅπως καθολικὸ ἔργο τῆς φύσεως εἶναι καὶ ἡ κληρονομία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.
Οἱ πιστοὶ ζητοῦν ἀπὸ τὴ Θεοτόκο τὴ μεσιτεία καὶ τὶς πρεσβεῖες της γιὰ νὰ περιφρουρηθοῦν ἀπὸ τὶς λυσσαλέες ἐπιθέσεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων καὶ κρατηθοῦν ἀνέπαφοι στὸ ἀγαθὸ καὶ τὴν ἀρετή.

ᾨδὴ η´

«Νεύματι θεουργικῷ Κύριε πάντων, τρισυπόστατε
καὶ παντοκράτορ, οὐρανοὺς ἐξέτεινας ὡσεὶ δέρριν,
εἶτα καὶ γῆς, ἀπῃώρησας τὸ βάθος πανσθενεῖ σου
δρακί. Διὸ καὶ τοὺς δούλους σου κραταίωσον, τῇ
ἀγάπῃ καὶ πίστει τῇ σῇ φιλάνθρωπε, ἵνα σε δοξά-
ζωμεν πόθῳ εἰς αἰῶνας».
Μὲ ἕνα σου θεουργικὸ νεῦμα Κύριε τῶν ὅλων, τρισυ-
πόστατε καὶ παντοκράτωρ, τοὺς οὐρανοὺς ἐξέτεινες
ὡσεὶ δέρριν (σὰν τεντωμένο δέρμα), καὶ ἀκολούθως ἐκρέμασες τὸ βάθος
τῆς γῆς κάτω ἀπὸ τὴν πανσθενῆ σου παλάμη. Διὰ τοῦτο καὶ
τοὺς δούλους σου κραταίωσε φιλάνθρωπε, στὴν ἀγάπη
καὶ τὴν πίστη σου, γιὰ νὰ σὲ δοξάζουμε μὲ πόθο
στοὺς αἰῶνες.
Ἡ προσευχόμενη ψυχὴ ἔχει μπροστά της τὴν ἀπειροδύναμη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ ἕνα νεῦμα του, μὲ ἕνα παντοδύναμο πρόσταγμά του, ἔπλασε καὶ ἐστερέωσε τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴ γῆ. Ἔχοντας ἕνα τόσο κραταιὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεὸ δὲν ἔχει τίποτε νὰ φοβηθεῖ. Ζητᾶ ἀπὸ τὸν τρισυπόστατο καὶ παντοκράτορα Κύριο νὰ τὴ στερεώσει στὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη της, ὥστε νὰ φανεῖ ἀντάξια τῆς ὑπέρτατης θείας δωρεᾶς καὶ νὰ δοξάζει τὸ ἄπειρο Ὄνομά του μὲ πόθο στοὺς αἰῶνες.
«Φώτισον θεαρχικὸν φῶς τοὺς ὑμνοῦντας, τὸ
τρισήλιον φῶς τοῖς προσώποις, ἑνιαῖον αὖθις δὲ
τῇ οὐσίᾳ, καὶ πρὸς τὰς σάς, φωτοδότιδας ἀκτῖνας
ἐπιβλέπειν ἀεί· δι᾿ ὧν χορτασθήσομαι τὴν δόξαν
σου, τὴν γλυκεῖαν καὶ φωτουργὸν καὶ πανόλβιον,
καὶ ὑπερυψῶ σε πιστῶς εἰς τοὺς αἰῶνας».
Φώτισε θεαρχικὸ φῶς αὐτοὺς ποὺ ὑμνοῦν τὸ
τρισήλιο φῶς τῶν προσώπων, ποὺ συγχρόνως εἶναι
ἑνιαῖο κατὰ τὴν οὐσία, καὶ κάνε νὰ βλέπουμε
παντοτινὰ τὶς φωτοδότιδες ἀκτῖνες σου, διὰ τῶν
ὁποίων θὰ χορτάσω τὴ δόξα σου, τὴ γλυκειὰ
καὶ φωτουργὸ καὶ πανόλβιο· ἐγὼ δὲ θὰ σὲ
μεγαλύνω μὲ πίστη στοὺς αἰῶνες.
Τὸ βλέμμα τοῦ ὑμνωδοῦ εἶναι καρφωμένο στὸ ἄχραντο τριαδικόμυστήριο. Χάνεται στὴν ἀπειρία τοῦ τριαδικοῦ θαύματος. Κυρίως ἐπικεντρώνεται στὸ τριαδικὸ φῶς, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλὴ ποιητικὴ ἐκφορά, ἀλλὰ σχέση πραγματικὴ στὸν Θεό. Πρόκειται γιὰ τὴ δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος, τὴν τριαδικὴ θεία ἐνέργεια, ποὺ εἶναι ἀναπόσπαστη ἀπὸ τὴ θεότητα, προέρχεται ἀϊδίως ἀπ᾿ αὐτὴν (τὴ θεία οὐσία) καὶ τὴν ἐκφράζει. Στὸ τριαδικὸ φῶς εἶναι λουσμένα καὶ τὰ τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, ποὺ μοιάζουν μὲ τρεῖς λάμποντες ἡλίους. Τὸ φῶς ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι τριμερὲς καὶ τρισυπόστατο. Τρισυπόστατα εἶναι τὰ πρόσωπα, ὄχι ὅμως καὶ ἡ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, ὁ ἐγγενὴς πλοῦτος τῆς θεότητος, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει ὅλος χωρὶς κατατομὴ σὲ κάθε τριαδικὴ ὑπόσταση. Εἶναι φῶς τρισήλιο, τὸ ὁποῖον ἀπορρέει ἀπὸ τὴ μία οὐσία τοῦ Θεοῦ. Στὸ ἄκτιστο φῶς τῆς Τριάδος εἶναι κτισμένα τὰ πάντα. Κυρίως ὅμως οἱ λογικὲς φύσεις καὶ κυριώτατα ἡ σύνθετη φύση τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι βαθιά, ριζωμένες σ᾿ αὐτό. Ὁ ὑμνωδὸς θέλει νὰ βλέπει ἀσταμάτητα τὶς φωτοδότιδες ἀκτῖνες τῆς θείας ἐνέργειας, γιατὶ στὴ θέαση αὐτὴ τοποθετεῖ τὸ χορτασμὸ τῆς ψυχῆς του, τὸν ἀνεκλάλητο κορεσμὸ ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι γλυκειὰ καὶ πανόλβια. Ἡ θεία ὅμως ἐνέργεια παρέχει περισσότερα στὸν καθαρμένο ἄνθρωπο. Εἰσδύει στὴ φύση του, ἀνακρᾶται μαζί της καὶ τὴν κάνει φωτοειδῆ καὶ φωτόμορφη30. Ἐδῶ τὸ πλάσμα θεοῦται κατὰ χάριν.
Μέσα σὲ μιὰ τέτοια γενναιόδωρη παροχή, σὲ μιὰ τέτοια ἀνεκλάλητη δόξα, τὸ θεόμορφο πνεῦμα ἀναλύεται σὲ αἰώνιο ἔπαινο τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ εὐδοκίας. Σὰν μικρὸς θεὸς ἀνυμνεῖ τὸν παμμέγιστο Θεὸ τῆς δόξης!

Θεοτοκίον.

«Ὕψωσεν εἰς οὐρανοὺς τὴν τῶν ἀνθρώπων, προσ-
λαβόμενος φύσιν ἀτρέπτως, ὁ Υἱός σου πάναγνε
Θεοτόκε, ὑπερβολῇ ἀγαθότητος, ρυσάμενος τῆς
πάλαι φθορᾶς· ᾧ καὶ εὐχαρίστως ἀναμέλπομεν·
Εὐλογείτω ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερ-
υψούτω εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Ὁ Υἱός σου πάναγνε Θεοτόκε, ἀφοῦ προσέλαβε ἀ-
τρέπτως τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ὕψωσε στοὺς
οὐρανοὺς καὶ ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγαθότητα μᾶς
ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν παλαιὰ τῆς ἁμαρτίας φθορά·
πρὸς τὸν ὁποῖον εὐχαρίστως ψάλλουμε· ἂς
εὐλογεῖ ὁλόκληρη ἡ κτίση τὸν Κύριο καὶ ἂς τὸν
μεγαλύνει σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ἦταν ἄτρεπτη. Ὁ Λόγος προσέλαβε τὴ σάρκα του ἐκ τῆς Παρθένου, χωρὶς νὰ τραπεῖ ἡ θεία φύση του. Τὸ ἀντίθετο ἰσχυρίζονταν στὴν ἀρχαιότητα οἱ αἱρετικοί. Ὁ Λόγος κατὰ τὴ σάρκωση παρέμεινε Λόγος, ὅπως καὶ ἡ σάρκα παρέμεινε σάρκα, χωρὶς νὰ τραπεῖ στὴ φύση τῆς θεότητος. Οὔτε ἀπὸ τὴν ἕνωση τῶν φύσεων προῆλθε τρίτη φύση σύνθετη31. Οἱ φύσεις, ἂν καὶ ἑνωμένες βαθιὰ μεταξύ τους, δὲν ἔχασαν τὴ φυσικὴ τους ἑκάστη ἰδιότητα. Ὁ Θεὸς παρέμεινε Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος ἄνθρωπος. Ἡ ἄτρεπτη καὶ ἀσύγχυτη ἕνωση ἀποτελεῖ σημεῖο καίριο τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ σάρκωσή του ἀπὸ τὴν πάναγνη Μητέρα του ἀνύψωσε στοὺς οὐρανοὺς τὴν πεσοῦσα στὴν ἁμαρτία φύση τῶν ἀνθρώπων, τὴν ὁποίαν ἐλύτρωσε ἀπὸ τὴν ἀρχέγονη φθορά, ποὺ εἶχε σὰν συνέπειά της ἡ εἰς τὴν ἁμαρτία πτώση τοῦ Ἀδάμ. Ὅλα αὐτὰ ἐνήργησεν ὁ Λόγος ἀπὸ ὑπερβολικὴν ἀγαθότητα, ἀπὸ ἀγάπη32 πρὸς τὸ πλάσμα του ποὺ τόσο ἀλόγιστα ἔφυγε ἀπὸ κοντά του καὶ ἔπεσε στὸ βάραθρο τῆς πενυματικῆς διαφθορᾶς.
Ἀπὸ εὐγνωμοσύνη οἱ ἄνθρωποι, μαζὶ μὲ ὁόκληρη τὴν κτίση ποὺ καὶ αὐτὴ γεύτηκε τοὺς καρποὺς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, συνθέτουν παναρμόνιο μέλος στὸ Σωτῆρα καὶ πλάστη τους.

ᾨδὴ θ´

«Σῶσον ὁ σωτὴρ τῆς κτίσεως, τῆς αἰσθητῆς καὶ
νοουμένης τοὺς δούλους σου, τῆς τῶν δυσμενῶν ἐπιβου-
λῆς καὶ κακώσεως, παναγία Τριὰς ὁμοούσιε,
καὶ φρούρει τὴν σὴν ποίμνην, διὰ παντὸς ἀνεπιβούλευτον».
Σῶσε ὁ σωτὴρ τῆς αἰσθητῆς καίνοουμένης κτί-
σεως τοὺς δούλους σου, ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ καὶ κά-
κωση τῶν δυσμενῶν (περιστάσεων καὶ κακῶν),
παναγία καὶ ὁμοούσιε Τριάς, καὶ φύλασσε διὰ
παντὸς ἀνεπιβούλευτη τὴν ποίμνη σου.
Ἡ αἰσθητὴ καὶ νοουμένη κτίση τὴν ὁποία σώζει ὁ Σωτὴρ εἶναι προφανῶς ὁ ἄνθρωπος, στὴ φύση τοῦ ὁποίου συνοψίζεται ὁλόκληρη ἡ κτίση, ἡ ὁρατὴ καὶ ἡ ἀόρατη. Ἀλλὰ καὶ ὁ αἰσθητὸς φυσικὸς κόσμος μετέχει κατὰ κάποιο τρόπο στὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ33. Μόνον οἱ ἀόρατες πνευματικὲς δυνάμεις δὲν εἶχαν ἀνάγκη ἀπολυτρώσεως, ὡς πνεύματα παγιωθέντα στὸ ἀγαθὸ καὶ βρισκόμενα στὸ στάδιο τῆς ἄφθορης θείας δόξας, ἂν καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ σωτηρίου θαύματος τοῦ Χριστοῦ λαμπρύνει καὶ τούτων τὴν ἄϋλη φύση.
Ἡ δέηση εἶναι νὰ σώσει ὁ Σωτὴρ τοὺς δούλους του ἀπὸ πάσης ἐπιβουλῆς καὶ κακώσεως, ποὺ εἶναι τόσες πολλὲς στὸν καὶ φθαρτὸ αὐτὸ κόσμο καὶ πολεμοῦν μὲ ἀγριότητα τοὺς εὐσεβεῖς καὶ δικαίους, ποὺ θέλουν νὰ εἶναι ἀφοσιωμένοι στὸ ἀγαθὸ καίνὰ τηροῦν πιστὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
Ὅσοι πιστεύουν στὴν παναγία Τριάδα καὶ τὴ δοξάζουν μὲ τὰ ἔργα τους ἀποτελοῦν τὴν πνευματικὴ ποίμνη της, τὴν ὁποίαν προσάγει καὶ συνάπτει μ᾿ αὐτὴν ὁ Χριστὸς μὲ τὸ σωτήριο ἔργο του. Ἡ ποίμνη αὐτὴ πρέπει νὰ παραμένει ἀνεπιβούλευτη ἀπὸ τὸ ἐπίβουλο μένος τῶν πολλῶν ἐχθρῶν της, οἱ ὁποῖοι ἐπιζητοῦν νὰ τὴν ἀφανίσουν. Ἡ ἐπιβουλὴ κυρίως προέρχεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι πλήττουν τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ (τὴν Ἐκκλησία) στὴν ἐσώτερή της ὑπόσταση, προσβάλλοντας τὴν ἀλήθειά της καὶ καταλύοντας τὸ σύνδεσμο τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος τὴν συνάπτει μὲ τὴ θεότητα. Οἱ αἱρέσεις πλήττουν ἀνεπανόρθωτα τὴν Ἐκκλησία, εἶναι τὸ δηλητήριο τῆς πνευματικῆς της ζωῆς, ὁ θάνατος πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατο.
«Ἵνα τὸν βυθὸν τὸν ἄπειρον, τῆς οὐσιώδους
δείξῃς σου ἀγαθότητος, δέδωκας ἡμῖν ἐπαγ-
γελίας τρισήλιε, καὶ μονάρχα Θεὲ παντοδύ-
ναμε, σωστικὰς τοῖς σοῖς δούλοις, ἃς ἐκπλη-
ρῶσαι καταξίωσον».
Γιὰ νὰ δείξης τὸν ἄπειρο βυθὸ τῆς οὐσιώδους
σου ἀγαθότητος, Θεὲ τρισήλιε καὶ μονάρχη
παντοδύναμε, ἔδωκες σὲ μᾶς τοὺς δούλους σου
ἐπαγγελίες σωτήριες, τὶς ὁποῖες καταξίωσέ μας
νὰ ἐκπληρώσουμε.

Θεοτοκίον.

«Νεῦσον ταῖς ἡμῶν δεήσεσιν, ὁ ἐν τρισὶ θεαρχι-
καῖς ὑποστάσεσι, μόνος εἷς Θεὸς ἀληθινὸς πιστευό-
μενος, καὶ παράσχου σοῖς δούλοις, παράκλησιν,
πρεσβείαις τῆς ἀχράντου, καὶ πανυμνήτου Θεο-
μήτορος».
Ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὶς δεήσεις μας ὁ ἕνας καὶ
μόνος πιστευόμενος ἀληθινὸς Θεός, ὁ διακρινόμενος
σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, καὶ δώρησε στοὺς δούλους σου
παράκληση, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς ἄχραντης καὶ
πανύμνητης Θεομήτορος.

ΗΧΟΣ Β´

Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ

Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Τὸ Τρισσὸν ὑμνῷ τῆς Θεαρχίας σέλας.

ᾨδὴ α´

«Τὴν τριττὴν καὶ μίαν ἀρχικήν, φύσιν τῆς
Θεότητος, ἆσματικῶς ἀνυμνήσωμεν λέγον-
τες· Τοῦ ἐλέους πέλαγος ἀνεξάντλητον, οὐ-
σιῶδες ὡς ἔχουσα, σὲ τοὺς προσκυνοῦντας
φρούρησον, καὶ σῶσον ὡς φιλάνθρωπος».
Τὴν τριττὴ καὶ μίαν ἀρχικὴ φύση τῆς θεότη-
τος, ἂς ἀνυμνήσουμε μὲ ἄσματα, λέγοντες·
Σὺ ποὺ ἔχεις στὴν οὐσία σου ἀνεξάντλητο τὸ πέλαγος τοῦ
ἐλέους, φρούρησε αὐτοὺς ποὺ σὲ προσκυνοῦν
καὶ σῶσε τους ὡς φιλάνθρωπος.
Καὶ ἡ ᾠδὴ αὐτὴ ἀρχίζει μὲ ἄσματα ὑμνητικὰ τοῦ μυστηρίου τῆς τριαδικῆς θεότητος. Ἡ πιστεύουσα ψυχὴ ἀνυμνεῖ τὸν ἀληθινὸ Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ φύση εἶναι τριττὴ (ἔχει τρία πρόσωπα) καὶ συγχρόνως μία (οὐσία), ἡ ὁποία εἶναι ἀρχικὴ τῶν πάντων (ἐξουσιάζει τὰ πάντα). Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι πέλαγες ἐλέους ἀνεξάντλητο. Ἀγαπᾶ τὰ ὄντα ποὺ ἔπλασε, φροντίζει34 γι᾿ αὐτὰ καὶ τὰ περιβάλλει μὲ τὸ ἄπειρό του ἔλεος πάντοτε μέν, κυρίως ὅμως ὅταν αὐτὰ εἶναι ἐμπερίστατα στὴ ζωὴ καὶ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ ἔχουν ἀνάγκη τῆς θείας βοήθειας. Γιὰ νὰ βοηθήσει ἄλλωστε τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ὁ Θεός, ἔγινε ὁ ἴδιος ἄνθρωπος, ἔζησε κοντά του, ἐβάστασε τὴν κακοπάθεια τῆς ἱστορικῆς ζωῆς καὶ ἀπέθανε35 διὰ τῆς σωτηρίας του.
Τὸ θεῖον ἔλεος ἐπιζητοῦν μὲ πόθο οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεό, τὸν ὁποῖον προσκυνοῦν, καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς φρουρήσει καθαροὺς καὶ ἀπρόβλητους ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων καὶ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας, ὡς φιλάνθρωπος.
«Ὁ πηγὴ καὶ ρίζα πεφυκώς, ὁ Πατὴρ ὡς αἴ-
τιος, τῆς ἐν Υἱῷ καὶ ἁγίῳ σου Πνεύματι, συμ-
φυοῦς θεότητος τὸ τρισήλιον τῇ καρδίᾳ μου
πήγασον σέλας, καίμεθέξει λάμπρυνον, τῆς
θεουργοῦ ἐλλάμψεως».
Σύ, ὁ Θεὸς Πατήρ, ποὺ εἶσαι ἡ πηγὴ καὶ ἡ
ρίζα καὶ ἡ αἰτία τῆς συμφυοῦς θεότητος τοῦ
Υἱοῦ σου καὶ τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος, πήγασε
στὴν καρδιά μου τὸ τρισήλιό σου φῶς καὶ λὰμ-
πρυνε αὐτὴν μὲ τὴ μέθεξη τῆς θεουργικῆς
σου ἐλλάμψεως.
Στὸ τροπάριο αὐτὸ ἐξυμνεῖται ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός. Μία εἶναι ἡ ἀρχὴ στὴ θεότητα, ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος καὶ χαρακτηρίζεται ὡς «Πηγαία θεότης». Ἡ δυαρχία στὴ θεότητα (δύο ἀρχὲς = Filioque) καταστρέφει τὴν ἔννοια τῆς ἑνότητος τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Πατὴρ εἶναι ἡ πηγὴ καὶ ἡ ρίζα τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων, εἶναι ὁ αἴτιος τῆς θεότητος τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποίαν δέχονται παρὰ τοῦ Πατρός, ὁ μὲν Υἱὸς διὰ τῆς γεννήσεως, τὸ δὲ Πνεῦμα διὰ τῆς ἐκπορεύσεως. Περιττὸ νὰ ἐπαναλάβουμε, ὅτι οἱ πρόοδοι τῶν ὑποστάσεων αὐτῶν, δὲν εἶναι σχέσεις χρονικές, ἀλλὰ ἄχρονες καὶ ἀΐδιες. Στὸν ἄπειρο ἄλλωστε Θεὸ δὲν ἰσχύουν οἱ κατηγορίες τοῦ χρόνου, στὶς ὁποῖες ὑπάρχουν καὶ δουλεύουν τὰ κτίσματα. Ὁ Θεὸς βρίσκεται ἔξω καὶ πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο.
Ἀφοῦ θέσει τὸ δόγμα τῆς μοναρχίας στὸν Θεό, ὁ ὑμνωδὸς κινεῖται στὸ θέμα τὸ ποθεινόκαὶ θελξικάρδιο, τὸ ὁποῖο ἀσφυκτικὰ κυριαρχεῖ στὴν εὐσέβεια τῆς ὀρθόδοξης καρδίας, τὴ μέθεξη μὲ τὸ τρισήλιο σέλας, ὅπου ἡ θεουργὸς ἔλλαμψη θεοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο. Πρόκειται γιὰ τὴ θέωση τοῦ καθαροῦ πλάσματος, ἡ ὁποία γίνεται διὰ τῆς μετουσίας τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας. Εἶναι τὸ τέλος τὸ ποθητὸ καὶ ἐράσμιο, ποὺ σφραγίζει τὴ λογικὴ ὕπαρξη στοὺς κόλπους τῆς τριαδικῆς θείας δόξας καὶ λαμπρότητος.
«Τριφεγγὴς Μονὰς θεαρχική, πᾶσαν διασκέδα-
σον, ἁμαρτιῶν καὶ παθῶν μου τὴν ζόφωσιν, φω-
τεινῶν ἀκτίνων σου, γλυκυτάταις ἐν μετουσίαις,
καὶ ποίησον, σοῦ τῆς ἀπροστάτου, δόξης με
ναόν, καὶ σκηνὴν ἄχραντον».
Μονάδα τριφεγγὴς καὶ θεαρχική, σκόρπισε
(ἀπὸ τὴν ψυχή μου) κάθε ζόφωση προερχόμενη
ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ πάθη μου διὰ τῆς
γλυκυτάτης μεθέξεως τῶν φωτεινῶν ἀκτίνων
σου καὶ κάνε με νὰ γίνω ναὸς τῆς δόξας σου
ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παρασταθεῖ, καὶ σκηνὴ
ἄχραντη.
Ὁ ὑμνωδὸς συνεχίζει τὸ τριαδικὸ ἆσμα του. Ἔχει μπροστὰ στὸ νοερὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς του τὴν τριφεγγῆ θεαρχικὴ Μονάδα. Οἱ φωτεινὲς ἀκτῖνες της τὸν θέλγουν. Ἐπιζητεῖ τὴ γλυκύτατη μετουσία μὲ αὐτές. Ἐπιθυμεῖ ἡ καρδία του νὰ γίνει ναὸς τῆς ἀπαστράπτουσας θείας δόξης της, σκηνὴ ἄχραντη τοῦ μακάριου θείου φωτός.
Ἔχει ὅμως ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς σου. Δὲν φιλοξενεῖ στὴν ψυχή του εὔκολες ἐλπίδες καὶ ὄνειρα. Ξέρει ὅτι τῆς θείας μετουσίας ἀξιώνονται μόνον οἱ «καθαροὶ τῇ καρδίᾳ36. Οἱ ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴ ζόφωση τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπὸ τὶς συστροφὲς τῶν παθῶν, ποὺ ἐμποδίζουν τὸ μακάριο φῶς τοῦ Χριστοῦ νὰ φωτίσει τὸ νοερὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς. Οἱ φωτεινὲς ἀκτῖνες τῆς θείας ἐνέργειας δὲν μποροῦν νὰ εἰσχωρήσουν στὴν ἀκάθαρτη ψυχή, ν᾿ ἀποδιώξουν τὴν ἀχλὺ τῶν παθῶν ποὺ ἀσφυκτικὰ τὴν περιβάλλει καὶ νὰ δώσουν τὴ γλυκύτατη χαρὰ στὸ ἁμαρτωλὸ πλάσμα. Ἔτσι οἱ σκοτισμένοι ἄνθρωποι μένουν ἀνύποπτοι γιὰ τὴ θεία δωρεά, πού, ἂν καὶ διαρκῶς ἐκχώνεται ἀπὸ τὴν ἀγαθόδωρη οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ περιβάλλει τὰ πάντα, δὲν γίνεται αἰσθητὴ σὲ κείνους ποὺ κρατοῦν σβηστὸ τὸ λυχνάρι τῆς ψυχῆς τους, παραδομένοι στὴ σκοτεινότητα τῆς ἀγνωσίας καὶ τῆς πλάνης.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ παλέψει σύντονα κατὰ τῆς ἁμαρτωλότητος τῆς φύσεώς του, γιὰ νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ ζόφωση τῆς ἁμαρτίας. Τὸ πρᾶγμα φυσικὰ δὲν εἶναι εὔκολο. Θὰ λέγαμε μάλιστα ἀδύνατο, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἀφεθεῖ στὶς δικές του φυσικὲς δυνάμεις. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει στὸν ἀγῶνα του, ἔχει ἀνάγκη ἄμεση τῆς θείας ἐπικουρίας. Ἀπευθύνεται, λοιπόν, στὴν τριφελλῆ θεαρχικὴ Μονάδα καὶ ζητᾶ βοήθεια, ἡ τριαδικὴ χάρη της νὰ διασκεδάσει ἀπὸ τὴν ψυχή του τὰ σκοτεινὰ σύννεφα τῆς ἁμαρτίας, τὸν πυκνὸ ζόφο τῶν παθῶν, ὥστε νὰ ἔλθει ἡ φωτοειδὴς ἐνέργεια νὰ κατοικήσει στὸ ναὸ τῆς ψυχῆς του, νὰ σκηνώσει στὰ ἄδυτα τῆς καρδίας του, νὰ τὸν φωτίσει καὶ νὰ τοῦ δώσει τὴν ἄρρητη χαρὰ τῆς θείας μετουσίας.

Θεοτοκίον.

«Ροῦν τὸν πρὶν τῆς φύσεως ἡμῶν, πεπονθυίας
ἄτοπον, καὶ πρὸς φθορὰν ὀλισθησάσης Ἄχραν-
τε, σαρκωθεὶς ἐν μήτρᾳ σου, ὁ Θεὸς Λόγος,
φιλανθρώπως ἀνέστειλε, καὶ τὴν Θεαρχίαν
τρίφωτον, ἡμᾶς ἐμυσταγώγησεν».
Τὸν παλαιὸν ἄτοπο ροῦν (τὸ κατρακύλισμα) ποὺ ὑπέστη ἡ φύση
μας (διὰ τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδὰμ) καὶ ὀλίσθησε
πρὸς τὴ φθορά, ὁ Θεὸς Λόγος, σαρκωθεὶς στὴ
μήτρα σου Ἄχραντε, ἀνέκοψε ἀπὸ φιλανθρω-
πία, καὶ μᾶς ὁδήγησε στὸ μυστήριο τῆς
τρίφωτης θεαρχίας.
Τὸ ἔργο τῆς θείας μυσταγωγίας ἐπικεντρώνεται ἐδῶ στὴ σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος εἶχε σὰν σκοπὸ τῆς ζωῆς του νὰ μοιάσει κατὰ χάριν μὲ τὸν πλάστη του. Μὲ τὴν πτώση ὅμως τοῦ Ἀδὰμ ὁ ροῦς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ξέφυγε ἀπὸ τὴ φυσικότητὰ του, ἀκολουθώντας πορείαν ἄτοπη καὶ καταστροφική. Ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ὁδηγηθεῖ ἡ φύση πρὸς τὴ φθορά, ποὺ ἦταν τὸ εἰδικὸ τίμημα τῆς ἀποστασίας. Στὴ φθορὰ τὸ πλάσμα, τὸ θεοειδὲς καὶ θεόμορφο, ἔχασε τοὺς φωτεινοὺς χαρακτῆρες του, ντυμένο στὸ σκοτεινὸ αἶσχος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ θαν‘του. Αὐτὸ τὸ ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο κατάντημα θὰ εἶχε στὸ τέλος ὁ πεπτωκὼς ἄνθρωπος, ἂν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν ἀνελάμβανε ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία τὴ σωτηρία του. Ἔτσι ἔγινε ἄνθρωπος στὴ μήτρα τῆς ἄχραντης κόρης. Ἕνωσε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, σταλάζοντας στὴ φύση τοῦ δυστυχισμένου πλάσματος τὴ ζωὴ τῆς θεότητος. Στὸ θεῖο του μυστήριο ὁ Λόγος ἀνέστειλε τὸν «ἄτοπον ροῦν» τῆς πεσμένης φύσεως, ἐπανατοποθετώντας την στὴ φυσικότητα τῆς θείας της ἀλήθειας, στὴ ζωὴ τὴν ἄφθαρτη καὶ ἀθάνατη, ποὺ μόνο κοντὰ στὸν Θεὸ εἶναι δυνατή. Τὸ εἰδικὸ νόημα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἦταν ἡ ἀπαλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ σκοτισμὸ τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν εἰδωλικὴ πλάνη τῶν πραγμάτων, καὶ ἡ θεία του μυσταγώγηση στὸ μυστήριο τῆς τρίφωτης Θεαρχίας, στὴν ἐπίγνωση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖον ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ ζωὴ37 καὶ ἡ χαρά.

ᾨδὴ γ´

«Ἰσότητι τῆς φύσεως Θεαρχία, ὁμότιμον δο-
ξάζω σε τοῖς προσώποις· ζωὴ γὰρ ἐκ ζωῆς
σὺ προελθοῦσα, ἀρρεύστως πέφυκας, εἷς ὁ
Θεὸς ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔστιν Ἅγιος, πλήν σου Κύ-
ριε».
Τὴ Θεαρχία δοξάζω ὡς ἴση κατὰ τὴ φύση καὶ
ὁμότιμη κατὰ τὰ πρόσωπα· διότι προελθοῦσα
ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωή, ὑπάρχεις ἀρρεύστως ἕνας
Θεὸς ἡμῶν καὶ δὲν ὑπάρχει Ἅγιος ἐκτὸς
ἀπὸ ἐσένα, Κύριε.
Ἡ ἰσότητα τῆς φύσεως καὶ ἡ ὁμοτιμία τῶν προσώπων ἀποτελοῦν κύριες στιγμὲς τοῦ τριαδικοῦ δόγματος, ποὺ ὡς τέτοιο δοξάζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἰσότητα τῆς φύσεως διασφαλίζεται ἡ ἑνότητα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, γιατὶ μία εἶναι ἡ οὐσία ἡ ὑπάρχουσα στὶς τριαδικὲς θεῖες ὑποστάσεις. Ὅσο Θεὸς εἶναι ὁ Πατήρ, ἄλλο τόσο Θεὸς πανομοιότυπος καὶ ἀπαράλλακτος εἶναι ὁ Υἱὸς38 καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἑπομένως στὴν Τριάδα δὲν ὑπάρχουν τρεῖς διαφορετικοὶ Θεοί. Δὲν ἔχουμε τριθεϊσμό, ἀλλὰ σαφέστατο μονοθεϊσμό. Αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἄλλα «φωτισμένα» πνεύματα. Μὲ τὴν ὁμοτιμία δὲ τῶν προσώπων διασφαλίζεται ἡ ἰσότιμη κανονικὴ τάξη του στὴν Τριάδα. Ἀπὸ τὴ σχέση τῶν προσώπων τῆς Τριάδος ἀποκλείονται κατηγορίες ποὺ ἰσχύουν στὴν τάξη τῶν κτισμάτων, ὅπως τὸ μεῖζον καὶ τὸ ἔλασσον, τὸ προηγούμενο καὶ τὸ ὕστερον, ἡ ἀνωτερότητα καὶ ἡ κατωτερότητα, κ.τ.ὅ. Ὁ Πατήρ, λ.χ. ἐπειδὴ γεννᾶ τὸν Υἱὸν καὶ ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, δὲν εἶναι ἀνώτερος αὐτῶν. Οὔτε τὸ Πνεῦμα, ἐπειδὴ ἀριθμεῖται τρίτο στὴν Τριάδα, εἶναι κατώτερο τοῦ δευτέρου προσώπου, τοῦ Υἱοῦ. Ἡ αὐτὴ τιμὴ καὶ δόξα συνδέουν τὰ θεῖα πρόσωπα μεταξύ τους, ὅπως τὰ συνάπτουν ἡ αὐτὴ βουλὴ καὶ ἡ αὐτὴ θεία ἐνέργεια.
Ἡ Θεαρχία (ὁ Θεὸς) εἶναι «ζωὴ ἐκ ζωῆς» Ἡ φράση ἐκφράζει τὸν τρόπο προελεύσεως τῶν θεαρχικῶν θείων ὑποστάσεων. Ζωὴ εἶναι ὁ Πατήρ, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζει ἡ ζωὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μιὰ δὲ εἶναι ἡ ζωὴ ὅμοια καὶ ἀπαράλλακτη, ὅπως ἕνα εἶναι τὸ φῶς τῆς λαμπάδας ποὺ διαχέεται διὰ τῆς ἁφῆς σὲ πολλὲς ἄλλες λαμπάδες. Ὁ τρόπος προελεύσεως τῆς τριαδικῆς ζωῆς εἶναι θεοπρεπής, ἀπερινόητος καὶ ἀκατάληπτος. Ἐξ αὐτοῦ πρέπει ν᾿ ἀποκλεισθοῦν σχέσεις χαρακτηρίζουσες τὴν προέλευση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὅπως ἡ «ρεῦσις» στὴ γαμικὴ σχέση, διὰ τῆς ὁποίας προέρχονται οἱ ἄνθρωποι. Οἱ σχέσεις στὴν ἁγία Τριάδα εἶναι ἀπαθεῖς καὶ ἄφθαρτες.
Ὁ Θεός, ὡς τὸ ἄπειρο καὶ ἀπαθὲς πνεῦμα, εἶναι ὁ μόνος Ἅγιος39 καὶ ἡ πηγὴ κάθε ἄλλης κτιστῆς ἁγιότητος, καὶ ὡς τέτοιος λατρεύεται ἀπὸ τὰ λογικὰ κτίσματα, ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους.
«Σὺ τάξεις τὰς ἀΰλους, καὶ οὐρανίους ὑπέ-
στησας, ὡς ἔσοπτρα τοῦ σοῦ κάλλους, Τριὰς ἡ
ἀδιαίρετος μοναρχία, ὑμνεῖν ἀπαύστως σε· ἀλ-
λὰ καὶ νῦν ἡμῶν, ἐκ πηλίνου στόματος, δέξαι
τὴν αἴνεσιν».
Σὺ Τριάς, ἡ ἀδιαίρετη μοναρχία, τὶς ἄϋλες καὶ
οὐράνιες τάξεις (τῶν ἀγγέλων) ὑπέστησες, ὡς
ἔσοπτρα ἀκηλίδωτα τοῦ κάλλους σου, ὥστε νὰ
σ᾿ ἀνυμνοῦν ἀσταμάτητα. Ἄλλη τώρα δέξε δέη-
ση κι ἀπὸ μᾶς, ἀπὸ τὸ χωμάτινο στόμα μας.
Στὴν ἀνύμνηση τοῦ θείου Ὀνόματος μετέχουν ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι. Οἱ ἄγγελοι, τὰ οὐράνια καὶ ἄϋλα πνεύματα, πλάστηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς «ἔσοπτρα» τοῦ κάλλους του. Στὴν καθαρὴ καὶ ἀκηλίδωτη φύση τους, στὴν ὁποίαν κανένας μολυσμὸς δὲν ὑπάρχει, ἀστράφτει τὸ κάλλος τῆς θείας λαμπρότητος. Σὰν σὲ καθρέφτη, ἀποτυπώνεται στὴ φύση τους ἡ αἴγλη τῆς θείας ἐνέργειας. Δέκτες αὐτοὶ τῆς θείας φωτοχυσίας, τὴν ἀνακλοῦν μὲ τὴ σειρὰ τους στὰ δώματα τῆς θείας βασιλείας. Πνιγμένοι αὐτοὶ στὴ μακαρία δόξα τῆς Τριάδος, στὴν ἄρρητη θεία ἀγαθοδωρία, ἔχουν σὰν ἔργο τους ἄπαυστο καὶ ἀκατάληκτο νὰ ὑμνοῦν τὴν ἀδιαίρετη μοναρχία τῆς ἁγίας Τριάδος.
Στὸ ἔργο ὅμως αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ μένουν πίσω οἱ ἄνθρωποι, στὶς ψυχὲς τῶν ὁποίων ὑπάρχει ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ40. Καὶ σ᾿ αὐτὴν στίλβει ἡ μαρμαρυγὴ τῆς θείας ἐνέργειας, τὸ ἄρρητο κάλλος τῆς Τριάδος. Ὡς συγγενεύουσα μὲ τὸν Θεὸν ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, σπεύδει ὁμοίως στὴ θεία ἀνύμνηση. Σπεύδει δέ, παρὰ τὸ χοϊκό της περίβλημα, τὸ ὑλικὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο περιβάλλεται. Ἀνυμνεῖ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ διττή της σύνθεση μὲ τὰ δῶρα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸ δημιουργό, καὶ δὲν ἀρνεῖται ὁ Θεὸς τὸν αἶνο ἀπὸ τὸ πήλινο στόμα, τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος πλαστούργησε «ἐκ τοῦ χοὸς»41 καὶ τὸ ὁποῖο ἀργότερα ἁγίασε μὲ τὴν πρόσληψή του ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ στὴ μήτρα τῆς θεόνυμφης Κόρης.
Τέλος στὴν ἀνύμνηση τῆς θείας μεγαλειότητος μετέχει μὲ τὴ σειρά της καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίση, ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς πλαστουργηθεῖσα, ἡ ἁπλῆ παρουσία τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἀπὸ μόνη της, δοξολογία τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ πανσοφίας42.
«Στερέωσον τῆς Πίστεως ἐν τῇ πέτρᾳ καὶ πλά-
τυνον ἀγάπης σου τῷ πελάγει, καρδίαν καὶ διά-
νοιαν τῶν σῶν δούλων, Μονὰς τρισήλιε· σὺ γὰρ
Θεὸς ἡμῶν, ἐφ᾿ ᾧσπερ ἐλπίζοντες, μὴ αἰσχυν-
θείημεν».
Στερέωσε στὴν πέτρα τῆς πίστεως καὶ πλάτυνε
στὸ πέλαγος τῆς ἀγάπης σου τὴν καρδιὰ καὶ τὴ
διάνοια τῶν δούλων σου. Μονὰς θεία καὶ τρισήλιε.
Διότι σὺ εἶσαι ὁ Θεός μας στὸν ὁποῖον ἐλπίζοντες,
εἴθε νὰ μὴ καταισχυνθοῦμε.
Ἡ πίστη εἶναι ἡ συνεκτικὴ δύναμη ποὺ μᾶς κρατάει δεμένους μὲ τὸν Θεό43. Χωρὶς αὐτὴν ἡ πνευματικὴ φύση μας διαρρέει καὶ χάνεται. Στὴν πίστη ἀγκυροβολημένη ἡ ψυχὴ παραμένει ἀσάλευτα προσηλωμένη στὸ λυτρωτικὸ ἀγαθό, σώζεται ἀπὸ τοὺς κλονισμοὺς τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχόμενη καρδία ζητᾶ ἀπὸ τὴν τρισήλιο Μονάδα νὰ τὴν στερεώσει στὴν πέτρα τῆς πίστεως44. Παράλληλα ἐπιζητᾶ πλάτυνση στὸ πέλαγος τῆς θείας ἀγάπης. Γιατὶ στὴ θεία ἀγαθότητα στημένος ὁ ἄνθρωπος, νοιώθει ἄνετα, μὴ φοβούμενος τὶς ἐπιβουλὲς τῶν ἐχθρῶν45. Ποιός μπορεῖ τάχα νὰ κλέψει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο αὐτὸς ὑπάρχει στὸ πέλαγος τῆς θείας ἀγάπης; Κανένας ἀσφαλῶς, ἐκτὸς φυσικὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο, ὅταν αὐτοπροαίρετα ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴ στοργὴ τοῦ Πατέρα. Αὐτὸ δὲν συνέβη παλαιὰ μὲ τὸν Ἀδάμ;
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστεύει στὸν τριαδικὸ Θεὸ καὶ ἀσφαλίζεται στὸ πέλαγος τῆς θείας προστασίας καὶ ἀγάπης, ἐλπίζει βάσιμα ὅτι τὸ τέλος του θὰ εἶναι ἄξιο τῆς θείας δωρεᾶς. Ἐλπίζει μέχρι τέλους νὰ ζήσει κοντὰ στὸν Θεό, χωρὶς νὰ καταισχυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἀντιπαλότητα τοῦ ἐχθροῦ, ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας, ποὺ εἶναι ἐνδεχόμενο πάντοτε ἀνοικτὸ στὸν ἐλεύθερο ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει μὲ φόβο νὰ ἐργάζεται τὴ σωτηρία του46, ἀποβλέποντας πάντοτε στὴ δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ κατορθωθεῖ47. Ἡ ἐπιπολαιότητα καὶ ἡ ἀπροσεξία εἶναι κακοὶ καὶ θανάσιμοι σύμβουλοι στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴ λύτρωση.

Θεοτοκίον.

«Ὁ πᾶσαν τὴν ὑπόστασιν οὐσιώσας, τῆς κτί-
σεως ἐν μήτρᾳ σου οὐσιώθη, ἀπείρῳ ἀγαθότητι
Θεοτόκε, καὶ φῶς τρισήλιον, πᾶσιν ἀνέτειλε,
τῆς μιᾶς Θεότητος, καὶ Κυριότητος».
Αὐτὸς ποὺ ἔδωσε ὑπόσταση (ἔπλασε) τὴν κτίση
ὁλόκληρη, ἔλαβεν ὁ ἴδιος οὐσίαν (ἀνθρώπινη)
στὴ μήτρα σου Θεοτόκε, ἀπὸ ἄκραν ἀγαθότητα.
(Μὲ τὴν οὐσίωσή του δὲ) ἀνέτειλε σ᾿ ὅλους
τὸ τρισήλιο φῶς τῆς μιᾶς θεότητος καὶ κυριότητος.
Καὶ πάλιν ἡ παράθεση τοῦ χριστολογικοῦ μυστηρίου, ποὺ ἐπικεντρώνεται στὴν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων στὸ ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χρισοτῦ. Ὁ ἕνας Κύριος, ποὺ ὡς Θεὸς παντοδύναμος μὲ ἕνα μονάχα λόγο του ἔδινε ὑπόσταση στὰ ὄντα, ὁ ἴδιος τώρα στὴ μήτρα τῆς ἀπείρανδρης Κόρης ἔλαβε ἀνθρώπινη οὐσίωση, ἔγινε ἄνθρωπος τέλειος χωρὶς ἁμαρτία. Πῶς γίνονται αὐτά; φυσικὰ δὲν γνωρίζουμε, πιστεύοντες μὲ ἁπλότητα καρδίας καὶ ἀφελότητα στὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπερβαίνει ἀπείρως τὴν κτιστή μας ἀντοχὴ καὶ δεκτικότητα.
Τὸ θαῦμα τῆς οὐσιώσεως τοῦ Λόγου ἦταν ἀπόρροια τῆς ἄκρας ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ48. Ὁ Θεὸς ἐνεργῶν δὲν ἔχει καμιὰ ἰδιοτέλεια, δὲν ἀποβλέπει σὲ δικούς του σκοπούς. Ἡ φύση του εἶναι ἀνεπιδεής, μὴ ἐπηρεαζόμενη ἀπὸ ἐσωτερικὰ ἢ ἐξωτερικὰ ἐλατήρια. Ὅ,τι ἐνεργεῖ, τὸ ἐνεργεῖ ἀπὸ ἄκραν ἀγαθότητα, μεταδίδοντας τὸν πλοῦτο τῆς δικῆς του ἀπειροτέλειας καὶ σὲ ἄλλα ὄντα ἔξω ἀπὸ τὴ φύση του, ὥστε καὶ αὐτὰ νὰ γίνουν μέτοχα τῆς διετῆς του μακαριότητος. Εἶναι ὁ πανάγαθος πλάστης καὶ πατέρας49 τοῦ σύμπαντος.
Ἔτσι καὶ στὴ σάρκωση τοῦ Λόγου ὁ Θεὸς κινήθηκε (ἀνθρωποπαθὴς φυσικὰ ὁ λόγος) ἀπὸ ἄπειρη ἀγαθότητα, μὲ σκοπὸ νὰ σκορπίσει τὸ τρισήλιο φῶς τῆς μιᾶς Θεότητος καὶ Κυριότητός του στὰ πεσμένα πλάσματά του, νὰ τὰ φωτίσει μὲ τὴν ἀκτῖνα τῆς θείας του ἐνέργειας καὶ νὰ τὰ θεώσει στὴ μαρμαρυγὴ τῆς τριαδικῆς δόξας του.

Κάθισμα.

«Ὅτε κατ᾿ ἀρχάς, τὸν Ἀδὰμ διέπλασας Κύριε,
τότε τῷ Λόγῳ σου τῷ ἐνυποστάτῳ ἐβόησας
εὔσπλαγχνε· Ποιήσωμεν κατὰ τὴν ἡμετέραν
ὁμοίωσιν· τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον συμπαρεῖν
δημιουργόν· διὸ βοῶμέν σοι· Ποιητὰ ὁ Θεὸς
ἡμῶν, δόξα σοι».
Ὅταν στὴν ἀρχὴ (τῆς δημιουργίας) ἔπλασες τὸν
Ἀδὰμ Κύριε, τότε μὲ τὸν ἐνυπόστατο Λόγο σου
ἐβόησες εὔσπλαγχνε· ἂς κάνουμε (τὸν ἄνθρωπο)
κατὰ τὴ δική μας ὁμοίωση· τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ
ἅγιο ἦταν παρὸν (καὶ συμμετεῖχε) στὴ δημι-
ουργία (τοῦ ἀνθρώπου). Διὰ τοῦτο σοῦ φωνάζουμε
δυνατά· δημιουργέ μας Θεέ, δόξα σοι.
Τὸ κάθισμα ἑστιάζει τὸ περιεχόμενό του στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι τὸ τελειότερο πλάσμα τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τῆς τριαδικῆς θεότητος. Δὲν προῆλθε στὸ εἶναι ἁπλὰ μὲ ἕνα παντοδύναμο λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ τὰ ὑπόλοιπα κτίσματα, ἀλλὰ μὲ τὸν ἐνυπόστατο Λόγο του, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς παναγίας Τριάδος. Στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔλαβε μέρος καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἔτσι τὸ λογικὸ δημιούργημα ἦταν ἔργο καὶ τῶν τριῶν ὑποστάσεων τῆς θεότητος, ἡ ὁποία, προκειμένου νὰ τὸ πλάσει, φέρεται νὰ συσκέπτεται ἐνδοτριαδικῶς50. Ἡ ἀπόφαση βγῆκε, ὁ ἄνθρωπος νὰ πλαστεῖ κατὰ τὴν ὁμοίωση τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, νὰ ἀπηχεῖται δηλαδὴ στὴ λογικὴ φύση του ἡ φύση τοῦ δημιουργοῦ του. Ὁ ἄνθρωπος, θελημένος ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα, ἔχει ἀξίωμα μέγιστο, εἶναι τὸ πληρέστερο καὶ ὡραιότερο δημιούργημα. Ὑπερέχει ὅλων τῶν ἄλλων κτισμάτων, προορισμένο νὰ ζεῖ παντοτινὰ στὴν τριαδικὴ θεία ἐνέργεια, στὴν ὁποία εἶναι ριζωμένη ἡ φύση του. Ὅλα αὐτὰ φυσικὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐθελουσίως παραμένει στὴ φυσικότητά του, ἀκολουθεῖ τὸ φυσικὸ λόγο τῆς ὑπάρξεώς του. Γιατὶ, ἂν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ φυσικὴ τάξη του, θὰ χάσει τὸ ἀξίωμα καὶ τὶς προνομίες τῆς ὑπάρξεώς του, θὰ καταντήσει ἕνα φθαρμένο δημιούργημα, παραμορφωμένο καὶ ἀγνώριστο51, ποὺ ἀντὶ τῆς θεώσεως τῆς φύσεώς του θὰ πετύχει τὴ δαιμονοποίησή του καὶ τὴν ἀποκοπή του ἀπὸ τὴ φυσικὴ ρίζα τῆς ὑπάρξεώς του, τὸν τριαδικὸ Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀναγνωρίζοντας τὶς εὐεργεσίες τοῦ δημιουργοῦ του, ἀποδίδει δόξα στὸν πλάστη του.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Ὅτε πρὸς ἡμᾶς, ὁ Θεὸς ἐλθεῖν κατηξίωσε,
τότε σου Πάναγνε τὴν καθαρωτάτην νηδὺν
ἐγκατῴκησε· καὶ ἔσωσε διὰ σοῦ τῶν ἀνθρώ-
πων τὸ φύραμα, χαρισάμενος ἅπασι βασι-
λείαν οὐρανῶν· διὸ βοῶμέν σοι· Θεοτόκε
ἁγνή, χαῖρε Δέσποινα».
Ὅταν ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ ἔλθει σὲ μᾶς, τότε
κατοίκησε στὴν καθαρώτατη μήτρα σου Πὰν-
αγνε· καὶ διὰ τῆς παρεμβάσεώς σου ἔσωσε τὸ
φύραμα (τὴ φύση) τῶν ἀνθρώπων, χαρίσας σὲ ὃ–
λους τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διὰ τοῦτο σοῦ φωνά-
ζουμε δυνατά· Θεοτόκε ἁγνή, χαῖρε Δέσποινα.
Ὁ ἄπειρος Θεὸς εὐδόκησε ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων νὰ διέλθει ἀπὸ τὴ μήτρα μιᾶς πάναγνης καὶ φωτεινῆς Κόρης. Σ᾿ αὐτὴν κατοικήσας ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τὴν ἀνέδειξε «χερουβικὸν θρόνον», «πλατυτέραν τῶν οὐρανῶν» καὶ ὑψηλοτέραν πάσης τῆς κτίσεως. Στὴν καθαρότατη νηδὺ τῆς Πανάγνου ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ντυμένος τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀνέπλασε τὸ ἀνθρώπινο φύραμα ποὺ ἔπεσε στὴν ἁμαρτία καὶ καταχώθηκε στὰ χαλάσματα τῆς φθορᾶς. Τὸ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν κακότητα τῆς ἀποστασίας καὶ τὸ δαιμονικὸ ζυγὸ τοῦ διαβόλου, χαρίζοντάς του τὴν ἐλευθερία τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ52 στὰ φωτεινὰ σκηνώματα τῆς θείας βασιλείας.
Ἕνα τόσο μεγάλο ἀγαθό, μιὰ τόσο ἀπέραντη ἀγαθοδωρία, εἶναι συντριπτικὰ διὰ τὸ χοϊκὸ πλάσμα, τὸ ζυμωμένο μὲ τόση κακοπάθεια καὶ τόση δυστυχία. Ὁ λυτρωθεὶς ἄνθρωπος, ἔκθαμβος στὸ ἀπερινόητο θαῦμα τῆς Παρθένου καὶ ζώντας τὸ ἄρρητο μυστήριο τῆς θείας βασιλείας, ἀνυμνεῖ μὲ ἄφατη χαρὰ τὴ Δέσποινα τοῦ κόσμου, ποὺ ἔγινε ἡ αἰτία τῆς δικῆς του ἀπολυτρώσεως. Ἐν ὕμνοις μεγαλύνει τὴ Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ Φωτός.

ᾨδὴ δ´.

«Νοεῖν σε οὐδὲ τάξεις ἄϋλοι ἐξισχύσουσι τῶν
Ἀγγέλων, Τριὰς μονὰς ἄναρχε· ἀλλ᾿ οὖν ἡμεῖς
πηλίνῃ γλώττῃ, τὴν σὴν οὐσιώδη ἀγαθότητα,
καὶ ἀνυμνοῦμεν πίστει καὶ δοξάζομεν».
Νὰ νοήσουν τὴν ἄπειρη φύση σου οὔτε καὶ τῶν
ἀγγέλων οἱ νοερὲς τάξεις δὲν μποροῦν νὰ τὸ κατορ-
θώσουν. Ἀλλὰ ἐμεῖς, μὲ τὴν πήλινη γλώσσα μας,
σὲ ἀνυμνοῦμε μὲ πίστη καὶ σὲ δοξάζουμε.
Τὸ ὑπερνοητὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ παραμένει κεκρυμμένο καὶ ἀπόκρυφο. Καλύπτεται πυκνὰ ἀπὸ τὸ γνόφο τῆς ἀγνωσίας. Καμιὰ δύναμη κτιστὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀποκρυπτογραφήσει. Οὔτε καὶ οἱ νοερὲς τάξεις τῶν ἀγγέλων, τὰ ἀκηλίδωτα αὐτὰ ἔσοπτρα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δὲν μποροῦν νὰ ἀνασύρουν τὸν πέπλο ποὺ καλύπτει τὸ σκοτεινὸ καὶ ἀδιάγνωστο μυστήριο. Τοῦτο κατανοοῦν μόνον οἱ τριαδικὲς ὑποστάσεις, στὶς ὁποῖες κυκλοφορεῖ ἰσότιμα ἡ ὑπερβατικὴ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Τὸ πλάσμα γνωρίζει τόσο μόνο ὅσο ἀντέχει ἡ κτιστὴ φύση του καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει ἡ ἐξωτερικὴ θεία ἐνέργεια, ποὺ κορυφώθηκε στὴ σάρκωση τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος ἐφανέρωσε53 τὸν ἀληθινὸ Θεὸ στὰ πλάσματα, στὸ μέτρο ποὺ αὐτὰ μποροῦν νὰ τὸν δεχθοῦν στὴν πήλινη φύση τους. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, δεμένος στενὰ μὲ τὸ παχὺ περίβλημα τῆς σάρκας, εἶναι λιγότερο εὔθετος στὴ θεία ἀνάβαση ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι ἡ ἄϋλη φύση τῶν ἀγγέλων. Κι ὅμως γι᾿ αὐτὸν ἔγινεν ἄνθρωπος ὁ Θεὸς καὶ ὄχι γιὰ κείνους. Ἡ δωρεὰ εἶναι ὑπέρτατη καὶ ἔχει βάρος αἰώνιο. Ὁ ἄνθρωπος μὴ ἔχοντας τίποτε ἄλλο ν᾿ ἀντιπροσφέρει στὴν ἀπειρόδωρη θεία ἀγαθότητα, κινεῖ τὰ πήλινα χείλη του σὲ αἶνο καὶ δοξολογία τῆς οὐσιώδους ἀγαθότητος τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς ἄναρχης μονάδας ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ τριὰς ὑποστάσεων.
«Ὑπάρχων πλαστουργὸς τῆς φύσεως, Παντοκρά-
τορ, τῆς τῶν ἀνθρώπων, πᾶσαν ἐμὴν βλέπεις
νῦν, ὡς πανδερκὴς ἀδυναμίαν· διὸ κατοι-
κτείρησον τὸν δοῦλόν σου, καὶ πρὸς ζωὴν βελτί-
στην ἐπανάγαγε».
Σύ, Θεὲ παντοκράτωρ, ποὺ εἶσαι ὁ πλαστουργὸς
τῆς φύσεως, ὡς βλέπων τὰ πάντα,
βλέπεις τώρα καὶ τὴ δική μου ἀδυναμία.
Διὰ τοῦτο σπλαγχνίσου τὸ δοῦλο σου καὶ ὁδήγησέ τον
πρὸς τὴ βέλτιστη ζωή.
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ παντοδύναμος πλαστουργὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὡς Θεὸς δὲ προσωπικὸς καὶ πανάγαθος ἐνδιαφέρεται γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἔπλασε. Μεριμνᾶ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐξέλιξὴ τους. Εἶναι Πατέρας φιλάγαθος καὶ στοργικός, κυρίως γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸ λογικό του δημιούργημα, ποὺ μοιάζει στὴ νοερὰ φύση του. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι καὶ πανδερκής. Βλέπει τὰ πάντα. Τίποτε δὲν μένει καλυμμένο καὶ ἀόρατο σ᾿ αὐτὸν54. Βλέπει δὲ τὰ πάντα χωρὶς χρονικὴ διαδοχή. Ἔτσι βλέπει καὶ τὴν ἀνέλιξη τῆς προσωπικῆς τοῦ καθενός μας ζωῆς. Βλέπει τὶς ἀδυναμίες τῆς φύσεώς μας, τὴν περίσταση τῆς ἱστορικῆς μας στιγμῆς, τὰ προβλήματα καὶ τὶς ἀνάγκες μας. Καὶ ὄχι μόνο τὰ βλέπει, ἀλλὰ κι ἀσχολεῖται μ᾿ αὐτά.
Ὁ ἄνθρωπος, πιστεύοντας στὴν προνοητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔχοντας ἐπίγνωση τῶν πολλῶν ἀδυναμιῶν τῆς φύσεώς του, οἱ ὁποῖες τὸν ἐμποδίζουν νὰ ζεῖ βίο θεοφιλῆ καὶ ἐνάρετο, παρακαλεῖ θερμῶς τὸν οὐράνιο Πατέρα του νὰ τὸν βοηθήσει, νὰ ἀναλάβει αὐτὸς τὴν ὑπόθεσή του, ν᾿ ἀναπληρώσει τὶς φυσικὲς ἀδυναμίες του καὶ νὰ τ‘ν ὁδηγήσει πρὸς τὴ βέλτιστη ζωή, τὴ ζωὴ τὴ βασισμένη στὸ νόμο του, στὸ ἅγιό του θέλημα55, τῆς ὁποίας κατάληξη εἶναι ἡ εἴσοδος στὴ φωτεινότητα τοῦ οὐρανοῦ, στὰ σκηνώματα τῆς θείας βασιλείας.
«Μονάδος ἀρχικῆς ἀσύγχυτα τρία πρόσωπα
ἀνυμνοῦμεν, ὡς εἰδικῶς ἔχοντα καὶ μεριστῶς
τὰς ὑποστάσεις, ἀλλ᾿ ἡνωμένα, καὶ ἀμέ-
ριστα, ἔν τε βουλῇ καὶ δόξῃ καὶ Θεότητι».
Ἀνυμνοῦμε τῆς ἀρχικῆς μονάδος τὰ ἀσύγχυτα
τρία πρόσωπα, τῶν ὁποίων οἱ ὑποστάσεις ὑφίσταν-
ται στὸν Θεὸν εἰδικῶς καὶ μεριστῶς, τὰ ὁποῖα
ὅμως (παράλληλα) εἶναι ἑνωμένα καὶ ἀμέριστα,
καὶ στὴ (θεία) βουλὴ καὶ στὴ δόξα καὶ στὴ θεότητα.
Ἀριστουργηματικὴ πραγματικὰ ἔκθεση τοῦ τριαδικοῦ μυστηρίου τῆς πίστεως ἐπιχειρεῖται ἐδῶ ἀπὸ τὸ φωτισμένο ὑμνωδό. Πρώτιστα τονίζεται ἡ ἀρχικὴ μονάδα, ἡ μία οὐσία τῆς θεότητος. Ἡ θεότης αὐτὴ κυκλοφορεῖ σὲ τρία ἀσύγχυτα πρόσωπα. Ἡ ὑποστατικὴ ὕπαρξη τῶν προσώπων (τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος) εἶναι στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ εἰδικὴ καὶ μεριστή. Οἱ ὑποστάσεις δὲν εἶναι ψιλὰ ὀνόματα στὴ Θεότητα, φωνὲς χωρὶς οὐσιαστικὸ περιεχόμενο. Εἶναι πραγματικές, μὲ εἰδικὴ ὀντότητα ὑπάρξεως καὶ ζωῆς, καίμεριστές, δηλαδὴ ξεχωριστὲς ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἄλλη εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Πατρός, ἄλλη τοῦ Υἱοῦ καὶ ἄλλη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἐναλλαγὴ τῶν θείων ὑποστάσεων εἶναι ἀδύνατη στὴν Τριάδα. Τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα τῶν προσώπων εἶναι ἀμετάδοτα καὶ ἀκοινώνητα. Ἐν τούτοις ὁ μερισμὸς αὐτὸς δὲν εἶναι οὐσιώδης κατάτμηση τῆς θεότητος. Εἶναι διάκριση θεοπρεπής, ὄχι ποσοτικὸς ἐπιμερισμός. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ παραμένει πάντοτε ἁπλῆ καὶ ἀκατάτμητη, γιατὶ εἶναι οὐσία ἄϋλη καὶ ἀσύνθετη. Εἶναι οὐσία μία, ἡ αὐτὴ καὶ ἀναλλοίωτη. Παρὰ ταῦτα τὰ πρόσωπα, ἂν καὶ εἰδικῶς καὶ μεριστῶς ὑπάρχοντα στὴ θεότητα, δὲν παύουν νὰ εἶναι ἑνωμένα καὶ ἀμέριστα. Δὲν πρόκειται περὶ παραδοξολογήματος, ὅπως θὰ ἔκρινε ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ γυμνὴ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ μεριστὰ πρόσωπα δὲν εἶναι ἀπολελυμένα καὶ ἄσχετα ἀλλήλων, ὥστε νὰ καταλύουν τὴ θεία μοναρχία. Εἶναι ἑνωμένα ἐν «βουλῇ καὸ δόξῃ καὶ θεότητι». Κάθε ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶναι φορέας τῆς τριαδικῆς θείας βουλῆς καὶ ἐνέργειας. Δὲν βούλονται καὶ δὲν ἐνεργοῦν ξεχωριστὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἡ βουλή τους εἶναι πάντοτε ἑνιαία καὶ ἀδιαχώριστη. Ὅπου φέρεται νὰ ἐνεργεῖ τὸ ἕνα, ἐκεῖ φέρονται συνενεργοῦντα καὶ τὰ δύο ἄλλα. Δὲν ὑπάρχουν ἐπιλογὲς διαφωνίες καὶ ξεχωριστὲς ἐνέργειες μεταξύ τους. Ἑνιαία ὅμως εἶναι καὶ ἡ δόξα τῶν προσώπων τῆς τριαδικῆς θεότητος. Ἡ δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ αὐτὴ στὸν Πατέρα, στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Δὲν ἔχει μεγαλύτερη δόξα ὁ Πατήρ, ὡς πηγαία θεότης, τῆς δόξης τῶν δύο ἄλλων προσώπων ποὺ προέρχονται ἀπ᾿ αὐτόν. Τὰ πρόσωπα εἶναι ἰσότιμα καὶ ἰσόδοξα. Ἑνιαία, τέλος, εἶναι καὶ ἡ θεότης ποὺ κυκλοφορεῖ στὰ πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αὐτὴ στὶς τριαδικὲς ὑποστάσεις. Δὲν εἶναι μεγαλύτερος Θεός, ‘.χ. ὁ Πατὴρ ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἔτσι δὲν ἔχουμε πολλοὺς Θεούς, ἀλλ᾿ ἕνα καὶ μόνο. Εἶναι φανερόν, ὅτι τὰ τρίτα πρόσωπα εἶναι ἰσόθεα καὶ ὁμόθεα, ἔχουν τὸ αὐτὸ θεῖο ἀξίωμα καὶ δὲν ὑποτάσσονται τὸ ἕνα στὸ ἄλλο.
Ἡ οὐσία τοῦ τριαδικοῦ δόγματος ἔγκειται στὴν ἐξισορρόπηση τῶν ἑνώσεων καὶ τῶν διακρίσεων στὸν Τριαδικὸ Θεό. Ὅταν οἱ ἑνώσεις τίθενται σὲ βάρος τῶν διακρίσεων καὶ τἀνάπαλιν, φθείρεται ἡ ἔννοια τῆς τριαδικῆς θείας ἀλήθειας. Ἡ Ἐκκλησία μας στὴ λειτουργία της ὁμολογεῖ «Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον», πλήττουσα διὰ τῆς φράσεως αὐτῆς τὸ κέντρο τῆς τριαδικῆς της πίστεως.

Θεοτοκίον.

«Ναόν σε καθαρὸν καὶ ἄχραντον, ἀειπάρθενε
Θεοτόκε, ὁ Παντουργὸς εὕρηκε μόνην σαφῶς
ἐκ τοῦ αἰῶνος· ἐν ᾧ κατοικήσας ἀνεμόρφω-
σε, τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν ὡς φιλάνθρωπος».
Ναὸ καθαρὸ καὶ ἄχραντο, ἀειπάρθενε Θεοτὸ
κε, ὁ Πλαστουργὸς Θεὸς σὲ βρῆκε μόνη σαφῶς
ἐκ τοῦ αἰῶνος (ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχουν τὰ ὄντα)·
στὸ ὁποῖο κατοικήσας, ἀνεμόρφωσε τὴ φύση
τῶν ἀνθρώπων, ὡς φιλάνθρωπος.
Ἡ Θεοτόκος Μαρία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς «ἀειπάρθενος». Ἡ ὀνομασία αὐτὴ ἀγγίζει τὴν καρδιὰ τοῦ θεομητορικοῦ δόγματος. Ἡ Μαρία παρθένος μὲν ἐγέννησε τὸν Λόγον, ἀλλὰ καὶ μετὰ τόκον παρέμεινε καὶ πάλι παρθένος, μὴ καταδεχθεῖσα γαμικὴ ἕνωση μὲ ἄνδρα, ὅπως ἀντίθετα φλυαροῦν οἱ αἱρετικοί55.
Ἡ Μαρία εἶναι πραγματικὴ Θεοτόκος, γιατὶ μπόρεσε νὰ γεννήσει ἀληθινὰ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος δὲν πέρασε ἀπ᾿ αὐτὴν ὅπως τὸ νερὸ περνᾶ ἀπὸ τὸ σωλῆνα, χωρὶς νὰ πάρει τίποτε ἀπ᾿ αὐτήν. Αὐτὸ ἰσχυρίζονταν στὴν ἀρχαιότητα οἱ γνωστικοὶ αἱρετικοί. Ὁ Λόγος ἔγινε πραγματικὸς ἄνθρωπος. Στὴ μήτρα τῆς Παρθένου πῆρε τὴν τέλεια ἀνθρώπινη φύση του. Ἀπὸ τὴ Μαρία φυσικὰ γεννήθηκε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ ἡ θεότητα δὲν μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ. Αὐτὸ ὅμως ποὺ γεννήθηκε ἦταν «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» (ἀπὸ τὴν πρώτη δηλαδὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεως) ἑνωμένο μὲ τὴ θεότητα. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἑνιαίως ὡς ἄνθρωπος καὶ Θεὸς ὁ αὐτός. Δὲν γεννήθηκε ἡ θεότητα τοῦ Λόγου, ἀλλ᾿ ὁ ἕνας Χριστός, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος συνάμα καὶ Θεός.
Ἡ Μαρία ἀναδείχθηκε στὸ ἀξίωμα τῆς Θεοτόκου γιὰ τὴν πάλλευκή της ἁγνότητα. Μόνην μεταξὺ τῶν γυναικῶν ποὺ ἔζησαν στὴ γῆ τὴ βρῆκε ὁ Θεὸς κατάλληλη, γιὰ νὰ κατοικήσει σ᾿ αὐτὴν σὰν σὲ ναὸ καθαρὸ καὶ πάλλευκο, μὲ σκοπὸ ν᾿ ἀναμορφώσει τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν παραμόρφωση, ποὺ αὐτὴ ὑπέστη μὲ τὴν παρακοὴ τοῦ προπάτορα στὴν Ἐδέμ. Στὴ μήτρα τῆς Παρθένου ὁ Χριστὸς ἐπανέφερε τὴν προσληφθεῖσα φύση στὴν ἀρχέγονή της εὔκλεια καὶ καθαρότητα. Τὴν ἁγίασε καὶ τὴν ἐθέωσε!

ᾨδὴ ε´.

«Ὡς ὁλικῶς, ἐπὶ πάντα τὰ ὄντα τῆς σῆς προ-
νοίας τὰς εἰρηνοδώρους ἁπλῶν ἀκτῖνας, καὶ
σωτηρίους, Βασιλεῦ τῆς εἰρήνης, φρούρησὸν
με ἐν τῇ εἰρήνῃ σου· σὺ γὰρ εἶ ζωὴ καὶ εἰρή-
νη τοῦ σύμπαντος».
Ὅπως ὁλικῶς ἁπλώνεις (σκορπᾶς) σὲ ὅλα τὰ ὄντα
τὶς εἰρηνόδωρες καὶ σωτήριες ἀκτῖνες τῆς προνοίας σου,
Βασιλιᾶ τῆς εἰρήνης, φρούρησε κι ἐμένα στὴν εἰρήνη σου·
διότι σὺ εἶσαι ἡ ζωὴ καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ σύμπαντος.
Ἡ εἰρήνη ὑπάρχει στὴ ζωὴ τῆς τριαδικῆς θεότητος. Φέροντα τὴν ἴδια φύση καὶ βουλή, τὸ ἕνα πρόσωπο τῆς Τριάδος ἐμπεριχωρεῖ ἀγαπητικῶς τὰ δύο ἄλλα καὶ τἀνάπαλιν. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ σύνδεσμος τῆς θεότητος. Πρόσωπα ποὺ ἀγαπιοῦνται εἰρηνεύουν μεταξύ τους, μάλιστα δὲ τὰ πρόσωπα τῆς Τριάδος, ἡ φύση τῶν ὁποίων εἶναι παναγία καὶ ἄσπιλη. Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ὑπερέχει πάντα νοῦν57. Εἶναι μέγεθος ἐξωκοσμικό, ριζωμένο στὴ θεία ἀπειρία, στὴν ὁποία ἀδυνατεῖ νὰ ἐμβατεύσει ὁ μικρὸς νοῦς τοῦ πλάσματος καὶ νὰ τὴ διαταράξει τὸ πνεῦμα τῆς ἀκαθαρσίας.
Ἡ εἰρήνη ὅμως αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἁπλώνεται ὁλικὰ καὶ στὴν ἐξωτερικὴ κτίση, ὡς πρόνοια γιὰ τὰ πλάσματα, ποὺ θέλησε ἡ θεία βουλὴ νὰ φέρει στὸ εἶναι. Ὁ Θεὸς θέλει καὶ ἀγαπᾶ τὰ πλάσματά του, γιὰ τὰ ὁποῖα φροντίζει ὡς πατέρας στοργικὸς καὶ πανάγαθος. Στέλλει σ᾿ αὐτὰ τὶς σωστικὲς καὶ εἰρηνόδωρες ἀκτῖνες τῆς προνοητικῆς θείας του ἐνέργειας, ὥστε νὰ μὴ στασιάζουν ἀλλὰ νὰ ζοῦν ἤρεμα στὸ λόγο τῆς ὑπάρξεώς τους, στὴ φυσικότητα τῆς ζωῆς τους. Τὴν εἰρήνη αὐτὴ ἔχει ἀνάγκη κυρίως ὁ ἄνθρωπος, τὴ ζωὴ τοῦ ὁποίου κατατέμνει καὶ κατασπᾶ ἡ ἁμαρτία, δημιουργώντας ἐχθρότητα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ στάσεις πρὸς τὸ συνάνθρωπο καὶ τὴ φύση ποὺ τὸν περιβάλλει. Προσεύχεται, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος, νὰ τὸν φρουρήσει ὁ Θεὸς στὴν εἰρήνη του, στὴν ἡρεμία τῆς ἅγιας ζωῆς, στὴ γαλήνη τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος κάτω ἀπὸ τὴν πνοὴ τῆς εἰρηνόδωρης χάρης του. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ εἰρήνη τῶν ἀνθρώπων58 καὶ τοῦ σύμπαντος.
«Τῷ Μωϋσῇ, ἐν τῇ βάτῳ ὡς ὤφθης πυρὸς
ἐν εἴδει, Ἄγγελος ἐκλήθης Πατρὸς ὁ Λόγος,
τὴν πρὸς ἡμᾶς σου προδηλῶν παρουσίαν· δι᾿ ἧς
πᾶσι σαφῶς ἀνήγγειλας, κράτος Θεαρχίας
μιᾶς τριφυπόστατον».
Ὅπως φανερώθηκες στὸ Μωϋσῆ στὴ βάτο ὑπὸ
μορφὴν πυρός, ἄγγελος ὀνομάσθηκες ὁ Λόγος
τοῦ Πατρός, δηλώνοντας τὴν παρουσία σου πρὸς
ἡμᾶς· διὰ τῆς ὁποίας ἀνήγγειλες σὲ ὅλους σα-
φῶς τὸ τρισυπόστατο κράτος τῆς μιᾶς θεαρχίας.
Τὸ πῦρ, μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ὁποίου φανερώθηκε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ στὸ Μωϋσῆ στὴν καιομένη καὶ μὴ κατακαιομένη βάτο59, εἶναι εἰκονικὸ τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας Τριάδος. Διότι ὅπως στὸ πῦρ ὑπάρχουν τρία τινά, ἡ μάζα τῆς φωτιᾶς, ἡ λάμψη καὶ ἡ θερμότητα (ἡ καυστικότητα), χωρὶς αὐτὰ νὰ καταλύουν τὴν ἑνότητα τῆς μιᾶς φύσεως τοῦ πυρός, ἔτσι καὶ στὴν ἁγία Τριάδα ὑπάρχει τὸ τρισυπόστατο κράτος τῆς μιᾶς θεαρχίας, τὰ τρία πρόσωπα ποὺ ὑπάρχουν στὴ μία οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Τὶς ἀλήθειες αὐτὲς ἀνήγγειλε στὸν κόσμο ὁ σαρκωθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνασκώντας τὸ προφητικό του ἀξίωμα, ὡς μέγιστος διδάσκαλος καὶ προφήτης τοῦ κόσμου. Εἶναι ὁ «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος», ὁ δηλοποιῶν στὸν κόσμο τὴ λυτρωτικὴ θεία ἀλήθεια καὶ τὶς σωτήριες βουλὲς τοῦ Ὑψίστου.
«Ἡ φυσικήν, συναΐδιον δόξαν προβαλλομένη,
μοναρχικωτάτη Τριὰς ἁγία, τοὺς ὑμνοῦντας
ὀρθοδόξῳ σε πίστει, τῆς σῆς δόξης ἰδεῖν ἀξίω-
σον, ἄναρχον καὶ μίαν αὐγὴν τὴν τρισήλιον».
Ἡ ἁγία καὶ μοναρχικωτάτη Τριάς, ποὺ προβάλλεις
τὴ φυσικὴ καὶ συναΐδιο δόξα σου, ἀξίωσε τοὺς
ὑμνοῦντάς σε μὲ ὀρθόδοξη πίστη νὰ δοῦν
τὴν ἄναρχο καὶ μίαν τριφήλιο αὐγὴ τῆς δόξας σου.
Τὸ νὰ ὁμολογεῖ κανεὶς τὸ ὄνομα τῆς παναγίας καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος, εἶναι πηγὴ χαρισμάτων διὰ τὸν ἄνθρωπο. Λαμβάνει χάρη τὸ πλάσμα ἀπὸ τὴν πηγὴ τῶν χαρίτων, εὐθύνεται στὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς καὶ εὐλογεῖται στὸν ἀγῶνα διὰ τὴν πνευματική του τελείωση, ποὺ εἶναι τὸ τέλος καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του.
Ἡ ὁμολογία ὅμως τοῦ τριαδικοῦ δόγματος πρέπει νὰ γίνεται «ὀρθοδόξως», σύμφωνα δηλαδὴ μὲ τὴν ἀλήθεια, τὴν ὁποία μᾶς φανέρωσε ὁ σαρκωθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι συγκεκριμένη. Ὑπάρχει στὶς πηγὲς τῆς πίστεως καὶ τὴν διδάσκει ἀλάθητα ἡ Ἐκκλησία μας. Ὁ πιστὸς πρέπει νὰ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια αὐτὴ στὸ μέτρο ποὺ τοῦ ἐπιτρέπουν οἱ φυσικὲς δυνάμεις του, νὰ τὴν ἀποδέχεται μὲ πίστη, νὰ τὴν ὁμολογεῖ σωστὰ διὰ τῶν χειλέων του καὶ νὰ τὴ ζεῖ βαθιὰ μέσα στὸ ταμεῖο τῆς ψυχῆς του. Πρέπει νὰ πειθαρχεῖ στὴ διδακτικὴ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας του. Εἶναι φανερὸν ὅτι γιὰ τέτοια ὁμολογία τῆς πίστεως εἶναι λυτρωτικὴ καὶ σωτήρια. Ἀντίθετα ἡ αἱρετικὴ πλάνη καταστρέφει τὴν πίστη καὶ τὴ ζωή. Ὁ αἱρετικὸς ποὺ αὐτοπροαίρετα καὶ πεισματικὰ διαστρέφει τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸ πνευματικὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκόπτεται καὶ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῶν ἁγιασμένων ποὺ εἶναι ὀρθὴ ὁμολογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, καὶ χάνεται. Τέτοιοι ἀντιτριαδίτες αἱρετικοὶ ὑπῆρξαν πολλοὶ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἐσάλευαν τὴν ἑνότητα καὶ τὴ ζωή. Ἀλλὰ καὶ σήμερα ὑπάρχουν πολλοί. Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι, πού, ἐπειδὴ τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος εἶναι ὑπερβατικὸ καὶ ἀκατάληπτο, τὸ ἀπορρίπτουν ὡς ἀντιφατικό, παιδαριῶδες καὶ ἄχρηστο. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ τὸ ἀπορρίπτουν ὡς εἰσηγούμενο τριθεϊσμὸ (τρία πρόσωπα = τρεῖς θεοὶ). Καὶ τέλος εἶναι καὶ οἱ αἱρετικοί, ποὺ καταπολεμοῦν ἁπλῶς τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ τριαδικὸς λόγος τῆς πίστεως εἶναι φυσικὰ πολὺ λεπτὸς καὶ δύσκολος. Ὁ ἁπλοϊκὸς πιστὸς ἀρκεῖ νὰ γνωρίζει τὶς κύριες γραμμὲς τοῦ δόγματος τῆς πίστεως, πειθαρχώντας στὴ διδακτικὴ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας του. Τοῦτο εἶναι ἀρκετὸ διὰ τὴ σωτηρία του. Τέτοιες βασικὲς γραμμὲς μᾶς παρέχει τὸ τροπάριο· τὴ μοναρχικότητα τῆς οὐσίας καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Τριάδος, καθὼς καὶ τὴν ἄκτιστη τρισήλιο αὐγὴ τῶν θείων ὑποστάσεων.

Θεοτοκίον.

«Συνεκτικός, κατ᾿ οὐσίαν ὑπάρχων ὁ Θεὸς Λόγος,
πάντων τῶν αἰώνων ἐν τῇ γαστρί σου, Παρθενομῆτορ,
συνεσχέθη ἀφράστως, τοὺς ἀνθρώπους ἀνακαλούμενος,
πρὸς τὸ ἑνικὸν τῆς μιᾶς Κυριότητος».
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ στὴν οὐσία του (ἐνέργειά του)
συνέχει ὅλους τοὺς αἰῶνες (ὅλα τὰ ὄντα), κρατήθηκε
ἀφράστως στὴ γαστέρα (μήτρα) σου, ἀνακαλούμενος
τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὴν ἑνικὴ οὐσία καὶ ζωὴ
τῆς μιᾶς (τριαδικῆς) κυριότητος.
Ὁ Θεὸς Λόγος συνέχει στὴν ἄκτιστη θεία του ἐνέργεια πάντα τὰ ὄντα, τὰ ὁποῖα σκτίστηκαν «ἐν αὐτῷ» καὶ «δι᾿ αὐτοῦ»60. Τίποτε δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μόνο τὸ κακὸ ὑπάρχει, ποὺ δὲν εἶναι ὅμως οὐσία πλασμένη ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει ὡς ἴδια οὐσιώδης ὀντότητα. Εἶνα ἕνα κενό, τὸ ὁποῖο γεμίζει μὲ περιεχόμενο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα ἐγκαταλείπει τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέψει στὸ ἀγαθό, τὸ κακὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα του ἀφανίζεται. Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι συγχρόνως καὶ ἀγαθὸς καὶ κακός. Ἐννοῶ φυσικὰ τὸ πρᾶγμα ὀντολογικὰ καὶ ὄχι ἠθικά.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν οὐσία του εἶναι ἀκατάσχετος καὶ ἀπεριόριστος, κατασχέθηκε οἰκονομικῶς στὴ γαστέρα τῆς ἁγνῆς Παρθενομήτορος, τῆς Μαρίας, τὴν ὁποία τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἀνέδειξε συγχρόνως καὶ μητέρα καὶ παρθένο. Κατασχέθηκε δὲ ἀφράστως, δηλ. κατὰ τρόπο ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει καὶ νὰ ἐκφράσει ἀνθρώπινη διάνοια. Ὁ ἀντινομικὸς αὐτὸς λόγος τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ ἦταν διάχυτος στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ τοῦ Θεανθρώπου. Συνεσχέθη μὲν στὸν τάφο καὶ στὸν Ἅδη ὁ Κύριος, χωρὶς ὅμως νὰ κατασχεθεῖ στὰ ψυχρὰ τοιχώματα τοῦ μνημείου καὶ τὰ σκοτεινὰ διαμερίσματα τῶν νεκρῶν καὶ τοῦ θανάτου, ὅπως παλαιὰ συνέβη μὲ τὸν Ἰωνᾶ στὴ σκοτεινὴ κοιλία τοῦ κήτοις.
Ἡ λυτρωτικὴ αὐτὴ ἀντινομία τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν ἀνάκληση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν καταμερισμὸ καὶ τὴ διάσπαση τῆς ἁμαρτίας, στὴν ἑνότητα τῆς ἑνικῆς ζωῆς ποὺ ὑπάρχει στὴ μακαρία καὶ ζωοποιὸ Τριάδα, στὴν ὁποία ζοῦσε πρὶν ὁ Ἀδὰμ ἀποπέσει ἀπὸ τὸν Θεό.

ᾨδὴ στ´.

«Θελητὰ τοῦ ἐλέους61 ἐλέησον, τοὺς εἰς σὲ πιστεύ-
οντας, Θεὲ τρισήλιε· καὶ τῶν πταισμάτων λύ-
τρωσαι, καὶ παθῶν καὶ κινδύνων τοὺς δούλους σου».
Σύ, Θεὲ τρισήλιε, ποὺ θέλεις τὸ ἔλεος, ἐλέησε
αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν σὲ σένα· καὶ λύτρωσε
ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τοὺς κινδύνους τοὺς δούλους σου.
Στὸν τρισήλιο καὶ πανάγαθο Θεὸ στρέφεται ὁ πιστὸς γιὰ νὰ λάβει τὸ ἔλεος καὶ τὴ φιλανθρωπία του. Ἔχει δὲ ἀπόλυτη ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος τοῦ θείου ἐλέους στὴν ἐπίμοχθη ζωή του. Πολλὰ εἶναι τὰ πάθη ποὺ ἐκφωλεύουν στὴ φύση του τὴν ψυχικὴ καὶ σωματική, τὰ ὁποῖα ἀπειλοῦν νὰ τα καταστρέψουν καὶ νὰ τὸν ἀφανίσουν. Παράλληλα εἶναι πολλοὶ καὶ οἱ κίνδυνοι, στοὺς ὁποίους ἐκτίθεται καθημερινὰ ὁ ἄνθρωπος στὴν ἐμπερίστατη καὶ ἄστατη ζωή του. Εἶναι, λοιπόν, ἀπαραίτητο νὰ ἔχει τὸ ἔλεος καὶ τὴ θεία συμπάθεια, γιὰ νὰ μπορέσει ν᾿ ἀντέξει στὴν ἐπιβουλὴ τῶν κάθε λογῆς ἐχθρῶν. Χωρὶς αὐτὴν δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε, καταστρέφεται καὶ χάνεται. Ὁ τριαδικὸς Θεὸς εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα καὶ σωτηρία του καὶ σ᾿ αὐτὸν προσφεύγει, κρούοντας τὶς πύλες τῆς χρηστότητος καὶ τῆς ἀγάπης του.
«Ἐν ἀφάτῳ πελάγει χρηστότητος, τὴν ἀπε-
ρινόητον τῆς σῆς ἐλλάψεως, καὶ τριλαμποῦς
Θεότητος, φωτοδότιδα αἴγλην μοι βράβευσον».
Ὄντας σὲ ἄφατο πέλαγος χρηστότητος, δῶσε μου
σὰν βραβεῖο τὴν ἀπερινόητη φωτοδότιδα αἴγλη τῆς
ἐλλάμψεως καὶ τῆς τριλαμποῦς σου θεότητος.
Τὸ αἴτημα τῆς ὀρθόδοξης προσευχῆς γιὰ πολλοστὴ φορὰ ἐπαναλαμβάνεται. Ἡ ψυχὴ ποθεῖ διακαῶς τὴν ἕνωσή της μὲ τὸ φῶς τῆς μακαρίας δόξας τοῦ Θεοῦ. Ζητᾶ τὴν τριαδικὴ τῆς θεότητος ἔλλαμψη, τὴν αἴγλη ποὺ ἀναδίδει φῶς θεῖο καὶ ἀνέσπερο. Ζητᾶ τὴν ἀνάκρασὴ της μὲ τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια. Στὴν ἀνάκραση αὐτὴ ὁ πιστὸς βλέπει τὴ χαρισματικὴ ἀλλοίωση τῆς φύσεώς του. Τὰ ἀγαθὰ βέβαια αὐτὰ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦμε στὸ θόρυβο καὶ τὴν τύρβη τῶν πόλεων καὶ σ᾿ ἕνα ἄγριο στροβιλισμὸ τῆς ὑπάρξεως, δὲν μποροῦμε νὰ τὰ κατανοήσουμε. Ἡ ἐμπειρία τοῦ θείου φωτὸς μᾶς διαφεύγει. Ζοῦμε ἀνύποπτοι τῶν γλυκασμῶν τῆς θείας ἐκτάσεως, ποὺ τελεῖται στὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια. Αὐτὸ εἶναι ἔργο τῶν ὀλίγων καὶ ἐκλεκτῶν. Οἱ πολλοὶ ἐλπίζουμε στὰ ἅγια καὶ τὰ αἰώνια. Στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θὰ γίνει πραγματικότητα ἡ ὅραση τοῦ θείου φωτὸς καὶ ἡ μέθεξη στὴ θεότητα. Εὐτυχισμένοι θὰ εἶναι πραγματικὰ ὅσοι θὰ τὴν ἐπιτύχουν!63

Θεοτοκίον.

«Ἀπορρήτως Παρθένε ὁ Ὕψιστος, ἄνθρωπος
ἐγένετο ἐκ σοῦ τὸν ἄνθρωπον, ὁλικῶς ἐν-
δυσάμενος, καὶ φωτὶ τριλαμπεῖ μὲ κατηύγασε».
Ἀπορρήτως Παρθένε ὁ ὕψιστος Θεὸς ἔγινε
ἐκ σοῦ ἄνθρωπος, ἐνδυσάμενος τὸν ὅλον ἄνθρωπο,
καὶ μὲ κατηύγασε μὲ τὸ τριλαμπὲς φῶς τῆς θεότητος.
Ὁ λόγος τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως εἶναι λόγος μυστηριώδης καὶ ἀπερινόητος καὶ ἐκ τοῦ λόγου τούτου ἀπόρρητος. Καμμιὰ γλώσσα ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ καταλλήλως νὰ τὸν ἐκφράσει. Παραμένει ἀδιάγνωστος καὶ ἀδιερμήνευτος.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, ὁλικῶς «τὸν ἄνθρωπον ἐνδυσάμενος». Ἡ μετοχὴ «ἐνδυσάμενος» δὲν πρέπει νὰ νοηθεῖ μὲ ἀνάχρωση νεστοριανική, δηλαδὴ ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς ἁπλῆς ἠθικῆς ἐνοικήσεως τοῦ Λόγου στὸν ἐκ τῆς Παρθένου ληφθέντα ναό, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς βαθιᾶς ἐσωτερικῆς («φυσικῆς», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) ἑνώσεως τῶν φύσεων στὸ ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Στὴ μήτρα τῆς Παρθένου ὁ Λόγος ἀνέλαβε «ὁλικῶς» τὸν ἄνθρωπο. Δηλαδὴ τὴν πλήρη καὶ τέλειο ἄνθρωπο, μὲ σάρκα ἀληθινὴ καὶ ὄχι φανταστικὴ καὶ ψυχὴ λογικὴ μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις καὶ τὶς λειτουργίες της. Στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχαν παράλληλα καὶ ὅλα τὰ ἀδιάβλητα πάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, οἱ ἁπλὲς δηλαδὴ φυσιολογικὲς κινήσεις καὶ ἀνάγκες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ποὺ δὲν εἶναι καθ᾿ ἑαυτὲς ἁμαρτίες. Ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ συνιστοῦν μιὰ πλήρη καὶ τέλεια ἀνθρώπινη φύση, ὑπῆρχαν στὸν Χριστό. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἦταν τὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας στὴν ὁποιαδήποτε μορφή της63. Ὁ Χριστὸς ἦταν τελείως ἀναμάρτητος. Ἦταν ἀνεπίδεκτος ἁμαρτίας.

Κάθισμα.

«Εὐσπλαγχνίας τὸ πέλαγος ἡμῖν ὑφαπλώσας,
ὑπόδεξαι ἡμᾶς Ἐλεῆμον. Βλέψον εἰς λαὸν
τὸν σὲ δοξάζοντα· δέξαι τὰς ᾠδὰς τῶν αἰ-
τουμένων σε, Τριὰς μονὰς ἄναρχε· εἰς σὲ
γὰρ ἐλπίζομεν, τὸν τῶν ὅλων Θεόν, τῶν
πταισμάτων δοῦναι τὴν συγχώρησιν».
Σὺ ποὺ ἅπλωσες μπροστά μας τὸ πέλαγος
τῆς εὐσπλαγχνίας, ὑποδέξου μας Ἐλεήμων.
Στρέψε τὸ βλέμμα σου στὸ λαὸ ποὺ σὲ δοξάζει.
δέξου τὶς ὠδὲς αὐτῶν ποὺ σὲ ἐπιζητοῦν Τριάς,
ποὺ εἶσαι καίμονάδα ἄναρχη. Διότι σὲ σένα
ἐλπίζουμε τὸν Θεὸν τῶν ὅλων, γιὰ νὰ μᾶς δώ-
σεις συγχώρηση τῶν πταισμάτων μας.
Εἶναι συγκινητικὴ ἡ ἀποστροφὴ τοῦ πλάσματος πρὸς τὸν τριαδικὸ Θεό. Βλέπει τὶς πολλὲς εὐεργεσίες τοῦ πλάστη του (δημιουργία, πρόνοια, λύτρωση) ν᾿ ἁπλώνονται μπροστὰ του σὰν ἕνα ἀχανὲς πέλαγος εὐσπλαγχνίας. Παίρνει θάρρος καὶ ζητᾶ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὸν ἐλεήμονα Θεό. Ζητᾶ νὰ προστατέψει τὸ λαὸ ποὺ τὸν δοξάζει. Τὸν παρακαλεῖ νὰ δεχθεῖ τὶς ὠδὲς τῶν πιστῶν, ποὺ ἀναζητοῦν τὴ σωτήρια χάρη του. Ἐλπίζει ὅτι οἱ προσευχὲς του δὲν θὰ πᾶνε χαμένες. Ἐλπίζει στὴν τριαδικὴ Μονάδα, στὸν ἄναρχο Θεό, ποὺ ἀγαπᾶ τὰ πλάσματά του καὶ τὰ εὐσπλαγχνίζεται στὰ βάσανα καὶ τὶς πολλὲς ἀνάγκες τους. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος μᾶς εἶπε νὰ ζητᾶμε ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ θὰ λάβουμε63. (ὑπάρχει ὁ ἴδιος ἀριθμός)
Νὰ κτυπᾶμε τὴν πόρτα τοῦ ἐλέους του καὶ θὰ μᾶς ἀνοίξει νὰ μποῦμε στὴν ἀπειρία τῆς θείας του ἀγαθότητος. Ἐκεῖνο δὲ ποὺ ἐπίμονα ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ πιστεύουσα ψυχὴ εἶναι ἡ συγχώρηση τῶν πολλῶν της πταισμάτων64. Χωρὶς αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τῆς θείας βασιλείας, νὰ νοιώσει τὴ χαρὰ τὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτηυτη. Φυσικὰ εἶναι καὶ ἡ ἴδια σὲ ἑτοιμότητα νὰ χορηγήσει ἄφεση γιὰ τὰ πταίσματα τῶν ἀδελφῶν της. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι καλωσύνη καὶ ἀγαθότητα. Ἡ μνησικακία εἶναι σπορὰ τοῦ διαβόλου, πού, ἂν παραμείνει, στὴν ψυχὴ θὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν αἰώνια κόλαση.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Εὐσπλαγχνίας κυήσασα πηγήν, συμπαθὴς
σὺ ὑπάρχεις, ἀγαθὴ Θεοτόκε. Σὺ γὰρ τῶν πι-
στῶν μόνη ἀντίληψις. Σὺ τῶν λυπουμένων
ἡ παράκλησις, διό σοι νῦν ἅπαντες, ἐν πί-
στει προσπίπτομεν, εὑρεῖν λύσιν δεινῶν, οἱ
πλουτοῦντες μόνην σε βοήθειαν».
Γεννήσασα τὴν πηγὴν τῆς εὐσπλαγχνίας, εἶσαι
συμπαθὴς ἀγαθὴ Θεοτόκε. Διότι σὺ εἶσαι ἡ
μόνη βοήθεια τῶν πιστῶν. Σὺ εἶσαι ἡ παρηγο-
ρία τῶν λυπουμένων, διὰ τοῦτο τώρα ὅλοι μὲ πί-
στη καταφεύγουμε κοντά σου, γιὰ νὰ βροῦμε λύ-
ση τῶν δεινῶν, ἐμεῖς ποὺ σὲ ἔχουμε πλούσια βοήθεια.
Ἡ Θεοτόκος, ὡς γεννήσασα τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς εὐσπλαγχνίας, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι καὶ αὐτὴ φιλάγαθη καὶ φιλεύσπλαγχνη. Εἶναι ἡ μόνη ἀντίληψη τῶν πιστῶν, ἡ ὁποία ζήσασα τὴ σκληρότητα τῆς ἱστορικῆς της στιγμῆς ὅσο κανένας ἄλλος, εἶναι σὲ θέση νὰ κατανοεῖ πλήρως τὴ δεινὴ περίσταση τῶν πιστῶν καὶ τὰ ποικίλα βιοτικὰ καὶ πνευματικά τους προβλήματα. Καὶ σπεύδει πάντοτε πρόθυμα νὰ παρηγορήσει τὰ πνευματικὰ τέκνα της ἀπὸ τὰ τόσα θλιβερὰ πράγματα, ποὺ γεμίζουν ἀσφυκτικὰ τὴ ζωή τους. Σὲ μιὰ τέτοια ἀγαθόδωρη καὶ σπλαγχνικὴ μάνα ὅλοι οἱ χριστιανοὶ προσέρχονται μὲ πίστη γιὰ νὰ βροῦν λύση τῶν τόσων λυπηρῶν πραγμάτων ποὺ τοὺς ταλανίζουν, ἔχοντας τὴ συναίσθηση ὅτι θὰ βροῦν πλούσια καὶ ἀμέριστη τὴ βοήθειά της. Ἡ Παναγία εἶναι «Χριστιανῶν ἡ προστάτις» καὶ «θλιβομένων ἡ χαρά»65.

ᾨδὴ ζ´.

«Ρυθμίζεις ἀεί, τῶν Ἀγγέλων στρατιὰς πρὸς ἀ-
τρεψίαν, μόνος ὑπάρχων ἀναλλοίωτος, ὁ τρι-
συπόστατος Κύριος· δεῖξον οὖν κἀμοῦ τὴν
καρδίαν, ἀπερίτρεπτον πάντοτε, πρὸς τὸ
δοξάζειν σε θερμῶς, καὶ ἀνυμνεῖν εὐσεβῶς».
Σὺ ὁ τρισυπόστατος Κύριος, ποὺ εἶσαι ὁ μόνος
ἀναλλοίωτος, ρυθμίζεις τὶς στρατιὲς τῶν ἀγγέλων,
ὥστε ἡ φύση τους νὰ μένει σὲ ἀτρεψία. Κάνε
Κύριε, ὥστε καὶ ἡ δική μου καρδία νὰ μένει
ἀπερίτρεπτη, ὥστε νὰ σὲ δοξάζει θερμῶς
καὶ νὰ σὲ ἀνυμνεῖ εὐσεβῶς.
Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄϋλη καὶ ἀναλλοίωτη. Βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὴν κίνηση καὶ τὴ μεταβολή, στὶς ὁποῖες δουλεύουν τὰ κτίσματα. Ἡ ροὴ τοῦ χρόνου δὲν τὴν ἐπηρεάζει, γιατὶ τέτοιος χρόνος δὲν ὑπάρχει στὸν Θεό. Ἡ φύση του εἶναι πέρα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ φυσικὸ χρόνο, ποὺ εἶναι ἔννοια σχηματική, ὑπάρχουσα ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν τὰ κτίσματα. Οὐσιαστικὰ χρόνος δὲν ὑπάρχει, ὄντας πλάσμα τῆς δικῆς μας φαντασίας γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ μετρᾶμε μὲ αὐτὸν τὴν κίνηση καὶ τὴν ἐξέλιξή μας. Ὁ Θεὸς εἶναι «ὁ ὤν»66, αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει πάντοτε, χωρὶς ἀρχή, διαδοχὴ καὶ ἐξέλιξη στὸ χρόνο. Εἶναι αἰώνιος καὶ ἀΐδιος.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἄτρεπτος. Ἡ ἀτρεψία ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ προσδιορισμὸ τῆς φύσεὼς του. Ὅ,τι εἶναι, παραμένει σταθερὸ καὶ ἀναλλοίωτο67. Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτόν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τρεπτὸς καὶ ἀλλοιωτός. Ἡ φύση του διηνεκῶς μεταβάλλεται. Ἐξελίσσεται χρονικά, ἔχοντας τέλος καὶ ἀρχή. Στὴν ἠθικὴ σφαῖρα -καὶ αὐτὸ ἔχει μεγαλύτερη σημασία- ἡ καρδιά του δὲν μένει σταθερὰ προσηλωμένη στὸ ἀγαθὸ καὶ τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ. Τρέπεται καὶ μεταβάλλεται. Μεταπίπτει σὲ ἀντίθετες καταστάσεις, φιλοξενεῖ μέσα της ἐπιθυμίες ἀνοίκειες, λογισμοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ σκέψεις ἀκάθαρτες. Αὐτὸ εἶναι ἐπικίνδυνο. Ἡ εὐχερὴς τροπὴ καὶ ἐναλλαγὴ καταστάσεων εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ τῆς στοιχίσει πολὺ ἀκριβὰ στὴν ἠθική της ἐξέλιξη. Μπορεῖ νὰ τῆς κοστίσει τὴν ἀπώλεια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ προσεύχεται στὸν τριαδικὸ Θεὸ νὰ τῆς χαρίσει ἀτρεψία. Νὰ τῆς δώσει σταθερότητα γνώμης, προσήλωση στὸ νόμο καὶ τὸ ἅγιο θέλημά του. Γιατὶ ἔτσι μόνο θὰ μπορέσει νὰ τὸν δοξάζει θερμά, καὶ μὲ εὐσέβεια ν᾿ ἀνυμνεῖ τὸ πανάγιο ὄνομά του.
«Χοροὶ νοεροί, τῶν ἄϋλων οὐσιῶν ταῖς σαῖς
ἀκτῖσι, Θεὲ μονάρχα καὶ τρισήλιε, καταυγα-
ζόμενοι γίνονται, θέσει δευτερεύοντα φῶτα· ὧν
κἀμὲ ταῖς ἐλλάμψεσι, καὶ μετουσίαις δεῖξον
φῶς, ὡς φωτουργὸς καὶ τριλαμπής.
Οἱ νοεροὶ χοροὶ τῶν ἀΰλων οὐσιῶν (τῶν ἀγγέλων),
φωτιζόμενες, Θεὲ μονάρχη καὶ τρισήλιε, μὲ τὶς ἀκτῖνες
(τῆς θείας δόξας σου), γίνονται θέσει φῶτα δεύτερα ἀντλὼν-
τας τὸ φῶς τους ἀπὸ σένα ποὺ εἶσαι τὸ πρῶτο καὶ κύριο
φῶς). Μὲ τὶς ἐκλάμψεις, λοιπόν, καὶ μετουσίες αὐτῶν,
ἀνάδειξε καὶ ἐμένα φῶς, ὡς τριλαμπὴς Θεὸς καὶ φωτουργός.
Ἡ καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας λατρεύει τὸ ἄτκιστο θεῖο φῶς.Κτυπᾶ στὸν ἀΐδιο παλμό του. Τὸ βλέπει νὰ διεμπυρίζει τὴν οὐσία της, νὰ φλέγει τὴν ὑπόστασή της. Γιὰ τὸ φῶς αὐτὸ ἔδωσε σκληρὲς μάχες στὴν ἱστορία της, κατεπολέμησε δεινοὺς λατίνους ἀντιπάλους (τὸν Βαρλαὰμ καὶ τοὺς ὀπαδούς του), οἱ ὁποῖοι ἀνριοῦνταν τὴν ἄκτιστη φύση του καὶ τὸ κατέβαζαν στὸ ἐπίπεδο τῶν κτισμάτων, διακωμωδώντας τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μέθεξη σ᾿ αὐτὸ τῶν μοναχῶν τοῦ ἁγίου Ὄρους.
Οἱ νοεροὶ χοροὶ τῶν ἀγγέλων δεχόμενοι στὴν ἄϋλη φύση τους τὶς ἀκτῖνες τῆς τρισηλίου καὶ μοναρχικῆς θεαρχίας, ἀποστίλβουν τὴ λαμπρότητα τῆς θείας ἐνέργειας, γινόμενοι «φῶτα δευτερεύοντα». Τὸ πρῶτο φῶς εἶναι ἡ ἁγία Τριάδα. Σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ἔμφυτη ἡ ἀκτῖνα τῆς θείας ἐνέργειας, ἡ φωτοχυσία τῆς τριαδικῆς λαμπρότητος. Τὸ φῶς τῆς ἁγίας Τριάδας εἶναι ἐγγενὲς στὴν ἄπειρη οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία προαιωνίως ἀναλάμπει καὶ διαχύνεται στὸν κόσμο. Ὅταν οἱκαθαρὲς λογικὲς φύσεις δέχονται μέσα τους τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὸ διαχέουν καὶ αὐτὲς τριγύρω μοιάζοντας μὲ μικροὺς φωτεινοὺς ἡλίους. Γίνονται καὶ αὐτοὶ φωτεινοὶ Θεοί. Κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μας οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπως λάμπει ὁ ἥλιος68. Τὴν κοινωνητὴ λαμπρότητα τῆς θείας φύσεως ἔδειξε κατὰ ἕνα μέρος της ὁ Σωτὴρ στὴ θεία του Μεταμόρφωση. Αὐτὴν εἶδαν οἱ Μαθητές, ὅσο μποροῦσε νὰ χωρέση ἡ κτιστὴ φύση τους69.
Ἡ προσευχόμενη ψυχὴ ποθεῖ νὰ τύχει τῆς θείας ἐλλάμψεως. Ὁ ἀγαπητικὸς θεῖος ἔρως τὴν φλογίζει. Στὴ θεία μετουσία ποθεῖ νὰ δεῖ τὸ φῶς, τὸ ὁποῖο παρέχει στοὺς καθαρούς, ὡς φωτουργὸς τριλαμπής, ὁ μονάρχης (= μία ἀρχὴ) Θεὸς καὶ τρισήλιος.

Θεοτοκίον.

«Ἰθύνειν ἡμᾶς, καὶ ὑψοῦν πρὸς οὐρανοὺς μὴ δια-
λείπης, τοὺς σὲ φιλοῦντας, ὁ δι᾿ ἄφατον φιλανθρω-
πίαν γενόμενος, ἄνθρωπος ἐν μήτρᾳ Παρθένου,
καὶ θεώσας τὸν ἄνθρωπον, καὶ θρόνῳ δόξης
τῷ Πατρὶ συγκαθεζόμενος».
Μὴ σταματήσεις ποτὲ νὰ ὁδηγεῖς καὶ νὰ ὑψώνεις
στοὺς οὐρανοὺς αὐτοὺς ποὺ σὲ ἀγαποῦν, σὺ (ὁ Θεὸς)
ποὺ διὰ τὴν ἄφατή σου φιλανθρωπία ἔγινες ἄνθρω-
πος στὴ μήτρα τῆς Παρθένου καὶ ἐθέωσες τὸν
ἄνθρωπο, καθήμενος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα στὸ θρόνο
τῆς ἄπειρης θείας δόξας σου.
Ὁ εἰδικὸς καρπὸς τῆς θείας τοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἡ θέωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Εἰδικὰ δὲ τοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ ἡ φύση τῶν ἀγγέλων δὲν μετέχει στὸ ἐν Χριστῷ θεῖο θεωτικὸ ἀγαθό. Ἑστία καὶ κέντρο τῆς θεώσεως αὐτῆς εἶναι ἡ μήτρα τῆς Παρθένου, ὅπου ὁ Θεὸς προσέλαβε τὸν ἄνθρωπο, ἑνωθεὶς μὲ τὴ φύση του ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ θεώθηκε πλήρως στὴν ἀπερινόητη τῶνδύο φύσεων συνδρομή. Θεώθηκε στὸ ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς βέβαια νὰ ἐκπέσει τῆς δικῆς της ποιότητος, ὡς φύσεως πεπεραγμένης καὶ κτιστῆς. Στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχεν ἑνωμένη στὸ πλήρωμά της ἡ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, ἐνῶ εὐρύτερα στὸν Θεάνθρωπο ὑπῆρχαν ἡ ἄπειρη οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Μὲ αὐτὰ ἦταν ἑνωμένη ὑποστατικῶς καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου ἡ θέωση μεταβαίνει «δυνάμει» καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι μυστικῶς ἐνσωματωμένοι στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Σωτῆρος. Γίνεται δὲ πραγματικότητα μὲ τὴ χάηρ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ στὸ μέτρο ποὺ ὁ ἄνθρωπος θελήσει νὰ ἐργασθεῖ διὰ τὴν ἀπόκτησή της. Ἡ ἐργασία αὐτὴ συνίσταται στὴ ψυχοσωματικὴ κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοὺς ρύπους τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι δὲ σαφὴς ἡ δήλωση τοῦ Κυρίου, ὅτι μόνον «οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ τὸν Θεὸν ὄψονται»70. Οἱ ἠθικὰ ἀκάθαρτοι ἀποκλείονται ἀπὸ τὴ μακαρία θέαση τοῦ φωτὸς τῆς δόξης. Ἡ σκοτεινὴ φύση τους εἶναι ἀνεπίδεκτη τῆς θείας μετουσίας, τῶν φωτεινῶν ἐλλάμψεων τῆς ἀκτίνας τῆς θείας ἐνέργειας.

ᾨδὴ η´.

«Ἀπρόσιτε Τριάς, συναΐδιε συνάναρχε Θεαρχία,
ἡ ἀπαράλλακτος ἐν πᾶσι, πλὴν τῶν φωσφόρων
ἰδιοτήτων, πᾶσαν πονηρίαν κατάργησον,
τῶν ἀντικειμένων βουλήν, καὶ ἐνόχλησιν
τῶν δαιμόνων, ἀβλαβῆ τηρῶν με ἀεί, Κύριε πάντων».
Ἀπρόσιτη Τριάδα, συναΐδια καὶ συνάναρχη Θεαρχία,
ποὺ εἶσαι ἀπαράλλακτη σὲ ὅλα, ἐκτὸς τῶν φωτοειδῶν
ἰδιοτήτων (τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων), κατάργησε
κάθε πονηρία, κάθε βουλὴ τῶν ἀντικειμένων
(στὴν πίστη) καὶ κάθε ἐνόχληση τῶν δαιμόνων,
τηρώντας με πάντοτε ἀβλαβῆ, Κύριε τῶν πάντων.
Ἡ ᾠδὴ διατυπώνει συνοπτικὰ τὴ θεολογία τῆς Τριάδος. Τὰ βασικὰ στοιχεῖα τοῦ δόγματος εἶναι· τὸ ἀπρόσιτον τῆς τριαδικῆς φύσεως, ἡ ὁποία, ὡς πολλάκις ἐτονίσθη, ὑπερβαίνει ἀπολύτως κάθε κτιστὸν εἶναι καὶ παραμένει σκοτεινὴ καὶ ἀδιάγνωστη σὲ κάθε φυσικὴ δυνατότητα· τὸ συναΐδιο καὶ συνάναρχο τῆς οὐσίας τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Στὴν τριάδα δὲν ὑπάρχει ἡ κατηγορία τοῦ χρόνου. Οὐσία, ὑποστάσεις καὶ ἐνέργειες ὑπάρχουν ἀϊδίως στὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχουν πρόσωπα προγενέστερα ἢ μεταγενέστερα στὴν Τριάδα· τὸ ὁμοούσιο τῶν προσώπων, ποὺ εἶναι ἀπαράλλακτα μεταξύ τους καὶ τέλος ἡ διαφορότητα τῶν ὑποστάσεων, ποὺ δὲν εἶναι διαφορὰ οὐσιώδης, ἀλλὰ διάκριση στὴ θεότητα. Ἐνῶ ἡ οὐσία τῶν προσώπων εἶναι ἡ αὐτή, ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχουν τρεῖς Θεοί, ἀλλὰ μονάχα ἕνας, τὰ ὑποστατικά τους ἰδιώματα εἶναι διαφορετικά. Ὁ Πατὴρ δὲν εἶναι Υἱὸς οὔτε Πνεῦμα ἅγιο, οὔτε ὁ Υἱὸς εἶναι Πατὴρ καὶ Πνεῦμα κ.ο.κ. Τὰ ἰδιώματα εἶναι αὐστηρῶς προσωπικά, ἀκοινώνητα καὶ ἀμεάδοτα. Τὸ ἀντίθετο θὰ ἐπέφερε σύγχυση, καταλύοντας τὴ φυσικὴ σχέση καὶ τάξη τῆς Τριάδος.
Ἀπὸ τὴ θεωρία ὁ ὑμνωδὸς κατέρχεται στὴν πράξη. Ἀφοῦ ὁμολόγησε ὀρθοδόξως τὸν Θεόν, στρέφει τὸ βλέμμα του πρὸς τὸν ἑαυτό του, τὴν πνευματικὴ περίσταση καὶ ἀνάγκη του. Ζητᾶ ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα ἐνίσχυση στὸν ἀγῶνα του, βοήθεια ἐναντίον τῶν ἀντικειμένων στὸ πνευματικὸ ἔργο του, στὴν ἐπιβουλὴ καὶ ἐνόχληση τῶν δαιμόνων ποὺ ἀνύστακτα μάχονται νὰ τὸν παραποδίσουν καὶ νὰ ὑποκλέψουν τὴν ψυχή του71. Ἔτσι θὰ παραμείνει ἀβλαβὴς στὴν κακουργία τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἀκέραιος στὸ πνευματικὸ ἔργο του καὶ ἄξιος λάτρης τῆς ἁγίας Τριάδος.
«Σοφῶς καὶ πανσθενῶς, ἀπερίγραπτε τρισή-
λιε Μοναρχία, ἡ ὑποστήσασα τὸν κόσμον, καὶ
συντηροῦσα ἐν ἀλωβήτῳ τάξει παντελεῖ, ἐνοί-
κησον τῇ ἐμῇ καρδίᾳ, ὑμνεῖν καὶ δοξάζειν σε
ἀσιγήτως, σὺν χοροῖς Ἀγγέλων, εἰς πάντας τοὺς
αἰῶνας».
Σύ, ἀπερίγραπτε τρισήλιε Μαναρχία, ἡ ὁποία
μὲ παντοδυναμία καὶ σοφία ἔδωσες ὑπόσταση
στὸν κόσμο, τὸν ὁποῖο συντηρεῖς ἄθικτο
σὲ μιὰ τέλεια τάξη, ἐνοίκησε στὴν καρδιὰ
μου γιὰ νὰ σὲ ὑμνῶ καὶ δοξάζω ἀσιγήτως, εἰς
ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Τὸ δόγμα τῆς δημιουργίας καὶ πρόνοιας τοῦ κόσμου θίγεται ἐδῶ ἀκροθιγῶς. Ὁ κόσμος εἶναι ἔργο τῆς θείας πανσοφίας καὶ παντοδυναμίας. Ἐπ᾿ αὐτοῦ ἀνακλοῦν οἱ θεῖες ἰδιότητες72, στὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν εὔτακτη λειτουργία του. Εἶναι πραγματικὰ ἕνα στολίδι, ἕνα κόσμημα (κόσμος), ποὺ ἐξαγγέλλει τὴ δόξα τοῦ ἀπείρου πλαστουργοῦ του73. Ὅμως ἕνα τέτοιο ἀριστουργηματικὸ κομψοτέχνημα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἔργο ὁποιουδήποτε, ἀλλὰ μονάχα ἑνὸς πανσθενοῦς δημιουργοῦ. Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὰ πάντα μὲ ἕνα παντοδύναμο λόγο του. Ὡς ἀγαθὸς ὅμως ὁ πλαστουργός, δὲν ἐγκαταλείπει τὰ ὄντα ποὺ ἔπλασε νὰ ἐξελίσσονται εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ φροντίζει διὰ τὴ συντήρηση καὶ τὴν εὔτακτη λειτουργία τους. Τίποτε δὲν χάνεται ἀπὸ ὅ,τι ἔπλασε ὁ Θεός, ἀλλὰ ὑπάρχει στὴν κυριαρχική του πρόνοια, ἡ ὁποία δὲν ἀφήνει τὰ πλάσματα, τὰ θελημένα ἀπὸ τὴν ἀπειράγαθη θεία βουλή, νὰ χωρήσουν στὴν ἀνυπαρξία. Τὰ ὑποβαστάζει καὶ τὰ συγκρατεῖ στὴ συντηρητική του θεία ἐνέργεια.
Αὐτὸν ποὺ ὑπάρχει στὰ ὄντα καὶ τὰ συντηρεῖ, οἱ πιστοὶ παρακαλοῦν νὰ ἔλθει μὲ τὴ χάρη του νὰ ἐνοικήσει στὶς καρδιές τους, ὥστε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους ν᾿ ἀπευθύνουν διηνεκῶς αἶνο καὶ δοξολογία στὴ μοναρχικὴ τρισήλιο θεαρχία.
«Σοφία τοῦ Πατρός, ἀκατάληπτε ἀνέκφραστε
Θεοῦ Λόγε, τὴν ἀμετάβλητόν σου φύσιν οὐκ
ἀλλοιώσας, τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν συμπα-
θῶς ἀνέλαβες· καὶ τὴν ἑνιαίαν Τριάδα,
ἐδίδαξας πάντας σέβειν, ὡς κυριαρχίαν,
ἁπάντως τῶν αἰώνων».
Σοφία τοῦ Πατρός, ἀκατάληπτε καὶ ἀνὲκ-
φραστε Λόγε τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἀλλοιώσεις
τὴν ἀμετάβλητη φύση σου, ἀνέλαβες ἀπὸ
συμπάθεια τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅλους
ἐδίδαξες νὰ λατρεύουν τὴν ἑνιαία Τριάδα, ὡς
κυριαρχία ἐπάνω σ᾿ ὅλους τοὺς αἰῶνες (τὰ ὄντα).
Ὁ ὑμνῳδὸς ἐδῶ ἀναφέρεται στὴν ἀναλλοίωτη σάρκωση τοῦ Λόγου. Ἀφοῦ τὸν χαρακτηρίσει ὡς Σοφίαν74 τοῦ Πατρός, ὡς Λόγον75 ἀνέκφραστο καὶ ἀκατάληπτο, τονίζει ὅτι δὲν ἀλλοίωσε τὴν ἀμετάβλητη φύση του, ὅταν συμπαθῶς ἀνέλαβε στὸ πρόσωπό του τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων. Ἐδῶ τονίζεται μιὰ κορυφαία στιγμὴ τοῦ χριτολογικοῦ δόγματος. Ἡ σάρκωση ὑπῆρξεν ἀνεκφοίτητη. Ὁ Λόγος δὲν κινήθηκε ἀπὸ τὸ θεῖο του ἀξίωμα, προσλαβὼν τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν συντελέστηκε μετάσταση τοπική, ἀλλὰ συγκατάβαση θεϊκή76. Ὁ Λόγος προσέλαβε ἐκεῖνο ποὺ τέως δὲν εἶχε. Προσέλαβε τὴ ξένη φύση, χωρὶς ἡ δική του νὰ ὑποστεὶ ἀλλοίωση καὶ μετατροπὴ77. Πάθη ἀνθρώπινα εἶναι ἀδύνατο νὰ δεχτεῖ ἡ ἄπειρη φύση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι φύσει ἀπαθὴς καὶ ἀναλλιώτη. Πλανῶνται δὲ ὅσοι δέχονται σύγχυση καὶ σύνθεση τῶν φύσεων στὸ ἀπερινόητο θεῖο μυστήριο. Παρόμοιες ἀντιλήψεις (μονοφυσιτικὲς) ὑποστηρίχθηκαν στὴν ἀρχαιότητα, αὐτὲς δὲ κατεδίκασε ἡ Ἐκκλησία.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γενόμενος ἄνθρωπος, ἐδίδαξε ὅλους νὰ λατρεύουν τὴν ἑνιαία Τριάδα, ὡς κυριαρχίαν ἐπὶ πάντων, δηλαδὴ Θεὸ παντοκράτορα (Σύμβολο Πίστεως· «Πατέρα παντοκράτορα»).

ᾨδὴ θ´.

«Ἐκ φωτὸς ἀνάρχου, συνάναρχος Υἱὸς φῶς
ἐξανέτειλε, καὶ συμφυὲς φῶς Πνεῦμα, ἐκ-
πεπόρευται, ἀπορρήτως, θεοπρεπτῶς, ἀρ-
ρεύστου τῆς γεννήσεως, πιστευομένης ἅμα
δέ, καὶ τῆς ἀφράστου ἐκπορεύσεως».
Ἀπὸ τὸ ἄναρχο φῶς (τοῦ Πατρὸς) ἐξανέτειλε
τὸ φῶς τοῦ συνάναρχου Λόγου, καὶ
ἐκπορεύεται τὸ φῶς τοῦ συμφυοῦς Πνεύματος
κατὰ τρόπο ἀπόρρητο καὶ θεοπρεπῆ, πιστευομένης
ὡς ἄρεευστης τῆς γεννήσεως (τοῦ Υἱοῦ) καὶ ἄφραστης τῆς
ἐκπορεύσεως (τοῦ ἁγίου Πνεύματος).
Ἡ ᾠδὴ αὐτὴ εἶναι καθαρὰ θεολογική. Ἐπαναλαμβάνονται ἐδῶ ὅ,τι καὶ σὲ προηγούμενες ὠδές. Φῶς ἄναρχο καὶ ἀΐδιο ὁ Πατήρ. Φῶς καὶ ὁ Υἱός, ὁ ὁποῖος εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα, ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ὁποίου προέρχεται διὰ τῆς γεννήσεως. Ὁμοίως ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς προέρχεται ἀϊδίως καὶ τὸ συμφυὲς Πνεῦμα διὰ τῆς ἐκπορεύσεως. Οἱ πρόοδοι τῶν ὑποστάσεων εἶναι ἀπόρρητες καὶ θεοπρεπεῖς. Ἐπειδὴ ὑπερβαίνουν τὴν ἀνθρωπίνη κατάληψη, δὲν μποροῦν νὰ ἐκφραστοῦν ἀπὸ γλώσσα ἀνθρώπινη. Εἶναι σχέσεις μυστηριακές, πρὸς τὶς ὁποῖες ἀνεβαίνει διὰ τῆς πίστεως ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι δὲ σχέσεις θεοπρεπεῖς, ἀπὸ τὶς ὁποῖες πρέπει ν᾿ ἀποκλειστοῦν ἀνθρώπινες ἀναλογίες. Ὅταν λέμε, λ.χ., γέννηση, ὁ νοῦς μας δὲν πρέπει νὰ πηγαίνει στὴν ἀνθρώπινη γέννηση, ποὺ γίνεται διὰ ρεύσεως στὴ γαμικὴ ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικός. Ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναιἄρρευστη, γέννηση πενυματική, ἀνάλογη πρὸς τὴν πνευματικότητα τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν πρόοδο τοῦ παναγίου Πνεύματος. Εἶναι καὶ αὐτὴ σχέση μυστηριακὴ καὶ ἀπόρρητη. Τὴν ἐκδοχὴ τοῦ δόγματος δὲν πρέπει νὰ παριστάνουμε μὲ ἀναλογίες ἀνθρώπινες, -ἢ τουλάχιστο νὰ εἴμαστε προσεκτικοί, ὅταν τὸ κάνουμε-, γιατὶ εἶναι δυνατὸ νὰ πλανηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, μὲ συνέπειες ἀνυπολόγιστες διὰ τὴ σωτηρία μας.
«Λάμψον τὰς καρδίας, τρισήλιε θεότης τῶν
ὑμνούντων σε, τῷ τριλαμπεῖ φωτί σου, καὶ
δὸς σύνεσιν, τοῦ ἐν πᾶσι κατανοεῖν, καὶ πρὰτ-
τειν τὸ σὸν θέλημα, τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον,
καίμεγαλύνειν, καὶ δοξάζειν σε».
Λάμψε στὶς καρδιές, τρισήλιες θεότης, αὐτῶν
ποὺ σὲ ὑμνοῦν, μὲ τὸ τριλαμπές σου φῶς, καὶ
δῶσε σύνεση νὰ κατανοοῦμε σὲ ὅλα καὶ
νὰ πράττουμε τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸ καὶ
τέλειο, νὰ μεγαλύνουμε καὶ νὰ δοξάζουμε
τὸ ἄπειρο Ὄνομά σου.
Ὁ θεῖος φωτισμὸς εἶναι ἀπαραίτητος διὰ τὴν κατανόηση τῆς θείας ἀλήθειας. Μὲ τὸ φυσικὸ φῶς τῶν δυνατοτήτων του δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ βρεῖ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Μπορεῖ νὰ στοχασθεῖ κάποια εἰκόνα, κάποια ἰδέα τοῦ Θεοῦ· αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Εἶναι μιὰ ἁπλῆ ἐπινόηση τοῦ Θεοῦ, χωρὶς οὐσιαστικὸ περιεχόμενο καὶ δύναμη λυτρωτική. Εἶναι ἕνα εἴδωλο κομμένο στὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τίποτε περισσότερο. Ἂν δὲ ὁ ἄνθρωπος τὸ λατρεύσει, γίνεται εἰδωλολάτρης. Στὸ ὕψος τοῦ Θεοῦ ἀνάγεται κατὰ τὸ δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος μόνο διὰ τοῦ φωτισμοῦ τῆς θείας ἐνέργειας. Πρέπει νὰ φωτισθεῖ ὁ νοῦς διὰ τῆς χάριτος τῆς παναγίας Τριάδος, ὥστε νὰ νοήσει πρῶτον τὴ ματαιότητα τοῦ ψεύδους καὶ τῆς πλάνης, στίγματα τῆς ἁμαρτίας στὴν ψυχή, καὶ ν᾿ ἀνοιχτεῖ ἀκολούθως στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ν᾿ ἀποδεχτεῖ καὶ νὰ βιώσει στὴν καρδιά του αὐτὸ ποὺ ὁ Λόγος τοῦ φανέρωσε στὸν κόσμο, φωτίζοντας καὶ σώζοντας τὸν ἄνθρωπο.
Ἡ ψυχὴ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ σύνεση, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι σὲ θέση σὲ ὅλες τὶς στιγμὲς τοῦ βίου, σὲ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα συμβάματα, νὰ νοεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸ καὶ εὐάρεστο78, καὶ νὰ τὸ πράττει ἀταλάντευτα, ὑμνώντας καὶ μεγαλύνοντας τὸν ἅγιο Θεό. Σ᾿ αὐτὰ ὑπάρχει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη.
«Ἄπειρος τῇ φύσει, ὑπάρχων ὡς Θεός, ἄπειρον
πέλαγος τῶν οἰκτιρμῶν, ὡς ἔχων κατῳκτείρησας,
Τριὰς πρώτην, οὕτω καὶ νῦν, οἰκτείρησον τοὺς δούλους σου,
καὶ τῶν πταισμάτων λύτρωσαι, καὶ τῶν πειρασμῶν
καὶ περιστάσεων».
Τριάδα (ἁγία), ποὺ κατὰ τὴ φύση σου εἶσαι Θεὸς καὶ
ἔχοντας ἄπειρο πέλαγος οἰκτιρμῶν, κατοικτείρησες
πρώτην (;), ἔτσι καὶ τώρα σπλαγχνίσου τοὺς δούλους
σου καὶ λύτρωσέ τους ἀπὸ τὰ πταίσματα, τοὺς πει-
ρασμοὺς καὶ τὶς περιστάσεις τους.
Καὶ πάλι ἡ προσφυγὴ στὸ θεῖον ἔλεος καὶ τοὺς ἄπειρους οἰκτιρμοὺς τῆς παναγίας Τριάδος. Οἱ πιστοὶ ἔχουν ἀπόλυτη ἀνάγκη τῆς τριαδικῆς χάριτος γιὰ νὰ λάβουν λύτρωση ἀπὸ τὰ πταίσματα ποὺ πνίγουν τὴν ψυχή τους, καὶ δύναμη γιὰ νὰ νικήσουν τοὺς πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς περιστάσεις, μὲ τὶς ὁποῖες εἶναι ζυμωμένη ἡ ζωή τους.

Θεοτοκίον.

«Σῶσόν με Θεέ μου, παντοίας ἐπηρείας καὶ κακώσεως,
ὁ ἐν τρισὶ προσώποις ἀνυμνούμενος ἀνεκφράστως
μοναδικῶς, Θεὸς καὶ παντοδύναμος· καὶ τὴν σὴν
ποίμνην φύλαττε, τῆς Θεοτόκου ταῖς ἐντεύξεσιν».
Σῶσε με Θεέ μου ἀπὸ κάθε ἐπήρεια καὶ κάκωση,
σὺ ποὺ ἀνυμνεῖσαι ἀνεκφράστως σὲ τρία πρόσωπα
μοναδικῶς (σὲ μιὰ οὐσία), ὡς Θεὸς παντοδύναμος.
Καὶ φύλαττε τὴν ποίμνη σου διὰ τῶν προσευχῶν τῆς Θεομήτορος.

ΗΧΟΣ Γ´

Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ

Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Αἰνῶ Τριάς σε τὴν μίαν Θεαρχίαν.

ᾨδὴ α´.

«Ἀκατάληπτε μόνη Κυριαρχία, καὶ μία
τριαδικὴ Θεαρχία, τριλαμποῦς αἴγλης με
τῆς σῆς ἀξίωσον νῦν, ὅπως ἀνυμνήσω σε,
τὴν ὑμνουμένην ἀπαύστως, τρισαγίοις
ᾄσμασιν, Ἀγγέλων στόμασιν».
Ἀκατάληπτη μόνη Κυριαρχία καὶ μία τριαδικὴ
θεαρχία, ἀξίωσέ με τώρα νὰ λάβω τὴν τρίφωτη
αἴγλη σου, γιὰ νὰ ἀνυμνήσω σέ, ποὺ ὑμνεῖσαι
ἀπαύστως μὲ τρισάγια ἄσματα ἀπὸ τὰ ἄϋλα
στόματα τῶν ἀγγέλων.
Ὁ ὑμνωδὸς ἔχει ἐπίγνωση τῶν πραγμάτων. Βλέπει μυστικὰ τοὺς ἅγιους ἀγγελικοὺς νόας νὰ ἀνυμνοῦν ἀσιγήτως τὴ μεγαλοδύναμη δόξα τῆς Τριάδος. Τὰ ἄσματά τους εἶναι τρισάγια. Προέρχονται ἀπὸ φύση φωτεινὴ καὶ πάλλευκη, στὴν ὁποία οὐδὲ τὸ παραμικρὸ στίγμα ἠθικοῦ μολυσμοῦ δὲν ὑπάρχει. Τὰ πενύματα τοῦ Θεοῦ, παγιωθέντα στὸ ἀγαθό, βρίσκοτναι ἀμετάκλητα ριζωμένα στὴν ἀδιάφθορη δόξα τῆς Τριάδος, τὴν ὁποίαν ἀνακλοῦν στὴ θεοειδῆ ἄϋλη φύση τους. Ὅπως δὲ ἅγια εἶναι ἡ φύση τους, ἔτσι ἅγια εἶναι καὶ τὰ ἄσματα, τὰ ὁποῖα ἀναπέμπουν στὸν τριαδικὸ Θεό, στὴν ὑπηρεσία τοῦ ὁποίου εἶναι ἐνταγμένα.
Ἡ φύση ὅμως τοῦ ὑμνωδοῦ εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἐπίκαιρη. Ἐνόσο πλέει στὸ πολυκύμαντο πέλαγος τοῦ βίου, αἰσθάνεται βαθύτερα τὴ μηδαμινότητα καὶ τὴν ἀσθένειά της. Ἐν τούτοις ποθεῖ καὶ αὐτὴ νὰ ψάλλει τὰ μεγαλεῖα τοῦ δημιουργοῦ καὶ σωτῆρος της. Θέλει νὰ ἀπευθύνει ὕμνο πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἀπὸ μόνη της ἀδυνατεῖ νὰ τὸ πράξει. Δὲν ἔχει ἄσματα ἄξια. Προσφεύγει, λοιπόν, πρὸς τὴν τριαδικὴ Θεαρχία, τὴ μόνη ἀκατάληπτη Κυριαρχία, καὶ ζητᾶ τὸ φῶς της, στὴ διάσταση τοῦ ὁποίου μπορεῖ ν᾿ἀνυμνήσει τὴ μακαρία δόξα τῆς Τριάδος. Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν· ἢ ὅπως ψάλλουμε στὴ Δοξολογία· «Ὅτι παρά σοι πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Ὁ ὕμνος προέρχεται ἀπὸ τὴν Τριάδα καὶ κατατείνει στὴν Τριάδα. Ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι τὸ εὐτελὲς μέσον. Ἀλληλούϊα!
«Ἱερῶς τῶν Ἀΰλων πᾶσαι αἱ τάξεις ὑμνοῦσι,
ποιητικὴν ὡς αἰτίαν, ἑνικὴν τρίφωτον
ἀρχικωτάτην σαφῶς· αἷς συμφώνως μέλψωμεν,
καὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ πλήθη, καὶ πιστῶς δο-
ξάσωμεν, πηλίνοις στόμασιν».
Ὅλες οἱ τάξεις ἀΰλων δυνάμεων (οἱ ἄγγελοι
ὑμνοῦν σέ, ποὺ εἶσαι σαφῶς ἡ ποιητικὴ (τῶν ὄντων)
αἰτία, ἡ ἑνικὴ καὶ τρίφωτη καὶ ἀρχυκώτατη.
Μαζὶ μὲ αὐτὲς καὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ
πλήθη μὲ μιὰ φωνὴ ἂς ψάλλουμε (τὴ δόξα της)
καὶ ἂς τὴ δοξάσουμε μὲ τὰ πήλινά μας στόματα.
Ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ οὐδέποτε ἀνεβαίνει μόνη της πρὸς τὸν ποιητὴ καὶ πλάστη της. Ἀνεβαίνει ὡς κόσμος, στὸν ὁποῖο εἶναι ἐνταγμένη, ὡς φύση ἡ ὁποία τὸν περιβάλλει, ὡς Ἐκκλησία, κοινότητα πνευματική, ὡς οὐράνιος κόσμος, τὸ φωτεινὸ ἐνδιαίτημα τῶν ἀγγέλων. Ὅλον αὐτὸ τὸν κόσμο συμπεριλαμβάνει ἄλλωστε ὁ ἄνθρωπος στὴ φύση του, τοῦ ὁποίου (κόσμου) εἶναι ἐπιτομὴ καὶ περίληψη (σῶμα σὺν ψυχὴ).
Θέλει, λοιπόν, νὰ ψάλλει μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ εἶναι οἱ πρεσβύτεροι ἀδελφοὶ της, τὴν ἀγαποῦν καὶ τὴν προστατεύουν. Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ κοινωνία τῆς δίνει δύναμη, τὴν ἐμψυχώνει καὶ τὴ μεταρσιώνει.Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ μένει μόνος. Εὔκολα παραποδίζεται ἀπὸ τὸ διάβολο καὶ χάνεται!
Ἡ δοξολογία ποὺ ἀπευθύνουν ἄνθρωποι καὶ ἄγγελοι (καὶ μαζί τους καὶ ἡ φυσικὴ κτίση) στὸν Θεό, ἀπευθύνεται σ᾿ αὐτὸν σὰν ποιητικὴ τῶν πάντων αἰτία (δημιουργὸ), τοῦ ὁποίου ἡ φύση εἶναι ἑνικὴ καὶ τρίφωτη (μία οὐσία, τρία πρόσωπα) καὶ «ἀρχικωτάτη σαφῶς», ἄρχει δηλαδὴ μὲ σταθερότητα ἐπὶ πάντων.
Ἡ δοξολογία βέβαια τῶν ἀνθρώπων βγαίνει ἀπὸ στόματα πήλινα. Αὐτὸ ὅμως δὲν μειώνει τὴν ἀξία της, γιατὶ στὸν ἀνθρώπινο αὐτὸ πηλὸ λάμπει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ τὴ μαρμαρυγὴ τῆς θείας του ἐνέργειας. Λάμπει στὴν «εἰκόνα» του, ποὺ φέρει τὴ θεομορφία καὶ θεοείδεια τῆς δικῆς του φύσεως. Ἄλλωστε τὸ πήλινο στόμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν τὸ πῆρε ὁ ἴδιος ὁ Θεός;
«Νοῦν καὶ Λόγον καὶ Πνεῦμα, οἱ θεολόγοι
προσφόρως, συμβολικῶς σε καλοῦσιν, ἀπαθῆ
γέννησιν ἐξ ἀγεννήτου Πατρός, τοῦ Υἱοῦ
σημαίνοντος, Θεὲ μονάρχα τῶν ὅλων, ἅμα
καὶ τοῦ Πνεύματος, θείαν ἐκπόρευσιν».
Νοῦν καὶ Λόγο καὶ Πνεῦμα οἱ θεολόγοι σὲ
ὀνομάζουν προσφόρως καὶ συμβολικῶς, Θεὲ τῶν ὅλων
μονάρχη, τοῦ ὅρου «Υἱὸς» σημαίνοντος ἀπαθῆ γέννηση
ἀπὸ Πατέρα ἀγέννητο, σχέση ποὺ ἰσχύει
καὶ γιὰ τὴ θεία ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος.
Καὶ σὲ προηγούμενη ᾠδὴ εἴδαμε τὴν εἰκονικὴ συμβολικὴ παράσταση, ποὺ κάνουν οἱ θεολόγοι τῆς ἁγίας Τριάδος. Τὴν τριαδικότητά της παριστάνουν προσφυῶς μὲ Νοῦν (ὁ Πατὴρ), Λόγο (ὁ Υἱὸς) καὶ Πνεῦμα (τὸ ἅγιο Πνεῦμα). Αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ συμβολικὴ αὐτὴ παράσταση χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ᾠδὴ «πρόσφορος», χωρὶς ὡστόσο νὰ εἶναι καὶ ἰσχυρή, νὰ ἐξαντλεῖ τὸ βάθος τοῦ πράγματος. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες συμβολικὲς ἀπεικονίσεις τῆς Τριάδος. Εἶναι ἁπλὲς ἀπόπειρες τῆς ἀνθρωπίνης διάνοιας νὰ δώσουν κάποια ἐξήγηση τοῦ ἀπόρρητου καὶ ἀνερμήνευτου. Στὸ προκείμενο παράδειγμα (Νοῦς, Λόγος, Πνεῦμα) ἡ ἀδυναμία ἔγκειται στὸ ὅτι, στὴν ἀνθρώπινη σύνθεση αὐτὰ εἶναι δυνάμεις ἁπλὲς τῆς πνευματικῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ στὴν ἁγία τριάδα εἶναι πρόσωπα συγκεκριμένα καὶ ἴδια, στὰ ὁποῖα κυκλοφορεῖ ἡ μία καὶ ἀπαράλλακτη θεότητα.
Καὶ πάλι τονίζεται ἡ ἀπαθὴς γέννηση τοῦ Υἱοῦ καθὼς καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ παναγίου Πνεύματος, πρὸς ἄρση ἐνδεχομένων παρεφηγήσεων ἐκ τοῦ σημαινομένου τῶν φυσικῶν ὅρων. Ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «ἀμήτωρ ἐκ Πατρός», δὲν ἔχει δηλαδὴ μητέρα, ὅπως συμβαίνει μὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ φυσικὰ ἰσχύει γιὰ τὴ θεολογικὴ Τριάδα.

Θεοτοκίον.

«Ὡς φιλάνθρωπος φύσει, τὴν τῶν ἀνθρώπων
οὐσίαν, προσειληφὼς Θεοῦ Λόγε, τὸ τρισσὸν
ἔλαμψας μοναρχικώτατον φῶς, τῆς μιᾶς Θεό-
τητος, δεδοξασμένην τοῖς πᾶσι, δείξας τὴν
τεκοῦσάν σε, Παρθένον ἄχραντον».
Ὡς φιλάνθρωπος φύσει, ἀφοῦ προσέλαβες
τὴν ἀνθρώπινη οὐσία, Λόγε τοῦ Θεοῦ, ἔλαμψες
τὸ τρισσὸ μοναρχικώτατο φῶς τῆς μιᾶς θεότητος,
ἀναδείξεις σὲ ὅλους δοξασμένη τὴν τεκοῦσα σε,
Παρθένον ἄχραντη.
Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ ὑμνωδοῦ ἐντυπωσιάζει στὴν ἀνάδειξη τοῦ σωτηριολογικοῦ ἀγαθοῦ, ὡς φανερώσεως τοῦ τρισσοῦ μοναρχικοτάτου φωτὸς τῆς μιᾶς θεότητος. Τὸ πρᾶγμα φυσικὰ δὲν ξενίζει τὸν ὀρθόδοξο μελετητή. Διότι ἡ μέθεξη στὸ θεῖο φῶς, εἶναι τὸ ὕψιστο σωτηριολογικὸ ἀγαθὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἄκτιστη τριαδικὴ θεία ἐνέργεια. Αὐτὸς εἶναι ὁ χαρισματικὸς πλοῦτος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, αὐτὸ ποὺ τῆς προσδίδει τὸ ἰδιαίτερο φυσιογνωμικό της γνώρισμα, καὶ ποὺ ἀπουσιάζει ὁλότελα ἀπὸ τὶς ἄλλες ἑτερόδοξες θεολογίες καὶ Ἐκκλησίες.
Τὴν ἄχραντη Παρθένο ποὺ λειτούργησε τόσο σημαντικὰ στὸ λυτρωτικὸ μυστήριο τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, ὁ Θεὸς ἐπάξια ἀνύψωσε σὲ δόξα ἄφθιτη τοποθετώντας την πιὸ πάνω ἀπὸ τὴ δόξα τῶν ἀγγελικῶν φύσεων. Ἔτσι τὴν βλέπει καὶ τὴν ψάλλει ἡ Ὀρθοδοξία. Στὴ Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ φωτὸς βλέπει τὸ σημεῖο ἐπαφῆς Θεοῦ καὶ κόσμου, τὴ χρυσὴ στιγμὴ εἰσόδου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων. Στὴ Θεοτόκο ὁ Θεὸς συνάντησε τὸν πεσμένο ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο προσέλαβε καὶ ἀνεμόρφωσε στὸ ἄπειρο θεανδρικό του πρόσωπο. Ἡ Μαρία εἶναι ἡ μητέρα τοῦ κόσμου καὶ τῆς κτίσεως.

ᾨδὴ γ´

«Τρισσεῦσαι πάλαι τὸ ὕδωρ προστεταχώς,
Ἠλίας ταῖς σχίδαξι79, τυπικῶς πανενέφηνε,
τὴν τριττὴν ὑπόστασιν, τῆς ἑνιαίας Θεοῦ Κυριαρχίας.
Μὲ τὸ νὰ προστάξει παλαιὰ ὁ Ἠλίας νὰ χυθεῖ χωριστὰ
τὸ ὕδωρ τρεῖς φορὲς στοὺς σχίδακες,
προανήγγειλε τυπικῶς τὴν τριττὴ ὑπόσταση
τῆς μιᾶς κυριαρχίας τῆς Θεότητος.
Ζοώδης φύσις ὑμνεῖ σε τῶν γηγενῶν, τὸν ἕνα τρίφωτον,
πλαστουργὸν ἀναλλοίωτον, καὶ βοᾷ σοι·
Δέσποτα, παντοδαπῆς με τροπῆς ρῦσαι καὶ σῶσόν με».
Ἡ ζωώδης (αὐτὴ ποὺ ἔχει ζωὴ) φύση τῶν ἀνθρώπων
σὲ ὑμνεῖ, τὸν ἕνα τρίφωτο καὶ ἀναλλοίωτο
Πλαστουργό, καὶ σοῦ φωνάζει δυνατά· Δέσποτα,
ἀπὸ κάθε εἴδους τροπὴ ἀπάλλαξέ με καὶ σῶσε με.
Ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων εἶναι τρεπτὴ καὶ ἀλλιωτή. Μεταβάλλεται εὔκολα καὶ ἀλλάζει. Ρέει ὅπως καὶ ὁ ροώδης χρόνος στὸν ὁποῖον ἐξελίσσεται. Στὸ φυσικὸ πεδίο ἡ μεταβολὴ ἀποτελεῖ οἰκονμία τῆς φύσεως, ποὺ βοηθάει τὴν ἀνάπτυξη καὶ τὴν ἐξέλιξη τῶν φυσικῶν ὄντων. Στὸ ἠθικὸ ὅμως πεδίο ἡ τροπὴ εἶναι ἐπικίνδυνη. Καὶ ἐνόσο μὲν ὁ ἄνθρωπος τρέπεται ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ ἀγαθό, ἔχει καλῶς. Τὸ ἀντίθετο ὅμως, ἡ τροπὴ ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ πρὸς τὸ κακό, ἐγκυμονεῖ κινδύνους πολλούς. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ μένει σταθερὸς στὶς ἰδέες του καὶ στοὺς ἠθικοὺς κανόνες τῆς ζωῆς του. Ἂν περιτρέπεται εὔκολα, ἂν ἀλλάζει συχνὰ τοποθετήσεις, εἶναι δύσκολο νὰ ζήσει.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ μεγάλη πηγὴ τῆς ἀδυναμίας τῆς φύσεως καὶ τῆς παρατροπῆς τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ κακό. Ἐξασθενίζει τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον αἰχμαλωτίζει80 στὰ διάφορα πάθη. Στὸ ἀσκητικὸ πεδίο ὁ σκορπισμὸς τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς, τὸ τεμάχισμα τῆς πνευματικῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς, εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς. Ὅταν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος πετύχει τὴν ἀτρεψία τῆς ἠθικῆς του φύσεως, ἔμοιασε μὲ τὸν ἄτρεπτο καὶ ἀναλλοίωτο Θεό. Πρὶν πλαστεῖ ὁ κόσμος οἱ ἄγγελοι τὸ πέτυχαν, ζῶντας ἔκτοτε ἄτρεπτοι καὶ ἄπτωτοι στὸν ἄϋλον αἰῶνα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ πιστὸς δέεται πρὸς τὸν Θεὸ νὰ τὸ διαφυλάξει ἀπὸ κάθε εἴδους τροπὴ καὶ νὰ τὸν σώσει.
«Ἰσηγοροῦντες τοῖς λόγοις τῶν Προφητῶν,
κλεινῶν Ἀποστόλων τε, καὶ κηρύκων τῆς
Πίστεως, ἰσουργὸν Τριάδα σε, δοξολογοῦμεν
πιστὰ Θεὲ τῶν ὅλων».
Λέγοντες τὰ ἴδια λόγια μὲ τοὺς Προφῆτες,
τοὺς δοξασμένους Ἀποστόλους καὶ τοὺς κήρυκες
τῆς πίστεως, οἱ πιστοὶ δοξολογοῦμε τὴν ἰσουρ-
γὸ Τριάδα, ποὺ εἶναι Θεὸς τῶν ὅλων.
Ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως φυλάσσεται στὴν Ἐκκλησία. Ὁμολογεῖται ἀπὸ ὅλο τὸ πλήρωμὰ της. Εἶναι ὁ μυστικὸς δεσμός, ὁ ὁποῖος ἀνάπτει τὰ μέλη της μὲ τὴν ἀόρατή της κεφαλή, τὸν Χριστό. Ἡ ὀρθόδοξη ὁμολογία πίστεως, διὰ τῆς ὁποίας δοξάζεται ὁ Θεός, ἡ αὐτοαλήθεια καὶ ἡ πηγὴ κάθε ἄλλης ὑπαρκτῆς ἀλήθειας, εἶναι λυτρωτική81.
Οἱ ἐπὶ μέρους πιστοί, σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ σὲ κάθε στιγμή, ἰσηγοροῦν, λέγουν τὰ ἴδια λόγια, μαζὶ μὲ τοὺς Προφῆτες τῆς παλαιᾶς θείας οἰκονομίας, μὲ τοὺς δοξασμένους Ἀποστόλους, τοὺς στίλους τῆς καινῆς, καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν θεοκηρύκων τῆς πίστεως, δοξολογώντας τὴν ἰσουργὸν Τριάδα, αὐτὴν ποὺ ἔχει τὴν ἴδια βουλὴ καὶ τὴν ἴδια ἐνέργεια. Ὑμνοῦν τὸν Θεὸ τῶν ὅλων. Ἀληθινά, ἡ κοινὴ καὶ σύμφωνη ὁμολογία τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ δόγματος τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀποτελεῖ τὸν καλύτερο ὕμνο πρὸς τὸν ἐπουράνιο Θεό. Ἀντίθετα, ἡ κακοδοξία καὶ ἡ πλάνη ἀποτελοῦν ἐξύβριση τοῦ ἁγίου του Ὀνόματος. Οἱ αἱρετικοὶ δυσφημοῦν τὸν ἅγιο Θεό, τὴν πηγὴ τῆς σώζουσας ἀλήθειας τῆς πίστεως.

Θεοτοκίον.

«Ἀπὸ τοῦ θρόνου κατῆλθε τοῦ ὑψηλοῦ, ὁ Χριστὸς
τὸν ἄνθρωπον, ἀνυψῶν ὡς φιλάνθρωπος, διὰ σοῦ
Πανάχραντε, καὶ τὸ τρισήλιο φῶς ἔλαμψε πᾶσι».
Ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἀπὸ τὸν ὑψηλὸ θρόνο του
(στοὺς οὐρανοὺς), ἀνυψώνοντας (στὸν οὐρανὸ)
τὸν ἄνθρωπον ὡς φιλάνθρωπος, διὰ σοῦ Πανάχραντε·
καὶ τὸ τρισήλιο φῶς (τῆς θεότητος) σὲ ὅλους ἔλαμψε.
Ὁ Ἀδὰμ κάποτε βρισκόταν σὲ πολὺ ὑψηλὴ περιωπὴ κοντὰ στὸν Θεό. Μὲ τὴν πτώση του ὅμως ἔπεσε πολὺ χαμηλά. Σύρθηκε στὰ σκοτεινὰ σπήλαια τῆς ἀποστασίας, παραμορφωμένος καὶ ἀγνώριστος, σέρνοντας τὴν πεσμένη φύση του στὰ σκοτάδια τῆς ἀγνωσίας, στὴ φθορὰ καὶ στὸ θάνατο.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ πλαστούργησε τόσο ὄμορφα τὸν ἄνθρωπο, δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βλέπει νὰ σέρνεται στὸν ὄλεθρο καὶ τὴν ἀπώλεια. Ὡς πανάγαθος καὶ στοργικὸς Πατέρας κινήθηκε πρὸς τὸ πλάσμα του. «Ἄφησε» τοὺς οὐρανοὺς (σχηματικὸς βέβαια ὁ λόγος) καὶ κατέβηκε στὴ γῆ, ψάχνοντας νὰ βρεῖ τὸν ἀποστάτη82. «Ἐκένωσεν ἑαυτόν»83, δηλαδὴ ἄδειασε τὴ δόξα του ποὺ εἶχε στοὺς κόλπους τῆς ἁγίας Τριάδος (χωρὶς βέβαια ν᾿ ἀναχωρήσει καὶ ἡ τριαδική του ὑπόσταση), ντύθηκε τὴν ταπείνωση τῆς γῆς καὶ ἀνέλαβε τὴν κακοπάθεια τῆς πεσμένης φύσεως (πλὴν τῆς ἁμαρτίας), γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν παραπλανεμένο ἄνθρωπο. Στὴ Μήτρα τῆς πανακήρωτης Κόρης τὸν συνάντησε πραγματικά, τὸν ἕνωσε βαθιὰ μὲ τὴ θεότητα στὸ ἑνιαῖο του πρόσωπο, καὶ τὸν σήκωσε ψηλά, πολὺ ψηλά, στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἔκανε ἕνα μικρὸ θεὸ καὶ τὸν ἐγκαθίδρυσε ἀδιάπτωτα στὴ μακαρία δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος. Ὢ, πόσο θεῖο καὶ πανάγιο εἶναι τὸ λυτρωτικὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ! Κατέρχεται ὁ Λόγος καὶ ἀνέρχεται ὁ ἄνθρωπος. Γίνεται ἄνθρωπος ὁ δημιουργὸς καὶ τὸ πλάσμα ντύνεται τὴν ἄφθιτη δόξα τοῦ κτίστη του. Ἡ κένωση τοῦ Λόγου ὁδηγεῖ στὴν ἀποκένωση (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία) τοῦ ἐλεεινοῦ δημιουργήματος, στὴν ἀνάπλαση καὶ ἀναλάμπρυνση τῆς φύσεὼς του!
Εἰδικὰ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς του ὁ Λόγος σκόρπισε τὸ τρισήλιο φῶς τῆς θεότητος, ἔκανε νὰ λάμψει ἡ ἄκτιστη μαρμαρυγὴ τῆς θείας του ἐνέργειας, ποὺ φώτισε καὶ ἔσωσε τὰ σύμπαντα.

Κάθισμα.

«Ὁ ὑπερούσιος καὶ μόνος Κύριος, Χριστὸς
καὶ γέννημα τοῦ προανάρχου Πατρός, καὶ
Πνεῦμα τὸ θειότατον, ἐλέησον τοὺς δούλους
σου· πάντες γὰρ ἡμάρτομεν, ἀλλὰ σοῦ οὐκ
ἀπέστημεν· ὅθεν δυσωποῦμέν σε,
Τρισυπόστατε Κύριε· ὡς ἔχων ἐξουσίαν,
τὸ πλάσμα σου, σῶσον ἐκ πάσης περιστάσεως».
Ὁ ὑπερβαίνων κάθε οὐσία καὶ μόνος Κύριος, ὁ Χριστὸς
καὶ τὸ γέννημα τοῦ προάναρχου Πατέρα, καθὼς
καὶ τὸ θειότατο Πνεῦμα, ἐλέησε τοὺς δούλους
σου· διότι ὅλοι ἁμαρτήσαμε, ἀλλὰ ἀπὸ σένα
δὲν ἀπομακρυνθήκαμε. Ἀλλὰ σὲ δυσωποῦμε,
τρισυπόστατε Κύριε, σῶσε μὲ τὴν ἐξουσία σου
τὸ πλάσμα σου ἀπὸ κάθε δύσκολη περίσταση.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι φαινόμενο καθολικὸ καὶ παγκόσμιο. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε μπλεγμένοι σ᾿ αὐτήν, ἄλλοι λιγότερο καὶ ἄλλοι περισσότερο. Ἂν κανεὶς πεῖ ὅτι δὲν ἔκανε ἁμαρτία, εἶναι ψεύτης84. Ἀναμάρτητος ἐπὶ τῆς γῆς ὑπῆρξε μόνο ὁ Κύριος, ὡς Θεάνθρωπος85. Δὲν μποροῦσε ν᾿ ἁμαρτήσει, γιατὶ ἦταν ἑνωμένος ὑποστατικὰ μὲ τὸν Θεό, ἔχοντας ὡς πρόσωπό του τὸ ἀΐδιο πρόσωπο τοῦ Λόγου. Σχετικὴ ἀναμαρτησία εἶχε καὶ ἡ Παναγία86, ἡ πανακήρωτη Μητέρα του.
Ἡ ἁμαρτία ὅμως εἶναι φορτίο πικρὸ καὶ δυσβάστακτο. Θλίψει καὶ ἐξαθλιώνει τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου καθιστᾶ τὴ ζωὴ ἀφόρητη. Ἐπιμένοντας δέ, μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἁμαρτωλὸ στὸν ὄλεθρο καὶ τὴν ἀπώλεια, νὰ τὸν ἀποκόψει ἀπὸ τὴ ρίζα τῆς ζωῆς (τὸν Θεὸ) καὶ νὰ τὸν παραδώσει στὸν αἰώνιο θάνατο (τὴν κόλαση)87. Ἡ ἁμαρτία κοστίζει πολύ, τόσο δὲ ποὺ ἐδέησε ὁ ἄπειρος Θεὸς νὰ γίνει ταπεινὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ τὴ συντρίψει.
Αὐτὰ νοιώθοντας οἱ πιστοὶ μέσα τους, προσφεύγουν στὴν ἁγία τριάδα, στὸ μόνο ὑπερούσιο Κύριο, καὶ ζητοῦν βοήθεια. Ὁμολογοῦν τὶς ἁμαρτίες τους, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι θέλουν, παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητά τους, νὰ παραμένουν κοντά του. Ζητοῦν σωτηρία ἀπὸ τὸν τρισυπόστατο Θεό, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐξουσία καὶ μπορεῖ νὰ τοὺς βοηθήσει, νὰ ἔλθει ἀρωγὸς στὴν ἀνθρώπινή τους περίσταση88.

Δόξα καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Ὁ ὑπερούσιος Θεὸς καὶ Κύριος, ἐκ σοῦ σεσὰρ-
κωται δι᾿ ἀγαθότητα, τὸ καθ᾿ ἡμᾶς οὐσιωθείς,
καὶ μείνας ὅπερ πέφυκεν· ὅθεν καὶ Θεάνθρωπον,
τοῦτον σέβοντες Πάναγνε, σὲ τὴν Ἀπειρόγαμον,
Θεοτόκον κηρύττομεν, δοξάζοντες τὸ μέγιστον θαῦμα,
τῆς σῆς ἀσπόρου κυήσεως».
Ὁ Θεὸς ὁ ὑπερούσιος καὶ Κύριος, ἔχει σαρκω-
θεῖ ἀπὸ ἐσένα ἀπὸ ἀγαθότητα, λαβὼν τὴ δι-
κή μας οὐσία καὶ παραμείνας ἐκεῖνο ποὺ
ὑπῆρχε (Θεὸς). Διὰ τοῦτο Πάναγνε, πιστεύ-
οντας αὐτὸν ὡς Θεάνθρωπο, σὲ τὴν ἀπειρόγα-
μη (Κόρη) κηρύσσουμε Θεοτόκο, δοξάζον-
τας τὸ μέγιστο θαῦμα τῆς ἀσπόρου σου
κυήσεως.
Ἕνα κομμάτι ἀριστουργηματικὸ τοῦ χριστολογικοῦ-θεομητορικοῦ δόγματος τῆς πίστεως!
Ὁ Θεὸς ὁ ἀνώνυμος καὶ ἀνονόμαστος, ὁ ὁποῖος ὑπερβαίνει κάθε ἔννοια οὐσίας, ὁ ἀπερίληπτος καὶ ἀκατάσχετος, ἔχει σαρκωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο. Σ᾿ αὐτὸ κινήθηκε ἀπὸ τὴν ἀγαθότητά του, ὅπως ἀπὸ ἀγαθότητα κινεῖται καὶ σὲ ὅλες του τὶς ἄλλες ἐξωτερικὲς του φανερώσεις καὶ ἐνέργειες. Ἀπὸ τὴ Θεοτόκο ὁ Θεὸς «οὐσιώθη καθ᾿ ἡμᾶς», πῆρε δηλαδὴ τὴν ἀνθρώπινη οὐσία μας, φύση πλήρη καὶ τέλεια (χωρὶς τὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας), ἔγινε ἄνθρωπος πραγματικός. Παίρνοντας ἐν χρόνῳ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός, ἔμεινε «ὅπερ πέφυκεν». Δὲν ἔχασε τὴ θεότητά του οὔτε μετακινήθηκε ἀπὸ τὴν τριαδικὴ τάξη του, σὰν δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος. Μένοντας ἐκεῖνο ποὺ ἦταν (Θεὸς πλήρης καὶ τέλειος) προσέλαβε στὸ πρόσωπό του ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἦταν, ἄνθρωπον ἀληθινὸ καὶ πραγματικόν. Ἡ σάρκωσαη δὲν ἦταν σύγχυση καὶ τροπὴ φύσεων, ἀλλ᾿ ὑποστατικὴ πρόσληψη τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς ἡ θεότητα νὰ ὑποστεὶ μείωση ἢ ὅποια ἄλλη ἐπήρεια στὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ὁ Χριστός, ὡς ἔνσαρκος Λόγος, εἶναι Θεάνθρωπος, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ὁ αὐτός, σὲ δύο πλήρεις καὶ τέλειες φύσεις καὶ ἕνα ἀδιαίρετο θεανδρικὸ πρόσωπο.
Στὴν καρδιὰ τοῦ χριστολογικοῦ θαύματος βρίσκεται ἡ Μαρία, ἡ καλὴ Κόρη τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Τὴ σεβόμαστε ὡς πάναγνη καὶ ἀπειρόγαμη· ὡς καθαρὴ ἀπὸ κάθε ρύπο ἁμαρτίας, καὶ ὡς μητέρα παράδοξη, ποὺ γέννησε χωρὶς νὰ λάβει πεῖραν ἀνδρός, δηλαδὴ παρθένον. Καὶ τὴν κηρύττουμε ὡς «Θεοτόκον», ὅτι δηλαδὴ γέννησε πραγματικὰ τὸν Θεό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἔτεκε τὸν Θεάνθρωπο Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ἡ ἄσπορη κύηση τῆς Πανάγνου ἀποτελεῖ τὸ μέγιστο θαῦμα, ποὺ τῆς πορίζει κλέος ἄφθινο καὶ δόξαν ἀνυπέρβλητη, ἀνεβάζοντάς της καὶ πιὸ πάνω καὶ ἀπὸ τῶν ἀγγέλων τὰ φωτόμορφα τάγματα.

ᾨδὴ δ´.

«Στέλεχος διττόν, ἐκ Πατρὸς ὡς ρίζης ἐβλά-
στησεν, ὁ Υἱὸς καὶ Πνεῦμα τὸ εὐθές, οἱ συμ-
φυεῖς βλαστοὶ καὶ θεόφυτοι, καὶ ἄνθη συνά-
ναρχα, ὡς τρία εἶναι φῶτα τῆς Θεότητος».
Διττὸ στέλεχος (διπλὸ κλωνάρι), σὰν ἀπὸ ρίζα τοῦ Πατρός,
ἐβλάστησαν ὁ Υἱὸς καὶ τὸ εὐθὲς Πνεῦμα, οἱ
βλαστοὶ οἱ σύμφυτοι καὶ θεόφυτοι καὶ ἄνθη
συνάναρχα, ὡς τρία φῶτα τῆς θεότητος.
Στὴν ᾠδὴ αὐτὴ ἐκφράζεται πολὺ παραστατικὰ τὸ δόγμα τῶν τριαδικῶν σχέσεων στὴ θεότητα. Ἡ φύση τοῦ Πατρὸς παριστάνεται σὰν ρίζα, ἀπὸ τὴν ὁποία βλαστάνουν δύο στελέχη, ὁ βλαστὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ μὲν πρῶτο στέλεχος προέρχεται ἀϊδίως ἀπότὴ ρίζα τοῦ Πατρὸς διὰ τῆς γεννήσεως, ἐνῶ τὸ δεύτερο διὰ τῆς ἐκπορεύσεως. Εἶναι βλαστοὶ συμφυεῖς καὶ θεόφυτοι, δηλαδὴ ὑπάρχουν πάντοτε στὴν οὐσία τῆς θεότητος. Δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ Πατήρ, χωρὶς τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Εἶναι ἄνθη συνάναρχα. Ἡ ρίζα τῆς θεότητος δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ χωρὶς τὰ φυσικὰ ἄνθη της, τοὺς ἀΐδιους βλαστούς της. «Ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα καὶ Πνεῦμα ἅγιον».
«Στίφη νοερῶν, Οὐσιῶν ἀπαύστως ὑμνοῦσὶ
σε, τὸν ἀπερινόητον Θεόν· μεθ᾿ ὧν ἡμεῖς δο-
ξάζομεν λέγοντες· Τριὰς ὑπερούσιε, τοὺς
σοὺς οἰκέτας σῶσον ὡς φιλάνθρωπος».
Στίφη νοερῶν οὐσιῶν (ἀγγέλων) ὑμνοῦν ἀκατά-
παυστα σὲ τὸν ἀπερινόητο Θεό· μαζὶ μὲ αὐ-
τὲς καὶ ἐμεῖς δοξάζουμε, λέγοντες· Τριάδα ὑ-
περούσιε, τοὺς δούλους σου σῶσε ὡς φιλάνθρωπος.
Καὶ ἐδῶ ἐξαίρεται ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὶς νοερὲς φύσεις τῶν ἀγγέλων καὶ τοὺς χοϊκοὺς ἀνθρώπους, ὡς ἕνα ἀπειροελάχιστο χρέος πρὸς τὴ θεία μεγαλειότητα. Καὶ ἡ μὲν αἴνεση τῶν ἀνθρώπων γίνεται ἀπὸ χείλη πήλινα, μὲ λέξεις καὶ ἐκφράσεις ἀκουστές, ποὺ ἀποδίδουν τὴ διάθεση καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιάς. Ἡ ἀνύμνηση τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ γίνει καὶ ἐνδιαθέτως ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ νοῦ, μὲ νοήματα λεπτὰ καὶ πνευματικά. Πῶς εἶναι ὅμως ἡ ἀνύμνηση τῶν ἀγγέλων; Πῶς μποροῦν νὰ ψάλλουν οἱ ἄϋλες φύσεις τῶν πνευμάτων; Ν᾿ ἀναδίδουν ἄραγε ἦχο μυστηριακὸ στὸν ἄϋλο αἰῶνα τοῦ Θεοῦ; Καὶ πῶς μπορεῖ ἄραγε νὰ εἶναι ἡ ἁρμονία ποὺ συνθέτουν ἀναρίθμητα στίφη ἀγγέλων, διαβιοῦντα στὴν ἁρμονία τῆς θείας βασιλείας; Μυστικὰ ὅλ᾿ αὐτὰ γιὰ μᾶς κρυμμένα καὶ ἀδιάγνωστα, μέχρις ὅτου καταλυθεῖ ἡ παχύτητα τοῦ σαρκίου ποὺ μοχθεῖ στὸν ἐμπερίστατο τοῦτο κόσμο καὶ μὲ πρόσωπο ἀνακεκαλυμμένο89 ἀτενίσουμε τὴ δόξα τοῦ ἀπόθετου κάλλους, ποὺ εἶναι ἡ τροφὴ τῶν ἀγγέλων, ὁ ἦχος ὁ καθαρὸς τῶν ἑορταζόντων καὶ τὸ παναρμόνιο μέλος ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων!

Θεοτοκίον.

«Ἔθελξας ἡμᾶς, εἰς ἀγάπην σὴν πολυέλεε,
Λόγε τοῦ Θεοῦ, ὁ δι᾿ ἡμᾶς σωματωθεὶς ἀτρέ-
πτως, καὶ τρίφωτον τὴν μίαν Θεότητα, μυστα-
γωγήσας· ὅθεν σὲ δοξάζομεν».
Μᾶς ἔθελξες πολυέλεε Λόγε τοῦ Θεοῦ στὴ
δική σου ἀγάπηση, σὺ ποὺ γιὰ μᾶς σωματώ-
θηκες ἀτρέπτως καὶ μᾶς μυσταγώγησες στὴ
μία τρίφωτη θεότητα. Διὰ τοῦτο σὲ δοξάζουμε.
Θελκτήρια διὰ τὸν ἄνθρωπο ὑπάρχουν πολλά. Πολλὰ εἶν᾿ ἐκεῖνα ποὺ θέλγουν τὴ ψυχοσωματικὴ φύση του. Πολλὲς εἶναι οἱ τερπνότητες τῆς ζωῆς. Τερπνότητες ποὺ ὑπάρχουν στὴν ἐξωτερικὴ φύση, ἀλλὰ καὶ τερπνότητες ποὺ εἶναι μέσα του. Νοιώθει ἡδονὲς καὶ τέρψεις, ἀπολαμβάνει τὰ πράγματα, εὐχαριστιέται. Ἡ ἡδονικὴ ἀπόλαυση τῶν πραγμάτων καὶ τῆς ζωῆς εἶναι δοσμένη στὴ φύση γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν ποιότητα καὶ τὸ ρυθμό της, μάλιστα σὲ τόση ἀσφηκτικὴ θλίψη καὶ κακότητα ποὺ δεσπόζουν στὸ βίο καὶ κυριαρχοῦν στὴν καθημερινότητα τῆς ζωῆς. Ἀρκεῖ βέβαια ἡ ἀπόλαυση αὐτὴ νὰ εἶναι σύμμετρη καὶ νὰ μὴ ἀντιστρατεύεται στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ κάθε παράχρηση, κάθε ὑπερβολικὴ προσήλωση στὶς ὅποιες χαρὲς καὶ ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, μπορεῖ νὰ ὁδηγήσουν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία.
Παράλληλα πρὸς τὶς τέρψεις αὐτές, ὑπάρχουν διὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἄλλες πνευματικότερες καὶ ὡραιότερες, ποὺ ἀνάγονται στὴ σφαίρα τῶν θείων πραγμάτων. Εἶναι οἱ ἡδύτητες οἱ «θεολογικές», ὅταν ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ζεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἡδύτητες φυσικὰ αὐτὲς εἶναι ἀδιάγνωστες στοὺς πολλούς, ἀπόκρυφες καὶ ἀνέκφραστες. Ἀνήκουν σὲ ἄλλο γένος. Ὁ Παῦλος ἔνοιωσε στὸ ἐκστατικό του βίωμα τὶς χάρες Θεοῦ, δὲν μπόρεσε ὅμως νὰ τὶς περιγράψει, γιατὶ δὲν εἶχε τὶς κατάλληλες λέξεις καὶ τὰ σχήματα λόγου γιὰ νὰ τὶς παραστήσει90. Ἡ ἀπόλαυση τῆς θείας βασιλείας εἶναι ἀνέκφραστη ἀπὸ τοῦδε διὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἐμπειρία ποὺ βιοῦται στὴν αἰωνιότητα. Σημαντικὸ εἶναι νὰ τὴ ζεῖς. Τὸ νὰ τὴν ἐκφράσεις εἶναι δευτερεῦον καὶ ἐπουσιῶδες.
Ὁ ποιητὴς κάνει λόγο γιὰ τὴ θελκτήρια ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ φάνηκε στὸ μυστήριο τῆς θείας του σαρκώσεως. «Ἔθελξας ἡμᾶς -ἀναφωνεῖ- εἰς ἀγάπην σὴν πολυέλεε, Λόγε τοῦ Θεοῦ». Ὅτι μᾶς ἀγαπᾶς καὶ ὅτι σὲ ἀγαπᾶμε, γεμίζει τὶς καρδιές μας μὲ ἄφατη χαρά, θέλγει καὶ ἀναπτερώνει τὶς ψυχές μας. Καὶ δὲν εἶναι ἀνάγκη ν᾿ ἁρπαγεῖ κανεὶς σ᾿ ἐκστατικὸ βίωμα -ὅπως ὁ Παῦλος καὶ οἱ ἄλλοι μυστικοί- γιὰ ν᾿ ἀπολαύσει τὸν τρισάγιο Θεό. Ἀρκεῖ ὁ πιστὸς νὰ ζεῖ στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, στὴ διάσταση τῆς ἄκτιστης θείας του ἐνέργειας. Ἀρκεῖ νὰ ἔχει μέσα του τὸν Θεὸ (κυρίως στὴ θεία εὐχαριστία), νὰ μυσταγωγεῖται στὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, νὰ ἔχει μέσα του τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, τὴ μαρτυρία καὶ τὴν παράκληση τοῦ παναγίου Πνεύματος, νὰ ἀγαπᾶ τὰ πάντα, τὸν Θεό, τὸ συνάνθρωπο καὶ τὴν κτίση ὁλόκληρη, νὰ εἶναι χριστιανὸς σωστός, τὴν καρδιὰ τοῦ ὁποίου νὰ φωτίζουν ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα. Ἀρκεῖ νὰ ἔχει τὴ συναίσθηση τῆς θείας βασιλείαςα, τὸ ὄνειρο τὸ γλυκὺ καὶ θελξικάρδιο, ποὺ θὰ γίνει πραγματικότητα, ὅταν ὁ πιστὸς κλείσει τὰ μάτια του στὴ γῆ αὐτὴ καὶ ζήσει τὴν ἄλλη θεία πραγματικότητα, τὴ ζωὴ τὴν ἄϋλη στὰ φωτεινὰ διαμερίσματα τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Αὐτὲς εἶναι οἱ πραγματικὲς γλυκύτητες ποὺ πρέπει νὰ αἰχμαλωτίζουν τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Τὶς ὑπόλοιπες ἔχει τὸ δικαίωμα ἐν μέτρῳ νὰ τὶς ἀπολαμβάνει, χωρὶς μανιχαϊστικὲς διακρίσεις καὶ διαλογισμούς.

ᾨδὴ ε´.

«Τὸν ἕνα Κυριάρχην εἰκονικῶς, ὡς εἶδεν
Ἡσαΐας Θεόν, ἐν τρισὶ προσώποις δοξολογού-
μενον, ἀχράντοις φωναῖς Σεραφείμ, ἀπεστά-
λη τοῦ κηρῦξαι πορευθείς, τρίφωτον Οὐσίαν,
καὶ Μονάδα τρισήλιον».
Μόλις ὁ Ἡσαΐας91 εἶδε εἰκονικῶς τὸν ἕνα
κυρίαρχο Θεὸ σὲ τρία πρόσωπα,
νὰ δοξολογεῖται ἀπὸ τὶς καθαρὲς φωνὲς
τῶν Σεραφείμ, ἀπεστάλη (ἀπὸ τὸν Θεὸ) καὶ
πορεύθηκε νὰ κηρύξει τρίφωτη οὐσία
καὶ μονάδα τρισήλια.
«Ἁπάντων ἀοράτων καὶ ὁρατῶν, τὴν φύσιν
ἐξ οὐκ ὄντων τὸ πρίν, ὑποστησαμένη μονὰς
τρισήλιε, τοὺς ἕνα Θεόν σε πιστῶς, εὐφημοῦντας
ἐκ παντοίων, ἐκλυτρωσαμένη,
τῆς σῆς δόξης ἀξίωσον».
Τρισήλιε μονάδα, σὺ ποὺ ἀπὸ τὸ μηδὲν ἔδωκες
ὑπόσταση σὲ ὅλα τὰ ἀόρατα καὶ ὁρατὰ (ὄντα),
αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη σὲ εὐφημοῦν ὡς ἕνα Θεόν,
ἀφοῦ λυτρώσεις ἀπὸ κάθε εἴδους πειρασμῶν,
ἀξίωσε νὰ κληρονομήσουν τὴ δόξα σου.
Ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς (ex nihilo) δημιουργία ἀποτελεῖ σημεῖο καίριο τῆς χριστιανικῆς κοσμολογίας. Τί σημαίνει βέβαια αὐτό, ἐμεῖς ἀγνοοῦμε. Τί θέλει νὰ πεῖ ἄραγε τὸ μηδὲν ἀπὸ τὸ ὁποῖο βγῆκαν τὰ ὄντα; Πῶς μποροῦμε νὰ τὸ νοήσουμε; Καὶ οἱ ἄνθρωποι δημιουργοῦμε διάφορα πράγματα, καμιὰ φορὰ ἀξιόλογα. Δὲν πρόκειται ὅμως περὶ δημιουργίας. Κατασκευάζουμε ἁπλῶς ἀντικείμενα, διαμορφώνοντας ὑλικὰ ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας. Δημιουργία εἶναι νὰ φτιάξεις πράγματα ἀπὸ μόνος σου, χωρὶς νὰ ἔχεις στὴ διάθεσή σου πρῶτες ὕλες. Γιατὶ δημιουργῶ σημαίνει φέρω κάτι στὸ εἶναι, τὸ ὁποῖο προηγουμένως δὲν ὑπῆρχε. Αὐτὸ φυσικὰ προϋποθέτει παντοδυναμία καὶ αὐτὸ συνέβη στὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα ὄντα ἐκ τοῦ μηδενὸς92 μὲ ἕνα παντοδύναμο λόγο του. Ὅσοι βέβαια δὲν πιστεύουν σὲ Θεὸ προσωπικό, δὲν πιστεύουν στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, τὸν ὁποῖο θέλουν ἄναρχο καὶ αἰώνιο ἢ τὸν ταυτίζουν μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Τὸ δημιουργὸ τριαδικὸ Θεὸ οἱ πιστοὶ παρακαλοῦν, ἀφοῦ τοὺς λυτρώσει ἀπὸ τοὺς πολλοὺς πειρασμοὺς τῆς ζωῆς, νὰ τοὺς ἀξιώσει νὰ κληρονομήσουν τὴν ἄφθιτη δόξα του στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Θεοτοκίον.

«Νυμφῶνα φωτοφόρον καὶ καθαρόν, Παρθέ-
νε γεγονυῖαν Θεοῦ, σὲ ὑμνοῦμεν πόθῳ καὶ
μακαρίζομεν· ἐκ σοῦ γὰρ ἐτέχθη Χριστός,
ἐν οὐσίαις καὶ θελήσεσι διτταῖς, ὁ εἷς τῆς
Τριάδος, καὶ τῆς δόξης ὢν Κύριος».
Παρθένε, σὲ ποὺ ἔγινες νυμφώνας φωτοφό-
ρος καὶ καθαρὸς τοῦ Θεοῦ, ὑμνοῦμε μὲ
πόθο καὶ μακαρίζουμε. Διότι ἀπὸ σοῦ
γεννήθηκε ὁ Χριστός, μὲ διττὲς τὶς οὐσίες
καὶ τὶς θελήσεις του, ὁ ἕνας τῆς Τριάδος
(ὁ Λόγος) καὶ τῆς δόξης ὁ Κύριος.
Θαυμάσιο ἀπὸ χριστολογικὴ ἄποψη τὸ Θεοτοκίο αὐτό.
Σὲ πρῶτο μέρος ἔχουμε τὴν ἰδέα τοῦ Νυμφώνα, ποὺ πραγματοποιεῖται στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἡ ἰδέα τοῦ Νυμφώνα βέβαια ἔχει εὐρύτερη σημασία. Σημαίνει τὸ εὐφρόσυνο γεγονὸς τῆς ἑνώσεως Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Σημαίνει τοὺς γάμους τοὺς πνευματικοὺς τοῦ Πλάστη μὲ τὰ λογικὰ πλάσματά του93, ὅπου ἄδονται ἐπιθαλάμια ἄσματα, ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων, γαμικὲς τερπνότητες καὶ ἡδύτητες. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ παρίσταται ὡς ἕνας ἀπέραντος πνευματικὸς Νυμφώνας, ὅπου γίνεται ὁ μυστικὸς γάμος, ἡ ἄϋλη ἕνωση τοῦ σώματος τῶν πιστῶν μετὰ τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἀνεκλάλητη χαρὰ τῆς ἁρμόσεως, ἡ εὐωχία τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου συμμετέχουν ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι. Μόνον οἱ ἄδικοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοί, ποὺ ἔζησαν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν θὰ ἔχουν πρόσοδο στὸ αἰώνιο πανηγύρι τῆς χαρᾶς.
Ὁ Νυμφώνας ὅμως οὐσιώθηκε ἤδη στὸ καθαρότατο καὶ φωτεινὸ χωρίο τῆς Παρθένου. Στὴ μήτρα της ὁ Θεὸς «παντρεύτηκε» τὸν ἄνθρωπο. Ἐκεῖ τέλεσε τοὺς μυστικοὺς γάμους του μὲ τὸ πλάσμα του. Ἐκεῖ ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως, οἱ δύο φύσεις του, ἡ φύση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶχε δύο οὐσίες καὶ δύο θελήσεις. Στὸν ἕνα τῆς Τριάδος, στὸ ἄπειρο πρόσωπο τοῦ Λόγου, ἑνώθηκαν δύο πλήρεις καὶ τέλειες οὐσίες, χωρὶς ἡ μία νὰ μετατραπεῖ στὴν ἄλλη, στὶς ὁποῖες ἀντιστοιχοῦσαν δύο φυσικὰ θελήματα, τὸ θέλημα τῆς σαρκὸς καὶ τὸ θέλημα τῆς θεότητος. Ἡ θέληση ἀποτελεῖ συστατικὸ στοιχεῖο τῆς φύσεως. Ἀθέλητη φύση δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ. Ἄρα στὶς δύο φύσεις τοῦ Κυρίου ἀντιστοιχοῦν δύο φυσικὰ θελήματα94. Μόνο γνωμικὸ θέλημα δὲν εἶχε ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός. Γιατὶ τὸ γνωμικὸ θέλημα εἶναι ἔκφραση προσώπου, ἀνθρώπινο δὲ πρόσωπο δὲν εἶχε ὁ Κύριος. Τὴν ἔλλειψη αὐτὴ ἀνεπλήρωσε τὸ ἀΐδιο πρόσωπο τοῦ Λόγου, στὸ ὁποῖο ἑνώθηκαν οἱ φύσεις, ἀντιδίδοντας σ᾿ αὐτὸ ἀμοιβαίως τὰ ἰδιώματά τους.
Τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, στὸ ἐργαστήρι τῆς ὁποίας ἑνώθηκαν μυστικῶς οἱ φύσεις, οἱ πιστοὶ μὲ πόθο εὐφημοῦν καὶ μακαρίζουν. Τὸ θαῦμα της καλύπτει καὶ συγκλονίζει τὰ σύμπαντα.

ᾨδὴ στ´.

«Μέτοικος ὑπάρχων ὁ Ἀβραάμ, κατηξιώθη
τυπικῶς ὑποδέξασθαι, ἑνικὸν μὲν Κύριον, ἐν
τρισὶν ὑποστάσεσιν, ὑπερούσιον, ἀνδρικαῖς
δὲ μορφώσεσιν».
Ὁ Ἀβραάμ, ὄντας μέτοικος (μακριὰ ἀπὸ τὸ σπί-
τι του), καταξιώθηκε νὰ ὑποδεχθεῖ τυπικὰ (σὲ
εἰκονικὴ μορφὴ), τὸν ἕνα ὑπερούσιο Κύριο, σὲ τρεῖς ὑπο-
στάσεις, ποὺ ἔλαβε μορφὴ ἀνδρῶν.
Ἐπανέρχεται καὶ πάλιν ὁ ποιητὴς στὴν προτύπωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας Τριάδος ποὺ ἔγινε στὸν πατριάρχη Ἀβραάμ. Στὸ δίκαιο φανερώθηκαν τρεῖς ἄνδρες (ἄγγελοι). Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν σήμαινε τὰ τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν στὴ μία φύση τοῦ ὑπερούσιου Θεοῦ.
«Ἴθυνον τὰς καρδίας τῶν οἰκετῶν, πρὸς φῶς
τὸ ἀπρόσιτον, ὦ τρισήλιε Κύριε, καὶ τῆς σῆς δόξης
ἔλλαμψιν, παράσχου ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν,
τοῦ φαντάζεσθαι, τὸ σὸν κάλλον τὸ ἄρρητον».
Κατεύθυνε τὶς καρδίες τῶν δούλων σου πρὸς τὸ
ἀπρόσιτο φῶς, ὦ Κύριε τρισήλιε, καὶ χορήγησε
στὶς ψυχές μας ἔλλαμψη τῆς δόξας σου,
γιὰ νὰ φανταζόμαστε τὸ ἄρρητο κάλλος σου.
Καὶ στὴν ᾠδὴ αὐτὴ τὸ ἀπρόσιτο φῶς τῆς τρισηλίου θεότητος καὶ ἡ φωτεινότητα τῆς θείας ἐλλάμψεως ἀποτελοῦν τὸ περιεχόμενο τῆς ὀρθόδοξης προσευχῆς. «Σημειωθήτω ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ φῶς, τοῦ προσώπου σου, ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψώμεθα φῶς τὸ ἀπρόσιτον», τονίζει εἰδικὰ καὶ ἡ προσευχὴ πρὸς τὸν Χριστό. Προσευχή, ἡ ὁποία δὲν ἔχει σὰν περιεχόμενό της τὸ αἴτημα τοῦ θείου φωτὸς καὶ τῆς δι᾿ αὐτοῦ δράσεως τῆς μακαρίας δόξης τῆς Τριάδος, εἶναι ἐλλειπῆς. Ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ἐπιζητεῖ πρῶτον τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δικαιοσύνη αὐτοῦ, καὶ μετὰ ὅλα τὰ ἄλλα95. Τὸ νὰ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ φωτὸς καὶ τὴν ἕνωσή του μὲ αὐτό, στὴ μακαρία θεία ἔλλειψη καὶ στὴ φωτεινότητα τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας, εἶναι ὁ κυριώτερος στόχος τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς καὶ ὑπάρξεως. Ἀπὸ αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποστεῖ ἡ ὀρθόδοξη ψυχή. Σ᾿ αὐτὰ πιστεύει, σ᾿ αὐτὰ ἐλπίζει καὶ σ᾿ αὐτὰ ζεῖ ἡ θεόμορφη οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας μας.

Θεοτοκίον.

«Ἄνοιξον τὰς πύλας μοι τοῦ φωτός, τοῦ κυη-
θέντος ἐκ νηδύος σου Ἄχραντε, ἵνα βλέπω
τρίφωτον, ἀκτῖνα τῆς Θεότητος, καὶ δοξάζω
σε, τὴν ὁλόφωτον Δέσποιναν».
Ἄνοιξέ μου τὶς πύλες τοῦ φωτός, ποὺ γεννήθηκε
ἀπὸ τὴ νηδὺ (μήτρα) σου Ἄχραντε, γιὰ νὰ βλέπω
τὴν τρίφωτη ἀκτῖνα τῆς θεότητος,
καὶ δοξάζω σέ, τὴν ὁλόφωτη Δέσποινα.
Νέος ὕμνος γιὰ τὸ μακάριο φῶς τῆς θείας δόξης. Ὁ ποιητὴς βλέπει τὴ γαστέρα τῆς Θεοτόκου σὰν ἕνα χῶρο ὁλόφωτο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διαχέονται τρίφωτες οἱ ἀκτῖνες τῆς θεότητος. Τὶς βλέπει στὸ ἀπερινόητο θαῦμα τῆς Παρθένου. Ἀγαπᾶ δὲ τὸ φῶς τῆς Πανάγνου. Θέλει νὰ τὸ βλέπει ὄχι ἐξωτερικὰ -αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἐπιτευχθεῖ- ἀλλὰ ἐσωτερικά, στὸ καθαρὸ βάθος τῆς ψυχῆς του. Τέρπεται στὸ ὅραμα τῆς τρίφωτης ἀκτίνας τῆς θεότητος, τοῦ ἄκτιστου φωτὸς τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων, ἡ ἕνωση μὲ τὸ ὁποῖο ἀπεργάζεται καὶ τὴ δική του χαρισματικὴ θέωση. Τί ἄραγε καλύτερο μπορεῖ νὰ ποθήσει ἡ ὀρθόδοξη ψυχή;
Βλέποντας τὸ φῶς ποὺ ξεχύθηκε ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς Παρθένου ὁ πιστός, δοξολογεῖ τὴ Δέσποινα τοῦ παντὸς καὶ τὴ Μητέρα τοῦ φωτός· «Τὴν Θεοτόκον καὶ μητέρα τοῦ φωτὸς ἐν ὕμνοις τιμῶντες μεγαλύνομεν». Στὸ στίχο αὐτὸ ὀσφραινόμαστε τὸ κεπτὸ ἄρωμα τῆς Ὀρθοδοξίας, αὐτὸ ποὺ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ ἀλλοῦ, ἀλλὰ μονάχα στὴν ἄχραντη Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία.

Καθίσματα.

«Θείας φύσεως ὁμοουσίου, τὸ τρισήλιον
ὑμνοῦμεν κράτος, καὶ τρισαγίαις φωναῖς
ἐκβοήσωμεν· Ἅγιος εἶ, ὁ Πατὴρ ὁ προάναρχος,
Ἅγιος εἶ, ὁ Υἱὸς ὁ συνάναρχος. Πνεῦμα Ἅγιον,
ὁ εἷς ἀμερὴς Θεὸς ἡμῶν, καὶ πάντων
ποιητὴς καὶ φιλάνθρωπος».
Ὑμνοῦμε τὸ τριλαμπὲς κράτος τῆς ὁμοουσίου
θείας φύσεως καὶ μὲ τρισάγιες φωνὲς ἂς
φωνάξουμε δυνατά. Εἶσαι ἅγιος ὁ Πατὴρ
ὁ προάναρχος· εἶσαι ἅγιος ὁ Υἱὸς ὁ συνάναρχος
καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὁ ἕνας ἀμερὴς Θεός μας
καὶ τῶν ὅλων δημιουργὸς καὶ φιλάνθρωπος.
Σὲ ἕνα τόνο πανηγυρικῆς σεμνότητος καὶ χαρᾶς ὁ ποιητὴς τοῦ καθίσματος ὁμολογεῖ τὴν τριαδικὴ πίστη του, ἀνυμνώντας τὸν τριαδικὸ Θεό. Ὁμολογεῖ τὸ ὁμοούσιο τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος· ὅτι σ᾿ αὐτὰ ὑπάρχει μία καὶ μόνη ἀπαράλλακτη οὐσία, ἄρα ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ὄχι τρεῖς. Παράλληλα ὑμνεῖ τὸ τρισήλιο κράτος τῆς Θεότητος, τὸ τριλαμπὲς φῶς τῶν θείων ὑποστάσεων, στὶς ὁποῖες ὑπάρχει ἡ αὐτὴ φωταύγεια τῆς θείας ἐνέργειας. Αἰσθάνεται δὲ τὴν ἀνάγκη νὰ φωνάξει δυνατά, ἐξυμνώντας τὸν ἅγιο Θεό· τὸν Πατέρα ποὺ εἶναι προάναρχος, ὑπῆρχε δηλαδὴ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ χωρὶς νὰ ἔχει λάβει χρονικὴ ἀρχὴ (ἀΐδιος)· τὸν Υἱό, ποὺ εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα (ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱὸς), ἂν καὶ ἀπὸ ἄποψη προόδου πηγάζει ἀϊδίως ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατρὸς (διὰ τῆς γεννήσεως) καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸ συνάναρχο μὲ τὰ δύο ἄλλα πρόσωπα τῆς Θεότητος. Ἡ ἁγιότης εἶναι βασικὸ ἰδίωμα τῆς τριαδικῆς θεότητος, ὡς ἔκφραση τῆς ἀγαθότητος τῆς ἄκτιστης θείας του ἐνέργειας, ἡ ὁποία εἶναι παναγία καὶ καθαρότατη, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε ρύπο ἠθικῆς ἀκαθαρσίας. Ὁ ἅγιος τριαδικὸς Θεὸς εἶναι ἀμερής. Δὲν χωρίζεται σὲ μέρη, ὅσα εἶναι οἱ τριαδικές του ὑποστάσεις. Αὐτὲς εἶναι θεοπρεπεῖς διακρίσεις στὴ θεότητα, στὶς ὁποῖες ὁ ἕνας Θεὸς διακρίνεται ἅμα καὶ συνάπτεται (διακρίνεται διὰ τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων καὶ συνάπτεται διὰ τῆς ἀλληλενοικήσεως καὶ ἐμπεριχωρήσεως τῶν προσώπων). Εἶναι, τέλος, ὁ ποιητὴς τῶν πάντων καὶ φιλάνθρωπος Κύριος.

Δόξα καὶ νῦν. Θεοτοκίον, ὅμοιον.

«Θαῦμα μέγιστον, πῶς συνεσχέσθη, ὁ ἀχώρητος
ἐν τῇ γαστρί σου, καὶ ἐσαρκώθη καὶ ἐφάνη
ὡς ἄνθρωπος, μὴ ὑπομείνας φυρμὸν ἢ διαίρεσιν,
τῆς θεϊκῆς καὶ ἀτρέπτου θεότητος, Κόρη πάναγνε·
διὸ Θεοτόκον σὲ πιστῶς, κηρύττομεν ἀεὶ καὶ δοξάζομεν».
Πραγματικὰ εἶναι μέγιστο θαῦμα, πῶς ὁ ἀχώρητος
Θεὸς χώρεσε στὴ μήτρα σου, Κόρη πάναγνη, καὶ ἔλαβε
σάρκα καὶ φάνηκε σὰν ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ
ἀνάμιξη ἢ διαίρεση ἡ θεϊκὴ καὶ ἄτρεπτή του θεότητα.
Διὰ τοῦτο κι ἐμεῖς σὲ ὁμολογοῦμε σὰν ἀληθινὴ Θεοτόκο
καὶ μὲ πίστη σὲ δοξάζουμε.
Ἀπὸ τὸ τριαδικὸ δόγμα ὁ ποιητὴς μεταπίπτει στὸ χριστολογικό. Βλέπει θαύματα στὴν Παρθένο καὶ ἐξίσταται. Ἀπορεῖ πῶς ὁ ἀκατάσχετος καὶ ἀχώρητος Θεός, στὴ φύση τοῦ ὁποίου χωροῦν τὰ σύμπαντα, εἶναι δυνατὸ νὰ χωρέσει καὶ νὰ κρατηθεῖ σὲ μιὰ μικρὴ γυναικεία μήτρα. Δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει πῶς ὁ ἄπειρος Θεός, ὁ πλάστης τοῦ σύμπαντος καὶ ποιητὴς τῶν αἰώνων, ἔγινε ἄνθρωπος, πῆρε τὴ κτιστὴ φύση τοῦ πλάσματος, χωρὶς ἡ ἄτρεπτή του θεότητα νὰ ὑποστεῖ φυρμὸ ἢ διαίρεση στὴν ἕνωσή της μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Δὲν ὑπέστη φυρμό, γιατὶ δὲν ὑπέστη σύγχυση μὲ αὐτὸ ποὺ προσέλαβε. Ἡ ὁλοκληρία τῆς θεότητός του παρέμεινε ἀνέπαφη. Οὔτε δὲ καὶ διαίρεση ὑπέστη, γιατὶ ἡ Θεότητα τοῦ Λόγου δὲν ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τὴ θεότητα τῶν δύο ἄλλων προσώπων. Ἡ σάρκωση ἦταν ἀνεκφοίτητη. Ὁ Λόγος παρέμεινε Λόγος, τὸ ἀξίωμά του στὴν ἁγία Τριάδα διατηρήθηκε ἀλώβητο καὶ μετὰ τὴν πρόσληψη τοῦ ἀνθρωπίνου φυράματος. Τὸ θαῦμα αὐτὸ δοξάζει τὴν πάναγνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι πραγματικὴ Θεοτόκος, γεννήσασα σαρκὶ τὸν ἕνα τῆς Τριάδος, καὶ ὡς Θεοτόκος δοξάζεται ἀπὸ τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τῶν Ὀρθοδόξων.

ᾨδὴ ζ´.

«Ναόν με δεῖξον τῆς σῆς, Θεότητος Δέσποτα,
τῆς τριλαμποῦς ὅλον φωτεινόν, ἁμαρτητικῆς
ἀμαυρώσεως δεινῆς, καὶ παθῶν ἀνώτερον,
ταῖς φωτουργαῖς σου λάμψεσιν, ὁ Θεὸς ὁ τῶν
Πατέρων ἡμῶν».
Δεῖξε με ναὸ φωτεινότατο τῆς τριλαμποῦς
σου θεότητος Δέσποτα, ἀνώτερο τῆς δεινῆς
ἀμαυρώσεως τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν,
διὰ τῶν φωτουργῶν σου λάμψεων, ὁ Θεὸς τῶν
πατέρων μας.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ99. Σ᾿ αὐτὸν κατοικεῖ μὲ τὴ χάρη του τὸ ἅγιο Πνεῦμα97. Εἶναι δὲ ναὸς φωτεινὸς καὶ ὁλοκάθαρος, ἀστράφτοντας τὴν τριλαμπῆ δόξα τῆς θεότητος. Ὅμως γιὰ νὰ γίνει αὐτό, ὁ ἀνθρώπινος ναὸς πρέπει νὰ εἶναι καθαρὸς καὶ ἅγιος, ἐλεύθερος ἀπὸ τὴ μελάνωση τῆς φθορᾶς καὶ τὴν ἀμαύρωση τῶν παθῶν, τὰ ὁποῖα τὸν καθιστοῦν σκοτισμένο καὶ ἀκάθαρτο. Τὸ πρᾶγμα φυσικὰ δὲν εἶναι εὔκολο. Ἀπαιτεῖται κάθαρση σκληρὴ καὶ σύντονη, κάθαρση καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἀπὸ μόνος του ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ τὴν πετύχει. Χρειάζεται ἀπαραίτητα τὴν ἐπικουρία τοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἀνάγκη τῆς θεουργικῆς θείας λάμψεως, τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ νικήσει τὴν ἁμαρτωλότητα τῆς φύσεώς του καὶ νὰ γίνει ἄξιο κατοικητήριο τῆς φωταύγειας τοῦ παναγίου Πνεύματος, ἕτοιμος νὰ εἰσέλθει στὸ Νυμφῶνα τῆς θείας βασιλείας97.
«Θεότητος τὴν μορφήν, μίαν καταγγέλλομεν,
ἐν τρισὶν ὑποστατικαῖς, καὶ διαιρεταῖς ἰδιότησι,
Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, Εὐλογητὸς εἶ
κράζοντες, ὁ Θεὸς ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Μίαν ὁμολογοῦμε τὴ φύση τῆς θεότητος σὲ
τρεῖς ὑποστατικὲς καὶ διαιρετὲς ἰδιότητες,
τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος,
κράζοντας· εὐλογητὸς εἶσαι ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας.
Πολὺ συνοπτικὰ διατυπώνεται στὴν ᾠδὴ αὐτὴ ὁ πυρήνας τοῦ τριαδικοῦ δόγματος. Ἡ μορφὴ (= ἡ φύση) τῆς θεότητος εἶναι μία. Δὲν εἶναι ὅμως ξηρὴ καὶ ἄγονη θεότητα, διακρινόμενη γιὰ τὴν πολυμορφία της. Σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχουν τρεῖς διαιρετὲς ἰδιότητες, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι οἱ τρεῖς ὑποστάσεις, ποὺ εἶναι διαιρετές. Διαιροῦνται δηλαδὴ ὄχι κατὰ τὴν οὐσία, ποὺ εἶναι μία καὶ ἀδιαίρετη, ἀλλὰ κατὰ τὰ ὑποστατικά, ποὺ εἶναι αὐστηρῶς προσωπικὰ καὶ διακρίνονται ἀλλήλων. Ἄλλο ὁ Πατὴρ κατὰ τὴν ὑποστατική του ἰδιότητα καὶ ἄλλο ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Οἱ διακρίσεις αὐτὲς εἶναι σταθερὲς καὶ ἀκοινώνητες, παρὰ τὸ ὅτι στὴν οὐσία τους τὰ πρόσωπα εἶναι ἀπολύτως ἴδια καὶ ἀπαράλλακτα.
«Ἐφάνη τῷ Ἀβραάμ, Θεὸς τρισυπόστατος,
ἐν τῇ δριῒ πάλαι τῇ Μαμβρῇ, τῆς φιλοξενίας
μισθόν, τὸν Ἰσαὰκ ἀντιδιὺς δι᾿ ἔλεον· ὅνπερ
καὶ νῦν δοξάζομεν, ὡς Θεὸν τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Παλαιὰ φάνηκε στὸν Ἀβραὰμ ὁ τρισυπόστατος Θεὸς
κοντὰ στὴ Δρῦ τοῦ Μαμβρῆ, ἀντιδώσας σ᾿ αὐτὸν
(τὸν Ἀβραὰμ) ἀπὸ εὐσπλαγχνία τὸν Ἰσαάκ,
σὰν μισθὸ τῆς φιλοξενίας του. Αὐτὸν καὶ δοξάζουμε,
ὡς Θεὸ τῶν πατέρων μας.
Καὶ πάλιν ἡ γνωστὴ προτύπωση τοῦ δόγματος τῆς παναγίας Τριάδος.

Θεοτοκίον.

«Ἐφάνη ἐπὶ τῆς γῆς, γενόμενος ἄνθρωπος, ὁ
Παντουργὸς ἀγαθοπρεπῶς, ἐκ παρθενικῆς
καὶ ἀχράντου σου γαστρός, καὶ ἡμᾶς ἐθέωσεν,
εὐλογημένη πάναγνε, Θεοτόκε πανάχραντε».
Ἐφάνηκε στὴ γῆ, γενόμενος ἄνθρωπος, ἀγαθοπρεπῶς
ὁ ποιητὴς τῶν ἁπάντων, ἀπὸ τὴν παρθενικὴ καὶ
καθαρότατη μήτρα σου, καὶ ἐθέωσε τὴ φύση μας,
εὐλογημένη πάναγνη, Θεοτόκε πανάχραντη.
Ὁ ὑμνωδὸς δὲν φείδεται ἐπιθέτων γιὰ νὰ ὑμνήσει ἐπάξια τὸ θαῦμα τῆς Παρθένου. Τὴν ἀποκαλεῖ εὐλογημένη, πάναγνη, πανάχραντη. Αὐτὰ εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ τόσα πολλὰ ποὺ χρησιμοποιεῖ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸ θαυμασμὸ καὶ τὴ «λατρεία» της στὸ πρόσωπο τῆς Πανάγνου, τὸ μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο, τὸ ὁποῖο συνέχει ἀσφυκτικὰ τὴν ψυχή, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴ λατρεία της. Χωρὶς τὴ Θεοτόκο δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία, γιατὶ χωρὶς αὐτὴν δὲν θὰ γινόταν ἄνθρωπος ὁ Θεός. Χωρὶς τὴ Μητέρα ὁ Υἱὸς θὰ ἦταν ἀνύπαρκτος. Χωρὶς πατέρα βέβαια τὸ πρᾶγμα διαφέρει. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε χωρὶς τὴ σύμπραξη ἀνδρός. Ἦταν «ἀπίτωρ ἐκ μητρός». Τὴ θέση τοῦ πατέρα στὴ σύλληψή του ἀνεπλήρωσε ἡ δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος.
Ἡ ἐπὶ γῆς ἐνανθρώπηση τοῦ ποιητῆ τῆς κτίσεως ἀπὸ γαστέρα παρθενικὴ καὶ ἄχραντη, ὄντας τὸ σημεῖο καινοποιήσεως τῶν πάντων στὴ νέα οἰκονομία τῆς θείας ἐνέργειας, εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴ θέωση τῆς προσληφθείσης φύσεως καὶ δι᾿ αὐτῆς τὴ θέωση τῆς φύσεως ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἄσχετα ἂν ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀξιοποιήσει ὑποκειμενικὰ τὴ θέωσή του, πρέπει νὰ δουλέψει σκληρὰ κατὰ τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτωλότητος τῆς φύσεώς του.

ᾨδὴ η´.

«Ἀνάρχου Πατρὸς ὡς ἐκ ρίζης, Λόγος καὶ τὸ
Πνεῦμα συνανάρχως πεφυκότες, ὡς βλαστοὶ τῆς
ὑπερουσίου Θεαρχίας, ἔδειξαν τῆς Τριάδος, δόξαν
μίαν τε καὶ δύναμιν· ἣν ὑμνοῦμεν πάντες,
πιστοὶ εἰς τοὺς αἰῶνας».
Ἀπὸ Πατέρα ἄναρχο, σὰν ἀπὸ ρίζα, συνανάρχως
ὑπάρχοντες ὡς βλαστὸς τῆς ὑπερουσίου Θεαρχίας
ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα, ἔδειξαν μία δόξα καὶ μία
δύναμη τῆς ἁγίας Τριάδος. Αὐτὴν ὑμνοῦμεν ὅλοι
οἱ πιστοὶ εἰς τοὺς αἰῶνες.
Τὴν γνωστὴν εἰκόνα τῶν βλαστῶν ποὺ φύονται ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ δέντρου χρησιμοποιεῖ κι ἐδῶ ὁ ποιητής, γιὰ νὰ παραστήσει τὴν προέλευση τῶν ὑποστάσεων τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Πνεύματος ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατρός. Οἱ ὑποστατικοὶ αὐτοὶ βλαστοὶ δὲν κατέλυσαν τὴν ἑνότητα τῆς θείας φύσεως, δείξαντες τὴ μία δόξα καὶ τὴ μία δύναμη τῆς τριαδικῆς θεότητος, δηλαδὴ τὴ μία ἐνέργεια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὴν ἀνυμνοῦν ὅλοι οἱ πιστοὶ διηνεκῶς σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
«Ρυθμίζεις ταῖς σαῖς φρυκτωρίαις, τάξεις οὐ-
ρανίους ἀναμέλπειν ἀσιγήτως, τρισαγίοις
ἄσμασι θείοις, Πάτερ Λόγε σύμμορφε, καὶ τὸ
Πνεῦμα τρίφωτον, κράτος ἰσόρροπον· ὅθεν
σε ὑμνοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Ρυθμίζεις μὲ τὴν ἀκοίμητη ἐπιστασία τῆς λαμπρότητὸς σου
τὶς οὐράνιες τάξεις ὥστε νὰ ψέλνουν ἀσιγήτως, μὲ τρισάγια
θεῖα ἄσματα, Πάτερ, Λόγε σύμμορφε καὶ Πνεῦμα τὸ ἅγιον,
τὸ ἰσόρροπο καὶ τρίφωτο κράτος τῆς δόξας σου.
Διὰ τοῦτο σὲ ὑμνοῦμε σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.

Θεοτοκίον.

«Χρησμοὶ Προφητῶν τὸν σὸν Τόκον, πόρρωθεν
ἰδόντες, Θεοτόκε ἀνευφήμουν, ὡς ἀσπόρως καὶ
ὑπερφυῶς, γεννηθέντα Δέσποινα, καὶ συμφώνως
τοῦτον ὑμνοῦμεν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Χρησμοὶ Προφητῶν Θεοτόκε, ποὺ εἶδαν ἀπὸ μακριὰ
τὸν Τόκο σου, ἀνευφημοῦσαν, ὅτι γεννήθηκε
χωρὶς σπορὰ (ἀνδρικὴ) καὶ ὑπερφυῶς (πέρα ἀπὸ τὴν
τάξη τῆς φύσεως). Καὶ ἐμεῖς μὲ μιὰ φωνὴ
ὑμνοῦμεν αὐτὸν σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Καὶ ἡ παλαιὰ προφητεία ὑπηρέτησε, μὲ τὸ δικό της τρόπο, τὸ θεῖο χριστολογικὸ μυστήριο. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐφώτισε τοὺς Προφῆτες τῆς παλαιᾶς οἰκονομίας νὰ δοῦν καὶ νὰ προφητεύσουν πολλὰ πράγματα ἀπὸ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νὰ γίνει ἄνθρωπος διὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὰ βέβαια ποὺ εἶδαν, τὰ εἶδαν πόρρωθεν, ἀπὸ μακριά, καὶ ὅσο μποροῦσε νὰ τὸ δεχτεῖ ἡ φύση τους. Καὶ προφήτεψαν συνεσκιασμένα, μὲ εἰκόνες καὶ αἰνίγματα. Προεῖδαν τὴν παράδοξη γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἐκ τῆς Παρθένου, ὅτι θὰ γινόταν ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς φύσεως, χωρὶς συνέργεια ἀνδρική. Τὰ ὁράματα αὐτὰ ἐξέπλησσαν τὴν ἅγια φύση τους καὶ τοὺς κινοῦσαν σὲ ἀνύμνηση τοῦ θαύματος τοῦ Θεοῦ, κέντρο τοῦ ὁποίου ἦταν τὸ πρόσωπο τῆς περίσεμνης Κόρης τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Μαξὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀνυμνοῦμεν μὲ ἕνα στόμα καὶ μὲ μιὰ φωνὴ τὰ ἄπειρα μεγαλεῖα τοῦ τόκου τῆς Παρθένου καὶ τὰ θαυμάσια τῆς ἄπειρης θείας μεγαλωσύνης του.

ᾨδὴ θ´.

«Ἰδεῖν τὴν δόξαν τὴν τρισσολαμπῆ, αἱ θεοειδεῖς
τῶν Ἀσωμάτων τάξεις, σαφῶς ἀνιέναι πτέρυξιν,
ἀφίενται ἄνω, ἀλλ᾿ εὐλαβοῦνται σφόδρα, τὸ ἀ-
πρόσιτον φῶς, καὶ ὕμνον ἀπαύστως ἐκβοῶσι·
τούτοις συμφώνως, μοναδικὴ Τριὰς σὲ δοξάζομεν».
Γιὰ νὰ δοῦν σαφῶς τὴν τρισσολαμπῆ δόξα (τοῦ
Θεοῦ) οἱ θεοειδεῖς τάξεις τῶν Ἀσωμάτων (δυνά-
μεων) ἀφήνονται ν᾿ ἀνέβουν πρὸς τὰ ἄνω μὲ τὶς
πτέρυγές τους· ὅμως εὐλαβούμενες πολὺ τὸ ἀπρόσιτο
θεῖο φῶς, ξεσποῦν σὲ ἄπαυστο ὕμνο.
Μαζὶ μὲ αὐτοὺς σὲ δοξάζουμε μὲ ἕνα στόμα
κι ἐμεῖς Τριάδα μοναδική.
Σὲ μιὰ ὡραία στιγμὴ τῆς ἐπουράνιας ἀγγελικῆς ζωῆς ἀνάγεται ὁ ἐμπευσμένος ποιητὴς στὴν ᾠδὴ αὐτή. Στηριζόμενος στὸ ὅραμα τοῦ Ἡσαΐα, ρίχνει τὸ βλέμμα του στὶς οὐράνιες τάξεις τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων, τὶς ὁποῖες βλέπει νὰ ἐμπλέκονται σὲ ἕνα ἀνατατικὸ ἀγῶνα, σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ ἔλθουν πλησιέστερα στὸ ἀπρόσιτο τριαδικὸ κάλλος. Παρ᾿ ὅλον ὅτι ἡ ἄϋλη φύση τους στίλβει τὴ μαρμαρυγὴ τῆς θεότητος, αὐτὲς θέλουν περισσότερο θεῖο φῶς, μεγαλύτερη ἀπόλαυση τῆς φωτεινῆς δόξας τῆς Τριάδος. Εἶναι ἀκόρεστες στὸν ἀνοδικὸ θεῖο ἔρωτα. Θέλουν νὰ δοῦν πλησιέστερα τὸ ἀμήχανο θεῖο κάλλος. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως εὐλαβοῦνται τὸ ἀπρόσιτο φῶς, ποὺ εἶναι τὸ ἄϋλο ἀντικείμενο τοῦ ἐρωτικοῦ πόθου τους. Συνέρχονται γιὰ τὸ «προπετὲς» τόλμημα καὶ γεμᾶτες θαυμασμὸ α᾿ναφωνοῦν ὕμνο δοξολογικὸ στὸ ἄπειρο θεῖο μεγαλεῖο. Στὴ δοξολογικὴ αὐτὴ ἀνύμνηση τῆς μοναδικῆς Τριάδος (τοῦ ἑνὸς Θεοῦ) εἰσέρχονται μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ οἱ ἄνθρωποι.
«Ἀπλέτῳ πόθῳ καὶ οἱ ἐπὶ γῆς, νοερὰν ψυχὴν
ἐκ σοῦ λαβόντες, καὶ λογικήν, σὲ ὑμνοῦμεν
Δέσποτα, Θεὲ τῶν ἁπάντων, τὴν ἑνιαίαν φύ-
σιν ἀληθῶς, καὶ τριττὴν προσώποις, ἐξ ὅλης
τῆς καρδίας· διὸ Οἰκτίρμον, ὡς πολυέλεος
ἡμᾶς οἴκτειρον».
Μὲ ἄπλετο πόθο καὶ οἱ ἐπὶ γῆς (οἱ ἄνθρωποι),
λαβόντες νοερὴ καὶ λογικὴ ψυχὴ ἀπὸ σένα,
σὲ ὑμνοῦμε Δέσποτα, Θεὲ τῶν ὅλων, τὴν ἑνιαία
(μία) φύση ἀληθῶς καὶ τριαδικὴ στὰ πρόσωπα,
ἀπὸ ὅλη τὴν καρδιά μας. Διὰ τοῦτο οἰκτίρμων
Κύριε, σπλαγχνίσου μας ὡς πολυέλεος.
Ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ὅπου ἑνωτίζεται μυστικὰ τὸν ἄληκτο ἀγγελικὸ ὕμνο τῆς θεότητος, ὁ ὑμνογράφος ἐπιστρέφει στὴ γῆ, ὅπου βλέπει καὶ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑμνοῦν ἀπαύστως τὸν Θεό, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν λιγότερες ἀφορμὲς ν᾿ ἀνάγωνται στὴ θεία ἀνύμνηση. Καὶ εἶναι μὲν ἡ πνευματικὴ φύση τῶν ἀγγέλων ἄϋλη καὶ νοερά· ὅμως καὶ στοὺς ἀνθρώπους ὑπάρχει ὁ σπινθήρας τοῦ Θεοῦ. Ἔχουν καὶ αὐτοὶ τὸ ἄϋλο πνευματικὸ στοιχεῖο στὴ φύση τους, τὴ νοερὰ καὶ λογικὴ ψυχή, στὴν ὁποία εἰκονίζεται ὁ Θεός. Εἶναι «εἰκόνες» Θεοῦ καὶ τοῦτο τοὺς κάνει νὰ ἀνατείνουν πρὸς τὸ συγγενὲς καὶ σύμμορφο. Ἀγαποῦν μὲ ἄπλετο πόθο τὸν πλασατουργό, τὴν «ἑνιαίαν φύσιν καὶ τρισσὴν προσώποις», τὴν ὁποίαν ἀπαύστως ἀνυμνοῦν. Δὲν ὑστεροῦν τῶν ἀγγέλων στὴ θεία ἀνύμνηση. Φυσικὰ ἡ ἀνύμνηση τῶν ἀνθρώπων εἶναι μικτή. Προέρχεται καὶ ἀπὸ τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σῶμα. Τὸ τελευταῖο τοῦτο δὲν ἔχουν οἱ ἄγγελοι. Αὐτὸ ὅμως δὲν μειώνει τὴν ἀξία τῆς ἀνύμνησής τους. Τὸ ὑλικό τους σῶμα δὲν εἶναι εὐκαταφρόνητο οὔτε τὰ πήλινά τους χείλη ἀνάξια. Τὸ σῶμα τὸ δικό τους δὲν πῆρε μήπως καὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ;
Οἱ ἄνθρωποι, ἀνυμνοῦντες τὸν Θεό, δὲν παύουν νὰ ζητοῦν τοὺς οἰκτειρμοὺς καὶ τὰ ἐλέη του.

Θεοτοκίον.

«Ναόν με δεῖξον τῆς μοναρχικῆς, καὶ τριφεγ-
γοῦς σου Θεαρχίας φωτοειδῆ, καθαρῶς λατρεύειν
σοι τῷ Κτίστῃ τῶν ὅλων, καὶ τῆς ἀφράστου
δόξης νοερὸν θεωρόν, πρεσβείαις τῆς μόνης
Θεοτόκου· ἣν ἐπαξίως, ὡς ὑπερένδοξον μεγαλύνομεν».
Ἀνάδειξέ με ναὸ φωτοειδῆ τῆς μοναρχικῆς τριφεγγοῦς
σου θεαρχίας, ὥστε καθαρῶς νὰ λατρεύω σὲ τὸν
κτίστη τῶν ἁπάντων καὶ νὰ εἶμαι θεωρὸς νοερὸς
τῆς ἄφραστης δόξας σου, διὰ τῶν πρεσβειῶν
τῆς μόνης Θεοτόκου· τὴν ὁποίαν ἐπαξίως,
ὡς ὑπερένδοξο, μεγαλύνουμε.
Ὁ ἄνθρωπος τότε μόνο ἐπιτελεῖ τὸ χρέος του πρὸς τὴ θεία ἀνύμνηση, ὅταν ἀνυμνεῖ καὶ λατρεύει τὸν Θεὸ «καθαρῶς» δηλαδὴ στὸ μέτρο ποὺ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι κι αὐτὴ πνευματικὴ καὶ καθαρή. «Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν», εἶπε ὁ Κύριος98. Τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ τὴ βλέπει ὁ ὑμνωδὸς διάχυτη ἀπὸ τὴ φωτοειδῆ δόξα τῆς Τριάδος. Ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει μὲ τὴ χάρη του νὰ γίνει ναὸς φωτοειδής, στὸν ὁποῖο νὰ ἐνοικεῖ ἡ μοναρχικὴ καὶ τριφεγγὴς θεαρχία (ὁ ἕνας καὶ τριαδικὸς Θεὸς). Ζητᾶ περαιτέρω νὰ γίνει νοερὸς θεωρὸς τῆς ἄφραστης δόξας τῆς θεότητος. Γιὰ νὰ γίνει ὅμως αὐτὸ ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ (ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου) πρέπει νὰ εἶναι καθαρός, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸ ὅμως ἀπαιτεῖ μόχθο πολὺ ἀπὸ μέρους τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι πρᾶγμα εὔκολο. Ἡ φύση πρέπει νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχή. Ἡ καθαρμένη ἀπὸ τὰ πάθη φύση εἶναι πραγματικὰ ναὸς καθαρὸς τῆς τριφεγγοῦς θεαρχίας καὶ μπορεῖ νὰ γίνει, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐκστατικῆς νοερᾶς προσευχῆς, θεωρὸς τῆς μακαρίας δόξας τῆς Τριάδος. Ἡ ἀνάκραση μὲ τὴ δόξα αὐτὴ εἶναι τὸ ἔσχατο τέλος τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

ΗΧΟΣ Δ´

Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ

Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Τέταρτος ὕμνος τῷ Θεῷ Μητροφάνους.

ᾨδὴ α´.

«Τριάδα Θεαρχικὴν δοξάσωμεν, ταῖς ὑποστάσεσι
μοναδικὴν δὲ φύσιν, τῶν τριῶν, συναΐδιον
σύνθρονον, ἣν δυσωποῦντες λέγομεν· Σῶσον
τοὺς πίστει σε δοξάζοντας».
Ἂς δοξάσουμε τὴ θεαρχικὴ Τριάδα κατὰ τὶς
ὑποστάσεις καὶ τὴ μία φύση τῶν τριῶν
προσώπων, ποὺ εἶναι συναΐδια καὶ σύνθρονη,
τὴν ὁποία παρακαλοῦντες λέγομε· σῶσε
αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη σὲ δοξάζουν.
Ὁ ὕμνος πρὸς τὴ θεαρχικὴ τριάδα εἶναι ἐμφανὴς καὶ ἐδῶ. Ὁ ποιητὴς δοξάζει τὸν τριαδικὸ Θεό. Δοξάζει τὴ μία φύση τῆς Θεαρχίας, καθὼς καὶ τὴν τριάδα τῶν προσώπων, στὰ ὁποῖα ἐκείνη διακρίνεται. Δοξάζει τὴν «σεναΐδιον καὶ σύνθρονον» τριαδικὴ φύση τῆς θεότητος. Ὅτι δηλαδὴ τὰ πρόσωπα ἔχουν τὴν ἴδια στιγμὴ -ἂν μποροῦμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἔτσι- προελεύσεως· ὅτι τὸ ἕνα δὲν προηγεῖται τοῦ ἄλλου, παρ᾿ ὅλον ὅτι τὰ δύο ἐξ αὐτῶν (ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον) ἔχουν ὡς ἀρχὴν ἐκ τῆς ὁποίας προέρχονται, τὴ θεότητα τοῦ Πατρός. Ὑπάρχουν πάντοτε τὸ ἕνα μέσα στὸ ἄλλο. Ὁ Πατὴρ δὲν εἶναι προγενέστερος τῶν δύο ἄλλων ὑποστάσεων, τὶς ὁποῖες προβάλλει διὰ τῆς γεννήσεως (τὸν Υἱὸν) καὶ τῆς ἐκπορεύσεως (τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο). Παράλληλα δοξάζει τὰ σύνθρονα πρόσωπα. Αὐτὰ ποὺ ἔχουν τὸν αὐτὸ θρόνο, τὴν αὐτὴ δύναμη καὶ ἐξουσία, τὴν αὐτὴ θεία ἐνέργεια καὶ τὴν αὐτὴ τιμὴ καὶ δόξα. Ὅλα εἶναι κοινὰ στὴν Τριάδα, πλὴν τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι αὐστηρῶς ἴδια, ἀτομικὰ καὶ ἀκοινώνητα.
Οἱ πιστοὶ δοξάζουν τὴν Τριάδα «πίστει»· διὰ τῆς ὀρθῆς καὶ θερμῆς τους πίστεως, ἡ ὁποία φυσικὰ ἀναλύεται σὲ ἔργα ἀγάπης99. Σ᾿ αὐτὴ τὴ δοξολογία καὶ εὐσέβεια εὐαρεστεῖται ὁ τρισάγιος Θεός, ὁ ὁποῖος σώζει αὐτοὺς ποὺ τὸν δοξάζουν.
«Ἐχρίσθη ὑπὸ Πατρὸς τῷ Πνεύματι, ἀγαλλιάσεως
θεουργικῷ ἐλαίῳ ὁ Υἱός, καὶ βροτὸς ἐχρημάτισε,
καὶ τῆς μιᾶς Θεότητος τὸ Τρισυπόστατον ἐδίδαξε».
Ὁ Υἱὸς χρίσθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τοῦ Πνεύματος
μὲ θεουργικὸ ἔλαιο ἀγαλλιάσεως, καὶ ἔγινε ἄνθρωπος,
διδάξας τὴν τρισυπόστατη φύση τῆς μιᾶς θεότητος.
Ἐδῶ ὁ ὑμνογράφος μέσα σὲ λίγες λιτὲς γραμμὲς ὑπογραμμίζει τὴν κοινότητα τῆς τριαδικῆς βουλῆς στὸ ἔργο τῆς θείας περὶ τὸν ἄνθρωπον οἰκονομίας. Ὁ Λόγος ἦταν τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο τῆς θεότητος, τὸ ὁποῖο εἰδικὰ σαρκώθηκε ἐπὶ τῆς γῆς. Κανένα ἄλλο. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἅρμοζε νὰ γίνει καὶ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει, ὅτι στὴν ἐνανθρώπησή του ἐνήργησε μόνος, ἀποκομμένος ἀπὸ τὰ δύο ἄλλα πρόσωπα τῆς Τριάδος. Μιὰ τέτοια ἰδέα φθείρει τὴν ἔννοια τῆς Τριάδος, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ πάντοτε ἑνιαίως. Στὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, ὁ Πατὴρ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εὐδοκεῖ, χρίοντας τὸν Υἱό του μὲ τὸ θεουργικὸ ἔλαιο ἀγαλλιάσεως100, παρέχοντας τὴν ἔγκρισή του στὸ λυτρωτικὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, τὸ ὁποῖο γεμίζει μὲ ἀγαλλίαση τὰ σπλάγχνα τῆς θεότητος. Τὸ μέσο δὲ διὰ τοῦ ὁποίου γίνεται ἡ χρίση εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο101, τὸ ὁποῖο σφραγίζει τὴ λυτρωτικὴ ἐνέργεια τῆς σαρκώσεως, χρίον τὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ στὸ μεγάλο ἔργο της. Ἡ θεία φύση δὲν εἶχε φυσικὰ ἀνάγκη χρίσεως. Καὶ ὁ Λόγος ἦταν ὁ ἀποστελλόμενος γιὰ νὰ πληρώσει ἐν χρόνῳ τὸ προαιώνιο σχέδιο τοῦ Πατρὸς διὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου.
Ἔτσι ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, ἑνώσας στὴν προαιώνια φύση του τὴν πρόσφατη φύση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποία ἐλύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο, ἀποκαλύψας στὸν ἄνθρωπο τὴ μία τρισυπόστατη θεότητα.
«Τὸ κάλλος τῆς ἀπροσίτου δόξης σου, Μονὰς
τρισήλιε, τὰ Σεραφὶμ οὐ φέροντα ὁρᾶν συγκα-
λύπτονται πτέρυξι, καὶ τρισαγίοις ἄσμασιν,
ἀκαταπαύστως σὲ δοξάζουσιν».
Τὸ κάλλος τῆς ἀπρόσιτης δόξας σου, Μονὰς
τρισήλιε, τὰ Σεραφὶμ μὴ ἀντέχοντας νὰ
δοῦς (ν᾿ ἀτενίσουν), σκεπάζονται μὲ τὶς
πτέρυγές τους, καὶ μὲ τρισάγια ἄσματα σὲ
δοξάζουν ἀκατάπαυστα.
Τὸ κάλλος τῆς ἄπειρης δόξας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτο. Δὲν ἔχει ἀναλογίες στὴ φυσικὴ κτίση. Τὸ ἡλιακὸ φῶς εἶναι βέβαια ἕνας προσφυὴς ἀπεικονισμός. Ἡ ἀναλογία ὅμως εἶναι ἀσθενής. Δὲν γνωρίζουμε τὴ φύση τοῦ μακαρίου θείου φωτός, ὅπως δὲν γνωρίζουμε καὶ τὴν ἄπειρη θεία οὐσία, ἀπὸ τὴν ὁποία τοῦτο προέρχεται. Τὸ βάρος του εἶναι μέγα σὲ ὅ,τι κτιστὸ καὶ ἐφήμερο. Ἡ δύναμή του συντριπτικὴ γιὰ τὴ φύση τοῦ ὅποιου πλάσματος. Ἡ φύση, μόνη στὶς δυνατότητές της, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀντέξει τὴ θέαση γυμνῆς τῆς θείας τριαδικῆς ἐνέργειας. Διαλύεται καὶ χάνεται. Στὸ Ὄρος οἱ Μαθητὲς εἶδαν μέρος μόνο τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τοῦ Χριστοῦ -καὶ τόσο ὅσο ἡ φύση τους μποροῦσε νὰ βαστάσει- καὶ ἔπεσαν χαμαί. Μόνο μὲ τὴ χαρισματικὴ ἀνύψωση τῆς φύσεως ποὺ διενεργεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀνθρώπινο σκεῦος, ἀλλοιωμένο, μπορεῖ νὰ δεχτεῖ μέσα του τὸ ἱερὸ θησαύρισμα τῆς δόξης. Αὐτὸ συμβαίνει ἐν μέρει στὴν παροῦσα ζωή· ἐλπίζουμε δὲ νὰ γίνει πληρέστερο καὶ τελειότερο στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Πρὸς τὰ ἐκεῖ κατατείνει ἡ ἐσχατολογικὴ προσδοκία τῆς Ὀρθοδοξίας· «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» ψάλλουμε καθημερινὰ στὴ Δοξολογία. Καὶ «ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψώμεθα φῶς τὸ ἀπρόσιτον», προσευχόμαστε μὲ πίστη στὸν Χριστό. Ἡ θέαση δὲ αὐτὴ τοῦ θείου φωτὸς δὲν εἶναι μία ἁπλὴ ἐξωτερικὴ ἐνατένιση, ἀλλ᾿ ἕνωση μὲ τὸ φῶς, ἀνάκραση μὲ τὴν ἀκτῖνα τῆς θεότητος, στὴν ὁποία τελεῖται ἡ χαρισματικὴ θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Μπροστὰ στὴν ἀβάστακτη λάμψη τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ τὰ Σεραφείμ, ἂν καὶ πλέοντα στὸ τρισήλιο θεῖο φῶς, σκεπάζουν τὰ πρόσωπά τους μὲ τὶς πτέρυγές τους γιὰ νὰ μειώσουν τὸ συντριπτικὸ βάρος τῆς θείας φωτοχυσίας, νοιώθοντα φόβο γιὰ τὴν κτιστὴ παράσταση στὸ πέλαγος τῆς θείας ἀπειρίας. Πιεζόμενη δὲ ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ φωτόμορφη φύση τους ἀναλύεται σὲ ἄπαυστη δοξολογικὴ ἀνύμνηση τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ μεγαλωσύνης.

Θεοτοκίον.

«Ἀφράστως τὸν ποιητὴν γεγέννηκας, τῶν ὅλων
Πάναγνε, τῆς παλαιᾶς λυτρούμενον ἀρᾶς,
τοὺς βροτοὺς καὶ θανάτου φθορᾶς, καὶ διὰ
σοῦ ἐπέγνωμεν, ἕνα Θεὸν τὸν τρισυπόστατον».
Ἔχεις γεννήσει μὲ τρόπο ἀνέκφραστο τὸν Ποιητὴ
τῶν ὅλων, Πάναγνε, λυτρούμενο τοὺς ἀνθρώπους
ἀπὸ τὴν παλαιὰ κατάρα καὶ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου.
Καὶ διὰ τῆς παρεμβάσεώς σου (τῆς θέσεώς σου στὸ
χριστολογικὸ μυστήριο), γνωρίσαμε τὸν ἕνα τρισυπόστατο Θεό.
Ἀπὸ τὴν παράβαση τοῦ Ἀδὰμ ἐπήγασαν πολλὰ κακά. Ἐκτοξεύθηκε ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ στὸν παραβάτη, νὰ σέρνεται στὴ γῆ ταλαιπωρημένος καὶ ἄθλιος καὶ νὰ δουλεύει σκληρὰ μιὰ ἀπρόθυμη γῆ, γιὰ νὰ κερδίζει μὲ ἱδρῶτα τὸν ἄρτο του102. Κατόπιν ἀκολούθησε ἡ φθορά, τὸ χάλασμα τῆς φύσεως. Διαλύθηκαν οἱ ἁρμοί της ποὺ ἦταν στημένοι στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ παραδόθηκε δέσμια στὸ διαλυτικὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας. Ἡ φθορὰ ἐξωτερικὰ κατέληξε στὸ σωματικὸ θάνατο103. Τὸ σῶμα δὲν ἄντεξε στὴν παράβαση, στὴ ζωὴ χωρὶς Θεό. Παραδόθηκε στὴ φυσικὴ σήψη καὶ τὴ διάλυση. Τοῦ φυσικοῦ τοῦ σώματος θανάτου, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ δὲν ὑπῆρχε στὴν πλάση, ἀλλ᾿ ἐπιβλήθηκε φιλάνθρωπα ἀπὸ τὸν Θεὸν στὸν ἀποστάτη μετὰ τὴν ἁμαρτία του104, προηγήθηκε ἡ πνευματικὴ νέκρωση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἁμαρτία του ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴ φυσικὴ ρίζα τῆς ὑπάρξεώς του καὶ ἔγινε μιὰ καχεκτικὴ καὶ ἀρρωστημένη ὕπαρξη, χωρὶς τὸ φῶς καὶ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ κακά, ἀπὸ τὴν κατάρα τῆς παραβάσεως τὴ φθορὰ ὡς πνευματικὴ νέκρωση καὶ τὸ θάνατο, ἀπάλλαξε τὸ γένος τῶν βροχῶν ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία ὁ ποιητὴς τῶν ὅλων, τὸν ὁποῖον ἐγέννησε ἀφράστως ἡ Παρθένος. Παράλληλα μὲ τὴ λύτρωση αὐτή, διὰ τῆς Θεοτόκου ὁ ἄνθρωπος μυσταγωγήθηκε στὸ μυστήριο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, στὸν ἕνα τρισυπόστατο Θεό. Ἡ θεογνωσία εἶναι ὁ εἰδικὸς καρπὸς τῆς θείας τοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως. Ἀντίθετα, ἡ εἰδωλικὴ πλάνη εἶναι ὁκαρπὸς τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἄδειασμα καὶ ὁ μηδενισμὸς τῆς ὑπάρξεως.

ᾨδὴ γ´.

«Ρώμην ἐξ ὕψους τοῖς ἁγίοις τὸ πρὶν Ἀποστόλοις σου,
ὡς ἀπέστειλας Χριστέ, παρὰ Πατρὸς τὸν Παράκλητον,
τὴν μίαν ἐνέφηνας φύσιν τρισήλιον».
Καθὼς ἀπέστειλες πρὶν Χριστὲ παρὰ τοῦ Πατρὸς τὸν
Παράκλητο, σὰν δύναμη ἐξ ὕψους (ἀπὸ ψηλὰ)
στοὺς ἁγίους σου Ἀποστόλους, τὴ μίαν ἐφανέρωσες
φύση τρισήλιο.
Ἡ δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος θεραπεύει τὰ ἀσθενῆ καὶ ἀναπληρώνει τὰ ἐλλείποντα. Εἶναι δύναμη τονωτικὴ καὶ τελειωτική. Αὐτὴ δημιουργεῖ τὴν πνευματικὴ ζωή, τὴν αὐξάνει καὶ τὴν περιθάλπει. Δίδει χαρὰ στὶς πονεμένες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ψυχές, τὶς ὁποῖες γλυκαίνει καὶ ἀναψύχει στὴν καυστικότητα τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, καὶ τὶς παρηγορεῖ στὶς θλίψεις καὶ τὴν κακότητα τοῦ βίου. Ἐξ οὗ καὶ τὸ Πνεῦμα καλεῖται Παράκλητος. Εἶναι ἡ ἐξουσιαστικὴ καὶ ἡγεμονικὴ δύναμη ποὺ συνάπτει τὰ ὄντα μὲ τὴ θεότητα καίθεοποιεῖ τὶς καθαρὲς λογικὲς φύσεις. Τὸ παράκλητο Πνεῦμα ἔστειλε ὁ Κύριος στοὺς μαθητὲς γιὰ νὰ τοὺς καθάρει, νὰ τοὺς φωτίσει καίνὰ τοὺς ἐνδυναμώνει στὴν ἀποστολή τους, ὡς συνεχιστὲς τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου τους.
Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς φανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι ὁ Χριστός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς τριαδικῆς θεότητος, ἔστιλε «παρὰ τοῦ Πατρὸς» τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς θεότητος. Ὑπῆρχαν δηλαδὴ ὁ πέμπων (ὁ Χριστὸς), ἡ πηγὴ πέμψεως (ὁ Πατὴρ) καὶ τὸ πεμπόμενο (τὸ ἅγιο Πνεῦμα). Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ κηρύχθηκε τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ ἕνας κατὰ τὴν οὐσία Θεός, σὲ τρία χωριστὰ πρόσωπα ἢ ὑποστάσεις.
«Τῷ Πατριάρχῃ Ἀβραὰμ ὅτε ὤφθης ἐν σχήματι,
ἀνδρικῷ, τριττὴ Μονάς, τὸ ἀπαράλλακτον ἔδειξας,
τῆς σῆς ἀγαθότητος καὶ κυριότητος».
Ὅταν φανερώθηκες στὸν Ἀβραὰμ μὲ σχῆμα
(μορφὴ) ἀνδρική, Μονάδα σὲ τρία, ἔδειξες τὸ ἀπαράλλακτο
τῆς ἀγαθότητος καὶ τῆς κυριότητός σου.
Ὡς φαίνεται, ἡ ἐν σχήματι ἀνδρικῷ (ἄγγελοι μὲ μορφὴ ἀνδρῶν) φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν Ἀβραὰμ παρὰ τὴν δρῦν Μαμβρῆ, εἶναι ἡ σημαντικότερη προτύπωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας Τριάδος στὴν Π. Διαθήκη. Διὰ τοῦτο καὶ στοὺς τριαδικοὺς κανόνες τῆς Παρακλητικῆς γίνεται συχνὴ μνεία αὐτοῦ. Ἔτσι φανερώθηκε στὸν Ἀβραὰμ τυπικῶς ἡ «τριττὴ Μονάς», ὁ ἕνας κατὰ τὴ φύση Θεός, σὲ τρία πρόσωπα, τῶν ὁποίων ἡ ἀγαθότητα καὶ κυριότητα, εἶναι ἰσότιμες καὶ ἀπαράλλακτες. Ἡ θεία ἐνέργεια -γιατὶ περὶ αὐτῆς πρόκειται- εἶναι ἀπαράλλακτα ἡ αὐτὴ καὶ ὑπάρχει ὁλόκληρη καὶ στὶς τρεῖς ὑποστάσεις τῆς τριαδικῆς θεότητος.
«Ὁ χαρακτῆρσιν, ἐν τρισὶν εἷς Θεὸς πιστευόμενος,
ἀπερίγραπτος σαφῶς, ἀπερινόητος ἅπασι,
ρῦσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν ἐκ πάσης θλίψεως».
Σύ, ποὺ πιστεύεται ὅτι ὑπάρχεις ἕνας καὶ μόνος
Θεὸς σὲ τρεῖς χαρακτῆρες (ὑποστατικὰ ἰδιώματα)
καὶ εἶσαι σαφῶς ἀπερίγραπτος καὶ ἀπερινόητος
σὲ ὅλους, σῶσε τὶς ψυχές μας ἀπὸ κάθε θλίψη.
Οἱ χαρακτῆρες τοῦ ἑνὸς Θεοῦ περὶ τῶν ὁποίων γίνεται λόγος ἐδῶ, δὲν εἶναι ἁπλᾶ ἰδιώματα τῆς μιᾶς θείας φύσεως, ὅπως μὲ ἔμφαση τόνιζαν στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία οἱ ἀντιτριαδικὲς αἱρέσεις (δυναμικὸς μοναρχιανισμός, Σαβέλλιος κ.ἄ.), ἀλλὰ πρόσωπα ἐνυπόστατα, ὑπάρχοντα καθ᾿ ἑαυτά, τὰ ὁποῖα ὡστόσο δὲν κατέλυαν τὴν ἁπλότητα τῆς ἄπειρης οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Ἦσαν διακρίσεις θεοπρεπεῖς καὶ ἐνυπόστατες, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν στὴ μία τριαδικὴ θεότητα. Τὸ μυστήριο φυσικὰ αὐτὸ εἶναι ἀπρόσιτο καὶ ἀπερινόητο. Κανένας δὲν μπορεῖνὰ τόπλησιάσει. Ὑπερέχει ἀπείρως ὅλων τῶν κτιστῶν ὄντων. Ὁ λογικὸς ἐξοπλισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τοῦ πλέον φωτισμένου καὶ ἱκανοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ περιλάβει στόδιάνυσμα τῶν κτιστῶν δυνατοτήτων του. Μόνο μὲ τὴν πίστη, φωτιζόμενη ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, λαμβάνει κάποια αἴσθηση αὐτοῦ στὴν ψυχή του ὁ ἄνθρωπος. Ἡ διάνοια ἀδυνατεῖ ν᾿ ἀκολουθήσει. Μπροστὰ στὴν ἀπειρία τοῦ θαύματος συντετριμμένη ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ζητᾶ ἀπὸ τὸν τριαδικὸ Θεὸ νὰ τὴ σώσει ἀπὸ τὶς πολλὲς θλίψεις, μὲ τὶς ὁποῖες ἀνελέητα τὴν ποτίζει ἡ πικρότητα τῆς καθημερινῆς ζωῆς.

Θεοτοκίον.

«Στοιχειωθέντες, τοῦ Υἱοῦ σου σοφαῖς εἰσηγή-
σεσιν, ἑνικὴν καὶ τριλαμπῆ, τὴν Θεαρχίαν
δοξάζομεν, καὶ σὲ μακαρίζομεν τὴν Ἀειπάρθενον».
Μορφωθέντες μὲ τὰ σοφὰ μαθήματα τοῦ Υἱοῦ
σου, δοξάζουμε τὸν ἕνα καὶ τριλαμπῆ Θεό, καὶ
σὲ μακαρίζουμε τὴν Ἀειπάρθενο.
Γιατὶ ἐπιμένει τόσο πολὺ στὸ ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου ἡ Ὀρθοδοξία; Δὲν ἀρκοῦσε νὰ ἐπιμείνει στὴν παρθενικὴ σύλληψη καὶ γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, γεγονότα ὑπερφυσικὰ καὶ θαυμάσια; Ἐπιμένει, γιατὶ τὸ ἀειπάρθενο βρίσκεται στὴ συνέχεια τῆς μεγάλης περιωπῆς τῶν δύο τούτων γεγονότων. Στὴ σύλληψη καὶ τὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καταργήθηκε ὁ νόμος τῆς παλαιᾶς φύσεως, ποὺ ἦταν ντυμένη στὴ φθορὰ τῆς ἀδαμικῆς παραβάσεως. Ἡ φύση μετὰ τὴν πτώση ἦταν χαλασμένη. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἐρχόταν στὸν κόσμο μὲ τὴ φυσικὴ διαδικασία τῆς συλλήψεως καὶ τῆς γεννήσεως, βρισκόταν στὴ μολυσμένη ἀτμόσφαιρα τῆς φθορᾶς τῆς πτώσεως, ὑπήκοος τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου105. Στὴ Θεοτόκο Μαρία ἄλλαξε παντελῶς ὁ ροῦς τῶν πραγμάτων. Στὸν τόκο της δὲν ὑπάρχει ἡ συνέχεια τῆς φύσεως στὴ γενετικὴ ρίζα τοῦ προπάτορα. Ὁ Χριστὸς δὲν γεννήθηκε ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Δὲν εἶχε πατέρα φυσικό. Ἦταν «ἀπάτωρ ἐκ μητρός». Ἐκ τοῦ λόγου αὐτοῦ δὲν ἔφερε τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ποὺ ἦταν ὁ καθολικὸς κλῆρος ὅλων ἀνεξαίρετα τῶν ἀνθρώπων. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρὸς δημιουργεῖται μιὰ νέα κατάσταση πραγμάτων. Ἕνας νέος πνευματικὸς κόσμος, ἐλεύθερος τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Μιὰ νέα γέννηση πνευματικὴ καὶ ἄφθαρτη. Τὸ σημεῖο τῆς νέας αὐτῆς γενέσεως εἶναι ἡ παρθενία τῆς Μαρίας, ποὺ δὲν καταλύθηκε μὲ τὴ σύλληψη καὶ τὴ γέννηση τοῦ ἀπειράνδρου τόκου της. Εἶναι τὸ σύμβολο τῆς ἀνακαινίσεως τῆς κτίσεως, ποὺ συντελέστηκε στὴ μήτρα της μὲ τὸ θαῦμα τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου.
Στὴ συνέχεια τοῦ θεομητορικοῦ αὐτοῦ θαύματος, πρέπει νὰ ἐνταχθεῖ καὶ τὸ ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου. Ὄχι ὅτι ἦταν γεγονὸς ὑπερφυὲς καὶ θαυμαστό· ἀλλ᾿ ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου ἔπρεπε νὰ τηρηθεῖ καθ᾿ ὅλη της τὴ γραμμή. Ἔπρεπε νὰ πεθάνει παρθένος, ὅπως παρθένος ἔγινε μητέρα. Ὁ γάμος, ἂν καὶ καθ᾿ αὑτὸν ὄχικακός, δὲν ἅρμοζε στὸ θαῦμα τοῦ μητροπάρθενου κλέους. Παρθένος, λοιπόν, συνέλαβε, παρθένος ἔτεκε καίμετὰ τόκον πάλιν παρθένος παρέμεινε. Ὅσοι δὲν ἔχουν συναίσθηση τῶν πραγμάτων αὐτῶν (οἱ προτεστάντες κ.ἄ.) δὲν δίδουν καμιὰ ἀξία στὸ ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου. Εἶναι ἐγκλωβισμένοι στὰ νοητικὰ σχήματα τῆς φιλελεύθερης θεολογίας τους.

Κάθισμα.

«Τρισήλιε ἄκτιστε, καὶ ὁμοούσιε, Μονὰς Τρι-
συπόστατε, καὶ ἀκατάληπτε, τοὺς δούλους
σου οἴκτειρον, σῶσον ἐκ τῶν κινδύνων, ὡς
Θεὸς ἐλεήμων· σὲ γὰρ Κύριε μόνον, Λυτρω-
τὴν καὶ Δεσπότην, κεκτήμεθα βοῶντες·
Γενοῦ ἡμῖν ἵλεως».
Τρισήλια, ἄκτιστη καὶ ὁμοούσια Μονάδα
Τρισυπόστατη καὶ ἀκατάληπτη, σπλαγχνίσου
τοὺς δούλους σου καὶ σῶσε ἐκ τῶν κινδύνων
ὡς Θεὸς ἐλεήμων. Διότι ἐσένα Κύριε μόνον ὡς
Λυτρωτὴ καὶ Δεσπότη ἔχουμε, βοῶντες·
γίνου σὲ μᾶς εὔσπλαγχνος.
Κατὰ τὴν πυκνὴ συνήθειά του ὁ ὑμνωδός, ἀφοῦ ἀναχθεῖ εἰς θεώρηση τοῦ τριαδικοῦ μυστηρίου τῆς πίστεως, στρέφεται ἀκολούθως στὴν πεζὴ πραγματικότητα τῆς καθημερινῆς ζωῆς τῶν πιστῶν καὶ ζητᾶ τὴ θεία συμπάθεια καὶ τὸ θεῖο ἔλεος. Ἔτσι ἀφοῦ ὁμολογήσει τὸν τρισήλιο καὶ ἄκτιστο καὶ ὁμοούσιο Θεό, τὴν Μονάδα τὴν τρισυπόστατον, ιθυμᾶται τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ τὸν τιμοῦν καὶ τὸ δοξάζουν ἐγκαρδίως, δὲν παύουν νὰ εἶναι ἄνθρωποι ἐμπερίστατοι, ἔχοντες ἀνάγκην τῶν θείων οἰκτιρμῶν καὶ τοῦ θείου ἐλέους. Ἀντιμετωπίζουν πολλοὺς κινδύνους, κυρίως κατὰ τὴ διεξαγωγὴ τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα τους, καὶ ἔχουν ἄμεση ἀνάγκη βοήθειας. Αὐτὴ μπορεῖ νὰ τοὺς τὴ χορηγήσει μόνο ὁ ἐλεήμων Θεός, ὁ Κύριος καὶ Λυτρωτὴς καὶ Δεσπότης τους. Φωνάζουν, λοιπόν, σ᾿ αὐτὸν δυνατά· «Γενοῦ ἡμῖν ἵλεως». Λυπήσου μας.

Δόξα καὶ νῦν. Θεοτοκίον ὅμοιον.

«Πολλαῖς περιστάσεσι, καὶ συμφοραῖς τῶν
δεινῶν, Παρθένε κυκλούμενοι, καὶ πρὸς ἀπό-
γνωσιν ἀεὶ περιπίπτοντες, μόνην σε σωτηρίαν,
καὶ ἐλπίδα καὶ τοῖχος, ἔχομεν Θεοτόκε, καὶ
πρὸς σὲ κατὰ χρέος ἐν πίστει καὶ νῦν αἰτοῦ-
μεν· Σῶσον τοὺς δούλους σου».
Περικυκλωμένοι, Παρθένε, ἀπὸ πολλὲς περι-
στάσεις καὶ συμφορὲς τῶν δεινῶν, καὶ βρισκό-
μενοι σὲ παντοτινὴ ἀπόγνωση, σὲ Θεοτόκε ἒ-
χουμε μοναδικὴ σωτηρία καὶ ἐλπίδα καὶ τοῖχο
στηρίξεως· καὶ ἀπὸ σένα κατὰ χρέος, ζητοῦμε
μὲ πίστη καὶ τώρα· σῶσε τοὺς δούλους σου».
Μετὰ τὸν τριαδικὸ Θεό, σημαντικὴ προστάτις καὶ βοηθὸς τῶν πιστῶν εἶναι ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Πρὸς αὐτὴν προστρέχει τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ζητώντας βοήθεια στὶς δεινὲς τοῦ βίου περιστάσεις του. Τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι παράδοξο. Ἡ Παρθένος εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του, καὶ τῶν πιστῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὰ μυστικὰ μέλη της. Ποῦ ἀλοῦ νὰ προσφύγουν οἱ πιστοί, παρὰ πρὸς τὴ Μητέρα τους, ποὺ στοργικὰ ἀγαπᾶ τὰ τέκνα της; Πρὸς αὐτὴ ποὺ δύναται νὰ τὰ συμπαθήσει, καταλαβαίνει τὸν πόνο της, τὴν καρδιὰ τῆς ὁποίας τόσο βαθιὰ ἔσχισε ὁ πόνος τοῦ σταυρικοῦ πάθους τοῦ Υἱοῦ της;
Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἡ θέση αὐτὴ τίποτε τὸ ἄτοπο ἀπὸ δογματικὴ ἄποψη περιλαμβάνει. Ἡ Θεοτόκος δὲν σώζει οἰκείᾳ δυνάμει, ὡς κύριον αἴτιο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ πάντοτε δευτερευόντως διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ τόκου της. Κύρια αἰτία σωτηρίας εἶναι μονάχα ὁ Χριστός, ὁ σαρκωθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ μόνος μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων μεσίτης106. Ἡ πάνσεπτη Μητέρα του, λόγῳ τοῦ ἐξόχως σημαντικοῦ ρόλου ποὺ διεδραμάτισε στὸ θεῖο χριστολογικὸ μυστήριο, μπορεῖ νὰ διαθέσει τὶς χάρες τοῦ Υἱοῦ της, βοηθώντας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μεσιτεία της ἐγκεντρίζεται στὴ μεγάλη μεσιτεία τοῦ Υἱοῦ της καὶ παίρνει ἀξίαν ἀπ᾿ αὐτή. Ἑπομένως ἡ σωτηρία ποὺ παρέχει ἡ Παρθένος εἶναι διακονία μεσιτείας, πρεσβειῶν καὶ προσευχῆς πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της.
Μόνο μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια κατανοοῦμε τὸ «ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς», ποὺ ὅπως εἴπαμε -τίποτε τὸ ἀντορθόδοξο δὲν περιλαμβάνει. Καὶ δὲν καταλαβαίνουμε τὴν ἐπιμονὴ μερικῶν εὐσεβῶν πιστῶν, νὰ ἀντικαθιστοῦν τὴ φράση μὲ τὸ «ὑπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν». Πολὺ ὀρθὴ φυσικὰ ἡ πρότασης ὄχι ὅμως καὶ ἀντίθετη πρὸς τὴν προηγούμενη. Καὶ οἱ δύο εἶναι σωστές. Ἡ μία δὲν ἀποκλείει τὴν ἄλλη, ἀρκεῖ νὰ ἔχουμε σαφῆ δογματικὴ τῶν πραγμάτων ἀντίληψη. Ἀλλιώτικα, πάντοτε ἐμφωλεύει ὁ κίνδυνος δογματικῆς παρεκδοχῆς τῶν σημαντικῶν θέσεων τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτὸ ποὺ χρειαζόμαστε εἶναι καθαρὸς δογματικὸς λόγος καὶ διαυγὴς παρουσίαση τῆς δογματικῆς ἀλήθειας.

ᾨδὴ γ´.

«Ὑπερούσιον Τριάδα, ἐν μονάδι Θεότητος, καὶ
κυριαρχίαν, σὺν τοῖς Σεραφὶμ σὲ δοξάζομεν,
ὡς ἀδιαίρετον φύσιν, ὡς ἀσύγχυτον, ὡς ἰσὸρ-
ροπον, δόξῃ, Θεὲ ἀκατάληπτε».
Τὴν ὑπεριούσια Τριάδα τὴν ὑπάρχουσα σὲ μονάδα
θεότητος (= μία θεότητα) καὶ κυριαρχία, μαζὶ
μὲ τὰ Σεραφεὶμ σὲ δοξάζουμε, ὡς ἀδιαίρετη
φύση, ὡς ἀσύγχυτη, ὡς ἰσόρροπη
σὲ δόξα, Θεὲ ἀκατάληπτε.
Μιὰ πολὺ πυκνὴ παράσταση τοῦ τριαδικοῦ δόγματος. Ἡ Τριὰς εἶναι ὑπερούσιος, ὑπερβαίνει κάθε ἔννοια οὐσίας καὶ εἶναι ἀνονόμαστη, δὲν ὑπάρχει ὄνομα ἱκανὸ νὰ τὴν ἐκφράσει. Εἶναι «μονὰς ἐν θεότητι», δηλαδὴ μία εἶναι ἡ οὐσία της, παρὰ τὴν τριαδικότητα τῶν προσώπων της. Εἶναι μία δύναμη καὶ κυριαρχία. Σ᾿ αὐτὴν δὲν στασιάζουν τὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα εἶναι ὁμότιμα καὶ ἰσοδύναμα. Εἶναι ἀδιαίρετη φύση καὶ ἀμέριστη, παρὰ τὴ διάκριση σ᾿ αὐτὴν τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων. Εἶναι ἀσύγχυτη, διότι δὲν ὑπάρχει σ᾿ αὐτὴν σύγχυση οὔτε οὐσίας καὶ ὑποστάσεων, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων τῶν προσώπων. Εἶναι δὲ καὶ ἰσόρροπη σὲ δόξα, γιατὶ ἡ θεία ἐνέργεια (ὁ πλοῦτος καὶ ἡ δόξα τῆς θείας φύσεως) δὲν εἶναι κατανεμημένη ἄνισα στὰ θεῖα πρόσωπα, ἀλλ᾿ ὁλόκληρη ὑπάρχει σὲ κάθε ἕνα ἀπ᾿ αὐτά. Ὅλα αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ τριαδολογικὴ θεολογία ὁμολογοῦνται μὲν ἐπὶ τῇ βάσει τῆς θείας ἀποκαλύψεως (ὅ,τι δηλαδὴ ἀπεκάλυψε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο στὸ πρόσωπο τοῦ σαρκωθέντος Λόγου του), εἶναι ὅμως πράγματα ἀκατανόητα καὶ ἀκατάληπτα. Ὅ,τι δηλαδὴ συμβαίνει στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῆς τριαδικῆς θεότητος δὲν μπορεῖ νὰ γίνει νοητὸ ἀπὸ τὸν πεπερασμένο ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου ἡ διάνοια ἀδυνατεῖ ν᾿ ἀναχθεῖ στὸ ἀπρόσιτο ὕψος τοῦ τριαδικοῦ θείου μυστηρίου, τὸ ὁποῖο δεχόμαστε καὶ προσκυνοῦμεν ἐν πίστει καὶ ἀφελότητι καρδίας.
«Μεριστὴν οὖσαν ἀφράστως, τοῖς προσώποις
Θεότητα, καὶ ταυτιζομένην, ἅμα τῇ μιᾷ κυ-
ριότητι, ἀπεριόριστον μόνην, ἀπερίγραπτον,
ἀνυμνοῦμέν σε, τὸν Ποιητὴν πάσης κτίσεως».
Τὴ μεριστὴ ἀφράστως κατὰ τὰ πρόσωπα
θεότητα καὶ ταυτιζόμενη συγχρόνως στὴ
μία κυριότητα, μόνην ἀπεριόριστη καὶ ἀπερίγραπτη,
σὲ ἀνυμνοῦμε τὸ δημιουργὸ πάσης κτίσεως.
Στὸ ἴδιο μῆκος θεολογικῆς σκέψεως κινεῖται κι ἐδῶ ὁ ἐμπνευσμένως ποιητής. Ἀνασύρει τὶς ἴδιες σχεδὸν πτυχὲς τοῦ τριαδικοῦ δόγματος. Ἡ θεότης, ἂν καὶ εἶναι μεριστὴ ἀφράστως στὰ θεῖα της πρόσωπα (ὑπάρχει σ᾿ αὐτὴν ἡ τριαδικὴ «διαίρεσις», ποὺ δὲν εἶναι τοπικὸς μερισμὸς ἀλλὰ θεοπρεπὴς διάκριση), ἐν τούτοις εἶναι μία κατὰ τὴν κυριότητα, δηλαδὴ τὴν ἐξουσιαστικὴ βουλὴ καὶ τὴ δύναμή της, ποὺ ἀνάγεται στὶς ἑνώσεις τῆς ἁγίας Τριάδος (ἄλλες ἑνώσεις· ἡ μία θεία οὐσία καὶ ἡ περιχώρηση τῶν προσώπων). Εἶναι δὲ μόνη ἀπεριόριστη, διότι ὁ Θεός, ὡς ἀπόλυτο πνεῦμα, εἶναι ἀναφής, δὲν περιέχεται οὔτε περικρατεῖται ἀπὸ ὁτιδήποτε ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὴ φύση του, ποὺ δὲν εἶναι Θεός. Ἐπίσης εἶναι ἀπερίγραπτη, ὡς ὑπερβατικὴ καὶ ἀνέφικτη. Τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ὁ ποιητὴς τοῦ παντός, ὅσοι τὸν πιστεύουν καὶ τὸν ἀγαποῦν τὸν ἀνυμνοῦν καὶ τὸν δοξάζουν διηνεκῶς.
«Νοῦς ὁ ἄναρχος τὸν Λόγον, ἀπορρήτως γεγὲν-
νηκε, καὶ τὸ θεῖον Πνεῦμα, τὸ ἰσοσθενὲς ἐκπε-
πόρευκε· καὶ διὰ τοῦτο Τριάδα, ὁμοούσιον, τὸν
Δεσπότην, τῶν ὅλων Θεὸν καταγγέλλομεν».
Ὁ Πατήρ, ὁ ἄναρχος Νοῦς, ἐγέννησε τὸν Λόγον
ἀπορρήτως καὶ ἐξεπόρευσε τὸ ἰσοσθενὲς θεῖο
Πνεῦμα· καὶ διὰ τοῦτο κηρύσσουμε Τριάδα ὁμο-
ούσιο τὸ Δεσπότη τῶν ὅλων Θεό.
Ἐδῶ ὁ ποιητὴς ἐξαίρει τὴν ὁμοουσιότητα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία στηρίζεται στὴ θεία μοναρχία, στὸ γεγονὸς ὅτι μία ἀρχὴ (προελεύσεως) ὑπάρχει στὴ θεότητα, ὁ Πατήρ, ἡ πηγαία θεότης στὴν Τριάδα. Τὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ δόγματος εἶναι πολὺ σημαντικό, γιατὶ διαφυλάττει τὸ ἰσόρροπο στὶς σχέσεις τῆς Τριάδος, τὸ ὁμότιμο καὶ ὁμοδύναμο τῶν θείων ὑποστάσεων, καθὼς καὶ τὴν τάξη στὴν πρόοδο τῶν προσώπων τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἂν καταλυθεῖ ἡ θεία μοναρχία (ὅπως κάνει τὸ Filioque, ποὺ εἰσάγει δύο ἀρχὲς στὴ θεότητα, τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ), τότε φθείρεται ἡ ἔννοια τῆς ἁγίας Τριάδος, καταλύεται ἡ τάξη τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων καὶ συγχέονται τὰ πρόσωπα μεταξύ τους, πρᾶγμα ποὺ φέρει ἀναστάτωση στὴν ὕπαρξη καὶ τὴ ζωὴ τῆς θεότητος. Ὁ ἄναρχος Πατὴρ γεννᾶ τὸν Λόγο (ἀϊδίως πάντοτε) καὶ ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, χωρὶς αὐτὸ νὰ εἰσάγει τὸ «πρότερον» καὶ τὸ «ὕστερον» στὸν τριαδικὸ Θεό, καὶ νὰ καταλύει τὸ ἰσότιμο καὶ ἰσοσθενὲς τῶν προσώπων μεταξύ τους, ὑποτάσσοντας τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα στὸν Πατέρα.
Τὴν ὁμοούσιο καὶ ἰσοσθενῆ Τριάδα, τὸν Κύριο καὶ Δεσπότη τῶν ὅλων Θεό, οἱ πιστοὶ εὐλαβῶς ὁμολογοῦν καὶ διακηρύσσουν.

Θεοτοκίον.

«Ὀπτανόμενος τοῖς πάλαι, τυπικῶς προκατὴγ-
γειλε, τὴν ἐκ σοῦ Παρθένε, σάρκωσιν ὁ Λόγος·
ἀλλ᾿ ὕστερον, ἐπιφανεὶς τοῖς ἀνθρώποις,
κατ᾿ ἀλήθειαν, τρισυπόστατον, μίαν ἀρχὴν ἐφανέρωσε».
Φανερούμενος στοὺς παλαιοὺς (στὴν Π. Διαθήκη)
προκατήγγελε τυπικῶς τὴν ἐκ σοῦ, Παρθένε,
σάρκωση ὁ Λόγος. Ὕστερα ὅμως, φανερωθεὶς
στοὺς ἀνθρώπους ἀληθῶς, ἐφανέρωσε σ᾿ αὐτοὺς
μίαν τρισυπόστατη ἀρχή.
Μετὰ τὴν πτώση του στὴν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὸ φῶς τῆς ἀληθοῦς θεογνωσίας, στὸ ὁποῖο ζοῦσε μόλις πλάστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μέχρι τὴν παρακοή. Ὁ νοῦς του σκοτίσθηκε καὶ στράφηκε στὴ λατρεία τῶν εἰδώλων. Μὲ τὴν παράβασή του, ἔχασε τὴν ἰσορροπία τῆς ζωῆς του καὶ κινδύνευε ν᾿ ἀπολεσθεῖ. Ὁ φιλάνθρωπος ὅμως Θεὸς δὲν τὸν ἐγκατέλειψε ἀβοήθητο στὸ ἀπελπιστικὸ δρᾶμα του. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ τὸν ἐπισκεπτόταν στὴν παλαιὰ θεία οἰκονομία, καὶ τοῦ προανήγγελλε μὲ τύπους καὶ παραστάσεις εἰκονικὲς τὴ γέννησή του ἐκ τῆς Παρθένου, ὅταν θὰ ἐρχόταν τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἀναρριπίζοντας ἔτσι τὶς ἐλπίδες γιὰ τὴ σωτηρία του. Παράλληλα στοὺς ἐθνικοὺς μιλοῦσε σὰν «σπερματικὸς λόγος»107, φανερώνοντάς τους ὁρισμένες θεῖες ἀλήθειες, καὶ προετοιμάζοντάς τους νὰ δεχτοῦν τὸ πλήρωμα τῆς θείας ἀλήθειας, ποὺ θὰ ἔφερνε στὸν κόσμο ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Πράγματι δέ, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε στοὺς ἀνθρώπους, γενόμενος ἄνθρωπος ἐκ τῆς Παρθένου, τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μὲ τὴν ἔλευσή του στὸν κόσμο διέλυσε τὰ σκοτάδια τῆς εἰδωλικῆς πλάνης, ἐξαφάνισε τὴν ἀγνωσία ποὺ πίεζε ἀσφυκτικὰ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ φανέρωσε στὸν κόσμο τὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ εἶναι «τρισυπόστατος μία ἀρχή», δηλαδὴ ἑνιαῖος καὶ τριαδικός, ἡ γνώση τοῦ ὁποίου εἶναι λυτρωτική.

ᾨδὴ ε´.

«Συνέντες ἐκ πίστεως, τῆς παντουργοῦ Θεότητος,
μίαν μὲν ἀπρόσιτον οὐσίαν, τρεῖς δ᾿ ὑποστάσεις,
ζωαρχικὰς συμφυεῖς, σέβομεν Πατέρα, καὶ Υἱόν,
καὶ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, συναΐδιον ὕπαρξιν».
Λαβόντες αἴσθηση ἐκ πίστεως τῆς παντουργοῦ
θεότητος, δηλαδὴ μίαν ἀπρόσιτη οὐσία σὲ τρεῖς
συμφυεῖς καὶ ζωαρχικὲς ὑποστάσεις, λατρεύ-
ουμε τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο,
μία συναΐδια ὕπαρξη.
Ὁμολογία καὶ πάλι τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἡ Ἐκκλησία λαμβάνει αἴσθηση τοῦ θείου δόγματος διὰ τῆς πίστεως. Ἡ θεολογία της εἶναι ἁπλῶς ἐπικουρική. Δὲν φανερώνει τὸν Θεὸ -πρᾶγμα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει- ἀλλὰ τὸ δοξάζει διὰ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι θεολογία δοξολογική, μυσταγωγική, ἀναγωγική. Στὸ βάθος τοῦ μυστηρίου βλέπει διὰ τῆς πίστεως τὴν παντουργὸ θεότητα, στὴν ὁποίαν ἐναρμονίζονται ἡ μία οὐσία μὲ τὶς τρεῖς ζωαρχικὲς καὶ συμφυεῖς ὑποστάσεις, ποὺ εἶναι σύμφυτοι βλαστοὶ στὴ θεότητα καὶ παρεκτικοὶ ζωῆς. Θεᾶται τὸν τρισυπόστατο Θεό, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ποὺ συνιστοῦν ὕπαρξη ἀΐδια καὶ ἄχρονη. Ὁ τριαδικὸς Θεὸς εἶναι τὸ ἀρραγὲς θεμέλιο τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς της, αὐτὸν δὲ δοξολογεῖ ἀκατάπαυστα εἰς τοὺς αἰῶνες.
«Τὸ σέλας Τρισήλιε, τῆς οὐσιώδους αἴγλης σου,
λάμψον ἑνιαία μοι Θεότης, ἄκτιστε φύσις,
καὶ φωτουργαία πηγή, πάσης φωτοδότιδος
αὐγῆς, ἵνα κατοπτρίζωμαι,
σοῦ τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον».
Λάμψε στὴν ψυχή μου τὸ φῶς τῆς οὐσιώδους
αἴγλης σου, τρισήλιε θεότης, ἄκτιστη φύση
καὶ φωτουργὸς πηγὴ κάθε φωτοδότιδος
αὐγῆς, γιὰ νὰ βλέπω, σὰν σὲ κάτοπτρο,
τὸ κάλλος σου τὸ ἄρρητο.
Ἡ ποίηση ἐδῶ καὶ ἡ χάρη ἁμιλλῶνται στὴν παρουσίαση τοῦ τριαδικοῦ λόγου τῆς πίστεως. Ἐπίκεντρο εἶναι τὸ φῶς τῆς τριαδικῆς θεότητος. Ἡ τρισήλια αἴγλη τοῦ Θεοῦ συγκινεῖ ἀφάνταστα τὴν ψυχὴ τοῦ ποιητῆ. Σ᾿ αὐτὴν ζεῖ καὶ εὐφραίνεται ἡ καρδία του. Σ᾿ αὐτὴν κτυπᾶ ἡ ὅλη του ὕπαρξη. Αὐτὴ εἶναι ὁ μοναδικὸς στόχος τῆς ζωῆς του. Παρακαλεῖ τὴν τρισήλια θεότητα νὰ λάμψει στὴν ψυχή του τὸ σέλας τῆς οὐσιώδους αἴγλης της, τὴν ἀκτῖνα τῆς θείας της ἐνέργειας, ποὺ εἶναι παμφαὴς καὶ οὐσιαστική, δὲν εἶναι δηλαδὴ μέγεθος κτιστὸ καὶ ἐξωτερικό, ὅπως φλυαροῦσαν οἱ αἱρετικοί, ἀλλ᾿ ἀπορρέει πάντοτε ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔμφυτος πλοῦτος της, τὴν ὁποία φανερώνει ἐξωτερικὰ στὸν κόσμο. Παρακαλεῖ τὴ θεότητα, ποὺ εἶναι φύση ἔκτιστη καὶ φωτουργὸς πηγὴ κάθε φωτοδότιδος αὐγῆς, νὰ λάμψει στὴν καρδιά του, νὰ λαμπρύνει τὸ νοῦ του, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ δεχτεῖ μέσα του τὸ ἀντιφέγγισμα τοῦ ἀπόρρητου κάλλους της. Θέλει νὰ δεῖ τὸ φῶς τῆς μακαρίας τριάδος, νὰ ἑνωθεῖ μαζί του, νὰ γίνει καὶ αὐτὸς φωτοειδὴς καὶ θεόμορφος καὶ νὰ νοιώσει τὶς χάρες καὶ τοὺς γλυκασμοὺς τῆς ἐκστατικῆς μὲ τὴ θεία ἀκτῖνα συνευρέσεως. Ὅποιος ἔνοιωσε τὶς χάρες αὐτές, βρῆκε τὸν κρυμμένο πολύτιμο θεῖο μαργαρίτη108, ὁ ὁποῖος τὸν αἰχμαλωτίζει πλέον ὁριστικὰ καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ δέσει τὴν ψυχή του μὲ ὁτιδήποτε ἄλλο τερπνὸ τῆς ζωῆς αὐτῆς. Στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ζεῖ καὶ εὐφραίνεται ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸν πλοῦτο, τὴν εὐγένεια καὶ τὸ θεοδύναμο προορισμό της. Οἱ ἐγκεφαλικοὶ τῆς Δύσεως ἀδυνατοῦν νὰ τὴν κατανοήσουν.
«Ὡς μόνον ὑπάρχοντα, δημιουργὸν τοῦ σύμπαντος,
καὶ συνεκτικὸν καὶ κυβερνήτην, πάνσοφον
ὄντως, καὶ τῆς ζωῆς χορηγός· ὅθεν καὶ
βοῶμέν σοι πιστῶς· Δέσποτα τρισήλιε,
τοὺς ὑμνοῦντάς σε φρούρησον».
(Σὲ πιστεύουμε) ὡς τὸ μόνο ὑπάρχοντα, δημιουργὸ
τοῦ σύμπαντος, συνεκτικὸ (τῶν ὄντων) καὶ κυβερνήτη,
πραγματικὰ πάνσοφο καὶ ζωῆς χορηγό.
Διὰ τοῦτο καὶ σοῦ φωνάζουμε μὲ πίστη·
Δέσποτα τρισήλιε, φρούρησε ὅσους σὲ ὑμνοῦν.
Ἀπὸ τὴ θεολογικὴ τριάδα, ὁ ποιητὴς κατέρχεται στὴν οἰκονομικὴ Τριάδα, ὅπου ἀνελίσσονται οἱ θεῖες ἐνέργειες στὸ πεδίο τῆς δημιουργίας, τῆς πρόνοιας καὶ τῆς θείας περὶ τὸν ἄνθρωπον οἰκονομίας. Τὸ δόγμα ἐπικεντρώνεται στὴ δημιουργία καὶ στὴ θεία πρόνοια. Ὁ χριστιανικὸς Θεὸς εἶναι Θεὸς δημιουργός. Ἔπλασε τὰ πάντα παντοδυνάμως ἐκ τοῦ μηδενός. Ἐπομένως Θεὸς καὶ κόσμος δὲν ταυτίζονται (πανθεϊσμὸς), ὅπως θέλουν ὁρισμένα θεολογικὰ φιλοσοφικὰ θεωρήματα. Τὰ ὄντα ὅμως ποὺ ἔπλασε ὁ δημιουργός, ὡς θελημένα ἀπὸ τὸν Θεό, βρίσκονται ἀενάως κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψη αὐτοῦ. Ἐνδιαφέρεται γι᾿ αὐτά, γιατὶ τὰ ἀγαπᾶ109. Δὲν τὰ ἀφήνει νὰ ζοῦν καὶ νὰ ἐξελίσσονται μόνα τους, μὲ βάση τοὺς φυσικοὺς νόμους ποὺ ἔθεσε μέσα τους (Δεϊσμὸς). Ἂν παύσει νὰ ἐνδιαφέρεται γι᾿ αὐτὰ ὁ Θεός, αὐτὰ χάνονται καὶ διαλύονται110. Ἡ μέριμνα καὶ φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὰ ὄντα ποὺ παναγάθως ἔπλασε, καλεῖται πρόνοια. Αὕτη εἶναι συνεκτικὴ τῶν πάντων. Συντηρεῖ, συνέχει καὶ συγκρατεῖ τὰ ὄντα στὸ εἶναι. Χωρὶς αὐτὴν τὰ ὄντα ἐκλείπουν, χωροῦν στὸ μηδέν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πλάστηκαν. Εἶναι δὲ παράλληλα καὶ κυβερνητική, δηλαδὴ κυβερνᾶ καὶ κατευθύνει τὰ ὄντα, ὥστε αὐτὰ νὰ πετυχαίνουν τὸ σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς τους. Τὸ πρόβλημα ποὺ ἀνακύπτει ἐδῶ εἶναι· ἀφοῦ συντηρεῖ καὶ κυβερνᾶ τὰ ὄντα ὁ Θεός, πῶς καὶ γιατὶ ὑφίσταται τὸ κακό;111 Ἂν δὲ κυβερνᾶ τὶς ἐλεύθερες πράξεις τοῦ ἀνθρώπου, δὲν καταργεῖ τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεώς του111; (προσοχὴ στὸ νούμερο, ἀνωφερὲς) Τέλος ὁ Θεὸς εἶναι ζωῆς χορηγός. Εἶναι τὸ ζωτικὸ θεμέλιο τῶν ὄντων. Χωρὶς αὐτὸ ὑπάρχει νέκρωση καὶ ἀνυπαρξία. Μόνο μέσα στὴ βούληση τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἡ ζωή. Ὁ θάνατος εἶναι ἀθέλητος ἀπὸ τὸν Θεό.
Μὲ τέτοιες σκέψεις ὁ ὑμνωδὸς παρακαλεῖ τὸν τρισήλιο Δεσπότη νὰ φρουρήσει μὲ τὴν ἀγαθόδωρη πρόνοια τῆς θείας του ἐνέργειας ὅσους μὲ πίστη τὸν δοξάζουν καὶ τὸν ἀνυμνοῦν.

Θεοτοκίον.

«Θεῶσαι βουλόμενος, τὸν πρὶν φθαρέντα ἄνθρωπον,
ὁ δι᾿ ἀγαθότητα Παρθένε πλάσας καὶ δείξας,
εἰκόνος θείαν μορφήν, ἄνθρωπος ἐγένετο ἐκ σοῦ,
καὶ μίαν τρισάριθμον, θεαρχίαν κατήγγειλεν».
Θέλοντας νὰ θεώσει τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος παλαιὰ
(κατὰ τὴν πλάση του) φθάρηκε στὴν ἁμαρτία,
καὶ τὸν ὁποῖο ἀπὸ ἀγαθότητα, Παρθένε, ἔπλασε καὶ
ἀνέδειξε θεία μορφὴ τῆς εἰκόνος, ἔγινε ἄνθρωπος
ἀπὸ σένα καὶ φανέρωσε μία τρισάριθμη μοναρχία.
Ἡ θεία εἰκόνα ποὺ ὑπάρχει στὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου, ἔγκειται στὸ νοερό, τὸ λογικό, τὸ ἐλεύθερο καὶ αὐτεξούσιο τῆς ψυχῆς του, ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὸ θεῖο σ᾿ αὐτὸν ἐμφύσημα. Ἡ ὁμοίωση πάλι ποὺ ἦταν καὶ αὐτὴ στὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου, ἦταν κατάσταση δυναμική, στὴν ὁποία θὰ ἔφθανε ἡ εἰκόνα μὲ τὴ σταθερὴ προσήλωσή της στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ ἀγαθό. Τὸ πρᾶγμα ὅμως κάπου σὲν πῆγε καλά. Ἀντὶ νὰ μείνει ὁ πρωτόπλαστος πιστὸς στὸ θέλημα τοῦ πλαστουργοῦ του, φθάνοντας σιγὰ σιγὰ στὴ θεία ἐξομοίωση, στὴ θέωση τῆς φύσεώς του, ἔπραξε ἀντίθετα. Ἀποστ‘τησε αὐτοπροαίρετα ἀπὸ τὸν πλάστη του, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ ντύθηκε τὴ φυσικὴ καὶ πνευματικὴ νέκρωση, μοιάζοντας μὲ ἕνα κλαδὶ κομμένο ἀπὸ τὴ ζωτικὴ ρίζα του112. Τὸ πλάσμα χάλασε μόνο του. Ἡ θέωση τῆς φύσεώς του ἀνακόπηκε ἀπὸ δική του ὑπαιτιότητα.
Ὁ πανάγαθος Θεὸς ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ μένει ἀπαθὴς μπροστὰ στὸ οἰκτρὸ δρᾶμα τοῦ λογικοῦ του δημιουργήματος. Καὶ γιὰ νὰ μὴ ματαιωθεῖ ὁ σκοπὸς τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀνέλαβε ὁ ἴδιος νὰ τὸν φέρει εἰς πέρας, γενόμενος ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ παίρνοντας στὰ χέρια του τὴ σκυτάλη ἐκεῖ ὅπου ὁ Ἀδάμ, τόσο ἀσυλλόγιστα, τὴν ἄφησε νὰ πέσει ἀπὸ τὰ χέρια του. Μὲ τὴ σάρκωσή του ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατήργησε τὴ φθορὰ ποὺ τύλιγε τὸ πεσμένο πλάσμα, ἀνακαίνισε τὴ θεία εἰκόνα ποὺ ἀμαύρωσε ἡ ἁμαρτία, ἐθέωσε τὴ φύση ποὺ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ λύτρωσε τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο.
Ὁ Χριστὸς ἐθέωσε τὸν ἄνθρωπο, σταλάζοντας στὴ φύση του τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία, τὴν ὁποίαν ἀφάνισαν τὰ σκοτάδια τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἀποκαλύπτοντας τὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ εἶναι Θεὸς τρισάριθμος (τριαδικὸς).

ᾨδὴ στ´.

«Ἐνέφηνεν, ὁ Πατὴρ ἐκλαλὼν τὴν υἱότητα, καὶ
τὸ Πνεῦμα, τῷ Χριστῷ βαπτισθέντι ὁρώμενον·
διὰ τοῦτο μίαν καὶ τριττὴν θεαρχίαν δοξάζομεν».
Ἐξήγγειλε ὁ Πατὴρ ἐκλαλῶν (διὰ τῆς φωνῆς του) τὴν υἱότητα,
καὶ τὸ Πνεῦμα ποὺ βλεπόταν νὰ ἔρχεται (καὶ νὰ μένει)
στὸν Χριστὸ ποὺ ἐβαπτίζετο. Διὰ τοῦτο δοξάζουμε μία
καὶ τριττὴ θεαρχία (μία τρισυπόστατη θεότητα).
Στὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη φανερώθηκε περίτρανα τὸ μυστήριο τῆς παναγίας Τριάδος. Τὸ πρόσωπο βέβαια τοῦ Πατρὸς δὲν ὁράθηκε. Ἀκούστηκε ὅμως ἡ φωνή, ἡ εὐδοκοῦσα στὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ σαρκωθέντος Λόγου του· «Οὗτος ἐστιν ὁ Υἱός μου ἀγαπητὸς ἐν τῷ ηὐδόκησα»113. Τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ προαιώνιος Λόγος, ἦταν παρὼν στὸν Ἰορδάνη ὡς ἄνθρωπος πλέον ἱστορικός, στὸν ὁποῖον ἐτελεῖτο ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρός, καὶ ἐπληροῦτο τὸ σχέδιο τῆς θείας περὶ τὸν ἄνθρωπο οἰκονομίας. Καί, τέλος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἦταν ὁμοίως παρὸν ἐν εἴδει περιστερᾶς, ποὺ ἐκάθησε στὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰησοῦ ψρίοντας βέβαια ὄχι τὴ θεία φύση του (ποὺ δὲν εἶχε ἀνάγκη χρίσεως), ἀλλὰ τὴν ἀνθρωπίνη, στὴν ὁποία ἔμελλε νὰ πάθη ὁ ἀπαθὴς Λόγος διὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ἡ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ εἶναι πολὺ σημαντικὸ γεγονὸς διὰ τὴ θεολογία καὶ τὴν εὐσέβεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ Ὀρθόδοξοι τὸ γιορτάζουμε μὲ ἤχους πανηγυρικῆς χαρᾶς, γιατὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει ἔξω ἀπὸ τὴν τριαδικὴ πίστη καὶ τὴ λατρεία της. Καλεῖται δὲ ἡ γιορτὴ καὶ «Θεοφάνεια», γιατὶ σ᾿ αὐτὴν φάνηκε «ἡ μία καὶ τριττὴ θεαρχία», ὁ ἕνας Θεὸς ποὺ γνωρίζεται σὲ τρία ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετα πρόσωπα.
«Ὡς εἶδέ σε, τρισαγίαις φωναῖς ἀνυμνούμενον,
Ἡσαΐας, ὑψηλοῦ ἐπὶ θρόνου καθήμενον, τὴν
τριττὴν ἐπέγνω, τῆς μιᾶς θεαρχίας ὑπόστασιν».
Καθὼς σὲ εἶδε ὁ Ἡσαΐας νὰ κάθεται
σὲ θρόνο ὑψηλὸ καὶ ν᾿ ἀνυμνεῖσαι (ἀπὸ τοὺς
ἀγγέλους) μὲ τριαδικὲς ἅγιες φωνὲς (τὸν τρισάγιο
ὕμνο), ἐννόησε τὴν τριττὴ ὑπόσταση τῆς μιᾶς θεότητος.
Καὶ στὸ ὅραμα τοῦ Ἡσαΐα114, ποὺ εἶδε τὸν Θεὸ νὰ κάθεται πάνω σὲ θρόνο ὑψηλὸ καὶ νὰ περιστοιχίζεται ἀπὸ ἀγγελικὲς φύσεις ποὺ τοῦ ἀπηύθυναν τὸν τρισάγιο ὕμνο (Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ...) ἔχουμε μιὰ σημαντικὴ προτύπωση τοῦ τριαδικοῦ δόγματος στὴν Π. Διαθήκη. Κάθε φωνὴ «ἅγιος», ποὺ ἔψαλλαν οἱ ἄγγελοι στὸν Κύριο τῆς δόξης, ἐνέφαινε καὶ μία τριαδικὴ ὑπόσταση. Τρεῖς προσφωνήσεις = τρεῖς ὑποστάσεις.
«Μετάρσιον, ὑψηλὲ Βασιλεῦ τρισυπόστατε, τὴν
καρδίαν, καὶ ἡμῶν τῶν σῶν δούλων ἀνάδειξον,
ἵνα τῆς σῆς δόξης, θεωρῶμεν λαμπρῶς τὴν φαιδρότητα».
Ἀνέβασε ψηλά, Βασιλιὰ τρισυπόστατε τὴν
καρδιὰ τῶν δούλων σου, γιὰ νὰ βλέπουμε
λαμπρῶς τὴ φαιδρότητα τῆς θείας δόξης σου.
Ἐνόσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπερβολικὰ δεμένος μὲ τὰ ὑλικὰ πράγματα, δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὴ φαιδρότητα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. Χάνεται στὴν τύρβη τῶν μικροϋποθέσεων τοῦ βίου. Πρέπει ν᾿ ἀποτινάξει τὰ δεσμὰ γιὰ νὰ μπορέσει ν᾿ ἀνέβει ψηλά, ὅπου ὑπάρχουν τὰ θεῖα πράγματα, οἱ ἐπουράνιες χάρες καὶ ἀπολαύσεις τοῦ παραδείσου. Οἱ πιστοὶ ποθοῦν τὴν ὑψοποιὸ ἀνάβαση. Φυσικὰ σ᾿ ἕνα κόσμο ἔξαλλο, πνιγόμενο στὴν κακότητα τοῦ βίου καὶ τὶς φωνὲς τῆς ἁμαρτίας, ἡ μεταρσίωση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας πρὸς τὰ ὑψηλὰ καὶ ἐπουράνια, δὲν εἶναι πρᾶγμα εὔκολο. Ὅπως σὲ ὅλα τὰ πράγματα, ἔτσι καὶ ἐδῶ -κυρίως ἐδῶ- ἔχουν ἀνάγκη τῆς ἐπικουρίας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Πρέπει ὁ Θεὸς νὰ τοὺς τείνει χεῖρα βοηθείας115, νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὰ μανιασμένα κύματα τῆς θάλασσας τοῦ βίου καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸ λιμάνι τὸ ὑπήνεμο τῆς θείας βασιλείας του. Χρειάζονται τὸ φτερὸ τῆς θείας ἐνέργειας γιὰ νὰ πετάξει ἡ καρδιά τους ψηλά, νὰ φθάσει στὴν ὁλόφωτη σφαίρα τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, κι᾿ ἐκεῖ νὰ θεωρήσουν τὴ λαμπρότητα τῆς θείας φωτοχυσίας καὶ νὰ δοῦν τὸ ἀστραφτερὸ πρόσωπο τοῦ τρισυπόστατου Βασιλέα.

Θεοτοκίον.

«Ἠξίωσε, μορφωθῆναι σαφῶς τὸ ἡμέτερον, ἐκ
Παρθένου, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὡς φιλάνθρωπος,
καὶ τῆς θείας δόξης, κοινωνοὺς τοὺς ἀνθρώ-
πους ἐποίησε».
Εὐδόκησε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὡς φιλάνθρωπος,
νὰ λάβει σαφῶς τὴ δική μας μορφὴ (φύση)
ἐκ τῆς Παρθένου καὶ ἔκανε τοὺς ἀνθρώπους
κοινωνοὺς τῆς θείας δόξας του.
Στὴν Ὀρθοδοξία ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἀποτελεῖ τὴν πρώτη μεγάλη σωτηριολογικὴ στιγμὴ στὸ ἔργο τῆς θείας περὶ τὸν ἄνθρωπον οἰκονομίας. Αὐτὸ γίνεται στὴ φωτεινὴ μήτρα τῆς Παρθένου. Σ᾿ αὐτὴν ὁ Θεὸς συναντᾶ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τόσο ἀλόγιστα ἀποστάτησε ἀπὸ τὸν πλάστη του, τὸν δένει ἀδιάσπαστα μαζί του, τὸν ζυμώνει μὲ τὴ θεία φύση του καὶ τὸν κάνει χωρητικὸ θεότητος. Στὸν προσληφθέντα ἄνθρωπο ἐνοικεῖ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι δὲ συνέβη στὴ μήτρα τῆς Πανάγνου μεταδίδεται «δυνάμει» καὶ στοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, ὑπὲρ τῶν ὁποίων ὁ Χριστὸς ἀπέθανε116. Γράφουμε «δυνάμει», γιατὶ ἡ ὑπόθεση τῆς σωτηρίας δὲν εἶναι ὑπόθεση μαγικὴ καὶ στατική. Ἐπειδή, δηλαδή, πῆρε τὸ ἀνθρώπινό μας φύρωμα ὁ Σωτὴρ καὶ τὸ ἐθέωσε στὴ μήτρα τῆς Μαρίας καὶ κατόπι πέθανε γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, δὲν σημαίνει ὅτι αὐτόματα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σώζονται καὶ θεοποιοῦνται. Ὁ λογικὸς ἄνθρωπος, ὅπως αὐτόβουλα ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Πλάστη του καὶ περιῆλθε ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας, ἔτσι καὶ τώρα ἐλεύθερα καὶ ἀβίαστα πρέπει νὰ συνεργήσει117, ὥστε ν᾿ ἀξιοποιήσει μέσα του τὸ σωτήριο ἀγαθὸ τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν θελήσει νὰ τὸ πράξει, τίποτε δὲν θὰ ὠφεληθεῖ ἀπὸ τὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Θὰ παραμείνει δέσμιος τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.

Κάθισμα.

«Πατέρα ἀγέννητον, τὸν δὲ Υἱὸν γεννητόν,
καὶ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἐκπορευτὸν ἐκ Πατρός,
φρονοῦντες κηρύττομεν, ἄναρχον Βασιλείαν,
καὶ Θεότητα μίαν, ἥνπερ δοξολογοῦντες,
ὁμοφρόνως βοῶμεν· Τριὰς ὁμοούσιε, σῶσον ὁ Θεός».
Πιστεύοντας σὲ Πατέρα ἀγέννητο, σὲ Υἱὸ
γεννητὸ καὶ σὲ Πνεῦμα ἅγιο ἐκπορευτὸ
ἐκ Πατρός, κηρύττουμε μίαν ἄναρχη βασι-
λεία καὶ μία θεότητα, τὴν ὁποία δοξολο-
γοῦντες, μὲ ἕνα φρόνημα φωνάζουμε· Θεέ μας,
ποὺ εἶσαι τριάδα ὁμοούσια, σῶσε μας.
Θεολογικότατο, ὡς συνήθως, καὶ τὸ κάθισμα αὐτό, στὸ ὁποῖον ἐξαίρονται τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα τῶν προσώπων τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Τὸ «ἀγέννητον» εἶναι τὸ ἰδίωμα ποὺ αὐστηρῶς χαρακτηρίζει τὸν Πατέρα. Ὁ Πατήρ, ὡς πηγαία θεότης, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γεννητός. Ἂν ἦταν ἔτσι, δὲν θὰ ἦταν Πατήρ, θὰ ἦταν γέννημα. Τὸ «γεννητὸν» δὲ εἶναι τὸ ἰδίωμα, ποὺ ἀφορίζει αὐστηρῶς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει στὸ μέτρο ποὺ γεννᾶται ἀϊδίως ἀπὸ τὸν Πατέρα. Καὶ τὸ «ἐκπορευτόν», τέλος, ἀναφέρεται στὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τὸ ὁποῖον ἐκπορεύεται ὁμοίως ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ πέμπεται στὸν κόσμο διὰ τοῦ Υἱοῦ. Σὲ τί συνίσταται ἡ διαφορὰ μεταξὺ γεννήσεως καὶ ἐκπορεύσεως ἀγνοοῦμεν. Αὐτὴ εἶναι ἡ τάξη τῆς ἁγίας Τριάδος, τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ καταλύσουμε. Ἂν μετακινηθοῦν τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, τότε φθείρεται τὸ δόγμα τῆς παναγίας Τριάδος, φθείρεται ἡ ἔννοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τῆς πίστεως.
Οἱ πιστοί, δοξολογώντας τὴν ἄναρχο θεία βασιλεία καὶ τὴ μιὰ θεότητα, παρακαλοῦν τὴν ὁμοούσιο Τριάδα νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Τῶν χρόνων ἐπέκεινα, καὶ πρὸ αἰώνων Θεόν,
ἐν χρόνῳ ἐκύησας, ὑπερφυῶς ἐν σαρκί, Θεὰν-
θρωπον ἄχραντε· ὅθεν σε Θεοτόκον, ἀληθῶς
καὶ κυρίως, πάντες ὁμολογοῦντες, ἐκτενῶς
σοι βοῶμεν· τῆς δόξης τῆς αἰωνίου πάντας ἀξίωσον».
Τὸν Θεὸ ποὺ ὑπάρχει πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ πρὶν
ἀπὸ τοὺς αἰῶνες, ἐγέννησες ἐν χρόνῳ, ὑπερφυῶς
κατὰ τὴ σάρκα του, ἄχραντε. Διὰ τοῦτο ὅλοι,
ὁμολογοῦντες σε Θεοτόκον ἀληθῶς καὶ κυρίως,
σοῦ φωνάζουμε ἐκτενῶς·
ἀξίωσε ὅλους τῆς αἰώνιας θείας δόξας.
Ὁ Νεστόριος, ὡς γνωστόν, ἀπέρριπτε τὸν ὅρο «Θεοτόκος», υἱοθετώντας ἀντὶ αὐτοῦ τὸν ὅρο «χριστοτόκος». Ὁ ὅρος φυσικὰ αὐτὸς δὲν εἶναι ἀσεβής. Ἡ Παναγία κάλλιστα μπορεῖ ν᾿ ἀποκληθεῖ «χριστοτόκος», γιατὶ ἐγέννησε τὸν Χριστόν. Ὁ Νεστόριος ὅμως δὲν ἐννοοῦσε ἔτσι τὸ πρᾶγμα. Κατ᾿ αὐτὸν ἡ Παναγία γέννησε τὸν ἄνθρωπο Χριστό, μὲ τὸν ὁποῖο βραδύτερα ἑνώθηκε ὁ Θεός. Δὲν γέννησε τὸν Θεό. Αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνει. Γέννησε μόνο τὸ ὅμοιο μὲ αὐτήν. Γιὰ νὰ μποροῦσε νὰ γεννήσει τὸν Θεόν, ἔπρεπε καὶ αὐτὴ νὰ εἶναι Θεά, ὥστε ἀπὸ τὸ ὅμοιο νὰ γεννηθεῖ τὸ ὅμοιο. Μάταιες ὅμως σκέψεις, ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ὅταν βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ.
Οἱ Ὀρθόδοξοι ὁμολογοῦμε κατ᾿ ἀξίαν καὶ ἀληθινῶς τὴν Παρθένον ὡς «Θεοτόκον», διότι ἐγέννησε τὸν ἕνα τῆς Τριάδος «σαρκί», δηλαδὴ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση ποὺ προσέλαβε. Ἐγέννησε τὸν ἄνθρωπο (ποὺ μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ), μὲ τὸν ὁποῖο ὅμως ἀπὸ πρώτης στιγμῆς («ἐξ ἄκρας συλλήψεως») ἦταν ἀδιάρρηκτα ἑνωμένος ὁ Θεός. Ἄρα μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο γεννήθηκε κι ὁ Θεός. Ἡ γέννηση φυσικὰ τοῦ Λόγου εἶναι γεγονὸς ὑπερφυές, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀκολουθήσει ἀπὸ μόνος του ὁ ἀνθρώπινος λόγος. Εἶναι μυστήριο μέγα, φοβερὸ καὶ ἀκατανόητο. Τὸ πῶς δηλαδή, ὁ «χρόνων ἐπέκεινα» καὶ «πρὸ αἰώνων Θεός», μπορεῖ νὰ λάβει γέννηση ἀπὸ μίαν Παρθένον ἁγνὴν ἐν χρόνῳ· νὰ λάβει ἀρχὴν ὁ ἄναρχος καὶ ἀπεριόριστος Θεός, ὁ συνέχων δρακὶ τὰ πάντα. Τέτοια πράγματα δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ ἡ λογικὴ τῶν ἀνθρώπων διάνοια. Μόνον «ἐν πίστει» ὁμολογοῦμε τὸ μυστήριο, δοξολογώντας τὴν ὁμοούσιο Τριάδα, ἀπὸ τὴν ὁποία ζητᾶμε τὴ σωτηρία μας.

ᾨδὴ ζ´.

«Τὰς τεταγμένας, ἐπουρανίους φύσεις καὶ νοερὰς
τάξεις, ὀρθοδόξως πάντες οἱ γηγενεῖς, ἐκμιμού-
μενοι δοξάζομεν, μίαν Θεότητα, ἐν τρισὶν ἰσ-
ουργοῖς ὑποστάσεσι».
Τὶς ἐπουράνιες φύσεις καὶ νοερὲς ταξιαρχίες, τὶς
ταγμένες στὴ θεία ἀνύμνηση, μιμούμενοι ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι ὀρθοδόξως δοξάζουμε μία θεότητα,
σὲ τρεῖς ἰσουργὲς θεῖες ὑποστάσεις.
Ἡ δοξολόγηση τοῦ θείου Ὀνόματος εἶναι ἔργο τεράστιο. Τοῦτο πράττοντες οἱ ἄνθρωποι γίνονται ἰσάγγελοι. Ἀνεβαίνουν στὴν περιωπὴ τῶν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ὡς ἔργον ἔχουν τὴ θεία ἀνύμνηση. Τὰ πήλινα στόματα συναγωνίζονται τὶς ἀστραπηβόλες φύσεις τῶν λειτουργικῶν τοῦ Θεοῦ πνευμάτων! Ἡ τιμὴ εἶναι πραγματικὰ μεγάλη, ὅπως μεγάλη εἶναι καὶ ἡ χάρη ἐκείνων ποὺ δοξολογοῦν τὸν τρισάγιο Θεό. Ἡ δοξολογία ὅμως τοῦ θείου Ὀνόματος γιὰ νὰ εἶναι εὐεργετική, πρέπει νὰ γίνεται σωστά. Πρέπει νὰ γίνεται «ὀρθοδόξως», μέσα στὸ πνεῦμα καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Διότι αἱρετικὰ χείλη δὲν μποροῦν ν᾿ ἀνυμνήσουν δεόντως τὸν Θεό. Ἡ παραχάραξη τῆς δογματικῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δυσφήμηση τοῦ θείου Ὀνόματος. Οἱ αἱρετικοὶ βλασφημοῦν, δὲν δοξάζουν τὸν Θεό. Μόνο ἡ ὀρθόδοξη αἴσθηση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ πραγματικὴ δοξολόγηση τῆς θείας μεγαλωσύνης.
«Ρήσεις ἁγίων, Προφητῶν σὲ πάλαι συμβολικῶς,
ἕνα τῶν αἰώνων πάντων δημιουργόν, προειδή-
λωσαν ἀνέκφραστον, Θεὸν καὶ Κύριον, θεαρ-
χικαῖς ἐν τρισὶν ὑποστάσεσιν».
Οἱ παλαιὲς συμβολικὲς ρήσεις τῶν ἁγίων Προ-
φητῶν προεδήλωσαν ἕνα τῶν αἰώνων πάντων
δημιουργό, ἀνέκφραστο Θεὸ καὶ Κύριο, σὲ
τρεῖς θεαρχικὲς θεῖες ὑποστάσεις.
Ἡ προφητεία τῆς Π. Διαθήκης καὶ πάλι στὸ προσκήνιο. Ὁ παλαιὸς προφητικὸς λόγος ἦταν φυσικὰ συμβολικός. Οἱ Προφῆτες προέλεγαν ὅσα ἔβλεπαν μὲ τρόπο αἰνιγματικό. Προέλεγαν ὅσα μποροῦσαν νὰ ποῦν γιὰ τὸ ἀνέκφραστο μυστήριο. Τὰ σύμβολα καὶ οἱ τύποι καταργήθηκαν, ὅταν ἦλθε στὴ γῆ ὁ Υἰὸς τοῦ Θεοῦ καὶ φανέρωσε στοὺς ἀνθρώπους τὸ ἀπόρρητο θεῖο μυστήριο. Ὅ,τι προεῖπαν οἱ Προφῆτες ἀναφερόταν στὸν ἕνα δημιουργὸ πάντων τῶν αἰώνων, τὸν ἀνέκφραστο Θεὸ καὶ Κύριο, στὸν ὁποῖο διακρίνονται τρεῖς θεαρχικὲς ὑποστάσεις. Πρόκειται γιὰ τὸν ἕνα τρισυπόστατο Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ ἀλήθεια ὑποφώσκει ἀμυδρὰ στὴν ἀποκάλυψη τῆς πρώτης θείας οἰκονομίας.

Θεοτοκίον.

«Ὁ κατ᾿ οὐσίαν, ἀθεώρητος Λόγος καὶ
παντουργός, ὤφθης τοῖς ἀνθρώποις ἄνθρω-
πος ἐξ ἁγνῆς, Θεομήτορος, τὸν ἄνθρωπον
ἀνακαλούμενος, πρὸς μετουσίαν τῆς Θεότητος».
Ὁ στὴν οὐσία του ἀθεώρητος Λόγος καὶ
παντουργὸς φανερώθηκες στοὺς ἀνθρώ-
πους ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ ἁγνὴ Θεομήτορα,
ἀνακαλούμενος (ἀπὸ τὴν πτώση) τὸν ἄνθρωπο,
γιὰ νὰ μετάσχει στὴ θεότητα.
Ὁ ὑμνωδὸς ἔχει βαθιὰ χαραγμένο στὴν ψυχή του τὸ ἄπειρο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ καρδιὰ του κατακλύζεται ἀπὸ τὰ κύματα τῆς ἀπερινόητης θείας βουλῆς. Τὸν συγκινεῖ βαθύτατα τὸ χριστολογικὸ μυστήριο, ποὺ συντελεῖται στὴ φωτεινὴ μήτρα τῆς Ὑπερευλογημένης. Βλέπει, χωρὶς φυσικὰ νὰ ἐννοεῖ, τὸν ἀθεώρητο στὴν οὐσία του Λόγο, ἀπὸ τὸν ὁποῖον προῆλθαν τὰ πάντα, νὰ φαίνεται σὰν ἄνθρωπος ἀναδυόμενος ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς Ἀπειρογάμου καὶ ἀνακαλούμενος τὸν πεπτωκότα στὴν προτινὴ θεία του καάσταση κοντὰ στὸν Θεό, ὅπως ἦταν πρὸ τῆς παρακοῆς. Καὶ κάτι περισσότερο· δὲν τὸν ἀνακαλεῖ ἁπλῶς στὸ πρῶτο του ἀξίωμα, ἀλλὰ καὶ τὸν κάνει μέτοχο τῆς θεότητός του, ἕνα μικρὸ θεό. Ἡ θέωση τῆς φύσεως ἦταν τὸ εἰδικὸ ἀποτέλεσμα τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου ἐπὶ τῆς γῆς. Αὐτὴ τὴ σωτηριολογία ἔχει σαφῶς ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτὴν ἀγνοοῦν οἱ ἑτερόδοξες θεολογίες.

ᾨδὴ η´.

«Φῶς μοναρχικὸν καὶ τριλαμπές, οὐσία, ἄναρ-
χε, κάλλος ἀμήχανον, ἐν τῇ καρδίᾳ μου οἴκη-
σον· καίναὸν τῆς σῆς Θεότητος, φωτοειδῆ
καὶ καθαρόν, δεῖξόν με κράζοντα· εὐλογεῖτε,
πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον».
Φῶς ἑνιαῖο καὶ τριλαμπές, οὐσία ποὺ δὲν ἔχεις
ἀρχή, κάλλος ἀμήχανο, κατοίκησε στὴν
καρδιά μου καὶ δεῖξε με ναὸ φωτεινὸ καὶ
καθαρό, ὥστε νὰ σοῦ κραυγάζω· εὐλογεῖτε
ὅλα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον.
Ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀποστεῖ ἀπὸ τὸ ἀμήχανο κάλλος τῆς θεότητος. Σ᾿ αὐτὸ εἶναι κτισμένη, σ᾿ αὐτὸ κιννεῖται, σ᾿ αὐτὸ ζεῖ καὶ αὐτὸ θέλει καὶ ποθεῖ. Χωρὶς αὐτὸ εἶναι σὰν ἕνα λυχνάρι σβησμένο σὰν ἕνα ξερὸ κλαδὶ πεταμένο στὴν ἔρημο τῆς ζωῆς, ἐλεεινὸ καὶ ἀξιοδάκρυτο. Ὁ πόθος τοῦ μοναρχικοῦ καὶ τριλαμποῦς φωτὸς ἀνήκει στὸν ἄνθρωπο. Ἡ μέθεξη ὅμως σ᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι ὑπόθεση τῶν δυνατοτήτων του. Δὲν ἀρκεῖ μονάχα νὰ θέλει. Πρέπει καὶ ὁ Θεὸς νὰ εὐδοκήσει νὰ κατοικήσει στὴν ἀνθρώπινη καρδιά· εὐδοκεῖ δέ, σὲ ὅσες καρδιὲς εἶναι ἕτοιμες καὶ καθαρές. Αὐτὲς ἐπισκέπτεται ἡ ἀνέσπερη θεία φωτοχυσία καὶ τὶς κάνει φωτοειδῆ καὶ καθαρὸ ναὸ τῆς μιᾶς τριλαμποῦς καὶ μοναρχικῆς θεότητος. Ἀντίθετα, τὶς ἀκάθαρτες ψυχὲς ἀντιπαρέρχεται, ἀφήνοντάς τες ἔρημες στὴν πνευματικὴ σκοτοδύνη τους. Οἱ εὐλογημένες καρδιές, αὐτ‘ς ποὺ λάμπουν ἀπὸ τὸ ἀμήχανο κάλλος τῆς θεότητος, φωσφορίζοντας τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, ψάλλουν μὲ δύναμη στὴν τριφυπόστατη μία θεότητα· εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα τὸν Κύριον. Ὅσα δηλαδὴ κτίσματα εἶναι πλασμένα στὴ θεία βουλή. Μονάχα ἡ κακία ἐξαιρεῖται, γιατὶ δὲν εἶναι θελημένη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀνήκει σὲ ἀλλότριο γένος. Εἶναι ἐπίτευγμα τοῦ ἐλεύθερου πλάσματος.
«Ἀπὸ τῶν ποικίλων με παθῶν, Τριὰς ἀμέριστε,
Μονὰς ἀσύγχυτε, καὶ τῆς ζοφώσεως λύτρωσαι,
τῶν πταισμάτων καὶ καταύγασον, μαρμα-
ρυγαῖς σου θεϊκαῖς, ἵνα φαντάζωμαι τὴν
σὴν δόξαν, καὶ ἀνυμνῶ σε, τῆς δόξης τὸν Κύριον».
Ἀπὸ τὰ πολλὰ πάθη καὶ τὴ ζόφωση τῶν πται-
σμάτων λύτρωσέ με, Τριάδα ἀμέριστη καὶ
μονάδα ἀσύγχυτη, καὶ φώτισέ με μὲ τὶς θεῖες
σου μαρμαρυγές, ὥστε νὰ φαντάζομαι τὴ
δόξα σου καὶ νὰ σὲ ὑμνῶ τῆς δόξης τὸν Κύριον.
Ἡ πτώση τοῦ Ἀδάμ, ἐνῶ κατέστρεψε παντελῶς τὴ θεία ὁμοίωση, ἀφαιρώντας ἀπὸ τὸν παραβάτη τὰ χαρίσματα τοῦ παναγίου Πνεύματος, τὴ θεία εἰκόνα δὲν ἀφάνισε ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἐξασθενίζοντας τὶς δυνάμεις της καὶ ἀμαυρώνοντας τὸ ἀρχέγονο κάλλος της. Μιὰ πνευματικὴ ζόφωση τὴν περιέβαλε, ἀφήνοντὰς την ἀνέγγιχτη ἀπὸ τὸ φωτεινὸ κάλλος τῆς θείας μαρμαρυγῆς, ἡ ὁποία, ὡς τὴν πτώση, φέγγιζε στὸ πλάσμα τὸ θεοειδὲς καὶ θεόμορφο. Αὐτὸ ἦταν ἕνα μεγάλο κακό. Ἡ ψυχὴ ἦταν ξεθωριασμένη στὴν αἰσχύνη της, πρᾶγμα ποὺ τὴν ἔκανε πολὺ δυστυχισμένη στὴν κακομορφία της. Μὲ τὴ σάρκωσή του ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔκανε καὶ πάλι νὰ λάμψει ἡ θεομορφία τῆς εἰκόνος. Ἀφήρεσε τὰ σκοτάδια ποὺ τὴν περιέβαλλαν, τὴν ἔτριψε μὲ τὴν καθαρτικὴ χάρη του, ὥστε τὸ πλάσμα ν᾿ ἀνατρέξει στὴν παλαιὰ πρωτόγονη χάρη του, ὅπως ἔστιλβε, σὰν νεόκοπος ἀνδριάντας, τὴν ὀμορφιὰ τοῦ πλάστη του. Ὁ φωτισμὸς τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως διὰ τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ εἶναι μεγάλο σωτηριολογικὸ ἀγαθὸ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Ἔτσι καὶ ἐδῶ ἡ ὀρθόδοξη ψυχή, βλέποντας τὴ ζόφωση τῶν πταισμάτων της ἀσφυκτικὰ νὰ τὴν περιβάλλει, ἀπευθύνεται στὴν ἀσύγχυτη τριαδικὴ Μονάδα καὶ ζητεῖ καταύγαση μὲ τὶς θεϊκὲς μαρμαρυγές, ὥστε νὰ δέχεται κάποια αἴσθηση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο ν᾿ ἀνυμνεῖ καὶ ἐνθέως νὰ δοξάζει.

Θεοτοκίον.

«Νοῦς μὲν ὁ ἀγέννητος Πατήρ, καὶ Λόγος
σύμμορφος, καὶ Πνεῦμα σύνθρονον, οὐσία δύ-
ναμις ὕπαρξις, ὑπερούσιε ἀνέκφραστε, με-
γαλουργὲ Τριὰς Μονάς, φρούρει τὴν ποίμνην
σου ταῖς πρεσβείαις, τῆς Θεοτόκου, ὡς φύ-
σει φιλάνθρωπος».
Ὁ Πατήρ, ὁ ἀγένητος Νοῦς, καὶ ὁ σύμμορφος
(μὲ αὐτὸν) Λόγον καὶ τὸ σύνθρονο Πνεῦμα, (μία)
οὐσία, δύναμη καὶ ὕπαρξη, Τριάδα Μονάδα
ὑπερούσια, ἀνέκφραστη καὶ μεγαλουργέ,
φρούρει τὴν ποίμνη σου διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς
Θεοτόκου, ὡς φύσει φιλάνθρωπος.
Μὲ πολλὴ τέχνη ὁ ποιητὴς τοῦ Θεοτοκίου αὐτοῦ τονίζει τὰ βασικότερα στοιχεῖα τοῦ τριαδικοῦ δόγματος. Τονίζει τὶς θεῖες ὑποστάσεις, τὸν Πατέρα Νοῦν (πηγαία θεότης), τὸν σύμμορφο (ὁμοούσιο) Λόγο καὶ τὸ σύνθρονο (ὁμότιμο καὶ ὁμόδοξο) Πνεῦμα, στὶς ὁποῖες ὑπάρχουν ἡ μία οὐσία (ὁ ἕνας Θεὸς), ἡ μία δύναμη (ἡ τριαδικὴ ἐνέργεια) καὶ ἡ μία ὕπαρξη. Ὁ Θεὸς εἶναι «Τριὰς ἐν Μονάδι», ποὺ ὑπερβαίνει κάθε ἔννοια οὐσίας καὶ εἶναι ἀνέκφραστη καὶ συνάμα μεγαλουργὸς (Πράττει ἔργα μεγάλα).
Αὐτὸν τὸν ἑνιαῖο καὶ πολυδύναμο Θεό, τον τριαδικό, ἀσύγχυτο καὶ ἀδιαίρετο, ποὺ καμιὰ ἀνθρώπινη γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφράσει, οἱ πιστοὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ σκέπει, ὡς φιλάνθρωπος, τὴν ποίμνη του, ὅσους πιστεύουν σ᾿ αὐτὸν καὶ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία του, ἀπὸ κάθε κίνδυνο καὶ συμφορὰ ποὺ ἐλλοχεύουν στὴν ἱστορική τους πορεία καὶ ἀνέλιξη.

ᾨδὴ θ´.

«Ὅλην νῦν πρὸς σέ, κινῶ τὴν καρδίαν μου καὶ
τὴν διάνοιαν, καὶ τὰς διαθέσεις δέ, ψυχῆς
ἁπάσας καὶ τὰς τοῦ σώματος, τὸν πλαστουρ-
γὸν καὶ ρύστην μου, Μονάρχα Τρίφωτε,
καὶ βοῶ σοι· Σῶσόν με τὸν δοῦλόν σου, πει-
ρασμῶν ἐκ παντοίων καὶ θλίψεων».
Ὅλην τώρα πρὸς σὲ κινῶ τὴν καρδιά μου καὶ
τὴ διάνοια καὶ ὅλες τὶς διαθέσεις τῆς ψυχῆς
καὶ τοῦ σώματος, στὸν πλαστουργὸ καὶ σωτῆ-
ρα μου, Μονάρχα Τρίφατε, καὶ σοῦ φωνά-
ζω· σῶσε με τὸ δοῦλο σου ἀπὸ πειρασμοὺς
καὶ κάθε εἶδος θλίψεων.
Τὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἔργο ἀνακεφαλαιωτικὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ Σωτὴρ πῆρε τὸν ὅλο ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν ἀνακαινίσει ὁλόκληρο. Δὲν ἄφησε τίποτε ποὺ ἀνήκει στὴ φύση του ἀπρόσληπτο καὶ ἀθεράπευτο. Πῆρε τὴν ψυχή, τὸ σῶμα καὶ ὅλες τὶς ἀδιάβλητες διαθέσεις τους (τὰ ἀδιάβλητα πάθη), γιὰ νὰ τὰ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ τὰ ἁγιάσει. Δὲν ἄφησε καμιὰ περιοχὴ τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως ἀλύτρωτη. Ἀκόμη καὶ τὶς φάσεις τῆς ἀνθρωπίνης ἐνηλικιώσεως μετῆλθε γιὰ νὰ τὶς ἐλευθερώσει καὶ τὶς ἁγιάσει118. Ἑπομένως ὁ λυτρωθεὶς ἄνθρωπος ἀνήκει καθολικὰ καὶ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Λυτρωτὴ Κύριο. Τοῦ ἀνήκουν ἡ καρδιά του, ἡ διάνοιά του, οἱ ψυχικὲς καὶ σωματικὲς διαθέσεις του. Τίποτα δὲν ἔχει στὴ νέα πνευματική του ὕπαρξη, ποὺ νὰ μὴν ἀνήκει στὸν Πλάστη καὶ σωτῆρα του. Ἔτσι ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ἡ ὅλη ψυχοσωματική του ὕπαρξη, ἀναφέρεται στὸν πλαστουργὸ καὶ ρύστη του, σὲ μιὰ καθολικὴ ἀφιέρωση τῆς ὑπάρξεως, καὶ τὸν παρακαλεῖ μὲ θέρμη νὰ ἔλθει ἀρωγὸς στὴν ὅποια περίστασή του, νὰ τὸν λυτρώσει ἀπὸ κάθε πειρασμὸ ποὺ ἀπειλεῖ τὴν πνευματική του εὐστάθεια, καὶ ἀπὸ κάθε θλίψη, ποὺ ἐμποδίζει τὴν πνευματικὴ ἀνάταση τῆς ψυχῆς του καὶ δηλητηριάζει τὸν ἀνθρώπινο βίο του.
«Ὕψωσον ἡμῶν, καὶ νοῦν καὶ διάνοιαν πρὸς
σὲ τὸν Ὕψιστον, φώτισον ταῖς λάμψεσιν, ἀχράντοις,
Πάτερ, Λόγε, Παράκλητε, ὁ φῶς οἰκῶν,
ἀπρόσιτον, τῆς δόξης Ἥλιε, φωτοκράτορ,
πάντοτε δοξάζειν σε, τὸν μονάρχην
Θεὸν τρισυπόστατον».
Ὕψωσε καὶ τὸ νοῦ καὶ τὴ διάνοιά μας πρὸς
σὲ τὸν Ὕψιστο· φώτισέ μας μὲ τὶς ἄχραντες λάμψεις σου Πάτερ,
Λόγε, Παράκλητε, ποὺ οἰκεῖς φῶς ἀπρόσιτο,
Ἥλιε τῆς δόξης φωτοκράτωρ, ὥστε νὰ σὲ δοξάζουμε πάντοτε,
τὸ μονάρχη Θεόκαὶ τρισυπόστατο.
Ὅπως ἔχει ἐπανειλημμένα εἰπωθεῖ, ἡ προσευχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι καθαρὰ τριαδική. Προσευχόμαστε στὸν ἕνα τρισυπόστατο Θεό, γιατὶ σ᾿ αὐτὸν πιστεύουμε καὶ αὐτὸν ἀκατάπαυστα ὑμνολογοῦμε. Εἶναι ὁ Θεός μας, ὁ πλαστουργός, ὁ σωτήρας καίρύστης μας. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν κανένα ἄλλο δὲν γνωρίζουμε, τὸ ὄνομά του ὀνομάζουμε119. Εἶναι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα τῆς ζωῆς μας.
Ἔτσι ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ στρέφεται μὲ εὐλάβεια πρὸς τὸν τρισυπόστατο Θεό, τὸν Πατέρα, τὸν Λόγο καὶ τὸ παράκληρο Πνεῦμα, ποὺ «οἰκεῖ φῶς ἀπρόσιτον»120 καὶ εἶναι ὁ φωτοκράτωρ Ἥλιος τῆς δόξης, νὰ ἑλκύσει πρὸς τὸ ὕψος του τὸ νοῦ καὶ τὴ διάνοιά μας καὶ νὰ τὶς περιβάλει μὲ τὶς καθαρὲς καὶ ἄχραντες λάμψεις του, ὥστε, ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸ σκοτισμὸ καὶ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, νὰ δοξάζουμε καὶ νὰ ὑμνοῦμε τὰ ἄπειρα μεγαλεῖα του.

Θεοτοκίον.

«Σῶσον τοὺς εἰς σέ, πιστεύοντας Κύριε, καὶ
καταγγέλλοντας, ἄναρχον ἀΐδιον οὐσίαν
μίαν, τρία δὲ Πρόσωπα, θεαρχικὰ καὶ
σύμμορφα τῆς κυριότητος, καὶ τῆς θείας,
δόξης σου ἀξίωσον, ταῖς λιταῖς, τῆς ἁγνῆς
Θεομήτορος».
Σῶσε αὐτοὺς ποὺ σὲ πιστεύουν Κύριε, καὶ δια-
κηρύσσουν μίαν ἄναρχη καὶ ἀΐδια τὴν οὐ-
σία σου, σὲ τρία ὅμως πρόσωπα θεαρχικὰ
καὶ ἔχοντα τὴν ἴδια μορφὴ κυριότητος, καὶ
ἀξίωσέ τους τῆς θείας δόξης σου, διὰ τῶν
προσευχῶν τῆς ἁγνῆς Θεομήτορος.
Στὸ αὐτὸ πνεῦμα κινεῖται καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ Θεοτοκίου αὐτοῦ. Τονίζονται ἡ ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας καὶ δυνάμεως, ὅπως καὶ τὸ τριαδικὸ τῶν θείων ὑποστάσεων, καὶ ἀπευθύνεται δέηση στὸν τρισυπόστατο Κύριο νὰ ἀξιώσει τῆς θείας δόξης του ὅσους τὸν ὑμνολογοῦν μὲ πίστη, διὰ τῶν προσευχῶν τῆς ἁγνῆς Θεομήτορος.

ΗΧΟΣ ΠΛ. Α´

Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ

Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Κανὼν ὁ πέμπτος φωτὶ τῷ τρισηλίῳ.

ᾨδὴ α´.

«Κράτος τῆς ἑνιαίας καὶ τρισηλίου μορφῆς,
ἀνυμνοῦντες βοῶμεν· τὸν νοῦν ἡμῶν καταύγασον,
Θεὲ παντοδύναμε, καὶ πρὸς τὴν σὴν Δέσποτα,
μετεώρησον δόξαν ἄφραστον».
Τὸ κράτος τῆς μιᾶς καὶ τρισήλιας μορφῆς
ἀνυμνοῦντες βοῶμεν· τὸ νοῦ μας γώτισε
Θεὲ παντοδύναμε, καὶ ἀνύψωσέ τον Δέσποτα,
πρὸς τὴ δόξα σου τὴν ἄφραστη.
Τὸ πρῶτο μέλημα τῆς πιστεύουσας ψυχῆς εἶναι ἡ διηνεκὴς παράστασή της προστὰ στὸν παντοδύναμο Θεὸ καὶ Δεσπότη τοῦ σύμπαντος. Αὐτὸ λέγεται προσευχή. Οἱ ἄνθρωποι μεταξὺ μας ἔχουμε πολλοὺς τρόπους ἐπικοινωνίας. Μὲ τὸν Θεὸ ὅμως ἕνας μονάχα ὑπάρχει· ἡ νοερὰ ἀνύψωση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας μας πρὸς τὴν ἀπειρία τῆς θείας μεγαλωσύνης του. Τὸ πρᾶγμα εἶναι ἄνισο, ἂν ἐξεταστεῖ ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη πλευρά. Πῶς μπορεῖ νὰ παρασταθεῖ ὁ εὐτελὴς καὶ μικρὸς ἄνθρωπος, τὸ σκουλήκι τῆς γῆς, ἐνώπιον τοῦ παναγίου Θεοῦ; Ἀσφαλῶς δὲν θὰ μποροῦσε, ἂν δὲν τοῦ τὸ ἐπέτρεπε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἂν δὲν τοῦ παρεῖχε τὴ δυνατότητα ὁ ἴδιος ὁ Πλάστης, ποὺ γιὰ νὰ τὸ συναντήσει στὶς σκοτεινὲς ρωγμὲς τῆς ἀποστασίας του ἔγινε ἄνθρωπος ὅμοιος μὲ αὐτὸν καὶ ἔζησε στὴ γῆ, ἐπιδιώκοντας τὴ σωτηρία του. Ἂν ὁ Θεὸς τόσο πολὺ «σμικρύνθηκε», μπορεῖ καὶ ὁ εὐτελὴς ἄνθρωπος στὴν κένωση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ νὰ θαρρήσει νὰ πλησιάσει τὸ δημιουργὸ καὶ σωτῆρα του.
Ἡ προσευχὴ εἶναι μιὰ νοερὰ ἔντευξη Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Εἶναι μιὰ συνομιλία τοῦ Πλάστη μὲ τὸ πλάσμα του. Καὶ ὁ μὲν Θεὸς δὲν ὁμιλεῖ κατὰ τὴν ἔντευξη αὐτή. Δὲν λέγει οὔτε ἀποκρίνεται. Θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι ἕνας μονόλογος τοῦ πλάσματος. Κι᾿ ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Ὁ Θεὸς δὲν μοιάζει μὲ τὰ κωφὰ καὶ ἄλαλα ξόανα τῶν εἰδώλων, τὰ ὁποῖα «ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἀκούσονται»121. Εἶναι γεμᾶτος «αἴσθηση» στὴν προσέγγιση τοῦ πλάσματος, γιὰ τὸ ὁποῖο ἀπέθανε. Τέρπεται στὴν ταπεινή του παρουσίαση. Κι᾿ ἂν δὲν ἔχει λόγους νὰ πεῖ, μιλάει ἐσωτερικὰ στὰ προσευχόμενα τέκνα του, γεμίζοντας τὶς καρδιές τους μὲ ἄλλαλους στεναγμούς122, μὲ ψιθυρισμοὺς μυστικούς, μὲ ἡδύτητες ἀνεκλάλητες, μὲ ἄρρητη φωτοχυσία, μὲ ἕνα ἐκστατικὸ δόσιμο τῆς θεότητός του στὸ πλάσμα του τὸ ποθητὸ καὶ ἐράσμιο, στὴν εἰκόνα του στὴν ὁποία ἀπηχεῖται ἡ δική του εὐγένεια καὶ μεγαλοπρέπεια!
Ὅμως τὸ πλάσμα ἔχει κάτι νὰ πεῖ εἴτε μὲ λέξεις εἴτε μὲ νοήματα, στὸν ἀγαθόδωρο πλαστουργό του. Καὶ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ λέει πολλά123. Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸ περιεχόμενο τῆς καρδίας του. Ἕνα μονάχα ἀρκεῖ, «οὗτινος ἐστι χρεία»124. Ἕνα, ἀνάλογο πρὸς τὴν πνευματικότητα τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς καὶ τὴ μεγαλωσύνη τῆς θείας ἀγαθότητος· μετοχὴ στὸ ἄκτιστο θεῖο φῶς. Αὐτὸ εἶναι ποὺ μετράει. Τὰ ὑπόλοιπα ἔρχονται σὲ δευτερεύουσα μοῖρα. Ὁ ποιητής, ζώντας, ὡς φαίνεται, τὴν ἐμπειρία τοῦ θείου φωτός, παρακαλεῖ τὸν ἕνα τρισήλιο Θεὸ νὰ καταυγάσει τὸ νοῦ του μὲ τὴν ἀκτῖνα τῆς ἄκτιστης θείας του ἐνέργειας, νὰ τὸν λαμπρύνει καὶ νὰ τὸν ἁρπάσει στὴ λαμπρότητα τῆς θείας δόξας του.
«Ἄνω σε τῶν Ἀγγέλων, διάκοσμοι νοεροί,
ἀσιγήτως ὑμνοῦσιν, ἐν τρισαγίοις ἄσμασι,
Μονάδα τρισάριθμον σύμμορφον,
καὶ Τριάδα σύμμορφον, ὑπερούσιον παντοδύναμον».
Ἄνω (στὸν οὐρανὸ) οἱ νοεροὶ διάκοσμοι
τῶν ἀγγέλων ὑμνοῦν ἀσιγήτως, μὲ τρισάγια ἄσματα,
τὴν τρισάριθμη σύμμορφη Μονάδα καὶ
τὴ σύμμορφη Τριάδα, τὴν ὑπερούσια καὶ παντοδύναμη.
Οἱ ἄγγελοι δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀνατάσεως πρὸς τὸν Θεό, ὅπως τὴν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ κατοικοῦν πάνω στὴ γῆ. Ἐλεύθερη ἡ φύση τους ἀπὸ κάθε στοιχεῖο ὑλικὸ καὶ σωματικό, εἶναι ἀείποτε παρόντες στὸ θρόνο τῆς θείας μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς. Ἡ φύση τους εἶναι μέσα στὸν Θεό, μέσα στὴ θεία ἐνέργεια, ἀστράφοντας τὴ μαρμαρυγὴ τῆς θείας λαμπρότητος καὶ αἴγλης. Τὰ μακάρια πνεύματα τοῦ Θεοῦ, πνιγμένα στὶς ἀκτινοβόλες χάρες τῆς θείας βασιλείας καὶ μυημένοι στὰ μυστήρια τῆς θείας ἀπειρίας, ἀντιφέγγουν τὸ χάρισμα τῆς θεότητος, ἀναλυόμενα σὲ ἀσίγητο ἔπαινο τῆς δόξης τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Ψάλλουν μὲ τρισάγια ἄσματα τὸ ἐσώτερο βάθος τῆς θεότητος, κλονούμενα ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ ὑμνώντας τὸ τριαδικὸ θεῖο μυστήριο· Τὴ Μονάδα (τὴ μία οὐσία τοῦ Θεοῦ), ἡ ὁποία εἶναι τρισάριθμη καὶ σύμμορφη, ἔχει δηλαδὴ τρία πρόσωπα ὅλα μὲ τὴν ἴδια μορφὴ (τὴν ἴδια θεία οὐσία), καὶ τὴ σύμμορφη Τριάδα (Τριάδα μὲ τὴν ἴδια οὐσία), τὴν ὑπερούσια καὶ παντοδύναμη.
«Νέκταρ τῆς σῆς ἀγάπης, γλυκύτατον φωτουργόν,
τῇ ψυχῇ μου παράσχου, Τριὰς μονὰς ἀρχίφωτε,
καὶ θείαν κατάνυξιν, καθαρτικὴν Δέσποτα,
πολυέλεε πάσης κτίσεως».
Τὸ γλυκύτατο καὶ φωτουργὸ νέκταρ τῆς ἀγάπης σου
χορήγησε τὴν ψυχή μου, Τριάδα μονάδα ἀρχίφωτη,
καὶ θείαν κατάνυξη, καθαρτικὴ (τῶν ἁμαρτημάτων),
Δέσποτα πολυέλεε ὅλης τῆς κτίσεως.
Ἡ εὐσεβὴς καρδιὰ τοῦ ὑμνωδοῦ χάνεται στὸν ὠκεανὸ τῆς θείας ἀγαπήσεως. Τὴ νοιώθει βαθιὰ νὰ τὸν περιβάλλει. Εἶναι γοητευμένος ἀπὸ τὴ θεία μετουσία. Νοιώθει μέσα του ἡδύτητες καὶ γλυκασμούς. Ἡ θεία ἀγάπη τὸν ἀγγίζει σὰν «νέκταρ γλυκύτατον καὶ φωτουργόν». Πνίγεται στὴ φωτεινὴ ἡδύτητα τῆς θεότητος. Ἐν τούτοις οὐδέποτε λησμονεῖ τὴν ἐμπερίστατη φύση του. Ὅτι πρέπει νὰ εἶναι ἄξιος τῆς θείας ἀγάπης, καὶ ὅτι πολλὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μπορεῖ ν᾿ ἀποτρέψουν τὴν ἀγαπητικὴ τοῦ Θεοῦ ἐνοίκηση, ὁ ἔρως τοῦ κόσμου, ἡ προσήλωση στὰ ἐγκόσμια, οἱ παραβάσεις τοῦ θείου θελήματος, τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ὑπάρχουν σὲ κάθε ἀνθρώπινη φύση κ.ἄ. Γι᾿ αὐτὰ ὅλα πρέπει νὰ δράσει ἄμεσα ἡ πιστεύουσα ψυχή. Προστρέχει, λοιπόν, στὸν τρισάγιο Θεό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο κατεβαίνουν «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον»125, καὶ ζητᾶ κατάνυξη καθαρτική. Ζητᾶ συναίσθηση τῆς ἁμαρτηλότητός της, ὥστε νὰ κατανοήσει τί μπορεῖ νὰ τῆς κοστίσει ἡ νωχέλεια καὶ ἀδιαφορία της, νὰ μετανοήσει γιὰ τὰ πολλά της ἁμαρτήματα καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ καθαρθεῖ ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὸ ρύπο τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ μονάχα ἔτσι θὰ νοιώθει τὸ φωτουργὸ νέκταρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ νὰ πέφτει σταγόνα-σταγόνα στὸ ἐσωτερικὸ βάθος της, νὰ τὴ γλυκαίνει καὶ νὰ τὴ μεθύει στὰ ἄρρητα μυστήρια τῆς θείας ἀγαθότητος, στὴ δόξα τῆς ἀρχίφωτης Τριάδας. Μονάδας.

Θεοτοκίον.

«Ὣσπερ ἐπὶ τὸν πόκον, κατῆλθεν ἀψοφητί,
οὐρανόθεν Παρθένε, ὁ ὑετὸς ἐν τῇ μήτρᾳ σου
ὁ θεῖος, καὶ ἔσωσε, ξηρανθεῖσαν ἅπασαν,
τῶν ἀνθρώπων τὴν φύσιν Ἄχραντε».
Ὅπως ὁ πόκος (τὸ μαλλὶ), κατέβηκε χωρὶς
θόρυβο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ Παρθένε ἡ θεία βροχὴ
στὴ μήτρα σου, καὶ ἔσωσε ἄχραντε τὴ φύση
τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶχε γίνει ὅλη κατάξηρη
(ἀπὸ τὴν ἁμαρτία).
Ὁ πόκος τοῦ Γεδεὼν126 λαμβάνεται ἐδῶ ὡς προτύπωση τοῦ μυστηρίου τῆς Παρθένου. Ὅπως, δηλαδή, τὸ στεγνὸ μαλλὶ ποὺ ἔθεσε ὁ Γεδεών, ζητώντας τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ, δέχτηκε μονάχα αὐτὸ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὸ νότισμα τῆς βροχῆς, ἔτσι καὶ στὴ μήτρα τῆς Παρθένου κατέβηκε ἀθόρυβα καὶ ἥσυχα ἀπὸ τὸν οὐρανό, χωρὶς καμιὰ παρέμβαση ἀνδρική, ἡ βροχὴ τῆς θείας ἐνέργειας στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, τὴν ὁποίαν ὕγρανε ὑπερφυσικά, ὥστε νὰ δεχθεῖ μέσα της τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο δάνεισε τὴν ἀνθρώπινη φύση του. Μὲ τὴ θεία αὐτὴ κατάβαση ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶχε ξηρανθεῖ στὴν ἁμαρτία μακριὰ ἀπὸ τὴ βροχὴ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, σώθηκε ἀπὸ τὴ ξηρότητα τῆς νεκρώσεώς της, ἀνακτώντας τὴν ἰκμάδα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶχε πρὶν καὶ ἔχασε μὲ τὴν ἀλόγιστη ἀποστασία της.

ᾨδὴ γ´.

«Νοήσας τὰς νοερὰς οὐσίας ὑπέστησας, ὑμνω-
δοὺς ἀπαύστως τῆς σῆς Θεότητος, τρίφωτε Θεὲ
καὶ παντουργέ· ἀλλὰ καὶ τῶν πηλίνων, καὶ
γηγενῶν δέξαι τὴν δέησιν, καὶ τὴν ἱκεσίαν
ὡς εὔσπλαγχνος».
Μὲ τὸ ἄϋλο ἐννόημά σου ἔδωσες ὑπόστασαη στὶς νοερὲς οὐσίες
(τοὺς ἀγγέλους), τὶς ὁποῖες κατέστησες ὑμνωδοὺς τῆς
θεότητός σου, τρίφωτε Θεὲ καὶ παντουργέ.
Ἀλλὰ δέξε τὴ δέηση τῶν χοϊκῶν καὶ γηγενῶν ἀν-
θρώπων καθὼς καὶ τὴν ἱκεσία τους, ὡς
εὔσπλαγχνος.
Οἱ ἄγγελοι εἶναι νοήματα τοῦ Θεοῦ. Μόλις τοὺς ἐνόησε ὁ Θεός, ἔλαβαν εὐθὺς ὑπόσταση ὡς ὄντα πραμγατικά, ὑπάρχοντα ἔξω ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἦσαν τὰ πρῶτα πλάσματα τοῦ δημιουργοῦ, τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ ἀόρατα, ποὺ πλάστηκαν πρὶν ἀπὸ τὰ ὁρατὰ δημιουργήματα. Ἦσαν ὄντα νοερὰ καὶ ἐλεύθερα.Ὅσα παρέμειναν πιστὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔγιναν ἄγγελοι, σταθεροὶ καὶ ἀμετάπτωτοι, ἐνῶ ὅσοι τὸ παρέβησαν ἔγιναν δαίμονες σκοτεινοὶ καὶ κακόμορφοι.
Τοὺς ἀγγάλους ὁ τρίφωτος καὶ παντουργὸς Θεὸς κατέστησε διηνεκεῖς ὑμνωδοὺς τῆς θείας του φύσεως. Ἀλλὰ καὶ μιὰ ἄλλη τάξη κτισμάτων κατέστησεν ὑμνωδοὺς τῆς θείας του μεγαλειότητος, τοὺς ἀνθρώπους, στοὺς ὁποίους ὑπάρχουν τόσο ἡ ἄϋλη φύση τῶν πνευμα‘των (ἡ ψυχὴ), ὅσο καὶ ἡ ὑλικότητα τῶν ἄλλων κτισμάτων (τὸ σῶμα). Μαζὶ μὲ τὴν ἀνύμνηση τῶν ἀγγέλων ἐναρμονίζεται καὶ ἡ ἀνύμνηση τῶν πήλινων καὶ γηγενῶν στομάτων, ὥστε καθολικὸς ν᾿ ἀνακρούεται ὁ ἔπαινος τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Οἱ γηγενεῖς (ἄνθρωποι), δέονται παράλληλα καὶ ἱκετεύουν τὸν Θεὸ καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα ζητήματα τῆς ἐμπερίστατης φύσεὼς τους, τὰ ὁποῖα βεβαίως δὲν ἔχουν οἱ ἄγγελοι.
«Ὁ πάσης κατὰ φύσιν τροπῆς ἀπαράδεκτος,
τοῖς ἀλλοιουμένοις ἡμῖν καὶ μέλπουσι, τὴν
ἀνεξιχνίαστον πηγήν, τῆς σῆς ἀγαθωσύνης,
πλημμελημάτων δὸς συγχώρησιν, καὶ τὴν
σωτηρίαν ὡς εὔσπλαγχνος».
Σὺ Κύριε, ποὺ δὲν εἶσαι δεκτικὸς τροπῆς κατὰ
τὴ φύση σου, δῶσε σὲ μᾶς ποῦ εἴμαστε ἀλλοιω-
τοὶ (μεταβλητοὶ) καὶ ψάλλουμε τὴν ἀνεξιχνία-
στη πηγὴ τῆς ἀγαθωσύνης σου, συγχώρηση
ἁμαρτημάτων καὶ σωτηρίαν, ὡς εὔσπλαγχνος.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀναλλοίωτος καὶ ἀπαράτρεπτος127. Εἶναι αἰώνιος καὶ ἀμετάβλητος. Εἶναι ἀνεπίδεκτος τροπῆς καὶ ἀλλοιώσεως, γιατὶ εἶναι τὸ ἄπειρο πνεῦμα, ποὺ ὑπάρχει ἐν ἑαυτῷ καὶ δὲν ὑφίσταται τίποτε ἄλλο ἔξω ἀπὸ τὴ φύση του, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ποὺ παναγάθως ἐπλαστούργησε. Ἀντίθετα τὰ κτίσματα εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τους τρεπτὰ καὶ ἀλλοιωτά. Στὰ λογικὰ δὲ καὶ ἐλεύθερα δημιουργήματα ὑπάρχει πάντοτε ἡ δυνατότητα ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς τροπῆς, τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἁμαρτίας. Μέχρι τελευταίας του πνοῆς ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι βέβαιος γιὰ τὴν πνευματική του σταθερότητα, καὶ αὐτὸς ἀκόμη ποὺ νομίζει, ὅτι στέκεται σταθερὰ στὸ νόμο τοῦ Κυρίου128.
Κατὰ τὴν ὠδή, οἱ τρεπτοὶ καὶ ἀλλοιωτοὶ ἄνθρωποι ποὺ μὲ ἀφοσίωση ψάλλουν τὴν ἀνεξιχνίαστη πηγὴ κάθε ἁγιότητος καὶ ἀγαθωσύνης, παρακαλοῦν τὸν ἀναλλοίωτο Θεὸ νὰ τοὺς χορηγήσει συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων τους, τὰ ὁποῖα εἶναι πολλὰ καὶ καθημερινά, καὶ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ αἰώνιου πνευματικοῦ θανάτου. Αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι τὸ πρώτιστο καὶ κύριο μέλημα τῆς ζωῆς τους.
«Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ Πνεῦμα δοξάζομεν,
ἐν ἀπαραλλάκτῳ μορφῇ Θεότητος, σὲ τὸν
ἑνικὸν καὶ τριλαμπῆ Κύριον τῶν ἁπάντων,
ὡς οἱ Προφῆται καὶ Ἀπόστολοι, παρὰ σοῦ
σαφῶς ἐδιδάχθησαν».
Τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα
δοξάζομε, τὸν ἕνα καὶ τριλαμπῆ Κύριο τῶν
ἁπάντων, ὅπως οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Ἀπόστολοι
σαφῶς ἐδιδάχθησαν παρὰ σοῦ.
Στὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία τὸ δόγμα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ὁμολογεῖται στὴ σειρὰ τῆς δογματικῆς της παραδόσεως. Στὴν ἁγία Τριάδα πιστεύουμε ὅπως οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Ἀπόστολοι, διδαχθέντες σαφῶς ἀπὸ τὸν Κύριο, παρέδωκαν στὴν Ἐκκλησία. Πιστεύουμε στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ129, ποὺ ἔγινε στὸ πρόσωπο τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, ἡ ὁποία εἶναι αὐθεντική, αἰώνια καὶ ἀκατάλυτη. Σ᾿ αὐτὴν ὁμιλεῖ ὁ Θεὸς καὶ ὄχι οἱ ἄνθρωποι. Ὅσοι δὲν συμφωνοῦν πρὸς τὴν ἀλήθεια αὐτή, τὴν ὁποία αὐθεντικῶς διερμηνεύει καὶ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, ἀποκόπτονται ἀπὸ τὸ σῶμα της καὶ χάνονται.
Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴ μαρτυρία τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων, δοξάζουμε τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, σὲ πανομοιότυπη μορφὴ θεότητος, δηλαδὴ μὲ μιὰ οὐσία κοινὴ καὶ ἀπαράλλακτη, τὸν ἑνικὸ καὶ τριλαμπῆ Κύριο, τὴ μία φύση καὶ τὰ τρία πρόσωπα τῆς θεότητος, τὰ ὁποῖα λάμπουν τὴν ἴδια ἀκτῖνα τῆς θείας ἐνέργειας.
Αὐτὰ βέβαια διαλαμβάνει ἡ πίστη. Ὁ λόγος φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐννοήσει τὴν ἰδιότυπη αὐτὴ «ἀριθμητική»· τὸ ἕνα νὰ εἶναι τρία, καὶ τὰ τρία ἕνα, χωρὶς φυρμό, διαίρεση καὶ συγχυση. Αὐτὸ συνιστᾶ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ τὸ ἀνερμήνευτο καὶ ἀκατάληπτο, τὸ ὁποῖο λατρεύουμε μὲ ἀγάπη καὶ ταπείνωση μέσα στὰ βάθη τῆς χριστοποιημένης καρδίας μας.

Θεοτοκίον.

«Ἐφάνης τῷ Μωϋσῆ ἐν βάτῳ ὡς Ἄγγελος, βου-
λῆς τῆς μεγάλης τοῦ Παντοκράτορος, σοῦ τὴν
ἐκ Παρθένου προδηλῶν, σάρκωσιν Θεοῦ Λόγε·
δι᾿ ἧς ἡμᾶς μετεστοιχείωσας, καὶ πρὸς οὐρα-
νοὺς ἀνεβίβασας».
Φάνηκες στὸ Μωϋσῆ στὴ βάτο σὰν ἄγγε-
λος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Παντοκράτορος,
προδηλώνοντας τὴ σάρκωση, Λότε τοῦ Θεοῦ·
διὰ τῆς ὁποίας μετεστοιχείωσες τὴ φύση
μας καὶ τὴν ἀνέβασες στοὺς οὐρανούς.
Τὸ λυτρωτικὸ ἀγαθὸ στὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἁπλᾶ μία ἐξωτερικὴ ἀπότρεψη τῆς ἁμαρτίας, μιὰ ἠθικὴ κάθαρση τῆς φύσεως (ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας), ὅπως διδάσκεται στὴ Δύση· ἀλλ᾿ εἶναι κάτι περισσότερο· μεταστοιχείωση τῆς φύσεως. Ἡ πρώτη θεώρηση φυσικὰ δὲν εἶναι λανθασμένη· εἶναι ὅμως μονομερής. Μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου ἀφανίζεται βέβαια ἡ ἐνοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ σταυρικὸ πάθος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀνέλαβε στὸ πρόσωπό του ὅλες τὶς ἐνοχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς ξέπλυνε μὲ τὸ πανάγιο αἷμα του. Ὅμως τὸ λυτρωτικὸ ἀγαθὸ προχωρεῖ περισσότερο· παίρνει τὴ φύση ἡ ὁποία δούλευε στὸ στοιχεῖο τῆς φθορᾶς, ποὺ γέννησε ἡ παράβαση τοῦ Ἀδάμ, τὸ καταργεῖ, καὶ μεταστοιχειώνει τὴ φύση στὸ νέο ρυθμὸ τοῦ Θεοῦ, σταλάζοντας σ᾿ αὐτὴν τὴ ζωὴ τῆς θεότητος. Τὴν κάνει καινούργια στὸ νέο θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔλαμψε στὴ μήτρα τῆς ἀειπάρθενης Κόρης. Δὲν ἔγινε τὸ πλάσμα ἁπλᾶ ἀγαπητὸ στὸν Θεό130, ἀλλ᾿ ἔγινε υἱὸς Θεοῦ, μοιάζοντας μὲ τὸν Πατέρα, ἕνας μικρὸς Θεός!
Αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ θαυμάσια προκατήγγειλε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ φανέρωσή του στὸν ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ Μωϋσῆ στὴ φλεγόμενη καὶ μὴ καταφλεγόμενη βάτο. Ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες προτυπώσεις τοῦ θεομητορικοῦ μυστηρίου στὴν παλαιὰ οἰκονομία. Ἡ βάτος, πού, ἂν καὶ ζωσμένη στὴ φωτιά, δὲν κατακαιόταν, σήμαινε τὴ θεόπαιδα Μαριάμ, ἡ ὁποία, ἂν καὶ δεχθεῖσα μέσα της τὴ φωτιὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχασε τὴν παρθενικὴ ὁλοκληρία της. Στὸ νέο θαῦμα ζωῆς ποὺ ἀρχίζει στὴν πάναγνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, μαθαίνει ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, μεταστοιχειωμένη, στὴ νέα ἄφθαρτη ζωὴ τοῦ Θεοῦ.

Κάθισμα.

«Ἐλεήμων ὑπάρχεις Τριὰς ἀμέριστε· ἐλεεῖς
γὰρ τοὺς πάντας ὡς παντοδύναμος, καὶ παν-
οικτίρμων, συμπαθὴς καὶ πολυέλεος· διὸ προσ-
φεύγομεν πρὸς σέ, οἱ ἁμαρτήμασι πολλοῖς, βα-
ρούμενοι κεκραγότες· Ἱλάσθητι τοῖς σοῖς δού-
λοις, καὶ ρῦσαι πάντας πάσης κολάσεως».
Εἶσαι ἐλεήμων Τριάδα ἀμέριστη· γιατὶ ἐλεεῖς
ὅλους ὡς παντοδύναμη καὶ πανοικτίρμων,
συμπαθὴς καὶ πολυέλεη. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐμεῖς,
ποὺ μᾶς βαρύνουν ἁμαρτήματα πολλά, προσ-
φεύγουμε πρὸς σέ, φωνάζοντας· Λυπήσου τοὺς
δούλους σου καὶ σῶσε ὅλους ἀπὸ κάθε κόλαση.
Ἡ ἁγία Τριάδα εἶναι ἡ πρώτη καὶ κύρια ἀναφορὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς λατρείας τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὁ Θεός μας, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεώς μας. Χωρὶς αὐτὸν χωροῦμε στὸ μηδὲν τῆς ἀνυπαρξίας, στὸ κενὸ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Ὅ,τι ἄλλο μεσολαβεῖ στὴν ἀναφορὰ αὐτὴ εἶναι πάντοτε σχετικὸ καὶ δευτερεῦον, καὶ ἡ Παναγία καὶ οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ τὰ ἱερὰ σύμβολα καὶ ὅλα τ᾿ ἄλλα.
Ἔτσι τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάθε μία εὐσεβὴς χριστιανικὴ ψυχὴ ξεχωριστὰ προσφεύγουν στὴν ἁγία Τριάδα, ποὺ εἶναι μία καὶ ἀμέριστη καὶ συμπαθὴς καὶ φιλάγαθη καὶ ζητοῦν κούφιση ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ἀσφυκτικὰ τὶς πιέζει, καθὼς καὶ σωτηρία ἀπὸ κάθε κόλαση ποὺ τὶς ἀπειλεῖ στὸν ἀτάσθαλο βίο τους. Προσφεύγουν δέ, ὡς δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὄχι δηλαδὴ σὰν σκλάβοι ἔχοντες φόβο καὶ τρόμο ἀπέναντι στὸ σκληρὸ αὐθέντη τους, ἀλλὰ σὰν παιδιὰ δεμένα ὁλόψυχα καὶ ἀφοσιωμένα στὸν Πλάστη καὶ Πατέρα τους, ὁ ὁποῖος δὲν δίστασε νὰ ἐκφράσει τὴν ἀγάπη του γι᾿ αὐτά, πεθαίνοντας πάνω στὸ σταυρὸ διὰ τὴ σωτηρία τους.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Παναγία Παρθένε ἡμᾶς ἐλέησον, τοὺς προσφεύ-
γοντας πίστει εἰς σὲ τὴν εὔσπλαγχνον, καὶ αἰτου-
μένους τὴν θερμήν σου νῦν ἀντίληψιν· δύνα-
σαι γὰρ ὡς ἀγαθή, τοὺς πάντας σώζειν, ὡς οὖ-
σα Μήτηρ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου, ταῖς μητρικαῖς
σου πρεσβείαις, ἀεὶ χρωμένη Θεοχαρίτωτε».
Παναγία Παρθένε ἐλέησε ἐμᾶς ποὺ προσφεύγουμε
μὲ πίστη πρὸς σὲ τὴν εὔσπλαγχνη καὶ ζητᾶμε τὴ
θερμή σου τώρα ἀντίληψη. Γιατὶ μπορεῖς ὡς ἀ-
γαθὴ νὰ σώζεις ὅλους, σὰν Μητέρα Θεοῦ τοῦ ὑ-
ψίστου, χρησιμοποιώντας πάντοτε τὶς μητρι-
κὲς πρεσβεῖες σου, Θεοχαρίτωτη.
Αὐτὸ ποὺ λέγαμε πιὸ πάνω ἐκφράζεται θαυμάσια καὶ στὸ παρὸν Θεοτοκίο. Οἱ πιστοὶ προσφεύγουν στὴ χάρη της Παναγίας ποὺ εἶναι εὔσπλαγχνη, ζητώντας ἀπ᾿ αὐτὴ σωτηρία καὶ βοήθεια. Ἔχουν τὴν πεποίθηση, ὅτι δύναται νὰ τοὺς σώσει ὅλους σὰν Μητέρα Θεοῦ τοῦ ὑψίστου. Ἡ σωτηρία ὅμως αὐτὴ ποὺ ζητοῦν ἀπὸ τὴ Θεοτόκο, δὲν εἶναι πρωτογενής, ἀλλὰ πάντοτε σχετικὴ καὶ δευτερογενής. Δὲν θὰ τοὺς σώσει ἡ ἴδια καθ᾿ ἑαυτήν, ἀλλὰ διὰ τῆς μεσιτείας καὶ τῆς πρεσβείας της πρὸς τὸν ἄχραντο τόκο της. Γνωρίζουν ὅτι «ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου». Ὁ Υἱὸς οὐδέποτε ἀρνεῖται τὴν ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων τῆς πανάχραντης Μητέρας του. Οἱ μητρικές της πρεσβεῖες εἶναι κατὰ ἕνα τρόπο «δεσμευτικὲς» διὰ τὸν Υἱό, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθε στὸν κόσμο διὰ τῆς φωτεινῆς πύλης της. Ἡ θεοχαρίτωτη Μητέρα εἶναι γεμάτη σπλάγχνα καὶ οἰκτιρμοὺς γιὰ τὰ ἐμπερίστατα παιδιὰ ποὺ πιστεύουν στὸν τόκο της καὶ σπεύδει νὰ τὰ βοηθήσει στὶς δεινὲς περιστάσεις καὶ τὶς ἀνάγκες τοῦ βίου τους. Καὶ τὰ παιδιὰ σπεύδουν μὲ τὴ σειρά τους πρὸς τὴν πνευματικὴ μάνα τους, ἔχοντας τὴν πεποίθηση ὅτι κανένας ποὺ προσφεύγει μὲ πίστη στὴ χάρη της δὲν θὰ φύγει «κατησχυμένος» ἀπὸ κοντά της, ἀλλὰ θὰ λάβει τὸ δώρημα πρὸς τὸ συμφέρον τῆς αἰτήσεως. Ἐπαναλαμβάνουμε, ἡ σωτηρία ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς σεπτῆς Θεομήτορος εἶναι πρεσβεία δεήσεως καὶ ἱκεσίας, χάρις ἀντὶ χάριτος. Οὐδὲν πλέον.

ᾨδὴ δ´.

«Μυεῖται τῆς μιᾶς Κυριότητος, τὸ τριφαὲς ὁ
Δανιήλ131, Χριστὸν κριτὴν θεασάμενος πρὸς
τὸν Πατέρα ἰόντα, καὶ Πνεῦμα τὸ προφαῖνον τὴν
δρᾶσιν».
Μυεῖται στὸ τρίφωτο (πρόσωπο) τῆς μιᾶς κυριότη-
τος ὁ Δανιήλ, θεασάμενος τὸν Χριστὸ κριτὴ ν᾿
ἀνεβαίνει στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα νὰ προση-
μαίνει τὴ δράση.
«Πηλίνοις τοὺς ὑμνοῦντάς σε στόμασι, τὸν
ὑπερούσιον Θεόν, τριαδικὸν ὑποστάσεσι, μο-
ναδικόν τε τῇ φύσει, τῆς δόξης τῶν Ἀγγέ-
λων ἀξίωσον».
Αὐτοὺς ποὺ μὲ τὰ πήλινα στόματά τους
ὑμνοῦν σὲ τὸν ὑπερούσιον Θεό, ποὺ εἶναι τρια-
δικὸς στὶς ὑποστάσεις καὶ μοναδικὸς (ἕνας)
τὴ φύση, ἀξίωσε νὰ τύχουν τῆς δόξης τῶν
ἀγγέλων.
Ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὸ σῶμα του εἶναι πήλινος. Πλάστηκε ἀπὸ «χοῦν ἐκ τῆς γῆς». Εἶναι χοϊκός, γήϊνος. Αὐτὸ δὲν εἶναι μειωτικό. Ἡ ὑλικότητα δὲν εἶναι κακή, οὔτε εἶναι προϊὸν πτώσεως, μιὰ δεύτερη οἰκονομία ποὺ ἦλθε στὸ εἶναι, ἀφοῦ προεῖδε ὁ Θεὸς τὴν πτώση τοῦ πρώτου «πνευματικοῦ» ἀνθρώπου, ποὺ ἦταν στὸ ἀρχικό του περὶ ἀνθρώπου σχέδιο. Ἀφοῦ εἶναι θελημένο ἀπὸ τὸν Θεό, ἔχει ρίζες στὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκ τοῦ λόγου τούτου εἶναι καλόν. Ἔτσι τὸ εἶδε ὅταν τὸ ἔπλασε ὁ δημιουργός.
Ὁ πηλὸς μετὰ τὴν πτώση βαρύνεται βέβαια μὲ τὴν ἁμαρτία· πιὸ πολὺ ὅμως βαρύνεται ἡ ψυχή, ποὺ εἶναι πνευματική, ἐλεύθερη καὶ βουλητική. Οἱ πήλινοι ἄνθρωποι σὲ καμιὰ περίπτωση τῆς ζωῆς τους δὲν παύουν νὰ λατρεύουν καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεό. Θαρροῦντες στὸ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ πλαστουργὸς πῆρε τὴ δική τους χοϊκὴ φύση νὰ τὴν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ τὴν ἁγιάσει, ἀνοίγονται στὸ θρόνο τῆς τριαδικῆς θεότητος, δοξάζοντας τὸν ἕνα τριλαμπῆ καὶ τρισυπόστατο Θεὸ καὶ παρακαλώντας τον νὰ τοὺς ἀξιώση τῆς δόξης τῶν ἀγγέλων. Νὰ τοὺς χαρίσει δηλαδὴ τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς θείας βασιλείας του, τὸ ὁποῖο θὰ εἶναι ὁ αἰώνιος κλῆρος τῶν εὐσεβῶν καὶ δικαίων στοὺς οὐρανούς.

Θεοτοκίον.

«Τὸ Ὄρος τὸ δασὺ καὶ κατάσκιον, ὃ εἶδε
πρὶν ὁ Ἀββακούμ, ἐξ οὗ προῆλθεν ὁ Ἅγιος,
τὸν δυσθεώρητον τόκον, ἐδήλου σῆς Παρθέ-
νου συλλήψεως».
Τὸ Ὄρος τὸ πυκνὸ καὶ γεμάτο σκιά, ποὺ εἶδε
παλαιὰ ὁ Προφήτης Ἀββακούμ, ἀπὸ τὸ ὁ-
ποῖο προῆλθε ὁ Ἅγιος, φανέρωνε τὸ δυσθεώ-
ρητο τόκο τῆς δικῆς σου, Παρθένε, συλλήψεως.
Ὅραμα τοῦ Ἀββακούμ132,
προτυπωτικὸ τοῦ μυστηρίου τῆς Παρθένου.

ᾨδὴ ε´.

«Ὁ δι᾿ ἀγαθότητα κτίσας τὸν ἄνθρωπον, καὶ
κατ᾿ εἰκόνα τὴν σὴν ποιήσας, ἐν ἐμοὶ κατοί-
κησον, τρίφωτε Θεέ μου, ὡς ἀγαθὸς καὶ φι-
λάνθρωπος».
Σύ, ποὺ ἀπὸ ἀγαθότητα ἔκτισες τὸν ἄνθρωπο,
καὶ τὸν ἔκανες κατ᾿ εἰκόνα δική σου, κατοί-
κησε σὲ μένα, τρίφωτε Θεέ μου, ὡς ἀγαθὸς
καὶ φιλάνθρωπος.
Καὶ τὰ ἄλογα ζῶα ἔχουν τὴ δική τους «ψυχή». Εἶναι αὐτὸ ποὺ τὰ ζωοποιεῖ, τὰ κινεῖ καὶ τὰ κάνει νὰ αἰσθάνονται. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἔχουν εἶναι ἡ λογικὴ ψυχή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγονται ἄλογα. Ἡ λογικὴ καὶ ἐλεύθερη ψυχὴ συνιστᾶ τὸ «κατ᾿ εἰκόνα», ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ὁποίου πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸ τὸν κάνει νὰ διαφέρει ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ζωϊκὴ κτίση, τὸν ἀνεβάζει ψηλὰ καὶ τὸν κάνει νὰ μοιάζει μὲ τὸ δημιουργὸ του. Μέσα στὴν ψυχή του, σὰν σὲ κάτοπτρο, ἀνακλῶνται οἱ ἰδιότητες τῆς θείας φύσεως. Καὶ εἶναι φυσικὸ ὁ Θεὸς νὰ ἀγαπᾶ τὴν εἰκόνα του καὶ νὰ θέλει νὰ κατοικεῖ σ᾿ αὐτή. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἐμποδίζει τὴ θεία ἐγκατοίκηση εἶναι ἡ παρουσία στὴν ψυχὴ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία ρυπαίνει καὶ φθείρει τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἔχει μέσα στὴν ψυχή του ἔνοικο τὸν Θεό, πρέπει νὰ εἶναι καθαρὸς ἀπὸ τὸ μολυσμὸ τῶν ἁμαρτημάτων. Μόνο ὁ καθαρὸς μπορεῖ νὰ δεχθεῖ μέσα του τὸν καθαρό. Στὸν ἀκάθαρτο ψυχικὰ ἄνθρωπο δὲν μπορεῖ νὰ ἐνοικεῖ ἡ διαυγὴς θεία ἐνέργεια. Ὁ πιστὸς θαρρῶν στὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν ἔπλασε κατὰ τὴ δική του εἰκόνα, παρακαλεῖ τὸν τρίφωτο Θεό, ἀφοῦ παραβλέψει, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, τὰ πολλά του ἁμαρτήματα, νὰ κατοικήσει στὸ ναὸ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς του133, γεμίζοντὰς τα μὲ τὴ χρηστότητα καὶ τὴν εὐλογία του.
«Σύ με καθοδήγησον, Μονὰς τρισήλιε, πρὸς τρίβους
θείας τῆς σωτηρίας, καὶ τῆς σῆς ἐλλάμψεως πλήρωσον,
ὡς φύσει Θεὸς ἀπειροδύναμος».
Σὺ μὲ καθοδήγησε, Μονάδα τρισήλια, πρὸς τὸ
θεῖο δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ γέμισέ με ἀπὸ τὴ
θεία σου ἔλλαμψη, ὡς Θεὸς φύσει ἀπειροδύναμος.
Καὶ πάλι ὁλόθερμη ἡ προσευχὴ τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν ἀπειροδύναμο τριαδικὸ Θεό. Καὶ πάλι τὸ αἴτημα τῆς σωτηρίας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν πνευματικὸ θάνατο. Ὁ πιστὸς ζητᾶ καθοδήγηση135 ἀπὸ τὴν τρίφωτη θεαρχικὴ Μονάδα, ποῦ καὶ πῶς νὰ βαδίσει, γιατὶ πολλὰ εἶναι ἐκεῖνα στὴ ζωή, ποὺ μποροῦν νὰ τὸν ἀποπλανήσουν ἀπὸ τὸν εὐθὺ δρόμο τῆς θείας ἀλήθειας καὶ νὰ τὸν ἀπολέσουν. Κυρίως θέλει νὰ εἶναι σταθερὸς στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, γιατὶ αὐτὸς εἶναι φῶς135(;) καὶ βακτηρία καὶ στήριγμα τῆς πορείας του πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα ζητᾶ τὴ θεία ἔλλαμψη, ποὺ θὰ τὸν ἑνώσει μὲ τὴν τρισήλια Μονάδα στὴ φωτεινότητα τῆς θείας βασιλείας. Στὴν προσευχή του ὁ πιστὸς πιστεύει ἀκράδαντα στὴν ἀπειροδυναμία τῆς θείας φύσεως, ὅτι ὁ παντοδύναμος τριαδικὸς Θεὸς μπορεῖ νὰ πληρώσει τὰ αἰτήματά του καὶ νὰ τοῦ παράσχει τὴ σωτηρία.
«Φῶς τὸ ἀδιαίρετον τῆς μιᾶς φύσεως,
μεμερισμένον τοῖς χαρακτῆρσι, τριλαμπές, ἀνέσπερον,
τὴν ἐμὴν καρδίαν καταύγασον ταῖς αἴγλαις σου».
Τὸ ἀδιαίρετο φῶς τῆς μιᾶς φύσεως, τὸ ὁποῖο μερίζεται
στὶς ὑποστάσεις, φῶς τριλαμπὲς καὶ ἄδυτο,
φώτισε τὴν καρδία μου μὲ τὴν αἴγλη σου.
Μιὰ ὡραία καὶ πυκνὴ ὁμολογία τῆς θεολογίας τοῦ θείου φωτός. Τὸ φῶς τῆς μιᾶς θείας φύσεως, ἡ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, εἶναι ἀδιαίρετο, ὡς προερχόμενο ἀϊδίως ἀπὸ τὴ μία ἄπειρη οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἐν τούτοις μερίζεται στοὺς τρεῖς χαρακτῆρες, τὶς τρεῖς ὑποστάσεις τῆς θεότητος. Μερίζεται ὅμως ἀμερίστως. Δὲν κομματιάζεται σὲ τρία ἴσα μέρη, ὅσα εἶναι καὶ τὰ πρόσωπα τῆς Τριάδος. Σὲ ἕκαστο θεῖο πρόσωπο ὑπάρχει ὁλόκληρο. Εἶναι φῶς τριλαμπές, τριαδικὸ καὶ ἀνέσπερο. Δὲν χάνεται ποτέ. Οἱ ἀντίπαλοι τῆς Ὀρθοδοξίας (Βαρλαὰμ κ.ἄ.) ἔλεγαν, ὅτι τὸ φῶς τῆς Θεότητος δὲν εἶναι ἄκτιστο, ἀλλὰ κτιστό. Ἀναφαίνεται προσωρινὰ -ὅσο θέλει ὁ Θεὸς- καὶ κατόπι χάνεται. Αὐτὸ καταστρέφει τὴν ὀρθόδοξη τριαδολογία, γι᾿ αὐτὸ καὶ πολεμήθηκε σθεναρὰ ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας (Γρηγόριο Παλαμᾶ κ.ἄ.). Ἡ Ὀρθοδοξία (ὁ Παλαμισμὸς) νίκησε τὴ λατινικὴ τριαδολογία. Ἔκτοτε ἡ θεολογία τοῦ θείου φωτός, καθὼς καὶ ἡ μοναρχία στὴ θεότητα (αὐτὴν ἀρνεῖται τὸ Filioque), ἀποτελοῦν (μαζὶ φυσικὰ μὲ ἄλλα) τὴν εἰδοποιὸ διαφορὰ μεταξὺ τῆς δικῆς μας περὶ Τριάδος διδασκαλίας καὶ τῶν λατινικῶν περὶ ἁγίας Τριάδος δοξασιῶν.

Θεοτοκίον.

«Ὡς κατεῖδε πάλαι σε, Ἁγνὴ Πανάχραντε, ὁ
Ὑποφώτης, βλέπουσαν πύλην, πρὸς τὸ φῶς τὸ
ἄδυτον, εὐθὺς σὲ ἐπέγνω, Θεοῦ κατοικητήριον».
Μόλις σὲ εἶδε παλαιὰ ὁ Προφήτης, ἁγνὴ Πανά-
χραντε, σὰν πύλη βλέπουσαν πρὸς τὸ ἄδυτο
φῶς, εὐθὺς σὲ ἐννόησε ὡς Θεοῦ κατοικητήριο.
Καὶ ἐδῶ προφητεία θεομητορικὴ (Ἰεζεκιήλ)136. Ὁ Προφήτης κατενόησε τὴν Παρθένο σὰν πύλη κλειστὴ βλέπουσαν «κατέναντι τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ», ἡ ὁποία ἄνοιξε προσωρινὰ γιὰ νὰ περάσει ἀπ᾿ αὐτὴν ὁ Θεὸς καὶ ἡ ὁποία ἔκλεισε μετὰ ταῦτα, γιὰ νὰ μὴ μπορέσει κανεὶς εἰς τὸ ἑξῆς νὰ διέλθει δι᾿ αὐτῆς. Ἡ προφητεία σαφῶς ὑπαινίσσεται τὴν παρθενία καὶ ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου.

ᾨδὴ στ´.

«Τριφαὴς ὑπάρχουσα Θεαρχία ὑποστατικῶς,
ἑνιαία πέφυκας ὡς σύμμορφος, καὶ ἰσουργός,
καὶ κατ᾿ οὐσίαν καὶ βούλησιν».
Τρίφωτος θεότητα ὑπάρχουσα κατὰ τὶς ὑποστάσεις,
ὑπάρχεις ἑνιαία, ὡς φέρουσα μία φύση, καὶ
ἰσουργὸς κατὰ τὴν οὐσία καὶ τὴ βούληση.
Πυκνὴ καταγραφὴ τῶν ἑνώσεων καὶ διακρίσεων στὸν τριαδικὸ Θεό. Ἑνώσεις εἶναι ὅσα ἑνώνουν τὸν Θεὸ καὶ διακρίνεις, ὅσα τὸν «διαιρεοῦν». Διακρίσεις εἶναι βέβαια οἱ ὑποστάσεις στὴ θεότητα, οἱ ὁποῖες τὴ μερίζουν ἀμερίστως. Εἶναι διακρίσεις θεοπρεπεῖς, ὄχι δηλαδὴ σὰν κι αὐτὲς τῶν ἀνθρωπίνων φυσικῶν σχέσεων. Εἶναι σχέσεις ἀκατάληπτες στὴν ἀνθρωπίνη διάνοια. Διάκριση ἐπίσης θεοπρεπὴς εἶναι καὶ ἡ θεία ἐνέργεια, ἡ ὁποία δὲν διαφοροποιεῖ τὴ θεία οὐσία, στὴν ὁποία ὑπάρχει ἐγγενῶς καὶ ἀϊδίως. Ἑνώσεις δέ, εἶναι ἡ μία καὶ ἡ αὐτὴ οὐσία, ἡ ὁποία πληροῦται ἀπαράλλακτα στὰ τρία πρόσωπα· ἐπίσης ἡ ταυτότητα τῆς θείας βουλῆς καὶ ἡ ἴση ἐνέργεια, καθὼς καὶ ἡ ἀλληλεμπεριχώρηση τῶν προσώπων τῆς τριαδικῆς θεότητος. Στὴ σωστὴ τοποθέτηση τῶν πραγμάτων αὐτῶν ἔγκειται ἡ ἀληθινὴ περὶ ἁγίας Τριάδος διδασκαλία τῆς πίστεως.
«Ἱκανῶς ἐδήλωσεν, ὁ Προφήτης ἄδην τῷ
Πατρί, σῷ φωτὶ ὀψόμεθα τῷ Πνεύματι, φῶς
τὸν Υἱόν, ἕνα Θεὸν καὶ τρισήλιον».
Ἱκανοποιητικὰ ἐδήλωσε ὁ Προφήτης,
ψάλλοντας στὸν Πατέρα, μὲ τὸ φῶς σου θὰ δοῦμε
ἐν Πνεύματι φῶς τὸν Υἱό, ἕνα Θεὸ καὶ τρισήλιο.
Καὶ ἐδῶ μιὰ σύντομη ὁμολογία τοῦ τριαδικοῦ δόγματος τῆς πίστεως. Πατήρ, Πνεῦμα, Υἱός, τρία φῶτα σὲ μιὰ ἑνιαία καὶ ἀδιαίρετη οὐσία. Τὸ ἰδιαίτερο ἐδῶ εἶναι ὅτι στὴν τρίφωτη θεότητα μυεῖται ὁ ἄνθρωπος διὰ τοῦ φωτὸς τῆς θείας ἐνέργειας, ὅπως ψάλλουμε καὶ στὴ Δοξολογία· «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Μὲ τὸ ἀΐδιο φῶς τῆς Τριάδος ἑνούμενος ὁ ἄνθρωπος, θεοποιεῖται καὶ αὐτὸς «χάριτι».

Θεοτοκίον.

«Τῶν πταισμάτων λύτρωσιν, καὶ κινδύνων
Δέσποτα Θεέ, ἑνικὲ καὶ τρίφωτε κατάπεμψον,
σοῖς ὑμνηταῖς πρεσβείαις τῆς Θεομήτορος».
Λύτρωση τῶν πταισμάτων καὶ τῶν κινδύνων,
Δέσποτα Θεέ, ἑνικὲ καὶ τρίφωτε, κατάπεμψε
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σὲ ὑμνοῦν, διὰ τῶν πρεσβειῶν
τῆς Θεομήτορος.
Ὅπως καὶ στὰ περισσότερα Θεοτοκία, ἔτσι καὶ ἐδῶ ἡ πιστεύουσα ψυχὴ προσεύχεται στὸν ἑνικὸ καὶ τρίφωτο Θεό, ζητοῦσα λύτρωση ἀπὸ τὰ πταίσματα ποὺ τὴ βαρύνουν, καὶ σωτηρία ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κινδύνους, ποὺ παραμονεύουν νὰ τὴν πλήξουν καὶ νὰ τὴν ἐξοντώσουν. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ καὶ τὸ αἴτημα γίνονται διὰ τῆς ἁγνῆς Θεομήτορος, τῆς ὁποίας ζητοῦνται ἡ πρεσβεία καὶ ἡ μεσιτεία πρὸς τὸν ἅγιο Θεό.

Καθίσματα.

«Τὸ τρισήλιον σέλας δοξολογήσωμεν, καὶ ἁπλῆν
τὴν Τριάδα νῦν προσκυνήσωμεν, ὅτι ἐφώτισεν
ἡμᾶς καὶ ἠλέησε, καὶ ἐρρύσατο φθορᾶς, τὸ γένος
ἅπαν τῶν βροτῶν, λυτρώσασα ἐκ τῆς πλάνης,
εἰδώλων πάντα κόσμον, καὶ Βασιλείαν ἡμῖν παρέσχετο».
Τὸ τρισήλιο σέλας (φῶς) ἂς δοξολογήσουμε, καὶ τὴν ἁπλῆ
(μία, ἀσύνθετη) Τριάδα τώρα ἂς προσκυνήσουμε,
διότι μᾶς ἐφώτισε καὶ μᾶς ἐλέησε καὶ ἀπάλλαξε
ἀπὸ τὴ φθορὰ τὸ γένος ὅλων τῶν θνητῶν,
λυτρώσασα ἀπὸ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων ὅλο τὸν κόσμο,
καὶ μᾶς χορήγησε τὴ θεία βασιλεία του.
Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νὰ εἶναι δοσμένη κάπου, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ὁ θησαυρός της137. Καρδιὰ ἀπολελυμένη καὶ ἄσχετη δὲν ὑπάρχει. Σὲ περίπτωση δὲ ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, γεμίζει ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων. Ἡ εἰδωλικὴ πλάνη ἦταν τὸ εἰδικὸ τίμημα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄνθρωποι ἐθεοποίησαν καὶ λάτρευσαν τὰ εἴδωλα, τὰ στοιχεῖα καὶ τὶς δυνάμεις τῆς φύσεως, ποὺ ἦσαν πλησιέστερά τους, ἀφοῦ ὁ Θεὸς γι᾿ αὐτοὺς ἔγινε μακρυνὴ ἀνάμνηση. Πολλὲς φορὲς λάτρευσαν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὰ δικά τους ἐπιτεύγματα. Ντυμένοι στὸ ψεῦδος εἶχαν χάσει τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεὼς τους. Ἔμειναν χωρὶς πυξίδα στὸ σκοτεινὸ καὶ πολυκύμαντο βίο τους. Ἡ ἀγνωσία ἦταν ἡ καθημερινὴ χοιρώδης τροφή τους138, μακριὰ ἀπὸ τὸ χαμένο παράδεισο.
Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι φῶς139. Καὶ τὸ φῶς ἀντιμάχεται τὰ σκοτάδια. Θὰ ἦταν ἀνάξιο γιὰ τὸν Θεό, ἂν ἄφηνε τὰ πνευματικὰ σκοτάδια νὰ καλύψουν γιὰ πάντα τὰ κτίσματα, ποὺ ὁ ἴδιος παναγάθως ἐδημιούργησε. Ὁ ὑμνωδὸς δοξολογεῖ τὸ τρισήλιο σέλας, τοῦ ὁποίου ἡ παμφαὴς ἀκτῖνα ἁπλώθηκε στὴν πλάση καὶ ἐφώτισε τὸν κόσμο, τὸν ὁποῖο λύτρωσε ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ τὸν σκοτισμὸ τῆς ὑπάρξεως· ὅτι μᾶς ἀπάλαξε ἀπὸ τὴ δυναστεία τοῦ σκότους καὶ μᾶς χάρισε Βασιλείαν ὁλόφωτη. Τὸν τριαδικὸ Θεὸ προσκυνοῦμε γιὰ τὸ ἄπειρό του ἔλεος, δυνάμει τοῦ ὁποίου ἔσωσε ἀπὸ τὴ φθορὰ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ πέρασε στὸν αἰῶνα του τὸν φωτεινὸ καὶ ἄφθαρτο. Ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει μονάχα τὸ φῶς καὶ ἡ αἰώνια πνευματικὴ ἀγαλλίαση.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Ἀπορήσας ἐκ πάντων πρὸς σὲ κατέφυγον,
τὴν ἐλπίδα ἁπάντων καὶ τὸ προσφύγιον, ἁμαρ-
τωλῶν καὶ ταπεινῶν, κράζων τό, Ἥμαρτον·
Ἀλλ᾿ ἐπιμένω τοῖς χείροσιν, ἀναισθητῶν ὁ
ἄθλιος· ἐλέησόν με πρὸ τέλους, ἐπίστρεψὸν
με καὶ ρῦσαι, πάσης κολάσεως τὸν ἀνάξιον».
Ἀφοῦ τὰ ἔχασα ὅλα, κατέφυγα σὲ σένα, τὴν ἐλ-
πίδα ὅλων καὶ τὸ καταφύγιο τῶν ἁμαρτωλῶν
καὶ ταπεινῶν, κράζοντας τό, ἥμαρτον. Ὅμως
ἐπιμένω στὰ χείρονα μὲ ἀναισθησία ὁ ἄθλιος. Ἐλέησὲ
με πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος, κάνε με νὰ ἐπιστρέψω
(στὸν ἴσιο δρόμο) καὶ σῶσε με ἀπὸ κάθε κόλαση τὸν ἀνάξιο.
Τὰ μεγάλα πνεύματα τοῦ κόσμου τούτου, οἱ πλούσιοι καὶ οἱ τρανοὶ τῆς γῆς, κλεισμένοι στὴν ἐγωϊστικὴ αὐτοδυναμία τους, δὲν νοιώθουν τὴν ἀνάγκη ἐξαρτήσεως ἀπὸ τὸν Θεό. Φυσικὰ δὲν εἶναι ὅλοι ἔτσι. Ὑπάρχουν καὶ οἱ ἐξαιρέσεις. Οἱ περισσότεροι ὅμως εἶναι δεμένοι μὲ τὸν κόσμο σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ μὴ νοιώθουν στὴν ψυχή τους τὸν κραδασμὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, νὰ γερνοῦν στὴν πνευματικὴ ραστώνη καὶ τὴν ἀδιαφορία καὶ νὰ χάνονται. Εἶναι σκληροί, ἐγωϊστὲς καὶ ἀνάλγητοι.
Παράλληλα μὲ αὐτοὺς εἶναι τὰ φτωχὰ καὶ συντετριμμένα πνεύματα, οἱ καρδιὲς ποὺ λυγίζουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς συναισθήσεως τῆς ἀνεπάρκειας καὶ τῆς πνευματικῆς τους ἀθλιότητος140. Βλέποντας ὅτι εἶναι ἄδεια ἡ ψυχή τους ἀπὸ κάθε καλὸ καὶ ἀρετή, στρέφονται στὴν ἀπόγνωσή τους μὲ ταπείνωση καὶ συντριβὴ πρὸς τὸν πανάγαθο Θεό, στὸν ὁποῖο ἐξομολογοῦνται δυνατὰ τὰ ἁμαρτήματά τους. Βλέπουν ὅτι ἐπιμένουν στὰ χείρονα, αἰχμάλωτοι τῆς κακῆς συνήθειας, ποὺ ἔχει βαθιὰ ριζώματα στὸ ἔδαφος τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς τους καὶ εἶναι φοβερὰ δύσκολο νὰ ἐκριζωθεῖ. Ἐπιμένουν νὰ σέρνονται πρὸς τὸν κρημνὸ τῆς αἰώνιας καταστροφῆς, χωρὶς νὰ ἔχουν τὴ δύναμη νὰ ἀντιδράσουν. Μπροστὰ στὴν ἀναισθησία τους αὐτὴ ζητοῦν ἄμεση βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό. Τοῦ φωνάζουν δυνατά· ἐλέησέ μας Κύριε, τώρα ποὺ ἔχουμε καιρό, πρὶν ἔλθει τὸ τέλος· πρὶν πέσει ὁριστικὰ ἡ αὐλαία τῆς ζωῆς, ὁποότε τελεία καὶ παύλα. Ἡ κόλαση θὰ ἔχει τὸν ὁριστικὸ λόγο. Ἀπὸ τὴν ὁποία λύτρωσέ μας Κύριε, ὁ μόνος δυνατὸς καὶ φιλάνθρωπος.

ᾨδὴ στ´.

«Ὡς ἐλέους ἄβυσσον, κεκτημένος Κύριε, καὶ
πέλαγος ἄπειρον, Οἰκτίρμον ἐλέησον, τοὺς
Ἕνα σε ὑμνοῦντας, τριλαμπῆ Θεὸν τῶν ὅλων».
Κύριε οἰκτίρμων, σὺ ποὺ ἔχεις ἄβυσσο ἐλέους
καὶ πέλαγος ἄπειρο (οἰκτίρμων), ἐλέησε αὐτοὺς
ποὺ σὲ ὑμνοῦν ἕνα καὶ τριλαμπῆ Θεὸ τῶν ὅλων.
Τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου εἶναι ἄβυσσος, ὅπως ἀβυσσαλέα, ἀνεξάντλητη καὶ ἀστάθμητη εἶναι καὶ ἡ οὐσία του. Εἶναι πέλαγος ἀπεριόριστο ἀγαθότητος καὶ οἰκτιρμῶν. Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατο νὰ πιάσουμε μὲ τὸ λιγοστὸ μυαλό μας τὴ θεία ἀπειρία. Τὴ θαυμάζουμε ἁπλῶς καὶ τὴν ἀνυμνοῦμε. Ἔχοντας ὅμως κι ἐμεῖς -ὁ κάθε ἄνθρωπος- κάποια θέση στοὺς κόλπους τῆς ἀπειρίας τοῦ Θεοῦ, σὰν πλάσματα θελημένα ἀπ᾿ αὐτόν, ζητᾶμε τὸ ἔλεός του, νὰ μᾶς περιβάλει καὶ νὰ μᾶς κρατήσει σταθεροὺς στὸ θεῖο του θέλημα, ἔτσι γιὰ νὰ εἴμαστε σωστοὶ στὴ ζωή μας141 καὶ νὰ ὑμνοῦμε ἐπάξια τὸ τριαδικό του μυστήριο. Χωρὶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἴμαστε ἕνα τίποτα, ἕνα μοναχικὸ καλάμι στὴν ἐρημιὰ τῆς ζωῆς ποὺ τὸ δέρνουν ἀλύπητα οἱ καταιγίδες καὶ οἱ ἄνεμοι, καὶ δὲν ἔχει στήριγμα καὶ λόγο νὰ ἀρθρώσει. Κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ μέσα στὸν Θεὸ ὑπάρχει ὁ ἀληθινὸς λόγος τῆς ὑπάρξεως. Ἔξω ἀπ᾿ αὐτὸν ὑπάρχει ἡ ἀσυναρτησία καὶ τὸ χάος, ὁ «μηδενισμὸς» τῆς ὑπάρξεως.
«Τὸν ἀπερινόητον, ἑνικὸν καὶ τρίφωτον, Θεὸν
σε καὶ Κύριον, ὑμνοῦντες βοῶμέν σοι· παράσχου
τοῖς σοῖς δούλοις ἱλασμὸν ἁμαρτημάτων».
Σὲ τὸν ἀπερινόητο, ἑνικὸ καὶ τρίφωτο Θεὸ καὶ Κύριο
ὑμνοῦντες, σοῦ φωνάζουμε· χορήγησε στοὺς
δούλους σου ἱλασμὸ γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά τους.
Ἴδιο εἶναι καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ὠδῆς αὐτῆς. Οἱ πιστοὶ ὑμνοῦν τὸν ἀπερινόητο, ἑνικὸ καὶ τρίφωτο Θεό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ζητοῦν ἱλασμὸ γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά τους. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ οἱ ἴδιοι δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτε. Μόνον ἡ ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ βάση τῆς ἱλαστικῆς θυσίας τοῦ Υἱοῦ του, μπορεῖ νὰ λυπηθεῖ τὸ πλάσμα του καὶ νὰ συγχωρήσει τὰ πολλά του ἁμαρτήματα. Ἐπάνω στὸ θεμέλιο αὐτὸ στηρίζεται ἀκλόνητα τὸ οἰκοδόμημα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Θεοτοκίον.

«Ράδαμνον ἐβλάστησας, τῷ Πατρὶ συνάναρχον,
ἄνθος τῆς Θεότητος, βλαστὸν συναΐδιον,
Παρθένε τὸν διδόντα τὴν ζωὴν πᾶσιν ἀνθρώποις».
Βλαστάρι τρυφερὸ καὶ συνάναρχο μὲ τὸν Πατέρα ἄνθος
τῆς θεότητος ἐβλάστησες Παρθένε, τὸ συναΐδιο βλαστὸ
ποὺ παρέχει σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὴ ζωή.
Πολὺ ὡραῖο τὸ περιεχόμενο τοῦ θεοτοκίου αὐτοῦ ποὺ εἶναι παρμένο (σὰν ἐξεικόνιση) ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς φυτικῆς ζωῆς. Ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς Παρθένου ἐβλάστησε μὲ τὴ δημιουργικὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὸ αἰώνιο καὶ συνάναρχο βλαστάρι τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, τὸ ἄνθος τῆς θεότητος, ὁ συναΐδιος βλαστὸς τῆς ὑποστάσεως τοῦ Λόγου, ὁ γεμᾶτος φῶς καὶ δύναμη καὶ ζωή, ὁ ὁποῖος χαρίζει τὸ εἶναι σὲ ὅλα τὰ ὄντα, καὶ ἰδιαίτερα στὸν ἄνθρωπο, τὴ λογικὴ εἰκόνα του, παρέχει τόσο τὴ φυσικὴ ζωὴ ὅσο καὶ τὴν πνευματική, τὴν ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ.

ᾨδὴ η´.

«Ἵνα τῆς μιᾶς, ἀνακάλυψης πάλαι, σαφῶς Κυ-
ριότητος, τριττὴν ὑπόστασιν, ὤφθης Θεέ μου,
ἐν σχήματι ἀνθρώπων, Ἀβραὰμ ὑμνοῦντι, σὸν
κράτος ἑνιαῖον».
Μὲ σκοπὸ νὰ φανερώσεις σαφῶς τὴν τριττὴ ὑπόστα-
ση τῆς μιᾶς Κυριότητος, ὤφθης Θεέ μου παλαιὰ σὲ
σχῆμα ἀνθρώπων στὸν Ἀβραάμ, ποὺ ὑμνοῦσε
τὸ ἑνιαῖο κράτος σου (τὴ μία σου δύναμη).
Ἐπαναλαμβάνεται ἡ τριαδικὴ θεοφάνεια, μὲ ἀνθρώπινη μορφὴ (ἀγγέλων), ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν παλαιὰ οἰκονομία στὸ δίκαιο Ἀβραάμ.
«Σύ με πρὸς τὰς σάς, Θεουργικὰς ἀκτῖνας,
δέρκειν καταξίωσον, φῶς τὸ ἀπρόσιτον, Πά-
τερ οἰκτίρμον, καὶ Λόγε καὶ τὸ Πνεῦμα, τοῦ
εὐαρεστεῖν σοι, ἀεὶ Κύριε πάντων».
Σὺ ἀξίωσέ με νὰ βλέπω τὶς θεουργικές σου
ἀκτῖνες, τὸ ἀπρόσιτο φῶς. Πάτερ οἰκτίρμων
καὶ Λόγε καὶ Πνεῦμα, ὥστε νὰ εὐαρεστῶ πὰν-
τοτε ἐνώπιόν σου, Κύριε τῶν πάντων.
Ἡ βίωση τοῦ θείου φωτὸς φλέγει τὰ θεμέλια τῆς ὀρθόδοξης λατρείας. Αὐτὸ μόνο θέλει νὰ βλέπει. Αὐτὸ ποθεῖ, αὐτὸ λατρεύει. Θέλει νὰ χάνεται στὴ φωτεινὴ ἀπειρία του, νὰ ἀναλύεται στὴν ἐκστατική του ἡδύτητα. Εἶναι τὸ ὑπέρτατο τέλος στὸ ὁποῖο σπεύδει νὰ καταλήξει ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ὄχι ἡ ἁπλὴ θέαση, ἀλλ᾿ ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀνάκραση μὲ τὸ φῶς τῆς θεότητος συνιστᾶ τὴ χαρισματικὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ὑμνωδοῦ θέλγεται ἀπὸ τὴν ἰδέα τοῦ θείου φωτός. Μοναχικὸς αὐτός, φαίνεται νὰ ἔχει ἐμπειρία τοῦ ὑπερτάτου βιώματος. Ζητᾶ ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα νὰ τὸν ἀξιώνει νὰ βλέπει τὸ μακάριο φῶς, τὶς θεουργικὲς ἀκτῖνες τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας, ποὺ συνάπτουν τὰ ὄντα μὲ τὴν ἀκατάληπτη φύση τῆς τριαδικῆς θεότητος. Ὁ ἴδιος βέβαια δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα μιᾶς τέτοιας θεοφόρητης προσβάσεως. Γιὰ νὰ μπορέσει κάπως νὰ πλησιάσει, πρέπει νὰ ὑποστεῖ ὁλοκληρωτικὴ κάθαρση τῆς φύσεώς του, πρᾶγμα ὄχι εὔκολο. Πρέπει νὰ καθαρίσει τὴ φύση του ἀπὸ κάθε μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας. Τότε μπορεῖ νὰ τοῦ ἀνοιχθεῖ τὸ κάλλος τῆς τριαδικῆς θεότητος, νὰ δεῖ τὰ πράγματα ποὺ ὁ σάρκινος ὀφθαλμὸς καὶ ἡ σάρκινη καρδιὰ ἀδυνατοῦν νὰ ἀτενίσουν. Καὶ αὐτὰ φυσικὰ στὴν παροῦσα ζωή, στὴν ὁποία πορευόμαστε «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ καὶ αἰνίγματι»142. Στὴν ἄλλη ζωὴ τὰ πράγματα θὰ εἶναι τελείως διαφορετικά. Ὅταν τὸ σεσωσμένο πλάσμα διαπερᾶται ἀπὸ τὴν ἀκτῖνα τῆς θείας ἐνέργειας, κάθε προσπάθεια ἀπὸ μέρους του θὰ εἶναι περιττή· ἡ ἄσκηση δὲν θὰ ἔχει πλέον κανένα νόημα.
Στὴν παροῦσα οἰκονομία ζωῆς ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ζεῖ σωστά, ὥστε νὰ εὐαρεστεῖ στὸν πανάγιο τριαδικὸ Θεό. Νὰ εὐαρεστεῖ δὲ πάντοτε, χωρὶς πλαγιοδρομήσεις καὶ λοξοδρομίες, στὶς ὁποῖες τόσο εὐαίσθητη εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται δύναμη, τὴν ὁποία μόνο ἀπὸ τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ ζητήσει. Ὅλα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ λυτρωτικὴ μαγεία τοῦ Χριστιανισμοῦ!

ᾨδὴ θ´.

«Λαλιαί σε βρότειαι, κατ᾿ ἀξίων ἄναρχε
Μονάς, οὐ σθένουσιν ὑμνεῖν· πλὴν ὡς ἐφικτόν,
τολμῶντες ἐκ πίστεως, θεαρχικὴν σύνθρονε
Τριάς, δόξαν προσφέρομεν, τῷ σῷ κράτει
καὶ τὴν αἴνεσιν».
Ἀνθρώπινες λαλιὲς δὲν μποροῦν ἄναρχη
Μονάδα νὰ σὲ ὑμνοῦν ἐπάξια. Ὅμως, θεαρ-
χικὴ καὶ σύνθρονη Τριάδα, στηριγμένοι στὴν
πίστη μας τολμοῦμε, ὅσο εἶναι ἐφικτό, νὰ
προσφέρουμε δόξα καὶ αἴνεση στὸ κράτος σου.
Τίποτε κατ᾿ ἀξίαν δὲν μπορεῖ νὰ προσφερθεῖ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πλάσματος πρὸς τὸν πανάγαθο Θεό. Οἱ συσχετισμοὶ εἶναι ἄνισοι. Οἱ δύο φύσεις εἶναι ἀπείρως διϊστάμενες. Τὸ μεταξύ τους χάσμα χαίνει ἀδιεξόδευτο. Μόνο μὲ τὴ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ μπορεῖ τὸ πλάσμα νὰ δεῖ κάτι τὸ θεῖο καὶ ἐξωανθρώπινο. Αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει ἡ θεία οἰκονομία, ἡ κένωση τοῦ Λόγου, ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Νὰ κατέβει ὁ Θεός, νὰ πλησιάσει τὸν ἄνθρωπο, νὰ τοῦ ἀνοίξει τὸ δρόμο καὶ νὰ τὸν φέρει κοντά του, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸ στὴν πεσμένη φύση του. Ἂν δὲν γίνει αὐτό, ὁ ἄνθρωπος μένει ὁριστικὰ στὴν ἐρημιὰ καὶ τὸ ἀβυσσαλέο χώρισμα ἀπὸ τὸν πλάστη του. Πορεύεται μόνος στὸ πουθενά.
Ἡ γλώσσα τοῦ ὑμνωδοῦ νοιώθει ἀμήχανη στὴν προσπάθειά της ν᾿ ἀνυμνήσει τὴ θεαρχικὴ καὶ σύνθρονη Τριάδα. Τὸ ἴδιο νοιώθει καὶ κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη γλώσσα. Ἡ λαλιά της, καὶ ἡ πιὸ ὀξεῖα καὶ ἰσχυρή, ἀδυνατεῖ νὰ παραβγεῖ στὸ ἀθέατο καὶ ἀκατανόητο. Μοιάζει σὰν ἕνα ἀσυνάρτητο ψέλλισμα στὴν πολυφωνία τῆς θείας μεγαλειότητος. Οἱ πολύφθογγοι ρήτορες τοῦ κόσμου μένουν σὰν ψάρια σιωπηλὰ καὶ ἄφωνα143 μπροστὰ στὸ ἀνέφικτο μεγαλεῖο τῆς θεότητος. Μένουν συντετριμμένοι καὶ ἀμήχανοι. Ἂν ὅμως τὸ ἄπειρο διαφεύγει τελείως τὴν κτιστὴ δυνατότητα, ἐν τούτοις ὑπάρχει πάντοτε τὸ «ἐφικτόν», στὸ ὁποῖο πλέκεται ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν. Τὸ «ἐφικτὸν ἀνθρώπῳ». Ὅσο μπορεῖ νὰ πιάσει, νὰ χωρέσει ὁ ἄνθρωπος. Ἡ φύση στὴν ὑπερφύση, χωρὶς νὰ συντριβεῖ τὸ ἀνθρώπινο δοχεῖο. Καὶ αὐτὸ ἀπὸ ἄκρα ἀγαθότητα καὶ συγκατάβαση τοῦ Ὑψίστου. Ὁ Θεὸς δίδεται στὸν ἄνθρωπο, ὅσο μπορεῖ αὐτὸς νὰ χωρέσει στὴ φύση του. Ἡ «κατὰ χάριν» θέωση, στὴν ὁποία τὸ πλάσμα γίνεται θεός, χωρὶς νὰ χάσει τὴν κτιστὴ ἰδιομορφία του. Στὸν ὀρθόδοξο σωτηριολογικὸ θεϊσμό, δὲν ὑπάρχουν πανθεϊσμοί. Θεὸς καὶ ἄνθρωπος μαζί, χωρὶς νὰ καταργοῦνται τὰ φυσικὰ ποιοτικά τους ὅρια. Ὁ ἄνθρωπος ἐξυψώνεται ὅσο ἀντέχει ἡ φύση του. Περαιτέρω ἀδυνατεῖ νὰ προχωρήσει. Αὐτὸ τὸ θαῦμα τοῦ γνήσιου θεανθρωπισμοῦ ὑμνοῦμε μὲ κατάνυξη καὶ πναηγυρικὴ χαρὰ οἱ Ὀρθόδοξοι!
«Ἰσορρόπῳ δόξῃ σε, τὸν μονάρχην τρίφωτον
Θεόν, δοξάζει τὰ Χερουβίμ, καὶ τὰ Σεραφίμ,
ἀχράντοις ἐν στόμασι· μεθ᾿ ὧν ἡμᾶς τοὺς ἁ-
μαρτωλούς, πρόσδεξαι Κύριε· τὸ σὸν κράτος
μεγαλύνοντας».
Μὲ ἰσόρροπο δόξα τὰ Χερουβὶμ καὶ τά Σε-
ραφεὶμ σὲ δοξάζουν τὸν τρίφωτο μονάρχη
Θεό, μὲ στόματα καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα. Μαζὶ
μὲ αὐτὰ πρόσδεξε καὶ ἐμᾶς Κύριε, οἱ ὁποῖοι
μεγαλύνουμε τὸ κράτος σου.
Ὅ,τι συμβαίνει μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ στὴν παροῦσα οἰκονομία ζωῆς ἔχει χείλη ἀκάθαρτα, δὲν συμβαίνει καὶ στὰ ἀγγελικὰ τάγματα τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα ἔχουν στόματα καθαρὰ καὶ ἄχραντα καὶ ἀνυμνοῦν ἀκώλυτα τὸν τρίφωτο μονάρχη Θεό. Τὸν ἀνυμνοῦν δὲ μὲ ἰσόρροπο δόξα ὅλα, δηλαδὴ τὰ θεῖα πρόσωπα τὸ ἴδιο, καὶ ὄχι τὸ ἕνα περισσότερο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Συνειδητοποιοῦμε ἄραγε καὶ ἡμεῖς τὸ σημαντικὸ αὐτὸ στοιχεῖο τῆς θείας αἰνέσεως; Ἢ μήπως ὑμνοῦμε τὸν Θεὸ μονομερῶς; Πιὸ πολύ, λ.χ., τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο;
Ὀ ποιητὴς δέεται στὸν Θεὸ νὰ δεχθεῖ τὴν ἀπὸ μέρους τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς ἀνύμνηση τοῦ θείου κράτους του, ὅπως δέχεται τὴν ἐν οὐρανοῖς ἀνύμνηση τῶν ἁγίων ἀγγέλων του.

Θεοτοκίον.

«Ὡς ἁγνὴ καὶ ἄμωμος, καὶ παρθένος τέτο-
κας Υἱόν, λυτρούμενον ἡμᾶς ἀπὸ πειρα-
σμῶν, Θεὸν ἀναλλίωτον· ἀλλὰ καὶ νῦν
ἄφεσιν ἡμῖν τῶν παραπτώσεων, τοῦτον
δοῦναι καθικέτευε».
Ὡς ἁγνὴ καὶ καθαρὴ καὶ παρθένος, ἔχεις
γεννήσει Υἱόν, τὸν ἀναλλοίωτο Θεό, ὁ ὁ–
ποῖος μᾶς σώζει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς·
ἀλλὰ καὶ τώρα καθικέτευσε αὐτὸν νὰ
μᾶς χορηγήσει ἄφεση παραπτωμάτων.
Οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ δεινὲς τοῦ βίου περιστάσεις εἶναι κάτι ἀπὸ τὸ ὁποῖο πρέπει ἀπαραίτητα νὰ περάσει ὁ πιστὸς στὴν πορεία του πρὸς τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν144. Ὁ παράδεισος γιὰ νὰ κερδιθεῖ, πρέπει προηγουμένως νὰ νικηθεῖ ἡ κόλαση τῆς γῆς. Πικρὴ πραγματικὰ ἀλήθεια. Στὴ διαπάλη αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος, ὁ εὐτελὴς καὶ ἀδύνατος, κινδυνεύει πολύ. Κινδυνεύει νὰ πέσει, νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὴ βάση του, νὰ χάσει τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς του. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Κύριος στὴν προσευχή του μᾶς παραγγέλλει! «Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν». Οἱ πειρασμοὶ εἶναι πολλῶν εἰδῶν· μερικοὶ δὲ πολὺ ἰσχυροί. Λ.χ. οἱ οἰκογενειακοὶ πειρασμοί. Ὁ πιστὸς βρίσκεται ἐνίοτε σὲ ἀκραῖες καταστάσεις, ποὺ λιώνει κυριολεκτικὰ ἡ ὕπαρξή του, χάνει τὴν ἰσορροπία του καὶ φθάνει στὰ πρόθυρα τῆς βλασφημίας, ἀμφισβητώντας τὴν ὕπαρξη τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ! Δυὸ πολὺ μεγάλους πειρασμοὺς μᾶς διηγεῖται ἡ Γραφὴ στὰ πρόσωπα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰώβ. Ἀπὸ τὸν πρῶτο ζητοῦσε ὁ Θεὸς νὰ τοῦ σφάξει (!) τὸ παιδί του. Τὸ δεύτερο τὸν εἶχε κυριολεκτικὰ λεηλατήσει (τὸ πονηρὸ πνεῦμα, μὲ τὴν ἀνοχή του). Πῶς ἄντεξαν ἀλήθεια τὰ πλάσματα αὐτά; Θεωρητικὰ βέβαια ἔχουμε τὴν ἀπάντηση. Πρακτικὰ ὅμως μπορεῖ νὰ μπεῖ κανεὶς στὴ θέση τῶν σαλευομένων αὐτῶν ὑπάρξεων; Μπορεῖ στ᾿ ἀλήθεια;
Οἱ πειρασμοὶ ὅμως, ὅσο πικροὶ κι ἂν εἶναι στὴ ζωή μας, ἔχουν τὴ σωστὴ φιλοσοφία τους. Δοκιμάζουν τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων, κρατύνουν τὴν ἀντοχή τους, δείχνουν τὴ ματαιότητα τῶν πραγμάτων τοῦ βίου καὶ τὴν ἀδυναμία τῆς φύσεως, ἰδίως ὅταν αὐτὴ εἶναι κλεισμένη στὴν ἐγωϊστικὴ αὐτοδυναμία της. Μὲ τοὺς πειρασμοὺς ὁ ἄνθρωπος προσφεύγει στὸν Θεὸ καὶ ζητᾶ τὴ βοήθειά του, μεταμελεῖται γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά του καὶ προάγεται νὰ διορθώσει ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ τὴ ζωή του. Σὲ ἄλλους, ἀντίθετα, οἱ πειρασμοὶ εἶναι πρόσκομμα, σκάνδαλο καὶ καμιὰ φορὰ πτώση ἀνεπανόρθωτη καὶ ἀπώλεια.Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει τοὺς πειρασμοὺς ἀπὸ ἀγαθότητα, ἀποσκοπώντας στὴ βελτίωση καὶ σωτηρία τοῦ πλάσματὸς του. Τοὺς ἐπιτρέπει δὲ μέχρις ἑνὸς ὁρίου, ὅσο ἀντέχει ἡ φύση τῶν πειραζομένων. Πέραν αὐτοῦ δὲν ἐπιτρέπει στὸ διάβολο νὰ δοκιμάζει τοὺς ἀνθρώπους. Σὲ κάθε περίπτωση ὁ Θεὸς παρέχει καλὴ ἔκβαση γιὰ τοὺς δικούς του στοὺς ποικίλους πειρασμοὺς καὶ τὶς πικρότητες τοῦ βίου<ΰ>145 τους.
Ὁ ὑμνωδός, ἀφοῦ τονίσει τὴ δογματικὴ βάση τῆς περιωπῆς τῆς Θεοτόκου, τὸν ἁγνὸ καὶ παρθενικὸ τόκο της, ζητᾶ λύτρωση ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ ἄφεση τῶν παραπτωμάτων, τὰ ὁποῖα θὰ λάβει ἀπὸ τὸν τριαδικὸ Θεό, διὰ τῶν ἱκεσιῶν καὶ τῆς πρεσβείας της.

ΗΧΟΣ ΠΛ. Β´

Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ

Ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Τὸν ἕκτον ὕμνον προσφέρω σοι Θειότης.

ᾨδὴ α´.

«Τρεῖς ὑποστάσεις ὑμνοῦμεν Θεαρχικάς, ἑ-
νιαίας φύσεως, ἀπαράλλακτον μορφήν, ἀγα-
θὸν φιλάνθρωπον Θεόν, τῶν πταισμάτων ἱλα-
σμὸν ἡμῖν δωρούμενον».
Ὑμνοῦμε τρεῖς ὑποστάσεις θεαρχικές, σὲ μία
φύση καὶ ἀπαράλακτη μορφή, τὸν ἀγαθὸ
καὶ φιλάνθρωπο Θεό, ὁ ὁποῖος μᾶς χαρίζει
συγχώρηση πταισμάτων.
Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία οἱ αἱρετικοί, στὴν προσπάθειά τους νὰ λύσουν τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας, δηλαδὴ τὴν προέλευση τοῦ κακοῦ, ἀκολουθοῦσαν μιὰ πολὺ ἁπλουστευμένη ὁδό, δεχόμενοι δύο ἀρχές, δύο Θεούς, τὸν ἕνα ἀγαθό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχονται τὰ ἀγαθά, καὶ ἕνα κατώτερο κακό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχονται τὰ κακά. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο θεολογοῦν καὶ ὅλα τὰ δυαρχικὰ συστήματα, ἀπαλλασσόμενα ἀπὸ τὸν κόπο νὰ ἐξηγήσουν πῶς, ἀφοῦ ὑπάρχει ὁ ἕνας ἀγαθός, πάνσοφος καὶ παντοδύναμος Θεός, μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσει στὸν κόσμο τὸ κακό.
Αὐτὰ γιὰ τὴ χριστιανικὴ θεολογία εἶναι ἁπλὰ φληναφήματα. Ἕνας καὶ μόνος Θεὸς ὑπάρχει, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος. Ὁ Θεὸς αὐτὸς εἶναι τριαδικός. Ἔχει μία φύση ἀπαράλλακτη καὶ στὰ τρία πρόσωπα, καὶ τρεῖς ὑποστάσεις, ποὺ ὑποδηλώνουν τὶς προόδους καὶ τὸν ἀΐδιο τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Οἱ ὑποστάσεις εἶναι πραγματικὲς διακρίσεις στὴ θεότητα.
Στὴν πανάγαθη φύση τοῦ Θεοῦ οὐδὲ ἴχνος κακίας ὑπάρχει. Τὸ κακὸ εἶναι παντελῶς ξένο πρὸς τὴν πανακήρατη φύση του. Εἶναι κάτι τὸ ἀνυπόστατο, τὸ «μὴ ὄν». Δὲν ἔχει πλαστεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως πλάστηκαν ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα. Ὑπάρχει ἐκεῖ, ὅπου ἀπουσιάζει τὸ ἀγαθό. Εἶναι μιὰ στέρηση, μιὰ ἄρνηση. Δημιουργεῖται δέ, ὡς κατάσταση καὶ δύναμη, ἀπὸ τὴν κακὴ χρήση τῆς λογικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἶναι κοντὰ στὸν Θεό, δὲν ὑπάρχει ἡ κακία. Φυσικὰ ἡ ἠθικὴ δύναμη τοῦ κακοῦ εἶναι τόσο μεγάλη καὶ ὑπαρκτὴ ὥστε μπορεῖ νὰ καταστρέψει τὸ λογικὸ πλάσμα, νὰ τὸ ἀποκόψει ἀπὸ τὴ φυσική του ρίζα (τὸν Θεὸ), καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσει στὴν αἰώνια ἀπώλεια. Σ᾿ αὐτὸ ἔχει τὰ θεμέλιά της καὶ ἡ κόλαση.
Οἱ πιστοὶ παρακαλοῦν τὸν πανάγαθο Θεό, νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ τοὺς χορηγήσει ἱλασμὸ πταισμάτων καὶ νὰ τοὺς ἀξιώσει νὰ εἰσέλθουν στὴ χαρὰ τῆς ἐπουράνιας θείας βασιλείας του.
«Ὁ ὑπερούσιος μόνος καὶ τριλαμπής, χαρα-
κτῆρσι Κύριος, ἐν Θεότητι μιᾷ, πεφυκώς,
συνέτισον ἡμᾶς, καὶ ἀξίωσον τῆς σῆς θείας
ἐλλάμψεως».
Ὁ μόνος ὑπερούσιος καὶ τριλαμπὴς κατὰ τοὺς
χαρακτῆρες (ὑποστάσεις) Θεός, ὁ ὑπάρχων σὲ
μία θεότητα, συνέτισέ μας καὶ κάνε μας ἄξιους
τῆς θείας σου ἐλλάμψεως.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλάσμα ἀσύνετο καὶ κακότροπο. Ἐνῶ σὲ ἄλλους τομεῖς παρουσιάζει ἐπιτεύγματα ἄξια μεγάλου θαυμασμοῦ, στὸ πεδίο τῆς σωτηρίας λίγα κόβει τὸ μυαλό του καὶ λιγότερα ἀκολουθεῖ ἡ καρδιά του. Στὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ εἶναι νωθρὸς καὶ δυσκίνητος. Δὲν δείχνει ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς ψυχῆς του. Μέσα στὴ φύση του ὑπάρχει ἡ δύναμη τῆς ἁμαρτίας146, ἡ ὁποία τὸν παραλύει καὶ τὸν αἰχμαλωτίζει, ἀμβλύνει τὰ πνευματικά του αἰσθητήρια, καὶ τὸν ὁδηγεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸ νόμο καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀρέσκεται περισσότερο στὴν ἡδονικὴ ἀπόλαυση τοῦ βίου, παρὰ στὶς ἡδύτητες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὶς ὁποῖες φυσικὰ ἀγνοεῖ. Ἔτσι κινδυνεύει τελικὰ νὰ νεκρωθεῖ στὴν ἁμαρτία καὶ ν᾿ ἀπολεσθεῖ.
Ὁ ὑμνῳδὸς εἶναι ἐπιγνώμων τῆς καταστάσεως καὶ τοῦ κινδύνου αὐτοῦ. Ζώντας στὴν ἄσκηση καὶ τὴν πνευματικὴ περισυλλογή, ἔχει αἴσθηση τῆς ἐλαφρότητος καὶ τῆς ἐπιπολαιότητος τῆς φύσεως. Καὶ ἀφοῦ θεολογήσει, παρακαλεῖ τὸν τριαδικὸ Θεὸ νὰ τὸ συνετίσει, νὰ τοῦ βάλει μυαλό, νὰ τοῦ δώσει καθαρὰ αἰσθητήρια, ὥστε νὰ διακρίνει147 τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων καὶ τὴ δική του ἀλήθεια, τὸν ἀληθινὸ προορισμό του, ποὺ βρίσκεται στὴ μετοχὴ στὴ θεία ἔλλαμψη, στὸ φῶς τὸ θεῖο καὶ ἐπουράνιο.
«Νυμφοστολίσας ὁ Παῦλος τὴν ἐξ ἐθνῶν,
Ἐκκλησίαν, ἕνα σε, τρισυπόστατον Θεόν,
προσκυνεῖν ἐδίδαξεν, ἐξ οὗ, καὶ δι᾿ οὗπερ,
καὶ ἐν ᾧ τὰ πάντα γέγονε».
Ἀφοῦ στόλισε σὰν νύμφη τὴν ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία
ὁ Παῦλος, ἐδίδαξε νὰ σὲ προσκυνοῦμε ἕνα τρισυ-
πόστατο Θεὸ ἐκ τοῦ ὁποίου, καὶ διὰ τοῦ ὁποί-
ου καὶ ἐν τῷ ὁποίῳ ἔγιναν τὰ πάντα.
Ἡ θεία ἐνέργεια στὶς ἐξωτερικὲς φανερώσεις καὶ τὴ δράση της ἀκολουθεῖ μιὰ συγκεκριμένη τάξη, στὴν ὁποία μετέχει ὁ τριαδικὸς Θεός, κατὰ τὴ φυσικὴ τάξη τῶν θείων προσώπων· «ἐξ οὗ, δι᾿ οὗ καὶ ἐν ᾧ»148 τὰ πάντα. Οἱ προθέσεις ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴ φράση, ἐκφράζουν τὴν ἰδιαιτερότητα δράσεως ἑνὸς ἑκάστου τῶν θείων τριαδικῶν προσώπων. Ἡ πρόθεση ἐκ ἐκφράζει τὸ ἔργο τοῦ Πατρὸς ἐκ τοῦ ὁποίου προέρχονται τὰ πάντα (οἱ θεῖες ὑποστάσεις καὶ τὸ σχέδιο περὶ τῶν ὄντων). Ἡ πρόθεση διά, τὸ μέσο, τὸ ὄργανο, διὰ τοῦ ὁποίου γίνονται ὅσα συλλαμβάνει ὁ Πατὴρ (= ὁ Υἱὸς) καὶ ἡ πρόθεση ἕν, τὸν «τόπο» ὅπου τὰ πάντα τὰ ἐκ Πατρὸς δι᾿ Υἱοῦ ἐνεργούμενα τελειοῦνται, συναπτόμενα μὲ τὴ θεότητα (= τὸ Πνεῦμα). Ἡ φυσικὴ αὐτὴ τάξη δὲν σημαίνει, ὅτι διασπᾶται κατ᾿ ἀνάγκην ἡ κοινὴ καὶ ἀμέριστη τριαδικὴ ἐνέργεια. Ὁ Θεὸς σὲ κάθε περίπτωση ἐνεργεῖ ἑνιαίως. Στὸ ἔργο τοῦ «ἐξ οὗ» Πατρὸς συμμετέχει καὶ ὁ «δι᾿ οὗ» Υἱὸς καθὼς καὶ τὸ «ἐν ᾧ» Πνεῦμα ἅγιο, κ.ο.κ. Εἶναι δὲ ἀνόητο νὰ ὑποθέσουμε, ὅτι στὸ τριαδικὸ ἔργο μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ διαφοροποίηση ἢ διάσταση. Ὅπου ἡ βουλὴ εἶναι κοινή, κοινὴ θὰ εἶναι καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς προερχομένη ἐνέργεια. Ὁ τριαδικὸς Θεὸς εἶναι Θεὸς συμφωνίας καὶ τάξεως. Ἡ διαφοροποίηση τῶν ὑποστάσεων δὲν ἐξυπακούει καὶ τὴ διαφοροποίηση τῆς ἐνεργείας των, διότι οἱ ὁμοούσιες καὶ ὁμόβουλες ὑποστάσεις τῆς Τριάδος δὲν εἶναι ἀποκομμένες ἡ μία ἀπὸ τὶς ἄλλες, ἀλλ᾿ ἐμπεριχωροῦνται ἀγαπητικῶς, ὥστε νὰ θέλουν καὶ νὰ ἐνεργοῦν καὶ οἱ τρεῖς ἀπόλυτα τὸ αὐτό.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐκόσμησε μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο του τὴν ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία σὰν νύμφη ἅρμοσε στὴ μυστικὴ καὶ ἀόρατη κεφαλή της (τὸν Χριστὸ), ἐδίδαξε νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ λατρεύουμε ἕνα τρισυπόστατο Θεό, ὁ ὁποῖος ἐνεργεῖ στὸν κόσμο σύμφωννα μὲ τὸ σχέδιο καὶ τὴν τάξη ποὺ προαναφέραμε.

Θεοτοκίον.

«Ἐκ τῆς γαστρός σου προῆλθεν ὁ νοητός, Θεο-
τόκε Ἥλιος, καὶ κατηύγασεν ἡμᾶς τριφαοῦς
θεότητος αὐγαῖς· ὃν ὑμνοῦντες εὐσεβῶς σὲ μακαρίζομεν».
Ἀπὸ τὴ γαστέρα σου προῆλθε, Θεοτόκε, ὁ
νοητὸς Ἥλιος (ὁ Χριστὸς), ὁ ὁποῖος μᾶς ἐφώτισε
μὲ τὴ λάμψη τῆς τρίφωτης θεότητος· αὐτὸν
ἀνυμνοῦντες, εὐσεβῶς σὲ μακαρίζουμε.
Ὅπου εἶναι παρὼν ὁ ἥλιος, ἐκεῖ τὰ σκοτάδια ἀφανίζονται. Ὅπου ὅμως λείπει, αὐτὰ τυλίγουν στὰ μαῦρα πέπλα τους καὶ ἀφανίζουν τὰ πάντα. Τὸ σκοτάδι εἶναι ἡ ἔλλειψη τοῦ φωτός. Δὲν θὰ ὑπῆρχε, ἂν τὸ φῶς ἦταν διαρκῶς παρόν.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ πνευματικὰ σκοτάδια. Ἐνόσο ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, τὰ πνευματικὰ σκοτάδια ἦταν ἀνύπαρκτα. Ὅταν ὅμως ἐγκατέλειψε τὸ φῶς, τότε ντύθηκε τὸ σκοτάδι τοῦ ψεύδους καὶ τῆς πνευματικῆς νεκρώσεως. Πνευματικὸ σκοτάδι εἶναι ἡ ἁμαρτία, ποὺ μισεῖ καὶ ἀντιμάχεται τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ149, εἶναι τὸ μεγάλο ψέμα, ἡ ἀγνωσία καὶ ἡ πλάνη, στὰ ὁποῖα ὁ κόσμος νοσεῖ πρὸς θάνατον.
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν καθήμενο στὸ σκότος καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου150, ἦλθεν ὁ Χριστὸς σὰν ἥλιος νὰ σκορπίσει τὸ ζωογόνο φῶς του, ν᾿ ἀποδιώξει τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ νὰ χαρίσει τὴ λυτρωτικὴ θεία του ἀλήθεια. Προῆλθε δέ, γαληνὸς καὶ ἀσπάσιος, ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τῆς θεόπαιδος Κόρης, ἀπὸ τὴν ὁλοκάθαρη μήτρα τῆς Παρθένου, γιὰ νὰ μᾶς φωτίσει μὲ τὶς μαρμαρυγὲς τῆς τρίφωτης θεότητος, τὴν ὁποία ἐφανέρωσε στὸν κόσμο μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του. Οἱ πιστοί, ὑμνοῦντες εὐσεβῶς τὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, μακαρίζουν μὲ φωνὲς πενυματικῆς ἀγαλλιάσεως τὴ σεπτὴ Θεομήτορα.

ᾨδὴ γ´.

«Κοσμήσας τρίφωτε Θεέ, τάξεις τὰς οὐρανί-
ους, κατεσκεύασας μέλπειν, τρισαγίαις σε
φωναῖς· δέξαι μεθ᾿ ὧν καὶ ἡμᾶς, ἀνυμνοῦν-
τάς σου τὴν ἀγαθότητα».
Ἀφοῦ ἐκόσμησες τρίφωτε Θεέ, τὶς οὐράνιες (ἀγγελικὲς)
ταξιαρχίες, ἀνέθεσες σ᾿ αὐτὲς νὰ σὲ ψάλλουν μὲ
τρισάγιες φωνές. Μαζὶ μὲ αὐτὲς δέξε καὶ
ἐμᾶς ἀνυμνοῦντας τὴ θεία σου ἀγαθότητα.
Οἱ ἄγγελοι εἶναι τὰ πρῶτα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Πλάστηκαν πρὶν ἀπὸ τὸν ὁρατὸ ὑλικὸ κόσμο. Εἶναι φύσεις πνευματικὲς καὶ ἐλεύθερες. Ὡς ὄντα πνευματικὰ δὲν ὑπόκεινται στὴ φθορὰ καὶ τὴν ἀλλοίωση. Δὲν πεθαίνουν. Ὡς ἀσώματοι οἱ ἄγγελοι δὲν ἔχουν ἐπιθυμίες καὶ ἀνάγκες σωματικές. Ἀνάλογα μὲ τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦν, εἶναι χαρισμένοι σὲ διάφορες ταξιαρχίες151. Οἱ σημαντικότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶναι τὰ Σεραφείμ, τὰ Χερουβὶμ καὶ οἱ Θρόνοι. Κύριο ἔργο ὅλων ἀνεξαίρετα τῶν ἀγγέλων εἶναι ἡ ἀνύμνηση τοῦ θείου Ὀνόματος. Εἶναι ταγμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ψάλλουν τὰ ἄπειρα μεγαλεῖα του. Αὐτὸ φυσικὰ δὲν σημαίνει ἐγωϊστικὴ ἐπιδίωξη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπροσδεὴς καὶ ἀνεπιδεής. Ἡ θεία ἀνύμνηση εἶναι ἐσωτερικὴ παρόρμηση τῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα κατὰ κάποιο τρόπο κέρδισαν τὴ μεγάλη ἀποστολὴ αὐτή. Ἀνυμνοῦν τὴ θεία μεγαλειότητα, ἐκφράζοντας τὴν ἄκρα εὐγνωμοσύνη τους πρὸς τὸν εὐεργέτη, ἡ ὁποία διαδονεῖ τὴν ἄϋλη φύση τους. Στὴν ἀνύμνηση αὐτὴν εὐαρεστεῖται ὁ Θεός.
Στὴν ἀνύμνηση τῶν ἀγγέλων ἐν οὐρανοῖς, θέλουν νὰ ἑνώσουν καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐπὶ τῆς γῆς τὴ δική τους ἀνύμνηση, νοιώθοντας τὴν ἴδια μὲ τοὺς ἀγγέλους ἐσωτερικὴ παρόρμηση. Θέλουν νὰ ἀνυμνήσουν τὸ σωτῆρα καὶ εὐεργέτη τους. Νὰ ψάλλουν τὴν ἀπειρία τῆς θείας του ἀγαθότητος.
«Τὴν μόνην ἄτρεπτον τριττήν, σύμμορφον
ἑνιαίαν, Θεαρχίαν ὑμνοῦντες, λιτάζομὲν
σε θερμῶς, ἁμαρτημάτων πολλῶν, κατα-
πέμψαι ἡμῖν συγχώρησιν».
Τὴ μόνη ἄτρεπτη τριττή, σύμμορφη ἑ-
νιαία θεαρχία ὑμνοῦντες, σὲ παρακαλοῦμε
θερμῶς, κατάπεμψε τώρα καὶ σὲ μᾶς
συγχώρηση τῶν πολλῶν ἁμαρτημάτων μας.
Ἡ θεολογία προηγεῖται πάντοτε τῆς δεήσεως. Τὰ αἰτήματα ἀκολουθοῦν στὴν τριαδικὴ ὁμολογία. Αὐτὸ συνιστᾶ τὴν ἀληθινὴ τάξη τῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχὴ εἶναι μιὰ διαδικασία συνεπὴς καὶ ἔλλογη. Θὰ ὁμολογήσεις τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ μετὰ θὰ τοῦ ζητήσεις τὴν πλήρωση τῶν αἰτημάτων σου.
Ἡ ὁμολογία εἶναι σαφὴς καὶ συνοπτική. Ὁ πιστὸς ὑμνεῖ τὴ θεαρχία (τὸν τριαδικὸ Θεὸ), ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη ἄτρεπτη καὶ ἀναλλοίωτη φύση, ἡ «ἀεὶ ὡσαύτως ἔχουσα» καὶ μὴ ἐπιδεχομένη «τροῆς ἀποσκίασμα»152. Εἶναι φύση τριττή, φέρουσα τρὶς μορφές, τρία πρόσωπα καὶ ὑποστάσεις, τριαδική. Εἶναι φύση σύμμορφη, ἑνιαία. Τὰ πρόσωπά της ἔχουν τὴν ἴδια μορφή, τὴν ἴδια φύση. Δὲν εἶναι πρόσωπα ἑτερούσια ἢ ἁπλῶς ὅμοια ἀλλ᾿ ὁμοούσια. Ἔτσι ἡ θεότητα εἶναι ἑνιαία, ἕνας Θεὸς καὶ ὄχι πολλοί, μιὰ οὐσία, μία βούληση καὶ μία ἐνέργεια.
Ἀπὸ τὸν ἕνα ὁμοούσιο καὶ τρίμορφο Θεό, οἱ πιστοὶ ζητοῦν συγχώρηση τῶν πταισμάτων τους. Γιατὶ μόνον ἔτσι θὰ μπορέσουν νὰ ἔχουν πρόσβαση κοντά του, νὰ δοῦν τὸ ἄπειρο φῶς του καὶ ν᾿ ἀπλαύσουν τὸ ἀμήχανο κάλλος του.
«Ὁ Νοῦς ὁ ἄναρχος Πατήρ, σύμμορφε Θεοῦ
Λόγε, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ θεῖον, τὸ ἀγαθὸν
καὶ εὐθές, τοὺς ἀνυμνοῦντας πιστῶς, τὸ σὸν
κράτος φρούρησον ὡς εὔσπλαγχνος».
Ὁ Πατήρ, ὁ ἄναρχος Νοῦς, ὁ σύμμορφος
τοῦ Θεοῦ (Πατρὸς) Λόγος, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ
θεῖο, τὸ ἀγαθὸ καὶ εὐθές, αὐτοὺς ποὺ ἀν-
υμνοῦν πιστῶς τὸ κράτος σου, φρούρησε ὡς
εὔσπλαγχνος.
Ἡ ἴδια κι ἐδῶ τριαδικὴ ἀνύμνηση καὶ δέηση.

Θεοτοκίον.

«Νομὴν ἀνέστειλε φθορᾶς, ἄνθρωπος κατ᾿ οὐ-
σίαν, γεγονὼς ὁ Θεός μου, ἐν τῇ μήτρᾳ σου
Ἁγνύ, καὶ τοὺς Γενάρχας τῆς πρίν, καταδίκης
μόνος ἠλευθέρωσε».
Ἀνέκοψε τὴ νομὴ τῆς φθορᾶς ὁ Θεός μου, γε-
νόμενος κατ᾿ οὐσίαν ἄνθρωπος στὴ μήτρα
σου Ἁγνύ, καὶ τοὺς Γενάρχες (Προπάτορες) τῆς
πρότερης καταδίκης ἐλευθέρωσε.
Μὲ μιὰ σεμνὴ καύχηση ἀπευθύνεται ἐδῶ ἡ προσευχόμενη ψυχὴ πρὸς τὸν Θεό της. Ὁ Θεός μου -λέγε- ὁ δικός μου Θεὸς καὶ ὄχι ἄλλος, στὸν ὁποῖον ἀνήκω, ὁ ὁποῖος μὲ ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἀγαπῶ καὶ τὸν ἔχω βαθιὰ στὴν καρδιά μου, εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀνέκοψε τὴν ἐξάπλωση τῆς φθορᾶς. Ποιᾶς φθορᾶς; Αὐτῆς ποὺ σφηνώθηκε στὴ φύση, τὸ καρκίνωμα καὶ τὸ νεόπλασμα τῆς ἀποστασίας, ποὺ ἄρχισε νὰ κατατρώγει τὸν παραβάτη, ἀπειλώντας τον μὲ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ καὶ ἀπώλεια. Κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, ἅπλωσε τὸ κραταιὸ χέρι του καὶ σταμάτησε τὸ φάγωμα τῆς φθορᾶς, ἔσβησε τὴ μεγάλη πυρκαϊὰ ποὺ ἄναψε στὸν κόσμο τὸ πρῶτο παράπτωμα τοῦ Ἀδάμ, καὶ ἀνέκοψε τὴν πυροδοσία ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ δυναμιτίσει τὸν κόσμο. Ὁ Χριστὸς στὴν προσληφθεῖσα φύση του ἀφάνισε τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, ἀνακαίνισε τὸν πεσμένο ἄνθρωπο, σταλάζοντας μέσα του τὴν ἰκμάδα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Στὸν Χριστὸ ἡ ἀνακαινισμένη φύση ζεῖ στὸν ἄφθαρτο αἰῶνα τοῦ Θεοῦ, ἀστράφτουσα τὸ θεῖο φῶς στὴ φωσφορίζουσα θεία βασιλεία.
Μὲ τὸ ἔργο του ὁ Χριστός, ὁ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παρθένου Υἱός, ἐλευθέρωσε τοὺς προπάτορες ἀπὸ τὴν καταδίκη ποὺ πῆραν ἀπὸ τὸν Θεό, ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας τους.

Κάθισμα.

«Δέσποτα Θεέ, ἐπίβλεψον οὐρανόθεν. Ἴδε τὴν
ἡμῶν ταπείνωσιν ὡς οἰκτίρμων, καὶ σπλαγχνί-
σθητι φιλάνθρωπε πανάγαθε· οὐδαμόθεν
γὰρ ἐλπίζομεν συγχωρήσεως ταύξασθαι, τῶν
κακῶν ὧν ἡμάρτομεν· διὸ γενοῦ μεθ᾿ ἡμῶν,
καὶ οὐδεὶς καθ᾿ ἡμῶν».
Δέσποτα Θεέ, ἐπίβλεψε ἀπὸ τὸν οὐρανό. Δὲς
τὴν κακοπάθειά μας ὡς ἐλεήμων, καὶ σπλα-
χνίσου μας φιλάνθρωπε πανάγαθε. Διότι ἀ-
πὸ πουθενὰ δὲν ἐλπίζουμε νὰ λάβουμε συ-
γχώρηση γιὰ τὰ κακὰ ποὺ ἁμαρτάνουμε. Γι᾿
αὐτὸ ἔλα μαζί μας καὶ κανένας δὲν θὰ
εἶναι ἐναντίον μας.
Ὁ Θεός, στὴν πιστεύουσα εὐσέβεια, φέρεται νὰ ἔχει τὸ θρόνο του στοὺς οὐρανούς153. Φυσικὰ αὐτὸ δὲν συμβαίνει. Εἶναι ἁπλὴ ἀνθρωπομορφικὴ παράσταση. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἄνθρωπος γιὰ νὰ κάθεται σὲ θρόνο. Εἶναι τὸ ἀπόλυτο πνεῦμα ποὺ πληροῖ τὰ πάντα154. Τὸν φανταζόμαστε νὰ κάθεται στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ τονίσουμε τὸ μεγαλεῖο, τὴ δόξα καὶ τὴν παναγιότητά του. Τὸν θέλουμε ἀπομακρυσμένο ἀπὸ τὴν κακότητα, ποὺ ἐπικρατεῖ στὴ γῆ. Ἀνθρωπομορφικὴ ἐπίσης ἔκφραση εἶναι καὶ τὸ «ἐπίβλεψον», κοίταξε. Σὰν νὰ ἔχει μάτια ὁ Θεὸς νὰ βλέπει... Ἐμεῖς ὅμως οἱ φτωχοὶ καὶ ἀδύνατοι ἄνθρωποι ἔχουμε ἄραγε ἄλλο τρόπο νὰ φανταστοῦμε τὸν Θεό; Ἡ Γραφὴ δὲν χρησιμοποιεῖ κι αὐτὴ ἀνθρωπομορφικὲς περὶ Θεοῦ ἐκφράσεις;
Οἱ πιστοὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ κοιτάξει τὴν ταπείνωσή τους, ὄχι φυσικὰ τὴν ταπεινοφροσύνη (ποὺ εἶναι μεγάλη ἀρετὴ), ἀλλὰ τὴν κακοπάθεια καὶ τὴν ἀθλιότητα τῆς ἐπίγειας ζωῆς, στὴν ὁποίαν εἶναι ἐγκλωβισμένοι. Ζητοῦν δέ, τί ἄλλο; Συγχώρηση ἁμαρτημάτων, τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ χορηγήσει μόνο ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ κανένας ἄλλος. Ἂν δὲ ὁ Θεὸς εἶναιμαζί τους, ἂν τοὺς ἔχει κάτω ἀπὸ τὴν προστασία του, τότε κανένα ἄλλο δὲν φοβοῦνται155, καμιὰ ἀντίξοη καὶ ἀντίθεη δύναμη. Αὐτὴ ἡ πεποίθηση γέμισε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὰ στήθη τῶν γενναίων ἐργατῶν τῆς ἀρετῆς, τῶν στρατιωτῶν τῆς νοητῆς παρατάξεως Κυρίου. Μὲ τὴν πίστη αὐτὴ κατήγαγαν θριάμβους καὶ νίκες πνευματικές156, πολιτογραφηθέντες στὸ ἄφθαρτο «πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς»157.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Δέσποινα ἁγνή, ἐπίβλεψον οὐρανόθεν.
Ἴδε τῶν ἡμῶν τραυμάτων τὰς ἀλγηδόνας, καὶ
σπλαγχνίσθητι Πανάχραντε, καὶ ἴασαι τοῦ συνει-
δότος τὸν καύσωνα, τῷ σῷ ἐλέει δροσίζουσα,
καὶ βοῶσα τοῖς δούλοις σου· Ἐγὼ εἰμὶ μεθ᾿
ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ᾿ ἡμῶν».
Δέσποινα ἁγνύ, κοίταξε ἀπὸ τὸν οὐρανό. Δὲς
τὸν πόνο τῶν τραυμάτων μας καὶ σπλαγχνί-
σου μας Πανάχραντε, καὶ γιάτρεψε τὴν καυ-
στικότητα τῆς συνειδήσεώς μας, δροσίζοντὰς την
μὲ τὸ ἔλεός σου, καὶ φωνάζοντας στοὺς δούλους
σου. Ἐγὼ εἶμαι μαζί σας καὶ κανένας ἐναντίον σας.
Ἡ προσευχή, ποὺ στὸ προηγούμενο κάθισμα ἀπευθύνθηκε στὸν τρισάγιο Θεό, μεταφέρεται σχεδὸν αὐτούσια στὸ πρόσωπο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐὰν κανεὶς δὲν γνωρίζει καλὰ τὸ δόγμα τῆς μεσιτείας τῶν Ἁγίων, θὰ μποροῦσε νὰ σκανδαλισθεῖ, ὅτι τάχα θεοποιεῖται τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας. Ἤδη γράψαμε ἀρκετὰ γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ στὰ προηγούμενα.
Οἱ πιστοὶ βλέπουν τὶς πολλὲς πληγὲς ποὺ εἶναι ἀνοιγμένες στὶς ψυχές τους, οἱ ὁποῖες τοὺς ταλαιπωροῦν καὶ ἀπειλοῦν νὰ τοὺς θανατώσουν. Βλέπουν τὰ πολλὰ τραύματα ποὺ ἡ κακουργία τοῦ ἐχθροῦ ἀνοίγει στὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα τους, καὶ ὑποφέρουν κάτω ἀπὸ τὴν ἀβάσταχτη κάκωση. Κατόπιν ζοῦν τὸ καυτὸ πύρωμα τῆς συνειδήσεώς τους, ποὺ τοὺς ἐλέγχει ἀλύπητα γιὰ τὰ πολλά τους παραπτώματα καὶ κάνει κόλαση τὴ ζωή τους. Καὶ μὴ ἔχοντας ἄλλη καταφυγή, προσφεύγουν στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ζητοῦν βοήθεια. Ζητοῦν τὴ δροσιὰ τῆς χάριτός της (τοῦ Υἱοῦ της) γιὰ νὰ σβήσει τὸ ὁλόκαυτο καμίνι ποὺ τοὺς βασανίζει, νὰ γιατρέψει τὶς πληγὲς τῆς ἁμαρτίας καὶ ν᾿ ἀποκαταστήσει τὴν πνευματικὴ ὑγεία τῆς ψυχῆς τους. Καὶ ἔχουν τὴν πεποίθηση, ὅτι τὸ ἔλεος τῆς Παναγίας θὰ τοὺς προφθάσει. Γιατὶ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ εἶναι συντρεχτικὴ γιὰ τὰ πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ Υἱοῦ της καὶ τὰ δικά της παιδιά, καὶ εἶναι πάντοτε ἕτοιμη νὰ σπεύσει σὲ βοήθειὰ τους. Καὶ ἂν φυσικὰ ἔχουν τὴν προστασία της, τότε καμιὰ ἄλλη δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ἐπηρεάσει καὶ νὰ τοὺς κακοποιήσει. Εἶναι ἀσφαλισμένοι στὴν ἀειπάρθενη χάρη της.

ᾨδὴ δ´.

«Ὑψοῦ διάνοιαν, Μονὰς ἡ τρίφωτος, καὶ
ψυχὴν καὶ καρδίαν σῶν ὑμνητῶν, θᾶττον
ἀναβίβασον, καὶ τῆς ἐλλάμψεως τῆς σῆς,
καὶ λαμπρότητος ἀξίωσον».
Ὕψωσε τὴ διάνοια, Μονάδα τρίφωτη, καὶ γρήγορα ἀνέ-
βασε τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιὰ αὐτῶν ποὺ σὲ ὑ-
μνοῦν, καὶ ἀξίωσέ τους νὰ δεχθοῦν τὴν ἔλλαμ-
ψη καὶ τὴ θεία σου λαμπρότητα.
Ἡ διάνοια, ἡ ψυχὴ καὶ ἡ καρδιὰ εἶναι οἱ βασικότεροι τομεῖς τῆς πνευματικῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὰ ὁ πιστὸς πρέπει νὰ τὰ ἔχει στραμμένα πρὸς τὸν Θεό158. Γιατὶ ἀνήκουν στὸν Θεό, εἶναι στοιχεῖα τοῦ θείου ἐξεικονισμοῦ, ποὺ ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἡ μὲν διάνοια πρέπει ν᾿ ἀνατρέχει πρὸς τὰ ὑψηλά, νὰ σκέφτεται τὰ πνευματικὰ καὶ ἐπουράνια. Νὰ μὴ εἶναι προσηλωμένη στὰ ὑλικὰ καὶ χαμαίζηλα, στὸ σαρκικὸ φρόνημα τῆς γῆς. Ἡ δὲ ψυχὴ καὶ ἡ καρδιὰ νὰ εἶναι αἰχμαλωτισμένες στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στὸ ὕψιστο ἀγαθό, στὸ θησαυρὸ τὸν αἰώνιο καὶ ἀκατάλυτο, στὸ ἕνα «οὗ ἐστι χρεία». Στὴν ὑπέρβαση αὐτὴ τῶν ὑλικῶν πραγμάτων τῆς γῆς, τοῦ μαμωνᾶ ποὺ κυριεύει τὶς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ἡ ψυχὴ ἀξιώνεται νὰ δεῖ τὴ θεία ἔλλαμψη καὶ τὴ δόξα τῆς θεότητος. Φαιδρύνεται στὴ θέαση αὐτή, λαμπρύνεται καὶ θεοποιεῖται. Στὴ διάσταση αὐτὴ βρίσκει τὸ πραγματικὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς της. Ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔχει πλασθεῖ καὶ σ᾿ αὐτὸν πρέπει νὰ κινεῖται καὶ νὰ ζεῖ. Ἔξω ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ζωή της δὲν ἔχει νόημα. Εἶναι βάρος περιττὸ καὶ ἄχρηστο, ἕνα μηδενικὸ φουσκωμένο, κακία, ἀπόγνωση καὶ θάνατο.
«Μετασχημάτισον, καὶ μεταμόρφωσον, ἐκ
κακίας με πάσης πρὸς ἀρετήν, μόνη
ἀσχημάτιστε, καὶ ἀναλλοίωτε Τριάς, ταῖς
σαῖς αἴγλαις καταλάμπρυνον».
Μετασχημάτισε καὶ μεταμόρφωσέ με
ἀπὸ τὴν κακία πρὸς κάθε ἀρετή, σὺ
Τριάδα ποὺ εἶσαι ἡ μόνη ἀσχημάτιστη
καὶ ἀναλλοίωτη, καὶ καταλάμπρυνέ με
μὲ τὴν αἴγλη τῆς λαμπρότητός σου.
Ἡ μετασχημάτιση καὶ μεταμόρφωση τῆς φύσεως ἀπὸ τὴν κακία στὴν ἀρετὴ πρέπει νὰ εἶναι ὁ σταθερὸς στόχος τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἁμαρτία εἶναι παραμόρφωση τῆς ψυχῆς, τὸ πάθος ἡ κακομορφία της. Στὸ βόρβορο τῆς κακίας ζοφώνονται οἱ θεοειδεῖς χαρακτῆρες της, ξεθωριάζει τὸ πρωτογενὲς κάλλος της. Ἡ ζόφωση δὲ αὐτὴ εἶναι ἐπικίνδυνη, γιατὶ μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει τὴν ἀσφυξία, τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς. Γι᾿ αὐτὸ ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ποὺ εἶναι καταχωσμένες στὸ αἶσχος τῆς ἁμαρτίας, πρέπει νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία τους, ν᾿ ἀλλάξουν σχῆμα, νὰ ἀποβάλουν τὴ μορφὴ τῆς κακίας ποὺ εἶναι κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Σατανᾶ, καὶ νὰ ντυθοῦν τὴ μορφὴ τῆς ἀρετῆς, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κάλλος τοῦ θείου ἐξεικονισμοῦ. Στὴν ὀρθόδοξη σωτηριολογία τὰ πάντα εἶναι μεταμόρφωση, ἀνακαίνιση, ἀλλοίωση. Τὰ παλαιὰ παρῆλθαν, ὅλα εἶναι πλέον καινά159. Ἀφοῦ καὶ ἡ φυσικὴ κτίση μέλλει νὰ μετασχηματισθεῖ160 στὸν ἄφθαρτο αἰῶνα τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Τὰ πάντα σπεύδουν πρὸς τὴν τρίφωτη Τριάδα, ἡ ὁποία μένει μόνη ἀσχημάτιστη καὶ ἀναλλοίωτη. Ἐκεῖ λαμπρύνεται μὲ τὴν αἴγλη τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας. Γίνεται θέσει ἀπαθής, ὅπως φύσει ἀπαθὴς εἶναι ὁ Θεός. Στὴ χαρισματικὴ αὐτὴ ἀπάθεια ὁ ἄνθρωπος θεοποιεῖται.
«Νοήσας πρότερον σοφῶς ὑπέστησας, τῶν
Ἀγγέλων τὰς τάξεις λειτουργικάς, σοῦ τῆς
ἀγαθότητος, ἡ τρισυπόστατος Μονάς·
μεθ᾿ ὧν δέξαι μου τὴν αἴνεσιν».
Ἀφοῦ πρῶτα συνέλαβες μὲ τὸ νοῦ σου σοφῶς,
ὑπέστησες (μὲ τὸ ἐννόημά σου) τὶς τάξεις τῶν Ἀγ-
γέλων, ποὺ εἶναι λειτουργικὲς τῆς ἀγαθότη-
τός σου, Μονάδα τρισυπόστατη. Μαζὶ μὲ
αὐτὲς δέξε καὶ τὴ δική μου αἴνεση.
Περὶ τῆς ὠδῆς αὐτῆς μιλήσαμε καὶ στὰ προηγούμενα.

Θεοτοκίον.

«Ὁ φύσει ἄκτιστος, Θεὸς ἀΐδιος, τὴν κτιστὴν
τῶν ἀνθρώπων προσειληφώς, φύσιν ἀνεμόρφω-
σεν, ἐν τῇ ἁγίᾳ σου γαστρί, Θεοτόκε ἀειπὰρ-
θενε».
Ὁ Θεὸς ὁ ἀΐδιος καὶ φύσει ἄκτιστος, ἀφοῦ
προσέλαβε τὴν κτιστὴ φύση τῶν ἀνθρώπων,
τὴν ἀνεμόρφωσε στὴν ἁγία σου γαστέρα, θεο-
τόκε ἀειπάρθενε.
Ὁ Νεστόριος, αἱρεσιάρχης τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, δὲν δεχόταν πραγματικὴ ἕνωση τῶν φύσεων στὸν Χριστό. Δεχόταν μιὰ ἠθικὴ ἕνωση (ἕνωση γνώμης καὶ εὐδοκίας), ἕνα ἐξωτερικὸ πλησιασμὸ θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ φυσικὰ καμιὰ ἀντιμετάδοση ἰδιωμάτων στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πρᾶγμα ποὺ τοῦ ἀπαγόρευε νὰ σκεφθεῖ κἂν τὸ σύστημὰ του. Σ᾿ ἕνα τέτοιο ἠθικιστικὸ σύστημα, ἰδέες ὅπως ἀνακαίνιση καὶ θέωση τῆς φύσεως στὸ χριστολογικὸ μυστήριο, εἶναι ἐντελῶς ἀκατανόητες.
Στὴν ὀρθόδοξη χριστολογία τὸ ζήτημα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό. Οἱ φύσεις εἶναι ἑνωμένες βαθιὰ μεταξύ τους, ἀσύγχυτα καὶ ἀδιαίρετα. Ἡ μία ἀντιδίδει τὰ ἰδιώματὰ της στὴν ἄλλη, πάντοτε στὸ ἑνιαῖον πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν ἐπαφή της μὲ τὴ θεία φύση, ἀνακαινίζεται, ἀφθαρτίζεται καὶ θεοποιεῖται. Ὁ ἄνθρωπος μεταχωρεῖ στὴ θεότητα ὅσο τοῦ ἐπιτρέπει ἡ κτιστὴ φύση του, δηλαδὴ χωρὶς νὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ φυσικὰ καὶ πεπερασμένα της ὅρια. Ὅλα δὲ αὐτὰ συνέβησαν στὴ θεοχώρητη μήτρα τῆς Παρθένου, ὅπου ὁ Θεὸς προσέλαβε ἀρρήτως τὸν ἄνθρωπο, καὶ ἀποτελοῦν τὸ μέγιστο θαῦμα τῆς ἀειπάρθενης Κόρης, τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Πολλοὶ καὶ σήμερα εἶναι οἱ Νεστοριανίζοντες, κυρίως ἀπὸ τὸ δυτικὸ χῶρο τῆς χριστιανωσύνης, στὴ νοησιοκρατικὴ ἠθικιστικὴ νοοτροπία τῶν ὁποίων τὸ χαρισματικὸ στοιχεῖο προσπίπτει ἀλλόκοτο καὶ ἀκατανόητο.

ᾨδὴ ε´.

«Νοοῦντες φύσιν θεαρχικήν, προνοητικὴν
καὶ σωστικήν, πάντων ὑπάρχουσαν Δέσποτα,
τρίφωτόν τε μίαν πρὸς σὲ ὀρθρίζομεν, συγχώ-
ρησιν αἰτοῦντες τῶν παραπτώσεων».
Νοοῦντες σε Δέσποτα, φύση θεαρχική, προ-
νοητικὴ τῶν πάντων καὶ σωστική, μίαν δὲ συν-
άμα καὶ τρίφωτη, ἀπὸ πολὺ πρωῒ σὲ λατρεύουμε,
ζητώντας συγχώρηση τῶν παραπτωμάτων μας.
Ὁ ποιητής, κατὰ τὴν πυκνή του συνήθεια, πρῶτα θεολογεῖ. Ἡ καρδιά του ὁμολογεῖ τὸ τριαδικὸ μυστήριο. Πιστύει σὲ μιὰ θεαρχικὴ φύση, ἡ ὁποία εἶναι συγχρόνως καὶ τρίφωτη (ἔχει τρία φῶτα, τρεῖς ὑποστάσεις), καὶ ἡ ὁποία εἶναι ἡ προνοητικὴ τῶν πάντων ἀρχή. Προνοεῖ γιὰ ὅλα τὰ ὄντα, ποὺ παναγάθως ἔπλασε. Τὰ συντηρεῖ στὸ εἶναι καὶ τὰ κατευθύνει στὸ σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς τους. Εἶναι δ᾿ ἐπίσης καὶ αἰτία σωστικὴ καὶ λυτρωτικὴ τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων.
Ἡ πίστη αὐτὴ δὲν εἶναι ἁπλὸ θεωρητικὸ διανόημα. Εἶναι συνοχὴ καὶ συνεπαρμὸς καρδίας. Παλλόμενη ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴν πίστη της, ἀποτινάσσει τὸ φυσικὸ ὕπνο ἀπὸ τὰ βλέφαρά της, σηκώνεται πολὺ πρωῒ καὶ ὀρθρίζει πρὸς τὸν τρισάγιο Θεό, λατρεύοντας τὸν πλάστη καὶ σωτῆρα της. Ζητᾶ δὲ συγχώρηση τῶν παραπτωμάτων της γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ζεῖ ἐλεύθερα στὸ φῶς τῆς χάριτός του, τῆς θείας του ἐνέργειας.
«Πατὴρ ὁ ἄναρχος καὶ Θεός, καὶ ὁ συναΐδιος
Υἱός, Πνεῦμα τὸ ἅγιον στήριξον, μοναρχικωτά-
τη Τριὰς τοὺς σοὺς ὑμνητάς, καὶ πάσης ἐπη-
ρείας ρῦσαι καὶ θλίψεως».
Ὁ ἄναρχος Θεὸς Πατὴρ καὶ ὁ συναΐδιος (μὲ
αὐτὸν) Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, μοναρχι-
κώτατη Τριάδα, στήριξε τοὺς ὑμνητὲς
σου καὶ σῶσε τους ἀπὸ κάθε ἐπήρεια (κακὴ)
καὶ θλίψη.
Καὶ πάλι τριαδικὴ θεολογία καὶ διατύπωση αἰτημάτων πρὸς τὸν τριαδικὸ Θεό.
«Ρυθμίζων λάμψεσι θεουργοῖς, καὶ πρὸς εὐα-
ρέστησιν τῆς σῆς, τρισυποστάτου Θεότητος,
Ἥλιε τῆς δόξης καθοδηγῶν με ἀεί, τῆς θείας
Βασιλείας μέτοχον ποίησον».
Ρυθμίζοντας μὲ τὶς θεουργικὲς λάμψεις σου
καὶ πρὸς εὐαρέστηση τῆς τρισυπόστατης
θεότητός σου, Ἥλιε τῆς δόξης καὶ καθοδηγών-
τας με πάντοτε, κάνε με μέτοχο τῆς θείας
βασιλείας σου.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἐργάζεται τὸ ἀγαθό161. Πρέπει νὰ τὸ θέλει καὶ νὰ τὸ ἀγαπᾶ. Παράλληλα δέ, πρέπει ν᾿ ἀποστρέφεται καίνὰ μισεῖ τὴν ἁμαρτία. Ὅταν ἡ θέληση τοῦ πλάσματος εἶναι δεδομένη, ἄσχετο ἂν εἶναι ὑποχωρητικὴ καὶ ἀδύνατη, θὰ ἑλκύσει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ σπεύσει εἰς βοήθειά του. Τότε καὶ οἱ δύο αὐτοὶ παράγοντες μαζί, κυρίως ὅμως ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, θὰ πετύχουν ἑνωμένοι τὴ σωτηρία, ποὺ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ162 στὸν ἄνθρωπο. Ἡ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἁπλῶς συνθήκη τῆς σωτηρίας.
Ὁ Θεὸς ἀνυψώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὶς θεουργικὲς λάμψεις τῆς θείας του φύσεως. Αὐτὲς εἶναι ἡ ἄκτιστή του θεία ἐνέργεια, ἡ χάρη του, ποὺ σηκώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἀνοίγει τὸ δρόμο πρὸς τὸ ἀγαθό. Ἡ τρισυπόστατη θεότητα, ὁ Ἥλιος τῆς δόξης, καθοδηγεῖ τὸ πλάσμα του πάντοτε πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀρετή, καὶ ὅταν κλείσει ὁ κύκλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς, τὸ κάνει μέτοχο τῆς θείας βασιλείας του163. Ἡ μετοχὴ στὴ χαρὰ καὶ τὸ φῶς τῆς θείας βασιλείας συνιστᾶ τὸ σκοπὸ τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Ἐκεῖ ἐξαντλεῖται ὁ δυναμισμὸς τοῦ θεοειδοῦς καὶ θεόμορφου ζώου, ἡ θέωση τοῦ πλάσματος στὴ φωτεινὴ ἀκτίνα τῆς θείας ἐνέργειας.

Θεοτοκίον.

«Ὁ πάντα φέρων, καὶ συντηρῶν, τῇ παντοδυ-
νάμῳ σου χειρί, Λόγε Θεοῦ ἀναλλοίωτε, φρού-
ρει καὶ συντήρει τοὺς σὲ δοξάζοντας, πρεσβείαις
τῆς τεκούσης σε Θεομήτορος.
Σύ, ἀναλλοίωτε Λόγε τοῦ Θεοῦ, ποὺ φέρεις καὶ συντηρεῖς
τὰ πάντα μὲ τὸ παντοδύναμο χέρι σου, φρού-
ρει καὶ συντήρει ὅσους σὲ δοξάζουν, διὰ τῶν
πρεσβειῶν τῆς τεκούσης σε Θεομήτορος.
Οἱ «λόγοι» ὅλων τῶν κτισμάτων, οἱ ἰδέες τῶν ὄντων γνεικά, βρίσκονται ἀχρόνως στὸν ἄπειρο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐκπλήρωσή τους φυσικὰ εἶναι ἔγχρονη. Στὸ θεῖο Λόγο τὰ ὄντα φέρονται καὶ συντηροῦνται μὲ τὴν ἄπειρη παντοδυναμία του. Ἡ περὶ τῶν ὄντων πρόνοια, τὸ ἔργο τῆς συνοχῆς καὶ συντηρήσεως τῶν κτισμάτων δὲν ἐπιφέρει τροπὴ στὴν ἁπλὴ καὶ ἀσύνθετη φύση τοῦ Λόγου. Ὁ Λόγος παραμένει ἀναλλοίωτος στὸ προνοητικὸ ἔργο του. Τὰ ὄντα εἶναι αὐτὰ ποὺ περιτρέπονται καὶ ἀλλοιοῦνται, ἐπειδὴ εἶναι κτιστὰ καὶ ἐξελίσσονται στὸ χρόνο. Ὁ Λόγος ὑπέρκειται τοῦ χρόνου. Ἄλλο βέβαια ἂν οἱ «λόγοι», οἱ ἰδέες τῶν κτισμάτων, ὑπάρχουν ἀϊδίως στὸν Θεό. Δὲν τὶς βρίσκει ὁ Θεὸς τότε, ὅταν πρόκειται νὰ δημιουργήσει τὰ ὄντα. Αὐτὸ πράγματι θὰ ἐπέφερε ἀλλοίωση στὴν ἀναλλοίωτη φύση του.
Ἐφ᾿ ὅσον, λοιπόν, ὁ Λόγος φροντίζει γιὰ τὰ πλάσματά του, τὰ ὁποῖα ἀπὸ ἀγαθότητα ἔφερε στὸ εἶναι καὶ μάλιστα πέθανε γιὰ τὴ σωτηρία τῶν λογικῶν κτισμάτων του, οἱ πιστοί, θαρροῦντες στὸ στοργικὸ πλάστη καὶ Πατέρα τους, τὸν παρακαλοῦν ὄχι ἁπλὰ νὰ τοὺς συντηρεῖ στὸ εἶναι (αὐτὸ εἶναι δεδομένο), ἀλλὰ νὰ τοὺς διακρατεῖ στὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθειά του, ποὺ εἶναι πολὺ σημαντικότερο ἀπὸ τὴν ἁπλὴ βιολογική τους συντήρηση· καὶ νὰ τοὺς φρουρεῖ στὸ θέλημά του, ἀποτρέποντας κάθε ἐπιβουλὴ τοῦ ἐχθροῦ ἐναντίον τους. Ἔτσι δέ, θὰ τὸν δοξάζουν στὴ ζωή τους μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὰ φωτεινὰ ἔργα τους. Τὴ βοήθεια αὐτὴ οἱ πιστοὶ ζητοῦν διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεομήτορος.

ᾨδὴ στ´.

«Σοφίαν καὶ σύνεσιν, Θεαρχία τριφαής, τοῖς
ὑμνηταῖς σου δώρησαι, καὶ τοῦ κάλλους ἀκτῖ-
σι τοῦ φωτουργοῦ, τῆς σῆς ἀγαθότητος, κατα-
λάμπεσθαι πάντας καταξίωσον».
Σοφίαν καὶ σύνεση, Θεὲ τριαδικέ, δώρησε στοὺς
ὑμνητές σου, καὶ καταξίωσε ὅλους νὰ καταλάμ-
πονται μὲ τὶς φωτουργὲς ἀκτῖνες τοῦ κάλλους
τῆς ἀγαθότητός σου.
Ἂν καὶ τὰ αἰτήματα αὐτά, κυρίως ἡ καταλάμπρυνση μὲ τὶς φωτεινὲς ἀκτῖνες τῆς θεότητος, ἀνήκει κατὰ κύριο λόγο στοὺς ἐρημικούς, ποὺ μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τοὺς ἀγῶνες τους καθαίρουν τὴ φύση τους, ὥστε νὰ δέχονται μέσα τους τὸ φωτεινὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὅμως ἡ μετοχὴ στὴ θεότητα εἶναι ὁ καθολικὸς κλῆρος τοῦ μυστικοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας164. Βέβαια ἡ βίωση τοῦ θείου φωτός, ὅπως τὴ δέχεται ἡ Ὀρθοδοξία, δὲν εἶναι ἔργο εὔκολο γιὰ ὅσους ζοῦν στὸν πολυθόρυβο κόσμο καὶ κατατρέχονται ἀπὸ τὰ καθημερινὰ προβλήματα τῆς ζωῆς. Οἱ πλεῖστοι μάλιστα τῶν «κοσμικῶν» εἶναι ἀνύποπτοι τοῦ πράγματος αὐτοῦ. Ἐν πάσῃ ὅμως περιπτώσει, ἡ χαρισματικὴ θέωση τῆς φύσεως στὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ δὲν παύει νὰ εἶναι ὁκαθολικὸς στόχος τῆς ὑπάρξεως γιὰ ὅλους ἀνεξαίρετα τοὺς πιστούς.
Αὐτὸ ποὺ κυρίως χρειάζεται γιὰ τὴ φωτεινὴ ἀνάβαση στὸν Θεὸ καὶ τὴ βίωση τοῦ ἀπείρου κάλλους του, εἶναι δυὸ μεγάλες καὶ ταυτοσήμαντες ἀρετές, ἡ σοφία καὶ ἡ σύνεση. Μὲ αὐτὲς ὁ πιστὸς θὰ μπορέσει νὰ διακρίνει τὰ πράγματα, νὰ χωρίζει τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψεῦδος, τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὴν κακία, νὰ προφυλάσσεται ἀπὸ κάθε τί νόθο καὶ παραπλανητικό, μένοντας σταθερὰ προσηλωμένος στὸν οὐράνιο θεῖο θησαυρό του. Χωρὶς τὶς ἀρετὲς αὐτὲς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀγώνας ἀληθινός, ζωὴ καταξιωμένη στὰ μέτρα τοῦ Χριστοῦ, ἐλπίδα μετοχῆς στὴν οὐράνια θεία βασιλεία. Θὰ ὑπάρξουν πολλὲς «μικραὶ παρθένοι»165 ἀνάξιες τοῦ ἐπουρανίου Νυμφίου, ποὺ μάταια θὰ κρούουν τοὺς πυλῶνες τοῦ θείου μυστικοῦ νυμφώνα!
Ζητᾶ, λοιπόν, ἡ προσευχόμενη ψυχὴ σοφία καὶ σύνεση γιὰ νὰ εἶναι ἄξια τῆς κλήσεὼς της καὶ νὰ καταξιωθεῖ νὰ μετάσχει στὸ ἀμήχανο κάλλος τῆς θεότητος, ν᾿ ἀνακρηθεῖ μὲ τὴ φωτεινὴ ἀκτίνα τῆς θείας ἐνέργειας, νὰ γίνει ἕνας μικρὸς θεός!
«Φῶς τὸ ἀδιαίρετον, κατ᾿ οὐσίαν τριλαμπές,
παντοκρατὲς ἀπρόσιτον, τὰς καρδίας καταύ-
γασον, τῶν πιστῶς αἰνούντων τὸ κράτος σου,
καὶ πρὸς θείαν ἀγάπην ἀναπτέρωσον».
Φῶς, τὸ ἀδιαίρετο στὴν οὐσία του, καὶ τριλαμπὲς
(κατὰ τὶς ὑποστάσεις), τὸ παντοδύναμο καὶ
ἀπρόσιτο, φώτισε τὶς καρδιὲς αὐτῶν ποὺ πιστῶς
δοξάζουν τὸ κράτος σου, καὶ ἀναπτέρωσὲ
τες πρὸς τὴ θεία ἀγάπηση.
Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ συνεκτικὴ τῶν πάντων δύναμη. Εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ166, ἡ ὁποία, ὡς θεία ἐνέργεια, πλαστουργεῖ καὶ δίδεται στὰ ὄντα. Ἀπὸ τὴν ἀγάπη προέρχονται τὰ ὄντα, σ᾿ αὐτὴν συγκρατοῦνται καὶ πρὸς αὐτὴν καταλήγουν. Ἂν κάτι ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὴν ἀγάπη, εἶναι ἡ πνευματικὴ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ Πατέρας τους διάβολος.
Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κάνει πολλὰ καὶ θαυμάσια, ἂν ὅμως δὲν ἔχέι ἀγάπη εἶναι ἕνα τίποτα. Εἶναι σὰν τὸ μέταλλο τὸ ἄδειο, ποὺ δὲν ἔχει περιεχόμενο, ἀλλὰ κάνει θόρυβο πολύ167. Στὸν ἁμαρτωλὸ βέβαια ἄνθρωπο ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι εὔκολη ἀρετή. Πῶς μπορεῖ, ἀλήθεια, ν᾿ ἀγαπήσει εἰλικρινὰ καὶ μὲ ἁγνὸ πάθος αὐτὸν ποὺ τὸν μισεῖ, τὸν καταδιώκει, τὸν ἐπιβουλεύεται καὶ θέλει τὸ θάνατο καὶ τὴν καταστροφή του; Μονάχα ὁ Θεὸς μπορεῖνὰ τὸ κάνει καὶ ὅσοι φυσικὰ ἔχουν τὴ χάρη του, οἱ λίγοι καὶ οἱ ἐκλεκτοί. Οἱ πιστοὶ σκοτώνονται στὰ πεδία τῶν μαχῶν, ποτίζουν μὲ αἵματα τὸν κόσμο, τρώγονται μεταξύ τους σὰν θηρία ἄγρια καὶ σπαράσσονται στὸν κοινωνικὸ στίβο τῆς ζωῆς!
Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ σύνδεσμος168 τῶν ἀρετῶν καὶ τὸ φτερὸ ποὺ ἁρπάζει τὸ προσευχόμενο πνεῦμα καὶ τὸ ἑνώνει μὲ τὸν Θεό. Εἶναι ὁ ἐκστατικὸς θεῖος ἔρως, τὸ πύρωμα τῆς καρδιᾶς ποὺ ποθεῖ μὲ πάθος τὸν Θεό, θέλει νὰ μένει μαζί του ἑνωμένο μὲ τὸ παντοκρατορικὸ καὶ ἀπρόσιτο φῶς τῆς θείας του ἐνέργειας, στὴν ἀνεκλάλητη χαρὰ καὶ τοὺς γλυκεῖς ἐκστρασιασμοὺς τῆς ἀνέκφραστης μυστικῆς ἑνώσεως. Εἶναι ἡ «μανία», ποὺ καταλαμβάνει τόκαθαρὸ πνεῦμα καὶ τὸ κάνει νὰ ποθεῖ καὶ νὰ θέλει μόνο τὸν Θεό, τὴν ἀνάκραση μαζὶ του στὸν ἄϋλο Νυμφῶνα τῆς δόξης του. Στὴν ἁγία Γραφὴ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ παρομοιάζεται μὲ γάμο. Ὅπως δὲ σ᾿ ἕνα γάμο οἱ σύζυγοι πλέκονται μεταξύ τους μὲ ἔρωτα μανικό, ἀπολαμβάνοντας τὶς χαρὲς τῆς γαμικῆς τους ἑνώσεως, ἔτσι καὶ στοὺς οὐράνιους γάμους τὰ μακάρια πνεύματα θὰ εἶναι ἀνακραμένα μὲ τὸν οὐράνιο Νυμφίο τους, ἀπολαμβάνοντας τῆς ἄρρητες χαρὲς τῆς θείας ἀγαπητικῆς περιχωρήσεως. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ γοητεία τῆς θείας βασιλείας!

Θεοτοκίον.

«Ἐν σοὶ κατεσκήνωσεν, ἀειπάρθενε σαφῶς,
ὁ συνοχεὺς καὶ Κύριος τῶν ἁπάντων, καὶ
μίαν τρισσολαμπῆ, μορφὴν τῆς Θεότητος
προσκυνεῖν τοὺς ἀνθρώπους εἰσηγήσατο».
Ἐντός σου ἀειπάρθενε κατεσκήνωσε σαφῶς
αὐτὸς ποὺ συνέχει καὶ εἶναι κύριος τῶν πάντων,
καὶ δίδαξε τοὺς ἀνθρώπους νὰ προσκυνοῦν
μίαν τρισσολαμπῆ μορφὴ (φύση) τῆς θεότητος.
Τὸ ρῆμα «κατεσκήνωσεν» μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ καὶ μὲ ἔννοια νεστοριανική, δηλαδὴ τῆς ἁπλῆς ἐξωτερικῆς ἐνοικήσεως. Ὁ Νεστόριος ἔλεγε, ὅτι ὁ Λόγος κατοίκησε στὴν Παρθένο «ὡς ἐν ναῷ». Δὲν ἑνώθηκε πραγματικὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο Χριστό, ἀλλ᾿ ἐξωτερικὰ καὶ ἐπιφανειακά. Κατ᾿ αὐτόν, ἄλλος ἦταν ὁ Θεὸς καὶ ἄλλος ὁ ἄνθρωπος στὴν Παρθένο. Ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνθρωπος Χριστὸς ἦταν ξεχωριστὸς ἀπὸ τὸ Λόγο, εἶχε δικό του πρόσωπο αὐτοτελὲς καὶ ἀνεξάρτητο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἔλεγε τὴ Μαρία Θεοτόκο, ἀλλὰ μόνο Χριστοτόκο, ἀνθρωποτόκο.
Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη τὸ ρῆμα ἔχει ἐντελῶς διαφορετικὴ ἔννοια. Τὸ «ἐσκήνωσεν» σημαίνει πραγματικὴ ἐνοίκηση τοῦ Λόγου στὴν Παρθένο, πραγματικὴ ἕνωση θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος σὲ ἕνα ἀδιαίρετο θεανδρικὸ πρόσωπο. Αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε δὲν ἦταν μονάχα ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ὁποῖο βραδύτερα ἑνώθηκε ὁ Θεὸς (αὐτὰ ἔλεγε ὁ Νεστόριος), ἀλλ᾿ ὁ ἴδιος ὁ Λόγος ἑνωμένος «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» (ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συλλήψεως) μὲ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο προσέλαβε. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Μαρία εἶναι καὶ λέγεται ἀληθινὴ «Θεοτόκος».
Σκοπὸς τῆς θείας σαρκώσεως ἦταν ἡ φανέρωση στοὺς ἀνθρώπους τοῦ μυστηρίου τῆς τριαδικῆς θεότητος, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας μὲ τρὶς μορφὲς (ὑποστάσεις, πρόσωπα). Τὸν τριαδικὸ τῆς πίστεως Θεὸ οἱ πιστοὶ προσκυνοῦν ἀπαύστως καὶ μεγαλύνουν.

Κάθισμα.

«Πάτερ καὶ Υἱὲ σὺν Πνεύματι τῷ ἁγίῳ, βλέψον
εἰς ἡμᾶς τοὺς πίστει σε προσκυνοῦντας, καὶ
δοξάζοντας τὸ κράτος σου εὔσπλαγχνε, σὺν
τοῖς πυρίνοις οἱ πήλινοι· ἄλλον γὰρ πλὴν
σου οὐκ οἴδαμεν· καὶ βοήθησον τοῖς ὑμνοῦσί σε·
Ἐγὼ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ᾿ ὑμῶν».
Πάτερ καὶ Υἱὲ μαζὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, κοί-
ταξε σὲ μᾶς ποὺ μὲ πίστη σὲ προσκυνοῦμε
καὶ δοξάζουμε τὸ κράτος σου εὔσπλαγχνε,
μαζὶ μὲ τὰ πύρινα πνεύματα (ἀγγέλους) οἱ
γήϊνοι. Γιατὶ δὲν γνωρίζουμε ἄλλον ἀπὸ ἐσένα.
Καὶ φώναξε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σὲ ὑμνοῦν· ἐγὼ εἶμαι
μαζί σας καὶ κανένας ἐναντίον σας.
Τὸ κάθισμα, ὡς συνήθως, ἀποτελεῖ ἐπίκληση στὸν τριαδικὸ Θεὸ νὰ βοηθήσει τοὺς πιστούς, ποὺ τὸν δοξάζουν καὶ τὸν ὑμνολογοῦν. Τὸν δοξάζουν οἱ χοϊκοὶ καὶ πήλινοι μαζὶ μὲ τὶς πύρινες φύσεις τῶν ἀγγέλων. Παρακαλοῦν τὸν τρισάγιο Θεὸ νὰ τοὺς κοιτάξει ἀπόψηλὰ καὶ νὰ τοὺς εὐλογήσει, ὡς εὔχπλαχνος, μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ τὴ χρηστότητὰ του. Ἡ ἐπίκληση δὲ εἶναι ἔντονη, γιατὶ δὲν ἔχουν ἄλλο ρύστη καὶ βοηθὸ στὶς ἀνάγκες καὶ τὶς περιστάσεις τους. Καὶ ζητοῦν τὴν τριαδική του βεβαίωση, ὅτι θὰ εἶναι πάντοτε μαζί τους169. Αὐτὸ τοὺς δίνει δύναμη νὰ συνεχίσουν τὴ ζωὴ καὶ τὸν ἀγώνα τους, γιατὶ ἂν ὄντως ὁ Θεὸς εἶναι μαζί τους, κανένας ἄλλος δὲν θὰ μπορέσει νὰ τοὺς βλάψει. «Ἐγὼ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν καὶ οὐδεὶς καθ᾿ ὑμῶν».

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Βλέψον εἰς ἡμᾶς πανύμνητε Θεοτόκε, λάμψον
φωτισμὸν καρδίας ἐσκοτισμέναις, καὶ καταύ-
γασον τὴν ποίμνην σου Πανάχραντε· ὅσα γὰρ
θέλεις καὶ δύνασαι, ὡς Μήτηρ οὖσα τοῦ Κτί-
στου σου, καὶ βόησον τοῖς αἰτοῦσί σε· Ἐγὼ
εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ᾿ ὑμῶν».
Κοίταξε σὲ μᾶς πανύμνητε Θεοτόκε, λάμψε φω-
τισμὸ θεῖο σὲ καρδιὲς σκοτισμένες καὶ φώτισε
τὴν ποίμνη σου, Πανάχραντε. Διότι ὅσα θέλεις
μπορεῖς καὶ νὰ τὰ κάνεις, σὰν Μητέρα ποὺ
εἶσαι τοῦ Κτίστη σου. Καὶ φώναξε σ᾿ αὐτοὺς
ποὺ σὲ ὑμνοῦν· ἐγὼ εἶμαι μαζί σας, καὶ
κανένας ἐναντίον σας.
Ἡ ἴδια ἀναφορὰ στὸ πρόσωπο τῆς σεπτῆς Θεομήτορος. Ζητεῖται ἀπὸ τὴ Θεοτόκο φωτισμὸς τῆς σκοτισμένης καρδιᾶς τῶν πιστῶν, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀναγκαῖος γιὰ νὰ μένουν πιστοὶ στὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια. Ἡ πεποίθηση τῶν προσευχομένων εἶναι, ὅτι ἡ Παναγία ὅσα θέλει δύναται καὶ νὰ τὰ πραγματοποιήσει. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ μεάλο της ἀξίωμα, ὅτι εἶναι Μητέρα τοῦ Υἱοῦ καὶ Κτίστη της. Καὶ ἡ Παναγία εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀξιότερο καὶ τὸ καλύτερο, ποὺ τὸ ὀφείλει στὴν ὑψηλὴ θέση της στὸ λυτρωτικὸ μυστήριο τοῦ Τόκου της.

ᾨδὴ ζ´.

«Ρωμαλέαν μοι διάνοιαν πρυτάνευσον, τρίφω-
τε χαρακτῆρσι Μονάς, τοῦ φυλάττειν σου, καὶ
τηρεῖν τὰς θείας ἐντολάς, καὶ πάντοτε ψάλλειν
σοι πιστῶς· εὐλογητὸς εἶ ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων
ἡμῶν».
Κάνε νὰ πρυτανεύσει μέσα μου ρωμαλέα
διάνοια, Μονάδα τρίφωτη κατὰ τὶς ὑποστάσεις,
γιὰ νὰ φυλάσσω καὶ νὰ τηρῶ τὶς θεῖες ἐντολές,
καὶ νὰ σὲ ὑμνῶ πάντοτε πιστῶς.
Εὐλογητὸς εἶσαι ὁ Θεὸς τῶν Πατέραν μας.
Ὁ Δαβὶδ στὸν ψαλμὸ τῆς μετανοίας του (50ὸν) γράφει· «Καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξὸν με». Ἐδῶ ὁ ὑμνωδὸς ζητᾶ ἀπὸ τὴν τρίφωτη Μονάδα «ρωμαλέαν διάνοιαν». Εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Τὸ ἡγεμονικὸ πνεῦμα καὶ ἡ ρωμαλέα δάνοια εἶναι παράγοντες ἀναγκαιότητος γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν τὸ πνεῦμα εἶναι χαλαρό, ἡ διάνοια εὐρέπιστη καὶ ὁ νοῦς διαχεόμενος σὲ πολλὰ πράγματα καὶ κατασπώμενος πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ, λείπουν ἡ σταθερότητα καὶ ἡ ἐμμονὴ ποὺ εἶναι ἀπαραίτητες διὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν πνευματικὴ ἐξέλιξη τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ μετεωρίζεται καὶ ἀποχαυνοῦται, ὁ τόνος τοῦ ἔργου της καταπίπτει ἀνοίκειες ἐπιθυμίες καὶ σκέψεις εἰσωρμοῦν στὸ ἐσωτερικὸ βάθος της καὶ τὴν κατακτοῦν πάθη ἀντίθετα πρὸς τὸ πνευματικὸ ἔργο της. Ἡ ἀκηδεία τελικὰ τὴν κυριεύει καὶ χάνει τὴν ταυτότητά της, παραδομένη στὴν ἐπιβουλὴ τῶν πονηρῶν πνευμάτων καὶ τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν, ποὺ καταστρέφουν τὴν ἐπουράνια κλήση της.
Ἡ ρωμαλεότητα τῆς διάνοιας καὶ τὸ ἡγεμονικὸ τοῦ πνεύματος εἶναι στοιχεῖα ἀπαραίτητα γιὰ ἕνα σωστὸ καὶ νικηφόρο πενυματικὸ ἀγώνα. Ὁ ὑμνωδὸς παρακαλεῖ τὸν τριαδικὸ Θεὸ νὰ πρυτανεύσει μέσα του «διάνοιαν ρωμαλέαν», ποὺ νὰ εἶναι σταθερὴ στὸ ἀγαθό, νὰ μὴ μετακινεῖται εὔκολα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ θέση της,νὰ ἀποκρούει σταθερὰ τὶς ἐφόδους τῶν πονηρῶν λογισμῶν καὶ νὰ κρατιέται ἐλεύθερη ἀπὸ τὴ δυναστεία τῶν παθῶν, ποὺ σκοτώνουν κάθε ἔργο καλὸ καὶ ἀγαθό. Ζητᾶ ρωμαλέα διάνοια γιὰ νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τὶς ὁποῖες σκοτώνουν ἡ πνευματικὴ ἀδιαφορία καὶ ἡ χαύνωση. Ὅταν δὲ ὁ πιστὸς εἶναι στερεωμένος στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νὰ ψάλλει πιστῶς· «εὐλογημένος εἶ ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Ὡς ταυτότητι τῆς φύσεως ὑμνούμενος,
ἀφράσατως ἑνιαῖος Θεὸς τοῖς προσώποις δέ,
τῆς Τριάδος φέρων ἀριθμόν, συντήρησον ἃ-
παντας ἡμᾶς, ἀπὸ ποικίλων πειρασμῶν, καὶ
περιστάσεων».
Σύ, ποὺ ὡς ἔχων ταυτότητα φύσεως
ἀνυμνεῖται ἀφράστως ὡς ἑνιαῖος (ἕνας) Θεός,
κατὰ τὰ πρόσωπα δὲ φέρεις ἀριθμὸ τριαδικό,
συντήρησε ὅλους ἐμᾶς ἀπὸ διαφόρους πει-
ρασμοὺς καὶ περιστάσεις (ἀντίξοες).
Καὶ πάλι τριαδικὴ ὁμολογία καὶ δέηση. Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἀνυμνεῖται ἀπότὸ σῶμα τῶν πιστῶν ὡς ἕνας κατὰ τὴν ταυτότητα τῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ τριαδικὸς κατὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν προσώπων, παρακαλεῖται νὰ προφυλάξει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ κατακλύζουν καθημερινὰ τὸν ἀνθρώπινο βίο καὶ ἀπειλοῦν μὲ πτώση τοὺς ἀθλητ‘ς τῆς ἀρετῆς, καθὼς καὶ ἀπότὶς πολλὲς ἀντίξοες περιστάσεις τῆς ζωῆς πούμποροῦν νὰ τοὺς παραποδίσουν καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
«Συμφυῆ καὶ συναΐδιον δοξάζομεν, ἕνα σε κατ᾿
οὐσίαν Θεόν, ἰδιότησιν ἀσυγχύτως ὑποστατι-
καῖς, Τριὰς τὸ διάφορον ἁπλῶς, προβαλλομέ-
νη ἐν μορφῇ, ἀπαραλλάκτῳ σαφῶς».
Ἕνα κατὰ τὴν οὐσία συμφυῆ καὶ συναΐδιο
Θεὸ σὲ δοξάζουμε, μὲ ἰδιότητες ἀσυγχύτως
ὑποστατικές, Τριάδα, ποὺ τὴν ἁπλὴ διαφορὰ
(ὑποστατικὰ ἰδιώματα) προβάλλεις
σὲ μία φύση σαφῶς ἀπαράλλακτη.
Ὡραία καὶ εὐσύνοπτη τριαδικὴ ὁμολογία, χωρὶς ὅμως αἴτηση αὐτὴ τὴ φορά. Τονίζονται· ἡ ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας· τὸ συμφυὲς καὶ συναΐδιο τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ποὺ βρίσκεται πέρα χρονικῶν κατηγοριῶν καὶ ἐμφαίνει τὸ ὁμότιμο καὶ ἰσότιμο τῶν τριαδικῶν προσώπων· τὸ ἀσύγχυτο τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι αὐστηρῶς προσωπικά, ἀμετάδοτα καὶ ἀκοινώνητα καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς ὑποστατικῆς διαφορᾶς, ἡ ὁποία δὲν λυμαίνεται τὸ ἀσύνθετο τῆς θείας φύσεως, ἀλλ᾿ ἐνυπάρχει σὲ μιὰ ἀπαράλλακτη θεία μορφὴ (φύση).

Θεοτοκίον.

«Ὁ Θεὸς ὁ ὑπερούσιος προσείληφεν, Ἄχραντε
ἐκ γαστρός σου ἁγνῆς, τὸ ἡμέτερον, φιλανθρώ-
πως φύραμα σαφῶς, καὶ πάντας ἐδίδαξε βοᾶν·
Εὐλογημένη ἡ Θεὸν σαρκὶ κυήσασα».
Ὁ Θεὸς ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε οὐσία,
προσέλαβε φιλανθρώπως καὶ σαφῶς (πραγμα-
τικῶς) ἀπὸ τὴν ἁγνὴ γαστέρα σου Ἄχραντε
τόδικόμας ἀνθρώπινο φύραμα, καὶ δίδαξε
ὅλους νὰ βοοῦν· εὐλογημένη εἶσαι ποὺ γὲν-
νησες κατὰ σάρκα τὸν Θεό.
Καθαρὰ χριστολογικὸ τὸ Θεοτοκίο αὐτό, χωρὶς νὰ ἔχει αἴτηση πρὸς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε ἔννοια οὐσίας (εἶναι ὑπερούσιος). Τὴ σάρκα του ὁ Θεὸς προσέλαβε ἀπὸ τὴν ἁγνὴ μήτρα τῆς ἄχραντης Κόρης (τῆς Μαρίας). Προσέλαβε ἀπὸ φιλανθρωπία τὸ δικόμας ἀνθρώπινο φύραμα, τὴ δική μας φύση «σαφῶς», δηλαδὴ ἀληθινά, πραγματικά. Ἔγινε ἄνθρωπος πλήρης καὶ τέλειος. Αὐτὸ ποὺ δὲν προσέλαβε, εἶναι τὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας στὴν ὅποια της μορφή. Ἡ Μαρία ἐγέννησε «σαρκὶ» τὸν Θεό, δηλαδὴ στὴν ἀνθρώπινη φύση του, γιατὶ ἡ θεία φύση δὲν μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ. Εἶναι Θεοτόκος ἀληθινή, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας του.

ᾨδὴ η´.

«Ἱλασμὸν τῶν πταισμάτων θᾶττον παράσχου
μοι, καὶ παθῶν πολυτρόπων τὴν ἀπολύτρω-
σιν, σύμμορφε Τριάς, καὶ Μονὰς τρισυπό-
στατε, ἵνα σὲ δοξάζω, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Συγχώρηση τῶν πταισμάτων δῶσε μου γρή-
γρορα, σύμμορφη Τριάδα καὶ Μονάδα τρισυ-
πόστατη, καὶ λύτρωση ἀπὸ τὰ πολύτροπα
πάθη, ὥστε νὰ σὲ δοξάζω σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Ἡ προσευχόμενη ψυχὴ βιάζεται. Θέλει γρήγορα συγχώρηση πταισμάτων. Ὀ χρόνος της διαρκῶς καὶ λιγοστεύει. Δὲν γνωρίζει πότε θὰ ἔλθει τὸ τέλος. Θέλει νὰ εἶναι ἕτοιμη, ὅταν θὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεός, νὰ δεῖ ἱλαρόκαὶ προσηνὲς τὸ πρόσωπό του. Θέλει νὰ εἶναικαθαρή, ὅταν θ᾿ ἀντιμετωπίσει τὴν κρίση του170. Καὶ ζητᾶ λύτρωση πταισμάτων. Ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων της, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ τὴν κρίνει ὁ Θεός. Ζητᾶ παράλληλα ἀπὸ τὴ σύμμορφη Τριάδα λύτρωση ἀπὸ τὰ πολύτροπα πάθη, ποὺ εἶναι στίγματα τῆς ἁμαρτίας στὴ φύση, τὴ ρυπαίνουν καὶ τὴν κάνουν εὐπρόσδεκτη στὸν πανάγιο Θεό. Τὰ πάθη εἶναι ἀρρωστήματα τῆς φύσεως, ποὺ κατατρώγουν τὴν πνευματικὴ ὑγεία τῆς ψυχῆς, τὴν ὁποία ἀπειλοῦν νὰ θανατώσουν. Ὁ θάνατος δὲ τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ χειρότερος κλῆρος ποὺ μπορεῖ νὰ λάχει στὸν ἄνθρωπο. Δὲν πρόκειται φυσικὰ γιὰ διάλυση καὶ ἀφανισμὸ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία, ὡς οὐσία πνευματική, δὲν πεθαίνει, μὲ τὸν τρόπο ποὺ πεθαίνει τὸ ὑλικὸ σῶμα. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀποκοπὴ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία εἶναι ὁ τριαδικὸς Θεός, καὶ ἀπὸ τὴν ἐπουράνια θεία βασιλεία του (κόλαση).
Ἡ ψυχή, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ βάρος τῶν πταισμάτων καὶ τὴν ἀκαθαρσία τῶν παθῶν, θὰ ὑμνεῖ καὶ θὰ δοξάζει τὸν τριαδικὸ Θεὸ εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνες.
«Θελητὴς τοῦ ἐλέους καταγγελλόμενος, ὡς
Θεὸς ἐλεήμων πάντας ἐλέησον, τρίφωτε Μο-
νάς, καὶ Τριὰς ὁμοούσιε, τοὺς δοξολογοῦντας,
τὴν σὴν μεγαλωσύνην».
Σὺ ποὺ γνωρίζεσαι ὅτι εἶσαι θελητὴς τοῦ
ἐλέους, Μονάδα τρίφωτη καὶ Τριάδα ὁμοού-
σια, ἐλέησε, ὡς ἐλεήμων Θεός, ὅλους ποὺ
δοξολογοῦν τὴ θεία μεγαλωσύνη σου.
Αἴτηση πρὸς τὸν ἐλεήμονα τριαδικὸ Θεόνὰ ἐλεήσει τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι δοξάζουν τὴ μεγαλωσύνη τοῦ θείου του Ὀνόματος.
«Ἐκ φωτὸς ἀϊδίου φῶς συναΐδιον, τοῦ Πα-
τρὸς γεννηθέντα Λόγον, σὺν Πνεύματι, τῷ
ἐκπορευτῷ φωτὶ πίστει δοξάζομεν, καὶ
ὑπερυψοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Τὸν Λόγον ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα
καὶ εἶναι φῶς ἀΐδιο προερχόμενο ἀπὸ ἀῒ-
διο φῶς, μαζὶ μὲ τὸ Πνεῦμα ποὺ εἶναι φῶς
ἐκπορευτὸ (ἐκ τοῦ Πατρὸς), δοξάζουμε
μὲ πίστη καὶ ὑπερυψοῦμε σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Ἐδῶ ἐπιχειρεῖται μία ὡραία τοποθέτηση τῶν τριαδικῶν σχέσεων στὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι φῶς. Ὁ λόγος δὲν εἶναι σχηματικός, ἀλλὰ πραγματικός. Πρόκειται γιὰ τὴ θεία ἐνέργεια, ποὺ εἶναι στοιχεῖο συστατικὸ τῆς φύσεως τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, καὶ εἶναι φῶς νοητὸ καλύπτον τὰ πάντα μὲ τὴν ἄπλετη φωτοχυσία της. Τὸ φῶς τοῦ Λόγου προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀΐδιο φῶς τοῦ Πατρός. Εἶναι φῶς συναΐδιο, προερχόμενο ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τῆς γεννήσεως. Ἡ γέννηση φανερώνει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Λόγου. Εἶναι γέννηση θεοπρεπής, τὴ φύση τῆς ὁποίας ἀγνοοῦμε. Ἀλλὰ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο εἶναι φῶς συναΐδιο μὲ τὸ φῶς τοῦ Πατρός. Προέρχεται καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τῆς ἐκπορεύσεως. Ἡ ἐκπόρευση διαφέρει ἀπὸ τὴ γέννηση. Ποῦ ἔγκειται ὅμως ἡ διαφορὰ ἀγνοοῦμεν. Ἡ ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς ἐκπόευση τοῦ παναγίου Πνεύματος εἶναι στοιχεῖο σημαντικότατο τῆς ὀρθόδοξης τριαδολογίας, ἡ ὁποία ἀποκρούει ἔντονα δυαρχικὲς στὴν Τριάδα ἀντιλήψεις, ὅπως εἶναι τὸ Filioque, ποὺ δέχεται τὸν Υἱὸ ὡς δεύτερη πηγὴ θεότητος, ὅτι τάχα ἐκπορεύει καὶ αὐτὸς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς (πηγαίας θεότητος) καὶ πέμπεται στὸν κόσμο διὰ τοῦ Υἱοῦ («δι᾿ Υἱοῦ») πρὸς τελείωση τοῦ ἔργου τῆς ἀπολυτρώσεως. Ἀποκρούει τὸ Filioque ἐπειδὴ καταργεῖ τὴ θεία μοναρχία καὶ ἐπιφέρει σύγχυση τῶν ὑποστατικῶν τῶν προσώπων ἰδιωμάτων. Ὁ Υἱὸς ὡς ὑποστατικό του ἰδίωμα ἔχει αὐστηρῶς τὴ γέννηση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ τὴ δύναμη τῆς ἐκπορεύσεως, ἡ ὁποία ἀνήκει σαφῶς στὸν Πατέρα καὶ σὲ κανένα ἄλλον.
Τὴν ἁγία Τριάδα οἱ πιστοὶ ὑμνοῦν «εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».

Θεοτοκίον.

«Ἰατρὸν τοῖς ἀνθρώποις Ἄχραντε τέτοκας, παν-
τοδύναμον Λόγον Χριστὸν τὸν Κύριον, τῆς προγο-
νικῆς πληγῆς πάντας ἰώμενον, τοὺς ὑπερυψοῦντας,
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας».
Ἰατρὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἐγέννησες Ἄχραντε, τὸν
παντοδύναμο Λόγο Χριστὸ καὶ Κύριο, ὁ ὁποῖος
γιατρεύει ἀπὸ τὴν προγονικὴ πληγή, ὅλους ποὺ δο-
ξάζουν αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνες.
Στὸν κῆπο τῆς Ἐδὲμ τὸ φίδι δάγκωσε τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἄνοιξε βαθιὰ πληγὴ καὶ τὴ γέμισε μὲ τὸ φαρμάκι τῆς φθορᾶς. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν μέσα τους τὴ φύση τοῦ Ἀδάμ, φέρουν τὸ δηλητήριο ἐκεῖνο. Ἡ ζημιὰ ποὺ ἔγινε ὑπῆρξε πολὺ μεγάλη. Ἡ ἁμαρτία -γιατὶ περὶ αὐτῆς πρόκειται- εἶναι δηλητήριο φοβερόκαὶ δραστικότατο. Ὅπως δὲ σ᾿ ἕνα σωματικὸ ὀργανισμὸ ἡ ἀσθένεια, ἂν δὲν ἀναχαιτισθεῖ καταλλήλως, μπορεῖ νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ θάνατο, ἔτσι καὶ ἐδῶ, ἂν ἡ ἁμαρτία παραμείνει ἀνεξέλεγκτη στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὸν πνευματικὸ θάνατο. Αὐτὸ θὰ συνέβαινε κατὰ φυσικὴ νομοτέλεια, ἂν ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος, ὁ πλάστης τῆς φύσεως, δὲν παρενέβαινε δραστικὰ στὴν ὑπόθεση. Γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν τρωθεῖσα ἀπὸ τὸ διάβολο φύση, νὰ τῆς ἀφαιρέσει τὸ δηλητήριο τῆς φθορᾶς καὶ νὰ τῆς χορηγήσει ὑγεία καὶ ζωὴ πνευματική, ἔγινε ἄνθρωπος, γεννηθεὶς ἀπὸ τὴν ἄχραντη καὶ ἀπείρανδρη Κόρη. Ὁ Χριστὸς καὶ Κύριος μὲ τὸ φῶς τῆς θείας του χρηστότητος ἔκλεισε τὴν ἀρχέγονη πληγὴ καὶ ἐνεφύσησε στὴν πεσμένη φύση τὴ ζωὴ τῆς θεότητος. Οἱ ἄνθρωποι ἔλαβαν τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωή171. Στὸ χριστολογικὸ μυστήριο γεννήθηκαν νέοι ἄνθρωποι, σφύζοντες ἀπὸ χαρὰ καὶ ζωὴ πνευματική. Ξαναγεννήθηκαν καὶ αὐτοὶ στὴ φωτεινὴ μήτρα τῆς Ἀπειρογάμου.

ᾨδὴ θ´.

«Ὁρᾶν αἱ τάξεις Χερουβὶμ Δέσποτα, κάλλους
τοῦ σοῦ τὴν δόξαν οὐ δυνάμεναι πτέρυξι, κατα-
καλυπτόμεναι ἀπαύστως τριττόν, ὕμνον ἀνα-
βοῶσι, τὸ τρισυπόστατον, τῆς σῆς Θεαρχίας
ἑνικῆς κράτος δοξάζουσαι».
Οἱ ἀγγελικὲς τάξεις τῶν Χερουβίμ, Δέσποτα,
μὴ μπορώντας (ν᾿ ἀτενίσουν) τὴ δόξα τοῦ κὰλ-
λους σου καὶ καλυπτόμενες μὲ τὶς πτέρυγὲς
τους, ἀναπέμπουν ἀπαύστως τριπλὸ ὕμνο,
δοξάζοντας τὸ τρισυπόστατο ἑνικὸ κράτος
τῆς θεαρχίας σου.
Μιὰ πολὺ ὡραία ἀνύμνηση τοῦ τριαδικοῦ κράτους τῆς θεότητος ἀπὸ τὴ φύση τῶν ἀγγελικῶν πνευμάτων. Τὰ Χερουβὶμ ἐφίενται τῆς ὁράσεως τοῦ τριαδικοῦ κάλλους τῆς Θεότητος. Σ᾿ αὐτὸ κτίστηκαν καὶ γι᾿ αὐτὸ ζεῖ ἡ ἄϋλη φύση τους. Τὸ κάλλος ὅμως αὐτὸ εἶναι ἀμήχανο. Τὸ βάρος του δὲν μποροῦν νὰ κρατήσουν καὶ αὐτὲς ἀκόμη οἱ ἄϋλες φύσεις τῶν λειτουργικῶν πνευμάτων τοῦ Θεοῦ. Τὰ Χερουβίμ, τὰ πρῶτα πνεύματα τῶν ἀγγέλων, κατακαλύπτουν μὲ τὶς πτέρυγές τους τὰ πρόσωπά τους, γιὰ νὰ μετριάσουν τὴν ἐκτυφλωτικὴ λάμψη τῆς θείας φωτοχυσίας, ποὺ δέχονται ἀπὸ τὸ Δεσπότη Κύριο. Ὁ ὕμνος τὸν ὁποῖο ἀναπέμπουν στὴ θεία μεγαλειότητα εἶναι τριπλός. Εἶναι δὲ ὕμνος ἀέναος καὶ ἄπαυστος. Νὰ μὴ κουράζονται ἄραγε οἱ ἄγγελοι ἀνυμνώντας ἀδιάκοπα τὸ τρισυπόστατο καὶ ἑνικὸ κράτος τῆς θείας θεαρχίας; Τὸ ἐρώτημα εἶναι πολὺ ἀνθρώπινο. Ὁ κόρος καὶ ἡ πλησμονὴ εἶναι καταστάσεις ἀνήκουσες σαφῶς στὴν πεπερασμένη φύση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐξελίσσεται στὸ χρόνο καὶ ἔχει διακυμάνσεις καὶ μεταπτώσεις στὴ ζωή της. Οἱ ἄγγελοι ζοῦν στὸ αἰώνιο παρὸν τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀναλλοίωτο καὶ ἄφθαρτο, στὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει ἡ χρονικὴ διαδοχή. Ἡ αἰώνια στιγμὴ τοῦ Θεοῦ συνέχει ἀσφυκτικὰ τὴ φύση τους, ἡ δὲ θεία ἀπόλαυση τόσο πολὺ γεμίζει τὴ ζωή τους, ὥστε νὰ μὴ ἀφήνει περιθώρια ἄλλων αἰσθητῶν βιώσεων -ποὺ φυσικὰ ἀπουσιάζουν- ἀπὸ τὶς ὁποῖες μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ ὁ κάματος, ἡ ἀηδία καὶ ὁ κόρος. Ποιός ὅμως μπορεῖ νὰ ἐξιχνιάσει τὴν ἄσαρκη κατάσταση τῶν ἀγγέλων; Ποιός, παρὰ μονάχα ὁ Θεός;
«Τὰς σὰς ἐλλάμψεις ἄδυτε Ἥλιε, σῶν οἰκτετῶν
παράσχου ταῖς καρδίαις, καὶ φώτισον, τὰς
ψυχὰς καὶ λύτρωση πταισμάτων πολλῶν,
μόνε παντελεῆμον, καὶ τρισυπόστατε, καὶ
τῆς ἀκηράτου σου ζωῆς ἡμᾶς ἀξίωσον».
Τὶς ἐλλάμψεις (τῆς θείας σου φύσεως) ἄδυτε
Ἥλιε, χορήγησε στὶς καρδιὲς τῶν δούλων σου,
καὶ φώτισε τὶς ψυχές (τους) καὶ λύτρωσε
ἀπὸ τὰ πολλὰ πταίσματα, σὺ ὁ μόνος παντε-
λεήμων καὶ τρισυπόστατος, καὶ ἀξίωσέ μας
ν᾿ ἀπολαύσουμε τῆς δικῆς σου ἀκήρατης ζωῆς.
Ἕνα καθαρὰ ὀρθόδοξο σφαιρικὸ αἴτημα κάθε πιστοῦ χριστιανοῦ πρὸς τὸν πανάγαθο Θεό. Ἡ προσευχόμενη καρδιὰ ζητᾶ τὴν ἔλλαμψη τοῦ ἀδύτου Ἡλίου τῆς δόξης, τὸ τριαδικὸ φῶς, τὴν φωτεινὴ ἀκτίνα τῆς θείας ἐνέργειας, ποὺ εἶναι τὸ συστατικὸ καὶ συντηρητικὸ στοιχεῖο κάθε λογικῆς ὑπάρξεως. Ζητεῖ φωτισμὸ τῶν ψυχῶν, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ βλέπουν τὴ θεία ἀλήθεια, τὸ λόγο τῶν πραγμάτων καὶ τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεως. Ἔχει ἐπίγνωση τῶν πολλῶν πταισμάτων ποὺ τὴ βαρύνουν καὶ τῆς φράσσουν τὸ δρόμο πρὸς τὴν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἄνεση τοῦ θείου ἀγαθοῦ. Ζητᾶ λύτρωση, λοιπόν, ἀπὸ τὰ πολλά της πταίσματα, συνθήκη ἀπαραίτητη γιὰ ν᾿ ἀτενίσει τὰ θεῖα καὶ ἐπουράνια πράγματα. Καὶ τέλος ζητᾶ ἀπὸ τὸν παντελεήμονα Θεόνὰ τὴν ἀξιώσει νὰ ζήσει αἰώνια κοντά του τὴ ζωὴ τὴν πανακήρατη τῆς θείας βασιλείας, ποὺ εἶναι ὁ τελικὸς στόχος τοῦ λογικοῦ δημιουργήματος. Αὐτὰ τὰ στοιχεῖα συνιστοῦν πραγματικὰ τὴν οὐσία κάθε ἀληθινῆς ὀρθόδοξης προσευχῆς.
«Ἡ φῶς ὁμότιμον καὶ τρισήλιον, καὶ φωτουρ-
γὸν θεότης πεφυκυΐα καταύγασον, τοὺς πι-
στῶς σε μέλποντας, καὶ τῆς ζοφερᾶς, ρῦσαι
κακοπραγίας καὶ καταξίωσον, τῶν φω-
τεινοτάτων σου σκηνῶν ὡς ὑπεράγαθος».
Ἡ θεότης, ποὺ εἶσαι φῶς ὁμότιμο, τρισήλιο
καὶ φωτουργό, φώτισε αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη
σὲ ὑμνοῦν, καὶ σῶσε τους ἀπὸ τὴ ζοφερὴ
κακοπραγία τῆς ἁμαρτίας, καταξιώνοντὰς
τους, ὡς ὑπεράγαθος, νὰ οἰκήσουν αἰώνια
στὶς φωτεινότατες σκηνὲς τῆς βασιλείας σου.
Ἡ προσευχόμενη ψυχὴ συνεχίζει τὴ δέησή της. Εἶναι στραμμένη πρὸς τὸ ὁμότιμο καὶ τρισήλιο καὶ φωτουργὸ φῶς τῆς θεότητος. Τὸ φῶς τὸ τριλαμπές, τὸ ἀδιαιρέτως διαιρούμενο καὶ ἀμερίστως μεριζόμενο στὶς τρεῖς ὑποστάσεις τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ· τὸ ὁμότιμο, καθ᾿ ὅσον εἶναι ἕνα καὶ ἀμέριστο, προερχόμενο ἀπὸ τὴ μία οὐσία τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας εἶναι πλοῦτος ἐγγενὴς καὶ ἀΐδιος, τὸ ὁποῖον ὁλόκληρο περιβάλλει ἰσότιμα τὰ θεῖα πρόσωπα· τὸ φῶς τὸ φωτουργό, ποὺ λαμπρύνει τὶς λογικὲς φύσεις καὶ τὶς θεοποιεῖ στὴν ἀκτίνα τῆς θείας του ἐνέργειας. Ἔτσι καὶ οἱ πιστοί, οἱ μέλποντες τὴ θεία μεγαλειότητα, ζητοῦν τὴν καταύγαση τοῦ νοῦ τους καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ τῆς ψυχῆς τους ἀπὸ τὴ ζοφερὴ κακοπραγία τῆς ἁμαρτίας, ἡ παρουσία τῆς ὁποίας ζοφώνει τὴ διάνοια καὶ θολώνει τὸ νοῦ, ὥστε νὰ μὴ διακρίνουν τὴ φωτεινότητα τῆς θείας ἀλήθειας καὶ τὴ λαμπρότητα τῆς ἔνθεης ζωῆς. Καί, τέλος, ζητοῦν νὰ ἔχουν τὴν παντοτινὴ οἴκησή τους στοὺς οὐρανούς, στὶς φωτεινότατες σκηνὲς τῆς θείας βασιλείας. Τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ ζητήσει ὁ πιστὸς ἀπὸ τὸν πανάγαθο Θεό;

Θεοτοκίον.

«Σοφῶς τὸν ἄνθρωπον πρὶν διέπλασεν, ὁ σὸς
Υἱὸς Παρθένε, καὶ φθαρέντα ἀνέπλασε, διὰ
σοῦ Πανύμνητε, καὶ θείου φωτός, αἴγλης
τῆς ἀνεσπέρου, πάντας ἐπλήρωσε, τοὺς σὲ
Θεοτόκον ἀληθῆ ἀεὶ δοξάζοντας».
Ὁ Υἱός σου Παρθένε στὴν ἀρχὴ ἔπλασε μὲ σοφία
τὸν ἄνθρωπο, καὶ ὅταν φθάρηκε (διὰ τῆς ἁμαρ-
τίας) τὸν ἀνέπλασε διὰ σοῦ Πανύμνητε, καὶ
γέμισε μὲ ἀνέσπερη αἴγλη ὅλους, οἱ ὁποῖοι σὲ
ἀνυμνοῦν ὡς Θεοτόκον ἀληθινή.
Λίγες οἱ γραμμὲς τοῦ Θεοτοκίου αὐτοῦ, ποὺ συνοψίζουν ὅμως ἄριστα τὸ θεῖο χριστολογικὸ μυστήριο. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔπλασε μὲ σοφία τὸν ἄνθρωπο. Στὴ φύση του τίποτε τόμεμπτὸ δὲν ὑπῆρχε. Πλάστηκε «κατ᾿ εἰκόνα» τοῦ θείου πλαστουργοῦ του, ἔχοντας ὅλα τὰ προσόντα διὰ τῶν ὁποίων, μὲ τὴ βοήθεια πάντοτε τῆς χάριτος, θὰ ἔφθανε στὰ μέτρα τοῦ Θεοῦ, στὴ χαρισματικὴ θέωση τῆς φύσεώς του. Ἐκεῖνος ὅμως ὡς ὂν λογικὸ καὶ ἐλεύθερο, λάθεψε στὸ δρόμο του, ξεστράτισε, φανεὶς ἀνάξιος τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θεοδύναμου προορισμοῦ του. Παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φύση του ντύθηκε τὴ νέκρωση καὶ τὴ φθορά. Ὁ Θεός, ὡς Πατέρας φιλεύσπλαγχνος καὶ πολυέλεος, δὲν παρεῖδε τὴ μεγάλη συμφορὰ τοῦ πλάσματός του. Θέλησε νὰ τὸ βοηθήσει καὶ νὰ τὸ σώσει. Καὶ ὡς σοφὸς βρῆκε τὸν τρόπο τῆς λυτρώσεως. Ἐπέλεξε μία Κόρη, ἁγνὴ καὶ ὁλοκάθαρη, στὴ μήτρα τῆς ὁποίας κατοίκησε ἀφράστως, ἑνώνοντας μὲ τὴ θεία φύση του τὴν πεσμένη φύση τοῦ παραβάτη. Πῆρε ὅλα ὅσα εἶχε ἡ ἀνθρώπινη φύση, πλὴν τοῦ στοιχείου τῆς ἁμαρτίας. Στὴ γαστέρα τῆς ἀειπάρθενης Κόρης ἀνέπλασε τὴ φύση ποὺ σύρθηκε στὴν ἁμαρτία. Τὴν καθάρισε ἀπὸ τὸ αἶσχος τῆς παρακοῆς, τὴν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν τυραννία τῆς φθορᾶς καὶ τὴν ὁδήγησε στὰ προπτωτικὰ μέτρα της, κάνοντὰς την καὶ πάλι νὰ λάμψει στὸ ἀρχέγονο κάλλος της.
Οἱ πιστοὶ ἀκριβῶς ζητοῦν αὐτὴ τὴ φωτεινὴ αἴγλη τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Ζητοῦν νὰ γεμίσει ἡ ψυχὴ καὶ ἡ ζωή τους ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς τριαδικῆς λαμπρότητος. Καὶ θ᾿ ἀξιωθοῦν νὰ ἔχουν ὅλ᾿ αὐτὰ ὅσοι δοξάζουν τὴν Παρθένο ὡς πραγματικὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀληθινὴ Θεοτόκο.

ΗΧΟΣ ΒΑΡΥΣ

Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ

Ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Αἰνῶ Τριάς, σὲ τὴν μοναρχικὴν φύσιν.

ᾨδὴ α´.

«Ἄνοιξόν μου τὸ στόμα, τὸ νοερὸν τῆς καρ-
δίας, καὶ χείλη τὰ ἔνυλα, πρὸς αἴνεσίν σου
τρίφωτε, μία Θεότης ἁπάντων, ᾄδειν σοι
ᾠδήν, φωτουργὲ χαριστήριον».
Ἄνοιξέ μου τὸ νοερὸ στόμα τῆς καρδίας καὶ
τὰ χείλη τὰ ὑλικά, γιὰ νὰ σὲ αἰνῶ
τρίφωτη καὶ μία θεότητα ὅλων, καὶ νὰ σοῦ ψάλλω
φωτουργὲ ᾠδὴν εὐχαριστήρια.
Στὴν ἀνύμνηση τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ μπαίνει ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ὡς πνεῦμα ἄϋλο καὶ σῶμα ἔνυλο. Αὐτὸ ἀποτελεῖ μιὰ σπάνια ἰδιαιτερότητα, ποὺ δὲν ἀπαντᾶ σὲ ἄλλα δημιουργήματα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σύνθετο ὄν, καμωμένο ἀπὸ πνεῦμα καὶ ὕλη, γι᾿ αὐτόκαὶ στέκεται στὸ μεταίχμιο τῶν δύο φύσεων (ὑλικῆς καὶ πνευματικῆς) καὶ συνοψίζει μέσα του τοὺς δύο διαφορετικοὺς κόσμους (ὑλικὸ καὶ πνευματικὸ). Μερικοὶ ὑποτιμοῦν τὸ ὑλικὸ σῶμα, φθάνοντας μέχρι σημείου νὰ κακίζουν τὴν πλάση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι αἱρετικοί. Τὸ σῶμα ἔχει τὴν περιωπὴ καὶ τὰ δικαιώματά του τόσο στὴ δημιουργία ὅσο καὶ τὴν ἀπολύτρωση. Εἶναι δεκτικὸ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δέχεται μέσα του σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ καὶ ὅταν εἶναι καθαρὸ καὶ ἄξιο, θὰ τύχει τῆς θεώσεως μαζὶ μὲ τὴν ψυχή. Σῶμα ὑλικὸ πῆρε καὶ ὁ Λυτρωτὴς ἐρχόμενος στὸν κόσμο, ἀπὸ σῶμα πάλι ὑλικὸ τῆς ἁγνῆς καὶ ἀειπάρθενης Κόρης. Γιατὶ, λοιόν, νὰ τὸ περιφρονοῦν ὁρισμένοι «εὐσεβεῖς» χριστιανοί; Μήπως γιατὶ βαρύνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη; Ἀλλὰ μήπως ἡ ψυχὴ δὲν βαρύνεται περισσότερο ἀπὸ αὐτά; Νὰ ὑπάρχουν ἄραγε ἐδῶ πλανεμένες ἀρχαῖες δυϊστικὲς ἐπιδράσεις;
Ὁ ὅλος, λοιπόν, ἄνθρωπος μπαίνει στὴν ἀνύμνηση τῆς μιᾶς τρίφωτης θεότητος καὶ στὸν εὐχαριστήριο αἶνο τῆς φωταγωγικῆς φύσεως τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ.
«Ἵνα τὸ ὑπερβάλλον, τῆς σῆς χρηστότητος δεί-
ξῃς, διέπλασας ἄνθρωπον, Τριὰς ἀπειροδύ-
ναμε, μόνην εἰκόνα πηλίνην, σοῦ τῆς ἀρχικῆς,
Πλαστουργὲ κυριότητος».
Γιὰ νὰ δείξεις τὸ ὑπερβάλλον μέτρο τῆς χρηστό-
τητός σου, ἀπειροδύναμη Τριάδα, διέπλασες
τὸν ἄνθρωπο ἔτσι ποὺ νὰ εἶναι ἡ μόνη πήλινη
(ἀνθρώπινη) εἰκόνα τῆς ἀρχηγικῆς σου, Πλα-
στουργὲ κυριότητος.
Ἡ διάπλαση τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ὑπερβάλλουσας χρηστότητος τῆς ἀπειροδύναμης ἁγίας Τριάδας. Αὐτὸ ἔγκειται στὸ ὅτι ἀπὸ ὅλα τὰ φυσικὰ κτίσματα, μόνο τὸν πήλινο ἄνθρωπο, τὸ πλάσμα ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ σῶμα (κατὰ τὸ σῶμα του), ἐμόρφωσε ὁ Θεὸς κατὰ τὴ δική του εἰκόνα, ὥστε νὰ ἐκφράζει τὴν ἀρχικὴ (= νὰ ἄρχει) τοῦ Πλαστουργοῦ του κυριότητα.
Τὸ ἀξίωμα αὐτὸ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πραγματικὰ πολὺ μεγάλο. Βραχύτερος κατὰ τι ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους172, εἶναι ἡ κορωνίδα τῆς φυσικῆς κτίσεως, στὴν ὁποία ἀπηχεῖται ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία συγγένεια. Τὴν εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν οὔτε καὶ αὐτοὶ οἱ ἄγγελοι. Συνίσταται δὲ στὸ νοερό, βουλητικὸ λογικὸ καὶ ἐλεύθερο τῆς πνευματικῆς οὐσίας (τῆς ψυχῆς) τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς καὶ στὸ δημιουργικὸ καὶ ἀρχηγικὸ τῆς φύσεὼς του. Ὅπως ὁ Θεός, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ. Γεννᾶ ἀνθρώπους (μὲ τὴ συνέργεια βέβαια τοῦ Θεοῦ) καὶ πλάθει ὡραῖα δημιουργήματα, ποὺ κινοῦν τὸ θαυμασμό. Κατ᾿ οὐσίαν βέβαια δὲν δημιουργεῖ, ἀλλὰ διαμορφώνει τὴν ὕλη ποὺ ἤδη ὑπάρχει· εἶναι διακοσμητής. Ἐπίσης, ὅπως ὁ Θεός, ἄρχει καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῶν ἄλλων φυσικῶν ὄντων, φέροντας μέσα του δοσμένη ἀπὸ τὴν Πλάστη τὴν ὁρμὴ αὐτή173. Ἡ ἀρχηγικὴ αὐτὴ ἱκανότητα δὲν ὑποτιμᾶ τὴν περιβάλλουσα φύση, φτάνει ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι ἄξιος χειριστὴς τοῦ δώρου τοῦ Θεοῦ. Ἀλιώτικα γίνεται βίαιος δυνάστης καὶ καταχραστὴς τοῦ προνομίου ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸ δημιουργό, ὅπως βλέπουμε νὰ συμβαίνει κατ᾿ ἐξοχὴν σήμερα, πού, μεθυσμένος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς κατακτήσεις του καὶ οἰστρηλατούμενος ἀπὸ τὸ συμφέρο καὶ τὶς ἐγωϊστικὲς ἐπιδιώξεις του, κακοποιεῖ καὶ καταστρέφει βάναυσα τὸ φυσικὸ περιβάλλον του.
«Νοῦς ὁ ἄναρχος Λόγον, συναϊδίως γεννήσας,
καὶ Πνεῦμα συνάναρχον, ἐκλάμψας κατηξίω-
σεν, ἕνα Θεὸν κατ᾿ οὐσίαν, σύμμορφον ἡμᾶς,
προσκυνεῖν τρισυπόστατον».
Ὁ ἄναρχος Νοῦς (ὁ Πατὴρ) γεννήσας τὸν ἀΐδιο
Λόγο καὶ ἐκλάμψας (= ἐκπορεύσας) τὸ συνάναρχὸ
του Πνεῦμα, μᾶς καταξίωσε νὰ προσκυνᾶμε
ἕνα Θεὸ στὴν οὐσία του, καὶ σύμμορφο (μὲ τὴν
ἴδια μορφή, φύση).
Μιὰ εὐσύνοπτη ἀπὸ τὶς πολλὲς ὁμολογίες τοῦ τριαδικοῦ δόγματος τῆς πίστεως. Στὴν ᾠδὴ τονίζονται ἡ προέλευση καὶ ἡ τάξη τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων, ἡ πηγαία θεότης τοῦ ἀνάρχου Νοὸς (τοῦ Πατρὸς), ἐκ τῆς ὁποίας προέρχονται ἀϊδίως ὁ Υἱὸς διὰ τῆς γεννήσεως καὶ τὸ συνάναρχο Πνεῦμα διὰ τῆς ἐκλάμψεως (ἐκπορεύσεως). Ὁμοίως ἐξαίρεται ἡ ἑνότητα τῆς σύμμορφης οὐσίας τοῦ Θεοῦ (ἕνας Θεὸς ἀπαράλλακτος στὴν τριαδικὴ φύση του).
Τὸν τρισυπόστατο Θεὸ μὲ εὐλάβεια προσκυνοῦν οἱ πιστοί.

Θεοτοκίον.

«Ὢφθης ἐπὶ τῆς βάτου, τῷ Μωϋσῇ Θεοῦ Λόγε,
ὡς πῦρ καθαρτήριον, μὴ φλέγον δὲ τὸ σύνο-
λον, τὴν ἐκ Παρθένου προτυπῶν σου, σὰρ-
κωσιν, δι᾿ ἧς τοὺς βροτοὺς ἀνεμόρφωσας».
Φανερώθηκες στὴ βάτο στὸ Μωυσῆ, Λόγε τοῦ Θεοῦ,
σὰν φωτιὰ καθαρτήρια ποὺ δὲν κατέκαιε
τὸ σύνολο (τῆς βάτου), προτυπώνοντας τὴν ἐκ
Παρθένου σου σάρκωση, διὰ τῆς ὁποίας ἀνεμὸρ-
φωσες τοὺς ἀνθρώπους.
Μεταξὺ τῶν πολλῶν προτυπώσεων τοῦ μυστηρίου τῆς Παρθένου στὴν Π. Διαθήκη, ἀναμφιβόλως ἡ σημαντικότερη εἶναι ἡ φλεγόμενη καὶ μὴ καταφλεγόμενη βάτος τὴν ὁποία εἶδε ὁ Μωϋσῆς174. Ἔτσι, ὅπως ἡ φωτιὰ ποὺ ἔζωνε τὴ βάτο ἐκείνη δὲν τὴν κατέκαιε, ἔτσι καὶ τὸ πῦρ τῆς θεότητος τὸ ὁποῖο κατοίκησε στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, λαμβάνοντας ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἀνθρώπινη φύση μὲ τὴν ὁποία θὰ ἔσωζε τὸν κόσμο, δὲν κατέστρεψε τὴν παρθενία τῆς πανάχραντης Κόρης. Μὲ τὸ θαῦμα αὐτὸ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀνεμόρφωσε τὴ φύση τῶν βροτῶν, ἀπαλλάσσοντὰς την ἀπὸ τὴν κακομορφία τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν κάκωση τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.

ᾨδὴ γ´.

«Τὸν ἑνικὸν καὶ τριλαμπῆ, καὶ Παντουργὸν
σε Δεσπότην, ἀνυμνοῦντες τῶν ἁμαρτιῶν, καὶ
τῶν πειρασμῶν αἰτοῦμεν λύτρωσιν, ἀπειρο-
δύναμε Θεέ· μὴ οὖν παρίδῃς τοὺς πίστει, σοῦ
τὴν ἀγαθότητα δοξάζοντας».
Ἀνυμνοῦντες σέ, τὸν ἕνα καὶ τριλαμπῆ καὶ παν-
τουργὸ Δεσπότη, ζητοῦμε λύτρωση τῶν ἁμαρ-
τιῶν καὶ τῶν πειρασμῶν, ἀπειροδύναμε Θεέ·
μὴ παραβλέψεις, λοιπόν, αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη
δοξάζουν τὴν ἀγαθότητά σου.
Καὶ ἐδῶ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς συνοπτικὲς ἐκθέσεις τοῦ τριαδικοῦ δόγματος, στὴν ὁποία ἀκολουθεῖ δέηση τῶν πιστῶν γιὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τοὺς πειρασμοὺς τῆς ζωῆς.
«Ράδαμνος ὤφθης ἐκ Πατρός, ὡς ἀπὸ ρίζης ἀνὰρ-
χου, Θεὸς Λόγος καὶ ἰσοσθενής, σὺν τῷ συμφυεῖ
καὶ θείῳ Πνεύματι· καὶ διὰ τοῦτο οἱ πιστοί,
τριαδικὴν τοῖς προσώποις, μίαν Κυριότητα
δοξάζομεν».
Βλαστὸς φάνηκες ἀπὸ τὸν Πατέρα, σὰν ἀπὸ
ἄναρχη ρίζα Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἰσοσθενής,
μαζὶ μὲ τὸ συμφυὲς θεῖο Πνεῦμα.
Καὶ διὰ τοῦτο οἱ πιστοὶ δοξάζουμε μία θεία
κυριότητα, τριαδικὴ κατὰ τὰ πρόσωπα.
Ὡραία πραγματικὰ ἔκθεση τῆς προελεύσεως τῶν τριαδικῶν σχέσεων τῆς θεότητος. Περὶ αὐτῆς εἴδαμε στὰ προηγούμενα.
«Ἰσοκλεῆ καὶ συμφυῆ, τὴν τρισυπόστατον φύ-
σιν, ἀμερίστως καὶ διαιρετῶς, καὶ μοναρχι-
κὴν τριάδα πάντες σε, δοξολογοῦμεν οἱ πιστοί,
καὶ προσκυνοῦντες αἰτοῦμεν, τῶν πλημμελημά-
των τὴν συγχώρησιν».
Τὴ μοναρχικὴ τριάδα ποὺ ἀμερίστως μερίζεται
καὶ ἀδιαιρέτως διαιρεῖται, αὐτὴν ποὺ ἔχει ἴσο
κλέος καὶ εἶναι συμφυής, ὅλοι οἱ πιστοὶ σὲ δο-
ξολογοῦμε καὶ σὲ προσκυνοῦμε, ζητώντας
συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων.
Ἀξιοπρόσεκτη ὁμολογία τοῦ τριαδικοῦ δόγματος. Ἡ τρισυπόστατη φύση εἶναι ἰσοκλεὴς καὶ συμφυής. Τὰ πρόσωπά της ἔχουν ἴσο κλέος καὶ ἴση δόξα. Δὲν ὑπάρχει ὁποιαδήποτε ὑποτίμηση σ᾿ αὐτά. Ἡ ἴδια θεαρχικὴ δόξα τὰ περιβάλλει, ἡ ἴδια ἄκτιστη θεία ἐνέργεια. Οἱ ὑποστάσεις εἶναι καὶ συμφυεῖς. Ὑπάρχουν ὅλες μαζί. Ὁ λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα φύονται ἀϊδίως ἀπὸ τὴν ἄναρχη καὶ ἀγέννητη ρίζα τοῦ Πατρός. Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ μερίζεται ἀμερίστως. Χωρὶς νὰ κομματιάζεται, διαιρεῖται (διακρίνεται) στὰ τρία θεῖα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα διαφέρουν στὰ ὑποστατικά τους ἰδιώματα, ἑνούμενα στὴν ταυτότητα τῆς θείας οὐσίας. Παράλληλα ἡ αὐτὴ φύση διαιρεῖται ἀδιαιρέτως. Τὸ ἴδιο πρᾶγμα λέγεται μὲ τὰ πιὸ πάνω. Ἡ διαίρεση εἶναι ἡ ὑποστατικὴ διάκριση, ἐνῶ τὸ ἀδιαίρετο εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς φύσεως. Ἡ τριάδα εἶναι μοναρχική. Ἡ μία ἀρχή της εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Πατρός, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζουν ἀϊδίως τὰ δύο ἄλλα πρόσωπα τῆς θεότητος. Ὁ Πατὴρ εἶναι ἡ πηγαία θεότης.
Τὴν τριάδα δοξολογοῦν καὶ προσκυνοῦν οἱ πιστοί, ζητώντας συγχώρηση ἁμαρτημάτων.

Θεοτοκίον.

«Ἀναλλοιώτως τοῖς βροτοῖς, ὁμοιωθεὶς κατὰ
πάντα, Θεοῦ Λόγε Κόρης ἐξ ἁγνῆς, προῆλθες
σαφῶς, καὶ πᾶσιν ἔδειξας, τὴν Θραρχίαν τρι-
λαμπῆ, καὶ ἑνικὴν τῇ οὐσίᾳ, τῶν ἀπαραλλάκτων
ὑποστάσεων».
Λόγε τοῦ Θεοῦ, ὁμοιωθεὶς κατὰ πάντα μὲ τοὺς
ἀνθρώπους χωρὶς ν᾿ ἀλλοιωθεῖ ἡ θεία φύση σου,
προῆλθες σαφῶς ἀπὸ Κόρη ἁγνή, καὶ ἔδειξες σὲ
ὅλους τὴν τριλαμπῆ Θεαρχία, ποὺ εἶναι καὶ
ἑνικὴ (μία) κατὰ τὴν οὐσία τῶν ἀπαραλλάκτων
ὑποστάσεων.
Μιὰ θαυμάσια συνοπτικὴ ἔκθεση τοῦ χριστολογικοῦ καὶ τριαδικοῦ δόγματος τῆς πίστεως. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ σάρκωσή του ὁμοιώθηκε κατὰ πάντα μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔγινε πραγματικὸς ἄνθρωπος. Δὲν ἦταν ἕνα φάντασμα, ποὺ φαινόταν ἐξωτερικὰ σὰν ἄνθρωπος, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα δὲν ἦταν (αὐτὰ ἔλεγαν στὴν ἀρχαιότητα οἱ Δοκῆτες)· οὔτε πάλιν ἦταν μόνο Θεός, στὴ θεία φύση τοῦ ὁποίου ἀπορροφήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση (Μονοφυσίτες), οὔτε, τέλος, ἐστερεῖτο τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν τῆς φύσεως (πεῖνα, δίψα, σωματικὸ κάματο, συγκίνηση, χαρὰ κ.τ.ὅ., ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ Ἀφθαρτοδοκῆτες). Τὸ μόνο ποὺ δὲν εἶχε ὁ Χριστὸς ἦταν τὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἀνθρώπινη φύση του ἦταν παθητὴ καὶ φθαρτή, γι᾿ αὐτὸ ἔπαθε καὶ ἀπέθανε ἐπάνω στὸ σταυρό.
Ἡ ἐνανθρώπηση ὅμως τοῦ Λόγου ἦταν ἀναλλοίωτη. Δὲν ἀλλοιώθηκε ἡ θεία φύση του, ἡ ὁποία, καὶ μετὰ τὴν πρόσληψη τῆς σάρκας, ἔμεινεν ὅπως ἦταν ἀπαθὴς καὶ ἀμετάβλητη. Ὁ Λόγος προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση, χωρὶς νὰ μεταβάλει ἢ νὰ χάσει τὴ δική του. Ἑνώθηκε μὲ τὸν ἄνθρωπο «ἀναλλοιώτως καὶ ἀτρέπτως». Σ᾿ αὐτὸ ἔγκειται κυρίως τὸ λυτρωτικὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστὸς προῆλθε ἀπὸ Κόρη ἁγνὴ καὶ γεννήθηκε, χωρὶς ἡ ἄχραντη Μητέρα του νὰ χάσει τὰ σήμαντρα τῆς παρθενίας της. Σ᾿ αὐτὸ ἔγκειται ἡ οὐσία τοῦ θεομητορικοῦ θαύματος.
Μὲ τὴ σάρκωσή του ὁ Λόγος φανέρωσε στοὺς ἀνθρώπους τὴ φύση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς Θεαρχίας ποὺ εἶναι τριλαμπὴς κατὰ τὶς ὑποστάσεις καὶ ἑνικὴ (μία) κατὰ τὴν οὐσία. Οἱ ὑποστάσεις εἶναι ἀπαράλλακτες κατὰ τὴν οὐσία, καὶ διαφορετικὲς κατὰ τὰ ὑποστατικά τους ἰδιώματα (ἄναρχο καὶ ἀγέννητο διὰ τὸν Πατέρα, γεννητὸ διὰ τὸν Υἱὸν καὶ ἐκπορευτὸ διὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο).

Κάθισμα.

«Ἡμαρτηκότας ἐλέησον, Τριὰς ἁγία τοὺς
δούλους σου καὶ δέξαι μετανοοῦντάς σοι
Εὔσπλαγχνε, καὶ συγχορήσεως ἀξίωσον».
Ἐλεήσει Τριὰς ἁγία τοὺς δούλους σου ποὺ
ἔχουν ἁμαρτήσει, καὶ δέξε τους μετανο-
οῦντας Εὔσπλαγχνε, καὶ ἀξίωσέ τους συγ-
χωρήσεως.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι πλάσμα τοῦ ἀνθρώπου. Σ᾿ αὐτὴν δὲν ἐνέρχεται ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος κρίνει ἐλεύθερα καὶ ἀποφασίζει νὰ διαπράξει τὸ κακό. Ἂν καὶ πολλοὶ εἶναι οἱ παράγοντες ποὺ βαρύνουν στὴν ἀπόφασή του, τελικὰ ὁ ἴδιος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀποφασίζει, σὰν λογικὸ καὶ ἐλεύθερο ὄν, καὶ εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τὶς πράξεις του. Στὴ βάση αὐτὴ θὰ στηθεῖ καὶ τὸ θεῖο κριτήριο.
Ἡ ἁμαρτία ὅμως, παρὰ τὴν ἀρχικὴ εὐχαρίστηση ποὺ προέρχεται ἀπ᾿ αὐτήν, εἶναι κλῆρος θλιβερὸς καὶ δυσβάστακτος. Ὑποδουλώνει καὶ βασανίζει τὸν ἄνθρωπο. Κυρίως τὸν βασανίζουν οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεώς του. Κάποτε δὲ ἀποφασίζει νὰ μετανοήσει γιὰ τὸν ἐλεεινὸ βίον του. Καὶ τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι δικό του, στὸ ὁποῖο ὅμως τὸν προσκαλεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀποφασίζει, λοιπόν, ν᾿ ἀλλάξει τὴ ζωή του, ν᾿ ἀνακόψει τὸν ἁμαρτωλὸ βίο του, ν᾿ ἀλλάξει νοοτροπία, ν᾿ ἀποκόψει κακὲς συνήειες καὶ πάθη, καὶ ν᾿ ἀρχίσει μιὰ καινούργια ζωή, σύμφωνη μὲ τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Προστρέχει, λοιπόν, στὸν εὔσπλαγχνο Πατέρα καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν δεχθεῖ μετανοοῦντα, ὅπως δέχτηκε τὸν ἄσωτο υἱὸ τῆς παραβολῆς175, καὶ νὰ τὸν συγχωρήσει διὰ τὰ πολλὰ του ἁμαρτήματα. Στὸ αἴτημά του καὶ τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀπέθανε176 στὴ σάρκα ποὺ προσέλαβε ἐπάνω στὸ σταυρό. Ἡ συγχώρηση φυσικὰ εἶναι ἔργο καθαρὸ τοῦ Θεοῦ. Χορηγεῖται δὲ σὲ ὅσες περιπτώσεις ὑπάρχει, ὡς ἀπαραίτητη συνθήκη ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ πλάσματος, ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια.
Ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν (χορηγεῖται στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως) εἶναι ἡ ὁδὸς διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἀνακτᾶ τὴ δικαίωσή του καὶ προσωρεῖ στὸν ἁγιασμὸ τῆς φύσεώς του.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Τὰς κακωθείσας ψυχὰς ἡμῶν, ταῖς ἁμαρτί-
αις, ἀγάθυνον πάναγνε Θεοτόκε· καὶ λύτρω-
σαι πταισμάτων, τοὺς σὲ ὑμνοῦντας Θεόνυμφε».
Τὶς ψυχές μας ποὺ ἔχουν κακοποιηθεῖ ἀπὸ τὶς
ἁμαρτίες, κάνε τες ἀγαθὲς πάναγνε Θεοτόκε.
Καὶ σῶσε ἀπὸ τὰ πταίσματα αὐτοὺς ποὺ σὲ ὑμνοῦν
Θεόνυμφε.
Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν περνᾶ τώρα στὸ πρόσωπο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἔχουμε δεῖ στὰ προηγούμενα μὲ ποιά ἔννοια γίνεται αὐτό. Ἡ ἁμαρτία εἶναι κάκωση τῶν ψυχῶν, ἀμαύρωση τῆς θείας εἰκόνος ποὺ ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο, ζόφωση τῶν πνευματικῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, μαρασμὸς καὶ νέκρωση. Παρ᾿ ὅλον ποὺ ὁ ἄνθρωπος, μεθυσμένος ἀπὸ τὸ κρασὶ ποὺ τὸν κερνάει ἡ ἄτακτη ἡδονή, προχωρεῖ σὰν νὰ μὴ ἔχει αἴσθηση τῆς καταστάσεώς του, σὰν ὑπνωτισμένος καὶ παραλυμένος ἀπὸ τὴ φοβερὴ αὐτὴ δύναμη, κάποτε συνέρχεται· ἀρχίζει νὰ βλέπει ἐπικείμενη τὴν καταστροφή του, φοβᾶται καὶ προστρέχει στὴ Μάνα του καὶ τὴ Μάνα ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ τὴν παρακαλεῖ μὲ θέρμη ν᾿ ἁπαλύνει τὴν κάκωσή του καὶ νὰ τόλυτρώσει ἀπὸ τὰ πολλά του πταίσματα. Ἔχει δὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ Παναγία του θὰ μεσιτεύσει στὸν Υἱό της γιὰ τὴ σωτηρία του, καὶ θὰ τὸ πετύχει, γιατὶ ἰσχύει πολὺ «δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου».

ᾨδὴ δ´.

«Συνεκτικὴ τρίφωτε Μονάς, θεαρχικὴ καὶ
σωστικὴ τῶν ὅλων, τοὺς σοὺς ὑμνῳδοὺς νῦν
περιφρούρησον, καὶ σῶσον ἐκ θλίψεων, καὶ
παθῶν καὶ πάσης κακώσεως».
Συνεκτικὴ τρίφωτη Μονάδα, θεαρχικὴ καὶ
αἰτία σωτηρίας ὅλων, αὐτοὺς ποὺ σὲ ὑμνωδοῦν
περιφρούρησε, καὶ σῶσε τους ἀπὸ θλί-
ψεις καὶ πάθη καὶ ἀπὸ κάθε κάκωση.
Ἡ τρίφωτη Μονάδα (ὁ τριαδικὸς Θεὸς) εἶναι ἡ συνεκτικὴ καὶ σωστικὴ ἀρχὴ τῶν πάντων. Στὸ ὑπεράγαθο ἔδαφός της ὑπάρχουν καὶ συγκρατοῦνται τὰ ὄντα, στὴν ἄκτιστη θεία της ἐνέργεια. Ἐκεῖ βρίσκονται στὸν ἀληθινὸ προορισμό τους. Τὸ κακὸ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴ θεία ἐνέργεια, μὲ τὴ βούληση τῆς θεαρχικῆς Τριάδος. Εἶναι στοιχεῖο ξένο. Ὅσοι εἶναι δουλωμένοι στὴν κακία ἀποξενώνονται ἀπὸ τὴν ὑπεράγαθη θεία βουλή. Κι᾿ αὐτὸ εἶναι μιὰ πολὺ θλιβερὴ πραγματικότητα. Δυστυχῶς δὲν σώζονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι177. Κι᾿ αὐτὸ γιατὶ δὲν θέλουν νὰ παραμένουν ριζωμένοι στὴ σωστικὴ βούληση τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐνῶ ἀπὸ τὴ φύση τους συνέχονται στὸν ὀντολογικὸ χῶρο τους, τοὺς συνέχει δηλαδὴ καὶ τοὺς συγκρατεῖ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πνευματικὰ μεταφυτεύονται, γιατὶ ἔτσι προτιμοῦν, στὸ ξένο χῶρο τῆς κακίας, ἀρνούμενοι τὸν δικό τους, τὸ θέλημα καὶ τὴ βούληση τοῦ Πλάστη τους. Ἔτσι μαραίνονται στὴν ἀποστασία, νεκρώνονται καὶ χάνονται.
Οἱ πιστοί, ἐπιγνώμονες τῶν θείων ἀγαθῶν καὶ τῆς κακώσεως τῆς ἁμαρτίας, προσφεύγουν στὴν τρίφωτη Μονάδα, τὰ μεγαλεῖα τῆς ὁποίας ὑμνωδοῦν, καὶ τὴν παρακαλοῦν νὰ τοὺς περιφρουρήσει στὸ φωτεινὸ χῶρο τῆς ἐπικρατείας της, στὴν ἀρετὴ καὶ τὸ ἀγαθό, καὶ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὶς θλίψεις ποὺ τοὺς πνίγουν στὴ ζωή, ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ ἄγρια μαστίζουν τὴ φύση τους καὶ ἀπὸ κάθε κάκωση τοῦ ἐχθροῦ τῆς ἀρετῆς, τοῦ νοητοῦ ὄφεως, ποὺ ἀντιμάχεται μὲ λύσσα τὸν Θεὸ καὶ τὰ ἔργα του.
«Σημαντικῶν λέξεων, τῆς σῆς ἀκαταλήπτου τρι-
φαοῦς Θεότητος, ἀποροῦντες ἀνυμνοῦμέν σε,
φιλάνθρωπε Κύριε, καὶ δοξάζομέν σου τὴν δύναμιν».
Στερούμενοι λέξεων ποὺ νὰ σημαίνουν τὴν ἀκα-
τάληπτή σου τρίφωτη θεότητα, σὲ ἀνυμνοῦμε
φιλάνθρωπε Κύριε, καὶ δοξάζουμε τὴ δύναμή σου.
Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ὄνομα δηλωτικὸ τῆς οὐσίας του. Ὁ ἴδιος καθόρισε ἕνα· «ὁ ὤν», δηλωτικὸ τοῦ ἀπολύτου «εἶναι» του. Ἀλλὰ κι᾿ αὐτὸ γιὰ μᾶς δὲν σημαίνει τίποτε. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπόλυτα ὑπερβατική. Ὑπερβαίνει κάθε ἔννοια οὐσίας, εἶναι «ὑπερούσιος». Δὲν ὑπάρχουν ὀνόματα ποὺ νὰ περιγράψουν ἐπαρκῶς τὴ φύση της. Εἶναι ἀνονόμαστη. Ἂν καὶ ἐπιδέχεται ὀνόματα πολλὰ (εἶναι πολυώνυμη), ἐν τούτοις κανένα δὲν εἶναι ἱκανὸ ν᾿ ἀποδώσει τὸ ἐσώτερο βάθος της. Βρισκόμαστε σ᾿ ἕνα ἄρρητο θρησκευτικὸ ἀγνωστικισμό, στὸν ὁποῖο σιγοῦν οἱ γνωστικὲς δυνάμεις μας. Γιὰ νὰ μπορέσουμε δὲ νὰ ἔχουμε κάποια ἰδέα περὶ τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο κανένας δὲν εἶδε ποτέ178, ἀφαιροῦμε ἀπὸ τὴν ἔννοιὰ του ὅ,τι ἀτελὲς ὑπάρχει στὴν κτιστὴ φύση· ἀπροσδεής, ἄναρχος, ἀνέφικτος (ὅλα μὲ τὸ στερητικὸ α) κ.λπ. Εἶναι ἡ ὁδὸς τῶν ἀφαιρέσεων μὲ τὶς ὁποῖες ἐργάζεται ἡ ἀποφατικὴ θεολογία στὴν προσπάθειά της νὰ προσεγγίσει τὸ ἀνέφικτο καὶ ἀκατάληπτο. Βεβαίως ὑπάρχουν καὶ θετικοὶ τῆς φύσεως προσδιορισμοί, οἱ ὁποῖοι τῆς ἀποδίδουν σὲ ὑπέρτατο βαθμὸ τὶς τελειότητες ποὺ ὑπάρχουν στὰ κτίσματα (πανάγαθος, παντοδύναμος, πανάγιος κ.λπ.), καὶ μὲ τοὺς ὁποίους ἀσχολεῖται ἡ καταφατικὴ θεολογία.
Ὁ ποιητὴς τῆς ὠδῆς παραδέχεται εὐλαβικά, ὅτι δὲν ὑπάρχουν λέξεις σημαντικὲς τῆς ἀκατάληπτης τριφαοῦς θεότητος. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει καὶ εἶναι στὰ φυσικὰ μέτρα του, εἶναι ἡ ἀνύμνηση τῆς ἀκατάληπτης τριαδικῆς Μονάδας καὶ ἡ δοξολόγηση τῆς θείας παντοδυναμίας. Αὐτὸ ποὺ δὲν καταλαβαίνεις, τὸ φοβερὸ μυστήριο τῆς ἀπειρίας τοῦ Θεοῦ, τὸ θαυμάζεις καὶ τὸ ἀνυμνεῖς. Δοξολογεῖς τὸ ἄφθαστο καὶ ἀπλησίαστο, στὸ ὁποῖο γοητευμένος ζεῖς καὶ κινεῖσαι, χωρὶς ἡ διάνοιά σου νὰ δύνανται νὰ τὸ μετρήσει καὶ νὰ τὸ ἐξιχνιάσει.
«Ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ἐν οὐρανοῖς, σὺν Ἀσωμάτων
τοῖς χοροῖς Μονὰς καὶ Τριάς, ἀμερίστως σε
μερίζομεν· καὶ πόθῳ δοξάζομεν, ὡς τῶν ὄντων
πάντων δεσπόζουσαν».
Πάνω στὴ γῆ, ὅπως καὶ στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ
τοὺς χοροὺς τῶν Ἀσωμάτων (ἀγγέλων) σὲ μερί-
ζουμε χωρὶς μερισμό, Μονάδα καὶ Τριάδα·
καὶ μὲ πόθο σὲ δοξάζουμε, ὡς δεσπόζουσαν
ἐπὶ πάντων τῶν ὄντων.
Ἄνθρωποι καὶ ἄγγελοι ὑμνοῦν τὴν Τριάδα-Μονάδα, τὸν ἅγιο Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ φύση μερίζεται ἀμερίστως (στὶς τριαδικὲς θεῖες ὑποστάσεις, πού, ἂν καὶ πραγματικὲς διακρίσεις, δὲν μερίζουν τὴ μία φύση τῆς θεότητος). Τὸ μυστήριο εἶναι μέγα. Ἡ ἀπειρία του γεμίζει μὲ πόθο τὴ φύση τῶν λογικῶν πλασμάτων, ὁ ὁποῖος καταλήγει σὲ δοξολόγηση τῆς παναγίας Τριάδος, ἡ ὁποία δεσπόζει πάνω σὲ ὅλα τὰ ὄντα.

Θεοτοκίον.

«Τῆς πατρικῆς δόξης οὐκ ἐκστάς, εἰς τὴν
ἡμῶν ἐσχατιὰν κατῆλθες ἑκών, σαρκωθεὶς ὁ
Ὑπερούσιος καὶ πάντας ἀνυψώσας, πρὸς τὴν
θείαν δόξαν ὡς εὔσπλαγχνος».
Χωρὶς νὰ βγῆς ἔξω ἀπὸ τὴν πατρικὴ δόξα,
κατῆλθες ἑκὼν στὴ δική μας ἐσχατιά, λαβὼν
σάρκα ὁ ὑπερούσιος (Θεὸς) καὶ ὅλους ἀνυ-
ψώσας πρὸς τὴ θεία δόξα σου, ὡς εὔχπλαχνος.
Ἐδῶ ἔχουμε ἕνα θαυμάσιο ἀντιθετικὸ παραλληλισμό, συνήθη στὴν ἀντινομία τοῦ λυτρωτικοῦ μυστηρίου τῆς θείας περὶ τὸν ἄνθρωπον οἰκονομίας. Οἱ δύο πόλοι τοῦ ἀντιθετικοῦ παραλληλισμοῦ εἶναι ἡ κένωση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς ὁ ὑπερτέλειος καὶ ὕψιστος, κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ (ἀνθρωποπαθὴς ἡ ἔκφραση), γίνεται ἄνθρωπος, ἀποκενοῦται τῆς θείας δόξης του, ζεῖ ἐπὶ τῆς γῆς ντυμένος τὴν κακοπάθεια τῆς ἐπίκηρης ζωῆς, μὲ σκοπὸ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ αὐτός, ὁ ἀποστάτης καὶ ἀνάξιος, μεγαλύνεται, ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό, μπαίνει στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, κληρονομεῖ τὴ θεία βασιλεία, γίνεται χάριτι θεός! Ὢ τοῦ παραδόξου συναλλάγματος! Ὁ Θεὸς ἄνθρωπος καὶ ὁ ἄνθρωπος θεὸς στὸ ἀπερινόητο θαῦμα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ!
Ὁ ποιητής, ἔκθαμβος πρὸ τοῦ θαύματος αὐτοῦ, ἀναφωνεῖ· χωρὶς νὰ ἐξέλθεις ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους Κύριε, χωρὶς νὰ χάσεις τὴ θέση καὶ τὸ ἀξίωμά σου στὴν παναγία Τριάδα, ἦλθες στὴν ἐρημία τὴ δική μας, στὸν ἀπομακρυσμένο τόπο τῆς ἐξορίας μας, στὴν κατάρα τῆς ἀποστασίας μας· καὶ μὲ τὴ βούλησή σου ἔλαβας σάρκα, σὺ ποὺ ὑπερβαίνεις κάθε ἔννοια οὐσίας, ὁ Ὑπερούσιος, ὁ ἀκατάληπτος καὶ ἀδιάγνωστος. Καὶ μᾶς πῆρες ἀπὸ τὴν φτώχια καὶ τὴν κάκωσή μας, καὶ μᾶς ἀνέβασες ψηλά, στὸν φωτεινὸ χῶρο τῆς θείας δόξας σου, κάνοντάς μας χάριτι ὅ,τι φύσει εἶσαι σὺ ὁ ἅγιος Θεός!

ᾨδὴ ε´.

«Ἡ ἀρχίφωτος φύσις, Τριὰς τοῖς χαρακτῆρσι,
καὶ Μονὰς ἐν βουλήσει, καὶ δόξῃ καὶ τιμῇ,
κραταίωσον ἡμᾶς εἰς τὴν σὴν ἀγάπησιν».
Ἡ ἀρχίφωτη φύση, ἡ Τριάδα κατὰ τοὺς χαρα-
κτῆρες (τὶς ὑποστάσεις) καὶ μονάδα κατὰ τὴ
βούληση, τὴ δόξα καὶ τὴν τιμή, δυνάμωσὲ
μας στὴ θεία σου ἀγάπηση».
Ἡ ἑνότητα τῆς φύσεως καὶ ἡ τριαδικότητα τῶν θείων ὑποστάσεων ὑπογραμμίζονται καὶ ἐδῶ μὲ κάθε λιτότητα ἀπὸ τὸν ποιητή. Ἡ ἀρχίφωτη φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι τριαδικὴ κατὰ τοὺς θείους χαρακτῆρες (τὶς ὑποστάσεις), ἐνῶ εἶναι μία κατὰ τὴν ταυτότητα βουλήσεως, δόξης καὶ τιμῆς, ποὺ συνδέουν τὰ θεῖα πρόσωπα μεταξύ τους. Ἕνας, λοιπόν, καὶ τριαδικὸς εἶναι ὁ Θεὸς τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα ὁ ποιητὴς ζητᾶ κραταίωση στὴ θεία ἀγάπηση. Ζητᾶ βοήθεια ν᾿ ἀγαπᾶ περισσότερο τὸν Θεό, γιατὶ στὴν ἀγάπη αὐτὴ ὑπάρχει τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεως καὶ ὁ προορισμὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεό, ζεῖ τὸν Θεὸ σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς φύσεώς του, ὑπερνικᾶ τὴν κάκωση τῆς ἁμαρτίας καὶ ὑπερβαίνει τὴ σκοτεινὴ ἐπικράτεια τοῦ θανάτου.
«Νοῦν καὶ Λόγον καὶ Πνεῦμα, τὴν μίαν Θεαρ-
χίαν, καὶ τρισήλιον φύσιν, δοξάζοντες αἰτοῦ-
μεν, ρυσθῆναι πειρασμῶν, καὶ παντοίων θλίψεων».
Δοξάζοντες τὸν Νοῦ (Πατέρα) καὶ Λόγο καὶ Πνεῦμα,
τὴ μιὰ θεαρχία καὶ τρισήλια φύση, ζητοῦμε
λύτρωση ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ὅποιες
θλίψεις τῆς ζωῆς.
Τριαδικὴ δοξολογία καὶ αἴτηση λυτρώσεως ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις τῆς ζωῆς.

Θεοτοκίον.

«Μορφωθεὶς Θεοῦ Λόγε, τὴν φύσιν τῶν ἀνθρώ-
πων, ἐξ ἁγίας Παρθένου, Τριάδα ἐν Μονά-
δι, ἐδίδαξες ὑμνεῖν, σύμμορφον καὶ σύνθρονον».
Ἀφοῦ προσέλαβες Λόγε τοῦ Θεοῦ, τὴ φύση τῶν
ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, μᾶς δίδαξες
νὰ ὑμνοῦμε Τριάδα ἐν Μονάδι, σύμμορφη
καὶ σύνθρονη.
Ὅπως καὶ σὲ προηγούμενα Θεοτοκία εἴδαμε, σκοπὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου ἦταν ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους179. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι σωστικὴ καὶ λυτρωτικὴ διὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἀντίθετα τὸ ψεῦδος τῆς εἰδωλολατρίας γεννᾶ θάνατον αἰώνιο. Τὸ ζήτημα βέβαια τῆς ἀγνοίας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει προσωπικὴ ὑπαιτιότητα (σὲ ὅσους δὲν δόθηκε εὐκαιρία ν᾿ ἀκούσουν περὶ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, σὲ πολλοὺς μὴ χριστιανοὺς), ἂν τοῦτο εἶναι ἄξιο καταδίκης, εἶναι συζητήσιμο. Ὁ Θεὸς θὰ κρίνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τοῦ καθενὸς180 καὶ τὶς ὑγιεῖς δοξασίες τοῦ θρησκεύματος στὸ ὁποῖο ἀνήκουν, βάσει τῶν ὁποίων ρυθμίζουν τὸν βίο τους. Τὸ ζήτημα ἀπόκειται στὴ βούληση τοῦ παναγάθου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλεθεῖν»181. Φυσικὰ δὲν παραβλέπουμε τὰ πολλὰ θεολογικὰ προβλήματα, ποὺ ἔχει τὸ θέμα αὐτό.
Ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο θέμα· εἶναι ἀπαραίτητη διὰ τὴ σωτηρία ἡ λεπτομερὴς καὶ διεξονυχιστικὴ γνώση τοῦ δόγματος περὶ Θεοῦ· Ὄχι φυσικά, γιατὶ πολὺ λίγοι θὰ σώζονταν. Ἀπαιτεῖται ἡ γνώση ὁρισμένων βασικῶν σημείων τῆς θείας ἀλήθειας καὶ ἡ πιστότητα στὴ διδακτικὴ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως ἀπαιτοῦνται ἔργα ἀγαθὰ καὶ βίος θεοφιλὴς καὶ ἐνάρετος.

ᾨδὴ στ´.

«Ὁμοδόξῳ κράτει, τὴν μοναρχικὴν θεαρχίαν,
τρισὶν ὑποστάσεσι πεφυκυῖαν, ἀπαραλλάκτως
ἀλλήλαις δοξάζομεν, τὴν διαφορὰν ἐχούσαις
μόνην, τῆς ὑπαρκτικῆς ἑκάστης ἰδιότητος».
Πιστεύουμε, ὅτι στὴ μοναρχικὴ θεαρχία (τὸν ἕνα
Θεὸ) ὑπάρχουν κράτος ὁμόδοξο (δύναμη μὲ τὴν
ἴδια δόξα) καὶ τρεῖς ὑποστάσεις ἀπαράλλακτα
ὅμοιες μεταξύ τους καὶ διαφέρουσες μόνο κατὰ
τὰ ὑπαρκτικὰ κάθε μιᾶς ὑποστατικὰ ἰδιώματα.
Μιὰ πολὺ σύντομη καὶ ὡραία, μεταξὺ τῶν ἄλλων, διατύπωση ἑνότητος καὶ διαφορότητος στὸν τριαδικὸ Θεό. Τὸ ὁμόδοξο κράτος, ἡ μοναρχία τῆς θεαρχίας καὶ τὸ ἀπαράλλακτο κατὰ φύση τῶν τριῶν ὑποστάσεων, εἶναι στοιχεῖα συνθέτοντα τὴν ἑνότηα τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ τὴ διαφορότητα στοιχειοθετοῦν τὰ ὑπαρκτὰ (πραγματικὰ καὶ ὄχι ὀνοματικὰ) ὑποστατικὰ τῶν τριῶν προσώπων ἰδιώματα. Ἡ διαφορὰ εἶναι φυσικὰ θεοπρεπής, τὴν ὁποία ἀδυνατοῦμε νὰ γνωρίζουμε.
«Νοεραί σε τάξεις, τῶν Ἀγγελικῶν διακοσμῶν,
αἰνοῦσι Τρισήλιε Μοναρχία· μεθ᾿ ὧν καὶ ἡ-
μεῖς ἐν πηλίνοις στόμασιν, ὡς ποιητικὴν ἁπὰν-
των μόνην, ἀνυμνολογοῦμεν καὶ πιστῶς δο-
ξάζομεν».
Οἱ νοερὲς τάξεις τῶν ἀγγελικῶν διακοσμήσεων,
σὲ ἀνυμνοῦν τρισήλιε Μοναρχία. Μαζὶ μὲ
αὐτὲς καὶ ἐμεῖς, μὲ πήλινα στόματα, σὲ ἀνυμνο-
λογοῦμε καὶ ἀληθῶς σὲ δοξάζουμε ὡς
μόνη ποιητικὴ ἀρχὴ τῶν πάντων.
Στὶς ἀγγελικὲς φύσεις δὲν ὑπάρχει ὀντολογικὴ διαφορὰ οὐσίας. Ὅλες εἶναι πνεύματα νοερὰ καὶ ἄϋλα. Ὑπάρχουν ὅμως σ᾿ αὐτὲς ποικίλες διακοσμήσεις, ἀνάλογα μὲ τὴν τάξη καὶ τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦν. Ἐμεῖς βέβαια δὲν γνωρίζουμε αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἡ ποικιλία εἶναι, ὡς φαίνεται, καλὴ καὶ στὶς οὐράνιες ταξιαρχίες, ὅπως ποικιλία ὑπάρχει καὶ σ᾿ αὐτὸν ἀκόμη τὸν Θεό. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἄγγελοι ὡς βασικὸ ἔργο τους ἔχουν τὴν ἀνύμνση τῆς θείας μεγαλειότητος, στὴν ὁποία παρορμοῦνται ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ διαδονεῖ τὴν ἄϋλη φύση τους, ζῶντας τὴ μακαριότητα τῆς θείας βασιλείας. Ὑμνοῦν τὸν Κύριο τῆς δόξης.
Στὴν ἀνύμνηση τοῦ θείου εἰσέρχονται καὶ οἱ ὑλικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὁμοίως τόσε ἀφορμὲς νὰ δοξάζουν τὸν πλάστη καὶ σωτῆρα τους. Ἀνυμνοῦν δὲ τὸν Θεὸ ὡς τὴ μόνη ποιητικὴ τῶν πάντων ἀρχή.

Θεοτοκίον.

«Ἀπορρήτῳ λόγῳ, Λόγος γεννηθεὶς ἐξ Ἡλίου
Πατρός, ἄλλος Ἥλιος πρὸ αἰώνων, ἐκ τῆς Παρθέ-
νου ἐσχάτως ἀνέτειλε, καὶ μοναδικὸν τρισὶ προ-
σώποις, τὸν ἀπερινόητον Θεὸν ἐδίδαξε».
Μὲ τρόπο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφρασθεῖ, γεννη-
θεὶς ὁ Λόγος ἀπὸ τὸν Ἥλιο τοῦ Πατρός, καὶ αὐτὸς
ἄλλος προαιώνιος Ἥλιος ἀνέτειλε τελευταῖα ἀπὸ
τὴν Παρθένο καὶ δίδαξε τὸν ἀπερινόητο Θεό,
ὡς μοναδικὸ (στὴν οὐσία) σὲ τρία πρόσωπα (ὑπο-
στάσεις).
Ὅπως τὸ φυσικὸ φῶς λαμβάνεται ὡς προσφυέστατη εἰκόνα τῆς λαμπρότητος τοῦ Θεοῦ (τῆς φωτεινῆς ἀκτίνας τῆς θείας ἐνέργειας), ἔτσι καὶ ὁ φυσικὸς ἥλιος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πηγάζει τὸ φῶς, εἶναι μία ὡραία ὑλικὴ ἀπεικόνιση τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ. Στὸν τριαδικὸ Θεὸ ὅλα εἶναι φῶς. Φῶς ἡ ἀπερινόητη φύση του, φῶς οἱ μυστηριακὲς ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις του, φῶς πάντα τὰ ἔρα του. Ἡ θεία φωτοχυσία συνέχει τὰ πάντα.
Στὸ Θεοτοκίο ὁ Θεὸς Πατὴρ παρίσταται ὡς Ἥλιος, ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ὁποίου προέρχεται ὁ Υἱός, ὡς δεύτερος Ἥλιος, ποὺ καὶ αὐτὸς ἀνέτειλε τελευταῖα ἀπὸ τὸ φωτεινὸ ὁρίζοντα τῆς Παρθένου. Τὸ ἔργο του εἶναι καὶ αὐτὸ φῶς182, τὸ ὁποῖο ἀφάνισε τὰ πνευματικὰ σκοτάδια ποὺ κάλυπταν τὸν κόσμο, καὶ ἀπεκάλυψε στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, τὸ φῶς τῆς πραγματικῆς θεογνωσίας, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἀπερινόητος Θεὸς εἶναι μοναδικὸς στὴ φύση καὶ τριαδικὸς στὶς ὑποστάσεις.

Καθίσματα

«Τριὰς ὁμοούσιε, Μονὰς τρισυπόστατε, ἐλέη-
σον οὓς ἔπλασας ἀθάνατε, καταφλέγουσα κα-
κίας τῶν πταιόντων, καὶ φωτί-
ζουσα καρδίας τῶν ὑμνούντων, τὴν εὐσπλαγχνίαν
σου· ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι».
Τριάδα ὁμοούσια καὶ Μονάδα τρισυπόστατη,
ἐλέησε αὐτοὺς ποὺ ἔπλασες ἀθάνατη, κατακαίουσα
τὶς κακίες τῶν πταιόντων καὶ φωτίζουσα τὶς καρ-
διὲς τῶν ὑμνούντων τὴν εὐσπλαγχνία σου. Δόξα ἀνή-
κει σὲ σένα τὸν Θεό μας.
Μιὰ ἀπὸ τὶς βασικὲς ἰδιότητες τῆς θείας φύσεως εἶναι ἡ ἀθανασία. Κατὰ τὴ Γραφὴ ὁ Θεὸς εἶναι «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον»183. Ἡ ἀθανασία ὑπάρχει «φύσει» στὸν Θεό. Ἡ οὐσία του δὲν φθείρεται οὔτε πεθαίνει, μένει ἄφθαρτη καὶ ἀναλλοίωτη εἰς τὸν αἰῶνα. Ὑπάρχει βέβαια καὶ στὰ κτίσματα ἀθανασία· δὲν εἶναι ὅμως ἀθανασία φύσει, ἀλλὰ θέσει, παρεχόμενη σ᾿ αὐτὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς δωρεά. Ἔτσι ἀθάνατη εἶναι ἡ φύση τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τῶν τελευταίων ἀθάνατη δὲν εἶναι μόνο ἡ ψυχή, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑλικὸ σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ θέσει καὶ ὑπὸ ὅρους ἀθάνατος. Ὁ σωματικὸς θάνατος δὲν ἦταν στὸ δημιουργικὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ184. Ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν παραβάτη σὰν παιδαγωγία τῆς θείας τοῦ πρόνοιας, γιὰ νὰ μὴ διαιωνίζεται ἐπὶ τῆς γῆς τόκακό, νὰ μὴ ἁμαρτάνει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος αἰώνια. Κατὰ τὴν καθολικὴ ὅμως ἀνάσταση θ᾿ ἀναστηθεῖ τὸ σῶμα ἐκ τῶν νεκρῶν, θ᾿ ἀποτινάξει τὴ φθορὰ καὶ τὴ νέκρωση καὶ θὰ ντυθεῖ τὴν ἀφθαρσία καὶ τὴν ἀθανασία, τὶς ὁποῖες οὐδέποτε θὰ ἀποβάλει. Ἄρα ὁ φυσικὸς θάνατος εἶναι μία παρένθεση στὴν πλάση, ἕνα προσωρινὸ ἐπεισόδιο. Αὐτὴ ποὺ ἔχει θετικὴ ἀξία καὶ εἶναι θελημένη ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι μονάχα ἡ ζωή.
Ὁ ποιητὴς τοῦ καθίσματος παρακαλεῖ τὸν ἀθάνατο τριαδικὸ Θεὸ νὰ κατακαύσει ὅλα τὰ σπέρματα τῆς κακίας ποὺ ὑπάρχουν στὴ φύση τῶν ἁμαρτανόντων, φωτίζοντας παράλληλα καὶ τὶς παρδιὲς ὅλων ἐκείνων ποὺ ἀνυμνοῦν τὴ θεία εὐσπλαγχνία του. Γιὰ τὰ ἄρρητὰ του μυστήρια καὶ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες του ἀνήκεια δόξα στὸν πανάγαθο Θεό.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Πυρὸς φωτεινότερον, φωτὸς εὐαργέστερον, τὸ
ἔλεος τῆς χάριτός σου Δέσποινα, καταφλέγον
ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ δροσίζουσα δια-
νοίας τῶν ὑμνούντων, τὰ μεγαλεῖά σου, Θεοτό-
κε πανάμωμε».
Τὸ ἔλεος τῆς χάριτός σου Δέσποινα εἶναι φω-
τεινότερο τοῦ πυρός, καὶ τρανότερο τοῦ φωτός,
τὸ ὁποῖον καταφλέγει τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώ-
πων καὶ δροσίζει τὶς διάνοιες τῶν ὑμνούντων
τὰ μεγαλεῖα σου, Θεοτόκε πανάμωμε.
Ὁ ὑμνωδὸς εἶναι ἀνεξάντλητος στὴν ἀνύμνηση τῶν μεγαλείων τῆς σεπτῆς Θεομήτορος. Καταλαμβάνεται ἀπὸ οἶστρον ἡ ψυχή του, θέλοντας νὰ ἐξυμνήσει τὶς χάρες της. Οἱ λέξεις ποὺ χρησιμοποιεῖ εἶναι πραγματικὰ συγκινητικές. Μιὰ ψυχὴ δοσμένη ὁλόψυχα στὸ ἄχραντο θεομητορικὸ μυστήριο! Ὑπάρχει ἄραγε καλύτερη ὑπόθεση γιὰ τὸν ἄνθρωπο;
Ἡ χάρη τῆς Παναγίας, τῆς Δέσποινας τοῦ κόσμου καὶ τῆς θείας βασιλείας, εἶναι τρανότερη καὶ φωτεινότερη ἀπὸ τὴ φυσικὴ φωτιὰ κι ἀπὸ τὸ φῶς. Γιατὶ εἶναι ἡ χάρη τοῦ Υἱοῦ της, ἡ ἄπλετη φωτοχυσία τοῦ χριστολογικοῦ θαύματος. Ἔτσι μπορεῖ νὰ κατακαύσει τὴ φυτεία τοῦ ἐχθροῦ, ποὺ πνίγει τὸν ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ185, τὰ σπέρματα τῆς κακίας ποὺ πνίγουν τὶς ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν, πάντοτε φυσικὰ στὸν ἁγιαστικὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης τὸ φῶς τοῦ θεομητορικοῦ της θαύματος μπορεῖ μὲ τὶς θεσπέσιες μαρμαρυγές του νὰ δροσίσει τὶς διάνοιας τῶν ὑμνούντων τὰ ἄφθιτα μεγαλεῖα της. Μπορεῖ νὰ ἀφανίσει ἀμφιβολίες, ν᾿ ἀποδιώξει σκιάσεις, νὰ τονίσει ἐνάργιες καὶ νὰ φωτίσει πτυχὲς τῆς μυστηριακῆς θείας ἀλήθειας ποὺ κυοφορήθηκε στὴν ὁλοκάθαρη μήτρα τῆς θεσπέσιας Νύμφης τοῦ Θεοῦ, τῆς Κόρης τῆς θείας βασιλείας. Καὶ νὰ δώσει ἀναψυχὴ στὶς κουρασμένες ψυχὲς ὅσων, στὸν καθημερινὸ καύσωνα τῆς ζωῆς ἀγωνίζονται νὰ ζήσουν καὶ νὰ διδάξουν τὰ μεγαλεῖα τῆς Παναγίας τους.

ᾨδὴ ζ´.

«Ρήσεσι θείων Προφητῶν πειθαρχοῦντες, ἕνα
σε μόνον, Θεὸν τῶν ὅλων δοξάζομεν, ἐν τρι-
σὶ χαρακτῆρσιν, οὕτω βοῶντες· εὐλογητὸς εἶ
Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Μένοντες πιστοὶ στὶς ρήσεις τῶν θείων προφητῶν,
δοξάζουμε σὲ τὸ μόνο (ἀληθινὸ) Θεό, ὁ ὁποῖος φέρει
τρεῖς χαρακτῆρες (ὑποστατικὰ ἰδιώματα), οὕτω
βοῶντες· εὐλογητὸς εἶσαι Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν
Πατέρων μας.
Ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῶν πατέρων μας, Θεὸς δικός μας, σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι ταυτόχρονα καὶ Θεὸς ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι δημιουργήματα186 τῆς ἀγαθότητος καὶ τῆς χρηστότητὸς του. Τὸ ὅτι δὲν πιστεύουν σ᾿ αὐτὸν ἢ ὅτι πιστεύουν σὲ ἄλλους ψεύτικους θεούς, δὲν διαφοροποιεῖ τὰ πράγματα. Πολλοὶ ἄλλωστε ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν ἔχουν ἀκούσει κἂν περὶ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Κανένας δὲν τοὺς δίδαξε. Πῶς, λοιπόν, νὰ γνωρίζουν; Ἐπίσης ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ὁποίων ἀπέθανε. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καὶ χρώματος ἢ στάθμης ἡμερώσεως καὶ πολιτισμοῦ, εἶναι παιδιά του ἀγαπητά. Ἡ θεία του πρόνοια περιβάλλει καὶ αὐτοὺς μὲ στοργή. Δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸ ὅποιο πλάσμα του ὁ Θεός. Εἶναι πάντοτε ὁ Πατέρας καὶ προστάτης του, κι ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία του.
Φυσικὰ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ γνωρίζουμε τὸ σχέδιο καὶ τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, γιατὶ δηλαδὴ ἀνέχεται συμπαγεῖς πληθυσμοὶ λαῶν (οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι) νὰ βρίσκονται στὴν πλάνη, χωρὶς νὰ ἔχουν κατηχηθεῖ τὸ λόγο τῆς λυτρωτικῆς θείας ἀλήθειας· «Τὶς ἔγνω νοῦν Κυρίου;»187 Ἐμεῖς μὲ τὴ σοφία (!) μας σκανδαλιζόμαστε, χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ μεταλαμπάδευση τοῦ θείου φωτὸς εἶναι ἔργο κυρίως δικό μας, καὶ ὅτι σὲ πλεῖστες περιπτώσεις ποὺ τὸ μεταδίδουμε, τὸ μεταδίδουμε κακῶς. Ἕνα εἶναι βέβαιο· ὅτι τὰ κριτήρια τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ὅμοια μὲ τὰ δικά μας κριτήρια. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς κρίσεως θὰ σημειωθοῦν πολλὲς ἐκπλήξεις. Ἐμεῖς ποὺ καυχώμαστε ὅτι γνωρίζουμε καὶ δὲν ἀγγίζουμε τὰ μέτρα τῆς ἀποστολῆς μας, θὰ βληθοῦμε ἔξω τοῦ Νυμφῶνος, ἐνῶ τὴν ὑποτιθέμενη θέση μας θὰ καταλάβουν ἄλλοι!188
Ἡ θεογνωσία ποὺ λάβαμε ἀπὸ τοὺς προφῆτες, συνίσταται στὴν πίστη σὲ ἕνα μόνο Θεό, ὁ ὁποῖος φέρει τρεῖς ξεχωριστοὺς χαρακτῆρες, τρία ὑποστατικὰ ἰδιώματα ἀντίστοιχα στὰ τρία πρόσωπα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ.
«Χοϊκοῖς χείλεσιν ἡμεῖς, σὺν ἀΰλοις
τάξεσιν ὕμνοις, Τριὰς ἁγία σὲ μέλπομεν ἐν
μονάδι οὐσίας, ἀναβοῶντες· εὐλογητὸς εἶ Κύ-
ριε, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Μὲ χείλη πήλινα, μαζὶ μὲ τὶς ἄϋλες τάξεις
(τοὺς ἀγγέλους) σοῦ ψάλλουμε ἁγία Τριάδα σὲ
μονάδα οὐσίας, ἀναβοῶντες· Εὐλογητὸς εἶσαι
Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας.
Καὶ πάλι ὁ δοξολογικὸς ὕμνος ποὺ προσφέρουν στὴν ἐν μονάδι ἁγία Τριάδα ἄνθρωποι γήϊνοι καὶ ἄγγελοι ἄϋλοι.

Θεοτοκίον.

«Ἵνα ὁ πλάσας τὸν Ἀδάμ, ἀναπλάσῃ Πάναγνε
πάλιν, ἐκ σοῦ σαφῶς ἐνηνθρώπησε, τοὺς ἀν-
θρώπους θεώσας, οὕτω βοῶντας· εὐλογημένος
Πάναγνε, ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου».
Μὲ σκοπὸ αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ νὰ τὸν
ἀναπλάσει καὶ πάλι (πεσόντα στὴν ἁμαρτία), ἔγινε ἄνθρω-
πος ἀπὸ ἐσένα σαφῶς, θεώσας τοὺς ἀνθρώπους,
ποὺ φωνάζουν οὕτω· Εὐλογημένος εἶναι Πάναγνε,
ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου.
Πλάση καὶ πτώση, ἐνανθρώπηση, ἀνάπλαση καὶ θέωση, εἶναι τὸ σχῆμα μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ποιητὴς ἐδῶ ψάλλει τὸ θεῖο χριστολογικὸ μυστήριο. Τὰ πρόσωπα τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου εἶναι τρία· ὁ Ἀδάμ, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἁγία Θεοτόκος. Ὁ Ἀδὰμ πλάστηκε ἀπὸ τὸ δημιουργὸ μὲ ἕνα θεοδύναμο προορισμό, νὰ μοιάσει μὲ τὸν πλαστουργό του. Ὅμως δὲν τὰ κατάφερε. Ἔμοιασε περισσότερο μὲ τὸ διάβολο, ποὺ τὸν παραπλάνησε καὶ τὸν παραμόρφωσε. Ὁ λόγος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀπομακρύνθηκε ὁ ἄνθρωπος, ἔγινε Χριστός, δηλαδὴ πῆρε σάρκα καὶ ἦλθε κοντὰ στὸν παραβάτη μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ἀναπλάσει, νὰ τὸν ὁδηγήσει πίσω στὸν Πατέρα στὶς αὐλὲς τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ θεώσει τὴ φύση του, κάτι ποὺ ὁ ἴδιος δὲν κατόρθωσε νὰ πραγματοποιήσει. Καὶ ἡ Θεοτόκος δέχτηκε στὴν κοιλία της τὴ φωτιὰ τοῦ Θεοῦ, δίδοντας ἀπὸ τὰ ἁγνά της αἵματα τὴ σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ Μαρία, ἡ ἀπείρανδρη Κόρη, ἔγινε Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἀξιώθηκε νὰ γεννήσει κατὰ σάρκα τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο τὴν ἀνύψωσε ἡ ἀνείκαστη χάρη τοῦ Ὑψίστου. Τὸ μητροπάρθενο κλέος της εἶναι ἄφθιτο. Αὐτὴν μακαρίζουν ὅλες τῶν ἀνθρώπων οἱ γενεές189. Μακαρίζουν τὸν καρπὸ τῆς κοιλίας της, τὸ Θεάνθρωπο Κύριο τῆς δόξης.

ᾨδὴ η´.

«Κρατεῖς τοῦ παντός, ἡ τριττὴ καὶ ἑνιαία,
Κυριαρχία ἄναρχε, διϊθύνεις οὐρανὸν καὶ τὴν
γῆν· διό με φίλτρῳ τῷ σῷ, καταθελγόμενον
ἀεί, φύλαξον ψάλλειν σοι· Πάντα τὰ ἔργα
Κυρίου, τὸν Κύριον ὑμνεῖτε, καὶ ὑπερυψοῦτε,
εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Κυριαρχεῖς τῶν πάντων ἡ ἄναρχη, τριττὴ καὶ
ἑνιαία Κυριαρχία, κυβερνᾶς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ
γῆ· διὰ τοῦτο, καταθελγόμενον ἀπὸ τὴν ἀγάπη
σου, φύλαξέ με πάντοτε, γιὰ νὰ σοῦ ψάλλω·
Ὅλα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριο ὑμνεῖτε καὶ
ὑπερυψοῦτε σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Ὁ ποιητὴς στρέφει ἐδῶ τὸ βλέμμα του πρὸς τὴ θεία παντοκρατορία, πρὸς τὴν τριττὴ καὶ ἑνιαία κυριαρχία, ἡ ὁποία εἶναι ἀόριστη (δὲν ἔχει ὅρια) καὶ ἀπεριόριστη. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁμολογοῦμε στὸ πρῶτο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως· «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα παντοκράτορα». Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς κρατεῖ τῶν πάντων, γιατὶ εἶναι ὁ παντοδύναμος δημιουργός τους. Εἶναι ὁ μόνος Κύριος τοῦ σύμπαντος. Δὲν ὑπάρχει ὀντολογικὰ ἄλλη δύναμη συναΐδια μὲ αὐτόν, ποὺ ν᾿ ἀνταγωνίζεται καὶ νὰ περιορίζει τὴν κυριαρχία του. Καὶ ἂν ὁ Σατανᾶς παρακωλύει τὸ ἔργο του, αὐτὸ γίνεται πάντα μὲ τὴν ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος (ὁ Σατανᾶς) δὲν ἔχει καμιὰ δύναμη ν᾿ ἀντικρούσει αὐτοδύναμα καὶ ἀπ᾿ εὐθείας τὸν ποιητὴς τῶν αἰώνων. Τὸ ἔργο του εἶναι πάντοτε ἐλεγχόμενο ἀπὸ τὸν Θεό190. Ἄλλωστε καὶ αὐτὸς εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ χαλασμένο, πεσμένο στὴν ἀποστασία καὶ παραμορφωμένο.
Ὁ Θεὸς παράλληλα κυβερνᾶ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ. Εἶναι πανταχοῦ παρὼν καὶ πληροῖ τὰ πάντα. Τίποτε δὲν διαφεύγει τῆς παντοκρατορικῆς ἐπιστασίας του. Βρίσκεται παντοῦ, χωρὶς νὰ περιορίζεται στὰ κτίσματα. Πληροῖ τὰ πάντα κι εὑρίσκεται ἐκτὸς τῶν πάντων. Εἶναι τὸ θαῦμα τῆς θείας ἀπειρίας, τὸ ὁποῖον ἀδυνατοῦμε νὰ κατανοήσουμε, καὶ τὸ ὁποῖον ἀσφυκτικὰ συνέχει τὶς καρδιές μας. Μπροστὰ στὴ θεία παρουσία πτύσσουμκε εὐλαβικά, φόβος ἱερὸς καταλαμβάνει τὸ εἶναι μας κι οἱ ψυχές μας φτερουγίζουν μυστικὰ στὸν ἀόρατο καὶ ἀπερινόητο. Ποιός μπορεῖ ν᾿ ἀποφύγει τὸ ἀκοίμητο καὶ ἀθέατο ὄμμα;
Ἡ προσευχόμενη ψυχὴ θέλγεται ἀπὸ τὴν ἀθέατη παρουσία. Θέλγεται ἀπὸ τὸ φίλτρο τοῦ πλασατουργοῦ της καὶ σ᾿ ἀνταπόδοση ψέλλει τὸ κράτος τῆς ἑνιαίας καὶ τριττῆυς Κυριαρχίας.Ὅλα τὰ ἔργα ὑμνεῖτε τὸν Κύριο καὶ ὑπερυψοῦτε σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
«Ἡλίου βολαῖς, τριλαμποῦς καταυγασθῆναι,
φωτουργικαῖς ἀξίωσον, τῶν ὑμνῳδῶν σου τὰς
καρδίας· καὶ νῦν, ὁρᾶν τὸ κάλλος τὸ σόν,
Τριὰς Μονὰς ὡς ἐφικτόν, δώρησαι πάντοτε,
πᾶσι τοῖς πίστει πρεπούσῃ, τὴν σὴν μεγαλωσύ-
νην, ἀνυμνολογοῦσιν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Τριάδα - Μονάδα ἀξίωσε τὶς καρδιὲς αὐτῶν ποὺ
σὲ ὑμνοῦν, νὰ φωτιστοῦν μὲ τὶς φωτουργικὲς
βολίδες τοῦ τριλαμποῦς Ἡλίου. Καὶ
νὰ βλέπουν τὸ κάλλος σου ὅσο αὐτὸ εἶναι
ἐφικτό, δώρησε πάντοτε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μὲ
τὴν πρέπουσα πίστη ἀνυμνοῦν τὴ μεγαλωσύ-
νη σου σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ὑμνωδοῦ εἶναι γοητευμένη ἀπὸ τὸ ἀθέατο μυστικὸ κάλλος τῆς ἁγίας Τριάδος. Θέλει νὰ γεμίσει ἀπὸ τὶς φωτουργικὲς βολίδες, ποὺ ἐξαπολύονται ἀενάως ἀπὸ τὸν τριλαμπῆ Ἥλιο τῆς δόξης. Τὸ ἄγγιγμά τους, ἂν καὶ ἀθέατο, τὴ γεμίζει μὲ ἄρρητες ἡδονὲς καὶ θείους μυστικοὺς ἐκστασιασμούς. Εἶναι αὐτὸ τὸ κάτι ποὺ ὑπάρχει παντοῦ (εἶναι πανταχοῦ παρὸν), καὶ ὅμως ὁκόσμος δὲν τόνοιώθει, γιατὶ εἶναι πονηρὰ τὰ ἔργα του191. Εἶναι τὸ φῶς ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο καὶ ὁ κόσμος δὲν τὸ κατέλαβε· προτίμησε τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Ἡ εὐσεβὴς ὅμως ψυχὴ δὲν ἐπιθυμεῖ ἁπλῶς τὸ τριαδικὸ φῶς, θέλει νὰ δεῖ τὸ ἀσπάσιο κάλλος του. Ν᾿ ἀτενίσει τὴ μακαρία δόξα του, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸ σὲ μιὰ κτιστὴ φύση, ὅσο ἀντέχει ἡ δυνατότητα τοῦ φυσικοῦ πλάσματος. Παρακαλεῖ, λοιπόν, νὰ λάβει τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπόσχεται πρέπουσα πίστη ἀπὸ μέρους της. Τὸ τελευταῖο αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό. Ὁ Θεὸς φανερώνεται μόνο στὶς καθαρὲς καρδιές, σ᾿ αὐτὲς ποὺ πιστεύουν ὀρθὰ στὴν ἀποκαλυμμένη θεία ἀλήθεια καὶ ἐμπιστεύονται ἀπόλυτα τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ὁποῖες ἀνυμνολογοῦν ἀκατάπαυστα τὴ θεία μεγαλωσύνη του.
«Ναόν με τῆς σῆς, τριφαοῦς ποίησον αἴγλης,
ἀγαθουργὲ φιλάνθρωπε, καὶ μετουσίας καὶ
μεθέξεως, ἀπρόσιτον τοῖς ἐχθροῖς τοῖς ἀοράτοις,
καὶ σαρκὸς πάθεσι Δέσποτα, δεῖξον Μονάρχα
Θεέ μου, καὶ Κύριε τῆς δόξης τοῦ ὑμνολογεῖν
σε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Κάνε με ναὸ τῆς τριφαοῦς αἴγλης σου φιλὰνθρ-
πε ἀγαθουργέ, ὡς καὶ κοινωνὸ τῆς μετουσίας καὶ μεθέξεως
(τῆς αἴγλης σου), καὶ ἀνάδειξέ με ἀπρόσιτο στοὺς
ἀόρατους ἐχθροὺς καὶ στὰ πάθη τῆς σάρκας,
Δέσποτα, Μονάρχη Θεέ μου καὶ Κύριε τῆς δό-
ξης, ὥστε νὰ σὲ δοξάζω σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Ζητώντας τὴ μετουσία καὶ μέθεξη τῆς τριφαοῦς αἴγλης ὁ ὑμνωδός, δὲν παύει νὰ ἔχει αἴσθηση τῆς δικῆς του ἐμπερίστατης πραγματικότητος. Βλέπει τοὺς ἀόρατους ἐχθρούς, τοὺς πονηροὺς δαίμονες, σὰν ἀγριεμένα θηρία ἐπιζητοῦν νὰ κατασπαράξουν τὴν ψυχή του192. Βλέπει καὶ τὰ ποικίλα πάθη τῆς σάρκας νὰ βαρύνουν τὴ φύση του καὶ ν᾿ ἀπειλοῦν νὰ τὴν παραδώσουν στὴ νέκρωση καὶ τὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο. Τὰ πράγματα αὐτὰ τὸν πιέζουν ἀφόρητα. Θέλει τὴν ἀπαλλαγή τους, γιὰ νὰ ζήσει ἐλεύθερα τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ζητᾶ περιπαθῶς τὴ φωτιστικὴ αἴγλη τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνει καθαρὸς καὶ ἅγιος ναός της. Ζητᾶ τὴ μετουσία καὶ μέθεξη στὴν φωτεινὴ ἀκτίνα τῆς θείας ἐνέργειας, ὥστε, συγκρατούμενος στὴ χάρη της, νὰ καταστεῖ ἀπρόσιτος σὲ κάθε ἐπιβουλὴ τῶν ἐχθρῶν τῆς ψυχῆς του. Νὰ ζεῖ μονάχα γιὰ τὸν Θεό193, φωταγωγούμενος στὸ φωτεινὸ μυστήριο τῆς δόξας του καὶ ψάλλοντας τὰ μεγαλεῖα του σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.

Θεοτοκίον.

«Φῶς θεαρχικόν, ἐκ γαστρός σου ἀνατεῖλαν, Παρ-
θενομῆτορ Ἄχραντε, πάντα τὸν κόσμον τρισηλίῳ
φωτὶ κατηύγασε, καὶ τὴν γῆν καθάπερ ἂλ-
λον Οὐρανόν, ἔδειξε ψάλλουσαν· πάντα τὰ ἔργα
Κυρίου, τὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Τὸ θεαρχικὸ φῶς ποὺ ἀνέτειλε ἀπὸ τὴ μήτρα
σου, Παρθενομήτωρ ἄχραντη, ἐφώτισε ὅλο τὸν
κόσμο μὲ τὸ τρισήλιο φῶς, καὶ ἔδειξε τὴ γῆ,
σὰν ἄλλον οὐρανό, νὰ ψάλλει· ὅλα τὰ ἔργα Κυ-
ρίου τὸν Κύριο ὑμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε σὲ ὃ-
λους τοὺς αἰῶνες.
Ἕνα ἄλλο Θεοτοκίο στὴ σειρὰ τῶν πολλῶν ἄλλων, στὸ ὁποῖο ὑμνεῖται τὸ ἄχραντο χριστολογικὸ καὶ θεομητορικὸ μυστήριο.

ᾨδὴ θ´.

«Ὑψηγορεῖν, καὶ ὑμνεῖν ἀξίως σε, ὃν ἐν ὑψί-
στοις ἀπαύστως, Σεραφὶμ ἀνυμνοῦσιν, οὐκ
ἐξισχύομεν οἱ πήλινοι· πλὴν ὡς Δεσπότην
τῶν ὅλων τολμῶντες, καὶ φιλανθρωπότατον
Θεὸν μεγαλύνομεν».
Στὸ νὰ λέγουμε ὑψηλὰ καὶ νὰ ὑμνοῦμε ἀξίως
σέ, τὸν ὁποῖον στοὺς οὐρανοὺς ὑμνολογοῦν ἀ-
παύστως τὰ Σεραφείμ, δὲν ἔχουμε τὴ δύναμη
ἐμεῖς οἱ γήϊνοι ἄνθρωποι· ὅμως τολμῶντες, ὡς
Δεσπότη τῶν ὅλων καὶ φιλανθρωπότατο Θεό,
σὲ μεγαλύνουμε.
Ἐδῶ ὁ ποιητὴς ἀναγνωρίζει τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία νὰ ὑμνολογεῖ ἐπάξια τὸ Δεσπότη τῶν ὅλων καὶ φιλανθρωπότατο Θεό. Ἡ ἄξια ἀνύμνηση ἀνήκει στὶς ἄϋλες ἀγγελικὲς φύσεις, ποὺ δὲν ἔχουν τὰ καλύμματα τῆς φυσικῆς κτίσεως. Δὲν ἔχουν τὴν παχύτητα τῆς σάρκας, τὶς πολλὲς ἐπιθυμίες καὶ τὴν περίσταση τοῦ βίου. Οὔτε πάλιν ἔχουν ἀντίθετες ἐσωτερικὲς παρορμήσεις. Εἶναι ὄντα πνευματικὰ καὶ ἄϋλα καὶ ὅ,τι θέλουν, τὸ θέλουν ὑπαρξιακὰ ἐλεύθερα καὶ ἀπερίσπαστα. Ἄλλωστε εἶναι σταθερὰ προσορμισμένα στὴν ἄφθορη θεία δόξα. Δὲν ἔχουν κυματισμοὺς καὶ ταλαντεύσεις.
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι τολμοῦν νὰ ψάλλουν τὴ θεία μεγαλειότητα, μὲ ὅσες δυνάμεις διαθέτει ἡ κτιστὴ φύση τους. Τὸ θάρρος γιὰ τὸ τόλμημα λαμβάνουν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ ἁμαρτωλούς, δὲν τοὺς περιφρονεῖ, ἀλλ᾿ ἐνδιαφέρεται γι᾿ αὐτούς. Καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ μικροῦ αὐτοῦ παραβάτη, ὁ ἴδιος ὁ ὕψιστος Θεὸς πέθανε ἄδοξα ἐπάνω στὸ σταυρό. Ἕνα τέτοιο Δεσπότη καὶ φιλάνθρωπο Θεὸ πῶς νὰ μὴ τὸ δοξολογήσουν τὰ πλάσματα τῆς ἄπειρης ἀγάπης του; Ἄλλωστε δὲν ὑμνολογοῦν ἀμιγῆ τὸν Θεόν, ἀλλὰ συνημμένα καὶ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ προσέλαβε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ κάνει Θεὸ τὸν ἄνθρωπο!
«Σωματικῆς ἀλγηδόνος λύτρωσαι, καὶ ψυχικῆς
ἐμπαθείας τοὺς ὑμῳδούς σου μοναδικὴ Τριὰς
ἀχώριστε, καὶ διαφυλάττεσθαι ἀτρώτους, ἐκ
πάντων τῶν βιοτικῶν πειρατηρίων ἀξίωσον».
Ἀπὸ τὸ σωματικὸ πόνο καὶ τὴν ψυχικὴ ἐμπά-
θεια λύτρωσε τοὺς ὑμνωδούς σου μοναδικὴ (μία)
ἀχώριστη Τριάδα καὶ ἀξίωσέ τους νὰ μένουν
ἄτρωτοι ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ βίου.
Στὴ θαυμάσια ᾠδὴ αὐτὴ ὁ ὑμνωδὸς θέτει μπροστὰ στὴν ἁγία Τριάδα τὴν κακοπάθεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ζητᾶ βοήθεια. Ὁ σωματικὸς πόνος, ἐπακόλουθο τῆς ἀδαμικῆς παραβάσεως καὶ σημεῖο φθορᾶς τῆς φύσεως, εἶναι καθολικὸς κλῆρος τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων καὶ ἀφόρητα ἐπαχθής. Ἡ σωματικὴ νόσος εἶναι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἀπόρροια τῆς νόσου τῆς ψυχῆς. Τὸ σῶμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δέχεται πρῶτο τὸ ἄγριο σφυροκόπημα τῆς ἁμαρτίας. Γίνεται ἑστία διαφόρων παθῶν, ἀρρωσταίνει, μαραίνεται καὶ πεθαίνει. Φυσικὰ δὲν ἦταν αὐτὸς ὁ ἀρχικὸς σκοπὸς τῆς δημιουργίας του. Τὸ χάλασμα ὅμως τῆς φύσεως συμπαρέσυρε πρῶτο τὸ σῶμα στὴν καταστροφή. Ὁ δὲ σωματικὸς πόνος, ποὺ τὸν συνθέτουν τόσα πολλὰ στὴ ζωή, παρὰ τὴ μεγάλη παιδαγωγικὴ σημασία του, δὲν παύει νὰ εἶναι κάτι τὸ πολὺ ὀχληρό, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ δυσάρεστες καταστάσεις τὴν ψυχή. Ἡ Ἐκκλησία μας εὔχεται «ἀνώδυνα τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν». Γιατί τάχα τὰ τέλη καὶ ὄχι ὁλόκληρη ἡ ἐπίγεια ζωή μας; Ἀντίθετα, ὅταν τὸ σῶμα δὲν ὑποφέρει, μπορεῖ μὲν νὰ ὁδηγήσει σὲ ραστώνη τὴν ψυχή, κυρίως ὅμως τῆς παρέχει τὸ ὑπόβαθρο ἀνέσεως πνευματικῆς καὶ εὐφορίας. Ἄλλωστε ἡ σωματικὴ ὑγεία εἶναι ἀξιόζηλο ἀγαθὸ γιὰ ὅλους ἀνεξαίρετα τοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ ὑμνωδός, λοιπόν, εὔχεται λύτρωση ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἀλγηδόνα. Παράλληλα εὔχεται λύτρωση καὶ ἀπὸ τὴν ἐμπάθεια τῆς ψυχῆς. Ἡ κατάσταση αὐτὴ εἶναι πολὺ χειρότερη τῆς σωματικῆς ἀλγηδόνος. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἡ κυρία τοῦ σώματος, εἶναι τὸ κέντρο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁμαρτία σ᾿ αὐτὴν ἐκφράζεται ὡς πάθος. Αὐτὴ ἐπιθυμεῖ, αὐτὴ θέλει, αὐτὴ τέρπεται, αὐτὴ σκέφτεται, αὐτὴ διανοεῖται, αὐτὴ λογίζεται, αὐτὴ κρίνει καὶ αὐτὴ ἐλεύθερα ἐπιλέγει. Αὐτὴ προτιμᾶ τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ δουλεύει στὴν ἐμπάθεια τῆς φύσεως. Ἡ νόσος τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἁμαρτία, τῆς ὁποίας τὰ ψυχοφθόρα ἀποτελέσματα διαβιβάζονται στὸ σῶμα. Τὸ σῶμα εἶναι δέκτης τῶν ποικίλων καταστάσεων τῆς ψυχῆς. Δὲν ἔχουν δίκαιο αὐτοὶ ποὺ κακίζουν πιὸ πολὺ τὸ σῶμα διὰ τὴν ἐμπάθεια τῆς φύσεως. Τὸ σῶμα μονάχο του δὲν μπορεῖ ν᾿ ἁμαρτάνει. Ἡ ἁμαρτία, ὡς ποικιλόμορφη ἐμπάθεια, ὅπως τὴ χαρακτηρίζει ὁ ὑμνωδός, εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνη, γιατὶ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὴν ψυχὴ στὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο, συμπαρασύροντας μαζί της καὶ τὸ σῶμα. Πρέπει, λοιπόν, ν᾿ ἀρθεῖ ἀπὸ τὴν ψυχή, γιὰ νὰ ἡρεμήσει ἡ φύση κοντὰ στὸν Θεό, σωφρονοῦσα καὶ ἱματισμένη194.
Τέλος ὁ ὑμνωδὸς δέεται ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τῶν βιοτικῶν πειρατηρίων. Πολὺ ψυχολογημένη καὶ ἀνθρώπινη ἡ δέηση αὐτή. Πολλοὶ εἶναι οἱ πειρασμοί, ποὺ σὰν κακοήθεις μικροοργανισμοὶ ἐπικάθηνται στὴν ἐπιδερμίδα τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ταλαιπωροῦν. Πολλὰ εἶναι τὰ προβλήματα, οἱ περιστάσεις ποὺ καθημερινὰ φορτίζουν τὴ ζωή μας, τὴν πικραίνουν καὶ τὴ βασανίζουν. Τόσο περισσότερο ὅσο ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς ὑπερβολικὲς ἀπαιτήσεις, ἀνάγκες καὶ ἐπιθυμίες μας, ἀναστατώνουμε τὴ ζωή μας, τὴν κάνουμε πραγματικὸ πειρατήριο. Ὅταν οἱ κάθε λογῆς πειρασμοὶ φορτίζουν τὴν ψυχή μας, αὐτὴ κάμπτεται, ἀπελπίζεται, χάνει τὸν προσανατολισμὸ καὶ τὴν πίστη της. Ξεχνιέται στὴν ὀχληρὴ διαπάλη καὶ χάνεται στὴ θλιβερὴ καθημερινότητα. Χρειάζεται, λοιπόν, νὰ παραμένουμε ἄτρωτοι «ἐκ τῶν βιοτικῶν πειρατηρίων», καὶ αὐτὸ παρακαλεῖ μὲ εὐλάβεια ὁ ὑμνωδός.
«Ἰσοσθενὴς θεαρχία τρίφητε, προϊσχομένη τοῦ
κράτους, ἀπαράλλακτον κάλλος Σῆς οὐσιώδους
ἀγαθότητος, δὸς τῶν πταισμάτων τὴν λύσιν
σοῖς δούλοις, καὶ τῶν πειρασμῶν, καὶ παθὼν
ἀπολύτρωσιν».
Ἰσοσθενὴς τρίφωτη θεαρχία, σὺ ποὺ προβάλλεις
ἀπὸ τὸ κράτος σου ἀπαράλλακτο κάλλος τῆς
οὐσιώδους ἀγαθότητός σου, δῶσε λύση τῶν
πταισμάτων στοὺς δούλους σου καίἀπολύτρω-
ση ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰ πάθη.
Ἴδια δέηση μὲ τὴν πιὸ πάνω.

Θεοτοκίον.

«Νοῦν καὶ ψυχήν τε σαρκὸς τὸ φύραμα,
προσειληφὼς Θεοτόκε, ἐκ σῆς μήτρας ἀ-
χράντου ὁ Θεὸς Λόγος, κατ᾿ ἀλήθειαν Ἄνθρω-
πος ὤφθη καὶ θείας οὐσίας κοινωνὸν τὸν
ἄνθρωπον, σαφῶς ἐναπέφηνε».
Νοῦν καὶ ψυχὴ καὶ τὸ φύραμα τῆς σάρκας (τὸ
σῶμα) προσλαβὼν ἀπὸ τὴν ἄχραντη μήτρα σου
Θεοτόκε ὁ Θεὸς Λόγος, ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος
καὶ ἀνέδειξε σαφῶς τὸν ἄνθρωπο κοινωνὸ θείας
φύσεως.
Ὁ Χριστὸς προσέλαβε ἀπὸ τὴν ὁλοκάθαρη μήτρα τῆς Παρθένου ὁλόκληρη τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, νοῦν, ψυχὴ καὶ σῶμα. Φυσικὰ ἐδῶ ὁ ποιητὴς δὲν διδάσκει τὴν τριχοτομία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὅτι δηλαδὴ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἀπαρτίζεται ἀπὸ τρία συστατικὰ στοιχεῖα, νοῦν, ψυχὴ καὶ σῶμα (ἡ τριχοτομικὴ θεωρία τοῦ Πλάτωνος). Ἡ θεωρία αὐτὴ ἔχει ὑποστηρικτὲς μεταξὺ τῶν ἱερῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐρείσματα στὴν ἁγία Γραφή195. Σωστότερη ὅμως εἶναι ἡ διχοτομικὴ θεωρία (ψυχὴ σὺν σῶμα), τὴν ὁποίαν διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Ὁ νοῦς δὲν εἶναι ἰδιαίτερο συστατικὸ στοιχεῖο τῆς φύσεως, ἀλλὰ δύναμη τῆς ψυχῆς, ἡ σπουδαιότερη καὶ σημαντικώτερη.
Ὁ Λόγος, λαβὼν ἐκ τῆς Παρθένου τὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἔκανε «θείας φύσεως κοινωνόν»196, θεώσας αὐτὴν στὴν ἀπερινόητη τῶν δύο φύσεως συνδρομή. Ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταστάθηκε ὁριστικὰ στὴ θεία φύση τοῦ δημιουργοῦ του. Ἔγινε ἕνας μικρὸς θεός!

ΗΧΟΣ ΠΛ. Δ´

Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ

Ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Τριὰς Μονάς, σῶσόν με τὸν σὸν οἰκέτην.

ᾨδὴ α´.

«Τῷ τρισηλίῳ Βασιλεῖ καὶ Ἄρχοντι, καὶ προ-
μηθεῖ τοῦ παντός, καὶ ἀγαθῷ μόνῳ, φύσει πρυ-
τανεύοντι, καὶ ἑνιαίαν ἔχοντι τῆς Θεότητος δό-
ξαν, Θεῷ Μονάρχῃ προσπίπτομεν, ὕμνον
τὸν τρισάγιον ᾄδοντες».
Στὸν τρισήλιο Βασιλέα καὶ Ἄρχοντα καὶ προ-
νοητὴ τοῦ παντὸς καὶ μόνον ἀγαθό, ποὺ φύσει πρυτα-
νεύει καὶ ἔχει ἑνιαία τὴ δόξα
τῆς θεότητος, στὸ Θεὸ μονάρχη προσπίπτουμε,
ψάλλοντας τὸν τρισάγιο ὕμνο.
Ἡ ᾠδὴ ἀναπέμπει τὸν τρισάγιο ὕμνο στὴ θεία κυριότητα. Ὑμνεῖ τὸν τρισήλιο Βασιλέα καὶ Ἄρχοντα τοῦ παντός, τοῦ ὁποίου ἡ βασιλεία καὶ ἡ κυριαρχικὴ ἐξουσία εἶναι ἀσκίαστες καὶ ἀνεμπόδιστες. Ἐπίσης ὑμνεῖ τὸν προμηθέα τοῦ παντός, αὐτὸν ποὺ προνοεῖ γιὰ ὅλα τὰ ὄντα ποὺ ἔπλασε καὶ εἶναι μόνος ἀγαθός, δηλαδὴ ἔχει φύσει τὴν ἀγαθότητα, στὴν ὁποία μετέχουν ὅλες οἱ ἄλλες κτιστὲς ἀγαθότητες. Τοῦ ὁποίου ἡ φύση πρυτανεύει ἐπὶ πάντων καὶ ἡδόξα τῆς θεότητός του εἶναι ἑνιαία, παρὰ τὴν τριαδικότητα τῶν θείων προσώπων της. Στὸ μονάρχη Θεό, ποὺ κυβερνᾶ τὰ πάντα μὲ ἀγαθότητα καὶ σοφία, οἱ πιστοὶ προσπίπτοντες ἀπευθύνουν τὸν τρισάγιο ὕμνο τῶν ἀγγέλων.
«Ρήσεις τὰς θείας, καὶ χρησμοὺς τοὺς ἄνωθεν,
μεμυημένοι σαφῶς, Θεαρχικὴν φύσιν, ἑνικὴν
δοξάζομεν, ἀΐδιον συνάναρχον, ἐν τρισοὶ τοῖς
προσώποις, Πατρὶ Υἱῷ καὶ τῷ Πνεύματι, δη-
μιουργικήν, παντοδύναμον».
Μυημένοι σαφῶς στὶς θεῖες ρήσεις καὶ τοὺς ἄνω-
θεν χρησμούς, δοξάζουμε τὴ θεαρχικὴ φύση,
ποὺ εἶναι ἑνικὴ (μία), ἀΐδια καὶ συνάναρχη,
διακρινόμενη σὲ τρία πρόσωπα, τὸν Πατέρα,
τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, καὶ εἶναι δη-
μιουργικὴ καὶ παντοδύναμη.
Ἐδῶ ὁ ποιητὴς ἐξαίρει σημαντικὰ στοιχεῖα τοῦ τριαδικοῦ δόγματος τῆς πίστεως. Μὲ βάση τὰ προφητικὰ λόγια καὶ τοὺς ἄνωθεν χρησμοὺς ποὺ ἀναφέρονται στὸ δόγμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀναπέμπει δόξα στὴ θεαρχικὴ φύση (τὴ θεότητα) ποὺ εἶναι μία καὶ ὄχι πολλὲς (μονοθεϊσμὸς), ἀΐδια καὶ συνάναρχη (ὥστε οἱ ὑποστάσεις της νὰ εἶναι ὅλες ἴσες κατὰ τὴν οὐσία μεταξύ τους καὶ νὰ ἔχουν τὴν ἴδια ἀφετηρία, χωρὶς νὰ προηγοῦνται ἡ μιὰ τῶν ἄλλων, κ.ο.κ.), καὶ ὡστόσο νὰ διακρίνεται σὲ τρία ὁμοούσια καὶ ἀσύγχυτα πρόσωπα, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἀναπέμπεται δόξα στὴν ἁγία Τριάδα, ἡ ὁποία εἶναι δημιουργικὴ καὶ παντοδύναμη.
«Ἱερομύστης Ἀβραὰμ γενόμενος, ἱεροτύπως τὸ
πρίν, τὸν ποιητὴν πάντων, καὶ Θεὸν καὶ Κύριον,
τρισὶν μὲν ὑποστάσεσιν, ὑπεδέξατο χαίρων,
καὶ τῶν τριῶν ὑποστάσεων, κράτος ἑνιαῖον ἐ-
γνώρισε».
Ἱερομύτης γενόμενος παλαιὰ ὁ Ἀβραάμ, μὲ
τυπικὴ ἱεροπρέπεια ὑποδέχτηκε μὲ χαρὰ τὸν ποιητὴ τῶν
ὅλων καὶ Θεὸ καὶ Κύριο, σὲ τρεῖς μὲν ὑποστά-
σεις, τῶν ὁποίων τὸ ἑνιαῖο κράτος ἐγνώρισε.
Τὸ νὰ μυηθεῖ κανεὶς στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ δὲν χρειάζονται σοφία καὶ ἐμβρίθεια. Ἀπαιτεῖται μόνο καρδιὰ ἁπλοϊκὴ καὶ καθαρή. Στὰ φτωχὰ πνεύματα197 καὶ τὶς συντετριμμένες καρδιὲς ἐνοικεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἄκτιστη θεία του ἐνέργεια. Ἐκεῖ φωτίζει τὸ νοῦ, ὥστε νὰ γευθεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, στὴν ἐρημιὰ καὶ τὴν ἡσυχία καὶ τὴ γαλήνη τοῦ πνεύματος. Οἱ φουσκωμένες διάνοιες καὶ τὰ ὑπερήφανα μυαλὰ δὲν ἕλκουν τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ198. Ἕνας τελώνης ἄνοιξε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ φαρισαῖος πέθανε στὸ βρόχο τῆς αὐταρέσκειας καὶ τῆς αὐτοδικαιώσεώς του. Τί μπορεῖ νὰ προσφέρει τὸ ἄρριζο καὶ θορυβῶδες πνεῦμα στὸν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης, στὸν ταπεινὸ καὶ πρᾶο σαρκωθέντα Λόγο;
Ὁ Ἀβραάμ, ὁ πατέρας τῆς πίστεως ποὺ ζοῦσε τὸν Θεὸ πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὴ φυσικὴ τροφή, μπόρεσε νὰ γίνει ἱερομύστης, θεῖος ἱεροφάντης, δεχθεὶς μέσα του τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ τόσο μακρυνοὺς καιρούς, καὶ νὰ προτυπώσει ἱεροπρεπῶς τὸ μυστήριο τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ποὺ γνωρίζεται σὲ μιὰ ἀδιαίρετη οὐσία καὶ τρεῖς ὁμοούσιες καὶ ἀσύγχυτες ὑποστάσεις, τῶν ὁποίων τὸ κράτος εἶναι ἑνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο.

Θεοτοκίον.

«Ἀπειρογάμως τὸν Χριστὸν ἐκύησας, τὸν καθ᾿
ἡμᾶς, εἰληφότα φύσιν, Πάναγνε καὶ ἄτρεπτον,
κατ᾿ ἄμφω διαμείναντα· οὓ δυσώπει ἀπαύ-
στως, ἁμαρτιῶν μοι δωρήσασθαι, καὶ τῶν
πειρασμῶν ἀπολύτρωσιν».
Χωρὶς νὰ λάβεις πεῖρα γάμου Πάναγνε, ἐγὲν-
νησες αὐτὸν ποὺ πῆρε τὴ δική μας φύση καὶ παρέ-
μεινε ἄτρεπτος καὶ στὶς δύο φύσεις του. Αὐτὸν
παρακάλει ἀπαύστως νὰ μοῦ παράσχει λύτρωση
ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τοὺς πειρασμούς.
Τὸ Θεοτοκίο αὐτὸ ἐντάσσεται στὴ σειρὰ τῶν πολλῶν ἄλλων Θεοτοκίων, ὅπου ἐξαίρονται ὁ ἀπειρόγαμος τόκος τῆς Παρθένου καὶ ἡ ἄτρεπτη θεία ἐνανθρώπηση· ἀπευθύνεται δὲ δέηση πρὸς τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ νὰ σώζει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τοὺς πειρασμοὺς τῆς ζωῆς.

ᾨδὴ γ´.

«Σὲ τὸν ἀπρόσιτον Θεόν, καὶ Βασιλέα τῆς δόξης,
ἐπὶ θρόνου Ἡσαΐας κατεῖδεν, ὑψηλοῦ καὶ Χερου-
βίμ, κσὶ Σεραφεὶμ δοξάζοντα, ἀκαταπαύστοις
ὕμνοις, μοναδικὸν τρισυπόστατον».
Σὲ τὸν ἀπρόσιτο Θεὸ καὶ Βασιλέα τῆς δόξης ὁ
Ἡσαΐας εἶδε (ἐν ὁράματι) νὰ κάθεται σὲ θρό-
νο ὑψηλό, τὰ δὲ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφεὶμ
νὰ τὸν δοξάζουν μὲ ἀκατάπαυστους ὕμνους,
ὡς μοναδικὸ (ἕνα) καὶ τρισυπόστατο.
Τονίζεται καὶ πάλι τὸ ὅραμα τοῦ Ἡσαΐα, ὁ ὁποῖος εἶδε τὸν Θεὸ νὰ κάθεται σὲ θρόνο ὑψηλὸ (ἀνθρωποπαθὴς ἔκφραση πρὸς δήλωση τῆς δόξης καὶ τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀπρόσιτου Θεοῦ), οἱ δὲ ἄγγελοι (τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφεὶμ) νὰ τὸν δοξάζουν ἀκατάπαυστα μὲ ὕμνους, τονίζοντας τὴ μία οὐσία καὶ τὶς τρεῖς ὑποστάσεις τῆς θεότητος. Ὁ τρισάγιος ὕμνος τῶν ἀγγέλων εἶναι ἕνας ὡραῖος ὑπαινιγμὸς τοῦ τριαδικοῦ δόγματος στὴν Π. Διαθήκη.
«Μόνον πατρόθεν ὡς ἐκ Νοῦ, γεγεννημένον
τὸν Λόγον, καὶ τὸ Πνεῦμα προελθὸν ἀπορρή-
τως, καταλλήλοις λογισμοῖς, καὶ γραφικοῖς
διδάγμασι, κατειληφότες ἕνα, Θεὸν τρισήλιον
σέβομεν».
Μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὡς ἀπὸ Νοῦ, γεννημένο
τὸν Λόγο καὶ τὸ Πνεῦμα
προϊὸν ἀπορρήτως, μὲ κατάλληλους λογισμοὺς
καὶ διδάγματα ἀπὸ τὴ Γραφὴ παραλαβόντες,
λατεύουμε ἕνα τρισήλιο Θεό.
Τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος εἶναι πολὺ δύσκολο. Περιέχει νοήματα λεπτὰ καὶ δυσδιάκριτα. Μελετώντας το ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ εὔκολα νὰ τὸ παρανοήσει, ἂν στηρίζεται ἀποκλειστικὰ στοὺς δικούς του λογισμούς. Αὐτὸ ἔκαναν οἱ αἱρετικοί, προσπαθώντας μὲ τὸ λογικὸ τους νὰ ἐξιχνιάσουν τὸ δυσδιάγνωστο μυστήριο. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ λάβει κάποια αἴσθηση τοῦ δόγματος, νὰ τὸ νοήσει καὶ νὰ τὸ διδάξει ὀρθῶς, μόνο κάτω ἀπὸ δύο προϋποθέσεις· νὰ ἔχει κατάλληλους λογισμοὺς καὶ νὰ στηρίζεται στὴν ἀλήθεια τῆς ἁγίας Γραφῆς. Οἱ λογισμοὶ πρέπει νὰ εἶναι κατάλληλοι, ἱεροπρεπεῖς, ἀνάλογοι μὲ τὴν ἱεροπρέπεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Δὲν χρειάζονται πολλοὶ καὶ περίτεχνοι συλλογισμοί, οὔτε χειμαρρώδης κατὰ κόσμον σοφία. Ἀρκεῖ ἡ ἥρεμη καὶ φωτισμένη σκέψη, ὁ νοῦς ὁ μεταποιημένος ἀπὸ τὴ χάρη καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ199. Παράλληλα ἡ μελέτη τοῦ δόγματος πρέπει νὰ στηρίζεται στὶς πηγὲς τῆς πίστεως· στὴν ἁγία Γραφή, ὅπου ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, καὶ ὁ λόγος της εἶναι θεόπνευστος200, καὶ στὴν ἱερὰ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου φυλάσσεται, ἑρμηνεύεται καὶ μεταδίδεται ἀνόθευτη ἡ θεία ἀλήθεια, λαλοῦν οἱ θεοφόροι Πατέρες καὶ οἱ πνευματοφώτιστοι θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἡ συνείδησή της λατρεύει ἐν μυστηρίῳ τὰ δόγματα τῆς πίστεώς της. Ἂν θεολογήσει κανεὶς κατ᾿ ἄνθρωπον, θὰ διαστρέψει ἀφεύκτως τὴ θεία ἀλήθεια, ἡ ὁποία δὲν εἶναι κομμένη στὰ λογικὰ μέτρα του, εἶναι ἀλήθεια ὑπερφυσικὴ καὶ ἀπόρρητη.
Στὶς βάσεις αὐτὲς θεολογοῦντες οἱ πιστοί, λατρεύουν ἕνα Θεὸ τρισήλιο καὶ τρισυπόστατο.
«Ὁ ὢν ἀγέννητος Πατήρ, καὶ τῆς ἰδίας οὐσίας, τὸ
ἀπαύγασμα γεννήσας ἀρρεύστως, τὸν
Υἱὸν φῶς ἐκ φωτός, ἐκπορευτῶς προβάλλεται,
συμφυὲς φῶς τὸ Πνεῦμα, τὸ παντουργὸν καὶ ὁμό-
τιμον».
Ὁ Πατὴρ ποὺ εἶναι ἀγέννητος καὶ ἀπὸ τὴν οὐσία
του γέννησε τὸ ἀπαύγασμά του ἀρρεύστως, τὸν
Υἱό του ποὺ εἶναι φῶς ἐκ φωτός, προβάλλει μὲ ἐκ-
πόρευση (ἐκ τῆς οὐσίας του) τὸ Πνεῦμα ποὺ εἶναι
φῶς συμφυὲς (μὲ τὸ δικό του), παντουργὸ
καὶ ὁμότιμο (μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ).
Ὡραία καὶ πυκνὴ διατύπωση τοῦ τριαδικοῦ δόγματος κατὰ τὰ βασικὰ καὶ κύρια στοιχεῖα του.
Ὀ Πατὴρ εἶναι ἀγέννητος. Τὸ ἀγέννητον εἶναι -ὅπως πολλὲς φορὲς εἴπαμε- τὸ ὑποστατικὸ του ἰδίωμα, ποὺ εἶναι αὐστηρῶς προσωπικό. Ἀπὸ τὴν οὐσία του γεννᾶται ὁ Υἱός, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ Πατρὸς καὶ ὁ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεώς του201. Γεννᾶται δὲ ὁ Υἱὸς ἀρρεύστως. Χωρὶς τὴ φυσικὴ διαδικασία συλλήψεως, ποὺ γίνεται κατόπιν ἀνδρικῆς ρεύσεως. Τέτοιες καταστάσεις εἶναι ἀνοίκειες πρὸς τὴν ἀπαθῆ φύση τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πνεῦμα ἀπόλυτο. Ὁ Υἱός, ὡς ἀπαύγασμα τοῦ Πατρός, ὡς φῶς ἐκ φωτὸς εἶναι ὁμοούσιος πρὸς τὸ Γεννήτορα. Ἡ γέννηση εἶναι τὸ προσωπικὸ ὑποστατικό του ἰδίωμα, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀκοινώνητο καὶ ἀμετάδοτο. Καί, τέλος, ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατρὸς προβάλλεται καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ὡς φῶς ἐκ φωτὸς (ὅπως καὶ ὁ Υἱὸς) καὶ συμφυὲς μὲ τὴν οὐσία τοῦ Υἱοῦ, ποὺ προέρχεται ἐκ τοῦ Πατρὸς (ὁμοούσιο) καὶ εἶναι παντουργὸ καὶ ὁμότιμο, ἀπαράλλακτα ὅπως καὶ τὰ δύο ἄλλα πρόσωπα τῆς Παναγίας Τριάδος. Στὰ πρόσωπα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἡ αὐτὴ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια.

Θεοτοκίον.

«Ναὸς ἐδείχθης καθαρός, Παρθενομῆτορ Μα-
ρία, τοῦ τὰ πάντα πανσθενῶς καὶ πανσόφως,
ὑποστήσαντος Χριστοῦ, καὶ τάξαντος καὶ φέ-
ροντος· ὃν ἐξιλέωσαί μοι, ταῖς μυτρικαῖς σου
δεήσεσι».
Ἀποδείχθηκες ναὸς καθαρός, Παρθενομήτωρ
Μαρία, τοῦ Χρισοτῦ, ὁ ὁποῖος ἔπλασε, ἔταξε
καὶ φέρει τὰ πάντα παντοδυνάμως καὶ παν-
σόφως· Αὐτὸν ἐξιλέωσε γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά μου,
διὰ τῶν μητρικῶν σου δεήσεων.
Ὁ ὅρος «Παρθενομήτωρ» ποὺ ἀποδίδεται στὴ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ καταλληλότερος τίτλος γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸ θεομητορικό της μυστήριο. Παρθένος καὶ Μητέρα μαζί! Θαῦμα ὄντως πρωτόγνωρο. Ἡ Ἐκκλησία μας μὲ συγκίνηση ψάλλει· «Τὶς γὰρ ἔγνω μητέρα ἄνευ ἀνδρὸς τετοκυῖα;» Αὐτὸς εἶναι ὁ ὕμνος τοῦ «μητροπάρθενου κλέους», τῆς ἀπείρανδρης καὶ ἀπειρόγαμης Κόρης, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γεννήσει τὸν Ἐμμανουήλ, καὶ μὲ τὸν Τόκο της νίκησε τοὺς νόμους τῆς φύσεως.
Ἡ Παρθενομήτωρ Μαρία ἀναδείχθηκε ναὸς καθαρότητος γιὰ νὰ δεχτεῖ μέσα του ἔνοικο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε, συνέταξε καὶ φέρει στὴ θεία του ἐνέργεια τὰ πάντα μὲ παντοδυναμία καὶ σοφία. Δὲν εἶναι μικρὸ τὸ ἀξίωμα τῆς Θεοτόκου. Τὸ θαῦμα της καλύπτει γῆ καὶ οὐρανούς. Ὡς Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ φέρει πολλὲς χάρες. Μπορεῖ δὲ δραστικὰ νὰ μεσιτεύσει ὑπὲρ τῶν πνευματικῶν τέκνων της, τὰ ὁποῖα γέννησε ὁ Υἱὸς της διὰ τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου του. Σ᾿ αὐτὸ θαρροῦντες οἱ πιστοὶ προστρέχουν στὴ χάρη της. ζητώντας νὰ ἐξιλεώσει διὰ τῶν προσευχῶν της τὸν Υἱό της γιὰ τὰ πολλά τους ἁμαρτήματα.

Κάθισμα.

«Τῆς τρισηλίου καὶ σεπτῆς τελεταρχίας, τὰς
δυναστείας οἱ πιστοὶ νῦν εὐφημοῦμεν· ὅτι νεύ-
ματι μόνῳ τὸ πᾶν συνέστησε· τὰς ἄνω χορο-
στασίας Ἀγγελικάς, τὰς κάτω Ἱεραρχίας Ἐκ-
κλησιῶν, τοῦ κραυγάζειν τὸ Ἅγιος, Ἅγιος εἶ,
Θεὲ Ὑπεράγαθε, δόξα, ὕμνος τῷ κράτει σου».
Οἱ πιστοὶ ἀνευφημοῦμε τὴν ἐξουσιαστικὴ δύ-
ναμη τῆς τρισήλιας σεπτῆς τελεταρχίας (τοῦ
δημιουργοῦ καὶ διακοσμητοῦ Θεοῦ)· διότι μὲ ἕνα
του νεῦμα μόνο συνέστησε τὰ πάντα· τὶς ἄνω
ἀγγελικὲς χοροστασίες καὶ τὶς κάτω ἐκκλησια-
στικὲς ἱεραρχίες, γιὰ νὰ κραυγάζουν τὸ Ἅγιος
Ἅγιος εἶσαι ὑπεράγαθε Θεέ, δόξα καὶ ὕμνος
ἀνήκουν στὸ κράτος σου.
Μὲ γεύση θριαμβικῆς ἀγαλλιάσεως τὰ χείλη τοῦ ὑμνωδοῦ ἀναλύονται σὲ ὕμνο τῆς παντοκρατικῆς δημιουργικῆς δυνάμεως τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Θαυμάζει τὴ δυναστεία τῆς σεπτῆς τριαδικῆς Τελεταρχίας, τῆς θείας ἐνέργειας ποὺ φέρει στὸ εἶναι καὶ ὁρίζει τὴν τάξη τῆς δημιουργίας. Κυρίως ἐκπλήσσεται γιὰ τὸ ὅτι μὲ ἕνα πανσθενὲς νεῦμα της ἔπλασε καὶ διεκόσμησε τὴν τάξη τῶν ἄνω ἀγγελικῶν χοροστασιῶν, τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων ποὺ ὑπηρετοῦν τὸν παντοδύναμο Θεό· ὅπως καὶ τὶς ἱεραρχίες τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῆς γῆς, ποὺ διοικοῦν καὶ ποιμαίνουν τὸ ἅγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα τὰ πλάσματα, πνιγμένα στὶς χάρες καὶ τὶς δωρεὲς τοῦ Δημιουργοῦ, ψάλλουν τὸν τρισάγιο ὕμνο, ἀπευθύνοντας στὸν ὑπεράγαθο Θεόδόξα καὶ ὕμνο γιὰ τὴν ἄπειρή του δύναμη.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Τὸν ἀναλλοίωτον Θεὸν ἡ τετοκυῖα, ἀλλοιουμένην
εἰς ἀεὶ τῇ ἁμαρτίᾳ, ταῖς προσβολαῖς τοῦ δολίου
καὶ τῇ ραθυμίᾳ, στερέωσον τὴν καρδίαν μου ἀγα-
θή, πρεσβείαις ταῖς μητρικαῖς σου, ὅπως κἀγώ,
εὐχαρίστως κραυγάζω σοι· Θεογεννῆτορ Μαριάμ,
ἐλέησον τὴν ποίμνην σου, ἣν ἐκτίσω Πανάμωμε».
Σὺ ποὺ γέννησες τὸν ἀναλλοίωτο Θεό, στερέωσε
διὰ τῶν πρεσβειῶν σου ἀγαθὴ τὴν καρδία μου,
ἡ ὁποία συνεχῶς ἀλλοιώνεται στὴν ἁμαρτία
διὰ τῶν προσβολῶν τοῦ δολίου (δαίμονος) καὶ τῆς ραθυμίας της,
ὥστε κι ἐγὼ εὐχαρίστως νὰ κραυγάζω σὲ σένα· Μαριάμ, σὺ
ποὺ ἐγέννησες τὸν Θεό, ἐλέησε τὴν ποίμνη σου,
τὴν ὁποίαν ἀπέκτησες Πανάμωμη.
Στὴν ἄσκησή του ὁ ποιητὴς βλέπει καὶ θλίβεται διὰ τὴν ἀστάθεια τῆς καρδιᾶς του. Τὴ βλέπει νὰ κυμαίνεται καίν᾿ ἀλλοιοῦται στὴν ἁμαρτία. Νὰ μὴ ἔχει σταθερὴ προσήλωση στὸ ἀγαθό. Νὰ ἀλλάζει συνεχῶς διὰ τῶν προσβολῶν τοῦ ἐχθροῦ, ὁ ὁποῖος ἀνύστακτα προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποτραβήξει ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν παραποδίσει καὶ τὴν ἀνατρέψει. Ἐπίσης ἡ δική του ραθυμία χαλαρώνει τὸν πνευματικὸ α᾿γώνα του, ἀνοίγει τὴν εἴσοδο στὰ πάθη, τὸν κάνει νὰ δειλιᾶ καὶ ν᾿ ἀπελπίζεται. Ὅλα αὐτὰ τὸν θλίβουν ἀφάνταστα. Τοῦ κάνουν δύσκολη τὴ ζωὴ καὶ τοῦ ἀνοίγουν τὸ δρόμο περὸς τὴν πνευματικὴ ἀπώλεια. Ἔτσι παρακαλεῖ τὴν Παναγιά, αὐτὴ ποὺ γέννησε τὸν ἀναλλοίωτο Θεό, χωρὶς ν᾿ ἀλλοιωθεῖ ἡ ἁγνότητα καὶ ἡ παρθενία της, διὰ τῶν πρεσβειῶν της νὰ στερεώσει τὴν καρδιά του στὸ λυτρωτικὸ ἀγαθό, νὰ τὴν κάνει ἀπρόσβλητη στὸ διάβολο καὶ στὴ ραθυμία τῆς φύσεως. Ἔτσι ποὺ καὶ αὐτός, ριζωμένος ἀκλόνητα στὸ ἄχραντό της μυστήριο, νὰ τῆς φωνάζει δυνατά· Παναγία μας, σὺ ποὺ ἐγέννησες τὸν Θεό, ἐλέησε τὴν ποίμνη σου, ποὺ ἀξιώθηκες ν᾿ ἀποκτήσεις μὲ τὴ χάρη τοῦ θεομητορικοῦ μυστηρίου σου.

ᾨδὴ δ´.

«Ἀνατολή, δικαιοσύνης φανεὶς Χριστός, τοῖς ἐν
σκότει, πᾶσαν διεσκέδασε, τὴν ἀφεγγῆ νύκτα
τῶν παθῶν, καὶ τῆς τρισηλίου θεότητος φῶς
ἀνέτειλεν, ἁπλοῦν μὲν κατ᾿ οὐσίαν, τριλαμπὲς
δὲ προσώποις· ὃ ὑμνοῦμεν ἀεὶ καὶ δοξάζομεν».
Χριστέ, φανεὶς ἀνατολὴ δικαοσύνης γι᾿ αὐτοὺς ποὺ
ζοῦσαν στὰ πνευματικὰ σκοτάδια, διεσκόρπισες
ὅλη τὴν ἀφεγγῆ νύκτα τῶν παθῶν καὶ ἔκανες νὰ
ἀνατείλει τὸ φῶς τῆς τρισηλίου θεότητος, ποὺ
εἶναι ἁπλὸ (ἕνα καὶ α᾿σύνθετο) κατὰ τὴν οὐσία,
τριλαμπὲς δὲ κατὰ τὰ πρόσωπα· τὸ ὁποῖον ὑ-
μνοῦμε παντοτινὰ καὶ δοξάζουμε.
Ὕμνος καὶ πάλι πρὸς τὸ θεῖο τριαδικὸ φῶς, τὸ ὁποῖο διακονήθηκε στὸν κόσμο μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι, μετὰ τὴν παρακοὴ τῆς ἁμαρτίας, ζοῦσαν στὸ ψεῦδος τῆς ἀγνωσίας καὶ τὴν ἀφεγγῆ νύχτα τῶν παθῶν. Μὴ ἔχοντας τὸ φῶς, ζοῦσαν τυλιγμένοι στὰ πνευματικὰ σκοτάδια. Ὅπου ξαφνικὰ στὸν σκοτεινὸ ὁρίζοντα τῆς ἀνθρωπότητος φάνηκε ὁ Χριστός, ὁ ἔνσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ, σὰν ἀνατολὴ δικαιοσύνης202, καὶ διέλυσε τὴ σκοτεινὴ καὶ ἀφεγγῆ νύκτα τῶν παθῶν, ποὺ ἀσφυκτικὰ πίεζε τὶς ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Ἔδιωξε τὰ σκοτάδια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔκαμε νὰ λάμψει στὸν κόσμο τὸ ἄκτιστό του θεῖο φῶς, ποὺ εἶναι ἁπλό, ἀδιαίρετο καὶ ἀσύνθετο στὴν οὐσία του καὶ τριαδικὸ στὶς ὑποστάσεις τῆς θεότητος. Στὸ φῶς αὐτὸ ἀνάβλεψε καὶ ἀναγεννήθηκε ὁ κόσμος. Αὐτόδοξάζουν καὶ ἀνυμνοῦν οἱ πιστοί.
«Σεραφεικοῖς, στόμασι τὸν ἀνυμνούμενον, τοῖς
πηλίνοις, χείλεσι δοξάζομεν, μοναδικὸν καὶ τρια-
δικόν, Κύριον τῆς δόξης, τῇ φύσει καὶ ὑποστάσε-
σι, βοῶντες· Ὧ Παντάναξ, τοῖς σοῖς δούλοις
παράσχου, τῶν ποικίλων πταισμάτων συγχώρησιν».
Αὐτὸν ποὺ ἀνυμνεῖται ἀπὸ τὰ στόματα τῶν Σερα-
φείμ, μὲ τὰ πήλινά μας στόματα δοξάζουμε, ὡς
Κύριο τῆς δόξης μοναδικὸ στὴ φύση καὶ τριαδικὸ
στὶς ὑποστάσεις, βοώντας· Ὧ Παντάναρχε Θεέ,
χάρισε στοὺς δούλους σου συγχώρηση τῶν ποικί-
λων τους πταισμάτων.
Ἡ συνήθης δοξολόγηση τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ στόματα ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, καὶ ἡ ἀκολουθοῦσα δέηση γιὰ συγχώρηση πταισμάτων.
«Συνεκτική, πάντων τῶν ὄντων ἀόρατε, παν-
οικτίρμον, εὔσπλαγχνε φιλάνθρωπε. Τριάς σε-
πτή, καὶ Θεαρχική, μὴ μοῦ ἐπιλάθῃ, τοῦ σοῦ
οἰκέτου τὸ σύνολον· μηδὲ διασκεδάσῃς, ἣν
διέθου σοῖς δούλοις, διαθήκην δι᾿ ἄφατον ἔλεος».
Ἡ συνεκτικὴ ὅλων τῶν ὄντων, σεπτὴ καὶ θεαρχικὴ Τριάδα,
ἡ ἀόρατη, ἡ πανοικτίρμων, ἡ εὔχπλαχνη καὶ ἡ
φιλάνθρωπη, μὴ λησμονήσεις τοῦ οἰκέτη σου τὴν ὅλη
κατάσταση· καὶ μὴ ἀκυρώσεις τὴ διαθήκη ποὺ σύναψες
μὲ τοὺς δούλους σου, ἀπὸ ἀνέκφραστο ἔλεος.
Ἀφοῦ παραθέσει ὁ ποιητὴς πολλὰ ἐπίθετα χαρακτηρίζοντα τὴ φύση τῆς σεπτῆς θεαρχικῆς τριάδος (κυρίως τὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὸ ἔλεος), ζητᾶ ἀπ᾿ αὐτὴν νὰ μὴ τὸν λησμονήσει στὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι καὶ πολὺ εὐχάριστη ἀπὸ ἄποψη πνευματική. Παράλληλα ζητᾶ νὰ μὴ ἀκυρώσει ὁ τριαδικὸς Θεὸς τὴ διαθήκη ποὺ ἔκλεισε μὲ τοὺς δούλους του, νὰ εἶναι Θεός τους καὶ αὐτοὶ λαός του. Φυσικὰ ὁ πιστὸς στὶς ἐπαγγελίες του Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ κάνει κάτι τέτοιο, ἐκτὸς κι᾿ ἂν ἀρνηθεῖ τὴ φύση του, πρᾶγμα ἀδύνατο203. Ἡ ἀκύρωση τῆς διαθήκης μόνο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πλάσματος μπορεῖ νὰ γίνει204, ὅταν τοῦτο λησμονήσει τὶς ὑποχρεώσεις του πρὸς τὸν Θεό, παραβαίνει συστηματικὰ τὸ νόμο του καὶ προσβάλλει τὸ ἅγιο ὄνομα καὶ τὴ χάρη του. Αὐτὸ δὲν συνέβη μὲ τὸν παλαιὸ Ἰσραήλ;

Θεοτοκίον.

«Ὡραίαν σε, Πάναγνε μόνην εὑράμενος, ἐξ αἰῶνος,
Λόγος ὁ προάναρχος, τὴν Ἰακὼβ Κόρη καλλονήν,
καὶ ἐν σοὶ σκηνώσας, δι᾿ εὐσπλαγχνίαν ἀνέπλασε,
τὴν φύσιν τῶν ἀνθρώπων· ὃν δυσώπει ἀπαύστως,
ἀπὸ πάσης ρυσθῆναί με θλίψεως».
Μιὰ καὶ σὲ βρῆκε, Πάναγνε Κόρη, μόνην ὡραία ἐκ
τοῦ αἰῶνος (ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου), τὴν καλλονὴ τοῦ
Ἰακώβ, ὁ προάναρχος Λόγος, καὶ σκηνώσας στὴ μή-
τρα σου, ἀνέπλασε ἀπὸ εὐσπλαγχνία τὴ φύση τῶν ἀνθρώ-
πων· αὐτὸν παρακάλει ἀπαύστως νὰ μᾶς λυτρώσει
ἀπὸ κάθε εἴδους θλίψη.
Πολλάκις διερωτώμαστε· γιατί ὁ Θεὸς ἄφησε νὰ περάσουν τόσες ἑκατοντάδες ἐτῶν γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος στὴ γῆ, καὶ μάλιστα στὸ συγκεκριμένο χρόνο τῆς θείας του σαρκώσεως; Οὐσιαστικὰ δὲν γνωρίζουμε τὴν θεόσοφη θεία βουλή. Ἡ Γραφὴ μιλάει γιὰ «πλήρωμα τοῦ χρόνου»205, δηλαδὴ ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος χρόνος, ὁ «καιρὸς» τοῦ Θεοῦ, ποὺ φυσικὰ δὲν ἦταν ἀπροϋπόθετος, γιατὶ ὁ Θεὸς τίποτα δὲν ἐνεργεῖ «εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχεν», ἀλλὰ πάντοτε σύμφωνα μὲ τὴν ἔλλογη καὶ εὔτακκτή του ἐνέργεια, ἀνάλογη πρὸς τὴ θεία φύση του. Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπώαζε στοὺς ἁρμοὺς τῆς ἀνθρωπότητος τὴν κατάλληλη στιγμὴ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, ὥστε οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων νὰ ἔχουν κάποια ἑτοιμότητα γιὰ νὰ δεχθοῦν τὸ εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας.
Ὑπῆρχε ὅμως καὶ κάτι ἄλλο. Ὁ Λόγος γιὰ νὰ γίνει πραγματικὸς ἄνθρωπος, ἔπρεπε νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ πραγματικὴ μητέρα. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ὅμως τῆς δημιουργίας ἔλειπε ἀπὸ τὸν κόσμο ἡ γυναίκα ἐκείνη, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσει τὴ σάρκα της στὸν ἄπειρο Θεὸ Λόγο. Ἔλειπε τὸ δοχεῖο τὸ καθαρὸ καὶ ἅγιο, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ χωρέσει μέσα του τὸν Κύριο τῆς δόξης. Ὁ Θεὸς δὲν μποροῦσε αὐθαίρετα νὰ ἑνοικήσει σὲ ὁποιαδήποτε ἐνάρετη γυναίκα. Τέτοιες τυφλὲς ἐνέργειες εἶναι ἀνάξιες τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ἀπειρόσοφη θεία ἐνέργεια διοικεῖ μὲ τάξη τὰ ὄντα. Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ ἀναμένει ὁ Θεὸς μέχρις ὅτου φανεῖ τὸ κατάλληλο δοχεῖο, ποὺ νὰ γίνει ναὸς στὸν ὁποῖο νὰ ἐνοικήσει ὁ ἄπειρος Λόγος του. Καὶ τὸ δοχεῖο αὐτὸ βρέθηκε στὸ πρόσωπο τῆς Μαρίας, τῆς Κόρης τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Τῆς Κόρης τῆς ὡραίας, τῆς ἁγνῆς καὶ τῆς πάλλευκης, τῆς καλλονῆς Ἰακώβ206, τὴν ὁποίαν ἐπέλεξε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ λειτουργήσει ἐπάξια στὸ σωστικὸ θεῖο του μυστήριο. Ἡ καλλονὴ αὐτὴ τῆς Μαρίας, ἡ ἔκπαγλη καὶ ἐκτυφλωτικὴ ὀμορφιά της δὲν ἦταν φυσικὰ ἡ σωματική της ὡραιότητα, τὴν ὁποία δὲν γνωρίζουμε· ἀλλ᾿ ἡ ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς της, ποὺ ἦταν τόσο ἀσυνήθιστη, ὥστε νὰ φέρει σὲ ἀμηχανία τὸ λειτουργικὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ207, ποὺ τῆς μετέφερε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα ἐξ οὐρανοῦ. Ἡ καλλονὴ τῆς Παρθένου ἕλκυσε τὴ θεία ἀγάπηση, ὥστε νὰ γίνει ἡ ἐκλεκτὴ τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴ σάρκα τῆς ὁποίας θὰ ἔπαιρνε τὴ φύση του ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Ἡ ὡραιοποίηση φυσικὰ αὐτὴ τῆς Παρθένου δὲν πρέπει νὰ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἀκρότητες, ὅτι τάχα ἦταν ἐλεύθερη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὅπως διδάσκουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. Ἡ ἰδέα αὐτὴ ἀδικεῖ τὴν Παρθένο, μειώνει τὴ μέγιστη περιωπή της, τὴ θέση καὶ τὸ ἀξίωμά της στὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Υἱοῦ της. Γιατὶ τὴν ξεχωρίζει ἀπότομα ἀπὸ τὴν ἱστορική της ἀλήθεια, ὅτι δηλαδὴ ἦταν πραγματικὸς ἄνθρωπος, φέρουσα τὴ φύση τοῦ Ἀδάμ, τῆς ὁποίας παγκληρία ἦταν τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Μήπως μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν μειώνεται καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ λυτρωτικοῦ θαύματος τοῦ Χριστοῦ; Ἡ Μαρία ἔφερε μέσα της τὸ ἁμάρτημα τοῦ προπάτορα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὴν ἀπάλλαξε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ στιγμὴ τοῦ εὐαγγελισμοῦ της. Τουλάχιστο μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς (τὸ δεύτερό της βάπτισμα) ἐνδεχομένως νὰ εἶχε καὶ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα, ποὺ φέρουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι208. Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὅμως ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς σχετικῆς ἀναμαρτησίας, σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἀπόλυτα ἀναμαρτησία τοῦ Τόκου της.
Τὴν Μαρία, λοιπόν, ἔκρινε ὁ Θεὸς κατάλληλη νὰ γίνει Νύμφη καὶ Μητέρα του. Ἂν ἔλειπε αὐτή, ἡ σάρκωση θὰ μποροῦσε ἄραγε νὰ πραγματοποιηθεῖ; Βρέθηκε, λοιπόν, ἡ πάναγνη Κόρη, ὡς κατάλληλη καὶ ἀπαραίτητη συνθήκη εἰσόδου τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, καὶ σὰν «σύμπραξη» τοῦ ἴδιου τοῦ πλάσματος στὴ σωτηρία του. Ὁ ἄνθρωπος ἔδωσε τὸ δικὸ του στὸν Θεό, τὴν Κόρη του τὴν ὡραία καὶ πάναγνη, τῆς ὁποίας ἡ ὀμορφιὰ κάλυπτε τὰ σύμπαντα. Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀνταπέδωσε τὴν ἀνάπλαση καὶ ἀφθαρσία τῆς φύσεώς του. Ὤ Κόρη, ἐρατεινὴ καὶ ἀσπάσια, πόσο πάνσοφα ξετυλίχθηκε στὸ πρόσωπό σου τὸ ἄρρητο μυστήριο τοῦ Θεοῦ! Πόσο σὲ ὑμνοῦμε καὶ σὲ δοξάζουμε, τὴν πύλη τοῦ φωτός, κράζοντας μαζὶ μὲ τὸν ἄγγελο· «Χαῖρε Κεχαριτωμένη»!

ᾨδὴ ε´.

«Συναΐδια τρία, πρόσωπα δοξάζομεν, ἕνα δὲ Κύριον,
σὲ τὴν θείαν φύσιν, διαιροῦντες ἁπλῶς καὶ συνά-
πτοντες, καὶ πιστῶς βοῶμεν· Θεαρχικὴ τριὰς ἁγία,
τοὺς σοὺς δούλους ἐκ θλίψεως λύτρωσαι».
Δοξάζουμε τρία πρόσωπα συναΐδια, ἕνα δὲ Κύριο,
συνάπτοντας ἁπλῶς καὶ διαιρώντας σὲ τὴ θεία φύση,
καὶ πιστῶς ἀναβοώντας. Θεαρχικὴ ἁγία Τριάδα,
τοὺς δούλους σου λύτρωσε ἀπὸ τὶς θλίψεις.
Ἡ σύναψη καὶ ἡ διαίρεση εἶναι ἀσφαλῶς τὸ κλειδί, ποὺ ἀνάγει στὸν ἄνθρωπο τὴν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τοῦ τριαδικοῦ δόγματος. Ἂν δὲν κάνουμε τὴ διαίρεση, ἔχουμε μιὰ στείρα καὶ ἄγονη ἰδέα περὶ τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὴν ἔχει ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει ν᾿ ἀκούσει περὶ προσωπικῶν διακρίσεων στὴ μία οὐσία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἂν πάλι δὲν κάνουμε τὴ σύναψη, περιπίπτουμε σὲ τριθεϊσμό, σὲ δῆμο θεοτήτων, ὅπως ἐδέχετο ὁ ἀρχαῖος Ἑλληνισμός, ὁ ὁποῖςο δὲν ἤθελα ν᾿ ἀκούσει περὶ μονοθεϊσμοῦ. Ἡ σύναψη καὶ ἡ διαίρεση εἶναι τὸ κέντρο ἰσορροπίας μεταξὺ τῶν δύο ἀκροτήτων, ἡ κάθε μία τῶν ὁποίων φθείρει στὸ μέτρο της τὴν ἀληθινὴ ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Σὲ κάθε περίπτωση καὶ οἱ δυὸ πρέπει νὰ γίνονται «ἁπλῶς», μὲ τὴ συναίσθηση ὅτι εἶναι καταστάσεις ἰδιότυπες καὶ θεοπρεπεῖς, πέρα ἀπὸ τὸ φυσικὸ σημαινόμενο τῶν λέξεων. Ἡ διαίρεση δὲν εἶναι κατατομή, ὅπως αὐτὸ συμβαίνει στὴν κατάτμηση τῶν φυσικῶν σωμάτων· ἡ φύση τοῦ Θεοῦ διαιρεῖται «ἀδιαιρέτως», χωρὶς νὰ κομματιάζεται σὲ τρία ἴσα τμήματα. Ἡ διαίρεση εἶναι ἁπλὴ διάκριση καὶ ὄχι μερισμὸς καὶ διάσπαση. Φυσικὰ πῶς γίνεται αὐτὸ δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὸ πιάσουμε μὲ τὸ φυσικὸ μυαλό μας. Εἶναι μυστήριο ποὺ τὸ δεχόμαστε μὲ πίστη καὶ ταπείνωση. Ὅπως καὶ ἡ σύναψη δὲν σημαίνει ἀνάχυση καὶ ἀφανισμὸ τῶν θείων ἰδιαιτεροτήτων. Ἡ ἀδιαίρετη διαίρεση στὴν Τριάδα εἶναι ἡ ὕπαρξη τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων, ὅπως καὶ τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας, οἱ ὁποῖες διακρίνουν χωρὶς νὰ διαιροῦν τὴν ἑνιαία φύση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ἀσύγχυτη σύναψη εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν θείων προσώπων στὴ μία ἀδιάτμητη φύση, τῆς ὁποίας φορεῖς πλήρεις καὶ ἰσότιμοι εἶναι ἡ κάθε ὑπόσταση τῆς ἁγίας Τριάδος. Τὴ σύναψη ἀπαρτίζουν ἐπίσης ἡ κοινὴ καὶ ἑνιαία θεία βουλὴ καὶ ἐνέργεια, ποὺ συνδέουν τὰ θεῖα πρόσωπα μεταξύ τους.
Τὰ τρία συναΐδια πρόσωπα τοῦ Θεοῦ τὰ συντρέχοντα σὲ μία θεία φύση ἀδιαίρετη καὶ ἀδιάτμητη παρὰ τὴν ὑποστατικὴ διαίρεση, ὑμνολογοῦν καὶ δοξάζουν οἱ πιστοί, ζητώντας λύτρωση ἀπὸ τὶς θλίψεις τους.
«Ὁλοφύρομαι σφόδρα, διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς
διανοίας μου, πῶς μὴ θέλων πάσχω, τὴν ἀβού-
λητον ὄντως ἀλλοίωσιν· διὰ τοῦτο κράζω· Ζω-
αρχικὴ Τριὰς ἁγία, τῶν καλῶν ἐν τῇ στάσει
με σύνταξον».
Πολὺ ὀδύρομαι καὶ κλαίω γιὰ τὴν ἀσθένεια τῆς
διανοίας μου, πῶς δηλαδὴ πάσχω χωρὶς νὰ θέ-
λω τὴν πραγματικὰ ἀβούλητη ἀλλοίωση. Διὰ
τοῦτο κράζω· Ζωαρχικὴ ἁγία Τριάδα, στὴ
στάση τῶν καλῶν κατάταξέ με.
Τὸ θέμα εἶναι καυτὸ γιὰ κάθε ἀθλούμενο στὴν ἀρετὴ πιστό. Ὁ ἄνθρωπος ποθεῖ καὶ θέλει τὸ ἀγαθὸ μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχή του. Μιὰ ἄλλη ὅμως δύναμη ποὺ ἐμφωλεύει μέσα του ἀντιδρᾶ, τὸν κυριεύει καὶ τὸ σύρει παρὰ τὴ θέλησή του στόκακό. Εἶναι ὁ νόμος τῆς σάρκας, περὶ τοῦ ὁποίου ὁμιλεῖ ὁ Ἀπ. Παῦλος209, ὁ ὁποῖος διασπᾶ καὶ τεμαχίζει τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα· τὸ ἁμαρτητικὸ γενικά, ποὺ παρὰ τὴν ἀναγέννηση τῆς φύσεως στὸ βάπτισμα, ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει, κατὰ τρόπο ἀνερμήνευτο, στὴ φύση τοῦ βαπτισθέντος. Ἡ παρουσία τοῦ ἁμαρτητικοῦ αὐτοῦ φυσικὰ ἔχει ἀξιόλογη λειτουργικότητα στὴν πνευματικὴ ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶναι προσεκτικός, μπορεῖ νὰ ὠφεληθεῖ ἀπὸ τὰ ἐρεθίσματα τῆς ἁμαρτητικῆς ὁρμῆς, ν᾿ ἀγωνισθεῖ καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ πετύχει τὴν πνευματικὴ τελείωση τῆς φύσεώς του, τὴ σωτηρία του. Ἀντίθετα, ἂν ὀλιγωρήσει, εἶναι δυνατὸ νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ τὴν κακὴ ἐπιθυμία, νὰ ὑποδουλωθεῖ στὴν ἁμαρτία καὶ τελικὰ νὰ χάσει τὴν ψυχή του. Εἶναι δηλαδὴ σὰν ἕνα δίκοπο μαχαίρι, τὸ ὁποῖο μπορεῖ καὶ νὰ σώσει καὶ νὰ ἀπολέσει, ἀνάλογα μὲ τὴ στροφὴ τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἴσως γι᾿ αὐτὸ ἐπέτρεψε τὴν παρουσία του καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα ἡ ἀπειρόσοφη βουλὴ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ἀφορμὴν αὐτοδιορισμοῦ καὶ κέντρο πνευματικῶν ἀγώνων καὶ παλαισμάτων.
Ὁ ποιητὴς κλαίει γιὰ τὸ πνευματικό του κατάντημα, κλαίει γιατὶ ἡ βούλησή του εἶναι ἀσταθὴς καὶ εὐρίπιστη. Θλίβεται μεταξὺ τῶν συμπληγάδων τοῦ φρονήματος καὶ τῆς ἀβουλίας του. Νὰ θέλει, νὰ θέλλεται γιὰ τὸ ἀγαθό, καὶ συγχρόνως ἡ βούλησή του νὰ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὸ κακό. Καὶ φωνάζει πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεό, ζητώντας βοήθεια· ἁγία Τριάς, στερέωσε μὲ τὴ χάρη σου τὸ πνεῦμα καὶ τὴ διάνοιά μας· κάνε μας ἑδραίους στὸ ἀγαθό, στηριγμένους στὸ ἀπειρόδωρό σου χάρισμα, ὥστε νὰ μὴ σαλεύεται ἡ καρδία μας ἀπὸ τὴν ἀβουλία μας καὶ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ πνεύματος, ποὺ μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο τὶς ψυχές μας.
«Νυσταγμῷ βαρυνθέντα, τῷ τῆς ἁμαρτίας με
καὶ συνωθούμενον, πρὸς θανάτου ὕπνου, ὡς
φιλάνθρωπος καὶ ὑπεράγαθος, καὶ Παντελε-
ήμων, Θεαρχικὴ Τριὰς ἁγία, κατοικτίρησον
καὶ διανάστησον».
Βαρυνθέντα με στόνυσταγμὸ τῆς ἁμαρτίας
καὶ συνωθούμενο πρὸς τὸν ὕπνο τοῦ θανάτου,
παντελεήμων θεαρχικὴ ἁγία Τριάδα, λάβε ἒ-
λεος καὶ σήκωσέ με, ὡς φιλάνθρωπη καὶ
ὑπεράγαθη.
Καὶ ὁ ποιητὴς συνεχίζει τὸν ὁλοφυρμὸ τῆς φύσεώς του. Θυμᾶται τὸ πάθημα τῶν μωρῶν παρθένων210 καὶ κατανύσσεται. Ὁ νυσταγμὸς τῆς ἁμαρτίας ἔχει ἐπικαθήσει βαρὺς στὰ βλέφαρά του. Δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὸν ἀποτινάξει. Τὰ μάτια του κλείνουν. Καὶ ὁ ὕπνος τοῦ θανάτου διαγράφεται ζοφερὸς καὶ ἐπικείμενος. Θέλει νὰ ξυπνήσει, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ. Ὅπως ὁ μαγνητισμὸς τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ φιδιοῦ ἕλκει ἀκατανίκητα τὸ ἄμοιρο ζῶρο ποὺ σπεύδει στὸ ἀνοικτὸ στόμα του γιὰ νὰ χαθεῖ, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή του, αἰχμαλωτισμένη στὴ γοητεία τῆς ἁμαρτίας, σπεύδει στὴν αἰώνια καταστροφὴ καὶ τὴν ἀπώλειά της. Πόσο ρεαλιστὴς στ᾿ ἀλήθεια εἶναι ὁ ποιητής! Πόσες μυριάδες ἀνθρώπων, πόσα δισεκατομμύρια ψυχῶν, κάτω ἀπὸ τὴν ἡδονικὴ γοητεία τῆς ἁμαρτίας, μπλεγμένες στὰ δίχτυα τοῦ μίσους καὶ τῆς κακίας, κακόμορφες ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ πάθη, κοιμοῦνται νωχελικὰ στὰ λικνίσματα τῆς ἀποστασίας, γοητευμένοι ἀπὸ τὸ ἀπαγορευμένο ὄνειρο, τὸ ὁποῖο θὰ τοὺς κάνει νὰ ξυπνήσουν κάποτε στὸ σκοτάδι τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, ποὺ θὰ εἶναι ὁ ὁριστικὸς πλέον ὕπνος τῆς αἰώνιας ἀπώλειας!
Αὐτὸ εἶναι τὸ πραγματικὸ αἴνιγμα τῆς ἀνθρώπινης ἀπόνοιας. Προτίμηση τοῦ θανάτου ἀντὶ τῆς ζωῆς· ἐπιλογὴ τῆς κολάσεως ἀντὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· θεληματικὴ προσήλωση στὴν ἀθλιότητα, παρὰ στὴ χαρὰ τῆς θείας βασιλείας! Καὶ ἔχει μετατρέψει ὁ ἐπιπόλαιος ἄνθρωπος τὴν καρδιά του καὶ τὴν κοινωνική του συμβίωση σὲ κοιλάδα κλαυθμῶνος211, σὲ κόλαση καυτὴ καὶ ἀπάνθρωπη! Καὶ ἂς παλεύει ὁ Θεὸς μὲ τὴ χάρη του νὰ τὸν ξυπνήσει ἀπὸ τὸ κακὸ ὄνειρο, ἀπὸ τὴ γοητεία τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν πικρότητα τοῦ πνευματικοῦ θανάτου! Ἐκεῖνος οὔτε θέλει, οὔτε αἰσθάνεται, οὔτε ἀκούει215, ὅπως τὰ ἄψυχα ξόανα τῆς εἰδωλολατρείας216. Θεέ μου, πῶς τὰ καταφέρνεις ἀλήθεια μὲ τὸν κόσμο σου!
Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν καὶ οἱ λίγοι καλοπροαίρετοι πιστοί, στοὺς ὁποίους ἀληθεύουν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ217, καὶ οἱ ὁποῖοι ἀντισταθμίζουν τὴ πνευματικὴ ραθυμία καὶ τὴ νωχέλεια τῶν πολλῶν. Λίγοι καὶ πολλοὶ εἶναι ἄλλωστε τὸ σχῆμα, περὶ τοῦ ὁποίου μᾶς μίλησε ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρ218. Στενὴ καὶ εὐρεία ἡ ὁδός, ποὺ ὁδηγοῦν ἀντίστοιχα στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο219. Οἱ πιστοὶ ζητοῦν ἀπὸ τὴ ζωαρχικὴ Τριάδα ἀφύπνηση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ἐναγκαλισμὸ τοῦ θανάτου. Ἐγρήγορση στὸ φῶς τῆς θείας πραγματικότητος, στερέωση στὸ βράχο τῆς πίστεως καὶ σταθερότητα στὸ σωτήριο φῶς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.

Θεοτοκίον.

«Μητροπάρθενε Κόρη, πάναγνε, πανάμωμε,
θεοχαρίτωτε, ταῖς σαῖς ἱκεσίαις, τὸν Υἱὸν καὶ
Θεόν σου καὶ Κύριον, ἐξιλέωσαί μοι, καὶ τῶν
παθῶν καὶ τῶν πταισμάτων, τὸν σὸν δοῦλον
ἐκλύτρωσαι τάχιον».
Κόρη μητροπάρθενη (μητέρα καὶ παρθένε)
πάναγνη, πανάμωμη, θεοχωρίτωτη, διὰ τῶν ἱκεσιῶν σου
ἐξιλέωσέ με στὸν Υἱὸ καὶ Θεό σου καὶ Κύριο,
καὶ λύτρωσε γρήγορα τὸ δοῦλο σου ἀπὸ τὰ πάθη
καὶ τὰ πταίσματα.
Πνιγόμενη ἀπὸ εὐλάβεια καὶ δονούμενη ἀπὸ ἱερὴ συγκίνηση ἡ ψυχὴ τοῦ ὑμνωδοῦ κατακλύζει μὲ ἐγκώμια τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Τὴν ἀποκαλεῖ Κόρη μητροπάρθενη, ποὺ μπόρεσε νὰ συνδυάσει στὸ πρόσωπό της τὰ φύσει ἀσυνδύαστα, μητρότητα καὶ παρθενία· πάναγνη, ποὺ ἔχει ὅλη τὴν ἁγνότητα παγιωμένη στὴ φύση της· πανάμωμη, ποὺ δὲν ἔχει κανένα μῶμο, κανένα ψεγάδι ἠθικὸ νὰ τὴ μολύνει· θεοχαρίτωτη, ποὺ φέρει ὅλη τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴ φωτεινὴ φύση της. Μετὰ ἀπὸ τὶς κοσμητικὲς αὐτὲς ἐκφράσεις, ζητᾶ τὶς ἱκεσίες της πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Κύριο καὶ Θεό της -ἀποστομώνοντας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐμμέσως προσπαθοῦν νὰ τὴν ἐξυψώσουν στὴν περιωπὴ τῆς θεότητος-, ὥστε νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ τοῦ χορηγήσει λύτρωση ἐκ τῶν παθῶν καὶ τῶν πταισμάτων τῆς ἁμαρτίας.

ᾨδὴ στ´.

«Ἐπουρανίων Νοῶν, ταξιαρχίας μιμούμενοι,
μοναρχικὴ τοῦ παντός, Τριὰς ὑπερούσιε, τρισα-
γίοις ᾄσμασι, σὲ δοξολογοῦμεν, τοῖς πηλίνοις
ἡμῶν στόμασι».
Μιμούμενοι τὶς ἐπουράνιες ταξιαρχίες τῶν ἀῢ-
λων νοερῶν φύσεων, ὑπερούσια Τριάδα, σὲ δοξολο-
γοῦμε μὲ τὰ πήλινά μας στόματα.
Ἡ ᾠδὴ ἐπανέρχεται στὴν ἀνύμνηση ποὺ ἀναπέμπουν στὴν ὑπερούσια Τριάδα, τόσο οἱ νοεροὶ ἄγγελοι, ὅσο καὶ οἱ χοϊκοὶ ἄνθρωποι.
«Τὸν κατ᾿ εἰκόνα τὴν σήν, τὸν ἄνθρωπον διαπλά-
σαντα, καὶ ἐξ οὐκ ὄντων τὸ πᾶν, σοφῶς ὑποστή-
σαντα, Θεὸν τρισυπόστατον, προσκυνῶ καὶ σέ-
βω, καὶ ὑμνῶ καὶ μεγαλύνω σε».
Σὲ τὸν τρισυπόστατο Θεό, ποὺ διέπλασες τὸν
ἄνθρωπο κατὰ τὴ δική σου εἰκόνα καὶ ἐκ
τοῦ μηδενὸς ὑπέστησες σοφῶς τὰ πάντα, σὲ
προσκυνῶ καὶ σὲ σέβομαι καὶ σὲ ὑμνῶ καὶ
μεγαλύνω.
Ὁ ποιητὴς δοξάζει ἐδῶ τὸν τρισυπόστατο Θεό, ἀφορμώμενος ἀπὸ τὴ φυσικὴ τοῦ κόσμου δημιουργία. Ἀνυμνεῖ τὴν ἁγία Τριάδα, ὅτι ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, ἔβαλε δηλαδὴ στὴ φύση του τὴ φωτιὰ τῆς Θεότητος, τὸν ἔκανε νὰ μοιάζει μὲ τὸ θεῖο πλαστουργό του νὰ εἶναι «θεοειδὴς» καὶ «θεόμορφος», ἀνεβάζοντάς τον σὲ μιὰ περιωπὴ τόσο ἀξιοζήλευτη καὶ ἀξιοθαύμαστη! Αὐτὸ συγκινεῖ βαθύτατα τὸν εὐλαβὴ ψάλτη τοῦ Θεοῦ, τὸ σεμνύνει καὶ τὸν κατανύσσει. Στὴ συνέχεια δοξολογεῖ τὸν Θεό, ὅτι μὲ ἕνα του παντοδύναμο λόγο ἔφερε «ἐξ οὐκ ὄντων» (ἐκ τοῦ μηδενὸς) στὸ εἶναι τὴ φυσικὴ δημιουργία μὲ τὴν καταπληκτικὴ καὶ ἔκπαγλή της ὀμορφιά, στὴν ὁποίαν ἀνακλῶνται οἱ καλλονὲς αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς θεότητος.
Τὰ ρήματα «προσκυνῶ, σέβω, ὑμνῶ καὶ μεγαλύνω» συνωθοῦνται στὰ στήθη τοῦ σεμνοῦ ποιητῆ, ζητώντας ταυτόχρονη ἐξωτερίκευση. Εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς εὐσεβοῦς καὶ ἐνάρετης ψυχῆς, ἡ ὁποία, πνιγμένη στὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἔχοντας τί ἄλλο ν᾿ ἀντιπροσφέρει πρὸς τὸν ἄπειρο δωρεοδότη, ἀνυμνεῖ τὰ ἄφθιτα μεγαλεῖα του.
«Ὁ παντοκράτωρ Θεός, καὶ μόνος ἀπεριόρι-
στος, ἐνοίκησον ἐν ἐμοί, δι᾿ ἄφατον ἔλεος, τρι-
σήλιε Δέσποτα, καὶ καταύγασόν με, καὶ
συνέτισον ὡς εὔσπλαγχνος».
Ὁ μόνος παντοκράτωρ καὶ ἀπεριόριστος Θεός,
ἐνοίκησε καὶ σὲ μένα, τρισήλιε Δέσποτα, διὰ
τὸ ἀνέκφραστό σου ἔλεος, καὶ φώτισέ με καὶ
συνέτισε ὡς εὔσπλαγχνος.
Ἡ συνηθισμένη προσευχὴ πρὸς τὴν ἁγία Τριάδα γιὰ νὰ ἐνοικήσει στὴν καρδία τῶν πιστῶν, νὰ τὴ φωτίσει μὲ τὴ χάρη της καὶ νὰ τὴ συνετίσει στὴν ὁδὸ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τῆς θείας ἀλήθειας.

Θεοτοκίον.

«Ναὸς ἐδείχθης Θεοῦ, τοῦ ἀχωρήτου Πανά-
χραντε· ναὸν καμὲ τῆς αὐτοῦ, δεῖξον θείας
χάριτος, Παναγία Δέσποινα, ταῖς σαῖς ἱκε-
σίαις, καὶ συντήρησον ἀλώβητον».
Ναὸς ἀναδείχθηκες τοῦ ἀχώρητου (Θεοῦ) Πα-
νάχραντη· ναὸν κάνε κι᾿ ἐμένα τῆς θείας του
χάριτος, Παναγία Δέσποινα, μὲ τὶς ἱκεσίες
σου καὶ κράτησέ με ἀκέραιο (στὸ ἀγαθὸ).
Ἡ Παρθένος ἀναδείχθηκε ναὸς καθαρὸς καὶ ἅγιος τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτὴν ἐνοίκησε ὁ Λόγος μὲ τὴ φύση, τὴν ὑπόσταση καὶ τὴ θεία του ἐνέργεια. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ γίνει ἦταν ἡ ἐνοίκηση σ᾿ αὐτὴν τῶν ὑποστάσεων τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Πνεύματος. Ἡ σάρκωση ἦταν ὑπόθεση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ μόνος αὐτὸς μποροῦσε νὰ γίνει καὶ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Ἡ Θεοτόκος ἔγινε πραγματικὸς ναὸς τῆς θεότητος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ μήτρα της ἀναδείχθηκε «πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν».
Στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν ὁ Θεὸς ἐνοικεῖ μόνο μὲ τὴ χάρη του, μὲ τὴ θεία του ἐνέργεια. Αὐτὸ φυσικὰ δὲν σημαίνει, ὅτι ἡ ἐνοίκηση αὐτὴ εἶναι ἁπλὰ ἠθική. Ἡ θεία ἐνέργεια εἶναι καὶ αὐτὴ στοιχεῖο τῆς θεότητος, ὅπου δὲ αὐτὴ ἐνοικεῖ ἐνοικεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ θέωση ποὺ γίνεται στὴ θεία ἐνέργεια δὲν εἶναι ἁπλὸ σχῆμα λόγου, μιὰ κατάσταση ἠθικὰ λαμπρυσμένη καὶ ἐξαίρετη, ἀλλὰ θέωση πραγματική, ἀνάκραση μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, μέθεξη καὶ κοινωνία θεότητος. Γιὰ νὰ ἐνοικήσει ὅμως ὁ Θεὸς στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, πρέπει αὐτὴ νὰ εἶναι καθαρὴ καὶ ἄμωμη. Ἀλλιώτικα, πῶς θὰ κοινωνήσει μαζί της ὁ ἅγιος Θεός; Πρέπει νὰ εἶναι σωστὴ καὶ ἀκέραιη σὲ ὅ,τι θέλει καὶ ἐπιτάσσει ὁ Θεός, ἀλώβητη ἀπὸ τὴ φθορὰ τῶν δυνάμεων τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸ δὲ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἡ ταπεινὴ καὶ εὐλαβὴς ψυχὴ ζητᾶ ὡς δώρημα ἀπὸ τὴν Παναγία Δέσποινα, τὴ Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Κάθισμα.

«Πατέρα ἄναρχον πιστοί, Υἱὸν συνάναρχον, καὶ
Πνεῦμα θεῖον, ἀληθῶς ὑμνολογοῦμεν, ἀσυγχύ-
τως, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως, τριάδα ἁπλῆν
ἁγίαν καὶ συμφυῆ, βοῶντες σὺν τοῖς ἀγγέλοις.
Ἅγιος εἶ, Πάτερ Υἱὲ σὺν τῷ Πνεύματι, τῷ
παναγίῳ καὶ σεπτῷ· ἐλέησον οὓς ἔπλασας,
κατ᾿ εἰκόνα σου Δέσποτα».
Ἀληθῶς ἀνυμνολογοῦμεν οἱ πιστοὶ τὸν ἄναρχο
Πατέρα, τὸ συνάναρχο Υἱὸ καὶ τὸ θεῖο Πνεῦμα,
ποὺ ὑπάρχουν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοι-
ώτως, τὴν ἁπλῆ, ἁγία καὶ συμφυὴ Τριάδα, κρά-
ζοντας μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἅγιος εἶσαι Πατέρα,
Υἱέ, μαζὶ μὲ τὸ σεπτὸ καίπανάγιο Πνεῦμα· ἐλέησε
αὐτοὺς ποὺ ἔπλασες κατ᾿ εἰκόνα σου Δέσποτα.
Ὅπως καὶ στὸ χριστολογικὸ δόγμα, ἒτ‘σι καὶ στὸ τριαδικὸ τὰ ρήματα «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως» ἀγγίζουν τὴν ἀλήθεια τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τῆς πίστεως. Ἔτσι, ὅπως στὸ δόγμα τοῦ Χριστοῦ ἡ ἕνωση τῶν φύσεων εἶναι ἄτρεπτη καὶ ἀσύγχυτη, ἐνδεχόμενη δὲ τροφὴ θὰ κατέλυε τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ἔτσι καὶ στὴν ἁγία Τριάδα ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ὑπάρχουν ἀμετάβλητοι στὰ ὑποστατικὰ τους ἰδιώματα, ἂν καὶ εἶναι ἰσότιμοι φορεῖς μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς θείας φύσεως. Ἐνδεχόμενη μετατροπὴ ἢ ἀλλοίωση στὴ φυσικὴ τάξη τῶν θείων προσώπων, θὰ κατέστρεφε τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ θὰ ἔφθειρε τὴν ἐν τῇ ἑνότητι πολυμορφία τῆς θεότητος. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ κατέρρεε σύνολο τὸ οἰκοδόμημα τῆς πίστεώς μας. Ἡ Καθολικὴ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία μὲ δύναμη ἀντέκρουσε ὅλες τὶς προσπάθειες καταλύσεως τῆς ὀρθῆς τριαδικῆς διδασκαλίας τῆς πίστεως. Τὸ ἄτρεπτο ὅμως στὴν Τριάδα ἀναφέρεται καὶ στὴ θεία φύση, τὴν ἑνότητα τῆς ὁποίας δὲν καταλύει ἡ διάκριση τῶν ὑποστάσεων. Ἡ θεία οὐσία παραμένει μία καὶ ἀναλλοίωτη στὴν ποικιλία τῶν ὑποστατικῶν μορφῶν της καὶ τῶν θείων ἐνεργημάτων της. Ἡ ἁγία Τριάδα εἶναι μία, ἁπλῆ (ἀσύνθετη) συμφυὴς καὶ συνάναρχη, χωρὶς χρονικὲς διακρίσεις καὶ ἀνισότητες. Εἶναι συναΐδια.
Ἄνθρωποι καὶ ἄγγελοι ὑμνοῦν τὸ ζωοποιὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Οἱ λογικὲς «εἰκόνες» τοῦ Δεσπότου ζητοῦν ἀπ᾿ αὐτὸν τὸ θεῖο του ἔλεος.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Εὐχαριστοῦμέν σοι ἀεὶ Θεοτόκε, καὶ μεγαλύνο-
μεν Ἁγνὴ καὶ προσκυνοῦμεν, ἀνυμνοῦντες τὸν τό-
κον σου κεχαριτωμένη, βοῶντες ἀκαταπαύστως·
Σῶσον ἡμᾶς, Παρθένε παντελεῆμον ὡς ἀγαθή,
καὶ δαιμόνων ἐξάρπασον· λογοθεσίου φοβεροῦ,
ἐν ὥρᾳ τῆς ἐτάσεως, μὴ αἰσχυνθῶμεν οἱ δοῦλοί σου».
Σ᾿ εὐχαρισοτῦμε πάντοτε Θεοτόκε, καὶ σὲ μεγαλύ-
νουμε καὶ σὲ προσκυνοῦμε, ἀνυμνώντας τὸν τόκο
σου Κεχαριτωμένη καὶ βοώντας ἀκαταπαύστως·
Σῶσε μας Παρθένε παντελεήμων ὡς ἀγαθή, καὶ
γλύτωσέ μας ἀπὸ τοὺς δαίμονες· στὸ χρόνο δὲ τῆς
φοβερῆς λογοδοσίας, τὴν ὥρα τῆς ἐξετάσεως (τῶν
πράξεων τοῦ βίου), νὰ μὴ αἰσχυνθοῦμε οἱ δοῦλοι σου.
Ἡ προσευχόμενη ψυχὴ εὐχαριστεῖ πρῶτα τὴ Θεοτόκο, τὴν ὁποία μεγαλύνει καίπροσκυνεῖ, ἀνυμνώντας τὸν τόκο της. Μετὰ διατυπώνει αἰτήματα. Ζητᾶ ἀπ᾿ αὐτήν, ὡς ἀγαθὴν καὶ παντελεήμονα, σωτηρία καὶ λύτρωση ἀπὸ τοὺς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱκεκηρυγμένοι ἐχρθοί της καὶ ἐχθροὶ τῆς θείας βασιλείας. Καὶ ζητᾶ ἀκολούθως βοήθεια κατὰ τὴν ὥρα τοῦ φοβεροῦ λογοθεσίου καὶ τῆς ἐτάσεως τῶν καρδιῶν κατὰ τὴν φοβερὴ ὥρα τῆς κρίσεως. Κατὰ τὴν ὥρα, δηλαδή, ποὺ ὁ λογικὸς καὶ ἐλεύθερος ἄνθρωπος, ὡς πρόσωπο ὑπεύθυνο, θ᾿ ἀποδώσει λόγο στὸν Θεὸ διὰ τὶς πράξεις του. Αὐτὸ ὁ εὐσεβὴς πιστὸς οὐδέποτε τὸ λησμονεῖ. Ζεῖ διαρκῶς μὲ τὴν ἰδέα τῆς κρίσεως. Φοβᾶται μὴ ντροπιασθεῖ ἐνώπιον ἀνθρώπων καὶ ἀγγέλων διὰ τὶς παραλείψεις καὶ τὰ ἄνομα ἔργα του. Καὶ ζητᾶ ἀπεγνωσμένα βοήθεια ἀπὸ τὴ Μητέρα του κατὰ τὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες τοῦ φοβεροῦ κριτηρίου. Τὸ σκεφτόμαστε αὐτὸ ἄραγε οἱ πολλοί;

ᾨδὴ ζ´.

«Σοφίᾳ ἀρρήτῳ σου, καὶ τῷ πελάγει τῆς ἀγαθότη-
τος, δωρεὰν τὸν σὸν δοῦλον, ἠλεημένον ἀνάδειξὸν
με καὶ νῦν, καθάπερ πάλαι, καὶ ρῦσαι κακώσεως,
Τριὰς Μονὰς ὁ Θεός, ἁμαρτιῶν καὶ παθῶν».
Μὲ τὴν ἄρρητη σοφία σου καὶ τὸ πέλαγος τῆς ἀγα-
θότητός σου, ἀνάδειξε καὶ τώρα, ὅπως παλαιά,
δωρεὰν ἐλεημένο τὸν δοῦλο σου, καὶ λύτρωσε ἀπὸ
τὴν κάκωση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν παθῶν,
τριαδικὴ μονάδα ὁ Θεός.
Ἄλλη δέηση τοῦ προσευχόμενου πιστοῦ πρὸς τὴν ἁγία Τριάδα.
«Ὁ νοῦς ὁ ἀγέννητος, Πατὴρ καὶ Λόγος ὁ γεννη-
θεὶς ἐξ αὐτοῦ, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ θεῖον, ἀκα-
ταλήπτως ἐκπορευτὸν πεφυκός, Θεὲ μονὰρ-
χα τρισήλιε, ψάλλω σοι· Εὐλογητὸς ὁ Θεός,
ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Ὁ Πατήρ, ὁ ἀγέννητος Νοῦς, καὶ ὁ γεννηθεὶς
ἐξ αὐτοῦ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ θεῖο ποὺ ἐκ-
ποδεύεται ἀκαταλήπτως ἐξ αὐτοῦ (τοῦ Πατρὸς)
Θεὲ τρισήλιε μονάρχη, σοῦ ψάλλω· εὐλογητὸς
εἶσαι ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας.
Ὕμνος πρὸς τὸ μυστήριο τῶν τριαδικῶν σχέσεων τοῦ Θεοῦ, στὸ ὁποῖο ἐπανειλημμένως ἐπανέρχεται ὁ ὑμνωδός.

Θεοτοκίον.

«Νενέκρωμαι Πάναγνε, τῆς ἁμαρτίας πιὼν τὸ φὰρ-
μακον, καὶ προστρέχω σοι πίστει, τῇ τετοκυίᾳ
τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς· ταῖς σαῖς πρεσβείαις τὸν
δοῦλόν σου ζώωσον, καὶ πειρασμῶν καὶ παθῶν,
λύτρωσαι μόνη Ἁγνή».
Ἔχω νεκρωθεῖ (πνευματικὰ) Πάναγνη, ἀφοῦ ἤπια
τὸ φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας, καὶ προστρέχω μὲ
πίστη σὲ σένα, ποὺ γέννησες τὸν ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς.
Γέμισε μὲ ζωὴ τὸν δοῦλο σου καὶ λύτρωσέ με
ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰ πάθη, ἡ μόνη ἀγαθή.
Μερικοὶ εἶπαν ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι τὸ ὄπιο (φαρμάκι) τοῦ λαοῦ. Ὅτι ναρκώνει τὸν ἄνθρωπο, θρέφοντάς τον μὲ χιμαιρικὰ ὄνειρα, καὶ τὸν ἀποπροσανατολίζει ἀπὸ τὰ καυτὰ ζητήματα τῆς ὑπάρξεως. Ὁ Θεὸς ἐμυκτήρισε αὐτοὺς καὶ ἡ ἱστορία τοὺς διέψευσε. Ἄλλο εἶναι τὸ ὄπιο τῆς ὑπάρξεως, ἡ ἁμαρτία. Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ τόφίδι δάγκωσε τὸν ἄνθρωπο στὴν Ἐδέμ, ἔμπασε στὴν πληγὴ τὸ φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας. Ἔκτοτε τὸ δηλητήριο καὶ τὸ ναρκωτικὸ αὐτὸ τῆς ὑπάρξεως ἀποπλάνησαν τὸν ἄνθρωπο, παρέλυσαν τὶς ζωτικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ ἐκοίμησαν τὸν παραβάτη μὲ τὸ πικρὸ ἀναισθητικὸ τῆς ἀποστασίας. Τὸ δηλητήριο αὐτὸ εἶναι δραστικότατο καὶ φοβερό. Παραλύει καὶ νεκρώνει πνευματικὰ τὸν κόσμο, ἐνῶ ἀντίθετα τὸν ἀποθηριώνει στὴν κακότητα, τὸν ὁδηγεῖ ξέφρενα πρὸς τὸ θάνατο καὶ τὴν καταστροφή. Ἡ δύναμή του εἶναι δυσκαταγώνιστη, τὴν ὁποία πληρώνουν πολὺ ἀκριβὰ τὰ ἄτομα καὶ οἱ λαοί. Στὰ ἄτομα κοστίζει τὴν πνευματικὴ νέκρωση καὶ τὸ θάνατο. Ἂν δὲν ἀφαιρεθεῖ τελικὰ ἀπὸ τὴ φύση, τὸ τέλος της θὰ εἶναι τραγικὸ καὶ ἀποτρόπαιο. Θὰ ἀποκόψει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ ρίζα τῆς ζωῆς καὶ θὰ τὸν ἐξακοντίσει στὸ ἀβυσσαλέο χάος τῆς κολάσεως.
Γιὰ νὰ ἀποτοξινώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ νακρωτικὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἐνσταλάξει στὶς φλέβες του τὸ αἷμα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, ἦλθε στὴ γῆ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ πέθανε ἐπάνω στὸ σταυρό. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ τὸ φῶς τῆς ζωῆς. Στὸ μυστήριο δὲ αὐτὸ τῆς ζωῆς λειτουργεῖ ἐπάξια ἡ Μάνα τῆς ζωῆς, ἡ Μητέρα, ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴ φύση της γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος πραγματικὸς καὶ τέλειος. Οἱ πιστοὶ προστρέχουν στὴ χάρη της καὶ τῆς ζητοῦν νὰ τοὺς δώσει ζωή, νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ ὄπιο τῆς φθορᾶς, ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας.

ᾨδὴ η´.

«Ὁ φῶς ὑπάρχων ἄδυτον, τριλαμπὲς καὶ τρισή-
λιον, καὶ μοναρχικὸν καὶ μονοκρατές, ἁπλού-
στατον, Θεὸς ἀκατάληπτος, καὶ μονοκράτωρ
Κύριος, νῦν τὴν σκοτεινήν, καὶ ζοφεράν μου
καρδίαν, καταύγισον καὶ δεῖξον, φωταυγῆ
καὶ φωτοφόρον, ὑμνεῖν σὲ καὶ δοξάζειν, εἰς
πάντας τοὺς αἰῶνας».
Σὺ ποὺ εἶσαι φῶς ἄδυτο, τριλαμπὲς καὶ τρισή-
λιο, μοναρχικό, μονοκρατὲς καὶ ἁπλούστατο,
σὺ ὁ Θεὸς ὁ ἀκατάληπτος καὶ μονοκράτωρ Κύ-
ριος, τώρα τὴ σκοτεινὴ καὶ ζοφερή μου καρδιὰ
φώτισε καὶ κάνε τὴν λαμπρὴ καὶ φωτοφόρο,
ὥστε νὰ σὲ ὑμνεῖ καὶ νὰ σὲ δοξάζει εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Ὡραιότερος ὕμνος πρὸς τὴ φωτεινότητα τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Ὁ ποιητὴς ὑμνεῖ τὸ θεῖο φῶς, τὴ θεία ἐνέργεια, μὲ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας του. Τὸ χαρακτηρίζει ἄδυτο, ποὺ δὲν σβύνει ποτέ, καθότι ἀϊδίως ἐκπέμπεται ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ὅπως δὲ ἐκείνη εἶναι ἄναρχη καὶ ἀΐδια, ἔτσι κι αὐτὸ εἶναι συνάναρχο καὶ δυναΐδιο. Εἶναι φῶς τριλαμπὲς καὶ τρισήλιο, γιατὶ μοιράζεται ὁλόκληρο καὶ στὰ τρία πρόσωπα τῆς παναγίας Τριάδος. Εἶναι δὲ φῶς ἰσότιμο. Τὸ φῶς τοῦ Πατρὸς δὲν εἶναι μεγαλύτερο τοῦ φωτὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι φῶς ἰσομερὲς καὶ ἰσόδοξο. Ἔπειτα εἶναι φῶς μοναρχικὸ καὶ μονοκρατές, τὸ ὁποῖο ἄρχει μόνο του καὶ κρατεῖ τῶν πάντων. Εἶναι τέλος, καὶ φῶς ἁπλούστατο, χωρὶς συνθέσεις καὶ ἐπιμερισμούς, ὅπως ἁολούστατη εἶναι καὶ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ἐναγώνια ἐπιζητεῖ ἡ προσευχόμενη ψυχή. Βλέπει τὸν ἑαυτό της σκοτεινὸ καὶ ζοφερό. Ἡ ἁμαρτία ἔχει ἀφανίσει τὸ κάλλος της, τὴν ἔχει περιβάλει μὲ τὴν ζοφερότητα τῆς δικῆς της κακώσεως. Ἡ ψυχὴ στὴ σκοτεινότητά της αὐτὴ πνίγεται. Θέλει φῶς, νὰ βλέπει εὐκρινῶς καὶ νὰ ζεῖ θεοφιλῶς. Θέλει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ζεῖ στὴ σώζουσα ἀλήθεια. Θέλει ν᾿ ἀνακτήσει τὸ φῶς ποὺ τῆς ἔκλεψε ὁ πλάνος, νὰ γίνει φωτοειδὴς καὶ φωτόμορφη, ὅπως ἦταν κάποτε, γιατὶ ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ δοξάζει τὸν Θεὸ εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνες.
«Ἱερωτάταις πτέρυξι, Σεραφεὶμ οἱ θειότατοι,
πρόσωπα καὶ πόδας, εὐλαβῶς καλύπτουσι,
τὴν δόξαν μὴ φέροντες, τοῦ ἀμηχάνου κάλλους
σου, ἀγαθαρχική, θεαρχικὴ μοναρχία, Τριὰς
ὑπεραγία· πλὴν ἡμεῖς ἀνυμνεῖν σε, τολμῶ-
μεν καὶ δοξάζειν, πιστῶς εἰς τοὺς αἰῶνας».
Μὲ ἱερότατες πτέρυγες τὰ θειότατα Σεραφεὶμ
σκεπάζουν εὐλαβικὰ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πόδια τους,
μὴ ἀντέχοντα νὰ βαστάσουν τὴ δόξα τοῦ ἀμήχα-
νού σου κάλλους, ἀγαθαρχικὴ θεία μοναρχία,
Τριάδα ὑπεραγία· ὅμως ἐμεῖς τολμᾶμε νὰ σ᾿
ἀνυμνοῦμε καὶ νὰ σὲ δοξάζουμε πιστῶς εἰς τοὺς αἰῶνες.
Ὡραῖα περιγράφει ὁ ποιητὴς τὸν εὐλαβικὸ φόβο τῶν Σεραφείμ220, τὰ ὁποῖα πετώμενα γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ (κατὰ τὸ ὅραμα τοῦ Ἡσαΐα) σκεπτάζουν μὲ τὶς πτέρυγὲς τους τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πόδια τους· τοῦτο δέ, γιατὶ ἡ ἄϋλη φύση τους δὲν ἀντέχει νὰ σηκώσει τὸ βάρος τοῦ ἀμήχανου κάλλους, τῆς ἄπλετης θείας φωτοχυσίας, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τὴ δεκτικὴ ἀντοχὴ κάθε κτιστῆς δυνατότητος. Ἔτσι καὶ ὁ Μωϋσῆς, προκειμένου νὰ δεῖ τὸν Θεό, ὅπως ἦταν ἡ ἐπιθυμία καὶ τὸ αἴτημά του (αἴτημα τόσο ἀνθρώπινο ἀλλὰ καὶ τόσο τρυφερὸ καὶ συγκινητικὸ), σκεπάστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ κάτω ἀπὸ τὴν πέτρα221, ὁ ὁποῖος τοῦ φανέρωσε μόνο τὰ «ὀπίσω» του, τὸ λίγο δηλ. ποὺ μποροῦσε ν᾿ ἀτενίσει. Στὴ βασιλεία βέβαια τοῦ Θεοῦ οἱ δίκαιοι θὰ βλέπουν τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον»223, γιατὶ δὲν θ᾿ ἀτενίζουν ἐμμέσως καὶ μερικῶς τὸ φῶς τῆς παναγίας Τριάδος, ἀλλ᾿ ἡ φύση τους, μεταχαλκευμένη ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶναι ἀνακεκραμένη μὲ τὴν ἀκτῖνα τῆς θείας ἐνέργειας.
Αὐτὰ φυσικὰ στὴν ἄλλη ζωή, ὅταν θὰ θεωθεῖ ἡ καθαρμένη φύση μας. Ἀπὸ τώρα ὅμως οἱ πιστοί, ποὺ ζοῦν μὲ τὸ γλυκὺ ὅραμα τῆς θείας βασιλείας, ὁδεύοντες περιχαρεῖς πρὸς τὰ φωτεινὰ σκηνώματα τοῦ οὐρανοῦ, τολμοῦν νὰ ὑμνοῦν καὶ νὰ δοξάζουν τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς παναγίας Τριάδος, χωρὶς σταματημὸ σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
«Κυριαρχίαν ἄναρχον, πανσθενῆ καὶ πανάγαθον,
τελεταρχικήν, ἀγαθουργόν, ἀόριστον, αἰτίαν ἀν-
αίτιον, ποιητικὴν ἀΐδιον, προνοητικήν, καὶ
σωστικὴν τῶν ἁπάντων, Μονάδα κατ᾿ οὐσίαν,
καὶ Τριάδα προσώποις, δοξάζω σε Θεέ μου,
πιστῶς εἰς τοὺς αἰῶνας».
Κυριαρχίαν ἄναρχη, παντοδύναμη καὶ πανάγαθη,
τελεταρχική, ἀγαθουργὸ (ποὺ ἐνεργεῖ ἀγαθὰ), ἀό-
ριστη (ποὺ δὲν ἔχει ὅρια, ἀπεριόριστη), αἰτία ποὺ
δὲν ἔχει αἰτία, ποὺ ἔπλασε τὰ πάντα, εἶναι ἀΐδια (χω-
ρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος), προνοητικὴ τῶν ὄντων καὶ
σωστικὴ τῶν πάντων, ἡ ὁποία στὴν οὐσία της εἶναι Μο-
νάδα καὶ στὰ πρόσωπά της Τριάδα, σὲ δοξάζω
μὲ πίστη Θεέ μου σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Ὡραιότατη ἐπίσης περιγραφὴ τῶν ἰδιωμάτων τῆς θείας φύσεως, συγκεκριμένα τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας. Περὶ αὐτῶν διελάβαμε στὰ προηγούμενα.

Θεοτοκίον.

«Ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέτειλεν, ὁ ἀνέσπερος ἥλιος, διὰ
τῆς ἐκ σοῦ παρθενικῆς γεννήσεως, πανάχραντε
Δέσποινα, καὶ τοὺς βροτοὺς ἀπήλλαξε, τῆς
εἰδωλικῆς, καὶ ζοφερῆς σκοτομήνης· διὸ καὶ
νῦν με μᾶλλον, τῆς αὐτοῦ Θεαρχίας, καταύγα-
σον ταῖς αἴγλαις, καὶ φρούρει τὸν σὸν δοῦλον».
Πάνω στὴ γῆ ἀνέτειλε ὁ ἀνέσπερος ἥλιος (ὁ Χριστὸς)
διὰ τῆς ἐκ σοῦ παρθενικῆς γεννήσεως, πανάχραντη
Δέσποινα, καὶ ἀπάλλαξε τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους
ἀπὸ τὸν εἰδωλικὸ καὶ ζοφερὸ σκοτασμό· διὰ τοῦτο καὶ
τώρα φώτισέ με περισσότερο, μὲ τὴν αἴγλη τῆς θείας του
φύσεως, καὶ περιφρούρει (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία) τὸ δοῦλο σου.
Καὶ πάλι ἡ ὑπόθεση τοῦ φωτὸς ποὺ ἀνατέλλει ἀπὸ τὴ φύση τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ σκοτισμοῦ τῆς ἁμαρτίας, ποὺ σὰν εἰδωλικὴ πλάνη κατακαλύπτει τὸν ἀποστάτη ἄνθρωπο. Ὁ σκοτισμὸς αὐτὸς προέρχεται ἀπὸ τὸ διάβολο, ὁ ὁποῖος ἀποπλανᾶ τὸν ἄνθρωπο224 καὶ τὸν ἀπάγει ἀπὸ τὸ φῶς τῆς θείας μακαριότητος καὶ χαρᾶς. Τὸ σκοτισμὸ αὐτὸ ἀπεδίωξε ἀπὸ τὸν πνευματικὸ ὁρίζοντα τῆς ἀνθρωπότητος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ σὰν ἥλιος ὑπέρλαμπρος ἀνέτειλε ἀπὸ τὴν παρθενικὴ μήτρα τῆς Κόρης τῆς Ναζαρέτ, ἀπὸ τὸν ὁλόφωτο ὁρίζοντα τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας, σκόρπισε τὶς ἀκτῖνες του στὸν κόσμο καὶ ἀπεδίωξε τὰ σκότη τῆς εἰδωλικῆς πλάνης.
Ὀ πιστὸς παρακαλεῖ τὴν Παρθένο νὰ τὸν περιφρουρεῖ μὲ τὴ χάρη της στὸ φωτεινὸ ἀγαθὸ τοῦ Υἱοῦ της, στὴν αἴγλη τῆς τριαδικῆς θεαρχίας, ποὺ σκόρπισε στὴ γῆ ὁ ἔνσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ.

ᾨδὴ θ´.

«Τὴν πάντων Βασιλίδα καὶ παντουργόν, ὑπερ-
άρχιον φύσιν, ὑπέρχρονον, ζωαρχικήν, εὔχπλαγ-
χνον, φιλάνθρωπον, ἀγαθήν, ἑναρχικὴν Τριά-
δα σε, νῦν δοξολογοῦντες ἁμαρτιῶν, συγχώρησιν
αἰτοῦμεν, τῷ κόσμῳ τὴν εἰρήνην, κατ᾿
Ἐκκλησίας τὴν ὁμόνοιαν».
Τὴ βασίλισσα ὅλων καὶ παντουργὸ Τριάδα, τὴν
ὑπεράρχια φύση, τὴν ὑπέρχρονη, ζωαρχική,
εὔυσπλαγχνη, φιλάνθρωπη, καὶ ἑναρχική, τώρα
δοξολογοῦντες, ζητᾶμε συγχώρηση ἁμαρτιῶν,
γιὰ τὸν κόσμο εἰρήνη καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησίαν ὁμόνοια.
Ἀφοῦ καταγράψει ὁ ὑμνωδὸς τὰ ἰδιώματα τῆς φύσεως τῆς ἁγίας Τριάδος, στρέφει τὸ βλέμμα του στὸν κόσμο καὶ βλέπει ἀκαταστασίες καὶ σκάνδαλα. Ὀ ἐχθρὸς ἀναταράσσει τοὺς ἀνθρώπους. Γεμίζει τὴν ψυχή τους μὲ μῖσος, γιατὶ ξέρει ὅτι αὐτὸ εἶναι δηλητήριο θανατηφόρο. Ὁπλίζει τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς λαούς, τὸν ἕνα ἐναντίον τοῦ ἄλλου, καὶ τοὺς ἐμπλέκει σὲ πολέμους αἱματηρούς, μὲ ἀπολογισμὸ ποταμοὺς δακρύων καὶ αἱμάτων, ἀθλιότητες καὶ δυστυχίες, συμφορὲς καὶ σπαρακτικὰ δράματα. Θλιβερὸ καὶ ἀκατανόητο πρᾶγμα ὁ πόλεμος! Πότε οἱ αἱματηρὲς συγκρούσεις ὠφέλησαν τὸν ἄνθρωπο; Μὲ ποιά λογικὴ οἱ ἄνθρωποι σπαράσσονται μεταξύ τους, ὁ ἕνας τρώει τὴ σάρκα τοῦ ἄλλου, σὰν αἱμοβόρα καὶ ἄγρια θηρία; Πολὺ ἀφελὲς τὸ ἐρώτημα, γιατὶ ἡ ἁμαρτία δὲν ἔχει λογική, εἶναι ὁ παραλογισμὸς τοῦ λογικοῦ ζώου, τὸ ξέφτισμα τῆς φύσεως, ὁ ἀπανθρωπισμὸς τῆς λογικῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ! Δὲν θὰ λείψουν οἱ πόλεμοι, γιατὶ δὲν θὰ λείψει ὁ παραλογισμὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Μάλιστα θὰ ἐνταθοῦν κατὰ τὸ τέλος, κατὰ τὴ φοβερὴ περίοδο τοῦ ἀντιχρίστου!
Κατόπιν στρέφει τὸ βλέμμα του στὴν Ἐκκλησία καὶ βλέπει διχόνοιες καὶ σκάνδαλα. Σχῆμα πραγματικὰ ὀξύμορο! Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία σημαίνει ἑνότητα, ὁμόνοια, κάτω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἑνοποίηση τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου του. Καὶ ὅμως οὐδέποτε ἔλειψαν τῆς Ἐκκλησίας τὰ σκάνδαλα, τὰ ὁποῖα εἶναι τόσο ἀποτροπαιότερα, ὅσο προέρχονται ἀπὸ τοὺς εὐσχήμους ἐκπροσώπους της, τῶν ὁποίων ἔργο εἶναι ἡ τήρηση τῆς ὁμόνοιας τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὅλοι μάχονται γιὰ τὸ καλὸ δῆθεν τῆς Ἐκκλησίας! Κονταροχτυπιοῦνται, πολεμοῦν καπηλικότατα ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, σκανδαλίζουν τὸ ποίμνιο, σπαράσσουν τὴ συνείδηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐν ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ πράου καὶ ταπεινοῦ225 καὶ ἀρχηγοῦ τῆς εἰρήνης, τὸν ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι ἐξυπηρετοῦν! Φυσικὰ δὲν λησμονοῦμε τὸ φθοροποιὸ καὶ ἐδῶ ἔργο τοῦ ἐχθροῦ, ὁ ὁποῖος σπείρει τὸν ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν πικρὴ βοτάνη τῶν σκανδάλων τῆς ἁμαρτίας· καὶ ὅτι καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁμοίως ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι, τοὺς ὁποίους πολὺ περισσότερο καὶ μὲ λύσσα πειράζει ὁ διάβολος. Βέβαια τὰ σκάνδαλα στὴν Ἐκκλησία δὲν προέρχονται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ἱεραρχία, ἀλλ᾿ εὐρύτερα ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ὁποῖο καταλέγονται καὶ οἱ λαϊκοί. Ὅλοι, λοιπόν, καὶ ὁκαθένας μὲ τὸν τρόπο του καταταράζουν τὴν γαλήνη τῆς Ἐκκλησίας, δημιουργοῦν φατρίες, αἱρέσεις καὶ σχίσματα, νοθεύοντας τὴ θεία ἀλήθεια καὶ παγώνοντας τὴν ἀγάπη ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχει καὶ ἡ ἀγαθὴ μερίδα, οἱ φωτισμένοι κληρικοὶ καὶ οἱ πιστοὶ λαϊκοί, στοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἐναποθέτει τὴν προσπάθεια γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου του ἐπὶ τῆς γῆς.
«Ἡ μία Κυριότης καὶ τριλαμπής, ἑνικὴ Θεαρ-
χία τρισήλιε, τοὺς ὑμνητάς, πρόσδεξαι τοὺς
σοὺς ἀγαθοπρεπῶς, καὶ τῶν πταισμάτων λύτρω-
σαι, καὶ τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν δυσχερῶν,
καὶ θᾶττον τὴν εἰρήνην, παράσχου φιλανθρώ-
πως, ταῖς Ἐκκλησίαις καὶ τὴν ἕνωσιν».
Ἡ μία καὶ τριλαμπὴς Κυριότητα, ἡ τρισήλια
ἑνικὴ (μία) θεαρχία (θεία φύση), πρόσδεξαι τοὺς ὑ-
μνητές σου ἀγαθοπρεπῶς καὶ χορήγησε σ᾿ αὐ-
τοὺς λύτρωση ἀπὸ τὰ πταίσματα, τοὺς πειρασμοὺς
καὶ τὶς δυσκολίες (τῆς ζωῆς) καὶ γρήγορα δώρησε
φιλανθρώπως στὶς Ἐκκλησίες εἰρήνη καὶ ἕνωση.
Καὶ ἐδῶ ἡ εὐαίσθητη ψυχὴ τοῦ ὑμνωδοῦ θλίβεται γιὰ τὸν πόλεμο καὶ τὴ διάσπαση τῶν Ἐκκλησιῶν, γιὰ τὶς ὁποῖες ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ εἰρήνη καὶ ἕνωση. Καὶ εἶναι θλιβερὸς πράγματι ὁ πόλεμος καὶ ἡ κατατομὴ τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὅπως ἤδη ἐτονίσαμε, εἶναι σχῆμα ὀξύμωρο. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ εἰς «ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε». Καὶ γι᾿ αὐτὴ τὴν ἑνότητα ὁ Χριστὸς «ἥπλωσε τὰς παλάμας» του ἐπάνω στὸ σταυρό. Δυστυχῶς ὅμως τὸ πνεῦμα τῆς ἀποστασίας, ποὺ πρῶτα ἀπέκοψε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ, ἔβαλε χέρι καὶ στὸ ἑνοποιητικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου καὶ διεσπάραξε τὸ ἑνιαῖο σῶμα του, τὴν Ἐκκλησία, καὶ κατατεμάχισε τὸν ἄρραφο χιτῶνα του. Ὁ πιστὸς ποὺ ζεῖ μέσα στὴν ψυχή του τὴν εἰρήνη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θλίβεται γιὰ τὸ σπαραξικάρδιο αὐτὸ θέαμα. Οἱ χριστιανοὶ νὰ εἶναι χωρισμένοι καὶ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς θείας ἀλήθειας ν᾿ ἀντιμάχονται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο (κυρίως παλαιότερα), χωρισμένοι σὲ ξεχωριστὲς ὁμολογιακὲς κοινότητες καὶ «Ἐκκλησίες», ποὺ ἡ ὕπαρξη καὶ τὸ ἔργο τους σκανδαλίζουν τὸ μὴ χριστιανικὸ κόσμο καὶ ἀποτελοῦν μυκτηρισμὸ τῆς σωστικῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ! Εὐτυχῶς ποὺ ἐν μέσῳ αὐτῶν ὑπάρχει καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία, στὴν ὁποία διασώθηκε ἡ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διακρατώντας καὶ φυλάσσοντας τὸ δόγμα, τὸ ἦθος καὶ τὴν ἀποστολικὴ παράδοση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἄμεσο καὶ ἐπιτακτικὸ αἴτημα κάθε εὐσεβοῦς ὀρθόδοξης ψυχῆς. Φυσικὰ τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολο, μὲ τὸ φόρτισμα τόσων ἀρνητικῶν παραγόντων στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου στὸ σῶμα τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν. Στὶς φιλενωτικὲς προσπάθειες πρέπει νὰ καταβάλλεται μεγάλη προσοχὴ οὕτως, ὥστε νὰ διατηροῦμε ἀλώβητο τὸ δικό μας καὶ νὰ προβάλλουμε κατάλληλα τὴν ἀλήθεια μας στὸν πλανεμένο ἑτερόδοξο κόσμο. Συμβιβασμοὶ πάσης φύσεως πάνω σὲ δογματικὰ ζητήματα ἀπαγορεύονται ἀπολύτως. Ἡ πίστη δὲν εἶναι πραγματεύσιμη, ὅπως πραγματεύσιμος δὲν εἶναι καὶ ὁ Χριστός. Νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ ἐργαζόμαστε μὲ ταπείνωση καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ἔχοντας πάντοτε ὑπόψη μας ὅτι τὰ πάντα ἀνήκουν στὸν Χριστό, τόσο ἡ Ὀρθοδοξία ὅσο καὶ ἡ ἑτεροδοξία, καὶ τὸ Πνεῦμα του μπορεῖ νὰ συνάψει καὶ πάλι τὰ διεστῶτα, ὅταν θὰ ἐπιστεῖ ὁ κατάλληλος πρὸς τοῦτο καιρός.

Θεοτοκίον.

«Νηδὺν Χριστὲ Σωτήρ μου παρθενικήν, ἐνοι-
κήσας ἐφάνης τῷ κόσμῳ σου, θεανδρικῶς, ἂ-
τρεπτος ἀσύγχυτος ἀληθῶς, καὶ καθυπέσχου
πάντοτε, μετὰ τῶν δούλων σου εἶναι σαφῶς· διὸ
τῆς σὲ τεκούσης, πρεσβείαις τὴν εἰρήνην, πάσῃ
τῇ ποίμνῃ σου πρυτάνευσον».
Ἐνοικήσας Χριστὲ Σωτήρ μου σὲ μήτρα παρθε-
νική, φάνηκες στὸν κόσμο σου θεανδρικῶς, κατ᾿
ἀλήθειαν ἄτρεπτος καὶ ἀσύγχυτος, καὶ ὑποσχέ-
θηκες σαφῶς νὰ εἶσαι πάντοτε μαζὶ μὲ
τοὺς δούλους σου· διὰ τοῦτο μὲ τὶς πρεσβεῖες αὐ-
τῆς ποὺ σὲ γέννησε, κάνε νὰ ἐπικρατήσει εἰ-
ρήνη στὴν ποίμνη σου.
Ἡ θεανδρικότητα περὶ τῆς ὁποίας ὁμιλεῖ τὸ Θεοτοκίο, δὲν ἀποδίδεται στὶς δυὸ φύσεις ἀπ᾿ εὐθείας. Δὲν ἔχουμε θεανδρικὴ φύση τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ ἂν ἦταν ἔτσι θὰ ἐπήρχετο συναλοιφὴ καὶ σύγχυση θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος. Μιὰ θεανδρικὴ φύση θὰ σήμαινε κάτι καινούργιο, στὸ ὁποῖο θὰ ὑπῆρχαν τμήματα καὶ ἀπὸ τὶς δύο φύσεις. Ἡ θεανδρικότητα ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου. Στὸ ἀΐδιο πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ προσελήφθη ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας τὸ ἐλλεῖπον πρόσωπο ἀνεπλήρωσε τὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου. Ἔτσι ἔχουμε ἄτρεπτη καὶ ἀσύγχυτη ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸ ἑνιαῖο θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στὸ ὁποῖο καὶ ἀντιμεταδίδονται τὰ ἰδιώματα ἑκάστης φύσεως. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἄπειρος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πεθαίνει ἄδοξα ἐπάνω στὸ σταυρό. Ὁ ἕνας ἀδιάσπαστος καὶ ἑνιαῖος Χριστός. Προαιώνια δὲν εἶναι ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καθ᾿ ἑαυτήν, οὔτε στὸ σταυρὸ πεθαίνει ἡ ἀνθρωπότητα καθ᾿ ἑαυτήν· ἀλλ᾿ ὁ ἕνας Χριστὸς καὶ ὑπάρχει προαιώνια καὶ πεθαίνει ἐν χρόνῳ ἄδοξα. Ἂν δὲν γνωρίζουμε σαφῶς αὐτὰ τὰ πράγματα, εἶναι δυνατὸ νὰ παρανοήσουμε τὸ δόγμα τοῦ Χριστοῦ, νὰ περιπέσουμε σὲ πλάνες, ὅπως συνήθως συμβαίνει μὲ τοὺς αἱρετικούς.
Ὁ Χριστὸς ὑποσχέθηκε νὰ εἶναι πάντοτε μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς στὴν Ἐκκλησία του. Αὐτὸ ζητᾶ περιπαθῶς ἡ προσευχόμενη ψυχὴ νὰ τῆς χορηγήσει ἡ Θεοτόκος διὰ τῶν πρεσβειῶν της πρὸς τὸ Σωτῆρα Κύριο, στὴν Ἐκκλησία δὲ νὰ παράσχει εἰρήνη σταθερὴ καὶ ἀσάλευτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου